ΝΣΚ/420/2006
Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.
Σύμβαση δημοσίου έργου. Αίτηση ακυρώσεως του αναδόχου κατά της πράξεως αναθέσεως του έργου. Παράταση ισχύος της προσφοράς του. Ανάθεση ή μη του έργου στον επόμενο κατά σειρά μειοδότη από την Προϊσταμένη Αρχή. Δέσμευση της Διοικήσεως από προσωρινή διαταγή.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
Σε περίπτωση ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως και αιτήσεως αναστολής εκτελέσεως της πράξεως αναθέσεως δημοσίου έργου από τον ανακηρυχθέντα ανάδοχο, δεν τίθεται ζήτημα παρατάσεως ή μη του χρόνου ισχύος της προσφοράς του, κατά τον χρόνο της εκκρεμοδικίας, διότι η κατακυρωτική απόφαση έχει κοινοποιηθεί σ’ αυτόν εντός του χρόνου ισχύος της προσφοράς και έχει, άρα, καταρτισθεί το ενοχικό συνάλλαγμα. Η Προϊσταμένη Αρχή, ενόψει του συγκεκριμένου πραγματικού, δεν δύναται να αναθέσει το έργο στον δεύτερο μειοδότη. Η Διοίκηση δεσμεύεται από την εκδοθείσα προσωρινή διαταγή του Προέδρου του αρμοδίου τμήματος του ΣτΕ, πλην όμως μπορεί να υποβληθεί αίτηση ανακλήσεώς της.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΣΤΕ Ολ 3471/2011
Είναι αντίθετο στο δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα στο κατοχυρωμένο απ` αυτό δικαίωμα σε αποτελεσματική δικαστική προστασία το σύστημα ελληνικών δικονομικών κανόνων, κατά το οποίο για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά πράξεως βλαπτικής για τους αιτούντες, εκδοθείσης κατά το προσυμβατικό στάδιο αναθέσεως δημοσίας συμβάσεως, απαιτείται, επί ποινή απαραδέκτου, η σύμπραξη όλων των κοινοπρακτησάντων, ταυτοχρόνως δε για την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από την παραπάνω πράξη, είτε στην κοινοπραξία είτε σε ένα έκαστο των μελών της, απαιτείται η προηγουμένη ακύρωση της φερομένης ως ζημιογόνου πράξεως.
ΝΣΚ/28/2004
Συμμόρφωση της Διοικήσεως σε απόφαση ακυρωτικού δικαστηρίου (ακύρωση της πράξεως για πλημμελή αιτιολογία – περιεχόμενο της υποχρέωσης συμμόρφωσης – προσωρινή διαταγή).(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
Σε περιπτώσεις απομακρύνσεως από την υπηρεσία δημοσίων υπαλλήλων, ακυρωθείσης της σχετικής αποφάσεως λόγω πλημμελούς αιτιολογίας, η Διοίκηση υποχρεούται, συμμορφούμενη προς την ακυρωτική απόφαση, να προβεί σε νέα νόμιμη κρίση, ανατρέχουσα στο χρόνο της αρχικής κρίσεως. Εάν κατά τη νέα κρίση η Διοίκηση εκδώσει πράξη με το αυτό περιεχόμενο με εκείνη που ακυρώθηκε, αιτιολογώντας όμως νομίμως και επαρκώς τη νέα κρίση της, τα αποτελέσματα της νέας αυτής πράξεως ανατρέχουν αναγκαστικά στο χρόνο εκδόσεως της ακυρωθείσης πράξεως, λόγω του αναδρομικού αποτελέσματος της ακυρώσεως, και επομένως η απομάκρυνση του απολυθέντος υπαλλήλου, ανατρέχει στον χρόνο της αρχικής κρίσεως και, συνεπώς, ο χρόνος που μεσολάβησε μεταξύ της αρχικής πράξεως και εκείνης που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την ακυρωτική απόφαση, να θεωρείται χρόνος εκτός υπηρεσίας. Σε περίπτωση, όμως, εκδόσεως (από το δικαστήριο) προσωρινής διαταγής, με την οποία διετάχθη η αναστολή εκτελέσεως της προσβληθείσης αποφάσεως μέχρι εκδόσεως αποφάσεως επί της αιτήσεως αναστολής, η Διοίκηση υποχρεούται να συμμορφωθεί προς το περιεχόμενο της πιο πάνω προσωρινής διαταγής μέχρι εκδόσεως απορριπτικής αποφάσεως επί της ασκηθείσης αιτήσεως αναστολής και, επομένως, για το χρονικό διάστημα, που μεσολάβησε μεταξύ της εκδόσεως της προσωρινής διαταγής και της δημοσιεύσεως της αποφάσεως του δικαστηρίου επί της αιτήσεως αναστολής, ο απολυθείς υπάλληλος (εν προκειμένω αποταχθείς λιμενοφύλακας) θεωρείται αυτοδίκαια για τη Διοίκηση ως παραμείνας στο Λιμενικό Σώμα και ως μηδέποτε αποταχθείς από τις τάξεις τούτου.
ΝΣΚ/367/2001
Κοινοτικό Δίκαιο. Ελαιοτριβεία. Διοικητική διαδικασία αιτήσεως θεραπείας εταιρίας. Επιρροή δεδικασμένου ποινικής αποφάσεως.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
(Τριμελούς Επιτροπής) Σε περίπτωση εκδόσεως απορριπτικής αποφάσεως ΣτΕ επί αιτήσεως ακυρώσεως κατά διοικητικής πράξεως, το κύρος και η νομιμότητα της τελευταίας καλύπτονται από το δεδικασμένο. Ανεξάρτητα από αυτό η Διοίκηση, στα πλαίσια της αρχής της χρηστής διοικήσεως λαμβάνοντας γνώση νέων πραγματικών περιστατικών τα οποία αναγόμενα στο χρόνο εκδόσεως της δυσμενούς διοικητικής πράξεως θα ηδύναντο να διαφοροποιήσουν την ουσιαστική κρίση της, δύναται να τροποποιήσει ή να ανακαλέσει τη διοικητική πράξη. Στην έννοια του νέου πραγματικού περιστατικού συγκαταλέγεται και το των εκ των υστέρων προκύπτον δεδικασμένο εκ ποινικής αποφάσεως.
ΝΣΚ/171/2009
Μειοδοτικός διαγωνισμός για τη σύναψη συμβάσεως αναθέσεως δημοσίας υπηρεσίας για την εξυπηρέτηση θαλασσίων δρομολογιακών γραμμών – Προσυμβατικός έλεγχος του Ε.Σ. – Ανάκληση ή μη κατακυρωτικής πράξεως.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
Η γνωμοδότηση επελήφθη ερωτήματος, το οποίο αφορούσε συγκεκριμένο μειοδοτικό διαγωνισμό για τη σύναψη συμβάσεως αναθέσεως δημοσίας υπηρεσίας για την εξυπηρέτηση θαλασσίας δρομολογιακής γραμμής και με δεδομένο ότι ο προσυμβατικός έλεγχος του Ελεγκτικού Συνεδρίου απέβη αρνητικός, αποφάνθηκε αν συντρέχει περίπτωση κηρύξεως αυτού αγόνου και επαναλήψεώς του ή κατακυρώσεώς του στον μη νομίμως αποκλεισθέντα μειοδότη. (πλειοψ.)
ΔΕΚ/C-448/2001
«Οδηγία 93/36/ΕOΚ – Δημόσιες συμβάσεις κρατικών προμηθειών – Έννοια της οικονομικά συμφερότερης προσφοράς – Κριτήριο αναθέσεως που προκρίνει την παραγόμενη από ανανεώσιμες πηγές ηλεκτρική ενέργεια – Οδηγία 89/665/ΕΟΚ – Ένδικες προσφυγές στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων – Παράνομες αποφάσεις – Δυνατότητα ακυρώσεως αποκλειστικά σε περιπτώσεις ουσιώδους επιρροής στην έκβαση της διαδικασίας συνάψεως της συμβάσεως – Έλλειψη νομιμότητας ενός κριτηρίου αναθέσεως – Υποχρέωση ανακλήσεως της προκηρύξεως διαγωνισμού»
ΣΤΕ/1909/1997
Εκπρόθεσμο αίτησης ακυρώσεως:..Επειδή, στο άρθρο 6 παρ. ΣΤ 9 του ν. 2083/1992 (ΦΕΚ 159) ορίζεται ότι : "Ο διορισμός και η μονιμοποίηση του μέλους ΔΕΠ γίνεται με πράξη του πρύτανη που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η σχετική πράξη με τα πρακτικά εκλογής ή μονιμοποίησης διαβιβάζονται χωρίς καθυστέρηση από το ΑΕΙ στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και κοινοποιούνται σε όλους τους υποψηφίους. Η δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και η εκτέλεση της πράξης αυτής αναστέλλεται επί ένα μήνα από την περιέλευσή της στο Υπουργείο για έλεγχο νομιμότητας. Αν μέσα στην προθεσμία αυτή διαπιτωθεί έλλειψη νομιμότητας στην πράξη του πρύτανη, η υπόθεση αναπέμπεται στο ΑΕΙ". Κατά την έννοια της πιο πάνω διατάξεως επιβάλλεται μεν η κοινοποίηση της πράξεως διορισμού μέλους ΔΕΠ και των πρακτικών εκλογής σε όλους τους υποψηφίους, αλλά η κοινοποίηση αυτή δεν αποτελεί την αφετηρία της προθεσμίας για την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως. Η προθεσμία της αιτήσεως ακυρώσεως για τους τρίτους, μεταξύ των οποίων είναι και οι λοιποί υποψήφιοι για κατάληψη της θέσεως ΔΕΠ, κινείται και στην περίπτωση αυτή από τη δημοσίευση της πρυτανικής πράξεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δεδομένου ότι δεν προβλέπεται από το νόμο κοινοποίησή της στους λοιπούς, πλην του διοριζομένου, υποψηφίους (βλ. Σ.τ.Ε. 311/1989).Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Συμβουλίου της Επικρατείας στις 22.7.1993, δηλαδή μετά την πάροδο εξήντα ημερών από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της προσβαλλόμενης πρυτανικής πράξεως (27.4.1993), πρέπει να απορριφθεί ως εκπρόθεσμη.
ΕλΣυν.Κλ.Ε/81/2017
ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:Σχέδιο σύμβασης που αφορά στην εκτέλεση, μετά τη διάλυση της αρχικής εργολαβίας, (...) Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι σε περίπτωση διάλυσης της σύμβασης με υπαιτιότητα του φορέα κατασκευής ή του κυρίου του έργου, η προϊσταμένη αρχή, εφόσον αποφασίσει την ολοκλήρωση του έργου, προσκαλεί τον επόμενο κατά σειρά μειοδότη του διενεργηθέντος διαγωνισμού, στον οποίο αναδείχθηκε ο αρχικός ανάδοχος, και του προτείνει να αναλάβει αυτός το έργο ολοκλήρωσης της εργολαβίας που διαλύθηκε, με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις και με βάση την προσφορά που υπέβαλε στο διενεργηθέντα διαγωνισμό. Η διαδικασία αυτή αποτελεί συνέχεια της προηγηθείσας διαγωνιστικής διαδικασίας και εντάσσεται σ’ αυτήν, με πρόσκληση του επόμενου κατά σειρά μειοδότη (και, αν αυτός αρνηθεί με πρόσκληση του αμέσως επόμενου μειοδότη), καθίσταται δε αναγκαία για την ολοκλήρωση του έργου, για την εκτέλεση του οποίου έχει ήδη υπογραφεί η οικεία σύμβαση, πλην όμως αυτή διαλύθηκε κατόπιν αιτήσεως του αρχικού αναδόχου, λόγω υπαιτιότητας του φορέα κατασκευής ή του κυρίου του έργου (βλ. Ελ.Συν. VI Τμ. αποφ. 804/2012, 3137/2010).(...) Με τα δεδομένα αυτά, το Κλιμάκιο κρίνει ότι από τον έλεγχο των υποβληθέντων σ’ αυτό στοιχείων δεν συντρέχει λόγος που να κωλύει την υπογραφή του ελεγχόμενου σχεδίου σύμβασης.
ΣτΕ/251/2010
Επειδή, στην παρ. 9 του άρθρου 7 του ν. 3316/2005 (Α` 42), το οποίο αναφέρεται στην ανάθεση οριστικής μελέτης ή άλλων σταδίων εκτός προκαταρκτικών μελετών, ορίζεται ότι: «Κατά του πρακτικού ελέγχου και βαθμολόγησης των τεχνικών προσφορών υποβάλλονται ενστάσεις στον πρόεδρο της Επιτροπής Διαγωνισμού, μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την κοινοποίηση. Επί των ενστάσεων αποφασίζει η Προϊσταμένη Αρχή, μετά από γνώμη της Επιτροπής Διαγωνισμού. Αν γίνει δεκτή η ένσταση για το νομότυπο της τεχνικής προσφοράς διαγωνιζομένου, η Προϊσταμένη Αρχή διαμορφώνει αναλόγως το πρακτικό. Αν η ένσταση αφορά την βαθμολόγηση, το πρακτικό αναπέμπεται στην Επιτροπή Διαγωνισμού με αναλυτικές παρατηρήσεις της Προϊσταμένης Αρχής σχετικά με τις πλημμέλειες της βαθμολόγησης, η οποία τις λαμβάνει υπόψη και το διαμορφώνει αναλόγως», ενώ σύμφωνα με την παρ. 10 του ιδίου άρθρου: «Μετά την οριστικοποίηση της βαθμολογίας των τεχνικών προσφορών … σε δημόσια συνεδρίαση της Επιτροπής Διαγωνισμού που γνωστοποιείται εγγράφως στους υποψήφιους προ πέντε (5) ημερών, αποσφραγίζονται οι οικονομικές προσφορές ...». 6. Επειδή, στην προπαρατεθείσα διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 7 του ν. 3316/2005 δεν ορίζεται ρητώς ότι σε περίπτωση αποδοχής ενστάσεως σχετικά με την βαθμολόγηση των τεχνικών προσφορών των διαγωνιζομένων, μετά την αναβαθμολόγηση των τεχνικών προσφορών από την Επιτροπή του Διαγωνισμού σύμφωνα με τις παρατηρήσεις της Προϊσταμένης Αρχής, το σχετικό πρακτικό της Επιτροπής του Διαγωνισμού επανυποβάλλεται προς έγκριση στην Προϊσταμένη Αρχή. Δεδομένου, όμως, ότι κατά την έννοια των διατάξεων του ως άνω νόμου (άρθρα 1 παρ. 12 και 21), η Επιτροπή του Διαγωνισμού μόνον γνωμοδοτική αρμοδιότητα έχει στο πλαίσιο της διαδικασίας αναθέσεως εκπονήσεως μελέτης, είναι υποστηρίξιμη η άποψη ότι για την οριστικοποίηση της βαθμολογίας των τεχνικών προσφορών απαιτείται, οπωσδήποτε, η έκδοση σχετικής πράξεως του αποφασίζοντος οργάνου, δηλαδή της Προϊσταμένης Αρχής (βλ. και τα προβλεπόμενα στις παραγράφους 6 και 10 του άρθρου 6 του ν. 3316/2005 για την διαδικασία ανάθεσης προκαταρκτικών μελετών και προμελέτης με την ίδια προκήρυξη). Εν όψει των ανωτέρω, ανακύπτουν αμφιβολίες ως προς τον εκτελεστό χαρακτήρα του προσβαλλομένου πρακτικού της Επιτροπής του Διαγωνισμού, με το οποίο αναδιαμορφώθηκε η βαθμολογία της τεχνικής προσφορά της αιτούσης συμπράξεως, ενώ δεν προκύπτει ότι έχει εκδοθεί απόφαση της Νομαρχιακής Επιτροπής για την έγκριση του εν λόγω πρακτικού. Υπό τα δεδομένα δε αυτά, εφ` όσον γεννώνται αμφιβολίες ως προς τον εκτελεστό χαρακτήρα του επιμάχου πρακτικού της Επιτροπής του Διαγωνισμού και συνακόλουθα, ως προς το παραδεκτό της αιτήσεως ακυρώσεως που έχει ασκήσει η αιτούσα κατά του εν λόγω πρακτικού, η αίτηση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως προδήλως βάσιμη. Δεν συντρέχει, επομένως, σύμφωνα και με τα εκτεθέντα στην τέταρτη σκέψη, περίπτωση αποδοχής της υπό κρίση αιτήσεως λόγω πρόδηλης βασιμότητας της αιτήσεως ακυρώσεως, πρέπει δε να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της αιτούσης συμπράξεως (πρβλ. Ε.Α. 1329, 938/08, 527/2005 κ.α.).
ΝΣΚ/481/2004
Προσωρινή διαταγή Προέδρου Πρωτοδικών επί ασκηθείσας αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
Η προσωρινή διαταγή του δικαστή που εκδίδεται σε υπόθεση διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων αποτελεί ενόψει της εκ του νόμου εξουσίας του προς τούτο, εκτελεστή πράξη της δικαστικής αρχής. Επομένως η διαταγή αυτή είναι δεσμευτική, με την έννοια ότι πράξεις που είναι αντίθετες με το περιεχόμενό της στερούνται νομιμότητας.
ΕλΣυν/Τμ.7/74/2010
Δημόσια έργα.Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι η εντελλόμενη δαπάνη είναι νόμιμη, καθόσον ο Δήμος κάνοντας χρήση της δυνατότητας που του παρέχει η διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 3 του ν. 3263/2004 νομίμως κάλεσε την επόμενη κατά σειρά μειοδότρια να αποδεχθούν την ανάθεση του έργου μετά την άρνηση του πρώτου μειοδότη να παρατείνει το χρόνο ισχύος της προσφοράς του με σκοπό την κατάρτιση της σύμβασης και νομίμως κατακύρωσε τα αποτελέσματα του διαγωνισμού σ’ αυτήν, αφού ο πρώτος μειοδότης δεν είχε αποδεχθεί τη σχετική πρόσκληση, χωρίς να απαιτείται από τις προμνησθείσες στη μείζονα σκέψη διατάξεις αιτιολογία για το οικονομικό συμφέρον της προσφοράς του ως τελευταίου μειοδότη.