Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΔΕΚ/C-176/1998

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 2004/18

Περίληψη $$Η οδηγία 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών συνάψεως δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, έχει την έννοια ότι επιτρέπει σε παρέχοντα υπηρεσίες, ο οποίος καλείται να αποδείξει ότι πληροί τις οικονομικές, χρηματοδοτικές και τεχνικές προϋποθέσεις συμμετοχής του σε διαδικασία προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών, με σκοπό τη σύναψη δημόσιας συμβάσεως υπηρεσιών, να κάνει χρήση των ικανοτήτων άλλων οντοτήτων, ανεξάρτητα από τη νομική φύση των δεσμών που διατηρεί με αυτές, υπό την προϋπόθεση ότι είναι σε θέση να αποδείξει ότι όντως βρίσκονται στη διάθεσή του τα μέσα των εν λόγω οντοτήτων που είναι αναγκαία για την εκτέλεση της συμβάσεως. Εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να εκτιμήσει αν έχει προσκομιστεί, στο πλαίσιο της κύριας δίκης, το αποδεικτικό αυτό στοιχείο.

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΔΕΚ/C-57/1994

Προσέγγιση νομοθεσιών * Διαδικασίες συνάψεως συμβάσεων δημοσίων έργων * Οδηγία 71/305 * Παρεκκλίσεις από τους κοινούς κανόνες * Στενή ερμηνεία * 'Υπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων * Βάρος αποδείξεως.1. Οσάκις προσφυγή ασκηθείσα βάσει του άρθρου 169 της Συνθήκης κηρύσσεται απαράδεκτη με το αιτιολογικό ότι το δικόγραφο της προσφυγής της Επιτροπής στηρίζεται σε αιτίαση διαφορετική από εκείνη που περιέχεται στην αιτιολογημένη γνώμη, η Επιτροπή μπορεί να θεραπεύσει την πλημμέλεια που διαπίστωσε το Δικαστήριο με την άσκηση, όσον αφορά τα ίδια πραγματικά περιστατικά, νέας προσφυγής στηριζομένης στις ίδιες αιτιάσεις, λόγους και επιχειρήματα με την αρχικώς εκδοθείσα αιτιολογημένη γνώμη, χωρίς να χρειάζεται να κινήσει εκ νέου ολόκληρη την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία ή να εκδώσει συμπληρωματική γνώμη. 2. Οι διατάξεις του άρθρου 9 της οδηγίας 71/305, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη των συμβάσεων δημοσίων έργων, οι οποίες επιτρέπουν παρεκκλίσεις από τους κανόνες που αποσκοπούν στη διασφάλιση της αποτελεσματικής ασκήσεως των αναγνωριζομένων από τη Συνθήκη δικαιωμάτων στον τομέα των συμβάσεων δημοσίων έργων, πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Το βάρος αποδείξεως περί του ότι συντρέχουν όντως οι δικαιολογούσες την παρέκκλιση εξαιρετικές περιστάσεις το φέρει όποιος τις επικαλείται. Λαμβανομένου υπόψη του γράμματος του άρθρου 9, σημείο β', της οδηγίας, δυνάμει του οποίου οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να συνάπτουν συμβάσεις έργων χωρίς να εφαρμόζουν τις διατάξεις της οδηγίας, και ιδίως εκείνες που προβλέπουν τη δημοσίευση προκηρύξεως, "όταν για τεχνικούς ή καλλιτεχνικούς λόγους ή για λόγους σχετιζομένους με την προστασία των δικαιωμάτων αποκλειστικότητας τα έργα δύνανται να εκτελεστούν μόνο από ορισμένο ανάδοχο", το κράτος μέλος οφείλει, για να δικαιολογήσει την προσφυγή στη διαδικασία της απευθείας αναθέσεως, όχι μόνον να αποδείξει την ύπαρξη τεχνικών λόγων κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, αλλά και να αποδείξει ότι οι τεχνικοί αυτοί λόγοι καθιστούν απολύτως αναγκαία τη σύναψη της επίδικης συμβάσεως με συγκεκριμένη επιχείρηση.


ΔΕΚ/C-389/1992

Περίληψη Η οδηγία 71/304, περί καταργήσεως των περιορισμών στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στον τομέα των συμβάσεων δημοσίων έργων και στην ανάθεση συμβάσεων δημοσίων έργων μέσω πρακτορείων ή υποκαταστημάτων και η οδηγία 71/305, περί συντονισμού των διαδικασιών συνάψεως συμβάσεων δημοσίων έργων, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι επιτρέπουν, προκειμένου να εκτιμηθούν τα κριτήρια στα οποία πρέπει να ανταποκρίνεται ένας εργολήπτης κατά την εξέταση της αιτήσεως αναγνωρίσεως που έχει υποβληθεί από το δεσπόζον νομικό πρόσωπο ενός ομίλου, να λαμβάνονται υπόψη οι εταιρίες που ανήκουν στον όμιλο αυτόν, εφόσον το εν λόγω νομικό πρόσωπο αποδεικνύει ότι όντως βρίσκονται στη διάθεσή του τα μέσα των εταιριών αυτών που είναι αναγκαία για την εκτέλεση των συμβάσεων δημοσίων έργων. Σε περίπτωση αμφισβητήσεως, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να κρίνει, λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών περιστατικών και των κειμένων διατάξεων, αν αποδεικτικά στοιχεία αυτού του είδους έχουν προσκομιστεί στο πλαίσιο της κύριας δίκης.


ΔΕΚ/C-340/2002

Το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 92/50 για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, το οποίο επιτρέπει στην αναθέτουσα αρχή που χρησιμοποιεί τη διαδικασία με διαπραγμάτευση να παρεκκλίνει της υποχρεώσεως της προηγουμένης δημοσιεύσεως όταν η σύμβαση αποτελεί συνέχεια ενός διαγωνισμού μελετών και πρέπει να ανατεθεί στον επιτυχόντα ή σε έναν από τους επιτυχόντες του διαγωνισμού, πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο αυστηρής ερμηνείας, το σε βάρος αποδείξεως περί του ότι συντρέχουν όντως οι έκτακτες περιστάσεις που δικαιολογούν την απόκλιση το φέρει εκείνος ο οποίος τις επικαλείται. Ειδικότερα, η έκφραση «αποτελεί συνέχεια κανονισμού», υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως, σημαίνει ότι πρέπει να υφίσταται άμεσος λειτουργικός σύνδεσμος μεταξύ του διαγωνισμού και της οικείας συμβάσεως. Τέτοιος σύνδεσμος δεν υφίσταται, στο πλαίσιο σχεδίου με πολλές φάσεις, μεταξύ διαγωνισμού που αφορά την πρώτη φάση και διοργανώθηκε για τους σκοπούς αναθέσεως της συναφούς με τη φάση αυτή συμβάσεως και της συμβάσεως επόμενης φάσης, ως προς την οποία η αναθέτουσα αρχή διατηρεί απλώς τη δυνατότητα να αναθέσει στον νικητή του εν λόγω διαγωνισμού. (βλ. σκέψεις 37-38, 40-41)


ΔΕΚ/Τ-148/2004

Δημόσιες συμβάσεις των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων — Σύναψη συμβάσεως κατόπιν προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών — Ανάθεση των συμβάσεων — Κριτήρια αναθέσεως — Επιλογή της αναθέτουσας αρχής — Όριο — Προσφυγή σε κριτήρια που καθιστούν δυνατό τον προσδιορισμό της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς — Επιτρέπεται η χρήση όχι αποκλειστικά οικονομικών κριτηρίων.Σχετ.ΣτΕ/100/2009


ΔΕΚ/C-385/2002

Οι διατάξεις του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/37, περί συντoνισμoύ των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημoσίων έργων, οι οποίες επιτρέπουν παρεκκλίσεις από τους κανόνες που αποσκοπούν στην εξασφάλιση της δυνατότητας ασκήσεως των αναγνωριζόμενων από τη Συνθήκη δικαιωμάτων στον τομέα των συμβάσεων δημοσίων έργων, πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικώς, ενώ το βάρος αποδείξεως του ότι συντρέχουν όντως οι έκτακτες περιστάσεις που δικαιολογούν την παρέκκλιση φέρει αυτός που επικαλείται τις εν λόγω διατάξεις. Από το γράμμα του άρθρου 7, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, της εν λόγω οδηγίας, κατά το οποίο οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να συνάπτουν συμβάσεις έργων προσφεύγοντας στη διαδικασία με διαπραγμάτευση, χωρίς να προηγηθεί δημοσίευση προκήρυξης διαγωνισμού, «για τα έργα η εκτέλεση των οποίων, για λόγους τεχνικούς, καλλιτεχνικούς ή σχετικούς με την προστασία δικαιωμάτων αποκλειστικότητας, είναι δυνατόν να ανατεθεί μόνο σε συγκεκριμένο εργολήπτη», προκύπτει ότι ένα κράτος μέλος οφείλει να αποδεικνύει ότι τεχνικοί λόγοι καθιστούν αναγκαία τη σύναψη των επίμαχων συμβάσεων με τον εργολήπτη της αρχικής συμβάσεως.


C-305/2008

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)της 23ης Δεκεμβρίου 2009 .«Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών – Οδηγία 2004/18 – Έννοιες των όρων “εργολήπτης”, “προμηθευτής” και “πάροχος υπηρεσιών” – Έννοια του όρου “οικονομικός φορέας” – Πανεπιστημιακά ιδρύματα και ερευνητικά ινστιτούτα – Κοινοπραξία (“consorzio”) που έχει συσταθεί από πανεπιστημιακά ιδρύματα και φορείς του Δημοσίου – Κύρια καταστατική δραστηριότητα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα – Συμμετοχή σε διαδικασία διαγωνισμού για τη σύναψη δημόσιας συμβάσεως»Επιβάλλεται, συνεπώς, στο δεύτερο ερώτημα να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 2004/18 έχει την έννοια ότι αποκλείει ερμηνεία εθνικής ρυθμίσεως, όπως η εφαρμοζόμενη στην υπόθεση της κύριας δίκης, συνεπεία της οποίας απαγορεύεται σε φορείς, όπως τα πανεπιστημιακά ιδρύματα και τα ερευνητικά ινστιτούτα, οι οποίοι δεν ασκούν δραστηριότητα με κατά κύριο λόγο κερδοσκοπικό χαρακτήρα, να συμμετέχουν σε διαδικασία διαγωνισμού για τη σύναψη δημόσιας συμβάσεως, μολονότι το εθνικό δίκαιο παρέχει στους ως άνω φορείς το δικαίωμα να παρέχουν τις υπηρεσίες που αποτελούν αντικείμενο της εν λόγω συμβάσεως.


ΔΕΚ/Τ-195/2008

«Δημόσιες συμβάσεις – Κοινοτική διαδικασία προσκλήσεως υποβολής προσφορών – Κατασκευή αίθουσας παραγωγής υλικών αναφοράς – Απόρριψη προσφοράς υποψηφίου – Προσφυγή ακυρώσεως – Έννομο συμφέρον – Παραδεκτό – Ερμηνεία όρου προβλεπόμενου στη συγγραφή υποχρεώσεων – Συμφωνία της προσφοράς προς τους προβλεπόμενους στη συγγραφή υποχρεώσεων όρους – Άσκηση του δικαιώματος υποβολής αιτήσεως για την παροχή διευκρινίσεων σχετικά με τις προσφορές – Αγωγή αποζημιώσεως» Η επιτροπή αξιολόγησης έχει την ευχέρεια να ζητήσει την παροχή διευκρινήσεων για το περιεχόμενο της προσφοράς ,χωρίς αυτό να συνιστά παράνομη τροποποίηση του περιεχομένου της.


c-115/2014

1)Το άρθρο 26 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών συνάψεως δημόσιων συμβάσεων, έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 1251/2011 της Επιτροπής, της 30ής Νοεμβρίου 2011, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε νομοθετική ρύθμιση περιφερειακής αρχής κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης, η οποία υποχρεώνει τους προσφέροντες και τους υπεργολάβους τους να δεσμευθούν, με γραπτή δήλωση επισυναπτόμενη στην προσφορά τους, ότι θα καταβάλλουν στο προσωπικό που θα απασχοληθεί στην εκτέλεση των παροχών που αποτελούν το αντικείμενο της οικείας δημόσιας συμβάσεως κατώτατο μισθό που καθορίζεται από την εν λόγω νομοθετική ρύθμιση.2)Το άρθρο 26 της οδηγίας 2004/18, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1251/2011, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε νομοθετική ρύθμιση περιφερειακής αρχής κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης, η οποία προβλέπει τον υποχρεωτικό αποκλεισμό από τη συμμετοχή στη διαδικασία συνάψεως δημόσιας συμβάσεως των προσφερόντων και των υπεργολάβων τους οι οποίοι αρνούνται να δεσμευθούν, με γραπτή δήλωση επισυναπτόμενη στην προσφορά τους, ότι θα καταβάλλουν στο προσωπικό που θα απασχοληθεί στην εκτέλεση των παροχών που αποτελούν το αντικείμενο της οικείας δημόσιας συμβάσεως κατώτατο μισθό που καθορίζεται από την εν λόγω νομοθετική ρύθμιση.


ΔΕΚ/C-196/2008

«Άρθρα 43 ΕΚ, 49 ΕΚ και 86 ΕΚ – Σύναψη δημοσίων συμβάσεων – Ανάθεση της υπηρεσίας υδρεύσεως σε εταιρία μικτού κεφαλαίου – Διαδικασία διαγωνισμού – Καθορισμός του ιδιώτη εταίρου που θα αναλάβει την εκμετάλλευση της υπηρεσίας – Ανάθεση εκτός των κανόνων συνάψεως δημοσίων συμβάσεων» "Η απευθείας ανάθεση δημόσιας Υπηρεσίας σε εταιρεία μικτής οικονομίας δεν απαγορεύεται από το κοινοτικό δίκαιο υπό προυποθέσεις.Τα άρθρα 43 ΕΚ, 49 ΕΚ και 86 ΕΚ δεν αποκλείουν την απευθείας ανάθεση δημόσιας υπηρεσίας συνεπαγόμενης την προηγούμενη εκτέλεση ορισμένων εργασιών, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, σε εταιρία μικτού κεφαλαίου, δημόσιου και ιδιωτικού, που ιδρύεται ειδικά για την παροχή της υπηρεσίας αυτής και έχει μόνον έναν εταιρικό σκοπό, στην οποία εταιρία ο ιδιώτης εταίρος επιλέγεται κατόπιν δημόσιας προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών και αφού εξακριβωθούν τόσο οι οικονομικές, τεχνικές, επιχειρησιακές και διαχειριστικές προϋποθέσεις που συνδέονται με τη σχετική υπηρεσία όσο και τα χαρακτηριστικά της προσφοράς με γνώμονα τις παροχές που πρέπει να πραγματοποιηθούν, αρκεί η σχετική διαδικασία προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών να συνάδει με τις αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού, της διαφάνειας και της ίσης μεταχειρίσεως που η Συνθήκη ΕΚ επιβάλλει για τις παραχωρήσεις."


ΔΕΚ/C-315/2001

Προσέγγιση των νομοθεσιών - Διαδικασίες συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών - Οδηγία 93/36 - Ανάθεση του αντικειμένου της συμβάσεως - Κριτήρια αναθέσεως - Απαίτηση της αναθέτουσας αρχής να έχει τη δυνατότητα να εξετάζει το προϊόν που αποτελεί αντικείμενο της προσφοράς εντός ορισμένης χιλιομετρικής ακτίνας - Δεν επιτρέπεται.Σχετ.ΣτΕ/100/2009Περίληψη 1. Η οδηγία 89/665, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών [εκδικάσεως] προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, δεν εμποδίζει όπως - στο πλαίσιο μέσου ένδικης προστασίας που ασκήθηκε από υποβαλόντα προσφορά προκειμένου να διαπιστωθεί, με σκοπό να του καταβληθεί μεταγενέστερα αποζημίωση, η παρανομία της αποφάσεως περί αναθέσεως δημοσίας συμβάσεως - η αρμόδια αρχή της διαδικασίας προσφυγής εγείρει αυτεπαγγέλτως το παράνομο άλλης αποφάσεως της αναθέτουσας αρχής πλην της προσβαλλόμενης από τον υποβαλόντα προσφορά. Αντιθέτως, η οδηγία αυτή εμποδίζει όπως η εν λόγω αρχή απορρίπτει το αίτημά του με το αιτιολογικό ότι, λόγω της εγερθείσας αυτεπαγγέλτως παρανομίας, η διαδικασία διαγωνισμού ήταν οπωσδήποτε παράτυπη και η ενδεχόμενη ζημία του προσφέροντος θα είχε έτσι προκληθεί ακόμα και χωρίς την παρανομία που αυτός προβάλλει. ( βλ. σκέψη 56, διατακτ. 1 ) 2. Η οδηγία 93/36, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, εμποδίζει όπως, στο πλαίσιο διαδικασίας αναθέσεως δημοσίας συμβάσεως προμηθειών, η αναθέτουσα αρχή λαμβάνει υπόψη τον αριθμό των συστάσεων σχετικά με τα προϊόντα που οι υποψήφιοι προσφέρουν σε άλλους πελάτες όχι ως κριτήριο εξακριβώσεως της ικανότητας αυτών να εκτελέσουν την εν λόγω σύμβαση, αλλά ως κριτήριο αναθέσεως της εν λόγω συμβάσεως. Πράγματι, η υποβολή ενός καταλόγου των κυριοτέρων παραδόσεων που πραγματοποιήθηκαν κατά τα τελευταία τρία έτη, που αναφέρει το ποσό, την ημερομηνία και τον δημόσιο ή ιδιωτικό αποδέκτη, περιλαμβάνεται ρητά μεταξύ των αποδεικτικών αναφορών ή αποδεικτικών στοιχείων που, βάσει του άρθρου 23, παράγραφος 1, στοιχείο α_, της εν λόγω οδηγίας, μπορούν να απαιτούνται για να δικαιολογήσουν την τεχνική ικανότητα των προμηθευτών. Εξάλλου, ένας απλός κατάλογος αναφορών, ο οποίος περιλαμβάνει αποκλειστικά την ταυτότητα και τον αριθμό των προγενέστερων πελατών των υποψηφίων, δεν περιλαμβάνει όμως άλλες διευκρινίσεις σχετικά με τις πραγματοποιηθείσες στους πελάτες αυτούς παραδόσεις, δεν παρέχει καμιά ένδειξη που να επιτρέπει να εξακριβωθεί η πλέον συμφέρουσα οικονομικώς προσφορά, κατά την έννοια του άρθρου 26, παράγραφος 1, στοιχείο β_, της οδηγίας 93/36, και, επομένως, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να αποτελέσει κριτήριο αναθέσεως κατά την έννοια της διατάξεως αυτής. ( βλ. σκέψεις 65-67, διατακτ. 2 ) 3. Η οδηγία 93/36, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, εμποδίζει όπως, στο πλαίσιο δημοσίας συμβάσεως προμηθειών, η απαίτηση όπως τα προϊόντα τα οποία αποτελούν αντικείμενο των προσφορών μπορούν να ελεγχθούν από την αναθέτουσα αρχή εντός συγκεκριμένης χιλιομετρικής αποστάσεως από τον τόπο εγκαταστάσεως της τελευταίας χρησιμοποιείται ως κριτήριο αναθέσεως της εν λόγω συμβάσεως. Πράγματι, αφενός, από το άρθρο 23, παράγραφος 1, στοιχείο δ_, της οδηγίας 93/36 προκύπτει ότι, στο πλαίσιο δημοσίας συμβάσεως προμηθειών, οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να απαιτήσουν την υποβολή δειγμάτων, περιγραφών και/ή φωτογραφιών των προς προμήθεια προϊόντων ως αποδεικτικών αναφορών ή αποδεικτικών στοιχείων της τεχνικής ικανότητας των προμηθευτών προς εκτέλεση της οικείας συμβάσεως. Αφετέρου, ένα τέτοιο κριτήριο δεν είναι ικανό να επιτρέψει την εξακρίβωση της πλέον συμφέρουσας οικονομικώς προσφοράς, κατά την έννοια του άρθρου 26, παράγραφος 1, στοιχείο β_, της εν λόγω οδηγίας και, επομένως, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να αποτελέσει κριτήριο αναθέσεως κατά την έννοια της διατάξεως αυτής. ( βλ. σκέψεις 71-72, 74, διατακτ. 3 )