Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΣΤΕ 496/2000

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3323/1955

Φορολογία εισοδήματος: Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, ο αναιρεσίβλητος, δικαστικός λειτουργός, σε συμπληρωματική δήλωση φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 1989 περιέλαβε ως εισόδημα μισθωτών υπηρεσιών ποσό 2.079.730 δραχμών το οποίο κατεβλήθη σ' αυτόν από το Δημόσιο το έτος 1988 ως διαφορά μεταξύ μισθολογίου δικαστικών λειτουργών και μισθολογίου καθηγητών Α.Ε.Ι. των ετών 1985 και 1986 δυνάμει δικαστικής αποφάσεως, επιφύλαξη δε, την οποία διετύπωσε στην δήλωσή του, περί μη υπαγωγής σε φόρο εισοδήματος του ποσού αυτού διότι τούτο αποτελούσε επιδικασθείσα αποζημίωση κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικος, απερρίφθη με την ένδικη πράξη. Με την προσβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε κατ' επικύρωση της πρωτοδίκου ότι το εν λόγω ποσό είχε χαρακτήρα αποζημιώσεως κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικος, ήτοι ποσού καταβληθέντος για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ο αναιρεσίβλητος τα έτη 1985 και 1986 συνεπεία παρανόμου συμπεριφοράς οργάνων του Δημοσίου. Η κρίση, όμως, αυτή του διοικητικού εφετείου δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη διότι, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, το ως άνω ποσό, ανεξαρτήτως αν επιδικάσθηκε στον αναιρεσίβλητο ως αποζημίωση κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικος, αποτελεί εισόδημα μισθωτών υπηρεσιών υποκείμενο σε φόρο εισοδήματος κατά τις ειδικές περί τούτου διατάξεως ...Για τον λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, η δε υπόθεση, χρήζουσα διευκρινίσεως κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΣΤΕ 2591/1999

ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ: Η κρίση όμως αυτή της προσβαλλόμενης απόφασης δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη, γιατί, κατά τα εκτιθέμενα στην προηγούμενη σκέψη, το εν λόγω ποσό, που καταβλήθηκε στην αναιρεσίβλητη με βάση δικαστικές αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν τούτο επιδικάστηκε σε αυτήν ως αποζημίωση του άρθρου 105 του Εισ. Ν.Α.Κ., δεν φέρει πράγματι χαρακτήρα αποζημιώσεως προς ανόρθωση επελθούσας ζημίας, δηλαδή αποζημιώσεως μη αποτελούσης εισόδημα και, ως εκ τούτου, μη υποκείμενης σε φόρο εισοδήματος, αλλ' αποτελεί εισόδημα ΣΤ' πηγής υποκείμενο σε φόρο εισοδήματος κατά τις ειδικές περί τούτου διατάξεις. Για το λόγο αυτό, που βάσιμα προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα, παρέλκει δε η εξέταση των λοιπών λόγων αναιρέσεως. Κατόπιν αυτών, η υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση κατ' ουσίαν.


ΑΕΔ/33/1999

Εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες:..αποτελεί εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, υποκείμενο σε φόρο εισοδήματος, και το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται ως αποζημίωση δυνάμει δικαστικής αποφάσεως σε μισθωτό ή συνταξιούχο, λόγω παράνομης παραλείψεως προαγωγής του, κατά το μέρος που αντιστοιχεί στις αποδοχές τις οποίες, αν είχε προαχθεί, θα δικαιούτο και θα εισέπραττε, πλέον των όσων εισέπραξε. Διότι η παροχή αυτή, ανεξάρτητα από το χαρακτήρα της ως αποζημιώσεως από αδικοπραξία (άρθρο 914, 71 ΑΚ ή 105, 106 Εισ. Ν.Α.Κ.) πάντως δεν παύει να αποτελεί, στην πραγματικότητα, εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες με την έννοια που δίδεται από την προπαρατεθείσα φορολογικού δικαίου διάταξη, εφόσον οφείλεται εξαιτίας της παροχής μισθωτών υπηρεσιών και επιδικάστηκε στο μισθωτό (ή συνταξιούχο) ως ζημία ένεκα της απώλειας εισοδημάτων από την προσφορά των μισθωτών υπηρεσιών του, τα οποία φορολογούνται με βάση την εν λόγω διάταξη, ενώ, εκ τρίτου, δεν προβλέπεται από την διάταξη αυτήν ή άλλη διάταξη νόμου απαλλαγή της αποζημίωσης που λαμβάνει τη θέση των οφειλόμενων αποδοχών (ή σύνταξης) που παρανόμως δεν καταβλήθηκαν. Επομένως η αμφισβήτηση που προέκυψε μεταξύ της υπ’αριθμ. 2236/1999 αποφάσεως της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας και της υπ’αριθμ. 96/1990 αποφάσεως του Α’ Τμήματος του Αρείου Πάγου ως προς την έννοια της διατάξεως του άρθρου 40 παρ. 1 του Ν.Δ. 3323/1955 πρέπει να αρθεί υπέρ της γνώμης της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.


ΣΤΕ/1121/1994

Φορολογία εισοδήματος...Με την προσβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε, κατ' επικύρωση της πρωτοδίκου αποφάσεως, ότι το ενλόγω ποσό που καταβλήθηκε εφάπαξ και εκτάκτως με βάση δικαστικές αποφάσεις και τις σχετικές εγκυκλίους του Υπουργού Οικονομικών, είχε χαρακτήρα αποζημιώσεως του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., ήτοι χαρακτήρα αποκαταστάσεως της ζημίας που υπέστη ο αναιρεσίβλητος κατά τα έτη 1985 και 1986, συνεπεία παράνομης συμπεριφοράς οργάνων του δημοσίου, δηλαδή λόγω σφάλματος περί την εκκαθάριση των αποδοχών του. Η κρίση όμως αυτή της προσβαλλόμενης απόφασης δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη, γιατί, κατά τα εκτιθέμενα στην προηγούμενη σκέψη, το ενλόγω ποσό, που καταβλήθηκε στον αναιρεσίβλητο με βάση δικαστικές αποφάσεις ανεξαρτήτως αν τούτο επιδικάστηκε σε αυτόν ως αποζημίωση του άρθρου 105 του Εισ. Ν.Α.Κ., δεν φέρει πράγματι χαρακτήρα αποζημιώσεως προς ανόρθωση επελθούσας ζημίας, δηλαδή αποζημιώσεως μη αποτελούσης εισόδημα και, ως εκ τούτου μη υποκείμενης σε φόρο εισοδήματος, αλλ' αποτελεί εισόδημα ΣΤ' πηγής υποκείμενο σε φόρο εισοδήματος κατά τις ειδικές περί τούτου διατάξεις. Για το λόγο αυτό, που βάσιμα προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα, παρέλκει δε η εξέταση των λοιπών λόγων αναιρέσεως. Κατόπιν αυτών, η υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση κατ' ουσίαν.


ΣΤΕ/1827/2010

Αστική ευθύνη δημοσίου - απονομή συντάξεως:..Επειδή, από τις διατάξεις του άρθρου 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα προκύπτει ότι το Δημόσιο ή το Ν.Π.Δ.Δ., για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων τους, κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, ευθύνεται, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, και σε χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, βάσει της γενικής διατάξεως του άρθρου 932 Α.Κ., η οποία παρέχει χρηματική ικανοποίηση σε κάθε περίπτωση ηθικής βλάβης, δηλαδή και όταν αυτή προέρχεται από οποιαδήποτε αδικοπραξία. Η δε κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για το αν ο παθών υπέστη ηθική βλάβη και ποίο το ύψος της βλάβης αυτής είναι κυριαρχική και, συνεπώς, αναιρετικώς ανέλεγκτη (βλ. ΣτΕ 2536/2008, 1410/2006, 1970/2002, 1555/2001επταμ., 2463, 3230/1998).Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλομένη, με πλημμελή αιτιολογία και κατά παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας και λογικής, όρισε τη χρηματική ικανοποίηση στο ποσό του 1.000.000 δραχμών, ενώ θα έπρεπε να καθορίσει το ύψος της στο ποσό των 200.000.000 δραχμών. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, ως απαράδεκτος, διότι, ναι μεν η διάταξη του άρθρου 932 του Αστικού Κώδικα, με την οποία προβλέπεται η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, τυγχάνει εφαρμογής και επί της κατά το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ αδικοπραξίας, όμως, ο ανωτέρω λόγος, όπως προβάλλεται, στρέφεται αποκλειστικά κατά της ανέλεγκτης κατ’ αναίρεση ουσιαστικής εκτιμήσεως του δικάσαντος δικαστηρίου, που αφορά στο ύψος του ποσού της χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης του αιτούντος.


ΕλΣυν/Τμ.1/51/2015

Παραγραφή. Οι οιασδήποτε φύσεως μισθολογικές αξιώσεις των με οποιαδήποτε έννομη σχέση υπαλλήλων του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των δημοτικών νομικών προσώπων, έστω και αν αυτές βασίζονται σε παρανομία των οργάνων αυτών ή στις διατάξεις από αδικαιολόγητο πλουτισμό, δηλαδή είτε πρόκειται για ευθεία αγωγή κατά του Δημοσίου/Ο.Τ.Α. ή δημοτικού νομικού προσώπου του λόγω αρνήσεως ή καθυστερήσεως καταβολής των αποδοχών ή αποζημιώσεων για οποιοδήποτε λόγο κατά την έννοια που προσδίδουν τα όργανα αυτών στο νόμο, είτε πρόκειται για αγωγή αποζημιώσεως κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, εξ αιτίας παραλείψεως οφειλομένης νόμιμης ενέργειας των οργάνων του Δημοσίου ή των Ο.Τ.Α. ή των δημοτικών νομικών προσώπων, ως προϋποθέσεως για την θεμελίωση των σχετικών αξιώσεων, υπόκεινται σε διετή παραγραφή.


ΣΤΕ 3485/2000

Φορολογία εισοδήματος:..Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσίβλητος συνταξιούχος υπάλληλος της .... Τράπεζας .., υπέβαλε δήλωση φορολογίας εισοδήματος με επιφύλαξη. Με αυτή δήλωσε, μεταξύ άλλων, εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, ύψους 6.770.000 δραχμών και από κινητές αξίες ύψους 705.198 δραχμών. Από τα ποσά αυτά, σύμφωνα με την πιο πάνω επιφύλαξη, ποσό 2.884.401 δραχμών αφορούσε αποζημίωση επιδικασθείσα σ΄ αυτόν με την υπ΄ αριθμ. 5575/1989 απόφαση του Εφετείου ..., λόγω παράνομης παραλείψεως προαγωγής του σε Υποδιευθυντή και Διευθυντή της εν λόγω Τράπεζας και ποσό 630.450 δραχμών αφορούσε τόκους υπερημερίας από 10.12.1987 έως 6.11.1989 επιδικασθέντες με την ίδια δικαστική απόφαση. Το δικοικητικό εφετείο, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, δέχθηκε αφενός μεν ότι το ανωτέρω ποσό των δραχμών 2.884.401 που καταβλήθηκε στον αναιρεσίβλητο μέσα στη χρήση του έτους 1989 δεν αποτελούσε μισθό αλλά απέβλεπε σε αποκατάσταση αποθετικής ζημίας αυτού λόγω παράνομης παραλείψεως προαγωγής του και συνεπώς δεν υπέκειτο σε φόρο εισοδήματος αφετέρου δε ότι το ανωτέρω ποσό των 630.458 δραχμών που καταβλήθηκε επίσης μέσα στη χρήση του 1989 και αφορά νόμιμο τόκο υπερημερίας έχει παρεπόμενο χαρακτήρα σε σχέση με το πρώτο ποσό και επομένως δεν υπέκειτο και αυτό σε φόρο εισοδήματος. Η κρίση όμως αυτή του διοικητικού εφετείου δεν είναι νόμιμη, σύμφωνα με την προεκτεθείσα έννοια των διατάξεων των άρθρων 40 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Ν.Δ. 3323/1955 και, συνεπώς, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί κατά το σχετικό μέρος, η δε υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό πρέπει να παραπεμφθεί ως προς το αναιρούμενο μέρος στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση. Επειδή το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, κρίνει ότι πρέπει ο αναιρεσίβλητος να απαλλαγεί μερικά από τη δικαστική δαπάνη, κατ΄ εφαρμογήν του άρθρου 39 παρ. 1 του Π.Δ/τος 18/1989.


ΔιοικΠρωτΠατρών/656/2021

Αστική Ευθύνη Δημοσίου-Αποζημίωση:ζητείται να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του πρώτου εναγόμενου Δημοσίου και του δεύτερου εναγόμενου Δήμου Πατρέων να καταβάλλουν στον ενάγοντα, μόνιμο υπάλληλο καθαριότητας του εναγόμενου Δήμου, το συνολικό ποσό των 1.117.730,40 ευρώ (όπως το ποσό αυτό διορθώθηκε με το νομοτύπως υποβληθέν υπόμνημα του ενάγοντος), ως αποζημίωση και ως χρηματική ικανοποίηση, κατά τα άρθρα 105 – 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα και 932 του Αστικού Κώδικα, για την αποκατάσταση της ζημίας και της ηθικής βλάβης που υπέστη ο ενάγων εξαιτίας του τραυματισμού και της μόνιμης σωματικής βλάβης (ακρωτηριασμός αριστερού άνω άκρου κατά τον καρπό) που προκλήθηκε σε αυτόν κατά την εργασία του στις 17.10.2017 από έκρηξη χειροβομβίδας κρότου – λάμψης στον Χώρο Υγειονομικής Ταφής (Χ.Υ.ΤΑ.) Ξερόλακκας Δήμου Πατρέων και οφείλεται, κατά τους ισχυρισμούς του, σε παράνομες πράξεις και παραλείψεις οργάνων των εναγομένων.(....)Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, ο ενάγων δικαιούται να λάβει: α) το ποσό των 67.800 ευρώ, που αντιστοιχεί αφενός στο κόστος αγοράς μίας μυοηλεκτρικής πρόθεσης αντιβραχίου συνολικής αξίας 33.900 ευρώ, αφετέρου στο κόστος αντικατάστασης της εν λόγω πρόθεσης μετά την παρέλευση πενταετίας από την αρχική τοποθέτηση, β) το ποσό των 400 ευρώ ως αποζημίωση λόγω αύξησης δαπανών για μετάβαση, διαμονή και διατροφή στην Αθήνα επί δύο ημέρες κάθε φορά και για δύο φορές συνολικά, ανά πενταετία, και γ) το ποσό των 60.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης. Από το ως άνω συνολικό ποσό των 128.200 ευρώ (67.800 ευρώ + 400 ευρώ + 60.000 ευρώ) πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 28.900 ευρώ, το οποίο επιδικάσθηκε προσωρινώς υπέρ του ενάγοντος με την Α824/2019 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου. Απορρίπτει την αγωγή καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά του Δήμου Πατρέων. Δέχεται εν μέρει την αγωγή, καθ’ μέρος στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου. Αναγνωρίζει την υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των ενενήντα εννέα χιλιάδων τριακοσίων (99.300) ευρώ, νομιμοτόκως από 22.7.2019 έως την εξόφληση.


ΣτΕ/3845/2000

Ερμηνεία του άρθρου 40 παρ. 1 του Ν.Δ. 3323/1955 "περί φορολογίας του εισοδήματος" Α΄ 214 (άρθρο 37 παρ. 1 του κωδικοποιητικού Π.Δ. 129/3.3.1989, Α 62)(...) Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσίβλητος συνταξιούχος υπάλληλος της Ε…, υπέβαλε δήλωση φορολογίας εισοδήματος με επιφύλαξη. Με αυτή δήλωσε, μεταξύ άλλων, εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, ύψους 6.770.000 δραχμών και από κινητές αξίες ύψους 705.198 δραχμών. Από τα ποσά αυτά, σύμφωνα με την πιο πάνω επιφύλαξη, ποσό 2.884.401 δραχμών αφορούσε αποζημίωση επιδικασθείσα σ΄ αυτόν με την υπ΄ αριθμ. 5575/1989 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, λόγω παράνομης παραλείψεως προαγωγής του σε Υποδιευθυντή και Διευθυντή της εν λόγω Τράπεζας και ποσό 630.450 δραχμών αφορούσε τόκους υπερημερίας από 10.12.1987 έως 6.11.1989 επιδικασθέντες με την ίδια δικαστική απόφαση. Το δικοικητικό εφετείο, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, δέχθηκε αφενός μεν ότι το ανωτέρω ποσό των δραχμών 2.884.401 που καταβλήθηκε στον αναιρεσίβλητο μέσα στη χρήση του έτους 1989 δεν αποτελούσε μισθό αλλά απέβλεπε σε αποκατάσταση αποθετικής ζημίας αυτού λόγω παράνομης παραλείψεως προαγωγής του και συνεπώς δεν υπέκειτο σε φόρο εισοδήματος αφετέρου δε ότι το ανωτέρω ποσό των 630.458 δραχμών που καταβλήθηκε επίσης μέσα στη χρήση του 1989 και αφορά νόμιμο τόκο υπερημερίας έχει παρεπόμενο χαρακτήρα σε σχέση με το πρώτο ποσό και επομένως δεν υπέκειτο και αυτό σε φόρο εισοδήματος. Η κρίση όμως αυτή του διοικητικού εφετείου δεν είναι νόμιμη, σύμφωνα με την προεκτεθείσα έννοια των διατάξεων των άρθρων 40 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Ν.Δ. 3323/1955 και, συνεπώς, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί κατά το σχετικό μέρος, η δε υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό πρέπει να παραπεμφθεί ως προς το αναιρούμενο μέρος στο ίδιο δικαστήριο για νέα κρίση.


ΣτΕ/628/2007

Η οφειλόμενη αποζημίωση για τις πραγματοποιούμενες εφημερίες δεν αποτελεί "πρόσθετες παροχές", κατά το άρθρο 104 του Συντάγματος, δηλαδή αποδοχές δεύτερης θέσης αλλά αποδοχές για εργασία παρεχόμενη στα πλαίσια της κύριας οργανικής θέσης των ιατρών και μάλιστα υποχρεωτικά. Κρίση ότι ο αναιρεσίβλητος πραγματοποίησε τις εφημερίες για τις οποίες περιεκόπη το αιτηθέν με την αγωγή ποσό και επιδίκαση αυτού ως αποζημίωση των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ. Δεν υπήρξε αντιστροφή του βάρους απόδειξης της πραγματοποίησης των εφημεριών. Απορρίπτεται η αναίρεση (επικυρώνει την αριθμ. 663/1999 ΔΕφΠατρ). Ομοια η 629/2007 ΣτΕ.


ΝΣΚ/273/2016

Αρμόδιο όργανο για την κήρυξη εκπτώτου, κατ' άρθρο 33 του ν. 281/1914, του Διοικητικού Συμβουλίου του Φιλανθρωπικού Σωματείου «Ελεήμων Εταιρεία Αθηνών», όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του ιδίου ως άνω νόμου.(...)Από τις 1-1-2011 (έναρξη ισχύος του ν. 3852/2010) και εφεξής, αρμόδια αρχή για την κήρυξη έκπτωτου, κατ' άρθρο 33 του ν. 281/1914, του Δ.Σ. της «Ελεήμονος Εταιρείας Αθηνών», εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του ν. 281/1914, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 12 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (α.ν. 2783/1941), είναι ο κατά τόπο αρμόδιος Δήμος, και στην προκειμένη περίπτωση, ο Δήμος Αθηναίων (ομόφ).