Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΝΣΚ/77/2018

Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 456/1984

Θέση προσώπου σε κατάσταση πλήρους στερητικής δικαστικής συμπαράστασης με δικαστική απόφαση – επιμέλεια αυτού.:Σε περίπτωση θέσης ορισμένου προσώπου σε κατάσταση πλήρους στερητικής δικαστικής συμπαράστασης, η επιμέλεια του συμπαραστατούμενου εφόσον δεν ανατίθεται με την οικεία δικαστική απόφαση ολικώς ή μερικώς στον δικαστικό συμπαραστάτη, παραμένει στον συμπαραστατούμενο, ο οποίος μπορεί να επιμελείται τα του προσώπου του. (ομόφ.)


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

1053051/2019

Προσωπική ευθύνη δικαστικού συμπαραστάτη και μελών εποπτικού συμβουλίου για πληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών θανόντος προσώπου από παραβάσεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, οι οποίες έλαβαν χώρα σε χρονική περίοδο προ της άσκησης της δικαστικής συμπαράστασης, στο πλαίσιο εφαρμογής του ν.2238/1994 ΑΔΑ: 60ΩΟ46ΜΠ3Ζ-ΡΜΛ


ΝΣΚ/171/2018

Υποχρέωση του Δημοσίου να καταβάλει τόκους κατά την εκτέλεση τελεσίδικης απόφασης διοικητικού δικαστηρίου, που επιδικάζει απαίτηση νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής στο Δημόσιο, με επιμέλεια του δικαστηρίου και όχι του ενάγοντος. Το Δημόσιο δεσμευόμενο από το δεδικασμένο που παράγουν οι τελεσίδικες αποφάσεις των διοικητικών δικαστηρίων, εμποδίζεται, ως διάδικος, να αμφισβητήσει την κρίση τους και εν προκειμένω τη λανθασμένη κρίση της απόφασης ως προς το έντοκο της επιδικασθείσας απαιτήσεως, εξαιτίας της μη επίδοσης της σχετικής αγωγής στο Δημόσιο από τον ενάγοντα, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 75 παρ.2 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, μετά την τροποποίησή της με το ν.3900/2010, αλλά με επιμέλεια του δικαστηρίου, υποχρεούται δε σε συμμόρφωση με αυτές να καταβάλει στους ενάγοντες την επιδικασθείσα απαίτηση νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. (ομόφ.) Σχετική η υπ’ αριθ.157/2014 γνωμοδότηση Πλήρους Ολομέλειας ΝΣΚ. Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή


ΝΣΚ/61/2022

Ερωτάται εάν υποχρεούται η Υπηρεσία στην καταβολή της δικαστικής αμοιβής και των δικαστικών εξόδων που επιδικάστηκαν με την απόφαση για τον καθορισμό οριστικής τιμής μονάδας λόγω απαλλοτρίωσης : α) για τις ιδιοκτησίες που αφορούν δικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν επί καταψηφιστικής αγωγής για την καταβολή αποζημίωσης από την απαλλοτρίωση, β) για τις ιδιοκτησίες για τις οποίες δεν συντελέστηκε η απαλλοτρίωση και δεν υπήρξε περαιτέρω διοικητική και δικαστική διεκδίκηση της αποζημίωσης, γ) εάν στην περίπτωση υποχρέωσης καταβολής της δικαστικής αμοιβής και των δικαστικών εξόδων επιβαρύνεται το δημόσιο με τόκους υπερημερίας και δ) ο χρόνος έναρξης υπολογισμού του τόκου.(...)α) Για όλες τις ιδιοκτησίες για τις οποίες δεν συντελέστηκε η απαλλοτρίωση λόγω μη παρακατάθεσης της πλήρους αποζημίωσης και έχει αυτοδικαίως αρθεί, το Ελληνικό Δημόσιο, ως υπόχρεο προς αποζημίωση, υποχρεούται και στην καταβολή της δικηγορικής αμοιβής και της δικαστικής δαπάνης, όπως προσδιορίστηκαν με την απόφαση καθορισμού οριστικής τιμής, και εφ’ όσον οι απαιτήσεις αυτές δεν έχουν υποπέσει σε παραγραφή, ανεξάρτητα αν οι καθ’ ων η απαλλοτρίωση έχουν επιδιώξει ή μη τη διατήρησή της απαλλοτρίωσης ή αν έχουν ασκήσει αγωγή για την επιδίωξή της αποζημίωσης και β) επί των ανωτέρω ποσών δεν οφείλονται τόκοι υπερημερίας καθώς δεν προκύπτει επίδοση αγωγής προς το Ελληνικό Δημόσιο με αίτημα την καταβολή τους (ομόφωνα).


ΝΣΚ/54/2021

Ερώτημα σχετικά με την επίδραση οριστικής δικαστικής απόφασης, η οποία δέχθηκε ασκηθείσα αίτηση περί υπαγωγής οφειλών στο ν. 3869/2010, σε κατάσχεση που επέβαλε το Ελληνικό Δημόσιο εις χείρας τρίτου, η οποία είχε επιβληθεί σε χρόνο προ της ολοκλήρωσης της κατάθεσης της σχετικής αίτησης.

Κατάσταση : Εν μέρει αποδεκτή

α) Η κατάσχεση του Δημοσίου απαιτήσεων του οφειλέτη στα χέρια τρίτου που επιβλήθηκε πριν την υποβολή αίτησης υπαγωγής του οφειλέτη στις διατάξεις του ν. 3869/2010 είναι ισχυρή και έγκυρη και αναπτύσσει τις κατά το άρθρο 33 παρ. 3 του ΚΕΔΕ συνέπειες, παρά την ρύθμιση των οφειλών του καθού η κατάσχεση, σύμφωνα με το ν.3869/2010 και, επομένως, ο τρίτος οφείλει ανελλιπώς να καταβάλλει στο Δημόσιο κάθε ποσό της κατασχεθείσας απαίτησης (γεγεννημένης ή μέλλουσας), σύμφωνα με τους όρους του κατασχετηρίου (κατά πλειοψηφία). β) Τα ποσά που καταβλήθηκαν από τον τρίτο στο Δημόσιο μέχρι την έναρξη ισχύος της δικαστικής ρύθμισης των χρεών του οφειλέτη, σύμφωνα με το ν.3869/2010, και αφορούν κατασχεθείσες και γεγεννημένες, μέχρι την ημερομηνία αυτή, απαιτήσεις, ορθώς καταβλήθηκαν και η δικαστική αυτή ρύθμιση ουδεμία έννομη συνέπεια επάγεται για τις απαιτήσεις αυτές (ομόφωνα). γ) Ποσά που καταβλήθηκαν ή θα καταβληθούν από τον τρίτο στο Δημόσιο και αφορούν κατασχεθείσες μέλλουσες απαιτήσεις, οι οποίες γεννήθηκαν μετά την έναρξη ισχύος της δικαστικής ρύθμισης των χρεών του οφειλέτη, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.3869/2010, εισπράττονται και πιστώνονται από την αρμόδια υπηρεσία, σύμφωνα με τους όρους της δικαστικής ρύθμισης των χρεών του οφειλέτη και υπό την προϋπόθεση ότι στη δικαστική ρύθμιση περιλαμβάνεται η οφειλή για την οποία επιβλήθηκε η κατάσχεση (κατά πλειοψηφία). δ) Αν μετά την κατά τα παραπάνω πίστωση απομένει υπόλοιπο ποσό (πλέον της ρύθμισης), αυτό επιστρέφεται στον οφειλέτη (όχι τον τρίτο που το κατέβαλε) ως αχρεωστήτως εισπραχθέν. Το επιπλέον αυτό ποσό μπορεί να συμψηφισθεί από την αρμόδια υπηρεσία με τυχόν οφειλές του οφειλέτη που δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο της δικαστικής ρύθμισης (κατά πλειοψηφία). ε) Η κατάσχεση του Δημοσίου απαιτήσεων του οφειλέτη στα χέρια τρίτου αίρεται μόνον εφόσον με τις καταβολές από τον τρίτο ή τον οφειλέτη, κατά τα παραπάνω, καλύφθηκε το ύψος της οφειλής προς το Δημόσιο, όπως αυτό διαμορφώθηκε με τη δικαστική ρύθμιση και ο οφειλέτης προσκομίσει στην αρμόδια υπηρεσία τη δικαστική πιστοποίηση του άρθρου 11 παρ. 1 του ν.3869/2010 (κατά πλειοψηφία). Παραπέμφθηκε στην Α΄ Τακτική Ολομέλεια του ΝΣΚ, κατόπιν της υπ’ αριθ. 189/2019 γνωμοδότησης του Β΄ Τμήματος. Γίνεται δεκτή πλην της παρ. 31ε από τον Διοικητή της ΑΑΔΕ.


ΝΣΚ/92/2021

Απαλλαγή τρίτεκνων διαζευγμένων γονέων που έχουν την επιμέλεια προστατευόμενων ανηλίκων τέκνων δυνάμει έγγραφης συμβολαιογραφικής πράξης περί λύσης του γάμου ή δυνάμει πρακτικού διαμεσολάβησης σε εκκρεμή οικογενειακή διαφορά από τέλος ταξινόμησης κατά την αγορά Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου.(..)α) Το πρακτικό διαμεσολάβησης σε εκκρεμή οικογενειακή διαφορά, που συντάσσεται δυνάμει του άρθρου 8 του ν. 4640/2019, προς κατάθεση στη γραμματεία του αρμόδιου δικαστηρίου, με το οποίο καθορίζεται, μεταξύ άλλων, η επιμέλεια των ανηλίκων τέκνων, δεν αποτελεί και δεν συνιστά, κατά την έννοια της διάταξης της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν. 3454/2006 «δικαστική απόφαση», όπως προϋποθέτει η ερμηνευόμενη διάταξη, ούτε δύναται, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, να θεωρηθεί ερμηνευτικά ότι επέχει θέση δικαστικής απόφασης, καθώς και ότι δεν δύναται να θεωρηθεί η ανάθεση γονικής μέριμνας και επιμέλειας ανηλίκων τέκνων με πρακτικό διαμεσολάβησης, ως ανάθεση «με νόμο», β) δεν συνιστά η ανάθεση της γονικής μέριμνας και της επιμέλειας ανηλίκων τέκνων, σύμφωνα με το άρθρο 1441 του Αστικού Κώδικα, όπως ισχύει τροποποιηθέν με το άρθρο 22 του ν. 4509/2017, ανάθεση «με νόμο» και γ) δύναται να χορηγηθεί η φοροαπαλλαγή από το τέλος ταξινόμησης κατά την αγορά Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου σε τρίτεκνο γονέα που του έχει ανατεθεί η επιμέλεια ανηλίκων τέκνων με πρακτικό διαμεσολάβησης, σύμφωνα με τον ν. 4640/2019 ή με συμβολαιογραφική πράξη, κατ’ άρθρο 1441 του Α.Κ., και ότι πληρούνται σε αυτές τις δύο περιπτώσεις οι προϋποθέσεις του ν. 3454/2006 (ομόφωνα).


ΕλΣυν/Τμ.1(ΚΠΕ)/20/2013

Πρόσληψη συμβασιούχων έργου.Με τις διατάξεις του άρθρου 46 του ν. 3996/2011, όπως προκύπτει και από την οικεία αιτιολογική έκθεση, αποσαφηνίζεται νομοθετικά ο φορέας ασφάλισης των απασχολούμενων με σύμβαση μίσθωσης έργου σε φορείς του δημοσίου τομέα καθώς και στους ΟΤΑ α΄ και β΄ βαθμού. Ειδικότερα, ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι α) όσοι απασχολούνται στους ανωτέρω φορείς με σύμβαση μίσθωσης έργου που έχει καταρτισθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 2527/1997, δηλαδή με βάση γνωμοδότηση ότι δεν υποκρύπτεται εξαρτημένη εργασία, ασφαλίζονται υποχρεωτικά στον ΟΑΕΕ, β) η ασφάλιση που έχει χωρήσει μέχρι την έναρξη ισχύος της νέας αυτής διάταξης στο ΙΚΑ ή στον ΟΑΕΕ για τους απασχοληθέντες στους φορείς αυτούς παραμένει ισχυρή και γ) ότι οι ανωτέρω ρυθμίσεις εφαρμόζονται σε εκκρεμείς υποθέσεις σε οποιοδήποτε στάδιο της διοικητικής και δικαστικής διαδικασίας. Παρέπεται δε εκ των ανωτέρω ότι οι διατάξεις της παρ. 2 του προρρηθέντος άρθρου τυγχάνουν εφαρμογής στις περιπτώσεις εκείνες που έχει συναφθεί και είναι ισχυρή γνήσια σύμβαση έργου, αλλά υπάρχει διοικητική ή δικαστική αμφισβήτηση ως προς τον ασφαλιστικό οργανισμό στον οποίο υπάγονται οι απασχολούμενοι. Συνακόλουθα, στην περίπτωση που με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, δημοσιευθείσα πριν τον χρόνο έναρξης ισχύος του ως άνω νόμου, έχει κριθεί το είδος της εργασιακής σχέσης εργαζόμενου σε ΟΤΑ α΄ βαθμού και δη ότι ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός της σύμβασης που έχει καταρτισθεί είναι εκείνος της εξαρτημένης εργασίας, οι διατάξεις του άρθρου 46 του ν. 3996/2011 δεν δύναται να οδηγήσουν σε ανατροπή του κανόνα του άρθρου 2 παρ. 1 περ. α του α.ν. 1846/1951, περί υποχρεωτικής και αυτοδίκαιης ασφάλισης στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ εργαζομένων, που συνδέονται με τον εργοδότη τους με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. 


ΕλΣυν/Κλιμ.7/209/2015

Δικαστικός συμβιβασμός.(...) ο δικαστικός συμβιβασμός αποτελεί σύμβαση διφυούς χαρακτήρα, ήτοι αφενός σύμβαση ιδιωτικού δικαίου, με την οποία τα μέρη διαλύουν με αμοιβαίες υποχωρήσεις μία φιλονικία τους ή  μία αβεβαιότητα για κάποια έννομη σχέση, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 871 του Α.Κ. και αφετέρου δικονομική σύμβαση, η οποία περιβαλλόμενη τον προβλεπόμενο στο άρθρο 293 του ΚΠολΔ τύπο -  όπως η σχετική περί του συμβιβασμού δήλωση των διαδίκων ενώπιον του δικαστηρίου, που καταχωρίζεται στα οικεία πρακτικά, τα οποία υπογράφονται από τον Πρόεδρο του οικείου δικαστικού σχηματισμού και του Γραμματέα αυτού (βλ. άρθρα 256 και 258 του ΚΠολΔ) - επιφέρει την αυτοδίκαιη κατάργηση της δίκης (βλ. ΑΠ 138/2014, 540/2011). Συνεπώς, με το δικαστικό συμβιβασμό, ο οποίος επιλύει την μεταξύ των μερών διαφορά επιφέροντας την κατάργηση της μεταξύ τους ανοιγείσης δίκης και είναι εξοπλισμένος με εκτελεστότητα, παρέχοντας το δικαίωμα στον φορέα της σχετικής αξιώσεως να  ενεργοποιήσει δυνάμει του τίτλου αυτού αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του οφειλέτη, τερματίζεται η επιδικία και παρέχεται κατ’ ουσίαν οριστική δικαστική προστασία, αφού μετά την κατάργηση της δίκης λόγω δικαστικού συμβιβασμού τυχόν άσκηση νέας αγωγής με το αυτό περιεχόμενο θα είναι απορριπτέα ως αβάσιμη (βλ. ΑΠ 138/2014, Ν. Νίκα: "Ο δικαστικός συμβιβασμός", 1984, σελ. 249). Περαιτέρω, ο δικαστικός συμβιβασμός δεσμεύει τους διαδίκους έως ότου διαγνωσθεί η ακυρότητά του, ακυρωθεί ή ανατραπεί,  η διάγνωση δε του κύρους του δικαστικού συμβιβασμού προϋποθέτει αφενός αμφισβήτηση αυτού από ένα τουλάχιστον των μερών και αφετέρου την τήρηση της εκ του νόμου προβλεπόμενης δικαστικής διαδικασίας, που συνίσταται στην με πρωτοβουλία ενός των μερών κλήση προς περαιτέρω συζήτηση ενώπιον του οικείου  δικαστηρίου, στο πλαίσιο της οποίας θα τεθεί υπό μορφήν ενστάσεως από τον εγείροντα την σχετική αμφισβήτηση διάδικο το ζήτημα του κύρους του συμβιβασμού. Επί του ζητήματος δε αυτού θα κρίνει ο οικείος δικαστικός σχηματισμός, μόνος αρμόδιος να διαπιστώσει εάν εχώρησε έγκυρη κατάργηση της δίκης ή όχι, ενώ ο διάδικος που αμφισβητεί το κύρος του δικαστικού συμβιβασμού μπορεί να προκαλέσει σχετική δικαστική κρίση και  με την άσκηση αναγνωριστικής αγωγής (άρθρο 70 Κ.Πολ.Δ.),  άλλως με την άσκηση ανακοπής κατά της εκτελέσεως (άρθρο 933 Κ.Πολ.Δ.), κατά περίπτωση (βλ. Ειρ.Πρέβεζας 17/1997, Εφ.Δωδ. 86/1990, Ν.Νίκα, ό.π. σελ. 300 επ.)


ΣΤΕ/53/2011

Επειδή, περαιτέρω, η επίδικη ανάκληση ερείδεται στο αντικειμενικό γεγονός της ελλείψεως μιας των νομίμων προϋποθέσεων εκδόσεως της ανακαλούμενης πράξεως (δηλ. της ιδιότητας του αιτούντος ως «παλιννοστούντος ομογενούς») και, επομένως, δεν συνέτρεχε, κατά το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος, υποχρέωση της Διοικήσεως να καλέσει τον αιτούντα σε ακρόαση. Η ανάκληση δε της διαπιστωτικής της ιθαγένειάς του πράξεως, ως παράνομης, δεν συνιστά αφαίρεση ιθαγένειας, κατά το άρθρο 4 παρ.3 του Συντάγματος, και, ως εκ τούτου, δεν κωλύεται από τη συνταγματική αυτή διάταξη. Εξάλλου, η ανάκληση την 1.6.2001, με την προσβαλλόμενη πράξη, της από 9.9.1996 διαπιστωτικής της ιθαγένειας του αιτούντος αποφάσεως εχώρησε εντός ευλόγου, ενόψει των συνθηκών της συγκεκριμένης περιπτώσεως, χρόνου, προκειμένου μάλιστα περί πράξεων οι οποίες άπτονται ζητήματος εξόχως σημαντικού για το δημόσιο συμφέρον, όπως είναι η ιθαγένεια. Ούτε μπορεί να θεωρηθεί ενόψει των συνθηκών της υποθέσεως, ότι η εν λόγω ανάκληση άρχισε να παράγει, σε χρόνο πέραν του ευλόγου, τα έννομα αποτελέσματά της έναντι του αιτούντος, εκ μέρους του οποίου προκύπτει βεβαία γνώση της προσβαλλόμενης πράξεως το πρώτον την 19.7.2006, δεδομένου, μάλιστα, ότι είχε επιχειρηθεί σε προγενέστερο χρόνο η επίδοσή της στη δηλωθείσα από τον ίδιο ενώπιον της Διοικήσεως διεύθυνση, όπου αυτός, όπως συνομολογεί, δεν ανευρέθη (βλ. το 11159/7.9.2006 έγγραφο της Ν.Α. ... προς το Δικαστήριο). Εν πάση δε περιπτώσει, η τυχόν μη κοινοποίηση της προσβαλλομένης ανακλητικής αποφάσεως δεν αποτελεί λόγο ακυρώσεώς της, διότι δεν επηρεάζει τη νομιμότητα ή την εκτελεστότητα της πράξεως αυτής. Κατά συνέπεια, αβασίμως προβάλλονται οι περί του αντιθέτου σχετικοί λόγοι ακυρώσεως. Επίσης απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτιμήσεως, καθόσον δεν προσδιορίζεται με αυτόν η πλημμέλεια της προσβαλλόμενης αποφάσεως, είναι ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι η ιθαγένεια ανήκει στην προσωπική κατάσταση του προσώπου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 57 του Αστικού Κώδικα. Ομοίως απορριπτέος ως αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτιμήσεως είναι και ο ισχυρισμός του αιτούντος ότι η Διοίκηση όφειλε να εφαρμόσει στην περίπτωσή του τον «νέο ηπιότερο διοικητικό νόμο». Εξάλλου, η βλάβη από την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξεως, την οποία επικαλείται ο αιτών, δεν συνιστά λόγο ακυρώσεώς της (πρβλ. Σ.τ.Ε. 1581-2 Ολ.,1979/2010, 685, 1398, 1867/2009, 2654,4022/2004, 602/2003 Ολ.,1237/2002).


ΕΣ/ΤΜ.1(ΚΠΕ)/265/2018

Καταβολή δικηγορικής αμοιβής :Με δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, το Κλιμάκιο κρίνει ότι, κατά τον βασίμως προβαλλόμενο από τον Επίτροπο λόγο, η εντελλόμενη με το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα δαπάνη είναι μη νόμιμη. Και τούτο καθόσον, πέραν του ότι αφενός μεν από τις προμνησθείσες αποφάσεις της Οικονομικής Επιτροπής δεν προκύπτει με σαφήνεια ο ειδικότερος λόγος προσφυγής σε εξωτερικό δικηγόρο, ήτοι εάν επρόκειτο για εξειδικευμένο νομικό ζήτημα ή υφίστατο αντικειμενική αδυναμία δικαστικής εκπροσώπησης της Περιφέρειας από τους υπηρετούντες δικηγόρους ένεκα της μη πλήρους στελέχωσης της Νομικής Υπηρεσίας, αφετέρου δε το από 16.10.2017 συμφωνητικό δεν έχει καταχωρηθεί στο ΚΗΜΔΗΣ, κατά παράβαση των όσων ορίζονται στην 57654/2017 Απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης, δεν έχει εκδοθεί, πριν από την υπογραφή των από 3.4.2015 και από 16.10.2017 συμφωνητικών, αιτιολογημένη, ως προς το ύψος της δικηγορικής αμοιβής, απόφαση της οικείας Οικονομικής Επιτροπής, η οποία να συνιστά το προϊόν διαβούλευσης των συμβαλλόμενων μερών. Επί των ανωτέρω, άλλωστε, ουδεμία κατά το νόμο επιρροή ασκεί το γεγονός ότι η αναγραφόμενη στα οικεία συμφωνητικά δικηγορική αμοιβή είναι μικρότερη των κατά τον Κώδικα Δικηγόρων «νομίμων», αφού, εν προκειμένω, η ως άνω διαπιστωθείσα πλημμέλεια συνέχεται με την παραβίαση της αρχής της νομιμότητας που διέπει τη δράση των Ο.Τ.Α., αλλά και των αρχών της διαφάνειας και της λογοδοσίας που δεσμεύουν τους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης και επιβάλλουν σε αυτούς να αποφαίνονται αιτιολογημένα για την οικονομική επιβάρυνση που προκαλείται σε βάρος των προϋπολογισμών τους για την δικαστική εκπροσώπηση αυτών. Κατά την ειδικότερη γνώμη της μειοψηφούσης Παρέδρου, η εντελλόμενη δαπάνη είναι μη νόμιμη καθόσον, πέραν του ότι οι οικείες αποφάσεις της Οικονομικής Επιτροπής στερούνται νόμιμης αιτιολογίας, αφού δεν αναφέρουν το λόγο προσφυγής σε εξωτερικό δικηγόρο, δεν έχει προηγηθεί της υπογραφής των επισυναπτόμενων στον τίτλο πληρωμής συμφωνητικών αιτιολογημένη απόφαση του Περιφερειακού Συμβουλίου, με την οποία να προσδιορίζεται το  ύψος της δικηγορικής αμοιβής, με την παράθεση των στοιχείων εκείνων που ελήφθησαν υπόψη και δικαιολογούν το ύψος της αμοιβής..ΔΕΝ ΑΝΑΚΛΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕλΣυνΤμ.1/5/2019


ΣΤΕ/1797/2018

Ανάδειξη αναδόχου έργου...Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, με την .../25.5.2017 απόφασή του, το Δ.Σ. της .... απέρριψε εκ νέου κατόπιν νέας συνολικής έρευνας την .../24.11.2016 προδικαστική προσφυγή της αιτούσας, εκφέροντας νέα κρίση επί των τιθέμενων ζητημάτων που ανεφύησαν στο στάδιο οικονομικής αξιολογήσεως των προσφορών κατόπιν και της προδικαστικής προσφυγής της αιτούσας και διαλαμβάνοντας ρητές σκέψεις ως προς τις αιτιάσεις περί του αδικαιολόγητα χαμηλού ύψους της προσφοράς της παρεμβαίνουσας, κατόπιν και των υποβληθεισών από αυτήν διευκρινίσεων. Η κρίση δε αυτή εκτείνεται και συνάπτεται εν πρώτοις με το κατ’ αρχήν παραδεκτό της οικονομικής προσφοράς της παρεμβαίνουσας και τα σχετικά ειδικώτερα ζητήματα που είτε είχαν τεθεί με την προδικαστική προσφυγή (παράβαση του άρθρου 6 παρ. 1 και 5.4 του τεύχους Β’ της Διακήρυξης λόγω της συμπλήρωσης των τιμών στον Συνολικό Πίνακα Τιμών της προσφοράς μόνο αριθμητικώς και όχι ολογράφως) είτε τέθηκαν το πρώτον ενώπιον της αναθέτουσας αρχής με την από 28.4.2017 αίτηση της αιτούσας (παράλειψη απόρριψης της προσφοράς της παρεμβαίνουσας λόγω μη νομότυπης συμπλήρωσης του Πίνακα Συνολικών Τιμών και του αναλυτικού Πίνακα Υλικών και Τιμών), η οποία μάλιστα μνημονεύεται, μεταξύ των σχετικών εγγράφων του διαγωνισμού που ελήφθησαν υπόψη, στις .../8.5.2017 και .../23.5.2017 εισηγήσεις του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της ... προς το ΔΣ, οι οποίες αποτελούν την αιτιολογία των .../11.5.2017 και .../25.5.2017 αποφάσεων του ΔΣ, αντίστοιχα. Ως εκ τούτου, η κρινόμενη αίτηση στερείται πλέον αντικειμένου και η κρινόμενη δίκη πρέπει να καταργηθεί κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 32 παρ. 2 του π.δ. 18/1989, δοθέντος ότι η αιτούσα δεν επικαλείται ιδιαίτερες έννομες συνέπειες για τη συνέχιση της δίκης, αβασίμως δε προβάλλει με το από 28.11.2017 υπόμνημα ότι η αρχική πράξη του Δ.Σ. του ... και οι λοιπές συναφές προσβαλλόμενες έχουν ανακληθεί μερικώς (και όχι ολικώς) λόγω του ότι δεν απαντήθηκαν με τις νυν προσβαλλόμενες πράξεις δύο προβληθέντες με την προδικαστική προσφυγή λόγοι. Τούτο δε διότι οι αναπάντητοι λόγοι που προέβαλε η αιτούσα δεν αντιστοιχούν σε διακριτό και αυτοτελές σκέλος της αρχικής (αντικατασταθείσας) αποφάσεως αλλά αφορούν στο αυτό ζήτημα, του οποίου επελήφθη συνολικώς το Δ.Σ. του ... και ως προς το οποίο απεφάνθη με τις νεώτερες πράξεις του εκφέροντας νέα κρίση. Εξάλλου, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η αιτούσα παραιτήθηκε των από 23.5.2017 και 6.6.2017 δικογράφων για συνέχιση της δίκης, κατ’ επίκληση του άρθρου 32 παρ. 3 του π.δ. 18/1989, περαιτέρω δε, όπως ήδη αναφέρθηκε, κατά των .../11.5.2017 και .../25.5.2017 αποφάσεων του ΔΣ της ... η αιτούσα έχει ασκήσει αυτοτελή αίτηση ακυρώσεως, προβάλλοντας εκ νέου, μεταξύ άλλων, και τους προβαλλόμενους με την κρινόμενη αίτηση λόγους ακυρώσεως.Επειδή, όταν καταργείται η δίκη για οποιονδήποτε λόγο αποδίδεται το παράβολο και δεν επιδικάζεται δικαστική δαπάνη (άρθρα 36 παρ. 4 και 39 παρ. 2 του π.δ. 18/1989, Α’ 8)