×
register
Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΣΤΕ Ολ 3471/2011

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 2522/1997

Είναι αντίθετο στο δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα στο κατοχυρωμένο απ` αυτό δικαίωμα σε αποτελεσματική δικαστική προστασία το σύστημα ελληνικών δικονομικών κανόνων, κατά το οποίο για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά πράξεως βλαπτικής για τους αιτούντες, εκδοθείσης κατά το προσυμβατικό στάδιο αναθέσεως δημοσίας συμβάσεως, απαιτείται, επί ποινή απαραδέκτου, η σύμπραξη όλων των κοινοπρακτησάντων, ταυτοχρόνως δε για την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από την παραπάνω πράξη, είτε στην κοινοπραξία είτε σε ένα έκαστο των μελών της, απαιτείται η προηγουμένη ακύρωση της φερομένης ως ζημιογόνου πράξεως.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΣτΕ ΕΑ 76/2011

ΣΤΕ . Αίτηση ασφαλιστικών μέτρων - Διακήρυξη-Διαγωνισμός-Ανάθεση-(...) Επειδή, η προσβαλλομένη διακήρυξη προβλέπει ως κριτήριο κατακυρώσεως τη χαμηλότερη τιμή..ορίζει τα απαιτούμενα τεχνικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά των υπό προμήθεια ειδών καθώς και ότι θα ληφθεί υπ’ όψιν και η υπάρχουσα εμπειρία, παραλλήλως, δε, ορίζει ότι «η υπηρεσία επιφυλάσσεται να επιλέξει την πιο κατάλληλη και συμφέρουσα γι’ αυτήν προσφορά, με βάση τα αναγραφόμενα από τους ενδιαφερόμενους οικονομικά και τεχνικά στοιχεία και τα στοιχεία της παρούσας τεχνικής περιγραφής» και ότι «κατά την αξιολόγηση θα ληφθούν υπ’ όψη η εμπειρία και η αξιοπιστία του προμηθευτή-κατασκευαστικού οίκου από την εμπειρία του [καθ’ ού] Νοσοκομείου …σε προγενέστερη χρήση των προσφερομένων υλικών, από άλλες προμήθειες», χαρακτηρίζει δε ρητώς όλους τους ανωτέρω όρους ως απαράβατους. Με το ανωτέρω περιεχόμενο, όμως, η διακήρυξη δεν φαίνεται να θεσπίζει κατά τρόπο σαφή ένα κριτήριο κατακυρώσεως, είτε αυτό της χαμηλότερης τιμής, είτε εκείνο της πλέον συμφέρουσας προσφοράς, αλλά, κατά παράβαση των παρατιθεμένων στην προηγουμένη σκέψη διατάξεων, συγχέει τα ως άνω κριτήρια, προβλέποντας παραλλήλως στοιχεία, τα οποία προσιδιάζουν σε αμφότερα...Η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να γίνει δεκτή


ΣΤΕ ΕΑ 954/2009

Κοινοτικό δίκαιο-αποκλεισμός υποψηφίου:Επειδή, εν προκειμένω, με την κατ’άρθρο 3 παρ.2 του ν. 2522/1997 προσφυγή της η αιτούσα εταιρεία ισχυρίσθηκε ότι η αίτηση συμμετοχής της παρεμβαινούσης εταιρείας έπρεπε να απορριφθεί, διότι η εταιρεία αυτή είχε υποπέσει σε σοβαρό επαγγελματικό παράπτωμα κατά την εκτέλεση όλως συναφών προς το αντικείμενο του προκειμένου διαγωνισμού έργων. Τούτο δε προέκυπτε, κατά τους ισχυρισμούς της αιτούσης, από το γεγονός ότι με την υπ’αριθμ. 145/ΕΜΠ/21.11.2007 απόφαση του Προϊσταμένου της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Υποστήριξης και Επιθεώρησης του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων καταλογίσθηκε εις βάρος της παρεμβαινούσης συνολικό ποσόν 416.105 ευρώ, ως αχρεωστήτως καταβληθέν, για οικονομικές ενισχύσεις, τις οποίες εισέπραξε κατά την εκτέλεση του έργου της δημόσιας αποθεματοποίησης στον τομέα του ρυζιού, στο πλαίσιο του σχετικού καθεστώτος παρέμβασης περιόδου 1999-2000 καθώς και κατά την εκτέλεση του προγράμματος δωρεάν διανομής ρυζιού στους απόρους, έτους 2002.(..)Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, τα αρμόδια όργανα του διαγωνισμού έκριναν ότι, εν όψει της εκκρεμούς δικαστικής αμφισβητήσεως του κύρους της εις βάρος της παρεμβαινούσης εκδοθείσης καταλογιστικής πράξεως, στο πλαίσιο της οποίας είχε χορηγηθεί και προσωρινή διαταγή για την αναστολή εκτελέσεως της πράξεως αυτής, δεν συνέτρεχε περίπτωση απορρίψεως της αιτήσεως συμμετοχής της εν λόγω εταιρείας λόγω διαπράξεως σοβαρού επαγγελματικού παραπτώματος. Η ως άνω αιτιολογία απορρίψεως του σχετικού λόγου της προσφυγής της αιτούσης δεν πιθανολογείται σοβαρά ως παράνομη. Συνεπώς, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από την αιτούσα είναι απορριπτέα, καθώς και η υπό κρίση αίτηση στο σύνολό της.                                                 


ΝΣΚ/370/2001

Δημόσια έσοδα. Αναστολή της παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου προς επαναβεβαίωση των απαιτήσεών του. Περιπτώσεις, προϋποθέσεις, διαδικασία και χρόνος της διαγραφής και επαναβεβαιώσεως.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή 
Οι διατάξεις του άρθρου 10 (παρ.9-13) του Ν 1160/1981 και της κατ εξουσιοδότηση αυτών εκδοθείσης υπ αριθμ. 35426/Δ-Ε/1398/19-3-1982 αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ 153/9-4-1982, τ.Β΄), σε συνδυασμό προς τις διατάξεις του άρθρου 87 παρ.4 του Ν 2362/1995 Περί Δημοσίου Λογιστικού…., οι οποίες προβλέπουν την αναστολή της παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου προς επαναβεβαίωση των απαιτήσεών του υπό ευρεία έννοια και τις προϋποθέσεις, τη διαδικασία και το χρόνο της διαγραφής και επαναβεβαιώσεως των απαιτήσεων, σε περίπτωση δικαστικής αμφισβητήσεως, είτε του νομίμου τίτλου γενικά της απαιτήσεως του Δημοσίου, είτε της νομιμότητας της βεβαιώσεως αυτής εν στενή εννοία, είτε της για οποιονδήποτε λόγο εγκυρότητας πράξεως της διοικητικής εκτελέσεως, εξακολουθούν να ισχύουν και μετά τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Ν 2717/1999). Εκταση και περιπτώσεις ισχύος των ως άνω διατάξεων.


ΣΤΕ/ΕΑ/435/2007

Προμήθεια φορητής μονάδας αφαλάτωσης...Οι λόγοι, όμως, αυτοί δεν μπορούν να θεωρηθούν προδήλως βάσιμοι και τούτο διότι οι λόγοι αυτοί δεν στηρίζονται σε διαμορφωμένη ήδη νομολογία του Δικαστηρίου ούτε είναι πρόδηλο ότι η διακήρυξη δεν απαιτούσε, επί ποινή απαραδέκτου, την αναγραφή των Ταμείων Επικουρικής Ασφάλισης στη θεωρημένη κατάσταση προσωπικού, εφόσον μπορεί να υποστηριχθεί ότι, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων της διακηρύξεως, οι οποίες αποσκοπούν στην απόδειξη εκ μέρους των διαγωνιζομένων της ασφαλιστικής ενημερότητας αυτών, οι τελευταίοι οφείλουν να υποβάλλουν, εκτός από τα πιστοποιητικά ασφαλιστικής ενημερότητας, και θεωρημένη κατάσταση προσωπικού (ή τυχόν ισοδύναμο έγγραφο της επιχείρησης, ανάλογα με τη χώρα στην οποία αυτή έχει την έδρα της), στην οποία θα εμφαίνονται –πέραν της ειδικότητας- και οι ασφαλιστικοί οργανισμοί, στους οποίους είναι ασφαλισμένοι οι απασχολούμενοι σε αυτούς, τόσο κύριας όσο και επικουρικής ασφάλισης, εφόσον δεν γίνεται σχετική διάκριση στη διακήρυξη (πρβλ. ΕΑ 609/2004)  η κατάσταση δε αυτή μπορεί – υπό τις οριζόμενες στις ανωτέρω διατάξεις της διακηρύξεως προϋποθέσεις – να αντικατασταθεί από ένορκη βεβαίωση ή υπεύθυνη δήλωση. Ενόψει τούτων και δεδομένου ότι η διακήρυξη δεν ορίζει τη συμπλήρωση συγκεκριμένου εντύπου, ενώ εξάλλου η αιτούσα δεν αμφισβητεί ότι οι απασχολούμενοι σε αυτήν είναι ασφαλισμένοι σε οργανισμούς επικουρικής ασφάλισης, δεν είναι πρόδηλο ότι η συμπλήρωση από την αιτούσα του προαναφερόμενου εντύπου με την αναγραφή των προβλεπομένων από το άρθρο 16 παρ. 1 του ν. 2874/2000 στοιχείων (και ιδίως, την ειδικότητα και αριθμό μητρώου ΙΚΑ των απασχολουμένων της) για τα οποία και μόνο υπάρχουν σχετικές στήλες, αρκεί για να θεωρηθεί ότι η κατάσταση αυτή καλύπτει τις απαιτήσεις της διακήρυξης.Επειδή, το εν λόγω σκέλος της αιτιολογίας συνιστά αυτοτελές έρεισμα του αποκλεισμού της αιτούσας, αποβαίνει αλυσιτελής η εξέταση του ζητήματος αν είναι προδήλως βάσιμοι οι λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους η αιτούσα πλήττει το έτερο σκέλος της αιτιολογίας της προσβαλλομένης πράξεως και η κρινομένη αίτηση αναστολής πρέπει, κατόπιν τούτου, να απορριφθεί.


ΝΣΚ/253/2012

Τελωνειακή Αρχή – Διασφαλιστικά μέτρα κατ’ άρθρο 153 του Ν. 2960/2001 κατά της διαφυγής δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων – Λαθρεμπορία και απάτη εις βάρος του Δημοσίου και της Ε.Ε. – Χρονική διάρκεια της ισχύος των μέτρων – Έκδοση διοικητικής πράξης ή μη για την άρση αυτών.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
Τα διασφαλιστικά μέτρα ισχύουν ενόσω παραμένουν αλώβητες οι πράξεις επιβολής των μέτρων και της κύριας κυρώσεως και επομένως, παύουν να ισχύουν στις εξής περιπτώσεις: α) από και δια της εκδόσεως της κατ’ άρθρο 153 παρ. 4 του Ν. 2960/2001 αποφάσεως του Υπουργού, β) από και δια της εκδόσεως προσωρινής διαταγής του δικαστηρίου ή δικαστικής αποφάσεως περί προσωρινής αναστολής της πράξεως επιβολής των μέτρων ή και της ρητής ή σιωπηρής απορρίψεως από τον Υπουργό της αιτήσεως για άρση των μέτρων, χωρίς ανάγκη εκδόσεως σχετικής διοικητικής πράξεως, γ) από και δια της εκδόσεως δικαστικής αποφάσεως με την οποία ακυρώνεται η πράξη επιβολής των μέτρων ή και κατ’ άρθρο 153 παρ. 4 του Ν. 2960/2001 ρητή ή σιωπηρή απόρριψη από τον Υπουργό της αιτήσεως για άρση των μέτρων, χωρίς να απαιτείται η έκδοση ρητής πράξεως οργάνου της διοικήσεως, δ) από και δια της εκδόσεως δικαστικής αποφάσεως με την οποία ακυρώνεται στο σύνολό της, για λόγους ουσιαστικούς, η καταλογιστική πράξη επιβολής της κύριας κυρώσεως, η δε διοίκηση οφείλει να προβεί στην άρση των μέτρων με την έκδοση σχετικής πράξεως, ε) όταν ο παραβάτης καταβάλει ποσόν μεγαλύτερο ή ίσο του 70% των διαφυγόντων δασμών και φόρων, αίρονται με σχετική αίτησή του προς τον Προϊστάμενο της αρμόδιας τελωνειακής υπηρεσίας, άλλως αίρονται αυτοδικαίως μετά την πάροδο δύο μηνών, στ) σε περίπτωση ολοσχερούς εξοφλήσεως του οφειλομένου ποσού, με την έκδοση σχετικής πράξεως της αρμόδιας αρχής περί άρσεως των μέτρων, ζ) από και δια της εκδόσεως πράξεως της αρμόδιας αρχής περί άρσεως των μέτρων, είτε διότι εκδόθηκε απαλλακτική πράξη, είτε διότι δεν κρίνονται πλέον αναγκαία. Περαιτέρω, τα διασφαλιστικά μέτρα είναι προφανές ότι έχουν ένα ακρότατο χρονικό σημείο ισχύος, το οποίο, εφόσον δεν προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 153 του Ν. 2960/2001, αποτελεί η πάροδος ενός ευλόγου χρόνου, που εκτιμάται με βάση τις ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περιπτώσεως. (πλειοψ.)


ΣτΕ/1197/2012

ΜΕΤΑΤΑΞΕΙΣ(..) με την κρινόμενη έφεση ζητείται η εξαφάνιση της υπ’ αριθμ. … αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου ....., με την οποία απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως των εκκαλούντων, πρώην μονίμων υπαλλήλων του Υπουργείου Ανάπτυξης …. κατά της υπ’ αριθμ. 28046/29.6.2001 αποφάσεως του Νομάρχη ..... η οποία τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθμ 44203/31.10.2001 όμοια απόφαση (ΦΕΚ, τ. ΝΠΔΔ, 280/14.11.2001). Με την τελευταία αυτή απόφαση διαπιστώθηκε η αυτοδίκαιη μετάταξη των εκκαλούντων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 77 του Ν. 2910/2001 (Α, 91), από το Υπουργείο Ανάπτυξης στη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση(..)Τέλος, με την επίμαχη, εν προκειμένω, διάταξη του άρθρου 77 του ν. 2910/2001 ορίστηκε, αφ’ ενός μεν, ότι καταργούνται οι ως άνω προσωποπαγείς θέσεις του «αυτοδικαίως αποσπασμένου» προσωπικού στις Ν.Α. και, αφ’ ετέρου, ότι οι υπάλληλοι που κατέχουν τις θέσεις αυτές μετατάσσονται αυτοδικαίως με τη δημοσίευση του νόμου στις υπηρεσίες της Ν.Α. που θεωρήθηκαν αρχικώς αποσπασμένοι, σε κενή οργανική θέση και στον αντίστοιχο κλάδο και αν δεν υπάρχει κενή οργανική θέση ή αντίστοιχος κλάδος, σε προσωποπαγή θέση ή και σε προσωρινό κλάδο, που συνιστάται αυτοδίκαια, με την έναρξη ισχύος του νόμου.  (..)Επειδή, όπως έχει ήδη κριθεί (βλ. ΣΕ 4237/2005 7.μ., 2934/1993, 1722/1983 Oλομ.) δεν κωλύεται ο κοινός νομοθέτης να καταργεί οργανικές θέσεις ή να τροποποιεί τις αρμοδιότητές τους, καθώς επίσης να επεκτείνει ή να συμπτύσσει τη βαθμολογική κλίμακα, εφόσον με τις ρυθμίσεις αυτές δεν παραβιάζεται ο κανόνας της οργανώσεως και στελεχώσεως της Διοικήσεως με μονίμους υπαλλήλους. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος, σε περίπτωση καταργήσεως της κατεχομένης από τον υπάλληλο θέσεως είτε μεμονωμένως είτε δια της καταργήσεως ολοκλήρου της δημοσίας υπηρεσίας στην οποία ανήκει η θέση, μπορεί ο υπάλληλος να απολυθεί ή να τοποθετηθεί σε άλλη υπηρεσία (βλ. ΣΕ 1033/1977 Oλομ., 466/1984). Επί απολύσεως δε δημοσίου υπαλλήλου συνεπεία καταργήσεως όλων των ομοιοβάθμων θέσεων μιας υπηρεσίας δεν απαιτείται προηγούμενη απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου. (..)Με τα δεδομένα αυτά, επιτρεπτώς ανατέθηκε στον οικείο Νομάρχη η αρμοδιότητα εκδόσεως της διαπιστωτικής πράξεως για την αυτοδίκαιη μετάταξη των ως άνω υπαλλήλων και συνεπώς αρμοδίως εν προκειμένω εκδόθηκε η διαπιστωτική πράξη περί αυτοδικαίας μετατάξεως των εκκαλούντων από τον Νομάρχη .....


ΣΤΕ/1890/2019

Συντάξεις- αντισυνταγματικότητα:..Επειδή, στο άρθρο 95 του Συντάγματος ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας ανήκουν η μετά από αίτηση ακύρωση των εκτελεστών πράξεων των διοικητικών αρχών (παρ. 1 εδ. α΄) και ότι οι αρμοδιότητες του Συμβουλίου της Επικρατείας ρυθμίζονται και ασκούνται όπως νόμος ειδικότερα ορίζει (παρ. 4). Ειδικώς δε ως προς το ζήτημα των συνεπειών της ακυρωτικής αποφάσεως, η ισχύουσα διάταξη του άρθρου 50 του π.δ. 18/1989, ακολουθώντας προηγούμενες όμοιες νομοθετικές ρυθμίσεις [βλ. ταυτάριθμα άρθρα του αρχικού νόμου περί Συμβουλίου της Επικρατείας 3713/1928 (Α΄ 273)και του ν.δ. 170/1973 (Α΄ 229)], ορίζει στην παρ. 1 ότι: «Η απόφαση που δέχεται την αίτηση ακυρώσεως απαγγέλλει την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης και συνεπάγεται νόμιμη κατάργησή της έναντι όλων, είτε πρόκειται για κανονιστική είτε πρόκειται για ατομική πράξη». Την ανωτέρω διάταξη, την οποία (όπως και τις προγενέστερες) το Συμβούλιο της Επικρατείας παγίως εφάρμοζε με την έννοια ότι η ακύρωση της διοικητικής πράξεως ανατρέχει στον χρόνο εκδόσεώς της, τροποποίησε το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 4274/2014 (Α΄ 147), το οποίο προσέθεσε παρ. 3β έχουσα ως εξής: «Σε περίπτωση αιτήσεως ακυρώσεως που στρέφεται κατά διοικητικής πράξεως, το δικαστήριο, σταθμίζοντας τις πραγματικές καταστάσεις που έχουν δημιουργηθεί κατά το χρόνο εφαρμογής της, ιδίως δε υπέρ των καλόπιστων διοικουμένων, καθώς και το δημόσιο συμφέρον, μπορεί να ορίσει ότι τα αποτελέσματα της ακυρώσεως ανατρέχουν σε χρονικό σημείο μεταγενέστερο του χρόνου έναρξης της ισχύος της και σε κάθε περίπτωση προγενέστερο του χρόνου δημοσίευσης της απόφασης...». Με τη νέα διάταξη δόθηκε η δυνατότητα στο Συμβούλιο της Επικρατείας, υπό προϋποθέσεις τις οποίες το ίδιο σταθμίζει, να αποκλίνει, σε εξαιρετικές πάντως περιπτώσεις, από τον κανόνα της αναδρομικής ακυρώσεως και να καθορίσει μεταγενέστερο χρόνο επελεύσεως των συνεπειών της ακυρώσεως. (ΣτΕ 851/2018 Ολομ., 481/2018 Ολομ., 2287-2288/2015 Ολομ. κ.α.). Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο, συνεκτιμώντας τους λόγους για τους οποίους εχώρησε η ακύρωση της προσβαλλομένης κανονιστικής αποφάσεως και τον μεγάλο αριθμό των καταβαλλομένων επικουρικών συντάξεων, των οποίων ο επανυπολογισμός θα τεθεί εν αμφιβόλω με την αναδρομική ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, και των εκκρεμοτήτων που θα ανακύψουν, κρίνει ότι εν προκειμένω συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος που επιβάλλουν, κατʼ εφαρμογή της ανωτέρω διατάξεως (άρθρου 50 παρ. 3β του π.δ. 18/1989), τα αποτελέσματα της ακυρώσεως να επέλθουν από την δημοσίευση της παρούσας αποφάσεως. Τούτο δε, κατʼ εξάντληση του απώτατου χρονικού ορίου περιορισμού του ακυρωτικού αποτελέσματος που επιτρέπει ο νόμος (χρόνος προγενέστερος εκείνου της δημοσιεύσεως της δικαστικής αποφάσεως), πέραν του οποίου τίθεται ζήτημα παραβιάσεως του άρθρου 93 παρ. 4 του Συντάγματος, διότι, ορίζοντας το εν λόγω άρθρο ότι: «Τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα», απαγορεύει την - σε συμμόρφωση μάλιστα με δικαστική απόφαση - εφαρμογή νόμου μετά την κρίση αυτού ως αντίθετου προς το Σύνταγμα..Κατά τη γνώμη, όμως, των Συμβούλων Μ. Παπαδοπούλου, Ο. Ζύγουρα, Κ. Κουσούλη, Δ. Μακρή, Μ. Πικραμένου, Β. Αναγνωστοπούλου-Σαρρή και Αγ. Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη, όπως έχει ήδη κριθεί (ΣτΕ Ολομ. 4003/2014, σκέψη 14), oι ρυθμίσεις των διατάξεων των παρ. 3 α, β και γ του άρθρου 50 του π.δ. 18/1989 αποδίδουν, σε επίπεδο νόμου, δυνατότητες που έχει το Δικαστήριο, κατʼ ορθή ερμηνεία, απευθείας από τις διατάξεις του άρθρου 95 παρ. 1 του Συντάγματος. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με την ίδια νομολογία, το Δικαστήριο έχει τη συνταγματική ευχέρεια να αποκλίνει, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, από τις ειδικότερες ρυθμίσεις των ως άνω δικονομικών διατάξεων. Ειδικότερα το Δικαστήριο έχει την ευχέρεια, αφού εκτιμήσει τις συνθήκες της υπόθεσης και σταθμίσει, αφενός, τα έννομα συμφέροντα των λοιπών πλην της Διοίκησης διαδίκων και, αφετέρου, το δημόσιο συμφέρον, να καθορίσει, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, χρόνο επελεύσεως των συνεπειών της ακυρώσεως μεταγενέστερο και από την ημερομηνία δημοσιεύσεως της ακυρωτικής αποφάσεως, κατʼ απόκλιση των οριζομένων στην περίπτωση 3 β του άρθρου 50 του π.δ. 18/1989. Στην προκειμένη περίπτωση, εν όψει του επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος να υφίσταται νόμιμο καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης, οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων του ν. 4387/2016 πρέπει να επέλθουν έξι μήνες μετά την δημοσίευση της παρούσας απόφασης, προκειμένου να παρασχεθεί η δυνατότητα στο νομοθέτη, αφού λάβει γνώση του σκεπτικού της ακυρωτικής απόφασης, να προβεί σε νέα, σύμφωνη με το Σύνταγμα, ρύθμιση του ζητήματος που αφορούν οι κριθείσες ως αντισυνταγματικές διατάξεις.


ΕΣ/ΚΛ.ΣΤ/375/2019

Προμήθεια μηχανολογικού εξοπλισμού...ο ν. 4412/2016, στο άρθρο 106 αυτού, με τον τίτλο «Ματαίωση διαδικασίας», ορίζει ότι: «1. Η αναθέτουσα αρχή με ειδικά αιτιολογημένη απόφασή της, μετά από γνώμη του αρμόδιου οργάνου, ματαιώνει τη διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης: α) εφόσον η διαδικασία απέβη άγονη είτε λόγω μη υποβολής προσφοράς είτε λόγω απόρριψης όλων των προσφορών ή αιτήσεων ή αποκλεισμού όλων των προσφερόντων ή συμμετεχόντων, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος βιβλίου και τα έγγραφα της σύμβασης … 2. Ματαίωση της διαδικασίας ανάθεσης δημόσιας σύμβασης μπορεί να λάβει χώρα με ειδικώς αιτιολογημένη απόφαση της αναθέτουσας αρχής, μετά από γνώμη του αρμόδιου οργάνου, στις ακόλουθες περιπτώσεις: … β) αν οι οικονομικές και τεχνικές παράμετροι που σχετίζονται με τη διαδικασία ανάθεσης άλλαξαν ουσιωδώς και η εκτέλεση του συμβατικού αντικειμένου δεν ενδιαφέρει πλέον την αναθέτουσα αρχή ή τον φορέα για τον οποίο προορίζεται το υπό ανάθεση αντικείμενο … δ) αν η επιλεγείσα προσφορά κριθεί ως μη συμφέρουσα από οικονομική άποψη». Σε αρμονία δε προς τις ως άνω διατάξεις στο άρθρο 3.5. της διακηρύξεως, με τίτλο «Ματαίωση διαδικασίας» προβλέπεται ότι «Η αναθέτουσα αρχή ματαιώνει ή δύναται να ματαιώσει εν όλω ή εν μέρει αιτιολογημένα τη διαδικασία ανάθεσης, για τους λόγους και υπό τους όρους του άρθρου 106 του ν. 4412/2016, μετά από γνώμη της αρμόδιας Επιτροπής του Διαγωνισμού»... Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να προσκομισθεί κάθε πρόσφορο στοιχείο (βεβαίωση και σχετικές έγγραφες διευκρινίσεις με όλα τα αποδεικτικά στοιχεία) από το οποίο να προκύπτουν οι παρούσες ανάγκες της αναθέτουσας αρχής σε σχέση με τα προς προμήθεια είδη, τόσο ως προς τα επιμέρους είδη καθ’ εαυτά όσο και ως προς τις ποσότητες, προκειμένου να τεκμηριωθεί εάν υφίσταται παρούσα ανάγκη για την ολοκλήρωση της υπό έλεγχο αναθέσεως εν όλω ή εν μέρει και εάν γίνεται ορθή άσκηση της κατ’ άρθρο 106 του ν. 4412/2016 και του άρθρου 3.5. της διακηρύξεως διακριτικής ευχέρειας της αναθέτουσας αρχής.Περαιτέρω, απαιτείται να προσκομισθούν έγγραφες αιτιολογημένες διευκρινίσεις σχετικώς με το εάν η αναθέτουσα αρχή προέβη σε επίκαιρο έλεγχο του οικονομικώς συμφέροντος των προσφορών των αναδόχων καθώς και με το εάν υφίστανται λοιπά στοιχεία, πρόσφορα, επίκαιρα και συγκρίσιμα άλλων συναφών αναθέσεων από τα οποία να προκύπτει το συμφέρον των προσφορών.Τέλος, πρέπει να προσκομισθεί επικαιροποιημένη βεβαίωση της αναθέτουσας αρχής ότι δεν εκκρεμούν ενστάσεις, προσφυγές ή λοιπά προσωρινά ή οριστικά ένδικα βοηθήματα στο πλαίσιο της υπό έλεγχο διαγωνιστικής διαδικασίας.εξ αιτίας των ουσιωδών αυτών ελλείψεων, το Κλιμάκιο δεν δύναται να σχηματίσει ασφαλή κρίση σχετικώς με την νομιμότητα της επίμαχης συμβάσεως και για τον λόγο αυτό, αναβάλλει την έκδοση οριστικής πράξεως..


ΕΣ/Τ4/98/2001

Πληρωμή συμπληρωματικών εργασιών, οι οποίες ανατέθηκαν χωρίς να συντρέχουν οι προβλεπόμενες από το τέταρτο άρθρο του ν. 2372/1996- προϋποθέσεις ανάθεσης συμπληρωματικών εργασιών, αφού οι άνω εργασίες δεν κατέστησαν κατά την εκτέλεση του έργου αναγκαίες λόγω απροβλέπτων περιστάσεων. Ο Προϊστάμενος της Υ.Δ.Ε. και οι συνυπογράφοντες την εκκαθάριση και τα Χ.Ε. ευθύνονται σε ολόκληρο έναντι του Δημοσίου μαζί με τους αχρεωστήτως λαβόντες, για κάθε θετική ζημία που προκαλείται από ενέργεια ή παράλειψη τους κατά τον έλεγχο, την εκκαθάριση και την έκδοση των σχετικών ενταλμάτων, εφ' όσον αυτή οφείλεται σε δόλο ή βαρεία αμέλεια. Παράλληλα υπέχουν ποινική και πειθαρχική ευθύνη σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. 3. Αν προκύψει διαφωνία μεταξύ των συναρμοδίων οργάνων ως προς τη νομιμότητα και την κανονικότητα της δαπάνης, αυτή διατυπώνεται εγγράφως. Για την άρση της διαφωνίας αποφαίνεται ο προϊστάμενος της Υ.Δ.Ε. επί του αυτού ή ξεχωριστού εγγράφου το οποίο παραμένει στο αρχείο του σχετικού Χ.Ε. ή σε ειδικό φάκελο της υπηρεσίας. Ο προϊστάμενος της Υ.Δ.Ε. μπορεί να προκαλέσει τη γνώμη της αρμόδιας κεντρικής υπηρεσίας του Γ.Λ.Κ με ερώτημά του». Από τις προεκτιθέμενες διατάξεις συνάγεται ότι στο στάδιο της εκκαθάρισης μιας δημόσιας δαπάνης, πριν την ενταλματοποίηση αυτής, υφίστανται δύο διακριτές διαδικασίες για την άρση των διαφωνιών που δύνανται να ανακύψουν επί της νομιμότητας της: Η πρώτη, που είναι εσωτερική διαδικασία, καθορίζεται στο άρθρο 11 και ακολουθείται όταν ανακύψει διαφωνία μεταξύ των οργάνων της Υ.Δ.Ε., τα οποία είναι αρμόδια για τον έλεγχο, την εκκαθάριση των δημοσίων δαπανών και την έκδοση του οικείου εντάλματος (βλ. άρθρα 11 παρ. 1 και 2 παρ. 1 του ιδίου διατάγματος). Για την άρση της ενλόγω διαφωνίας, η οποία πρέπει να διατυπώνεται εγγράφως, αποφαίνεται ο προϊστάμενος της ΥΔΕ, ο οποίος δύναται να προκαλέσει περαιτέρω τη γνώμη της κεντρικής υπηρεσίας του Γ.Λ.Κ. Σκοπός της τήρησης της διαδικασίας αυτής είναι, όπως συνάγεται από τις προεκτεθείσες διατάξεις, ο προσδιορισμός ή η απαλλαγή από την ευθύνη των συνευθυνομένων κατά την προεκτεθείσα παρ. 2 του άρθρου 11 οργάνων. Για το λόγο αυτό, η πλημμελής τήρηση της ενλόγω διαδικασίας δεν επιδρά στο κύρος του εκδιδομένου εντάλματος και συνακόλουθα στη νομιμότητα της δαπάνης. Με τη δεύτερη διαδικασία, που περιγράφεται στην παρ. 4 του άρθρου 1 του ως άνω διατάγματος, παρέχεται η δυνατότητα στην Υ.Δ.Ε. σε περίπτωση διαφωνίας της ως άνω υπηρεσίας με τον διατάκτη να επιστρέψει τα σχετικά δικαιολογητικά στον εκδότη τους. Η διαδικασία αυτή δύναται να απολήξει είτε στην έκδοση του εντάλματος, αν συμπέσουν τελικά οι απόψεις, είτε σε περικοπή ή απόρριψη της δαπάνης. Το ένταλμα εκδίδεται, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του ιδίου π.δ/τος, με τη σύνταξη πράξεως εκκαθάρισης, η οποία απαιτείται να μονογράφεται από τον υπάλληλο που ήλεγξε τη δαπάνη και να υπογράφεται από τον προϊστάμενο του αρμοδίου Τμήματος και τον προϊστάμενο της Υ.Δ.Ε.Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τις προεκτεθείσες νομικές σκέψεις, το Τμήμα κρίνει ότι η διατύπωση της ως άνω επιφύλαξης συνδέεται μόνο με τον επιμερισμό της ευθύνης μεταξύ των οργάνων που υπέγραψαν την οικεία πράξη εκκαθαρίσεως, και δεν ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της διαδικασίας εκδόσεως του εντάλματος και συνακόλουθα στην εκκαθαριζόμενη δαπάνη.


ΕΣ/ΤΜ.6/3371/2011

ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:Αίτηση ανάκλησης της 26/2011 πράξης της Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου(...)Οι λοιπές ανωτέρω ενδεικτικές εργασίες που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της διαγράμμισης δεν παρέχουν επαρκές έρεισμα για την υποστήριξη της έννοιας του εξειδικευμένου ως προς το τεχνικό προσωπικό και τα μέσα στην προκειμένη περίπτωση. Και τούτο διότι σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, η έννοια της τεχνικής γνώσης έχει εξελιχθεί αντίστοιχα προς τη ραγδαία διεύρυνση των διατιθέμενων στην αγορά τεχνικών μέσων, με συνέπεια να απλοποιείται και να μην είναι εξειδικευμένο είδος ένα μεγάλο μέρος εργασιών που κατά το παρελθόν χωρίς τη χρήση τεχνολογικών μέσων είτε απαιτούσαν για την εκτέλεσή τους τεχνικές γνώσεις και ως εκ τούτου αντιμετωπίζονταν ως εξειδικευμένες είτε εκτελούνταν χειρωνακτικά από έμπειρους και εξειδικευμένους τεχνίτες. Έτσι, η χρήση διαγραμμιστικού μηχανήματος έχει διαδοθεί σε αντικατάσταση της χειρωνακτικής χάραξης προς διευκόλυνση των εργαζομένων και ταχύτερη διενέργεια των άνω εργασιών. Περαιτέρω, δεν προκύπτει ότι για τον έλεγχο της ποιότητας του υλικού διαγραμμίσεως απαιτούνται γνώσεις πέραν όσων οποιοσδήποτε ενδιαφερόμενος έχει τη δυνατότητα να αποκτήσει εμπειρικά σε συνδυασμό με τις πληροφορίες που αντλούνται από την αγορά και με αυτές που προκύπτουν από τις αντίστοιχες τεχνικές προδιαγραφές που ορίζουν οι αρμόδιες υπηρεσίες, καθώς τα υλικά διαγράμμισης διατίθενται έτοιμα προς χρήση, και ο χρήστης τους, δηλαδή το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που τα εφαρμόζει επί της οδού, δεν είναι παρασκευαστής τους, απλώς επιλέγει από τα διατιθέμενα στην αγορά προϊόντα το καταλληλότερο για τη ζητούμενη χρήση και επιβεβαιώνει ότι τα χαρακτηριστικά του ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της αναθέτουσας αρχής. Επιπροσθέτως για την ανάκληση της προσβαλλομένης πράξεως προβάλλεται ότι, μέχρι σήμερα στις εργολαβίες οδοποιΐας περιλαμβάνονται και εργασίες διαγράμμισης, Και αυτός ο ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθώς το γεγονός ότι οι εργασίες διαγράμμισης εντάσσονται σε έργο οδοποιΐας, σημαίνει ότι όταν ως επιμέρους εργασίες ενσωματώνονται σε έργο οδοποιΐας, δηλαδή σε τεχνικό έργο, το παρακολουθούν ως τέτοιο, όχι ότι αυτοτελώς συνιστούν την έννοια του τεχνικού έργου, όπως αυτή προσδιορίζεται στο νόμο. Περαιτέρω, προβάλλεται ότι οι εργασίες διαγράμμισης περιλαμβάνονται στο επίσημο τιμολόγιο του ΥΠΕΧΩΔΕ για τα έργα οδοποιΐας. Και αυτός ο ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος καθώς το εν λόγω τιμολόγιο έχει εκδοθεί με σκοπό την αναλυτική τιμολόγηση των έργων οδοποιΐας, ως εκ τούτου επιβάλλεται να περιέχει αναφορά στις επιμέρους αυτών εργασίες διαγράμμισης, ούτε το γεγονός αυτό, ωστόσο, συνεπάγεται το χαρακτηρισμό της διαγράμμισης καθεαυτής ως τεχνικού έργου. Επιπροσθέτως, με το υπόμνημά της η αιτούσα επικαλείται ότι από το περιεχόμενο της Δ14ε/6483/1995 «Έγκριση τιμολογίου εργαστηριακών και επι τόπου δοκιμών του Κ.Ε.Δ.Ε.» κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων ΄Εργων (Β΄ 124) και των ΔΜΕΟ/στ/οικ/0334/Φ.221/2004 «Συγκρότηση επιτροπής για τη σύνταξη τεχνικών οδηγιών που αφορούν τις διαγραμμίσεις οδοστρωμάτων» (Β΄ 222) και Δ9/13178/2004 «σύσταση επιτροπής εξακρίβωσης αιτιών αστοχίας σε διαγραμμίσεις» (Β΄ 1590) αποφάσεων του Υπουργού Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων συνάγεται η ανάγκη εξειδικευμένων τεχνικών γνώσεων και ειδικών προδιαγραφών για την εργασία της διαγράμμισης. Ωστόσο, και ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθώς, αν και από τις ρυθμίσεις αυτές συνάγεται ότι για την πραγματοποίηση διαγραμμίσεως οδού απαιτείται η εφαρμογή τεχνικών προδιαγραφών ως προς τα χρησιμοποιούμενα υλικά, αυτό δεν σημαίνει άνευ ετέρου ότι οι τεχνικές προδιαγραφές είναι εξειδικευμένες, ως εκ τούτου δεν επιτρέπουν να τις προσεγγίσει επαγγελματίας που διαθέτει τα κατάλληλα μηχανικά μέσα ελέγχου  των υλικών και εμπειρία στην εκτέλεση συναφών εργασιών. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, το Τμήμα κρίνει ότι οι εργασίες διαγράμμισης δεν στοιχειοθετούν την έννοια του δημοσίου έργου του άρθρου 1 παρ. 3 του Κώδικα της νομοθεσίας των δημοσίων έργων, καθώς για την εκτέλεσή τους δεν απαιτείται η εφαρμογή ειδικών τεχνικών γνώσεων και μεθόδων και η χρησιμοποίηση εξειδικευμένου επιστημονικού ή τεχνικού προσωπικού και ανάλογων τεχνικών μέσων και εγκαταστάσεων. Συνεπώς ορθώς, αν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, με την προσβαλλόμενη διαπιστώθηκε πλημμέλεια στη διαδικασία ανάδειξης αναδόχου για τη σύναψη της οικείας σύμβασης λόγω της εφαρμογής των σχετικών με την ανάθεση δημοσίων έργων διατάξεων, ενώ επιβαλλόταν η εφαρμογή της διαδικασίας για την ανάθεση δημοσίων υπηρεσιών και ότι ως εκ τούτου κωλύεται η σύναψη του υποβληθέντος προς έλεγχο σχεδίου σύμβασης. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η αίτηση ανάκλησης πρέπει να απορριφθεί.Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση ανάκλησης.