Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΝΣΚ/586/2012

Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3232/2004, 2297/1975
Συνταξιοδοτικό καθεστώς υπαλλήλων του Ο.Γ.Α., οι οποίοι μετατάχθηκαν σε άλλες υπηρεσίες του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. – Τύχη αποζημίωσης προνοιακού χαρακτήρα. Ο μεταταχθείς από τον Ο.Γ.Α. στον ΕΛ.Γ.Α. και εν συνεχεία στο Υπουργείο Γεωργίας υπάλληλος Κ.Τ δεν δικαιούται, μετά την παραίτησή του από την τελευταία υπηρεσία προκειμένου να συνταξιοδοτηθεί, την προβλεπόμενη στη διάταξη του άρθρου 42 του Κανονισμού Κατάστασης Διοικητικού Προσωπικού του Ο.Γ.Α., αποζημίωση. (ομοφ.)

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΣΤΕ/2107/2017

Αστική ευθύνη του δημοσίου από μη καταβολή παροχής προνοιακού χαρακτήρα:..Όπως έχει κριθεί, υπάλληλος του Δημοσίου, συνδεδεμένος κατά το παρελθόν με αυτό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και υπαχθείς στις διατάξεις του ν. 993/1979, όπως κωδικοποιήθηκαν με το π.δ. 410/1988, ο οποίος, εν συνεχεία, διορίστηκε σε θέση μόνιμου δημοσίου υπαλλήλου κατ' εφαρμογή του άρθρου 1 του ν. 1476/1984 και διατήρησε τόσο το δικαίωμα συνταξιοδότησής του από το ΙΚΑ, κάνοντας χρήση της ευχέρειας που του παρείχε σχετικώς το άρθρο 1 του ν. 1583/1985, όσο και το αντίστοιχο καθεστώς επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας, διατηρούμενο υποχρεωτικώς κατά το άρθρο 3 του νόμου αυτού, διατηρεί, εφόσον συντρέχει περίπτωση, το δικαίωμα απολήψεως της κατ' άρθρο 49 παρ. 4 του ν. 993/1979 εφάπαξ αποζημιώσεως, η οποία συνιστά παροχή προνοιακού χαρακτήρα (ΣτΕ 2760/1999).

Επειδή, εξάλλου, κατά την έννοια των προαναφερόμενων στην όγδοη και ένατη σκέψη διατάξεων, η προβλεπόμενη στο άρθρο 49 παρ. 4 του ν. 993/1979 εφάπαξ χρηματική αποζημίωση δεν αποτελεί μέρος των αποδοχών των μονιμοποιηθέντων υπαλλήλων ούτε «απολαβή, υπό την έννοια της παροχής που δίνεται ως αντάλλαγμα για την προσφερόμενη εργασία δυνάμει της ιδιότητας του υπαλλήλου ούτε αποτελεί αποζημίωση λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού, αλλά έχει το χαρακτήρα έκτακτης κατά την αποχώρηση του υπαλλήλου οικονομικής ενισχύσεώς του ενόψει της διακοπής της σχέσης του με το Δημόσιο κατά τη συνταξιοδότησή του και της επιλογής διατήρησης του δικαιώματος συνταξιοδότησής του από το ΙΚΑ. Επομένως, η αξίωση καταβολής του εφάπαξ χρηματικού αυτού προνοιακού βοηθήματος, μη δυνάμενη να θεωρηθεί ότι απορρέει από την υπαλληλική σχέση μονιμοποιηθέντος υπαλλήλου του Δημοσίου κατ’ άρθρο 1 του ν. 1476/1984, δεν υπόκειται στην διετή, αλλά στην πενταετή παραγραφή που προβλέπεται από την παρ. 1 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995 για τη γενική παραγραφή αξιώσεων από αδικοπραξία οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου (πρβλ. ΣτΕ 1503/2007, σκ. 8). Ορθώς δε έκρινε το ίδιο το δικάσαν διοικητικό εφετείο, αν και με κάπως διαφορετική αιτιολογία, ο δε περί του αντιθέτου μόνος παραδεκτώς προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.


ΣΤΕ/2760/1999

Αστική ευθύνη δημοσίου-καταβολή αποζημίωσης από σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου:..Επειδή, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, υπάλληλος του Δημοσίου, συνδεδεμένος κατά το παρελθόν με αυτό με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και υπαχθείς στις διατάξεις του Ν. 993/1979 όπως κωδικοποιήθηκαν με το Π.Δ. 410/1988, ο οποίος, εν συνεχεία, διορίσθηκε σε θέση μονίμου δημοσίου υπαλλήλου κατ' εφαρμογή του άρθρου 1 Ν. 1476/1984 και διατήρησε τόσο το δικαίωμα συταξιοδοτήσεώς του από το Ι.Κ.Α., κάνοντας χρήση της ευχέρειας που του παρείχε σχετικώς το άρθρο 1 Ν. 1583/1985, όσο και το αντίστοιχο καθεστώς επικουρικής ασφαλίσεως και πρόνοιας, διατηρούμενο υποχρεωτικώς κατά το άρθρο 3 του νόμου αυτού, διατηρεί, εφ' όσον συντρέχει περίπτωση, το δικαίωμα απολήψεως της κατ' άρθρο 49 παρ. 4 Ν. 993/1979 εφ' άπαξ αποζημιώσεως, η οποία συνιστά παροχή προνοιακού χαρακτήρα. 

Επειδή ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, κατά τον οποίο τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια εστερούντο δικαιοδοσίας για την εκδίκαση της προκείμενης διαφοράς, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, εφ' όσον η αναιρεσίβλητη, στρεφόμενη κατά του Ελληνικού Δημοσίου, ζήτησε με την ανωτέρω αγωγή της που στηρίζεται στις διατάξεις του άρθρ. 105 Εισ. Ν.Α.Κ. την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από την παράλειψη των οργάνων του να της χορηγήσουν την επίμαχη αποζημίωση.Επειδή, ο λόγος αναιρέσεως περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των προπαρατεθεισών διατάξεων είναι, εν όψει της εννοίας που δόθηκε σ' αυτές στην τρίτη σκέψη της αποφάσεως, απορριπτέος ως αβάσιμος.


ΕΣ/ΑΠΟΦΑΣΗ/ΤΜ.6/336/2018

ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΗ ΜΙΣΘΩΣΗ.Προμήθεια κινητού εξοπλισμού.Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη 2.Δ.2 το Τμήμα, κατά πλειοψηφία, κρίνει ότι η ελεγχόμενη σύμβαση είναι λειτουργική χρηματοδοτική μίσθωση (operating leasing), καθόσον, όπως προκύπτει από τη διακήρυξη και το άρθρο 1 του υποβληθέντος σχεδίου, ο εκμισθωτής - ανάδοχος εκτός από την προσφορά της χρήσης του εξοπλισμού αναλαμβάνει τις κυριότερες αναγκαίες δαπάνες για την καλή λειτουργία του (συντήρηση, επισκευή, ασφάλιση, αναλώσιμα), γεγονός το οποίο δεν αναιρείται από μόνη την εξαίρεση της δαπάνης αποκατάστασης βλαβών που οφείλονται σε τροχαία ατυχήματα, η οποία σε κάθε περίπτωση δύναται να καλυφθεί από κατ’ επιλογή μικτής χρήσης ασφάλιση που βαρύνει ομοίως τον εκμισθωτή. Ακολούθως, το Τμήμα, κατά πλειοψηφία, κρίνει ότι ο ως άνω τύπος χρηματοδοτικής μίσθωσης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ν. 1665/1986 και ως εκ τούτου συνάπτεται μόνο από τους ειδικώς αναφερόμενους στο άρθρο 2 φορείς ως εκμισθωτές, καθόσον συνιστά μία μορφή leasing, η οποία εξυπηρετεί τους ίδιους χρηματοδοτικούς σκοπούς, δοθέντος ότι ο ν. 1665/1986 δεν αποκλείει εν γένει στους συναλλασσόμενους να συμφωνούν ειδικούς όρους για τη ρύθμιση των μεταξύ τους σχέσεων. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται αλλά επιρρωνύονται από τη διάταξη του άρθρου 21 του ν. 3775/2009, καθόσον α) σκοπός της εν λόγω ρύθμισης, σύμφωνα με την οικεία αιτιολογική έκθεση, είναι η εφαρμογή του leasing με την μορφή κυρίως της λειτουργικής χρηματοδοτικής μίσθωσης στο δημόσιο τομέα, όπου δεν έχει τύχει εφαρμογής παρά την ύπαρξη γενικού νομικού πλαισίου, ήτοι του ν. 1665/1986, β) στην παρ. 1 αυτού ομιλεί τόσο περί συμβάσεων χρηματοδοτικής μίσθωσης όσο και λειτουργικής χρηματοδοτικής μίσθωσης και γ) με την παρ. 3 δεν εισάγεται απόκλιση από τις διατάξεις του ν. 1665/1986 αλλά ρητά                 ορίζεται ότι οι διατάξεις του ως άνω άρθρου είναι ειδικές και κατισχύουν κάθε επιμέρους γενικής ή ειδικής διάταξης που ρυθμίζει διαφορετικά το περιεχόμενο της σύμβασης λειτουργικής χρηματοδοτικής μίσθωσης (Ε.Σ. VI Τμ. 1461/2017). Κατά τη γνώμη όμως του Συμβούλου Γεωργίου Βοίλη, με την οποία συντάχθηκε και ο Πάρεδρος Γρηγόριος Βαλληνδράς, η υπό σύναψη σύμβαση συνιστά σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης, η οποία εμπίπτει στους περιορισμούς του άρθρου 2 του ν. 1665/1986, καθόσον, αν και δεν ορίζεται ρητά η τύχη του μισθίου κατά τη λήξη της σύμβασης, η αναθέτουσα αρχή δεν αποκόπτεται πλήρως της υποχρέωσής της  για συντήρηση του μισθούμενου εξοπλισμού, μεταβιβάζοντας ολοσχερώς τις δαπάνες για την καλή λειτουργία αυτού στον εκμισθωτή, αφού ο ίδιος ο ΕΔΣΝΑ βαρύνεται με τις δαπάνες αποκατάστασης βλαβών που οφείλονται σε τροχαία και έχει εν γένει τον έλεγχο λειτουργίας του εξοπλισμού. Πλην όμως η γνώμη αυτή δεν εκράτησε. Περαιτέρω, το Τμήμα, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη 2 Δ.1 και 3, άγεται ομοφώνως στην κρίση ότι α) ορθώς το Κλιμάκιο, αν και με εσφαλμένη εν μέρει αιτιολογία, έκρινε μη νόμιμη την κατακύρωση στην εταιρεία «....», καθόσον αυτή δεν διέθετε άδεια leasing, κατά το ν. 1665/1986 ούτε επικαλέστηκε συνεργασία με εταιρεία leasing ή χρηματοδοτικό  ίδρυμα που διέθετε την απαραίτητη άδεια άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας στο πλαίσιο ένωσης ή κοινοπραξίας, δοθέντος ότι σύμφωνα με το άρθρο 78 του ν. 4412/2016 δεν είναι δυνατή η στήριξη στις ικανότητες άλλων φορέων όσον αφορά στο κριτήριο της καταλληλότητας για την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας και β) ορθώς το Κλιμάκιο έκρινε ότι ο όρος 5.Β της διακήρυξης, κατά το μέρος που προβλέπει τη σύμπραξη του αναδόχου με εταιρεία χρηματοδοτικής μίσθωσης στη φάση της ταξινόμησης των οχημάτων, ήτοι μετά την ολοκλήρωση του διαγωνισμού και κατά το στάδιο εκτέλεσης της σύμβασης, αντίκειται στις αρχές της διαφάνειας και του ανταγωνισμού, καθόσον τα δικαιολογητικά, η καταλληλότητα και η φερεγγυότητα της εταιρείας leasing, που εκ των υστέρων συμμετέχει στην εκτέλεση της σύμβασης, δεν ελέγχονται και αξιολογούνται από την αναθέτουσα αρχή κατά τη διαγωνιστική διαδικασία, απορριπτομένων ως αβασίμων όλων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των αιτούντων. Ειδικότερα, ο ισχυρισμός των αιτούντων περί παραβίασης των αρχών της ίσης μεταχείρισης και του ελεύθερου ανταγωνισμού ως εκ του περιορισμού των δυνητικών συμμετεχόντων μόνο σε φορείς που παρέχουν υπηρεσίες leasing πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. (…)Για τους ίδιους ως άνω λόγους πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και ο ισχυρισμός περί νομιμότητας του όρου 5.Β της οικείας διακήρυξης, καθόσον η ως άνω σύμπραξη με φορέα που έχει την κρίσιμη άδεια άσκησης της επαγγελματικής δραστηριότητας στο πλαίσιο ένωσης ή κοινοπραξίας δεν δύναται να λάβει χώρα μετά την ολοκλήρωση του διαγωνισμού, αλλά πρέπει να έχει δηλωθεί κατά την υποβολή της προσφοράς προκειμένου να ελεγχθούν τα δικαιολογητικά αυτού, όπως απαιτείται από τη νομοθεσία των δημοσίων συμβάσεων, από την αναθέτουσα στο πλαίσιο της διαγωνιστικής διαδικασίας. Τέλος, αλυσιτελώς οι αιτούντες προβάλλουν συγγνωστή πλάνη επικαλούμενοι  διακηρύξεις των Δήμων Αμαρουσίου, Ηλιούπολης και Νίκαιας, για την ανάθεση παρόμοιων προμηθειών, που εγκρίθηκαν με Πράξεις του ΣΤ΄ Κλιμακίου καθόσον κρίσιμη για τη νομιμότητα της εκάστοτε προσυμβατικά ελεγχόμενης από τον Επίτροπο ή το Κλιμάκιο διαγωνιστικής  διαδικασίας είναι η οικεία διακήρυξη που τη διέπει και όχι τυχόν άλλες διακηρύξεις, ενώ οι κρίσεις των σχηματισμών του Δικαστηρίου που διενεργούν προσυμβατικό έλεγχο δεν παρίστανται δεσμευτικές μεταξύ τους, ούτε αποτελούν πρόκριμα για την εξαγωγή θετικής κρίσης (Ε.Σ. VI Tμ. 1612/2016). Κατά την ειδικότερη πάντως γνώμη της Προέδρου του Τμήματος, Γεωργίας Μαραγκού και του Παρέδρου Αριστοτέλη Σακελλαρίου, ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί πρωτίστως διότι, όπως διαπιστώθηκε με την 28/2017 απόφαση του Τμήματος τούτου, οι συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης που συνάπτονται με προμηθευτή που δεν αποτελεί οικονομικό φορέα του άρθρου 2 του ν. 1665/1986, είναι εν τοις πράγμασι αδύνατον να λειτουργήσουν και να εκτελεστούν, απαιτείται δε άμεση τροποποίησή τους προκειμένου να συμμετάσχει σε αυτές, ως εκμισθωτής, φορέας που να δύναται να ασκήσει τη ζητούμενη επαγγελματική δραστηριότητα.  Η διαπίστωση δε αυτή, που ήδη οδήγησε στη μεταστροφή των ελεγκτικών απόψεων των Κλιμακίων ως προς το κρίσιμο νομικό ζήτημα, καθιστά αλυσιτελή την αποδοχή λόγων ανάκλησης που να επιτρέπουν την υπογραφή μιας τέτοιας σύμβασης. ΑΝΑΘΕΩΡΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕΣ/ΤΜ.ΜΕΙΖ/ΕΠΤΑΜ/865/2018