ΣΤΕ 3485/2000
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Φορολογία εισοδήματος:..Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσίβλητος συνταξιούχος υπάλληλος της .... Τράπεζας .., υπέβαλε δήλωση φορολογίας εισοδήματος με επιφύλαξη. Με αυτή δήλωσε, μεταξύ άλλων, εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, ύψους 6.770.000 δραχμών και από κινητές αξίες ύψους 705.198 δραχμών. Από τα ποσά αυτά, σύμφωνα με την πιο πάνω επιφύλαξη, ποσό 2.884.401 δραχμών αφορούσε αποζημίωση επιδικασθείσα σ΄ αυτόν με την υπ΄ αριθμ. 5575/1989 απόφαση του Εφετείου ..., λόγω παράνομης παραλείψεως προαγωγής του σε Υποδιευθυντή και Διευθυντή της εν λόγω Τράπεζας και ποσό 630.450 δραχμών αφορούσε τόκους υπερημερίας από 10.12.1987 έως 6.11.1989 επιδικασθέντες με την ίδια δικαστική απόφαση. Το δικοικητικό εφετείο, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, δέχθηκε αφενός μεν ότι το ανωτέρω ποσό των δραχμών 2.884.401 που καταβλήθηκε στον αναιρεσίβλητο μέσα στη χρήση του έτους 1989 δεν αποτελούσε μισθό αλλά απέβλεπε σε αποκατάσταση αποθετικής ζημίας αυτού λόγω παράνομης παραλείψεως προαγωγής του και συνεπώς δεν υπέκειτο σε φόρο εισοδήματος αφετέρου δε ότι το ανωτέρω ποσό των 630.458 δραχμών που καταβλήθηκε επίσης μέσα στη χρήση του 1989 και αφορά νόμιμο τόκο υπερημερίας έχει παρεπόμενο χαρακτήρα σε σχέση με το πρώτο ποσό και επομένως δεν υπέκειτο και αυτό σε φόρο εισοδήματος. Η κρίση όμως αυτή του διοικητικού εφετείου δεν είναι νόμιμη, σύμφωνα με την προεκτεθείσα έννοια των διατάξεων των άρθρων 40 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Ν.Δ. 3323/1955 και, συνεπώς, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί κατά το σχετικό μέρος, η δε υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό πρέπει να παραπεμφθεί ως προς το αναιρούμενο μέρος στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση. Επειδή το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, κρίνει ότι πρέπει ο αναιρεσίβλητος να απαλλαγεί μερικά από τη δικαστική δαπάνη, κατ΄ εφαρμογήν του άρθρου 39 παρ. 1 του Π.Δ/τος 18/1989.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΣτΕ/3845/2000
Ερμηνεία του άρθρου 40 παρ. 1 του Ν.Δ. 3323/1955 "περί φορολογίας του εισοδήματος" Α΄ 214 (άρθρο 37 παρ. 1 του κωδικοποιητικού Π.Δ. 129/3.3.1989, Α 62)(...) Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσίβλητος συνταξιούχος υπάλληλος της Ε…, υπέβαλε δήλωση φορολογίας εισοδήματος με επιφύλαξη. Με αυτή δήλωσε, μεταξύ άλλων, εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, ύψους 6.770.000 δραχμών και από κινητές αξίες ύψους 705.198 δραχμών. Από τα ποσά αυτά, σύμφωνα με την πιο πάνω επιφύλαξη, ποσό 2.884.401 δραχμών αφορούσε αποζημίωση επιδικασθείσα σ΄ αυτόν με την υπ΄ αριθμ. 5575/1989 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, λόγω παράνομης παραλείψεως προαγωγής του σε Υποδιευθυντή και Διευθυντή της εν λόγω Τράπεζας και ποσό 630.450 δραχμών αφορούσε τόκους υπερημερίας από 10.12.1987 έως 6.11.1989 επιδικασθέντες με την ίδια δικαστική απόφαση. Το δικοικητικό εφετείο, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, δέχθηκε αφενός μεν ότι το ανωτέρω ποσό των δραχμών 2.884.401 που καταβλήθηκε στον αναιρεσίβλητο μέσα στη χρήση του έτους 1989 δεν αποτελούσε μισθό αλλά απέβλεπε σε αποκατάσταση αποθετικής ζημίας αυτού λόγω παράνομης παραλείψεως προαγωγής του και συνεπώς δεν υπέκειτο σε φόρο εισοδήματος αφετέρου δε ότι το ανωτέρω ποσό των 630.458 δραχμών που καταβλήθηκε επίσης μέσα στη χρήση του 1989 και αφορά νόμιμο τόκο υπερημερίας έχει παρεπόμενο χαρακτήρα σε σχέση με το πρώτο ποσό και επομένως δεν υπέκειτο και αυτό σε φόρο εισοδήματος. Η κρίση όμως αυτή του διοικητικού εφετείου δεν είναι νόμιμη, σύμφωνα με την προεκτεθείσα έννοια των διατάξεων των άρθρων 40 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Ν.Δ. 3323/1955 και, συνεπώς, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί κατά το σχετικό μέρος, η δε υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό πρέπει να παραπεμφθεί ως προς το αναιρούμενο μέρος στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.
ΣΤΕ 496/2000
Φορολογία εισοδήματος: Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, ο αναιρεσίβλητος, δικαστικός λειτουργός, σε συμπληρωματική δήλωση φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 1989 περιέλαβε ως εισόδημα μισθωτών υπηρεσιών ποσό 2.079.730 δραχμών το οποίο κατεβλήθη σ' αυτόν από το Δημόσιο το έτος 1988 ως διαφορά μεταξύ μισθολογίου δικαστικών λειτουργών και μισθολογίου καθηγητών Α.Ε.Ι. των ετών 1985 και 1986 δυνάμει δικαστικής αποφάσεως, επιφύλαξη δε, την οποία διετύπωσε στην δήλωσή του, περί μη υπαγωγής σε φόρο εισοδήματος του ποσού αυτού διότι τούτο αποτελούσε επιδικασθείσα αποζημίωση κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικος, απερρίφθη με την ένδικη πράξη. Με την προσβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε κατ' επικύρωση της πρωτοδίκου ότι το εν λόγω ποσό είχε χαρακτήρα αποζημιώσεως κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικος, ήτοι ποσού καταβληθέντος για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ο αναιρεσίβλητος τα έτη 1985 και 1986 συνεπεία παρανόμου συμπεριφοράς οργάνων του Δημοσίου. Η κρίση, όμως, αυτή του διοικητικού εφετείου δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη διότι, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, το ως άνω ποσό, ανεξαρτήτως αν επιδικάσθηκε στον αναιρεσίβλητο ως αποζημίωση κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικος, αποτελεί εισόδημα μισθωτών υπηρεσιών υποκείμενο σε φόρο εισοδήματος κατά τις ειδικές περί τούτου διατάξεως ...Για τον λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, η δε υπόθεση, χρήζουσα διευκρινίσεως κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.
ΣΤΕ/1121/1994
Φορολογία εισοδήματος...Με την προσβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε, κατ' επικύρωση της πρωτοδίκου αποφάσεως, ότι το ενλόγω ποσό που καταβλήθηκε εφάπαξ και εκτάκτως με βάση δικαστικές αποφάσεις και τις σχετικές εγκυκλίους του Υπουργού Οικονομικών, είχε χαρακτήρα αποζημιώσεως του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., ήτοι χαρακτήρα αποκαταστάσεως της ζημίας που υπέστη ο αναιρεσίβλητος κατά τα έτη 1985 και 1986, συνεπεία παράνομης συμπεριφοράς οργάνων του δημοσίου, δηλαδή λόγω σφάλματος περί την εκκαθάριση των αποδοχών του. Η κρίση όμως αυτή της προσβαλλόμενης απόφασης δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη, γιατί, κατά τα εκτιθέμενα στην προηγούμενη σκέψη, το ενλόγω ποσό, που καταβλήθηκε στον αναιρεσίβλητο με βάση δικαστικές αποφάσεις ανεξαρτήτως αν τούτο επιδικάστηκε σε αυτόν ως αποζημίωση του άρθρου 105 του Εισ. Ν.Α.Κ., δεν φέρει πράγματι χαρακτήρα αποζημιώσεως προς ανόρθωση επελθούσας ζημίας, δηλαδή αποζημιώσεως μη αποτελούσης εισόδημα και, ως εκ τούτου μη υποκείμενης σε φόρο εισοδήματος, αλλ' αποτελεί εισόδημα ΣΤ' πηγής υποκείμενο σε φόρο εισοδήματος κατά τις ειδικές περί τούτου διατάξεις. Για το λόγο αυτό, που βάσιμα προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα, παρέλκει δε η εξέταση των λοιπών λόγων αναιρέσεως. Κατόπιν αυτών, η υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση κατ' ουσίαν.
ΣΤΕ/1657/1995
ΚΟΙΝΟΤΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ-ΚΩΛΥΜΑΤΑ ΕΚΛΟΓΙΜΟΤΗΤΑΣ:Επειδή, από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι κωλύεται η εκλογή ως δημάρχου ή προέδρου κοινότητας και ως δημοτικού ή κοινοτικού συμβούλου εκείνου του υποψηφίου που έχει συμβατικό δεσμό με τον συγκεκριμένο δήμο ή την κοινότητα, του οποίου το οικονομικό αντικείμενο σε ετήσια βάση υπερβαίνει, κατά περίπτωση, το ποσό των 500.000 δραχμών επί δήμου ή κοινότητας με πληθυσμό έως 2.000 κατοίκους και το ποσό του 1.000.000 δραχμών επί δήμου ή κοινότητας με πληθυσμό άνω των 2.000 κατοίκων.(...)Με τα δεδομένα αυτά η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση έκρινε ότι ορθώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε ακυρώσει την εκλογή του αναιρεσείοντο ο οποίος είχε εκλεγεί πρόεδρος της ως άνω κοινότητας απέρριψε δε τον προβληθέντα με την έφεση ισχυρισμό ότι ναι μεν στη σύμβαση ανεφέρετο ως αμοιβή το ποσό των 762.712 δραχμών ο εργολάβος όμως εισέπραξε, μετά την αφαίρεση της αξίας των υλικών και των ημερομισθίων των εργατών, ποσό μικρότερο των 500.000 δραχμών, με τη σκέψη ότι κατά την έννοια της προαναφερθείσης διατάξεως του άρθρου 40 παρ. 2 του π.δ/τος 323/1989 ήτο αδιάφορο το καθαρό ποσό του τελικώς εισέπραξε ο αναιρεσείων (ως εργολάβος), εφόσον πάντως στη σύμβαση αναφέρεται ως αμοιβή το ποσό των 762.712 δραχμών. Η κρίση αυτή της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι νόμιμη και αιτιολογείται επαρκώς.(...)Απορρίπτει την αίτηση.
ΕΣ/ΤΜΗΜΑ V/1070/2024
Με την υπό κρίση έφεση, όπως οι λόγοι αυτής αναπτύσσονται με το από 10.3.2020 νομίμως κατατεθέν υπόμνημα, ζητείται η ακύρωση της α) 1/28.6.2017 πράξης του Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο Υπουργείο Υγείας, με την οποία καταλογίστηκε εις βάρος του εκκαλούντος, πρώην Προξένου της Ελλάδας στη Ζυρίχη της Ελβετίας, ως β΄ υπολόγου του 28162/1996 χρηματικού εντάλματος προπληρωμής το συνολικό ποσό των 70.292,28 ευρώ (ισόποσο ποσό 23.952.096 δραχμών), το οποίο αναλύεται σε κεφάλαιο 23.430,76 ευρώ (ισόποσο ποσό 7.984.032 δραχμών), και προσαυξήσεις 46.861,52 ευρώ (ισόποσο ποσό 15.968.064 δραχμών), λόγω μη υποβολής δικαιολογητικών απόδοσης λογαριασμού για τη διαχείριση του προϊόντος του ανωτέρω Χ.Ε.Π. και β) κάθε άλλης συναφούς πράξης της Διοίκησης. Η έφεση αυτή κατά το μέρος που στρέφεται κατά κάθε άλλης συναφούς εκτελεστής διοικητικής πράξης, η οποία δεν προσδιορίζεται ειδικώς, πρέπει να απορριφθεί ως αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης. Κατά τα λοιπά η ένδικη έφεση, για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. το υπ’ αριθμ. 328477669950 0508 0097 e-παράβολο) έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και νομότυπα και επομένως είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα
ΣΤΕ 4149/2014
Εν προκειμένω, η αναιρεσείουσα Κοινοπραξία με το ασκηθέν, στις 30.12.2002, ένδικο βοήθημα, ζήτησε, μεταξύ άλλων, να υποχρεωθεί ο αναιρεσίβλητος Δήμος να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 17.795.490 δραχμών, εκ των οποίων (α) ποσό 8.374.272 δραχμών αφορά τόκους οι οποίοι, κατά τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, έπρεπε να της καταβληθούν λόγω της μεταγενέστερης εξόφλησης της ιδίας συμμετοχής του Δήμου, συμπεριλαμβανομένου του εργολαβικού οφέλους ποσοστού 15% και του ΦΠΑ ποσοστού 18% και (β) ποσό 5.000.000 δραχμών για πρόσθετες εργασίες καθώς και ποσό 4.421.218 δραχμών για τόκους επί του ποσού των προσθέτων εργασιών. Ενόψει των ως άνω αξιώσεων της αναιρεσείουσας κοινοπραξίας, η ικανοποίηση των οποίων προϋποθέτουν την ερμηνεία και την εφαρμογή των σχετικών όρων της συμβάσεως, όφειλε αυτή να ασκήσει, μετά την τήρηση της προσήκουσας ενδικοφανούς διαδικασίας, προσφυγή διότι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η δικαστική επίλυση όλων εν γένει των διαφορών από την εκτέλεση δημοσίων ή δημοτικών έργων, και αυτών ακόμη που έχουν ως αντικείμενο την ανόρθωση ζημίας που προκλήθηκε από ενέργειες ή παραλείψεις των δημοσίων ή δημοτικών αρχών κατά την εκτέλεση δημοσίου ή δημοτικού έργου, επιδιώκεται με άσκηση προσφυγής, μετά τήρηση της διαγραφομένης από το νόμο διοικητικής διαδικασίας. Με αυτά τα δεδομένα, ορθώς το δικάσαν εφετείο δέχθηκε ότι το ασκηθέν ένδικο βοήθημα είχε το χαρακτήρα προσφυγής, όπως άλλωστε επιγράφετο, δεδομένου ότι οι συγκεκριμένες απαιτήσεις της αναιρεσείουσας δεν ήταν βέβαιες και εκκαθαρισμένες αλλά, αντιθέτως, υπήρχε στάδιο ουσιαστικής κρίσεως τόσο ως προς την καταρχήν ύπαρξη των απαιτήσεων όσο και το ύψος αυτών, ο δε προαναφερθείς λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος...κατόπιν αυτών η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως είναι απορριπτέα στο σύνολό της.
ΝΣΚ/197/2018
Ανακλητέα ή μη η διοικητική πράξη προαγωγής μόνιμης υπαξιωματικού Ενόπλων Δυνάμεων, που εκδόθηκε το έτος 2010, χωρίς να συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις προαγωγής της.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
Η Διοίκηση δεν υποχρεούται στην ανάκληση της παράνομης διοικητικής πράξης της προαγωγής υπαξιωματικού, εφόσον, βάσει του δοθέντος πραγματικού, δεν τίθεται θέμα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ούτε δόλιας ενέργειας για την έκδοση της πράξης αυτής, ούτε επιτακτικού λόγου δημοσίου συμφέροντος για την ανάκλησή της, μετά μάλιστα και την πάροδο οκταετίας από την έκδοσή της. (ομόφ.)
ΑΠ 96/1990
Φόρος εισοδήματος μισθωτών υπηρεσιών: ..Ο τρίτος (τελευταίος) λόγος του αναιρετηρίου για σφαλερή ερμηνεία διατάξεων των άρθρων 9, 25 και επομένων του ν.δ. 3323/1955, με την κρίση, στην αναιρεσιβαλλομένη, ότι δεν υπόκεινται σε παρακράτηση φόρου (για εισόδημα από κινητές αξίες), κατά την πληρωμή τόκοι επιδικαζόμενοι, με δικαστική απόφαση, υπέρ φυσικού προσώπου, είναι απορριπτέος προεχόντως ως στηριζόμενος σε προϋπόθεση ανύπαρκτη. Αφού, από την αναιρεσιβαλλομένη, δεν προκύπτει τέτοια γενική, για τόκους, παραδοχή του Εφετείου, αλλά κρίση του, μόνον, εμμέσως διατυπούμενη, ότι δεν υπόκεινται σε παρακράτηση φόρου εισοδήματος τόκοι που έχουν επιδικασθεί επί του κεφαλαίου απαιτήσεως μισθωτού για αποζημίωση, λόγω αδικοπραξίας όπως η προαναφερόμενη, ως οφειλόμενοι, κατά το άρθρο 346 του ΑΚ, για τον χρόνο από της επιδόσεως της αντίστοιχης αγωγής έως της πληρωμής του κεφαλαίου
ΑΕΔ/33/1999
Εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες:..αποτελεί εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, υποκείμενο σε φόρο εισοδήματος, και το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται ως αποζημίωση δυνάμει δικαστικής αποφάσεως σε μισθωτό ή συνταξιούχο, λόγω παράνομης παραλείψεως προαγωγής του, κατά το μέρος που αντιστοιχεί στις αποδοχές τις οποίες, αν είχε προαχθεί, θα δικαιούτο και θα εισέπραττε, πλέον των όσων εισέπραξε. Διότι η παροχή αυτή, ανεξάρτητα από το χαρακτήρα της ως αποζημιώσεως από αδικοπραξία (άρθρο 914, 71 ΑΚ ή 105, 106 Εισ. Ν.Α.Κ.) πάντως δεν παύει να αποτελεί, στην πραγματικότητα, εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες με την έννοια που δίδεται από την προπαρατεθείσα φορολογικού δικαίου διάταξη, εφόσον οφείλεται εξαιτίας της παροχής μισθωτών υπηρεσιών και επιδικάστηκε στο μισθωτό (ή συνταξιούχο) ως ζημία ένεκα της απώλειας εισοδημάτων από την προσφορά των μισθωτών υπηρεσιών του, τα οποία φορολογούνται με βάση την εν λόγω διάταξη, ενώ, εκ τρίτου, δεν προβλέπεται από την διάταξη αυτήν ή άλλη διάταξη νόμου απαλλαγή της αποζημίωσης που λαμβάνει τη θέση των οφειλόμενων αποδοχών (ή σύνταξης) που παρανόμως δεν καταβλήθηκαν. Επομένως η αμφισβήτηση που προέκυψε μεταξύ της υπ’αριθμ. 2236/1999 αποφάσεως της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας και της υπ’αριθμ. 96/1990 αποφάσεως του Α’ Τμήματος του Αρείου Πάγου ως προς την έννοια της διατάξεως του άρθρου 40 παρ. 1 του Ν.Δ. 3323/1955 πρέπει να αρθεί υπέρ της γνώμης της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΔΕΔ/Αθ/307/2025
Η απόφαση (307/12.2.2025) της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών απέρριψε την ενδικοφανή προσφυγή μιας εταιρείας που στρεφόταν κατά της σιωπηρής απόρριψης αιτήματος επανεκκαθάρισης δήλωσης φορολογίας εισοδήματος (έτους 2020). Η εταιρεία ζητούσε την επιστροφή φόρου αλλοδαπής ύψους 478.335,27 jevro που καταβλήθηκε στην Τουρκία για μερίσματα. Η ΔΕΔ έκρινε ότι ο ισχυρισμός ήταν αβάσιμος, καθώς ο αναλογών φόρος (κωδ. 700) βάσει της τροποποιητικής δήλωσης ήταν μηδέν (0). Συνεπώς, σύμφωνα με το άρθρο 9 του ν.4172/2013 και τις σχετικές εγκυκλίους (Ε.2089/2021, Ε.2122/2021), δεν προέκυψε επαρκές ποσό φόρου προς βεβαίωση στο συνολικό φορολογητέο εισόδημα ώστε να αναγνωριστεί η έκπτωση και επιστροφή του φόρου που καταβλήθηκε στην αλλοδαπή.