×
register
Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΣτΕ/289/2024

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 4412/2016

Πιλοτική δίκη. Κατάπτωση παραβόλου προδικαστικής προσφυγής σε περίπτωση παραίτησης. Άρ. 363 παρ. 5 περ. γ ν. 4412/2016. Αίτηση αναστολής εκτελέσεως και ακυρώσεως. Αντίθεση με οδηγία 89/665/ΕΟΚ και άρ. 47 ΧΘΔΕΕ.



Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΔΕΚ/C-450/2006

Περίληψη της αποφάσεως.Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων – Οδηγία 89/665 – Αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως – Συγκερασμός με την αρχή της προστασίας των επιχειρηματικών απορρήτων – Αρμόδια για τις διαδικασίες προσφυγής αρχή (Οδηγίες του Συμβουλίου 89/665, άρθρο 1 § 1, και 93/36, άρθρο 15 § 2) Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/665 για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/50 για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, σε συνδυασμό με το άρθρο 15, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/36 περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52, έχει την έννοια ότι η αρμόδια για τις προσφυγές του εν λόγω άρθρου αρχή οφείλει να εγγυάται τον εμπιστευτικό χαρακτήρα και το δικαίωμα για σεβασμό των επιχειρηματικών απορρήτων όσον αφορά τα στοιχεία που περιέχονται στους φακέλους τους οποίους της διαβιβάζουν οι διάδικοι και, ιδίως, η αναθέτουσα αρχή, χωρίς η ίδια να εμποδίζεται να λαμβάνει γνώση αυτών των πληροφοριών και να τις συνεκτιμά. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο προσφυγής που ασκείται κατά αποφάσεως ληφθείσας από αναθέτουσα αρχή σχετικά με διαδικασία συνάψεως δημοσίας συμβάσεως, η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως δεν σημαίνει ότι οι διάδικοι έχουν απόλυτο και απεριόριστο δικαίωμα πρόσβασης στο σύνολο των σχετικών με την εν λόγω διαδικασία συνάψεως στοιχείων που κατατέθηκαν ενώπιον της αρμόδιας για την προσφυγή αρχής. Αντιθέτως, το εν λόγω δικαίωμα πρόσβασης πρέπει να σταθμίζεται με το δικαίωμα άλλων επιχειρηματιών για προστασία των εμπιστευτικών πληροφοριών και των επιχειρηματικών απορρήτων τους. Εναπόκειται στην εν λόγω αρχή να αποφασίσει κατά πόσον και με ποιο τρόπο πρέπει να διασφαλιστεί ο εμπιστευτικός χαρακτήρας και το απόρρητο των στοιχείων αυτών, λαμβανομένων υπόψη των απαιτήσεων της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας των διαδίκων και, σε περίπτωση ένδικης προσφυγής ή προσφυγής ενώπιον αρχής η οποία θεωρείται δικαιοδοτικό όργανο κατά την έννοια του άρθρου 234 ΕΚ, έτσι ώστε η όλη διαδικασία να μη θίγει το δικαίωμα για δίκαιη δίκη. (βλ. σκέψεις 51, 55 και διατακτ.)


ΔΕΚ/C-503/2004

Περίληψη της αποφάσεως 1. Προσφυγή λόγω παραβάσεως — Απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία διαπιστώνεται η παράβαση — Μη τήρηση της υποχρεώσεως εκτελέσεως αποφάσεως — Χρηματοοικονομικές κυρώσεις (Άρθρο 228 § 2 EΚ) 2. Προσέγγιση των νομοθεσιών — Διαδικασίες προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων — Οδηγία 89/665 (Άρθρο 226 EΚ και 228 EΚ• οδηγία 89/665 του Συμβουλίου, άρθρο 3) 3. Προσέγγιση των νομοθεσιών — Διαδικασίες προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων — Οδηγία 89/665 (Άρθρο 226 EΚ και 228 EΚ• οδηγία 89/665 του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 6, εδ. 2) 4. Προσέγγιση των νομοθεσιών — Διαδικασίες προσφυγής στον τομέα της σύναψης δημοσίων συμβάσεων — Οδηγία 92/50 (Άρθρο 226 EΚ• οδηγία 92/50 του Συμβουλίου) 5. Κράτη μέλη — Υποχρεώσεις — Παράβαση — Δικαιολογητικός λόγος αντλούμενος από την εσωτερική έννομη τάξη — Δεν επιτρέπεται (Άρθρο 226 EΚ) 1. Στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 228, παράγραφος 2, ΕΚ, η προσφυγή δεν είναι απαράδεκτη διότι η Επιτροπή δεν ζητεί πλέον την επιβολή χρηματικής ποινής. Πράγματι, εφόσον το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφασίζει την επιβολή χρηματοοικονομικής κυρώσεως, μη προταθείσας από την Επιτροπή, η προσφυγή δεν καθίσταται απαράδεκτη για το γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή θεωρεί, σε κάποιο στάδιο της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας, ότι δεν τίθεται πλέον ζήτημα επιβολής χρηματικής ποινής. (βλ. σκέψεις 21-22) 2. Η ιδιαίτερη διαδικασία του άρθρου 3 της οδηγίας 89/665, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, δυνάμει της οποίας η Επιτροπή μπορεί να παρεμβαίνει σε κράτος μέλος εφόσον θεωρήσει ότι έχει διαπραχθεί σαφής και κατάφωρη παράβαση των κοινοτικών διατάξεων περί συμβάσεων του δημοσίου, αποτελεί προληπτικό μέτρο το οποίο δεν μπορεί ούτε να παρεκκλίνει από τις εκ του άρθρου 226 ΕΚ και 228 ΕΚ αρμοδιότητες της Επιτροπής ούτε να τις υποκαταστήσει. (βλ. σκέψη 23) 3. Μολονότι η διάταξη του άρθρου 2, παράγραφος 6, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 89/665, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, επιτρέπει στα κράτη μέλη να διατηρούν τα αποτελέσματα συμβάσεων συναφθεισών κατά παράβαση οδηγιών στον τομέα της συνάψεως δημοσίων συμβάσεων και προστατεύει, με τον τρόπο αυτό, τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των αντισυμβαλλομένων, δεν μπορεί όμως να έχει ως αποτέλεσμα να θεωρείται ότι η έναντι τρίτων συμπεριφορά της αναθέτουσας αρχής είναι σύμφωνη προς το κοινοτικό δίκαιο ύστερα από τη σύναψη τέτοιων συμβάσεων. Ωστόσο, μολονότι η διάταξη αυτή δεν επηρεάζει την εφαρμογή του άρθρου 226 ΕΚ, δεν επηρεάζει ούτε την εφαρμογή του άρθρου 228 ΕΚ, ειδάλλως συρρικνώνεται το περιεχόμενο των διατάξεων της Συνθήκης περί δημιουργίας της εσωτερικής αγοράς. Περαιτέρω, η διάταξη αυτή αφορά, όπως προκύπτει από τη διατύπωσή της, την αποκατάσταση την οποία ο θιγείς από παράβαση διαπραχθείσα εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής μπορεί να επιτύχει από την αρχή αυτή. Ωστόσο, λόγω της εξειδίκευσής της, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι διέπει και τη σχέση μεταξύ ενός κράτους μέλους και της Κοινότητας, σχέση η οποία εμπίπτει στο πλαίσιο των άρθρων 226 ΕΚ και 228 ΕΚ. (βλ. σκέψεις 33-35) 4. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι, σε περίπτωση λύσης της συναφθείσας κατά παράβαση της οδηγίας 92/50 σύμβασης, οι αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η αρχή pacta sunt servanda καθώς και το δικαίωμα της ιδιοκτησίας μπορούν να αντιταχθούν στην αναθέτουσα αρχή από τον αντισυμβαλλόμενό της, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να τα επικαλεστεί για να δικαιολογήσει τη μη εκτέλεση αποφάσεως διαπιστώνουσας παράβαση βάσει του άρθρου 226 ΕΚ και, ως εκ τούτου, να απεκδύεται της ευθύνης που υπέχει από το κοινοτικό δίκαιο. (βλ. σκέψη 36) 5. Ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλείται διατάξεις, πρακτικές ή καταστάσεις της εσωτερικής του έννομης τάξης για να δικαιολογήσει τη μη τήρηση των υποχρεώσεων και προθεσμιών που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο. (βλ. σκέψη 38)


ΣτΕ/2221/2023

Ανάθεση της παραχώρησης της κατασκευής, λειτουργίας και συντήρησης Μονάδας Επεξεργασίας Αποβλήτων(...) Επειδή, εξ άλλου, οι διατάξεις του Βιβλίου ΙV του ν. 4412/2016 ρυθμίζουν πλήρως τα σχετικά με την παροχή δικαστικής προστασίας στον τομέα των διαφορών του αναφύονται κατά το στάδιο που προηγείται της σύναψης των εμπιπτουσών στο πεδίο εφαρμογής του νόμου δημοσίων συμβάσεων μεταξύ των ενδιαφερομένων να τους ανατεθεί συγκεκριμένη σύμβαση και των αναθετουσών αρχών. Συνεπώς, κατά των αποφάσεων της Ε.Α.ΔΗ.ΣΥ. επί των προσωρινών μέτρων, κατά των οποίων, σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, δεν προβλέπεται στις διατάξεις του ν. 4412/2016 η δυνατότητα ασκήσεως του ενδίκου βοηθήματος της αίτησης αναστολής εκτελέσεως – ακυρώσεως του άρθρου 372 του ως άνω νόμου, δεν χωρεί ούτε αίτηση ακυρώσεως και αίτηση αναστολής εκτελέσεως κατά τις γενικές διατάξεις των άρθρων 45 επ. και 52 του π.δ. 18/1989. Εξ άλλου, η μη αναγνώριση της δυνατότητας δικαστικής προσβολής των αποφάσεων της Ε.Α.ΔΗ.ΣΥ. επί των προσωρινών μέτρων δεν αντίκειται στο δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας που κατοχυρώνεται με το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος (και το οποίο έχει, κατ’ αρχήν, εφαρμογή και στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, βλ. ΣτΕ 1582/2021, 1367/2020, 1396/2014 επταμ.). Τούτο διότι οι αποφάσεις αυτές εκδίδονται για την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης στο πλαίσιο του προδικαστικού σταδίου, η οριστική περάτωση του οποίου αποτελεί απαραίτητη δικονομική προϋπόθεση προκειμένου η υπόθεση να αχθεί ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου. Η ρύθμιση σχετικά με την εξουσία της Ε.Α.ΔΗ.ΣΥ. για τη λήψη προσωρινών μέτρων εντάσσεται στο σύστημα των δικονομικών ρυθμίσεων που θεσπίζονται με τις διατάξεις του Βιβλίου ΙV του ν. 4412/2016 για την οργάνωση του σταδίου της προδικαστικής διαδικασίας και, εν συνεχεία, του σταδίου της διαδικασίας ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου, κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται επαρκώς, από της απόψεως αυτής, η ταχεία και αποτελεσματική (προσωρινή και οριστική) δικαστική προστασία των συμφερόντων των θιγομένων μερών, σύμφωνα και με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη. Πρέπει, συνεπώς, να απορριφθούν τα περί του προβαλλόμενα με το από 9.10.2023 υπόμνημα του αιτούντος ν.π.δ.δ. Η Πάρεδρος Δ. Μαυροπόδη υποστήριξε τη γνώμη ότι, εφ’ όσον οι αποφάσεις της Ε.Α.ΔΗ.ΣΥ. επί των προσωρινών μέτρων επάγονται αυτοτελείς έννομες συνέπειες ως προς τη διαδικασία του διαγωνισμού, πρέπει να υφίσταται δυνατότητα αυτοτελούς δικαστικής προσβολής τους, σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος.Επειδή, σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, το κρινόμενο ένδικο βοήθημα, με το οποίο ζητείται η αναστολή εκτελέσεως και η ακύρωση της υπ’ αριθμ. 875/2023 αποφάσεως της Ε.Α.ΔΗ.ΣΥ., με την οποία διατάχθηκαν προσωρινά μέτρα για την αναστολή της προόδου της διαδικασίας του ενδίκου διαγωνισμού, ασκείται απαραδέκτως και πρέπει να απορριφθεί.



ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/1669/2024

Συντήρηση αποχετευτικών δικτύων.(...) . Με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο κρίνει ότι, όπως ορθώς δέχθηκε το Κλιμάκιο, αν και με μερικώς διάφορη αιτιολογία, ο όρος που προβλέπεται στο άρθρο 2.2.5 της διακήρυξης του ελεγχόμενου διαγωνισμού, σύμφωνα με τον οποίο, σε περίπτωση ένωσης οικονομικών φορέων, η απαίτηση χρηματοοικονομικής επάρκειας περί ελάχιστου μέσου γενικού ετήσιου κύκλου εργασιών κατά τις τρεις τελευταίες οικονομικές χρήσεις, ποσού τουλάχιστον 400.000 ευρώ, πρέπει να καλύπτεται από όλα τα μέλη της, αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας, διότι εισάγει παρέκκλιση που δεν δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους, συνεχόμενους με τη φύση, την πολυπλοκότητα ή τις ιδιαιτερότητες του αντικειμένου της σύμβασης, και υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο, εισάγει συνεπώς, ανεπίτρεπτο, υπέρμετρο περιορισμό στην πρόσβαση στο διαγωνισμό σε βάρος των επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένων των μικρομεσαίων. Περαιτέρω, ο όρος αυτός είναι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, αρκούντως σαφής, καθώς δεν καταλείπεται ουδεμία αμφιβολία ως προς το νόημά του, κατ’ απόρριψη του προβαλλόμενου ισχυρισμού της προσφεύγουσας αναδόχου ότι το αληθές νόημα της συγκεκριμένης πρόβλεψης, ερμηνευόμενης σε συνδυασμό με την πρόβλεψη του άρθρου 2.2.8.1 ότι «οι ενώσεις οικονομικών φορέων δύνανται να στηρίζονται στις ικανότητες των συμμετεχόντων στην ένωση ή άλλων φορέων», είναι ότι οι παραπάνω ελάχιστες απαιτήσεις αρκεί να καλύπτονται από ένα μέλος της ένωσης. Μία τέτοια ερμηνεία ουδόλως συνάγεται από το άρθρο 2.2.5 της διακήρυξης, το περιεχόμενο του οποίου έρχεται σε προφανή αντίθεση με την ως άνω πρόβλεψη του άρθρου 2.2.8.1 της διακήρυξης, που προέρχεται από την αντίστοιχη ρύθμιση του σχετικού πρότυπου τεύχους της Ε.Α.ΔΗ.ΣΥ. για διαγωνισμούς έργων κάτω των ορίων. Επομένως, η πρόβλεψη αμφοτέρων των ανωτέρω ρυθμίσεων στην ίδια διακήρυξη δημιουργεί μάλλον σύγχυση στους ενδιαφερόμενους οικονομικούς φορείς, παρά φωτίζει το «αληθές», κατά την προσφεύγουσα, νόημα της επίδικης ρύθμισης του άρθρου 2.2.5 της διακήρυξης, καθώς πρόκειται περί αντιφατικών μεταξύ τους προβλέψεων. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη προσφυγή να απορριφθεί, να μην ανακληθεί η 352/2024 Πράξη του Ζ΄ Κλιμακίου και να διαταχθεί η κατάπτωση υπέρ του Δημοσίου του κατατεθέντος για την άσκηση της προσφυγής παραβόλου (βλ. άρθρα 310 παρ. 1 και 336 παρ. 1 του ν. 4700/2020).Για τους λόγους αυτούς.Απορρίπτει την προσφυγή της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…».Δεν ανακαλεί την 352/2024 Πράξη του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου. 


ΑΕΠΠ/215/2020

Στέγαση φοιτητών πανεπιστημίου...Σε αντίθεση δε με όσα ο πρώτος προσφεύγων δια της παρέμβασης του προβάλλει, ο δεύτερος προσφεύγων ουδόλως συνομολογεί ότι δια των ως άνω φορολογικών εντύπων ο πρώτος προσφεύγων απέδειξε την πλήρωση του οικείου κριτηρίου. Εξάλλου, ασχέτως όλων των ανωτέρω, ο ως άνω όρος 2.2.9.1 της διακήρυξης προέβλεπε ειδικό προς προκαταρκτική, κατά την υποβολή, προσφοράς αποδεικτικό μέσο ως προς την πλήρωση του συνόλου των κριτηρίων επιλογής, ήτοι το ΕΕΕΣ, το οποίο μάλιστα αποτελούσε επί ποινή αποκλεισμού, κατά τον όρο 2.4.3.1.α στοιχείο της προσφοράς και δη του υπο-φακέλου δικαιολογητικών συμμετοχής και άρα, προφανώς δεν αρκούσε η ελλιπής υποβολή του ούτε η τυχόν συνδυαστική συμπλήρωση του δια στοιχείων της τεχνικής προσφοράς, που εξάλλου δεν συνιστούν, όπως κατά νόμο ισχύει για το ΕΕΕΣ, υπεύθυνη δήλωση. Αλλά αντίθετα, η πλήρης συμπλήρωση του προς απόδειξη  πλήρωσης των κριτηρίων επιλογής και της μη συνδρομής λόγων αποκλεισμού, τόσο όσον αφορά τον προσφέροντα, όσο και τυχόν τρίτο στις ικανότητες του οποίου ο τελευταίος στηρίζεται ή και μη παρέχοντος στήριξη, υπεργολάβου με ποσοστό εκτέλεσης άνω του 30%, κατ΄ άρ. 131 παρ. 6 Ν. 4412/2016, αποτελούσε προϋπόθεση πληρότητας των δικαιολογητικών συμμετοχής και άρα, επί ποινή αποκλεισμού όρο. Άρα, η προσφορά του πρώτου προσφεύγοντος ήταν και προς τούτο απορριπτέα κατά τους ιδρύοντες λόγους αποκλεισμού όρους 2.4.6.α (με παραπομπή και στον όρο 2.4.3), 2.4.6.β (αφού η μη υποβολή απαιτούμενου ΕΕΕΣ, η ελλιπής συμπλήρωση και υποβολή του και η μη δι’ αυτού απόδειξη πλήρωσης κριτηρίων επιλογής και μη συνδρομής λόγων αποκλεισμού συνιστούν ουσιώδεις ελλείψεις που δεν δύνανται να καλυφθούν, δια κατ’ άρ. 102 Ν. 4412/2016, διευκρινίσεων, βλ. ενδεικτικά, Απόφαση ΑΕΠΠ 89/2017) και 2.4.6.θ της διακήρυξης. Περαιτέρω, σε αντίθεση με όσα ο πρώτος προσφεύγων επικαλείται δια της παρέμβασης του, βλ. και αμέσως προηγούμενη σκέψη, ουδεμία αρχή αναλογικότητας και επιλογής ηπιότερων μέσων υφίσταται στο πλαίσιο των διαδικασιών ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων, κατά την οποία δύναται να διασωθεί κατά την αξιολόγηση προσφορά, η οποία τελεί σε ουσιώδη έλλειψη και δη τη μη προσήκουσα, κατά τα οριζόμενα εκ του νόμου και της διακήρυξης αποδεικτικά μέσα, απόδειξη των επί ποινή αποκλεισμού προσόντων των διαγωνιζομένων. Αντίθετα, κατ’ άρ. 102 παρ. 3-4 Ν. 4412/2016, αποκλείεται η δυνατότητα διευκρινίσεων και συμπληρώσεων, όταν αυτή οδηγεί στην το πρώτον υποβολή νέων στοιχείων και πληροφοριών που έπρεπε εξαρχής να έχουν υποβληθεί ή παρασχεθεί με την προσφορά, αλλά οι διευκρινίσεις επιτρέπονται μόνο προς αποσαφήνιση ή διόρθωση προδήλων τυπικών σφαλμάτων επί στοιχείων και πληροφοριών που ήδη έχουν υποβληθεί με την προσφορά, διαφορετική δε ερμηνεία θα προσέκρουε και στις αρχές της διαφάνειας, της ίσης μεταχείρισης και της τυπικότητας και θα συνιστούσαν απαγορευμένη κατά τις ως άνω διατάξεις ευνοϊκή μεταχείριση του καλούμενου προς διευκρίνιση οικονομικού φορέα, εις βάρος των λοιπών μετεχόντων. Συνεπώς, και ο δεύτερος λόγος της πρώτης προσφυγής πρέπει να γίνει δεκτός και δη, και τούτος μόνος του αρκεί για τον αποκλεισμό της προσφοράς του πρώτου προσφεύγοντος. Επομένως, η δεύτερη προσφουγή πρέπει να γίνει δεκτή κατ’ αμφότερους τους λόγους της, έκαστος εκ των οποίων μόνος του αρκούσε για την απόρριψη της προσφοράς του πρώτου προσφεύγοντος, ούτως ή άλλως. Κατ’ αποτέλεσμα, η προσβαλλομένη προκύπτει ως μη νόμιμη και ακυρωτέα, καθ’ ο μέρος έκρινε ως αποδεκτή την προσφορά του τελευταίου. 


ΑΕΠΠ/1603/2020

Παροχή υπηρεσιών φύλαξης και ασφαλείας...Επειδή, όλως επικουρικώς, και σε άμεση συνέχεια με τα ανωτέρω, ακόμη και εάν ήθελε εκτιμηθεί η δυνατότητα επιδίωξης ματαίωσης της διαγωνιστικής διαδικασίας, με σκοπό την εκκίνηση νέας ταυτόσημης διαδικασίας ανάθεσης σύμβασης, με στόχευση την ανάληψη της κρινόμενης σύμβασης {βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (ΔΕΕ), όπου ερμηνεύοντας τις ισχύουσες ρυθμίσεις της Οδηγίας 89/665 [με τις αποφάσεις του της 2.7.2013 και 5.4.2016 αντιστοίχως, επί των υποθέσεων C-100/12 «FastwebSpA» και C-689/13 «PuligienicaFacilityEscoSpA» (PFE)], ταυτόσημες με τις εν προκειμένω εφαρμοστέες της ειδικής Οδηγίας 92/12 (L 76), αλλά και αυτές τούτες τις ρυθμίσεις της Οδηγίας 92/12 [απόφασή του της 11.5.2017, επί της υποθέσεως C-131/16, «Archussp.z. o.o και GamaJacekLipik»], έκρινε ρητώς ότι το έννομο συμφέρον «ενδιαφερομένου» [άρθρο 2α παρ. 2 εδ. γ΄. στις  δύο Οδηγίες] είναι δυνατόν να συνίσταται και στην ματαίωση της διαδικασίας, ώστε να κινηθεί νέα διαδικασία συνάψεως συμβάσεως και ΕΑ ΣτΕ 22/2018 αντίστοιχα} καταρχήν η προσφεύγουσα ουδέν σχετικό επικαλείται προς απόπειρα θεμελίωσης του εννόμου συμφέροντός της ως προς τις αιτιάσεις της κατά της προσφοράς της παρεμβαίνουσας. Το έννομο συμφέρον, δε, του οικονομικού φορέα, που προσφεύγει ενώπιον της Α.Ε.Π.Π. εξειδικεύεται αυθεντικά και αποκλειστικά από τον ίδιο, εξετάζεται δε από την τελευταία ως προς την νομιμότητά του, την απόδειξή του και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του που επιβάλλουν την έννομη προστασία του (πρβλ. Δημήτριος Θ. Πυργάκης, «Το έννομο συμφέρον στη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας», Νομική Βιβλιοθήκη, 2017, σελ. 17). Συνακόλουθα, ούτε από τις διατάξεις του εθνικού δικαίου ούτε από τις αντίστοιχες διατάξεις του ενωσιακού δικαίου σχετικά με το έννομο συμφέρον διαγωνιζομένων κατά το προσυμβατικό στάδιο και τη σχετική νομολογία του Δ.Ε.Ε. αναγνωρίζεται γενικό έννομο συμφέρον ακόμη και στον μη οριστικώς αποκλεισθέντα διαγωνιζόμενο να ενεργεί ως ‘μοχλός του αντικειμενικού ελέγχου νομιμότητας του διαγωνισμού’ και εγγυητής της διαφάνειας αυτού όταν έχει απομείνει ένας μόνο διαγωνιζόμενος (βλ. ΕΑ ΣτΕ 106/2018). Εξάλλου, εν προκειμένω, η οποιαδήποτε απόπειρα θεμελίωσης εννόμου συμφέροντος επί τη βάσει της επιδίωξης ματαίωσης, θα ήταν σε κάθε περίπτωση αλυσιτελής καθώς πλην της προσφεύγουσας και παρεμβαίνουσας συμμετείχαν κατά το χρόνο άσκησης της προσφυγής στο διαγωνισμό και έτεροι δύο οικονομικοί φορείς, κατά των προσφορών των οποίων δεν βάλλει η προσφεύγουσα. Επομένως, ακόμη και εάν προσέβαλε παραδεκτώς εκτελεστή πράξη ή παράλειψη η προσφεύγουσα κατά τα ανωτέρω κριθέντα, θα στερείτο εν πάση περιπτώσει, εννόμου συμφέροντος να στραφεί κατά της προσφοράς της παρεμβαίνουσας (βλ. ΕΑ ΣτΕ 40/2020).


ΣτΕ/1412/2024

Αίτηση ακυρώσεως και αναστολής κατά απόφασης της ΕΑΔΗΣΥ στο πλαίσιο διαγωνισμού για την ανάθεση σύμβασης κατασκευής οδού – Επίλυση νομικών ζητημάτων – Δεν καθίσταται υποχρεωτικά υπεργολάβος ο τρίτος που παρέχει στήριξη σχετικά με τίτλους σπουδών, επαγγελματικά προσόντα και σχετική επαγγελματική πείρα – Προϋποθέσεις παραδεκτής προβολής ενώπιον της ΕΑΔΗΣΥ ισχυρισμών περί ανακρίβειας ΕΕΕΣ ανταγωνιστών – Δυνατότητα εξέτασης πρωτογενώς από το Δικαστήριο λόγων προσφυγής που απορρίφθηκαν από την ΕΑΔΗΣΥ ως απαράδεκτοι.

Το Δικαστήριο έδωσε τις ακόλουθες απαντήσεις στα ανωτέρω νομικά ζητήματα: Α. Το άρθρο 78 παρ. 1 εδ. β΄ του ν. 4412/2016 δεν έχει την έννοια ότι οι τρίτοι φορείς, στις ικανότητες των οποίων στηρίζεται ο προσφέρων οικονομικός φορέας ως προς τους τίτλους σπουδών, τα επαγγελματικά προσόντα ή την επαγγελματική εμπειρία, οι οποίοι πρέπει να εκτελέσουν τις εργασίες ή τις υπηρεσίες για τις οποίες απαιτούνται οι συγκεκριμένες ικανότητες, καθίστανται υποχρεωτικά και υπεργολάβοι, με συνέπεια τον αποκλεισμό του προσφέροντος εάν δεν δηλωθούν ως υπεργολάβοι στο ΕΕΣΣ, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 58 του ν. 4412/2016. Αντιθέτως, έχει την έννοια ότι εναπόκειται στην ευχέρεια του προσφέροντος να επιλέξει τη φύση του νομικού δεσμού που θα συνάψει με τον τρίτο που του δανείζει τέτοιες ικανότητες και ότι η φύση του δεσμού αυτού δεν είναι κρίσιμη για την παραδεκτή επίκληση τέτοιων ικανοτήτων, δεδομένου ότι η επί ποινή αποκλεισμού υποχρέωση δήλωσης των πληροφοριακών στοιχείων του άρθρου 58 δεν αφορά τους υπεργολάβους στις ικανότητες των οποίων ο προσφέρων στηρίζεται. Β. Τα άρθρα 79 και 346 παρ. 1 του ν. 4412/2016 έχουν την έννοια ότι προσφέρων οικονομικός φορέας μπορεί, κατ’ αρχήν, να προσβάλει ενώπιον της ΕΑΔΗΣΥ την απόφαση της αναθέτουσας αρχής, με την οποία γίνονται δεκτές προσφορές ανταγωνιστών του βάσει των δηλώσεων των ΕΕΕΣ και ανακηρύσσεται προσωρινός ανάδοχος, προβάλλοντας ισχυρισμούς περί ανακρίβειας των δηλώσεων του ΕΕΕΣ ανταγωνιστών του σχετικά με την πλήρωση απαιτούμενου κριτηρίου επιλογής, εφ’ όσον όμως επικαλείται και προσκομίζει στοιχεία ικανά να τεκμηριώσουν το σφάλμα/ανακρίβεια της δήλωσης και την, εντεύθεν, μη πλήρωση του οικείου κριτηρίου, και υπό την προϋπόθεση ότι ο προσφεύγων οικονομικός φορέας διαθέτει έννομο προς τούτο συμφέρον, δηλαδή υπέστη ή ενδέχεται να υποστεί, εν όψει των συγκεκριμένων περιστάσεων, ζημία από την εικαζόμενη ως παράνομη απόφαση της αναθέτουσας αρχής περί αποδοχής προσφοράς των ανταγωνιστών κατά των οποίων στρέφεται. Γ. Τα άρθρα 345 επ. του Βιβλίου IV του ν. 4412/2016 (και ειδικότερα άρθρα 346 παρ. 1, 360, 367 παρ. 1 και 372), ερμηνευόμενα σε συνδυασμό με το άρθρο 1 παρ. 1 της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ, έχουν την έννοια ότι δεν κωλύεται το δικαστήριο, όταν κρίνει ότι λόγος προσφυγής μη νομίμως απερρίφθη ως απαράδεκτος από την ΕΑΔΗΣΥ, να προβεί πρωτογενώς στην κατ’ ουσίαν εξέτασή του, εφ’ όσον όμως ο λόγος αυτός δεν σχετίζεται με τεχνικό ή μη εκκαθαρισμένο κατά το πραγματικό του μέρος ζήτημα.