ΝΣΚ/438/2001
Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.
ΟΓΑ. Φαρμακεία. Δυνατότητα επιβολής κυρώσεως σε βάρος φαρμακοποιών στις περιπτώσεις που διαπιστούνται φορολογικές παραβάσεις.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
Διατάξεις επιβάλλουσαι κυρώσεις έχουν εκ της φύσεώς τους εξαιρετικό χαρακτήρα και ως εκ τούτου είναι στενώς ερμηνευτέες. Εκ τούτου έπεται ότι η διάταξη του άρθρου 31 Ν 2682/99, που προβλέπει την ειδική κύρωση της διακοπής της συμβάσεως, στις περιπτώσεις των αναφερομένων σ αυτήν φορολογικών παραβάσεων, σε βάρος των συμβεβλημένων με το Δημόσιο φαρμακοποιών, δεν δύναται να τύχει εφαρμογής κατ αναλογίαν προς επιβολή της εν λόγω κυρώσεως σε βάρος των συμβεβλημένων μετά του ΟΓΑ φαρμακοποιών.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΝΣΚ/118/2001
Κοινοτικό Δίκαιο. Αχρεώστητη καταβολή μέρους οικονομικής ενισχύσεως λόγω υπερτιμολογήσεως των τιμών των προμηθευθέντων υλικών. Αναζήτηση του ποσού της αχρεώστητης καταβολής.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
(Τριμελούς Επιτροπής) Η αναζήτηση από το Δημόσιο του αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθέντος μέρους ενισχύσεων, στα πλαίσια κοινοτικών πολιτικών, συνιστά διοικητικό μέτρο που εφαρμόζεται, κατά γενικό κανόνα, στις περιπτώσεις που διαπιστώνεται αρμοδίως αχρεώστητη ή παράνομη καταβολή, ενώ η επιστροφή του συνόλου της ληφθείσης οικονομικής ενισχύσεως συνιστά διοικητική κύρωση που επιβάλλεται μόνο στις εκ των προτέρων ρητά προβλεπόμενες περιπτώσεις. Η εξεταζομένη περίπτωση της υπερτιμολόγησης των τιμών των προμηθευθέντων υλικών δεν περιλαμβάνεται μεταξύ αυτών, για τις οποίες το οικείο νομικό πλαίσιο οικονομικής ενίσχυσης επιφυλάσσει, ως διοικητική κύρωση, την επιστροφή του συνόλου της καταβληθείσης οικονομικής ενισχύσεως, και τυχόν επιβολή τέτοιας κυρώσεως δεν ευρίσκει έρεισμα στον νόμο.
2/53741/0026/2010
«Αποστολή της αριθμ.236/2010 γνωμοδότησης Ν.Σ.Κ.» Σύμφωνα με την ανωτέρω γνωμοδότηση O νόμος 3316/05 ρυθμίζει πλήρως το αντικείμενο της ανάθεσης και εκτέλεσης των συμβάσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του, ορίζοντας τις σχετικές διαδικασίες ανάθεσης στα άρθρα 5 έως 9, ενώ στο άρθρο 10 περιέχει τις επιτρεπόμενες παρεκκλίσεις και εξαιρέσεις από τον κανόνα της ανάθεσης των συμβάσεων με ανοιχτές και κλειστές διαδικασίες. Συγκεκριμένα στο άρθρο 10 ρυθμίζονται οι περιπτώσεις που επιτρέπεται η ανάθεση με διαπραγμάτευση, είτε με προηγούμενη δημοσίευση πρόσκλησης (παρ.1), είτε χωρίς προηγούμενη δημοσίευση πρόσκλησης (παρ.2). Σύμφωνα με την νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ), οι διατάξεις περί ανάθεσης των συμβάσεων με διαπραγμάτευση αποτελούν εξαιρετικό δίκαιο και πρέπει ως εκ τούτου να ερμηνεύονται στενά (βλέπετε ΕΣ/1/Οδ/Πρ., Γν.Ν.Σ.Κ. 470/07 και εκεί αναφερόμενες ενδεικτικά, αποφάσεις ΔΕΚ επί των υποθέσεων C-24/91, Επιτροπή κατά Ισπανίας C-318/94 Επιτροπή κατά Γερμανίας κ.ο.κ.).
ΕΣ/ΤΜ.4/46/1992
ΠΡΟΜΗΘΕΙΑ ΦΩΤΟΤΥΠΙΚΩΝ:Με τα δεδομένα αυτί και σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην προηγούμενη σκέψη το Τμήμα κρίνει, ότι η επίμαχη δαπάνη προμήθειας φωτοτυπικών μηχανήματων, ως εκ της φύσεως της είναι λειτουργική εξυπηρετούσα τις ανάγκες του Πανεπιστημίου για την την ; εκπλήρωση των σκοπών που επιδιώκονται απ’ αυτό, και ως εκ τούτου δεν δύναται να υπαχθεί σε μία από τις περιοριστικώς αναφερόμενες περιπτώσεις, στην προμνησθείσα διάταξη του άρθρου 1 παρ.1 του ν.2957/1954, δημοσίων επενδύσεων. Μετά ταύτα, ορού η υπό κρίση δαπάνη δεν μπορεί να υπαχθεί στο πρόγραμμα των δημοσίων επενδύσεων, δεν εντέλλεται νόμιμα η πληρωμή αυτής σε βάρος των πιστώσεων του προϋπολογισμού των δημόσιων επενδύσεων, γ’ αυτό και δεν πρέπει να θεωρηθεί το επίμαχο χρηματικό ένταλμα, Kατά παραδοχή τρίτου λόγου διαφωνίας:, του επιτρόπου
ΣΤΕ/2058/2017
ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ-ΕΛΕΓΧΟΣ ΕΚΛΟΓΙΚΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ-ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ:Επειδή, εν προκειμένω, με την προσβαλλόμενη απόφασή της η Επιτροπή Ελέγχου Δαπανών και Εκλογικών Παραβάσεων της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής επέβαλε σε βάρος του αιτούντος, επικεφαλής του συνδυασμού «…» και υποψηφίου δημάρχου, πρόστιμο λόγω μη ανάρτησης των εσόδων του συνδυασμού στην κεντρική βάση δεδομένων του Υπουργείου Εσωτερικών κατά παράβαση των οριζομένων στο άρθρο 10 του ν. 3870/2010. Σύμφωνα, όμως, με τις παρατεθείσες στη σκέψη 2 διατάξεις, το κρινόμενο ένδικο βοήθημα, το οποίο ασκήθηκε στις 2.5.2014 και στρέφεται κατά πράξεως επιβολής διοικητικής κυρώσεως (προστίμου) εκδοθείσης από την κατά τόπο αρμόδια Επιτροπή Ελέγχου Δαπανών και Εκλογικών Παραβάσεων της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής, η οποία δεν αποτελεί, όπως συνάγεται από τις προεκτεθείσες διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 3870/2010, ανεξάρτητη αρχή, ώστε να συντρέχει η προβλεπόμενη στον νόμο εξαιρετική αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας, έχει τον χαρακτήρα προσφυγής ουσίας. Ως εκ τούτου, η εκδίκασή του υπάγεται στην αρμοδιότητα του κατά τόπο αρμόδιου Διοικητικού Πρωτοδικείου(...) Παραπέμπει το κρινόμενο ένδικο βοήθημα στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών.
ΕλΣυν/Κλ.ΣΤ/159/2012
Για τη σύναψη συμβάσεων προμηθειών θα πρέπει, καταρχήν, να διενεργείται ανοιχτός ή κλειστός διαγωνισμός, ενώ η αναθέτουσα αρχή μπορεί να συνάψει σύμβαση προμήθειας με τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης, χωρίς την προηγούμενη δημοσίευση προκήρυξης, εξαιρετικά, στις περιοριστικά αναφερόμενες περιπτώσεις του ως άνω άρθρου 25, οι οποίες, καθώς εισάγουν παρέκκλιση από τον κανόνα της διενέργειας διαγωνισμού, είναι στενά ερμηνευτέες (βλ. πράξη VI Tμημ. Ελ. Συν. 171/2007). Ειδικότερα, η απευθείας ανάθεση δημοσίων συμβάσεων με τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης, χωρίς να έχει προηγηθεί δημοσίευση σχετικής προκήρυξης, αποτελεί μια εξαιρετική διαδικασία που προβλέπεται μόνο σε ορισμένες περιοριστικά αναφερόμενες στο νόμο περιπτώσεις, και υπό ορισμένες προϋποθέσεις, διότι συνιστά παρέκκλιση από τις αρχές της διαφάνειας και του ελεύθερου ανταγωνισμού στις διαγωνιστικές διαδικασίες για την κατάρτιση δημοσίων συμβάσεων, ενόψει του γεγονότος ότι δεν γίνεται γνωστή η πρόθεση της αναθέτουσας αρχής στο ευρύ κοινό, αλλά μόνο σε αυτόν ή αυτούς που η ίδια εκ των προτέρων επιλέγει. Στην περίπτωση δε κατά την οποία νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου προτίθενται να συνάπτουν συμβάσεις προμηθειών με απευθείας ανάθεση αυτών, λόγω αδυναμίας τήρησης των προθεσμιών που απαιτούνται για τη διενέργεια σχετικού ανοικτού ή κλειστού διαγωνισμού, πρέπει να πληρούνται σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) οι εν λόγω προμήθειες πρέπει να παρασχεθούν κατεπειγόντως και β) η ως άνω κατεπείγουσα ανάγκη πρέπει να οφείλεται αποκλειστικά σε απρόβλεπτες περιστάσεις, ήτοι σε έκτακτα πραγματικά γεγονότα, τα οποία αφενός δεν απορρέουν από παραλείψεις ή έλλειψη προγραμματισμού και επιμέλειας της αναθέτουσας αρχής, αφετέρου δεν μπορούσαν, σύμφωνα με τα διδάγματα της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής, σε καμία περίπτωση να προβλεφθούν (βλ. πράξεις IV Τμ. Ελ. Συν. 7/2007, 175, 109, 98, 34 και 4/2006, και πράξεις VI Tμ. Ελ. Συν , 91, 105, 171/2007). Η δε απόφαση του αρμοδίου οργάνου περί προσφυγής στην προρρηθείσα διαδικασία ανάθεσης, πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη ώστε να καθίσταται εφικτός από το Ελεγκτικό Συνέδριο ο έλεγχος της νομιμότητάς της (πρβλ. πράξεις VI Tμ. 91, 105, 171/2007, VII 86/2008, ΣΤ΄ Κλιμ. 27/2012, 205/2007 κ.ά).
ΔΕΚ/C-337/2008
Περίληψη της αποφάσεως 1.Προσφυγή λόγω παραβάσεως – Προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία – Όχληση (Άρθρο 226 ΕΚ) 2.Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως συμβάσεων δημοσίων προμηθειών – Οδηγία 93/36 – Παρεκκλίσεις από τους κοινούς κανόνες – Συσταλτική ερμηνεία (Οδηγία 93/36 του Συμβουλίου, άρθρα 6 §§ 2 και 3) 3.Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως συμβάσεων δημοσίων προμηθειών – Οδηγίες 77/62 και 93/36 – Σύναψη συμβάσεων (Οδηγίες 93/36 και 77/62 του Συμβουλίου) 1.Κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής λόγω παραβάσεως διαδικασίας, μολονότι η αιτιολογημένη γνώμη του άρθρου 226 ΕΚ πρέπει να εκθέτει με λογική πληρότητα και λεπτομερώς τους λόγους που οδήγησαν την Επιτροπή να σχηματίσει την πεποίθηση ότι το οικείο κράτος μέλος παρέβη υποχρέωση που υπέχει από τη Συνθήκη, προκειμένου περί του εγγράφου οχλήσεως δεν μπορεί να απαιτείται τόσο μεγάλη ακρίβεια, δεδομένου ότι το έγγραφο αυτό κατ’ ανάγκη συνίσταται σε μια πρώτη σύντομη περίληψη των αιτιάσεων. (βλ. σκέψη 23) 2.Όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τη δωδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 93/36, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, η διαδικασία με διαπραγμάτευση έχει εξαιρετικό χαρακτήρα και πρέπει να εφαρμόζεται μόνο στις περιοριστικώς απαριθμούμενες περιπτώσεις. Προς τούτο, το άρθρο 6, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας αυτής απαριθμεί ρητώς και περιοριστικώς τις περιπτώσεις κατά τις οποίες και μόνον μπορεί να γίνει προσφυγή στη διαδικασία με διαπραγμάτευση. Συγκεκριμένα, οι αποκλίσεις από τους κανόνες που σκοπό έχουν να εξασφαλίσουν τη δυνατότητα άσκησης των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από τη Συνθήκη στον τομέα των συμβάσεων δημοσίων έργων πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Προκειμένου η οδηγία 93/36 να μην απολέσει την πρακτική αποτελεσματικότητά της, τα κράτη μέλη δεν μπορούν, επομένως, να προβλέπουν περιπτώσεις προσφυγής στη διαδικασία με διαπραγμάτευση που δεν προβλέπονται από την οδηγία αυτή ή να συνοδεύουν τις ρητώς προβλεπόμενες από την εν λόγω οδηγία περιπτώσεις με νέους όρους που έχουν ως αποτέλεσμα να καθιστούν ευκολότερη την προσφυγή στην εν λόγω διαδικασία. Εξάλλου, το βάρος αποδείξεως σχετικά με τη συνδρομή των έκτακτων περιστάσεων που δικαιολογούν την παρέκκλιση από τους εν λόγω κανόνες φέρει ο διάδικος που τις επικαλείται. (βλ. σκέψεις 56-58) 3.Ένα κράτος μέλος, έχοντας καθιερώσει από παλιά και εξακολουθώντας να εφαρμόζει την πρακτική της απευθείας σύναψης συμβάσεων αγοράς ελικοπτέρων ορισμένης εθνικής μάρκας για την κάλυψη των αναγκών πολλών στρατιωτικών και πολιτικών σωμάτων, χωρίς την προκήρυξη διαγωνισμού και, μεταξύ άλλων, χωρίς την τήρηση των διαδικασιών που προβλέπει η οδηγία 93/36 περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52 και προέβλεπε προηγουμένως η οδηγία 77/62 περί συντονισμού των διαδικασιών συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τις οδηγίες 80/767 και 88/295, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις οδηγίες αυτές. Μια τέτοιου είδους πρακτική δεν δικαιολογείται από την ύπαρξη «εσωτερικής» σχέσης στην περίπτωση της, έστω και κατά μειοψηφία, συμμετοχής μιας ιδιωτικής επιχείρησης στο κεφάλαιο της εταιρίας που κατασκευάζει τα εν λόγω ελικόπτερα, στην οποία συμμετέχει και η οικεία αναθέτουσα αρχή κατά τρόπο που να μην έχει τη δυνατότητα να ασκεί επί της εταιρίας αυτής έλεγχο ανάλογο προς αυτόν που ασκεί στις δικές της υπηρεσίες. Εξάλλου, όσον αφορά τις θεμιτές επιταγές εθνικού συμφέροντος που προβλέπουν τα άρθρα 296 ΕΚ και 2, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας 93/36, καθόσον τα ελικόπτερα αυτά είναι προϊόντα διπλής χρήσεως, κάθε κράτος μέλος δύναται, δυνάμει του άρθρου 296, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, ΕΚ, να λαμβάνει τα μέτρα που θεωρεί αναγκαία για την προστασία ουσιωδών συμφερόντων της ασφαλείας του, που αφορούν την παραγωγή ή εμπορία όπλων, πυρομαχικών και πολεμικού υλικού, υπό την προϋπόθεση, πάντως, ότι τα μέτρα αυτά δεν αλλοιώνουν τους όρους του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς σχετικά με τα προϊόντα που δεν προορίζονται για στρατιωτικούς ειδικά σκοπούς. Επομένως, κατά την αγορά εξοπλισμού, ο οποίος δεν προορίζεται με βεβαιότητα να χρησιμοποιηθεί για στρατιωτικούς σκοπούς, πρέπει απαραιτήτως να τηρούνται οι κανόνες περί συνάψεως δημοσίων συμβάσεων. Κατά την προμήθεια ελικοπτέρων από στρατιωτικά σώματα για πολιτική χρήση πρέπει να τηρούνται οι ίδιοι κανόνες. (βλ. σκέψεις 38-41, 46-49, 60 και διατακτ.)
ΕλΣυν/Τμ.7/150/2013
Εξόφληση του 1ου λογαριασμού του έργου «Βελτίωση Η/Μ εγκαταστάσεων Πνευματικού Κέντρου». (...) Η προσφυγή στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης μεταξύ περιορισμένου αριθμού εργοληπτικών επιχειρήσεων, η οποία αποτελεί εξαιρετική διαδικασία επιλογής αναδόχου, καθόσον συνιστά παρέκκλιση από τις αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού, της διαφάνειας και της ισότητας μεταξύ των εργοληπτικών επιχειρήσεων, εφαρμόζεται αποκλειστικά και μόνον στις ειδικές περιπτώσεις που ρητώς προβλέπονται κατά τρόπο περιοριστικό, στις οικείες νομοθετικές διατάξεις (Ολομ.ΣτΕ 1351/1954, Α.Π. 116/1953, πράξη Ι Τμ. Ελ.Συν. 193/1991), οι οποίες, καθώς εισάγουν παρέκκλιση από τον κανόνα του ανοικτού ή κλειστού διαγωνισμού, είναι στενά ερμηνευτέες και το σχετικό βάρος απόδειξης φέρει όποιος τις επικαλείται. Περαιτέρω, επιλογή της ανωτέρω κλειστής διαδικασίας χωρίς δημοσίευση προκήρυξης χωρεί και στην περίπτωση όπου για λόγους τεχνικούς (όπως η κατοχή αποκλειστικών τεχνικών μέσων, γνώσεων ή μεθόδων) ή σχετιζόμενους με την προστασία δικαιωμάτων αποκλειστικότητας, οι συμβατικές εργασίες δύνανται να εκτελεσθούν μόνον από ορισμένο οικονομικό φορέα. Τούτο ειδικότερα σημαίνει ότι δεν αρκεί τα επίμαχα προϊόντα να προστατεύονται από δικαιώματα αποκλειστικότητας, αλλά πρέπει επιπλέον η κατασκευή ή η συναρμολόγησή τους στο έργο να είναι δυνατή μόνον από ορισμένο εργολήπτη (πρβλ. απόφαση ΔΕΚ της 3.5.1994 στην υπόθεση C-328/1992, απόφαση ΔΕΚ της 4.5.1995). Σε αυτήν την περίπτωση πρέπει να προσκομίζονται όλα τα αναγκαία στοιχεία από τα οποία να αποδεικνύεται η μοναδικότητα του κατασκευαστή ή η καταλληλότητα συγκεκριμένου προϊόντος, οι τεχνικές προδιαγραφές του οποίου δεν υπόκεινται σε ανταγωνισμό στην αγορά, διαφορετικά η διαδικασία της απευθείας ανάθεσης δεν είναι νόμιμη (πρβλ. απόφαση Τμ. Μείζονος-Επταμελούς Σύνθεσης Ελ.Συν., αποφάσεις 3218, 3100/2012, 2378/2011, 2055/2010, 3334/2009 VI Τμ. Ελ.Συν., βλ. απόφαση 3015/2012 VI Τμ. Ελ.Συν.).
ΕλΣυν/Τμ.6/3334/2009
Για τη σύναψη συμβάσεων παροχής υπηρεσιών θα πρέπει, κατά κανόνα, να διενεργείται ανοικτός ή κλειστός διαγωνισμός, ενώ εξαιρετικά, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να συνάψει σύμβαση παροχής υπηρεσιών με τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης, χωρίς να έχει προηγηθεί δημοσίευση σχετικής προκήρυξης, στις περιοριστικά αναφερόμενες περιπτώσεις της διάταξης του ως άνω άρθρου 25, οι οποίες, καθώς εισάγουν παρέκκλιση από τον κανόνα, είναι στενά ερμηνευτέες και το βάρος απόδειξης φέρει όποιος τις επικαλείται. Ειδικότερα, η αναθέτουσα αρχή μπορεί να προσφύγει στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης όταν, εκτός των άλλων, για λόγους τεχνικούς (όπως η κατοχή αποκλειστικών τεχνικών μέσων, γνώσεων ή μεθόδων) ή σχετικούς με την προστασία αποκλειστικών δικαιωμάτων, καθίσταται απολύτως αναγκαίο να ανατεθεί η εκτέλεση σε συγκεκριμένο πρόσωπο, το οποίο όμως δεν αρκεί να είναι απλώς ικανό να παράσχει με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο τις ζητούμενες υπηρεσίες, αλλά απαιτείται να είναι και το μοναδικό έναντι οιουδήποτε άλλου προσώπου παρέχοντος ανάλογες υπηρεσίες (ΔΕΚ 199/85 Επιτροπή κατά Ιταλίας, ΔΕΚ 296/92 Επιτροπή κατά Ιταλικής Δημοκρατίας, ΔΕΚ 57/94 Επιτροπή κατά Ιταλικής Δημοκρατίας). Συνεπώς, εφόσον συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις, η αναθέτουσα αρχή δύναται να προβεί, ύστερα από διαπραγματεύσεις, σε απευθείας ανάθεση υπηρεσιών για λόγους τεχνικούς ή προστασίας δικαιωμάτων αποκλειστικότητας, χωρίς προηγούμενη δημοσίευση προκήρυξης, έχοντας όμως προηγουμένως σταθμίσει όλες τις οικονομοτεχνικές παραμέτρους, που καθιστούν συμφερότερη την προσφυγή σε αυτήν την όλως εξαιρετική διαδικασία, με πλήρη και ειδική αιτιολογία που πρέπει να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, για τους λόγους που επέβαλαν την απόφασή της αυτή, διαφορετικά η διαδικασία της απευθείας ανάθεσης δεν είναι νόμιμη (βλ. Πράξεις 77/2008, 263/2007, 186, 187, 188, 189, 190, 191/2006, 61/2004 VI Τμ Ε.Σ.).
ΕΣ/Τ6/88/2007
Από την ανωτέρω διάταξη (2004/18-άρθρο 31 )συνάγεται ότι για τη σύναψη συμβάσεων παροχής υπηρεσιών θα πρέπει, καταρχήν, να διενεργείται ανοικτός ή κλειστός διαγωνισμός, ενώ η αναθέτουσα αρχή μπορεί να συνάψει σύμβαση παροχής υπηρεσιών με τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης, χωρίς την προηγούμενη δημοσίευση προκήρυξης, εξαιρετικά, στις περιοριστικά αναφερόμενες περιπτώσεις του ως άνω άρθρου 31, οι οποίες, καθώς εισάγουν παρέκκλιση από τον κανόνα, είναι στενά ερμηνευτέες. Ειδικότερα, οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να προσφύγουν στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης, όταν, πλην άλλων, αδυνατούν να τηρήσουν τις προθεσμίες των διαδικασιών με δημοσίευση προκήρυξης, μόνο όμως στην περίπτωση που συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις : α) όταν οι εν λόγω υπηρεσίες πρέπει να παρασχεθούν κατεπειγόντως και β) όταν η ως άνω κατεπείγουσα ανάγκη για την παροχή των υπηρεσιών οφείλεται σε απρόβλεπτες περιστάσεις, ήτοι σε έκτακτα πραγματικά γεγονότα, τα οποία αφ’ ενός μεν δεν αποδίδονται σε παραλείψεις ή έλλειψη προγραμματισμού και επιμέλειας της αναθέτουσας αρχής αφ’ ετέρου δεν ήταν δυνατόν, κατά τα διδάγματα της ανθρώπινης πείρας και λογικής, να προβλεφθούν. Ως εκ της φύσεως μάλιστα της σχετικής απόφασης για την προσφυγή στην ως άνω εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης, επιβάλλεται να προκύπτουν με σαφήνεια και πληρότητα από τα στοιχεία του φακέλου οι ειδικότεροι εκείνοι λόγοι που την αιτιολογούν. Αν δεν συντρέχουν οι ανωτέρω προϋποθέσεις, η διαδικασία ανάθεσης και η συναπτόμενη κατά τη διαδικασία αυτή σύμβαση παροχής υπηρεσιών δεν είναι νόμιμη (πρβλ. Πράξεις 4/2006 και 114/2005 IV Τμήματος, 58/2004 VI Τμήματος Ελ. Συν.).
ΝΣΚ/253/2012
Τελωνειακή Αρχή – Διασφαλιστικά μέτρα κατ’ άρθρο 153 του Ν. 2960/2001 κατά της διαφυγής δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων – Λαθρεμπορία και απάτη εις βάρος του Δημοσίου και της Ε.Ε. – Χρονική διάρκεια της ισχύος των μέτρων – Έκδοση διοικητικής πράξης ή μη για την άρση αυτών.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
Τα διασφαλιστικά μέτρα ισχύουν ενόσω παραμένουν αλώβητες οι πράξεις επιβολής των μέτρων και της κύριας κυρώσεως και επομένως, παύουν να ισχύουν στις εξής περιπτώσεις: α) από και δια της εκδόσεως της κατ’ άρθρο 153 παρ. 4 του Ν. 2960/2001 αποφάσεως του Υπουργού, β) από και δια της εκδόσεως προσωρινής διαταγής του δικαστηρίου ή δικαστικής αποφάσεως περί προσωρινής αναστολής της πράξεως επιβολής των μέτρων ή και της ρητής ή σιωπηρής απορρίψεως από τον Υπουργό της αιτήσεως για άρση των μέτρων, χωρίς ανάγκη εκδόσεως σχετικής διοικητικής πράξεως, γ) από και δια της εκδόσεως δικαστικής αποφάσεως με την οποία ακυρώνεται η πράξη επιβολής των μέτρων ή και κατ’ άρθρο 153 παρ. 4 του Ν. 2960/2001 ρητή ή σιωπηρή απόρριψη από τον Υπουργό της αιτήσεως για άρση των μέτρων, χωρίς να απαιτείται η έκδοση ρητής πράξεως οργάνου της διοικήσεως, δ) από και δια της εκδόσεως δικαστικής αποφάσεως με την οποία ακυρώνεται στο σύνολό της, για λόγους ουσιαστικούς, η καταλογιστική πράξη επιβολής της κύριας κυρώσεως, η δε διοίκηση οφείλει να προβεί στην άρση των μέτρων με την έκδοση σχετικής πράξεως, ε) όταν ο παραβάτης καταβάλει ποσόν μεγαλύτερο ή ίσο του 70% των διαφυγόντων δασμών και φόρων, αίρονται με σχετική αίτησή του προς τον Προϊστάμενο της αρμόδιας τελωνειακής υπηρεσίας, άλλως αίρονται αυτοδικαίως μετά την πάροδο δύο μηνών, στ) σε περίπτωση ολοσχερούς εξοφλήσεως του οφειλομένου ποσού, με την έκδοση σχετικής πράξεως της αρμόδιας αρχής περί άρσεως των μέτρων, ζ) από και δια της εκδόσεως πράξεως της αρμόδιας αρχής περί άρσεως των μέτρων, είτε διότι εκδόθηκε απαλλακτική πράξη, είτε διότι δεν κρίνονται πλέον αναγκαία. Περαιτέρω, τα διασφαλιστικά μέτρα είναι προφανές ότι έχουν ένα ακρότατο χρονικό σημείο ισχύος, το οποίο, εφόσον δεν προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 153 του Ν. 2960/2001, αποτελεί η πάροδος ενός ευλόγου χρόνου, που εκτιμάται με βάση τις ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περιπτώσεως. (πλειοψ.)