Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΑΕΠΠ/619/2019

Τύπος: Προδικαστικές Προσφυγές

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

Η προσφεύγουσα αιτείται την ακύρωση της διακήρυξης, συγκεκριμένα κατά του όρου 2.2.6, σημείο 2, ο οποίος αφορά την τεχνική ικανότητα και την απαιτούμενη προηγούμενη εμπειρία από την εκτέλεση αντίστοιχων έργων. Ζητεί επαναληπτική διάθεση του διαγωνισμού με νέα διακήρυξη, χωρίς τον παράνομο και καταχρηστικό όρο. Το αντικείμενο της σύμβασης είναι η παροχή υπηρεσιών τεχνικής υποστήριξης (ΣΤΥ) της ΕΥΔ ΕΠΑΝΕΚ, με ειδικότερες ενότητες όπως υποστήριξη σε δράσεις προγραμματισμού, αξιολόγηση πράξεων, διαχείριση πράξεων, εποπτεία φορέων και διαχείριση τεχνικής βοήθειας.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΝΣΚ/219/2017

Αρμοδιότητα των ΟΤΑ α΄ βαθμού για την άσκηση εποπτείας επί των φιλανθρωπικών σωματείων και ιδρυμάτων.(..)1. Στους Δήμους περιήλθε από τις 1-1-2011, η άσκηση εποπτείας επί των φιλανθρωπικών σωματείων που η λειτουργία τους εκτείνεται εντός των ορίων της χωρικής τους αρμοδιότητας και των ιδρυμάτων που έχουν αυτά συστήσει, προκειμένου να παρέχουν υπηρεσίες οργανωμένης περίθαλψης (άρθρο 94 παρ. 3Β περ. 11 του ν. 3852/2010). Στην εποπτεία, η οποία αφορά στον έλεγχο των πράξεων διοίκησης και διαχείρισης της περιουσίας των ιδρυμάτων αυτών - και δεν πρέπει να συγχέεται με τον έλεγχο των προϋποθέσεων ίδρυσης και λειτουργίας τους, ως φορέων κοινωνικής πρόνοιας – περιλαμβάνεται και η έγκριση του προϋπολογισμού τους. Ειδικότερα η εποπτεία αυτή διέπεται από το ν. 281/1914 (που δεν καταργήθηκε), το ν.δ. 1111/1972, που περιλαμβάνει ειδικότερες ρυθμίσεις για τα ειδικώς αναγνωρισμένα φιλανθρωπικά σωματεία (άρθρα 18-27) και συμπληρωματικά από τα άρθρα 78 επ. του Α.Κ. (περί σωματείων). 2. Αναφορικά με τα ιδρύματα του άρθρου 6 του ν.δ. 1111/1972 εφαρμόζονται οι διατάξεις του - εκδοθέντος κατά τα άρθρα 108 επ. του Α.Κ. και 6 του ν.δ. 1111/1972 – διατάγματος, περί εγκρίσεως της σύστασης εκάστου φιλανθρωπικού ιδρύματος και κύρωσης του οργανισμού του. 3. Στους Δήμους έχει περιέλθει ομοίως και η αρμοδιότητα παρακολούθησης και ελέγχου των επιχορηγήσεων γενικώς σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, τα οποία επιδιώκουν κοινωφελείς σκοπούς (ομόφ)..


ΕΣ/ΤΜ.1/540/2017

Δημοσιονομική διόρθωση ποσού...Εξάλλου, ο συναγόμενος, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι πλημμελής διότι ο έλεγχος για την υλοποίηση της πράξης διενεργήθηκε και, ακολούθως, η σχετική 375/20.12.2010 έκθεση ελέγχου συντάχθηκε από την εν λόγω ΕΥΔ, δηλαδή από την αναθέτουσα αρχή, υπό την παράλληλη ιδιότητά της ως Διαχειριστικής Αρχής του Ε.Π. «Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού», είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο διότι: α) σύμφωνα με όσα έγιναν ανωτέρω δεκτά, η ευθύνη, εν προκειμένω, της εκκαλούσας, ως τελικού αποδέκτη της χρηματοδότησης, βασίζεται στο πραγματικό γεγονός της μη ολοκλήρωσης του φυσικού αντικειμένου της πράξης, η δε προσβαλλόμενη καταλογιστική απόφαση για την ανάκτηση της αχρεωστήτως καταβληθείσας χρηματοδότησης εκδόθηκε από την αρμόδια ελεγκτική αρχή κατά δεσμία αρμοδιότητα ως απλή συνέπεια της διαπίστωσης ότι δεν συνέτρεχαν οι όροι καταβολής της χρηματοδότησης, χωρίς να συναρτάται με αξιολογικές κρίσεις και δεν ελέγχεται, ως εκ τούτου, ως προς τις εγγυήσεις αμερόληπτης κρίσης των οργάνων της, β) με τις διατάξεις του άρθρου 7 (παρ. 1 εδ. β΄) του ν. 2860/2000 ρητώς προβλέπεται ότι στις περιπτώσεις πράξεων τεχνικής βοήθειας η άσκηση των αρμοδιοτήτων της διαχειριστικής αρχής είναι συμβατή με την ιδιότητα τελικού δικαιούχου, η δε εκτέλεσή τους, σύμφωνα με τον Οδηγό Διαδικασιών και Επιλέξιμων Ενεργειών Τεχνικής Βοήθειας Στήριξης του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης 2000 – 2006, γίνεται σύμφωνα με το π.δ. 4/2002, ήτοι με ανάθεση σε τρίτο οικονομικό φορέα και γ) με τις διατάξεις της 118267/20000 (ΦΕΚ Β’ 1595) ΚΥΑ, για τη σύσταση και λειτουργία της υπηρεσίας αυτής, όπου προβλέπεται ότι για το Ε.Π. «Απασχόληση και Επαγγελματική Κατάρτιση» της προγραμματικής περιόδου 2000-2006, αρμόδια για την πραγματοποίηση των ελέγχων σε ενταγμένες πράξεις και τη σύνταξη των σχετικών εκθέσεων ελέγχου είναι η Μονάδα Γ Προεγκρίσεων και Επιτόπιων Επαλη­θεύσεων, ενώ αρμόδια για την εκτέλεση των έργων τεχνικής βοήθειας με τελικό δικαιούχο τη διαχειριστική αυτή αρχή, ήτοι και για την ανάθεση των σχετικών συμβάσεων σε τρίτους, είναι η Μονάδα Δ Οργάνωσης – Υποστήριξης, διασφαλίζεται επαρκώς η διάκριση αρμοδιοτήτων στο εσωτερικό της και ο αναγκαίος βαθμός αυτονομίας στην άσκηση των καθηκόντων τους. Ανεξαρτήτως δε των ανωτέρω, ο ισχυρισμός αυτός, όπως προβάλλεται, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος και για τον λόγο ότι με αυτόν, κατ’ ουσίαν, δεν αμφισβητείται η νόμιμη άσκηση της ελεγκτικής αρμοδιότητας της ανωτέρω ΕΥΔ ειδικώς κατά τη διενέργεια του ελέγχου, αποτέλεσμα του οποίου ήταν η έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης δημοσιονομικής διόρθωσης, αλλά η πάγια και δομική αμεροληψία της εν λόγω υπηρεσίας, εκ του γεγονότος ότι ως διαχειριστική αρχή του οικείου προγράμματος είναι ταυτόχρονα και φορέας εκτέλεσης των ενταγμένων σε αυτό πράξεων τεχνικής βοήθειας.(...)Κατά συνέπεια, σύμφωνα με όσα προηγουμένως κρίθηκαν και έγιναν δεκτά, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί, περαιτέρω δε να διαταχθεί η κατάπτωση του κατατεθέντος για την έφεση παραβόλου υπέρ του Δημοσίου (άρθρο 73 παρ.4 του ν. 4129/2013, ΦΕΚ Α 52) και, εκτιμωμένων των περιστάσεων, να απαλλαγεί η εκκαλούσα από τη δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 123 π.δ.1225/1981, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3472/2006, ΦΕΚ Α΄ 1354, και 275 παρ. 1 Κ.Δ.Δ.).


ΕΣ/ΚΛ.Ζ/260/2021

ΠΑΡΟΧΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ:να ελέγξει τη νομιμότητα της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου και του σχεδίου σύμβασης του Δήμου … - … με αντικείμενο τη «Φύτευση και συντήρηση χώρων πρασίνου», προϋπολογιζόμενης δαπάνης 1.491.935,48 ευρώ πλέον Φ.Π.Α. (1.850.000,00 ευρώ με το Φ.Π.Α.) και συμβατικού ποσού 1.462.096,77 ευρώ πλέον Φ.Π.Α.(....)Συνεπώς, αποκλείονται ως κριτήρια ανάθεσης εκείνα που δεν αποσκοπούν στον εντοπισμό της πλέον συμφέρουσας προσφοράς, αλλά συνδέονται με την εκτίμηση της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων να εκτελέσουν τη σύμβαση. Για τους ίδιους δε λόγους, μη νομίμως προβλέπονται σε διακήρυξη κριτήρια (ποιοτικής) επιλογής, τα οποία υποχρεωτικά συνεκτιμώνται, ήτοι αξιολογούνται και βαθμολογούνται κατά τη φάση ανάδειξης της πλέον συμφέρουσας προσφοράς. Σε κάθε περίπτωση, τα προβλεπόμενα από τη διακήρυξη κριτήρια επιλογής ή ανάθεσης πρέπει να σχετίζονται με την ορθή και αποτελεσματική εκτέλεση της συγκεκριμένης σύμβασης και να μην παρίστανται δυσανάλογα(....) μη νομίμως προβλέπονται στην παρούσα διακήρυξη (άρθρο 2.2.6) ως κριτήρια ποιοτικής επιλογής των υποψήφιων φορέων η «παρουσίαση ολοκληρωμένης έκθεσης αντιμετώπισης του έργου, προδιαγραφές της προσφερόμενης υπηρεσίας, περιβαλλοντική διαχείριση, μεθοδολογία οργάνωσης, διοίκησης και υλοποίησης του Έργου, σχεδιασμός, προγραμματισμός και παρακολούθηση - έλεγχος προόδου του έργου», καθώς δεν συνιστούν αντικειμενικούς όρους απόδειξης της γενικώς κατεχόμενης από τους ενδιαφερόμενους φορείς τεχνικής και επαγγελματικής ικανότητας να αναλάβουν την εκτέλεση της σύμβασης, αλλά σχετίζονται κατ’ εξοχήν με την ανάπτυξη και αξιολόγηση του ουσιαστικού περιεχομένου και των ποιοτικών χαρακτηριστικών των προσφορών τους, προς κάλυψη των αναγκών των ζητούμενων υπηρεσιών, με συνέπεια να βαθμολογούνται εν προκειμένω και κατά το στάδιο ανάθεσης ως επιμέρους στοιχεία της τεχνικής προσφοράς.(...)Εν προκειμένω εξάλλου δεν αναπτύχθηκε πράγματι επαρκής ανταγωνισμός, αφού στη διαδικασία συμμετείχε τελικώς ένας μόνο οικονομικός φορέας, κατά την αξιολόγηση της προσφοράς του οποίου μάλιστα δεν εφαρμόστηκε ο ρητά προβλεπόμενος στο άρθρο 3.1.3 της διακήρυξης μαθηματικός τύπος για την ανάδειξη αυτής ως της πλέον συμφέρουσας για την αναθέτουσα Αρχή. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το Κλιμάκιο κρίνει ότι κωλύεται η υπογραφή του υποβληθέντος προς έλεγχο σχεδίου σύμβασης.

ΑΝΑΚΛΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/1274/2021.


ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/282/2021

Προμήθεια και εγκατάσταση φωτιστικών σωμάτων..ζητείται η ανάκληση της 476/2020 πράξης του ΣΤ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου..Εξάλλου, κατά εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 75 του ν.4412/2016, κρίθηκε με την προσβαλλόμενη πράξη ότι, εν γένει, οι προβλεπόμενες στα άρθρα 2.2.5 και 2.2.6 της διακήρυξης απαιτήσεις χρηματοοικονομικής επάρκειας και τεχνικής ικανότητας, αν και τα περισσότερα από τα προβλεπόμενα κριτήρια επιλογής καταρχάς κινούνται εντός του πλαισίου του νόμου και έχουν κριθεί θεμιτά σε άλλες ελεγχθείσες προσυμβατικά από το Ελεγκτικό Συνέδριο συμβάσεις, σωρευτικώς εξεταζόμενες είναι δυσανάλογες του σκοπού για τον οποίο προβλέφθηκαν και αντίκεινται στις αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού και της ίσης μεταχείρισης. Τούτο, διότι με τις ως άνω διατάξεις οριοθετείται η διακριτική ευχέρεια της αναθέτουσας αρχής, να επιβάλλει, με την προκήρυξη της σύμβασης, τις απαιτήσεις εκείνες, οι οποίες, κατά την κρίση της, διασφαλίζουν ότι οι προσφέροντες διαθέτουν την αναγκαία χρηματοοικονομική επάρκεια και τις απαιτούμενες τεχνικές ικανότητες, για την εκτέλεση της υπό ανάθεση σύμβασης, επιλέγοντας τα κατάλληλα, κατά περίπτωση, κριτήρια, τα οποία, ακόμη και αν υφίσταται μία καταρχάς φαινομενική επικάλυψη σε επίπεδο εν γένει περιεχομένου ή τιτλοφόρησης, η επιμέρους διατύπωση, επεξήγηση και παραπομπή στα έγγραφα που αποδεικνύουν έκαστο εξ αυτών, καθορίζουν μία διακριτή λειτουργία ως προς τις ειδικότερες πτυχές ή τα ειδικότερα πρόσωπα, που πρέπει να συντρέχει ή τον τρόπο επίτευξης του προσόντος, αναλόγως των οποίων η εκπλήρωση του ιδίου καταρχήν προσόντος θα ληφθεί ως κριτήριο επιλογής. Στο πλαίσιο αυτό, ως εκ της, κατά τα αναλυτικώς προεκτεθέντα, ξεχωριστής λειτουργίας που επιτελεί κάθε ένα από τα κριτήρια επιλογής που τέθηκαν για τη συμμετοχή στη διαδικασία ανάθεσης της ελεγχόμενης σύμβασης στην πιστοποίηση της χρηματοοικονομικής ή τεχνικής επάρκειας των προσφερόντων, η νομιμότητα της θέσπισης τους κρίνεται ξεχωριστά για κάθε επιμέρους κριτήριο επιλογής, χωρίς να καταλείπεται περαιτέρω πεδίο σωρευτικής εκτίμησης, ενώ το νομικά οξύμωρο οι καταρχάς νόμιμες επιλογές της αναθέτουσας αρχής να οδηγούν σε μη νόμιμο αποτέλεσμα δεν συνιστά επαληθευμένο κίνδυνο, αλλά απλή, θεωρητικού χαρακτήρα, πιθανότητα. Επομένως, εν προκειμένω, η αναθέτουσα αρχή κινήθηκε εντός του κανονιστικού πλαισίου άρθρου 75 του ν.4412/2016, θεσπίζοντας εύλογες, ενόψει του αντικειμένου της ελεγχόμενης σύμβασης, απαιτήσεις ως προς τα κατώτατα όρια της οικονομικής επάρκειας και της τεχνικής ικανότητας του αναδόχου της, ήτοι εύλογες προϋποθέσεις καταλληλότητας συμμετοχής στην οικεία διαδικασία ανάθεσης.  Μετά από όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, νομίμως διαμορφώθηκαν, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 75 παρ. 1, 3, 4 και 5 του ν.4412/2016, οι ως άνω όροι της Διακήρυξης της ελεγχόμενης σύμβασης, το δε Κλιμάκιο με την προσβαλλόμενη πράξη του, κρίνοντας τα αντίθετα, πλημμελώς, όπως βασίμως προβάλλεται με τις κρινόμενες προσφυγές, εφάρμοσε τον νόμο. Επομένως, πρέπει οι κρινόμενες προσφυγές να γίνουν δεκτές, να ανακληθεί η προσβαλλόμενη πράξη και, δεδομένου ότι με την ανακαλούμενη πράξη δεν διαπιστώθηκε άλλος νόμιμος διακωλυτικός της υπογραφής του λόγος, να υπογραφεί το οικείο σχέδιο της ελεγχόμενης σύμβασης.  Ανακαλεί την 476/2020 Πράξη του ΣΤ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου


ΕΣ/ΤΜ.6/979/2019

Παροχή υπηρεσιών καθαριότητας...ζητείται η ανάκληση της 217/2019 Πράξης του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου..Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις της παρούσας, το Τμήμα κρίνει ότι κατά τα ορθώς κριθέντα από το Κλιμάκιο, οι όροι 2.2.6 και 2.2.9.2. Β4 και 2.3. της διακήρυξης σύμφωνα με τους οποίους αποτελεί κριτήριο ποιοτικής επιλογής (τεχνικής και επαγγελματικής καταλληλότητας), παράλληλα δε και κριτήριο ανάθεσης, η εκτέλεση εκ μέρους του προσφέροντος οικονομικού φορέα τουλάχιστον μίας σύμβασης ή αθροιστικά πολλών συμβάσεων ποσού ύψους ίσου ή άνω των 1.395.000 € (με Φ.Π.Α.) αποκλειστικά σε δημόσιους φορείς δεν είναι νόμιμοι. Και τούτο διότι το μεν εισάγουν ανεπίτρεπτη διάκριση της αποκτηθείσας εμπειρίας μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, χωρίς να υφίσταται αποχρών λόγος δημοσίου συμφέροντος που να τη δικαιολογεί, το δε ο σκοπός, για τον οποίο θεσπίστηκαν, μπορεί να επιτευχθεί εξίσου αποτελεσματικά και με λιγότερο περιοριστικό για την ανάπτυξη του ανταγωνισμού τρόπο. Ειδικότερα, η διασφάλιση της ικανότητας των υποψηφίων να παράσχουν τις ζητούμενες υπηρεσίες μπορεί να επιτευχθεί εξίσου αποτελεσματικά με την ύπαρξη λεπτομερών τεχνικών προδιαγραφών και τον αυστηρό έλεγχο της τήρησης αυτών, κατά το στάδιο εκτέλεσης της σύμβασης, επιπλέον δε και μέσω της απαίτησης οι υποψήφιοι να έχουν αναλάβει την παροχή ανάλογων υπηρεσιών καθαριότητας και σε ιδιωτικούς φορείς, όπως ιδιωτικά νοσοκομεία και κλινικές, οι οποίοι κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας θέτουν ομοίως με τους δημόσιους φορείς αυστηρές προδιαγραφές ως προς την παροχή των σχετικών υπηρεσιών. Η θέσπιση άλλωστε εκ μέρους των ιδιωτικών νοσοκομείων και κλινικών αυστηρών προδιαγραφών επιβάλλεται και από το γεγονός ότι και αυτά υπάγονται ομοίως, ως υγειονομικές μονάδες, στα ίδια μέτρα και όρους που επιβάλλονται από τη σχετική νομοθεσία για τη διαχείριση των ιατρικών αποβλήτων, στα οποία υπάγονται και τα δημόσια νοσοκομεία (βλ. Κ.Υ.Α. Η.Π.37591/2031/30.9.2003 “Μέτρα και όροι για τη διαχείριση ιατρικών αποβλήτων από υγειονομικές μονάδες”, Β΄ 1419). Συνεπώς, ο ισχυρισμός που προβάλλεται με την υπό κρίση αίτηση ανάκλησης και την υπέρ αυτής ασκηθείσα παρέμβαση, σύμφωνα με τον οποίο οι εν λόγω όροι είναι νόμιμοι, διότι είναι ουσιωδώς διαφορετικές οι ανάγκες, από πλευράς καθαριότητας, ενός δημοσίου νοσοκομείου από ένα ιδιωτικό θεραπευτήριο, καθώς συναρτώνται αφενός με τον ιδιαίτερο μεγάλο αριθμό επισκεψιμότητας του δημόσιου νοσοκομείου και αφετέρου με τη σύνθεση ή την ιδιαιτερότητα των κοινωνικών ομάδων που το επισκέπτονται, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος και δεν δύναται να δικαιολογήσει τον περιορισμό του ανταγωνισμού, που η θέσπισή τους συνεπάγεται. (..)Απορρίπτει την αίτηση ανάκλησης 


ΕλΣυν.Τμ.7/9/2018

ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΔΗΜΟΥ:Υπό τα ανωτέρω δεδομένα και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, η προσβαλλόμενη πράξη, όσον αφορά στον καταλογισμό του εκκαλούντος, δεν διαλαμβάνει επαρκή και πλήρη αιτιολογία. Ειδικότερα, δεν διαλαμβάνει αφενός μεν τη νομική αιτία για την οποία καθίσταται στη συγκεκριμένη περίπτωση ο ανωτέρω υπόλογος και, συνακόλουθα, υποκείμενο καταλογισμού, αφετέρου δε την ιστορική αιτία, ήτοι συγκεκριμένες πράξεις ή παραλείψεις του που να τελούν σε αιτιώδη συνάφεια με το διαπιστωθέν στην επίμαχη διαχείριση έλλειμμα. Η γενικόλογη αναφορά, που περιέχεται στην προσβαλλόμενη, η οποία έχει συμπερασματικό και μόνο χαρακτήρα ως προς την ευθύνη του εκκαλούντος Δημάρχου, χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω παράθεση των συνδεόμενων αιτιωδώς με την πληρωμή δαπανών πράξεων ή παραλείψεών του, που φέρονται ως γενεσιουργές του ελλείμματος, δεν συνιστά νόμιμη αιτιολογία και δεν καταδεικνύει την οποιαδήποτε συμβολή του στη δημιουργία του εν λόγω ελλείμματος. Συγκεκριμένα στην προσβαλλόμενη πράξη αναφέρεται ότι ο εκκαλών, με  τη μη άσκηση της δέουσας εποπτείας και επίβλεψης, δεν επέδειξε την απαιτούμενη επιμέλεια κατά την άσκηση των καθηκόντων του, αν και το έλλειμμα προήλθε εξολοκλήρου από τη διαχειριστική τακτική που εφάρμοσαν οι άμεσα εμπλεκόμενοι στην κύρια εξωταμειακή διαχειριστική διαδικασία και ιδίως ο Αντιδήμαρχος Οικονομικών … με τις ανωτέρω ήδη αναφερθείσες 2041/17.12.1998 και 2021/4.12.1998 προδήλως παράνομες ειδικές εντολές πληρωμής. Άλλωστε και την εποπτεία στην όλη διαχειριστική διαδικασία την είχε εξολοκλήρου ο εν λόγω Αντιδήμαρχος Οικονομικών .., σύμφωνα με την ανωτέρω αναφερόμενη 186/ 1998 απόφαση περί μεταβιβάσεως των σχετικών οικονομικών αρμοδιοτήτων του τέως Δημάρχου ..(παραιτηθέντος στις 28.5.1998) .. προς αυτόν. Η απλή αναφορά, όμως, στην δια παραλείψεως (με τη μη άσκηση εποπτείας) ανάμειξη του εκκαλούντος στη διαχειριστική διαδικασία, όταν μάλιστα η άσκηση αυτής έχει ήδη μεταβιβαστεί στον Αντιδήμαρχο, δεν αρκεί για τη θεμελίωση της ευθύνης του στη δημιουργία του ελλείμματος, δεδομένου ότι δεν προσδιορίζεται και η, με συγκεκριμένο ενεργό τρόπο, ανάμειξή του στην εν λόγω διαχείριση. Ειδικότερα δεν προσδιορίζεται ο αναγκαίος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των αποδιδόμενων, με την προσβαλλόμενη πράξη, στον εκκαλούντα παραλείψεων και του διαπιστωθέντος ελλείμματος, που προήλθε από την εκταμίευση των ως άνω ποσών από τον ταμία του Δήμου, καθόσον μόνη, έστω η παράλειψη εποπτείας, χωρίς περαιτέρω προσδιορισμό ιδιαίτερης διαχειριστικής δράσης, δεν καλύπτει το πραγματικό του απαιτούμενου αιτιώδους συνδέσμου στη διαδικασία δημιουργίας του ελλείμματος...Επομένως, αφού, πέραν της μη νόμιμης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξης δεν καταδείχθηκε σ’ αυτή και η αναγκαία αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των παραλείψεων του εκκαλούντος τέως Δημάρχου και των ελλειμμάτων στη διαχειριστική διαδικασία, η πράξη αυτή, όπως βασίμως προβάλλεται με την υπό κρίση έφεση, είναι ακυρωτέα ως προς τον εκκαλούντα.


ΕΣ/ΤΜ.7/42/2015

Παροχή υπηρεσιών συμβούλου για την τεχνική υποστήριξη και τη διαχείριση των συγχρηματοδοτούμενων έργων(...) Αίτηση ανάκλησης της  103/2015 Πράξη του Κλιμακίου Προληπτικού Ελέγχου Δαπανών του Τμήματος αυτού(...)Με την υπό κρίση αίτηση προβάλλεται ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία  και  εφαρμογή  του  νόμου  το  Κλιμάκιο  έκρινε  ότι  το  αντικείμενο των ανατεθεισών υπηρεσιών εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ν. 3316/2005, καθόσον  αυτές  αφορούν  υπηρεσίες υποστήριξης των υπηρεσιών (τεχνικής και διοικητικής) της επιχείρησης σχετικά με το σχεδιασμό και την κατάρτιση του επιχειρησιακού της προγράμματος, την υποβολή ολοκληρωμένων προτάσεων χρηματοδότησης έργων από μελλοντικά επιχειρησιακά προγράμματα, καθώς και την ωρίμανση και παρακολούθηση υλοποίησης έργων ενταγμένων σε προγράμματα  που  συγχρηματοδοτούνται  από  τα  Διαρθρωτικά  Ταμεία  της Ε.Ε., ενώ δεν ταυτίζονται ούτε με τις υπηρεσίες αρχιτέκτονα ούτε με τις ολοκληρωμένες υπηρεσίες μηχανικού που αναφέρονται στο άρθρο 2 παρ. 1 του νόμου αυτού. Επομένως, κατά τους ισχυρισμούς της αιτούσας, νομίμως διενεργήθηκε πρόχειρος διαγωνισμός για την ανάθεσή τους, δοθέντος ότι η προεκτιμώμενη αμοιβή του αναδόχου ανερχόταν στο ποσό των 60.000 ευρώ (χωρίς Φ.Π.Α.). Ο προβαλλόμενος αυτός λόγος είναι αβάσιμος, καθόσον, σύμφωνα και με όσα προεκτέθηκαν (ανωτέρω IV), οι προαναφερόμενες  υπηρεσίες  εντάσσονται  εννοιολογικά  στις  υπηρεσίες  του  άρθρου  1  παρ. 2 παρ. β΄  του ν. 3316/2005. Ειδικότερα, με την επίμαχη σύμβαση ανατέθηκε στην  ανάδοχο  η  παροχή  υπηρεσιών  υποστήριξης  προς  την αιτούσα σχετικά με την προετοιμασία της ένταξης έργων σε επιχειρησιακά προγράμματα και ειδικότερα τον προσδιορισμό και προγραμματισμό των αναγκαίων ενεργειών ωρίμανσης των έργων (μελέτες, αδειοδοτήσεις, εγκρίσεις), τον έλεγχο ποιότητας και πληρότητας των αναγκαίων μελετών και τη σύνταξη των τεχνικών δελτίων,  με τη διενέργεια των οικείων διαγωνισμών και τη σύναψη συμβάσεων με τους αναδόχους, καθώς και με την παρακολούθηση  και διαχείριση της υλοποίησης των έργων που εκτελούνται ή πρόκειται να εκτελεστούν.  Επίσης,  με  την  επίμαχη  σύμβαση  ανατέθηκε  στην  ανάδοχο  και η παροχή υποστηρικτικών υπηρεσιών προς τις αρμόδιες υπηρεσίες της επιχείρησης για την ένταξη νέων έργων σε κατάλληλα χρηματοδοτικά προγράμματα. Επομένως, ορθά το Κλιμάκιο έκρινε ότι η μη τήρηση της προβλεπόμενης από τις διατάξεις του άρθρου 9 του  ν. 3316/2005 διαδικασίας ανάθεσης των επίμαχων υπηρεσιών καθιστά αυτή μη νόμιμη. Στη συγκεκριμένη,  όμως,  περίπτωση  το  Τμήμα  κρίνει  ότι  τα  αρμόδια  όργανα της αιτούσας δημοτικής επιχείρησης δεν ενήργησαν προς  καταστρατήγηση των οικείων διατάξεων, αλλά γιατί υπέλαβαν, από πλάνη τους, ότι η ανάθεση των εν λόγω υπηρεσιών δεν ενέπιπτε  στο  πεδίο  εφαρμογής των διατάξεων του ν.3316/2005, η πλάνη τους δε αυτή είναι συγγνωστή, όπως βάσιμα προβάλλεται από την αιτούσα. Και τούτο, διότι η υπαγωγή των ανατεθεισών υπηρεσιών στις διατάξεις του ν.3316/2005 εμφανίζει ερμηνευτικές δυσχέρειες, ενώ, περαιτέρω, η ανάθεσή τους με τη διαδικασία του πρόχειρου διαγωνισμού, κατ’ εφαρμογή  των διατάξεων  του  άρθρου  209  του  ν.3463/2006  και  του π.δ/τος 28/1980,  πραγματοποιήθηκε  με  βάση  τα  πρότυπα  τεύχη  διακήρυξης που είχε συντάξει η Μονάδα Οργάνωσης της Διαχείρισης Αναπτυξιακών Προγραμμάτων, η οποία συνιστά μη κερδοσκοπική ανώνυμη εταιρεία του ευρύτερου δημόσιου τομέα και τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργείου Οικονομικών, σχετικά με την ανάθεση από τους Ο.Τ.Α. και τις επιχειρήσεις τους υπηρεσιών τεχνικής υποστήριξης για την ωρίμανση - υλοποίηση συγχρηματοδοτούμενων έργων (βλ. και το αναρτημένο στην ιστοσελίδα της Μ.Ο.Δ. πρότυπο τεύχος διακήρυξης για τη διενέργεια πρόχειρου διαγωνισμού ανάθεσης  υπηρεσιών  με  το  ίδιο αντικείμενο, στο προοίμιο της  οποίας γίνεται  επίκληση  των  διατάξεων  του  ν. 3463/2006,  του π.δ/τος  28/1980, του άρθρου 83 του ν. 2362/1995 και της κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσας υ.α. 35130/739/2010).Ανακαλεί την 103/2015 Πράξη του Κλιμακίου Προληπτικού Ελέγχου Δαπανών του Τμήματος αυτού


ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/1671/2024

Παροχή υπηρεσιών για την περίθαλψη αδέσποτων ζώων.(...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, το Δικαστήριο κρίνει βάσιμο τον λόγο της προσφυγής περί νομιμότητας του όρου 2.2.6. της διακήρυξης. Τούτο δε, διότι η απαίτηση, στο πλαίσιο ελέγχου της καταλληλότητας των προσφερόντων, προσκόμισης παρόμοιων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών που εκείνοι έχουν εκτελέσει στο παρελθόν σε φορείς του δημοσίου τομέα δεν εισάγει, στην προκειμένη περίπτωση, ανεπίτρεπτη διάκριση μεταξύ αυτών που απέκτησαν εμπειρία στον δημόσιο και όσων την απέκτησαν στον ιδιωτικό τομέα, αντιθέτως αποτελεί δείκτη τεχνικής ικανότητας να υλοποιήσουν συνολικά όλες τις επιμέρους δράσεις που ανατίθενται με τη σύμβαση στο προσήκον επίπεδο ποιότητας, ο οποίος δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος, ήτοι την αποτελεσματική εκπλήρωση των υποχρεώσεων του Δήμου λόγω του αυξημένου πληθυσμού των αδέσποτων ζώων που βρίσκονται εντός των διοικητικών ορίων του και την κατ΄επέκταση προάσπιση της δημόσιας υγείας και ευταξίας του Δήμου. Τούτο δε, λαμβάνοντας ειδικότερα υπόψη α) την διαχρονική και αποκλειστική εκ του νόμου υποχρέωση των δήμων για την μέριμνα και την εν γένει διαχείριση των αδέσποτων ζώων που κυκλοφορούν εντός των διοικητικών τους ορίων, β) την αναγκαιότητα της διαχείρισης εκ μέρους του προσφεύγοντος Δήμου των αδέσποτων ζώων με έναν ολοκληρωμένο τρόπο, βάσει των σαφών και ορισμένων υποχρεώσεων που διέπουν εκ του νόμου την δράση του, γ) τη φύση των παρεχόμενων με την υπό ανάθεση σύμβαση υπηρεσιών, οι οποίες είναι αλληλένδετες και αλληλεξαρτώμενες, απαιτούν δε, ενόψει της έκτασης και της διάρκειας του αντικειμένου της σύμβασης που αφορά σε μεγάλο πληθυσμό ζώων, αυξημένου επιπέδου συντονισμό, προκειμένου ο Δήμος να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στις ανωτέρω εκ του νόμου υποχρεώσεις του και ως εκ τούτου διαφοροποιούνται από τις αντίστοιχες παρεχόμενες στον ιδιωτικό τομέα, και δ) το γεγονός ότι ουδείς προσέβαλε τον επίμαχο όρο ως δυσανάλογο ή περιοριστικό του ανόθευτου ανταγωνισμού. Επομένως, στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχει αντικειμενικός λόγος για την αξίωση αποδεδειγμένης γνώσης και ενασχόλησης διαπιστούμενης μέσω της εκτέλεσης ενός ελάχιστου αριθμού συναφών συμβάσεων σε φορέα του δημοσίου τομέα και, ως εκ τούτου, ο επίμαχος όρος παρίσταται αναγκαίος και πρόσφορος για τη συναγωγή ενδείξεων παγιωμένης εμπειρίας του αναδόχου ως προς την ικανότητα οργάνωσης και συντονισμού του υπό ανάθεση συνολικού συμβατικού αντικειμένου. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και παρέλκουσας ως αλυσιτελούς της εξετάσεως του επικουρικού λόγου περί συγγνωστής πλάνης των οργάνων του προσφεύγοντος, πρέπει η κρινόμενη προσφυγή να γίνει δεκτή και να ανακληθεί η 31/2024 Πράξη του Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και παρέλκουσας ως αλυσιτελούς της εξετάσεως του επικουρικού λόγου περί συγγνωστής πλάνης των οργάνων του προσφεύγοντος, πρέπει η κρινόμενη προσφυγή να γίνει δεκτή και να ανακληθεί η 31/2024 Πράξη του Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου 


ΕΣ/ΤΜ.6/593/2019

Ανάθεση υπηρεσιών συμβούλου τεχνικής υποστήριξης....Ενόψει των ανωτέρω δεδομένων, το Τμήμα κρίνει κατά πλειοψηφία ότι η ανάθεση της ελεγχόμενης σύμβασης σε ιδιώτη δεν αντίκειται στην αρχή της οικονομικότητας.  Και τούτο διότι ότι η Γενική Γραμματεία Ψηφιακής Πολιτικής είναι εμφανώς υποστελεχωμένη αριθμητικά, το δε προσωπικό που υπηρετεί σε αυτήν δεν προκύπτει ότι διαθέτει κατάλληλη εμπειρία για να ασκήσει τις εξειδικευμένες και επιτελικές αρμοδιότητες που προβλέπονται στο νόμο.  Τέλος, ενόψει των σοβαρών ελλείψεων κατάλληλου προσωπικού που κατά τα προαναφερθέντα αντιμετωπίζει η αναθέτουσα αρχή, η διάρκεια της σύμβασης δεν υπερβαίνει το εύλογο και αναγκαίο μέτρο.  Συνεπώς, οι συμβουλευτικές υπηρεσίες που αποτελούν το αντικείμενο της ανάθεσης αυτής επιτρεπτώς ανατίθενται σε ιδιώτες, απορριπτομένης ως αβάσιμης της πλημμέλειας που αναδείχθηκε με την προσβαλλόμενη Πράξη. Μειοψήφησαν ο Σύμβουλος Γεώργιος Βοΐλης και ο Πάρεδρος Αριστοτέλης Σακελλαρίου, κατά τη γνώμη των οποίων, η δυνατότητα του αιτούντος να ασκήσει τις κρίσιμες αρμοδιότητες με ίδια μέσα πρέπει να αποσυνδεθεί από τον βαθμό πληρότητας των οργανικών θέσεων της Γενικής Γραμματείας Ψηφιακής Πολιτικής, αφού, ως εκ της ισχυρής οργανωτικής δομής ενός Υπουργείου, κρίσιμη είναι η συνολική ικανότητα του φορέα αυτού, ο οποίος άλλωστε διαθέτει πρόσθετες οργανικές θέσεις ειδικευμένου προσωπικού (ΠΕ και ΤΕ Πληροφορικής) διασκορπισμένες σε άλλες υπηρεσίες του, τμήμα νομικής υποστήριξης και, πιθανόν, προσωπικό άλλων ειδικοτήτων με εμπειρία στο ζητούμενο αντικείμενο, ήτοι στο σχεδιασμό, διαχείριση, αξιολόγηση και παρακολούθηση συγχρηματοδοτούμενων πράξεων.  Περαιτέρω, αβασίμως το αιτούν επικαλείται την ποιοτική ανεπάρκεια του υπηρετούντος προσωπικού, καθόσον, ως εκ της απολύτως εξειδικευμένης αποστολής του Υπουργείου γενικότερα αλλά και της Γενικής Γραμματείας Ψηφιακής Πολιτικής ειδικότερα, η στελέχωση της υπηρεσίας αυτής με προσωπικό που διαθέτει μεν τα προβλεπόμενα τυπικά προσόντα πλην όμως θεωρείται ακατάλληλο για την άσκηση των καθηκόντων του, ανάγεται στην ευθύνη του ίδιου του φορέα και, για τον λόγο αυτόν, δεν δύναται να δικαιολογήσει την προσφυγή στις υπηρεσίες ιδιωτών.  Επιπρόσθετα, η επικαλούμενη έλλειψη ειδικών γνώσεων και εμπειρίας του προσωπικού αντικρούεται από το γεγονός ότι το προσωπικό αυτό αφενός μεν έχει ήδη εκπονήσει την Εθνική Ψηφιακή Στρατηγική, που αποτελεί το μείζον σε σχέση με το ανατιθέμενο αντικείμενο, που συνδέεται με την υλοποίηση και παρακολούθηση της εν λόγω Στρατηγικής, αφετέρου δε, θα κληθεί κατά την εκτέλεση της σύμβασης να ελέγξει την ποιότητα της παρεχόμενης από τον ανάδοχο υπηρεσίας, υιοθετώντας ή απορρίπτοντας τις προτάσεις του.  Τέλος, σε κάθε περίπτωση, το αντικείμενο της ανάθεσης δεν περιλαμβάνει εκπαίδευση του υπηρετούντος προσωπικού, η έλλειψη δε αυτή θα έχει ως αποτέλεσμα τη διαιώνιση των προβλημάτων που επικαλείται το Υπουργείο, ακόμη και μετά τη λήξη της σύμβασης, καθιστώντας αναγκαία τη νέα προσφυγή στις υπηρεσίες τρίτων.  Πλην όμως, η γνώμη αυτή δεν εκράτησε..


ΣτΕ/1987/2023

Με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η ακύρωση της ...19.12.2019 απόφασης της Β΄ Ειδικής Επιτροπής του άρθρου 152 του ν. 3463/2006 (Α΄ 114) της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου, με την οποία κατ’ αποδοχήν διοικητικής προσφυγής της Α. ακυρώθηκαν α) οι .../2019 και .../2019 αποφάσεις της Οικονομικής Επιτροπής του αιτούντος Δήμου σχετικά με την ανακήρυξη προσωρινού αναδόχου και την κατακύρωση της σύμβασης (...)Επειδή, εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε από την κατά τόπο αρμόδια Ειδική Επιτροπή του άρθρου 152 του ν. 3463/2006 στο πλαίσιο άσκησης εποπτείας πράξεων οργάνου του αιτούντος Δήμου σχετικά με την ανάθεση σύμβασης εκτέλεσης δημοσίου έργου, η οποία ενόψει της εκτιμώμενης αξίας της (12.000 ευρώ) δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του ν.4412/2016 περί παροχής έννομης προστασίας. Συγκεκριμένα, ο πιο πάνω έλεγχος νομιμότητας ασκήθηκε κατόπιν άσκησης της από 25.10.2019 προσφυγής της Α. δηλαδή τρίτου προσώπου (κατοίκου της περιοχής, μη μετασχόντος στην διαγωνιστική διαδικασία), η οποία προσέβαλε τη σιωπηρή απόρριψη της από 26.6.2019 προσφυγής της ενώπιον του Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδος και Ιονίου κατά της .../2019 απόφασης της Οικονομικής Επιτροπής του αιτούντος Δήμου, με την οποία ανακηρύχθηκε προσωρινός ανάδοχος για το έργο «Δημιουργία δημοτικών οδών στο Ακούμαρο Γυθείου» ο Π... Με τις δύο προσφυγές της [ενώπιον του Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδος και Ιονίου και, εν συνεχεία, ενώπιον της Επιτροπής του άρθρου 152 του ν. 3463/2006] η Α. προέβαλε ότι για την εκτέλεση του ένδικου έργου δεν έχει προηγηθεί η απαιτούμενη περιβαλλοντική μελέτη και τεχνική μελέτη διάνοιξης οδού, ότι η απαλλοτριωθείσα έκταση για την εκτέλεση του ένδικου έργου ευρίσκεται εκτός του Γ.Π.Σ. της πόλης του Γυθείου και ότι με τις προσβαλλόμενες πράξεις επιχειρείται κατ’ ουσίαν νέος πολεοδομικός σχεδιασμός χωρίς τήρηση των νομίμων διαδικασιών και χωρίς ο Δήμος να έχει σχετική αρμοδιότητα κατά παράβαση της αρχής ότι ο σχεδιασμός του οδικού δικτύου απαιτεί συνολική διαχείριση. Με την ήδη προσβαλλομένη απόφασή της η Επιτροπή του άρθρου 152 του ν. 3463/2006 δέχθηκε ότι η προσφυγή ασκήθηκε μετ’ εννόμου συμφέροντος από την Α., η οποία είναι δημότης του αιτούντος Δήμου και κάτοικος Ακούμαρου Γυθείου, θεώρησε δε ως συμπροσβαλλόμενη πράξη την .../2019 απόφαση του αιτούντος Δήμου περί κατακύρωσης του ένδικου έργου. Περαιτέρω, ακύρωσε τις επίμαχες πράξεις του αιτούντος Δήμου, καθώς και την σιωπηρή απόρριψη της από 26.6.2019 προσφυγής της Α. από τον οικείο Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης με την ακόλουθη αιτιολογία: α) από το ..../16.11.2017 έγγραφο του Δασαρχείου Γυθείου προκύπτει ότι η έκταση επί της οποίας πρόκειται να εκτελεστεί το ένδικο έργο έχει χαρακτηριστεί με την ..../19.9.2012 πράξη του Δασαρχείου ως χορτολιβαδική έκταση εμπίπτουσα στις διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 998/1979 (Α΄ 289), συνεπώς για την εκτέλεση του έργου απαιτείται έγκριση από τον αρμόδιο Συντονιστή της Αποκεντρωμένης Διοίκησης κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 45 του ν. 998/1979, η δε απόφαση .../29.1.2016 με την οποία χορηγείται έγκριση επέμβασης σε χορτολιβαδική έκταση εκδόθηκε αναρμοδίως από την Αντιπεριφερειάρχη Λακωνίας β) ο Δήμος αναρμοδίως ενέκρινε την εκτέλεση του ένδικου έργου σε περιοχή εκτός του Γ.Π.Σ. της πόλης του Γυθείου, διότι η αρμοδιότητα διάνοιξης νέων οδών ανήκει σε κρατικό όργανο αρμόδιο για τον πολεοδομικό και χωροταξικό σχεδιασμό. Επομένως, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, η κρινόμενη ακυρωτική διαφορά, η οποία ανακύπτει από την προσβολή εκ μέρους του αιτούντος Δήμου αποφάσεως, με την οποία ασκείται εποπτεία επί πράξεών του εκδοθεισών κατά τη διαδικασία ανάθεσης σύμβασης δημοσίου έργου προϋπολογισμού 12.000 ευρώ, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 47 παρ. 4 του ν. 3900/2010 και υπάγεται στην αρμοδιότητα του οικείου Διοικητικού Εφετείου, χωρίς να ασκεί επιρροή στο ζήτημα της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατόπιν διοικητικής προσφυγής τρίτου, ο οποίος προέβαλε αιτιάσεις σχετικώς με τη μη τήρηση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας πριν από την έναρξη εκτέλεσης του έργου. Αντιθέτως, κατά την προεκτεθείσα άποψη της μειοψηφίας η υπόθεση εξακολουθεί να ανήκει στην ακυρωτική αρμοδιότητα του Δ’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας.Επειδή, λόγω της σπουδαιότητας του ζητήματος προσδιορισμού της αρμοδιότητας του Διοικητικού Εφετείου ή του Συμβουλίου της Επικρατείας, επί προσβολής πράξεων του προσυμβατικού σταδίου από τρίτους μη μετασχόντες στη διαδικασία του διαγωνισμού, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 5 εδ. β΄ του π.δ. 18/89, στην επταμελή σύνθεση του Δ΄ Τμήματος και να ορισθεί δικάσιμος η 20/2/2024 και εισηγητής η Πάρεδρος Κ. Σκούρα.