ΔΕΚ/C-275/2008
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 15ης Οκτωβρίου 2009 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (Παράβαση κράτους μέλους — Οδηγία 93/36/ΕΟΚ — Δημόσιες συμβάσεις προμηθειών — Προμήθεια λογισμικού για τη διαχείριση της ταξινόμησης οχημάτων — Διαδικασία με διαπραγμάτευση χωρίς προηγούμενη δημοσίευση προκηρύξεως διαγωνισμού)
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΔΕΚ/C-323/1996
Σκεπτικό της απόφασης 1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 2 Οκτωβρίου 1996, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΚ, προσφυγή με αντικείμενο να διαπιστωθεί ότι το Βασίλειο του Βελγίου: - μη δημοσιεύοντας στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΕΕΕΚ) προκήρυξη διαγωνισμού τόσο για το σύνολο όσο και για κάθε ένα από τα τμήματα του έργου κατασκευής του κτιρίου του Vlaamse Raad - και μη εφαρμόζοντας τις διαδικασίες αναθέσεως όπως προβλέπονται από την οδηγία 89/440/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 1989, για την τροποποίηση της οδηγίας 71/305/ΕΟΚ περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων (ΕΕ L 210, σ. 1), και από την οδηγία 93/37/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων (EE L 199, σ. 54), και ειδικότερα αναθέτοντας αδικαιολόγητα το τμήμα 4 με διαπραγμάτευση, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις οδηγίες αυτές, και ακριβέστερα από τα άρθρα 7 και 11 της οδηγίας 93/37.
Yπόθεση C-119/2006
Υπόθεση C-119/06: Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 29ης Νοεμβρίου 2007 — Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας (Παράβαση κράτους μέλους — Παράβαση της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών — Ανάθεση συμβάσεως χωρίς δημοσίευση της προσήκουσας προκηρύξεως — Ανάθεση υπηρεσιών μεταφοράς ασθενών εντός της Περιφέρειας της Τοσκάνης)
ΔΕΚ/C-394/2002
«Παράβαση κράτους μέλους — Οδηγία 93/38/ΕΟΚ — Δημόσιες συμβάσεις στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών — Σύμβαση για την κατασκευή συστήματος ταινιοδρόμων στον ατμοηλεκτρικό σταθμό Μεγαλόπολης — Παράλειψη δημοσιεύσεως προκηρύξεως διαγωνισμού — Τεχνική ιδιομορφία — Απρόβλεπτο γεγονός — Κατεπείγουσα ανάγκη»Οι διατάξεις του άρθρου 20, παράγραφος 2, στοιχεία γ΄ και δ΄, της οδηγίας 93/38, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών, που επιτρέπουν σε ορισμένες περιπτώσεις στους αναθέτοντες φορείς να χρησιμοποιήσουν διαδικασία χωρίς προηγούμενη προκήρυξη διαγωνισμού, πρέπει, ως παρεκκλίνουσες από τους κανόνες περί των διαδικασιών αναθέσεως των δημοσίων συμβάσεων, να ερμηνεύονται συσταλτικώς. Εξάλλου, το βάρος αποδείξεως φέρει ο προτιθέμενος να κάνει χρήση των διατάξεων αυτών. Όσον αφορά, πρώτον, το άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, της εν λόγω οδηγίας, η εφαρμογή της εξαρτάται από τη συνδρομή δύο σωρευτικώς εφαρμοζομένων προϋποθέσεων, ήτοι, αφενός, της προϋποθέσεως της τεχνικής ιδιομορφίας των έργων που αποτελούν το αντικείμενο της συμβάσεως και, αφετέρου, της προϋποθέσεως να καθιστά η τεχνική αυτή ιδιομορφία απολύτως αναγκαία την ανάθεση της εν λόγω συμβάσεως σε συγκεκριμένη επιχείρηση. Όσον αφορά, δεύτερον, την παρέκκλιση την οποία προβλέπει το άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, της εν λόγω οδηγίας, η εφαρμογή της εξαρτάται από τη συνδρομή τριών σωρευτικών προϋποθέσεων, ήτοι της υπάρξεως απρόβλεπτου γεγονότος, της υπάρξεως κατεπείγουσας ανάγκης μη συμβιβαζόμενης με τις προθεσμίες που επιβάλλει η προκήρυξη διαγωνισμού και της υπάρξεως αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του απρόβλεπτου γεγονότος και της εξ αυτού ανακύψασας κατεπείγουσας ανάγκης. Η εκ μέρους της αρχής που πρέπει να εγκρίνει το συγκεκριμένο σχέδιο ενδεχόμενη επιβολή προθεσμιών αποτελεί συναφώς προβλέψιμο στοιχείο της διαδικασίας εγκρίσεως του εν λόγω σχεδίου.
(EE) C-160/2008
Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 29ης Απριλίου 2010 — Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (Υπόθεση C-160/08) ( 1 ) (Παράβαση κράτους μέλους — Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών — Άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ — Οδηγία 92/50/ΕΟΚ και 2004/18/ΕΚ — Δημόσιες υπηρεσίες πρώτων βοηθειών — Επείγουσα μεταφορά ασθενών και εξειδικευμένη μεταφορά ασθενών — Υποχρέωση διαφάνειας — Άρθρο 45 ΕΚ — Δραστηριότητες που συνδέονται με την άσκηση δημοσίας εξουσίας — Άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ — Υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος)
ΣτΕ/1137/2006
Η αντίληψη της αναθετούσης αρχής περί του ότι η υποβολή μιας μόνον εγκύρου προσφοράς αρκεί για να αιτιολογήσει την ακύρωση της επίμαχης διαγωνιστικής διαδικασίας δεν μπορεί να βρει έρεισμα στα κριθέντα από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην απόφαση επί της υποθέσεως C-27/98, Metalmeccanica Fracasso, την οποία επικαλείται η αναθέτουσα αρχή. Και τούτο, διότι, ανεξαρτήτως αν το επίμαχο ζήτημα της ακυρώσεως διαδικασίας αναθέσεως συμβάσεως παραχωρήσεως δημοσίου έργου διέπεται από τους κανόνες της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ (βλ. σχετικώς τα οριζόμενα στο άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας), πάντως από τα κριθέντα με την απόφαση αυτή περί του ότι, κατά την οδηγία 93/37/ΕΟΚ, η αναθέτουσα αρχή ούτε υποχρεούται να αναθέσει το έργο στον μοναδικό διαγωνιζόμενο που κρίθηκε ικανός να μετάσχει στο διαγωνισμό ούτε υποχρεούται να επικαλεσθεί σοβαρούς ή εξαιρετικούς λόγους για τη μη ανάθεση του έργου στον εν λόγω μοναδικό διαγωνιζόμενο, δεν μπορεί να συναχθεί, άνευ ετέρου, όπως φαίνεται να υπολαμβάνει η Διοίκηση, ότι, στην περίπτωση που η Διακήρυξη του διαγωνισμού προβλέπει ευχέρεια της αναθετούσης αρχής προς ακύρωση του διαγωνισμού και έχει υποβληθεί εγκύρως μια μόνον προσφορά, τούτο αρκεί πάντοτε, ανεξαρτήτως των συνθηκών του συγκεκριμένου διαγωνισμού, για να παράσχει αιτιολογικό έρεισμα στην πράξη ακυρώσεως του διαγωνισμού και προκηρύξεως νέου με το αυτό αντικείμενο.
ΔΕΚ-C-318/1994
Η δυνατότητα, την οποία προβλέπει η οδηγία 71/305, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, στο άρθρο 9, στοιχείο δ', της αρχικής μορφής της και κατόπιν στο άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο γ', της μορφής που έλαβε μετά την τροποποίησή της από την οδηγία 89/440, να παρακάμπτεται η διαδικασία δημοπρατήσεως προκειμένου να γίνει προσφυγή στη διαδικασία με διαπραγμάτευση, εξαρτάται από τη συνδρομή πολλών σωρευτικών προϋποθέσεων, μεταξύ των οποίων η ύπαρξη απροβλέπτου γεγονότος. Αν μια από τις προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούται, η προσφυγή στη διαδικασία με διαπραγμάτευση δεν δικαιολογείται. Δεν συνιστά απρόβλεπτο γεγονός το ότι ένας φορέας κράτους μέλους, ο οποίος πρέπει να δώσει, στο πλαίσιο της προβλεπομένης από την εθνική νομοθεσία διαδικασίας εγκρίσεως των σχεδίων δημοσίων έργων, τη συγκατάθεσή του για συγκεκριμένο σχέδιο, προβάλλει, πριν από την προς τούτο προβλεπομένη οριακή ημερομηνία, αντιρρήσεις για λόγους που δικαιούται να επικαλεστεί. Παραβαίνει επομένως τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει της οδηγίας το κράτος μέλος του οποίου οι αρμόδιες αρχές, μετά τη μη σύναψη συμβάσεως δημοσίων έργων κατά την ανοικτή διαδικασία λόγω της καθυστερήσεως που προκάλεσε η άρνηση ενός φορέα να δώσει την έγκρισή του για τα αρχικώς προβλεπόμενα σχέδια έργων, αναθέτουν τμήμα της συμβάσεως ακολουθώντας τη διαδικασία με διαπραγμάτευση, χωρίς προηγούμενη δημοσίευση προκηρύξεως διαγωνισμού.
ΣτΕ/1148/2009
Κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων, σε περίπτωση που προδιαγραφές ιατροτεχνολογικών προϊόντων έχουν καταστεί αντικείμενο εναρμόνισης σε κοινοτικό επίπεδο, όπως μέσω μονογραφιών της ευρωπαϊκής φαρμακοποιίας, οι οποίες θεσπίζουν κοινούς τεχνικούς κανόνες, μεταξύ άλλων, για τα χειρουργικά ράμματα, οι τεχνικές προδιαγραφές που θέτουν οι αναθέτουσες αρχές στις διακηρύξεις διαγωνισμών για τη σύναψη σύμβασης δημόσιας προμήθειας, πρέπει να συνάδουν προς τα οριζόμενα με τις εν λόγω πράξεις εναρμόνισης. Εξάλλου, οι αναθέτουσες αρχές επιτρεπτώς μεν θέτουν τεχνικές προδιαγραφές για τα υπό προμήθεια ιατροτεχνολογικά προϊόντα με αναφορά σε επιδόσεις ή λειτουργικές απαιτήσεις που αφορούν στην προστασία της υγείας και της ασφάλειας και μπορούν να βαίνουν και πέραν των «βασικών απαιτήσεων» της Οδηγίας 93/42/ΕΟΚ (και των αντίστοιχων προτύπων) ή των σχετικών κοινών τεχνικών κανόνων, όμως, οι προδιαγραφές που τίθενται με τον τρόπο αυτό πρέπει να είναι αρκούντως ακριβείς και σαφείς, όπως επιβάλλεται από τις γενικές αρχές της ίσης μεταχείρισης και της διαφάνειας που διέπουν τις διαδικασίες σύναψης δημόσιων συμβάσεων. Πράγματι, σύμφωνα με τις αρχές αυτές, τα κριτήρια αξιολόγησης των προσφορών πρέπει να διατυπώνονται έτσι ώστε, αφενός, να επιτρέπεται στους ενδιαφερόμενους οι οποίοι είναι καλώς πληροφορημένοι και επιμελείς να τα κατανοούν πλήρως και να τα ερμηνεύουν με τον ίδιο τρόπο, και, αφετέρου, να παρέχεται επαρκής εγγύηση περί της εφαρμογής τους από τη Διοίκηση κατά τρόπο αντικειμενικό και ενιαίο ως προς όλους τους προσφέροντες (Ε.Α. 603/2009, πρβ. ειδικά για διαγωνισμούς με κριτήριο ανάθεσης τη συμφερότερη προσφορά, όπως ο επίδικος Σ.τ.Ε. 2183/2004 7μ., Ε.Α. 113/2008).
ΔΕΕ/C-601/2010
«Παράβαση κράτους μέλους – Οδηγίες 92/50/ΕΟΚ και 2004/18/ΕΚ – Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών – Συμπληρωματικές υπηρεσίες κτηματογραφήσεως και πολεοδομικού σχεδιασμού – Διαδικασία με διαπραγμάτευση χωρίς προηγούμενη δημοσίευση σχετικής προκηρύξεως» (..) (σκ.32,33) Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 11, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/50 και το άρθρο 31, σημείο 4, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2004/18, καθόσον εισάγουν παρεκκλίσεις από τους κανόνες που αποσκοπούν στη διασφάλιση της αποτελεσματικής ασκήσεως των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από τη Συνθήκη ΛΕΕ στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά, το δε βάρος αποδείξεως σχετικά με τη συνδρομή των έκτακτων περιστάσεων που δικαιολογούν την παρέκκλιση από τους εν λόγω κανόνες φέρει ο διάδικος που τις επικαλείται (βλ. αποφάσεις της 10ης Απριλίου 2003, C 20/01 και C 28/01, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 2003, σ. I 3609, σκέψη 58? της 18ης Νοεμβρίου 2004, C 126/03, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 2004, σ. I 11197, σκέψη 23? της 11ης Ιανουαρίου 2005, C 26/03, Stadt Halle και RPL Lochau, Συλλογή 2005, σ. I 1, σκέψη 46, καθώς και της 8ης Απριλίου 2008, C 337/05, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 2008, σ. I 2173, σκέψεις 57 και 58). 33 Στο δικόγραφο της προσφυγής της, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, εν προκειμένω, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει η επέλευση ή η πιθανότητα επελεύσεως ενός απρόβλεπτου περιστατικού μετά την ανάθεση των επίδικων δημοσίων συμβάσεων, δεδομένου ότι οι εμπλεκόμενες αναθέτουσες αρχές μπορούσαν, προ της συνάψεως των αρχικών συμβάσεων, να προβλέψουν την ανάγκη να συμπεριληφθούν στις συμβάσεις αυτές οι σχετικές συμπληρωματικές υπηρεσίες και συγκεκριμένα, στην προκειμένη περίπτωση, η επέκταση των ζωνών πολεοδομικού σχεδιασμού. Εάν η ανάγκη μιας τέτοιας επεκτάσεως για τεχνικούς ή οικονομικούς λόγους ή για λόγους αναγόμενους στην εκτέλεση των προβλεπόμενων στην αρχική σύμβαση υπηρεσιών μπορούσε να χαρακτηριστεί ως απρόβλεπτη περίσταση, οι αναθέτουσες αρχές θα είχαν την ευχέρεια να υποστηρίξουν ότι απέτυχαν κατά την εκτίμηση και τον ακριβή καθορισμό του φυσικού αντικειμένου και του περιεχομένου της αρχικής συμβάσεως και, στη συνέχεια, να προβούν στην ανάθεση συμπληρωματικών υπηρεσιών με τη σύναψη χωριστών συμβάσεων παραβιάζοντας με αυτόν τον τρόπο τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της διαφάνειας. (…)Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφασίζει: 1) Η Ελληνική Δημοκρατία, συνάπτοντας, κατόπιν διαδικασίας με διαπραγμάτευση χωρίς δημοσίευση σχετικής προκηρύξεως, δημόσιες συμβάσεις με αντικείμενο συμπληρωματικές υπηρεσίες κτηματογραφήσεως και πολεοδομικού σχεδιασμού οι οποίες δεν προβλέπονταν στην αρχική σύμβαση που είχαν συνάψει οι Δήμοι Βασιλικών, Κασσάνδρας, Εγνατίας και Αρέθουσας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 8 και 11, παράγραφος 3, της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 1997, καθώς και από τα άρθρα 20 και 31, σημείο 4, της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών. 2) Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.
ΕλΣυν/Τμ.4/86/2009
Ανάθεση με διαπραγμάτευση .(...)η προσφυγή στην εξαιρετική διαδικασία της διαπραγμάτευσης επιτρέπεται, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση που, για λόγους τεχνικούς, καλλιτεχνικούς ή προστασίας δικαιωμάτων αποκλειστικότητας, στην αγορά υπάρχει ένας μόνον πάροχος των υπό ανάθεση υπηρεσιών, με συνέπεια να καθίσταται ατελέσφορη η, διά της προκήρυξης διαγωνισμού, αναζήτηση άλλων προσφορών. Όπως είναι προφανές, όμως, η μοναδικότητα αυτή του αναδόχου των υπηρεσιών πρέπει ειδικώς να αιτιολογείται στις σχετικές αποφάσεις των αρμοδίων οργάνων της Αναθέτουσας Αρχής, μη αρκούσας της αόριστης επανάληψης των ορισμών του νόμου, η δε απλή συνέχιση της διεκπεραίωσης ενός, έστω τεχνικά περίπλοκου, αντικειμένου δεν συνιστά λόγο που να δικαιολογεί τη, με επίκληση της συγκεκριμένης διάταξης, μη διενέργεια τακτικού διαγωνισμού (πρβλ. ΔΕΚ C-385/2002 της 14ης Σεπτεμβρίου 2004, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας).(...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις, το Τμήμα άγεται κατ’ αρχήν στην κρίση ότι το άρθρο 25 παρ. 4 του π.δ/τος 60/2007 δεν θα μπορούσε να τύχει εφαρμογής εν προκειμένω, προεχόντως διότι οι επίμαχες υπηρεσίες, ανταποκρινόμενες σε πάγιες και, ως εκ τούτου, γνωστές ανάγκες της Αναθέτουσας Αρχής και συμπίπτουσες απολύτως κατ’ αντικείμενο με εκείνες της από 8.7.2004 σύμβασης, ούτε ως συμπληρωματικές, ούτε ως «νέες» δύνανται να χαρακτηριστούν. Όσον αφορά, εξ άλλου, τους τεχνικούς λόγους που προέβαλε η Υπηρεσία προς αιτιολόγηση της μη διενέργειας διαγωνισμού, πέραν της εκ των υστέρων και αόριστης επίκλησής τους, είναι σαφές ότι μόνη η ιδιότητα της φερομένης ως δικαιούχου εταιρίας ως κατασκευάστριας των μηχανογραφικών προγραμμάτων δεν αρκεί για να την καταστήσει το μοναδικό πάροχο των υπηρεσιών συντήρησής τους, το συμπέρασμα δε αυτό ενισχύεται αφενός από το άρθρο Ζ των τεχνικών προδιαγραφών της 48/13.6.2001 διακήρυξης, σύμφωνα με το οποίο το λογισμικό, που θα αναπτυσσόταν ειδικά για τις ανάγκες των μηχανογραφικών προγραμμάτων, θα ήταν της αποκλειστικής κυριότητας του ….., πράγμα που εξ ορισμού αποκλείει δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας της εταιρείας ….Α.Ε.,