×
register
Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΣΤΕ/ΕΑ/228/2013

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3669/2008, 3886/2010, 60/2007

Έργο διαπλατύνσεως διάυλου...Επειδή, περαιτέρω, η αιτούσα ισχυρίζεται ότι εντός του κατατεθέντος φακέλου της προσφοράς είχε το σύνολο των απαιτουμένων από την διακήρυξη 618 μηχανοσήμων, προς απόδειξη δε του εν λόγω ισχυρισμού υπέβαλε, με το από 7.6.2013 υπόμνημά της ενώπιον της Επιτροπής Αναστολών, δύο ένορκες βεβαιώσεις, μιάς υπαλλήλου και ενός συνεργάτη της, οι οποίοι βεβαιώνουν ότι στον φάκελο της προσφοράς είχαν τοποθετηθεί 620 μηχανόσημα, ήτοι δύο παραπάνω από τα απαιτούμενα από την διακήρυξη. Ο ανωτέρω ισχυρισμός είναι απορριπτέος, διότι με τις προαναφερθείσες ένορκες βεβαιώσεις δεν ανατρέπεται, πάντως, το πραγματικό γεγονός ότι επί του εντύπου της οικονομικής προσφοράς της αιτούσης είναι επικολλημένα 608 ένσημα. Τέλος, αν έχει την έννοια ότι προβάλλει μη τήρηση του ενιαίου μέτρου κρίσεως, είναι απορριπτέα και η περαιτέρω αιτίαση, ότι η Επιτροπή του Διαγωνισμού δεν ετήρησε αυστηρή τυπικότητα με το να δεχθεί από μη εξουσιοδοτημένο πρόσωπο την δήλωση παραιτήσεως άλλου διαγωνιζομένου (της εταιρείας “…”) από ενστάσεις κατά του αποκλεισμού του, ο οποίος είχε χωρήσει λόγω εκπροθέσμου υποβολής της προσφοράς του άλλου αυτού διαγωνιζομένου. Και τούτο, λόγω της προδήλου ελλείψεως ταυτότητος των συνθηκών στις δύο περιπτώσεις.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΣΤΕ ΕΑ/189/2015

Εκμίσθωση αποτεφρωτήρα επικινδύνων αποβλήτων:..Η αιτούσα, αν και με το από 3.8.2015 υπόμνημά της επί των αιτιάσεων της απορριπτικής της προδικαστικής προσφυγής αποφάσεως προβάλλει ότι ειδικά τεχνικά χαρακτηριστικά της σύμβασης επιβάλλουν την πρόβλεψη του προσόντος της εμπειρίας στο πρόσωπο του φορέως και όχι των στελεχών του, εντούτοις, ούτε με την προδικαστική προσφυγή ούτε με την κρινόμενη αίτηση, όπως εξειδικεύτηκε με το ως άνω υπόμνημα, εξειδικεύει για ποιο λόγο αποκλείεται η συμμετοχή της στον διαγωνισμό ή καθίσταται δυσχερής η υποβολή προσφοράς σε αυτόν από την πρόβλεψη του συγκεκριμένου όρου. Εξ άλλου, με τα ανωτέρω εκτιθέμενα στην 265/28.7.2015 απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής του ΕΔΣΝΑ, αιτιολογείται, κατ΄ αρχήν, η πρόβλεψη του ανωτέρω όρου, ο οποίος, άλλως τε, ως εκ της φύσεώς του, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παραβιάζει τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος ή τους κανόνες του ενωσιακού δικαίου. Υπό τα δεδομένα αυτά, δεν πιθανολογείται σοβαρώς ως βάσιμος ο λόγος αυτός.


ΣΤΕ/2611/2018

Προμήθειες.Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι μη νομίμως αποκλείστηκε η προσφορά της αιτούσης για το ένδικο είδος, λαμβανομένου υπόψη ότι, σύμφωνα με τη σαφή και πλήρη ρύθμιση των όρων 16.4. και 16.5 της διακήρυξης, δεν προβλέπεται η υποβολή των δειγμάτων - mock ups με την κατάθεση ηλεκτρονικώς του φακέλου της προσφοράς, αλλά το πρώτον εντός τριημέρου από την ηλεκτρονική κατάθεση της προσφοράς, μέσα σε κλειστό φάκελο, μαζί με τα πρωτότυπα φύλλα οδηγιών χρήσης των ουσιών. Στους όρους δε αυτούς της Διακήρυξης προβάλλεται ότι συμμορφώθηκε η αιτούσα υποβάλλοντας εμπροθέσμως μέσα σε κλειστό φάκελλο τα πρωτότυπα δείγματα mock ups, γεγονός που δεν αμφισβητείται μεν από την αναθέτουσα αρχή, πλην, όμως, δεν αξιολογήθηκε από αυτήν. Ενόψει των γενομένων δεκτών στην προηγούμενη σκέψη ως προς την έννοια των δύο αυτών όρων της διακήρυξης, σε συνδυασμό και με την αρχή της τυπικότητας που διέπει τις διαγωνιστικές διαδικασίες, μη νομίμως αποκλείστηκε η τεχνική προσφορά της αιτούσης για το ένδικο είδος, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση, δεδομένου ότι η ένδικη Διακήρυξη δεν προβλέπει υποχρέωση του διαγωνιζόμενου να καταθέσει ηλεκτρονικώς τα πρωτότυπα δείγματα των συσκευασιών των δραστικών ουσιών, παρελκούσης ως αλυσιτελούς της έρευνας των λοιπών λόγων ακυρώσεως. Τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από το Δημόσιο με το 390/16-2-2018 έγγραφο των απόψεών του, καθώς και με το από 7-12-2018 υπόμνημά του είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.


ΣΤΕ/ΕΑ/438/2013

Κατασκευή αποχετευτικού δικτύου...Επειδή, εν προκειμένω, αρμοδιότητα αναθέτουσας αρχής ασκεί ο Δήμος ..., δια των οργάνων του, λόγω του ότι εξουσία κατακυρώσεως του αποτελέσματος του διαγωνισμού ανατίθεται, σύμφωνα με το άρθρο 4.2 της διακηρύξεως, στην Οικονομική Επιτροπή του Δήμου ... η οποία έχει οριστεί, σύμφωνα με το άρθρο 1.3 της διακηρύξεως, ως Προϊσταμένη Αρχή (βλ. ΕΑ 536/2011, 855/2011, 857/2011). Όμως ο Δήμος ... δεν ενεργεί ως «αναθέτων φορέας», κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ.1 και 2, και 4 της Οδηγίας 2004/17/ΕΚ, δεδομένου ότι δεν ασκεί, κατά νόμο, δραστηριότητα σε σχέση με την αποχέτευση λυμάτων, αφού, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, τέτοια δραστηριότητα ασκεί η ΔΕΥΑ ... ( κύριος του έργου σύμφωνα με το άρθρο 1 της διακηρύξεως). Συνεπώς, ο επίδικος διαγωνισμός εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2004/17/ΕΚ και εμπίπτει, εξ απόψεως αντικειμένου αλλά και ύψους προϋπολογισμού, στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, και ως εκ τούτου η υπό κρίση διαφορά διέπεται από τις διατάξεις του ν.3886/2010 (βλ. ΕΑ 855/2011, 857/2011, 536/2011, 404/2011). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 3 παρ.3 του νόμου αυτού, που καθιδρύει εξαιρετική αρμοδιότητα του Συμβουλίου Επικρατείας για την εκδίκαση αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων, αρμόδιο για την εκδίκαση της υπό κρίση αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων είναι, ενόψει του ύψους του προϋπολογισμού της υπό ανάθεση σύμβασης (9.680.000 ευρώ με ΦΠΑ), το Διοικητικό Εφετείο της έδρας της αναθέτουσας αρχής, ήτοι το Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης ( βλ. ΕΑ 384/2011, 536/2011).


ΑΕΠΠ/1477/2021

Με την προδικαστική προσφυγή, η προσφεύγουσα κοινοπραξία ζητά την ακύρωση της απόφασης της Οικονομικής Επιτροπής με αρ. 156/2021, που απέρριψε την προσφορά της για την ανάθεση της σύμβασης έργου «…………………». Το αντικείμενο της σύμβασης αφορά δημόσια έργα προϋπολογισμένης αξίας 500.000€ (συμπ. ΦΠΑ). Η προσφυγή βασίζεται σε δύο κύριους λόγους: πρώτον, ότι η απορρίψει έγινε χωρίς να κληθεί η κοινοπραξία να συμπληρώσει ένορκες βεβαιώσεις για μη υπαγωγή σε πτωχευτικό συμβιβασμό, και δεύτερον, χωρίς να κληθεί να προσκομίσει υπεύθυνες δηλώσεις για την ακρίβεια δύο βεβαιώσεων της Ε.Ε.Τ.Ε.Μ. Η προσφυγή επικαλείται νέες διατάξεις του νόμου που αποτρέπουν αδικαιολόγητους αποκλεισμούς για τυπικούς λόγους.


ΣΤΕ/ΕΑ/748/2010

Διαγωνισμός για την ανάδειξη αντιδραστηρίων και αναλωσίμων...Επειδή, διαγωνιζόμενος ο οποίος νομίμως αποκλείεται από διαγωνισμό, δεν έχει έννομο συμφέρον να αμφισβητήσει τη νομιμότητα συμμετοχής άλλου διαγωνιζομένου δεδομένου ότι με τον αποκλεισμό του καθίσταται τρίτος ως προς το διαγωνισμό. Κατ’ εξαίρεση διατηρεί έννομο συμφέρον προβολής του ισχυρισμού ότι κατά παράβαση του ενιαίου μέτρου κρίσης έγινε αποδεκτή η συμμετοχή άλλου διαγωνιζομένου για τον οποίο συντρέχει ο ίδιος λόγος αποκλεισμού ( Ε.Α. 684, 311/2009 κ.α.). Ενόψει τούτων η αιτούσα, η οποία νομίμως, κατά τα προεκτεθέντα, αποκλείστηκε από το διαγωνισμό, άνευ εννόμου συμφέροντος στρέφεται κατά της συμμετοχής στη διαδικασία της παρεμβαίνουσας εταιρείας “…” χωρίς να προβάλει παράβαση του ενιαίου μέτρου κρίσης.Επειδή, ενόψει των ανωτέρω πιθανολογείται σοβαρώς ότι η απόρριψη της προαναφερόμενης προσφοράς παρίσταται νόμιμη. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση και να γίνει δεκτή η παρέμβαση.


ΣτΕ/423/2011

Επειδή, στο άρθρο 4 παρ. 3 του Ν. 3886/2010 ορίζεται ότι «Δεν επιτρέπεται η άσκηση προδικαστικής προσφυγής κατά πράξης, η οποία δέχεται εν όλω ή εν μέρει προσφυγή άλλου προσώπου». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, σε περίπτωση που γίνει εν λόγω ή εν μέρει δεκτή η προδικαστική προσφυγή άλλου προσώπου ο διαγωνιζόμενος που θίγεται από την πράξη αυτή δεν μπορεί να ασκήσει προδικαστική προσφυγή κατ’ αυτής, αλλά έχει τη δυνατότητα να ασκήσει απευθείας αίτηση ασφαλιστικών μέτρων (πρβλ. ΣτΕ ΕΑ 618/2010). Σε περίπτωση, όμως, που έχει αρχικά απορριφθεί η προσφορά ενός διαγωνιζόμενου και, στη συνέχεια, μετά από άσκηση σχετικής προδικαστικής προσφυγής που γίνεται δεκτή, η προσφορά αυτή κριθεί τελικώς αποδεκτή, άλλος διαγωνιζόμενος που επιδιώκει την απόρριψη της προσφοράς του πρώτου, έχει τη δυνατότητα είτε να ασκήσει απευθείας αίτηση ασφαλιστικών μέτρων κατά της πράξης που δέχθηκε την προδικαστική προσφυγή του συνδιαγωνιζόμενου αντικρούοντας τους λόγους για τους οποίους η προδικαστική αυτή προσφυγή έγινε δεκτή, είτε, εφόσον επιθυμεί να προβάλλει νέο λόγο αποκλεισμού της προσφοράς του ανταγωνιστή του, ο οποίος δεν εξετάστηκε από την οικεία επιτροπή του διαγωνισμού, να ασκήσει νέα προδικαστική προσφυγή κατά της πράξης που δέχθηκε την προδικαστική προσφυγή του συνδιαγωνιζόμενού του. Στην τελευταία αυτή περίπτωση η προδικαστική προσφυγή είναι παραδεκτή, παρά το γεγονός ότι στρέφεται κατά πράξης που δέχεται την προδικαστική προσφυγή άλλου. Και τούτο, διότι, εφόσον η προσφορά ενός διαγωνιζόμενου απορρίπτεται ήδη από την οικεία επιτροπή για ορισμένο λόγο, άλλος διαγωνιζόμενος δεν έχει έννομο συμφέρον ούτε και μπορεί να αξιωθεί από αυτόν να επιδιώξει την απόρριψη της προσφοράς για διαφορετικό ή και για διαφορετικό λόγο. Εάν, επομένως, ο αρχικός λόγος απόρριψης της προσφοράς διαγωνιζόμενου, μετά από άσκηση προδικαστικής προσφυγής του διαγωνιζόμενου αυτού, κριθεί αβάσιμος με αποτέλεσμα να θεωρηθεί τελικώς αποδεκτή η προσφορά, άλλος διαγωνιζόμενος που φρονεί ότι η προσφορά αυτή πρέπει εντούτοις να απορριφθεί για διαφορετικό λόγο μπορεί, αλλά και υποχρεούται, να ασκήσει προδικαστική προσφυγή κατά της πράξης αποδοχής της προδικαστικής προσφυγής του ανταγωνιστή του. Εξάλλου, στην περίπτωση αυτή δεν είναι δυνατό να ασκηθεί απευθείας αίτηση ασφαλιστικών μέτρων κατά της πράξης που έκανε δεκτή την προδικαστική προσφυγή άλλου, διότι οι σχετικοί λόγοι θα προβάλλονταν το πρώτον με την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων χωρίς να έχει προηγουμένως δοθεί η δυνατότητα στην αναθέτουσα αρχή να αποφανθεί σχετικά.


ΣΤΕ/150/2011

Μετακινήσεις ερευνητών...Επειδή, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην 7η σκέψη, η ημερομηνία υπογραφής της υπεύθυνης δήλωσης πρέπει, κατ’ αρχήν, να συμπίπτει με την ημερομηνία υποβολής της προσφοράς. Αν όμως από τα στοιχεία του φακέλου μπορεί να συναχθεί ότι από προφανή παραδρομή οι υπεύθυνες δηλώσεις διαγωνιζομένου φέρουν ημερομηνία μεταγενέστερη της ημερομηνίας υποβολής της προσφοράς του σε διαγωνισμό, περίπτωση που ανακύπτει ιδίως όταν η ημερομηνία που φέρουν οι υπεύθυνες δηλώσεις διαγωνιζομένου είναι όχι απλώς μεταγενέστερη της ημερομηνίας υποβολής της προσφοράς του αλλά μεταγενέστερη και της καταληκτικής ημερομηνίας υποβολής των προσφορών για το συγκεκριμένο διαγωνισμό και μάλιστα όταν αυτή συμπίπτει με την ημερομηνία διεξαγωγής του διαγωνισμού, η πλημμέλεια αυτή των υπεύθυνων δηλώσεων δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια τον αποκλεισμό του από τον διαγωνισμό (Πρβλ. και Σ.τ.Ε. 2017/2010). Τούτο, διότι στην περίπτωση αυτή μπορεί ευλόγως να θεωρηθεί ότι ο διαγωνιζόμενος, που, άλλωστε, δεν παραβιάζει κατ’ ουσίαν τον σχετικό όρο της διακηρύξεως, υπέπεσε στην παραδρομή συγχέοντας την ημερομηνία υποβολής της προσφοράς του με την καταληκτική ημερομηνία υποβολής των προσφορών ή με την ημερομηνία διεξαγωγής του διαγωνισμού. Με τα δεδομένα αυτά, η κρινόμενη αίτηση ασφαλιστικών μέτρων θα έπρεπε να γίνει δεκτή και να διαταχθούν ως κατάλληλα ασφαλιστικά μέτρα η αναστολή της εκτέλεσης του 205/2.11.2010 πρακτικού του Ειδικού Επταμελούς Οργάνου της Επιτροπής Ερευνών του καθ’ου Πανεπιστημίου, η αξιολόγηση της τεχνικής προσφοράς της αιτούσας και η περαιτέρω συνέχιση του διαγωνισμού με τη συμμετοχή της. Ενόψει όμως αντίθετης νομολογίας επί του θέματος αυτού (Ε.Α. 43/2010), η Επιτροπή κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στην Επιτροπή υπό πενταμελή σύνθεση κατ’ άρθρο 10 του ν. 3900/2010 (Α΄213).


ΕλΣυν/Τμ.6/467/2011

Στο άρθρο 3 (άρθρο 2 οδηγίας 2004/18/ΕΚ) του π.δ. 60/2007 «Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ «περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών» …» (ΦΕΚ Α΄ 64) ορίζεται ότι: «Οι αναθέτουσες αρχές αντιμετωπίζουν τους οικονομικούς φορείς ισότιμα και χωρίς διακρίσεις ενεργώντας με διαφάνεια». Σύμφωνα με το περιεχόμενο της διάταξης αυτής στο πλαίσιο του συντονισμού σε κοινοτικό επίπεδο των διαδικασιών για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων, κύριος σκοπός είναι η κατάργηση των περιορισμών στην ελευθερία εγκαταστάσεως, παροχής υπηρεσιών και προϊόντων στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων προκειμένου να ισχύσει πραγματικός ανταγωνισμός μεταξύ των οικονομικών φορέων των κρατών μελών και, περαιτέρω, η αποσόβηση του κινδύνου να προτιμηθούν οι ημεδαποί υποψήφιοι κατά τη σύναψη συμβάσεως καθώς και ο αποκλεισμός του ενδεχομένου η δημοσίου δικαίου αναθέτουσα αρχή να καθορίζει τη στάση της με βάση εκτιμήσεις μη οικονομικής φύσεως (ΔΕΚ C-380/98 University of Cambridge, σκέψεις 16-17, C-285/99 Lombardini σκέψεις 34-38, όπου περαιτέρω παραπομπές). Περαιτέρω, στο άρθρο 51 του ίδιου π.δ. (άρθρο 53 Οδηγίας 2004/18/ΕΚ) ορίζεται ότι: «1. (…) τα κριτήρια βάσει των οποίων οι αναθέτουσες αρχές αναθέτουν τις δημόσιες συμβάσεις, είναι: όταν η σύμβαση ανατίθεται στην πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά κατά την κρίση της αναθέτουσας, κριτήρια συνδεόμενα με το αντικείμενο της συγκεκριμένης δημόσιας σύμβασης, ιδίως η ποιότητα, η τιμή, η τεχνική αξία, τα αισθητικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά, τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά, το κόστος λειτουργίας, η αποδοτικότητα, η εξυπηρέτηση μετά την πώληση και η τεχνική συνδρομή, η ημερομηνία παράδοσης και η προθεσμία παράδοσης ή εκτέλεσης (…)». Από το συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων, συνάγεται ότι το στάδιο του ελέγχου της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων είναι διακριτό από εκείνο της ανάθεσης της σύμβασης, αφού αποτελούν δύο αυτοτελείς διαδικασίες και διέπονται από διαφορετικούς κανόνες, ακόμα και στις περιπτώσεις που κατά την κείμενη νομοθεσία πραγματοποιούνται ταυτόχρονα. Ειδικότερα, ο έλεγχος της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων, που λογικά και χρονικά προηγείται της ανάθεσης της σύμβασης και συνδέεται με την αποδοχή ως υποψηφίων διαγωνιζομένων μόνον όσων πληρούν ένα ελάχιστο επίπεδο οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας και τεχνικών ή και επαγγελματικών ικανοτήτων, γίνεται από την αναθέτουσα αρχή σύμφωνα με τα κριτήρια οικονομικής, χρηματοδοτικής και τεχνικής ικανότητας (κριτήρια ποιοτικής επιλογής, που αναφέρονται στα άρθρα 45 έως 50 του π.δ. 60/2007), για την αξιολόγηση των οποίων προσκομίζονται αντίστοιχα δικαιολογητικά. Η ανάθεση της σύμβασης γίνεται αφού ελεγχθεί η καταλληλότητα του διαγωνιζομένου και πραγματοποιείται σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζει η διακήρυξη βάσει είτε της χαμηλότερης τιμής είτε της πιο συμφέρουσας οικονομικά προσφοράς. Όταν η ανάθεση της συμβάσεως γίνεται βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς, καταλείπεται στην αναθέτουσα αρχή περιθώριο επιλογής ως προς τον καθορισμό των επιμέρους κριτηρίων, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν για την ανάδειξη του αναδόχου, όμως, η επιλογή αυτή αφορά αποκλειστικά τα κριτήρια βάσει των οποίων θα καθορισθεί η πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά και μόνον. Ως εκ τούτου, δεν δύνανται να ανάγονται σε κριτήρια αναθέσεως, τα στοιχεία βάσει των οποίων πιστοποιείται η τεχνική και επαγγελματική επάρκεια των διαγωνιζομένων, προκειμένου να τους επιτραπεί η συμμετοχή στο διαγωνισμό (δηλαδή τα κριτήρια ποιοτικής επιλογής), τα οποία μόνον στο πλαίσιο του ελέγχου της συνδρομής των τυπικών προϋποθέσεων συμμετοχής στο διαγωνισμό μπορούν να εκτιμηθούν (ΔΕΚ απόφαση της 20.9.1988, C-31/1987, Beentjes, Συλλογή 1988, σελ. 4635, σκέψεις 17 έως 20 και 24, απόφαση της 19.6.2003, C-315/2001, Gesellschaft fur Abfallentsorgungs-Technik GmbH (GAT), σκέψεις 59 έως 67, απόφαση της 24.1.2008, C-532/2006, Εμ. Γ. Λιανάκης Α.Ε., σκέψεις 26 έως 32, απόφαση της 12.11.2009, C-199/2007 Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, σκέψεις 50 έως 58, ΣτΕ 2229/2010, 1128/2009, Ε.Α. ΣτΕ 1318/2009, 1148/2009, 101/2009). Ο Σύμβουλος Γεώργιος Βοΐλης διατύπωσε την εξής γνώμη: Όταν η ανάθεση της συμβάσεως γίνεται βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας προσφοράς καταλείπεται στην αναθέτουσα αρχή περιθώριο επιλογής ως προς τον καθορισμό των επί μέρους κριτηρίων τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν για την επιλογή του αναδόχου. Και ναι μεν εκτός από την προσφερόμενη τιμή μπορεί να τίθενται και κριτήρια συνδεόμενα με την ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών και την οργάνωση του διαγωνιζομένου για την εκτέλεση της συγκεκριμένης συμβάσεως, δεν δύνανται ωστόσο να άγονται σε κριτήρια αναθέσεως, τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 45 και 46 του π.δ. 60/2007 δηλαδή τα στοιχεία εκείνα, βάσει των οποίων πιστοποιείται η οικονομική φερεγγυότητα και η τεχνική και επαγγελματική επάρκεια των διαγωνιζομένων προκειμένου να τους επιτραπεί η συμμετοχή στο διαγωνισμό (τ


ΑΕΠΠ/205/2019

Με την προδικαστική προσφυγή, ο προσφεύγων ζητά την ακύρωση της απόφασης με αριθμό 422/2018 της Οικονομικής Επιτροπής Δήμου, η οποία εγκρίνει το πρακτικό του Ηλεκτρονικού Ανοιχτού Διαγωνισμού και την κατακύρωση της σύμβασης έργου στον παρεμβαίνοντα. Το αντικείμενο της σύμβασης αφορά την «Διαμόρφωση Δημόσιων Οδών της περιοχής... πόλης...» με εκτιμώμενη αξία 161.290,32 € χωρίς ΦΠΑ. Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι ο παρεμβαίνων δεν πληροί τις προϋποθέσεις της διακήρυξης, καθώς τα υποβληθέντα δικαιολογητικά (βεβαιώσεις ΤΕΕ, βεβαιώσεις ανεκτελέστου υπόλοιπου, φορολογικές και ασφαλιστικές ενημερότητες, ένορκες βεβαιώσεις κ.λπ.) είχαν λήξει κατά την υποβολή τους ή ήταν ελλιπή. Επιπλέον, ισχυρίζεται ότι η αναθέτουσα αρχή δεν ακολούθησε τη νόμιμη διαδικασία για τη συμπλήρωση των δικαιολογητικών πριν την κατακύρωση, παραβιάζοντας τις διατάξεις του νόμου 4412/2016.


ΣΤΕ/880/2016

Κατασκευή αυτοκινητόδρομου...Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι η αιτούσα δεν ήταν φορολογικώς ενήμερη από τον Νοέμβριο του 2013 έως και τις 20.2.2015 (βλ. τα υπ’ αριθμ. 12543/16.3.2015 και 18512/16.4.2015 έγγραφα του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. … προς το Γραφείο του Νομικού Συμβούλου του Υπουργείου Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού, Γενική Γραμματεία Υποδομών, σε συνδυασμό με τις προσκομιζόμενες από την παρεμβαίνουσα «….», «ανακοινώσεις» της αιτούσης «[σχετικά] με επιχειρηματικές/ οικονομικές εξελίξεις στην εταιρία», κατά τα προβλεπόμενα από τον Κανονισμό του Χρηματιστηρίου Αθηνών). Συνέτρεχε, συνεπώς, σύμφωνα με τα αναλυτικώς εκτιθέμενα στις προηγούμενες σκέψεις, κώλυμα συμμετοχής της αιτούσης εταιρείας στην διαδικασία, η οποία θα έπρεπε, όπως προβάλλεται, να προκηρυχθεί για την ανάθεση των επίδικων έργων, τόσο κατά τον χρόνο, στον οποίο ανάγονται οι λογιζόμενες ως προσβαλλόμενες με την αίτηση ακυρώσεως υπουργικές αποφάσεις και κατά τον οποίο συνήφθησαν οι επίμαχες τροποποιητικές συμβάσεις παραχώρησης (28.11.2013 και 29.11.2013), όσο και κατά τον χρόνο άσκησης του ενδίκου βοηθήματος με την κατάθεση του δικογράφου στο Συμβούλιο της Επικρατείας στις 10.2.2014. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην σκέψη 10, το κρινόμενο ένδικο βοήθημα ασκείται άνευ εννόμου συμφέροντος τόσο κατά το μέρος που συνιστά αίτηση ακυρώσεως όσο και κατά το μέρος που αποτελεί προσφυγή του άρθρου 8 του ν. 3886/2010, είναι δε απορριπτέοι όλοι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί που προβάλλει η αιτούσα με το, κατατεθέν εντός της ταχθείσης κατά την συζήτηση προθεσμίας, από 5.5.2015 υπόμνημα. Ειδικότερα, ο μεν ισχυρισμός ότι, κατά την συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο στις 21.4.2015, η αιτούσα ήταν φορολογικώς ενήμερη, προς απόδειξη του οποίου προσκομίσθηκε το εκδοθέν επ’ ονόματί της, υπ’ αριθμ. 5913/3.4.2015 αποδεικτικό ενημερότητας για χρέη προς το Δημόσιο της Δ.Ο.Υ. … (ισχύος μέχρι 3.5.2015), είναι άμοιρος νομικής επιρροής, διότι, κατά τα προαναφερθέντα, δεν αρκεί, για την θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος προς άσκηση του υπό κρίση ενδίκου βοηθήματος, η συνδρομή των προϋποθέσεων για την έκδοση του αποδεικτικού ενημερότητας μόνο κατά τον χρόνο συζήτησης της υπόθεσης. Είναι δε αόριστος και αναπόδεικτος ο ισχυρισμός ότι, σε περίπτωση που, αντί της επίδικης απ’ ευθείας αναθέσεως διά της υπογραφής τροποποιητικών συμβάσεων, είχε προκηρυχθεί διαγωνισμός, θα μπορούσε «να αποκτηθεί [το ελλείπον πιστοποιητικό] ανά πάσα στιγμή έως την καταληκτική ημερομηνία κατάθεσης της προσφοράς». Τέλος, προβάλλεται ότι για το γεγονός ότι η αιτούσα δεν ήταν φορολογικά ενήμερη «για κάποιο χρονικό διάστημα», φέρει την «πλήρη ευθύνη» το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο, δυνάμει δικαστικής αποφάσεως και διοικητικής πράξεως, «έφερε ληξιπρόθεσμη οφειλή προς την [ήδη αιτούσα] ποσού 4.604.901,17 ευρώ νομιμοτόκως». Προς απόδειξη του τελευταίου αυτού ισχυρισμού προσκομίσθηκαν η απόφαση 1409/2009 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών καθώς και η απόφαση 17978/21.8.2014 της Υπουργού Τουρισμού. Με την εν λόγω δικαστική απόφαση αναγνωρίζεται οφειλή του Δημοσίου προς την κοινοπραξία με την επωνυμία «Κοινοπραξία Καζίνο Αθηνών», μέλος της οποίας είναι η αιτούσα, ενώ με την ανωτέρω πράξη της Υπουργού εγκρίνεται δαπάνη υπέρ της ως άνω κοινοπραξίας σε εκτέλεση της προμνησθείσης δικαστικής απόφασης. Ανεξαρτήτως, όμως, του ότι μόνα τα στοιχεία που επικαλείται και προσκομίζει η αιτούσα δεν αρκούν για να αποδειχθεί η συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων εκδόσεως αποδεικτικού ενημερότητας κατά τον κρίσιμο χρόνο, ο εξεταζόμενος ισχυρισμός είναι, πάντως, απορριπτέος, διότι δεν αμφισβητείται ότι η αιτούσα δεν ήταν φορολογικά ενήμερη και δεν προβάλλεται ότι με απόφαση δικαστηρίου είχε ακυρωθεί, ως μη νόμιμη, απόφαση της αρμόδιας Αρχής να της χορηγήσει αποδεικτικό ενημερότητας.