Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΣΤΕ/1028/1998

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 323/1989, 3200/1955

Απόφαση κοινοτικού συμβουλίου- μη επαρκής αιτιολόγηση:..Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου ... ότι στο σημείο, όπου το απαλλοτριούμενο τμήμα της ιδιοκτησίας του αιτούντος (προαύλιο εμβαδού 15,2 τ.μ. με λιθοδομή όγκου 3,5 κ.μ.) ο χώρος είναι στενός, με αποτέλεσμα να καθίσταται δύσκολη η διέλευση μεγάλων οχημάτων, προκειμένου δε να διευρυνθεί ο χώρος αυτός και να διευκολυνθεί η κυκλοφορία στο εν λόγω "σταυροδρόμι", απ' όπου ξεκινούν οι δρόμοι προς το ανατολικό τμήμα του χωριού και προς την περιοχή "...", είναι αναγκαία η υπό κρίση απαλλοτρίωση. Όμως, τα ανωτέρω αναφερόμενα δεν συνιστούν επαρκές αιτιολογικό έρεισμα της προσβαλλομένης απαλλοτριωτικής πράξεως, διότι δεν εξειδικεύονται οι συγκεκριμένες κυκλοφοριακές ανάγκες, που προορίζεται να εξυπηρετήσει η απαλλοτριούμενη ιδιοκτησία του αιτούντος (όπως η δημιουργία χώρου ελιγμών και στροφών των διασταυρουμένων οχημάτων ή ποιές είναι, εν προκειμένω, οι εξυπηρετούμενες κατευθύνσεις και πορείες των διερχομένων αυτοκινήτων). Ειδικότερα δε, από τα υπάρχοντα στο φάκελο στοιχεία (φωτογραφίες και σχεδιαγράμματα του χώρου) προκύπτει ότι ο μεν δρόμος προς την περιοχή "..." δεν συναντά το απαλλοτριούμενο τμήμα, αλλά ξεκινά από σημείο κείμενο πριν απ' αυτό, ο δε δρόμος προς το ανατολικό τμήμα του χωριού διέρχεται παραπλεύρως της οικίας του αιτούντος και πάντως, δεν μεταβάλλεται το πλάτος του με την εν λόγω απαλλοτρίωση, διότι και από τις δύο πλευρές αυτού υπάρχουν κτίσματα χωρίς ακάλυπτο χώρο. Όσον αφορά δε το σημείο εισόδου προς τη λεγόμενη "πλατεία" (αδιέξοδος χώρος κατά τους ισχυρισμούς του αιτούντος οι οποίοι δεν απεκρούσθησαν από τη Διοίκηση), όπως προκύπτει από σχετική φωτογραφία, απ' αυτό διέρχονται ακόμα και μεγάλα οχήματα, όπως μπετονιέρα (βλ. άποψη μειοψηφήσαντος Κοινοτικού Συμβούλου ...). Περαιτέρω, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν αιτιολογούνται επαρκώς και ως προς τις συνέπειες της απαλλοτριώσεως επί της υπόλοιπης ιδιοκτησίας του αιτούντος, ενόψει των ισχυρισμών αυτού, που προβλήθηκαν ενώπιον του Νομάρχου και του Υπουργού, για την υποβάθμισή της λόγω αποστερήσεως του μοναδικού αυτής προαυλίου (βεράντας), καθώς και ενόψει του ότι δύο εδαφικές λωρίδες, συνολικής εκτάσεως 2,66 τ.μ., από τον επίμαχο απαλλοτριούμενο χώρο, παραχωρήθηκαν στην κοινή χρήση, ως κοινοτικός δρόμος, από τον αιτούντα (βλ. την υπ' αριθ. 2047/2-7-1992 δήλωση παραχωρήσεως ενώπιον της Συμβολαιογράφου ...) και με την κατεδάφιση των αντιστοίχων στις ανωτέρω παραχωρηθείσες εδαφικές λωρίδες λιθοδομών, σύμφωνα με τις υπάρχουσες στο φάκελο φωτογραφίες, επήλθε απότμηση των ακραίων τμημάτων του επίμαχου προαυλίου. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένες, την έλλειψη δε αυτή της αιτιολογίας δεν δύνανται να αναπληρώσουν μεταγενεστέρως το υπ' αριθ. 491/13-11-1992 έγγραφο της Κοινότητας προς το Δικαστήριο με τις απόψεις της επί της αιτήσεως αναστολής, καθώς και το κατατεθέν την 11-12-1996 υπόμνημα αυτής (βλ. Σ.τ.Ε. 3862/1986). Συνεπώς, για το λόγο τούτο, βασίμως προβαλλόμενο, η προσβαλλόμενη απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου, καθώς και η νομαρχιακή και η υπουργική, που απέρριψαν προσφυγές του αιτούντος, πρέπει να ακυρωθούν, παρέλκει δε ως αλυσιτελής η έρευνα των λοιπών προβαλλομένων λόγων.

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΣΤΕ/859/1997

Δημοσίευση ατομικής διοικητικής πράξεως:..Επειδή, περαιτέρω, εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου δεν έλαβε νόμιμη υπόσταση δεν δύναται να θεωρηθεί ότι κινήθηκε καθ' οιονδήποτε τρόπο για τον αιτούντα η προθεσμία για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως. Συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως πρέπει να θεωρηθεί για το λόγο αυτό ότι ασκείται εμπροθέσμως, τόσο κατά της ρηθείσης υπ' αριθ. 16/15-3-1991 αποφάσεως του Κοινοτικού Συμβουλίου όσο και κατά των 12002/30-4-1991 και 93111/1517/25-7-1991 αποφάσεων του Νομάρχη ... και του Υπουργού Εσωτερικών, αντιστοίχως.Επειδή, για τον προαναφερθέντα λόγο, ο οποίος είναι αυτεπαγγέλτως εξεταστέος, και εν όψει του ότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου η προσβαλλόμενη απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου έχει τύχει εφαρμογής (βλ. 21/24-5-1993 απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου ... περί εγκρίσεως του πρωτοκόλλου παραλαβής του έργου), πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να ακυρωθεί η απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου καθώς και οι προαναφερόμενες αποφάσεις του Νομάρχη ..., με τις οποίες απερρίφθησαν αντίστοιχες προσφυγές του αιτούντος, παρελκούσης, ως αλυσιτελούς, της εξετάσεως των προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως.


ΣΤΕ/1996/2000

Δημοσίευση απόφασης δημοτικού συμβουλίου:.Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη απόφαση του δημοτικού συμβουλίου ... (υπ' αριθμ. 111/28-9-1992) εκηρύχθη αναγκαστική απαλλοτρίωση τριών τμημάτων ισαρίθμων ιδιοκτησιών του αιτούντος κειμένων εντός του οικισμού της ... προς τον σκοπό της διανοίξεως δημοτικής οδού. Στην απόφαση όμως αυτή δεν γίνεται μνεία κτηματολογικού διαγράμματος και κτηματολογικού πίνακα καθώς και σχετικής μελέτης, τα οποία να έχουν συνταχθεί προ της λήψεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Και ναι μεν μεταξύ των στοιχείων του φακέλου, τον οποίο απέστειλε ο καθ' ου η αίτηση Δήμος, υπάρχουν ο από 3-11-1992 κτηματολογικός πίνακας και το άνευ ημερομηνίας τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ..., πλην όμως τα στοιχεία αυτά, πέραν του ότι δεν μνημονεύονται, όπως απαιτεί ο νόμος, στο σώμα της προσβαλλομένης αποφάσεως του δημοτικού συμβουλίου, το μεν πρώτο είναι μεταγενέστερο της προσβαλλομένης αποφάσεως, το δε δεύτερο δεν φέρει καν ημερομηνία εκδόσεως. Εξ άλλου, ούτε στην προσβαλλομένη απόφαση μνημονεύεται ούτε στα στοιχεία του φακέλου υπάρχει μελέτη του έργου που πρόκειται να εκτελεσθεί, ενώ ο ισχυρισμός του καθ' ου η υπό κρίση αίτηση Δήμου ότι δεν απητείτο η σύνταξη μελέτης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Λόγω των παραλείψεων αυτών, οι οποίες συνιστούν παραβάσεις ουσιωδών τύπων της διαδικασίας, η προσβαλλομένη απόφαση είναι πλημμελής, όπως βασίμως προβάλλεται με την υπό κρίση αίτηση.Επειδή, κατ' ακολουθίαν, η προσβαλλομένη υπ' αριθμ. 111/28-9-1992 απόφαση του δημοτικού συμβουλίου ..., λόγω των περιγραφομένων στις προηγούμενες σκέψεις παραβάσεων ουσιωδών τύπων της διαδικασίας εκδόσεώς της, πρέπει να ακυρωθεί, κατ' αποδοχήν της υπό κρίση αιτήσεως, παρέλκει δε ως αλυσιτελής η έρευνα των λοιπών προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως, ενώ, μετά την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως του δημοτικού συμβουλίου ..., αποβαίνουν ακυρωτέες και οι συμπροσβαλλόμενες υπ' αριθμ. 17383/23-12-1992 απόφαση του Νομάρχη ... και υπ' αριθμ. 8966/31-3-1993 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, με τις οποίες απερρίφθησαν σιωπηρώς οι συναφείς ισχυρισμοί που είχε προβάλει ο αιτών με τις προσφυγές του.


ΣΤΕ/3378/1995

Δημοσίευση ατομικής διοικητικής πράξης:..Επειδή, η προσβαλλόμενη με την υπό κρίση αίτηση απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου ..., με την οποία αποφασίσθηκε η απομάκρυνση των μνημείων και η εκταφή των νεκρών από το Νεκροταφείο της ..., είναι ατομική διοικητική πράξη γενικού περιεχομένου και συνεπώς, προκειμένου η απόφαση αυτή να αποκτήσει νόμιμη υπόσταση, έπρεπε να δημοσιευθεί σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στη διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 83 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα που προαναφέρθηκε. Απητείτο δηλαδή η δημοσίευση στο δημοτικό κατάστημα πίνακα περιέχοντος, μεταξύ των άλλων, και περίληψη του περιεχομένου της αποφάσεως αυτής. Μεταξύ των στοιχείων του φακέλου όμως που απεστάλησαν στο Δικαστήριο από την Διοίκηση περιλαμβάνεται μεν το από 25.2.1992 αποδεικτικό τοιχοκολλήσεως πίνακα, το οποίο αναφέρει μόνο το θέμα που συζητήθηκε στην από 24.2.1992 συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου ... δηλ. την "απομάκρυνση των μνημείων από το Παλαιό Νεκροταφείο της ...", δεν περιλαμβάνεται όμως ο προβλεπόμενος από την προαναφερθείσα διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 83 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα πίνακας, με την περίληψη της υπ' αριθ.42/1992 αποφάσεως του Δημοτικού Συμβουλίου ..., για τη δημοσίευση της οποίας συνετάγη το ως άνω από 25.2.192 αποδεικτικό. Το στοιχείο αυτό είναι ουσιώδες για την κρίση του Δικαστηρίου για το αν η ως άνω απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου ..., η οποία προσβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως, δημοσιεύθηκε ή όχι με νόμιμο τρόπο και κατά συνέπεια αν απέκτησε ή όχι νόμιμη υπόσταση. Συντρέχει επομένως νόμιμος λόγος εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως που να υποχρεώνει το Δήμο ... να αποστείλει στο Δικαστήριο τον προαναφερθέντα πίνακα εντός 20 ημερών από της κοινοποιήσεως σε αυτόν της παρούσας αποφάσεως, οριζομένης ως νέας δικασίμου για την εκδίκαση της κρινομένης αιτήσεως της 13.11.1995, διατάσσεται δε η κοινοποίηση της αποφάσεως αυτής και στους αιτούντες.


ΣΤΕ/378/2008

Δημοσίευση απόφασης δημοτικού συμβουλίου:..Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, στον αποσταλέντα στο Δικαστήριο φάκελο δεν υπάρχουν στοιχεία δημοσιεύσεως της 86/22-3-1999 αποφάσεως της Επιτροπής του άρθρου 18 ν. 2218/1994 της Νομαρχίας ..., αλλά ούτε και των ως άνω 126/1997 και 29/1999 αποφάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου ... Με το από 27-9-2005 έγγραφο του Δικαστηρίου προς τον Δήμο ...ζητήθηκε η αποστολή, μεταξύ άλλων, και των στοιχείων δημοσιεύσεως των εν λόγω αποφάσεων, ο Δήμος όμως απήντησε με το από 29-9/5-10-2005 έγγραφό του ότι τα στοιχεία αυτά δεν υπάρχουν στο αρχείο του. Με τα δεδομένα αυτά, όλες οι ως άνω αποφάσεις ουδέποτε απέκτησαν νόμιμη υπόσταση, η δε επίμαχη μετονομασία της οδού ... σε Μ. …… ουδέποτε έλαβε χώρα στο νομικό κόσμο. Περαιτέρω, η ως άνω 86/22-3-1999 απόφαση της Επιτροπής του άρθρου 18 ν. 2218/1994 της Νομαρχίας ..., ως ανυπόστατη, δεν υπέκειτο στην κατ’ άρθρο 177 παρ. 4 του Δ.Κ.Κ. σε συνδυασμό με το άρθρο 8 του ν. 3200/1955 προσφυγή, και, επομένως, νομίμως ο Υφυπουργός Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, με την 26189/2-8-1999 απόφασή του απέρριψε, αν και με διαφορετική αιτιολογία, την κατά της αποφάσεως αυτής προσφυγή του αιτούντος (ΣΕ 5745/1996).


ΣΤΕ/4/2000

Αναγκαστική απαλλοτρίωση ακινήτου:..Επειδή, με τα δεδομένα αυτά και συμφώνως προς τα προαναφερθέντα εφ΄ όσον η προσβαλλομένη απόφασις δεν εδημοσιεύθη αυτουσία δεν δύναται να θεωρηθεί ότι έλαβε νόμιμον υπόστασιν και ότι ετελειώθη, νομίμως, η διαδικασία κηρύξεως της επιδίκου απαλλοτριώσεως. Συνεπώς, δια τον λόγον αυτόν, ο οποίος εξετάζεται, κατά παγίαν νομολογίαν (βλ. ΣτΕ: 859/97 κ.ά.) αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριον πρέπει να γίνει δεκτή, η υπό κρίσιν αίτησις, η οποία, λόγω της μη κατά τα ήδη εκτεθέντα, αυτουσίου, δημοσιεύσεως της προσβαλλομένης απαλλοτριωτικής αποφάσεως και της μη νομίμου τελειώσεως της διαδικασίας κηρύξεως της επιδίκου απαλλοτριώσεως, ασκείται εμπροθέσμως, να ακυρωθεί η προσβαλλομένη υπ΄ αρ. 30/1995 απόφασις του Κοινοτικού Συμβουλίου της προαναφερθείσης Κοινότητος και δια λόγους ασφαλείας δικαίου (βλ.ΣτΕ 3941/98 κ.ά.) και οι επίσης προσβαλλόμενες υπ΄ αρ.πρ. 7/24.11.95 απόφασις της Επιτροπής του άρθρου 18 του ν. 2218/1994 και υπ΄αρ.πρ. 4931/6.3.96 του Υπ. Εσωτερικών, καθ΄ ό μέρος οι πράξεις αυτές αφορούν εις την κήρυξιν αναγκαστικής απαλλοτριώσεως του ακινήτου του οποίου φέρεται ιδιοκτήτης ο ήδη αιτών και να παραλειφθεί η εξέτασις των προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως ως αλυσιτελής.


ΣΤΕ/2759/2003

Δημοσίευση κανονιστικής πράξης:..Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, η προσβαλλόμενη πράξη, η οποία έχει κανονιστικό περιεχόμενο, δεν δημοσιεύθηκε, όπως απαιτείται από τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 83 παρ. 6 και 106 του Δ.Κ.Κ. (βλ. ιδίως 49157/10.12.2002 και 49289/11.12.2002 έγγραφα του καθ’ ου δήμου προς το Δικαστήριο). Ενόψει αυτού, και δεδομένου ότι η επίδικη ρύθμιση εφαρμόζεται από τον καθ’ ου δήμο, η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να ακυρωθεί, χωρίς, λόγω του ανυποστάτου της, να τίθεται θέμα προθεσμίας ασκήσεως της κρινόμενης αιτήσεως, όπως αβασίμως προβάλλει ο καθ’ ου δήμος (βλ. ΣτΕ 1152/1999), ενώ παρέλκει η εξέταση των λόγων ακυρώσεως. Για τον ίδιο λόγο, εξάλλου, δεν εξετάζεται κατά πόσον με την πράξη αυτή εισάγεται πράγματι πολεοδομική και όχι κυκλοφοριακή ρύθμιση και συνεπώς κατά πόσον αρμόδιο προς εκδίκαση της υποθέσεως είναι όχι το παρόν, αλλά το Ε Τμήμα του Δικαστηρίου (πρβλ. ΣτΕ 3408/2001, Ολ.).


ΣΤΕ/2814/2012

Αποφάσεις δημοτικού συμβουλίου- αίτηση ακυρώσεως:Επειδή, στον φάκελο της υπόθεσης περιλαμβάνονται δύο «αποδεικτικά δημοσιεύσεως αποφάσεων» του Δήμου ..., σύμφωνα με τα οποία στις 18.11.1998 τοιχοκολλήθηκαν «στο προς τούτο προορισμένο μέρος» του Δημοτικού Καταστήματος του Δήμου ... αντίγραφα του πρακτικού 14 της από 17.11.1998 συνεδρίασης του Δημοτικού Συμβουλίου του ανωτέρω Δήμου, «όπου είναι [καταχωρημένες]» οι προσβαλλόμενες αποφάσεις 251 και 252/1998 της ανωτέρω δημοτικής αρχής. Τα εν λόγω αποδεικτικά φέρουν το ονοματεπώνυμο και την υπογραφή του δημοτικού κλητήρα, ο οποίος διενήργησε την τοιχοκόλληση, καθώς και τα ονοματεπώνυμα και τις υπογραφές των δύο παρισταμένων μαρτύρων. Με την κατά τα ανωτέρω τοιχοκόλληση, η οποία μάλιστα υπερέβαινε τις απαιτήσεις του νόμου εφ’ όσον δημοσιεύθηκαν ολόκληρες και όχι απλώς πίνακας με τον αριθμό και τα ουσιώδη στοιχεία τους, οι προσβαλλόμενες πράξεις απέκτησαν, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, νόμιμη υπόσταση, άρχισε δε από την επομένη 19.11.1998 και η εξηκονθήμερη προθεσμία προσβολής τους με αίτηση ακυρώσεως από την αιτούσα, τρίτη ως προς τις προσβαλλόμενες. Η κατά τα ανωτέρω προθεσμία έληξε στις 18.1.1999, εξηκοστή πρώτη ημέρα από της ενάρξεώς της εφ’ όσον η εξηκοστή ημέρα (17.1.1999) ήταν κατά νόμο εξαιρετέα (Κυριακή). Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκήθηκε με την κατάθεση του δικογράφου στο Συμβούλιο της Επικρατείας στις 26.5.1999, είναι απορριπτέα ως εκπρόθεσμη. Και ναι μεν προβάλλει η αιτούσα, με το από 22.6.2011 υπόμνημα, το οποίο υπεβλήθη εντός της ταχθείσης κατά τη συζήτηση προθεσμίας, ότι η τυχόν απόρριψη της αιτήσεως ως εκπρόθεσμης αντίκειται στα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (διάταξη εφαρμοστέα εν προκειμένω εφ’ όσον η αιτούσα, η οποία εκμεταλλεύεται ξενοδοχειακό συγκρότημα στην περιοχή, ισχυρίζεται ότι από τις προσβαλλόμενες πράξεις θίγονται περιουσιακής φύσεως – και συνεπώς, «αστικής φύσεως» κατά την έννοια της διάταξης αυτής - δικαιώματά της), είναι, όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί απορριπτέοι ως αβάσιμοι, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην προηγούμενη σκέψη.Επειδή, κατόπιν τούτων, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση και να γίνει δεκτή η ασκηθείσα παρέμβαση.


ΕΣ/ΤΜ.1/1212/2014

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ: Ζητείται παραδεκτώς η  ακύρωση της 12573/27.9.2007 πράξης του Ειδικού Γραμματέα Προγραμματισμού και Εφαρμογών Γ΄ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης (Κ.Π.Σ.) (....) Ο προβαλλόμενος ισχυρισμός περί συνδρομής καλής πίστης στο πρόσωπο της εκκαλούσας είναι εξεταστέος μόνο υπό τις προϋποθέσεις της κοινοτικής αρχής της προστατευόμενης εμπιστοσύνης.  Τούτο δε διότι, στο πλαίσιο της συγχρηματοδότησης  από κοινοτικούς πόρους του ως άνω Μέτρου 3.1., ο επιβληθείς καταλογισμός διενεργήθηκε συνεπεία θεσπισθείσας διαδικασίας υποχρεωτικής ανάκτησης παρανόμως διατεθέντων κονδυλίων, κατ’ επιταγή του κοινοτικού δικαίου, του οποίου πρέπει να διασφαλίζεται η εφαρμογή και αποτελεσματικότητα (πρβλ ΔΕΚ απ. της 13.3.2008 στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-383/06 έως C-385/06). Περαιτέρω, δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις εφαρμογής  της  αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης  του ελεγχομένου,  στο πλαίσιο της οποίας ερευνάται και η καλή του πίστη, διότι δεν προκύπτει η ύπαρξη συγκεκριμένων και ανεπιφύλακτων διαβεβαιώσεων, αρμοδίως απευθυνθεισών προς  την εκκαλούσα, που να της δημιούργησαν οποιαδήποτε θεμιτή προσδοκία αντίθετη στο επιβληθέντα καταλογισμό, αλλά, αντίθετα, αυτή γνώριζε ότι  η χρηματοδότηση που έλαβε μπορούσε να ανακτηθεί, καθώς τελούσε σε συνάρτηση με την εκπλήρωση των ρητώς αναληφθεισών συμβατικών της δεσμεύσεων, προς τις οποίες δεν συμμορφώθηκε (πρβλ. απ. ΔΕΚ της 19.9.2002  στην υπόθεση C-336/00, απ. Γενικού Δικαστηρίου της 19.9.2012 στην υπόθεση Τ-265/08). Εξάλλου, ο ισχυρισμός περί οικονομικής αδυναμίας, πέραν του αναπόδεικτου χαρακτήρα του, λόγω της μη προσκόμισης επίκαιρων και πλήρων σχετικών στοιχείων (όπως πρόσφατων εκκαθαριστικών σημειωμάτων φόρου εισοδήματος), είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, διότι δεν συνιστά, σύμφωνα με τις εφαρμοστέες διατάξεις,  νόμιμο λόγο για την άρση ή τον περιορισμό της ευθύνης της εκκαλούσας προς επιστροφή των αχρεωστήτως  καταβληθεισών δαπανών (βλ. απ. Ε.Σ. 909/2012). Κατόπιν αυτών και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης, το Τμήμα κρίνει ότι νομίμως καταλογίστηκε η εκκαλούσα με το ανωτέρω ποσό, καθόσον αυτή αθέτησε, χωρίς να αποδεικνύεται η συνδρομή λόγου ανωτέρας βίας, τις υποχρεώσεις που ανέλαβε με την ένταξή της στο ανωτέρω καθεστώς ενισχύσεων. Ειδικότερα, δεν υπέβαλε εμπρόθεσμα, δηλαδή μέχρι τις 24.9.2006 (μετά τη διετή παράταση της αρχικής προθεσμίας που έληγε στις 24.9.2004), φάκελο δικαιολογητικών για τη χορήγηση της δεύτερης δόσης της ενίσχυσης, στο πλαίσιο της πριμοδότησης της πρώτης εγκατάστασης αυτής ως νέας γεωργού, προς το σκοπό  της πιστοποίησης της τήρησης των συμβατικών της υποχρεώσεων, κατά τον κρίσιμο χρόνο ανάπτυξης της γεωργικής της εκμετάλλευσης, κατά παράβαση των διατάξεων της Κ.Υ.Α. 448/2001 και των συμβατικών υποχρεώσεων που ανέλαβε με την αποδοχή της απόφασης ένταξής της στο Μέτρο 3.1.Απορρίπτει την έφεση.


Δ.ΕΦ/1103/2020

Καταβολή αποδοχών - επίσχεση εργασίας...Επειδή, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, μετά την έκδοση της ως άνω 4753/2018 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου νόμιμη η επίσχεση εργασίας του αιτούντος για το διάστημα από 8.8.2011 έως 30.4.2012 και του καταβλήθηκε το σύνολο των διαφορών αποδοχών του, η αιτιολογική στήριξη της προσβαλλόμενης πράξης στο σύνολό της κλονίζεται σοβαρώς. Και τούτο διότι η απόφαση αυτή, αν και επιγενόμενη της προσβαλλόμενης πράξης –και ανεξαρτήτως του αν αφορά διαφορετικό χρονικό διάστημα–είναι συνεκτιμητέα από το Πειθαρχικό Συμβούλιο, καθόσον αφορά αυτή ταύτη την νομιμότητα του δικαιώματος της επίσχεσης εργασίας του αιτούντος, τόσο ως προς την αιτία όσο και ως προς την αφετηρία της, στοιχεία που αποτελούν μέρος του συνολικού ερείσματος της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξης περί διαπιστώσεως της αδικαιολόγητης αποχής του αιτούντος από την εργασία του. Το γεγονός, εξάλλου, ότι η ως άνω κρίση δεν καλύπτει την ενδεχόμενη καταχρηστικότητα της επίσχεσης εργασίας του αιτούντος για το μετά τον Απρίλιο του 2012 χρονικό διάστημα λόγω του ότι ανάγεται σε διαφορετικό χρονικό διάστημα, δεν δύναται να άρει τον, κατά τ’ ανωτέρω κλονισμό της αιτιολογικής στήριξης της προσβαλλόμενης πράξης, που καθιστά αυτή πλημμελή. Για το λόγο δε αυτό, που βασίμως προβάλλεται, η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να ακυρωθεί και να αναπεμφθεί η υπόθεση στο Πειθαρχικό Συμβούλιο, το οποίο δεσμευόμενο από το κατά τα προαναφερόμενα δεδικασμένο, θα αποφανθεί επί της νομιμότητας της επίσχεσης εργασίας του αιτούντος για το μετά τις 23.7.2012 χρονικό διάστημα.


ΔΕΚ/C-46/1993,C-48/1993

Περίληψη 1. Η αρχή ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αποκαθιστούν τις ζημίες που προκαλούνται στους ιδιώτες από τις παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου που τους καταλογίζονται δεν καθίσταται ανεφάρμοστη όταν η παράβαση αφορά απευθείας εφαρμοστέα διάταξη του κοινοτικού δικαίου. Πράγματι, η παρεχομένη στους διοικουμένους ευχέρεια να επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων απευθείας εφαρμοστέες διατάξεις της Συνθήκης συνιστά ελαχίστη απλώς κατοχύρωση και δεν αρκεί από μόνη της για να εξασφαλίσει την πλήρη και ολοκληρωτική εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου. Η ευχέρεια αυτή, αποσκοπούσα στο να διευκολύνει την κατίσχυση της εφαρμογής των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου έναντι των εθνικών διατάξεων, δεν αρκεί για να κατοχυρώσει, σε όλες τις περιπτώσεις, υπέρ του ιδιώτη τα δικαιώματα που του απονέμει το κοινοτικό δίκαιο, ούτε να αποτρέψει τη ζημία που ενδέχεται να υποστεί αυτός λόγω παραβάσεως του εν λόγω δικαίου καταλογιζομένης σε κράτος μέλος. 2. Επειδή η Συνθήκη δεν περιέχει διατάξεις ρυθμίζουσες κατά τρόπο ρητό και ακριβή τις συνέπειες των παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου από τα κράτη μέλη, εναπόκειται στο Δικαστήριο * στο πλαίσιο της ασκήσεως της αποστολής που του αναθέτει το άρθρο 164 της Συνθήκης να εξασφαλίζει την τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή της Συνθήκης * να αποφανθεί επ' αυτού του ζητήματος σύμφωνα με τις γενικώς δεκτές ερμηνευτικές μεθόδους, καταφεύγοντας ιδίως στις θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού νομικού συστήματος, ενδεχομένως δε και σε γενικές αρχές που είναι κοινές στα νομικά συστήματα των κρατών μελών. 3. Η αρχή ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αποκαθιστούν τη ζημία που προξενείται σε ιδιώτες από παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου καταλογιζόμενες σ' αυτά ισχύει και όταν οι παραβάσεις απορρέουν από τη δράση του εθνικού νομοθέτη. Η αρχή αυτή, που είναι σύμφυτη προς το σύστημα της Συνθήκης, ισχύει για κάθε περίπτωση παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου από κράτος μέλος, όποιο και αν είναι το όργανο του κράτους μέλους του οποίου η πράξη ή η παράλειψη την προκάλεσε. Εν όψει δε της θεμελιώδους για την κοινοτική έννομη τάξη επιταγής της ενιαίας εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, η επιβαλλόμενη από την αρχή αυτή υποχρέωση αποκαταστάσεως των ζημιών δεν μπορεί να εξαρτάται από εσωτερικούς κανόνες περί κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ των συνταγματικών πολιτειακών οργάνων. 4. Για να προσδιοριστούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες η εκ μέρους κράτους μέλους παράβαση του κοινοτικού δικαίου παρέχει στους πληττομένους ιδιώτες δικαίωμα αποζημιώσεως, πρέπει κατ' αρχάς να ληφθούν υπόψη οι αρχές του κοινοτικού δικαίου επί των οποίων θεμελιώνεται η ευθύνη του κράτους, ήτοι αφενός μεν η πλήρης αποτελεσματικότητα των κοινοτικών διατάξεων και η αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων που αυτές αναγνωρίζουν, αφετέρου δε η υποχρέωση συνεργασίας την οποία υπέχουν τα κράτη μέλη από το άρθρο 5 της Συνθήκης. Πρέπει να γίνει επίσης παραπομπή στην οργάνωση του καθεστώτος της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας, πρώτον, διότι το καθεστώς αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, έχει οικοδομηθεί με βάση τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών και, δεύτερον, διότι δεν συντρέχει λόγος, χωρίς ιδιαίτερη δικαιολογία, να υπαχθούν σε διαφορετικές ρυθμίσεις η ευθύνη της Κοινότητας και η ευθύνη των κρατών μελών υπό ανάλογες συνθήκες και τούτο διότι η προστασία των δικαιωμάτων τα οποία αντλούν οι ιδιώτες από το κοινοτικό δίκαιο δεν μπορεί να ποικίλλει αναλόγως του αν η πρόξενος της ζημίας αρχή είναι εθνική ή κοινοτική. Γι' αυτό, όταν παράβαση του κοινοτικού δικαίου από κράτος μέλος καταλογίζεται στον εθνικό νομοθέτη ενεργούντα σε τομέα στον οποίο διαθέτει ευρέα περιθώρια εκτιμήσεως κατά την πραγματοποίηση νομοθετικών επιλογών, οι ζημιούμενοι ιδιώτες δικαιούνται αποζημιώσεως, εφόσον ο παραβιαζόμενος κανόνας κοινοτικού δικαίου τους απονέμει δικαιώματα, η παράβαση είναι κατάφωρη και υφίσταται άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ αυτής της παραβάσεως και της βλάβης που υπέστησαν οι ιδιώτες. Με την επιφύλαξη αυτή, το κράτος υποχρεούται, μέσα στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου περί ευθύνης, να αποκαθιστά τις συνέπειες της ζημίας που έχει προκληθεί από την καταλογιζόμενη σ' αυτό παράβαση του κοινοτικού δικαίου εξυπακούεται δε ότι οι οριζόμενες από την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία προϋποθέσεις δεν μπορεί να είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που αφορούν παρόμοιες απαιτήσεις στηριζόμενες στο εσωτερικό δίκαιο, ούτε μπορούν να είναι τέτοιες ώστε να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή εξαιρετικώς δυσχερή την επίτευξη αποζημιώσεως. Ειδικότερα, ο εθνικός δικαστής δεν δύναται, στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας την οποία εφαρμόζει, να εξαρτά την αποκατάσταση της ζημίας από την ύπαρξη πταίσματος, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, του πολιτειακού οργάνου στο οποίο καταλογίζεται η παράβαση, βαίνοντας πέραν της κατάφωρης παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου. Όσον αφορά το κατάφωρον της παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου, αποφασιστικό κριτήριο για να θεωρηθεί μια παράβαση του κοινοτικού δικαίου κατάφωρη είν