Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΔΕΚ/Τ-437/2005

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 60/2007, 1049/2001/εκ

«Δημόσιες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών – Κοινοτική διαδικασία προσκλήσεως υποβολής προσφορών – Ασφάλεια και επιτήρηση των κτιρίων της Επιτροπής στο Λουξεμβούργο – Απόρριψη προσφοράς – Ίση μεταχείριση – Πρόσβαση στα έγγραφα – Αποτελεσματική δικαστική προστασία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Μεταβίβαση επιχειρήσεως – Αγωγή αποζημιώσεως» Η προστασία της ιδιωτικής ζωής δεν δικαιολογεί την απόρριψη αιτήματος γνωστοποίησης της σύνθεσης της επιτροπής αξιολόγησης.

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΔΕΚ/Τ-195/2008

«Δημόσιες συμβάσεις – Κοινοτική διαδικασία προσκλήσεως υποβολής προσφορών – Κατασκευή αίθουσας παραγωγής υλικών αναφοράς – Απόρριψη προσφοράς υποψηφίου – Προσφυγή ακυρώσεως – Έννομο συμφέρον – Παραδεκτό – Ερμηνεία όρου προβλεπόμενου στη συγγραφή υποχρεώσεων – Συμφωνία της προσφοράς προς τους προβλεπόμενους στη συγγραφή υποχρεώσεων όρους – Άσκηση του δικαιώματος υποβολής αιτήσεως για την παροχή διευκρινίσεων σχετικά με τις προσφορές – Αγωγή αποζημιώσεως» Η επιτροπή αξιολόγησης έχει την ευχέρεια να ζητήσει την παροχή διευκρινήσεων για το περιεχόμενο της προσφοράς ,χωρίς αυτό να συνιστά παράνομη τροποποίηση του περιεχομένου της.


ΠΕΚ/Τ-89/2007

«Δημόσιες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών – Κοινοτικός διαγωνισμός – Μεταφορά των μελών του Κοινοβουλίου με αυτοκίνητο ή μικρό λεωφορείο με οδηγό κατά τις συνόδους στο Στρασβούργο – Απόρριψη της προσφοράς διαγωνιζομένου – Υποχρέωση αιτιολογήσεως της απόφασης απόρριψης προσφοράς– Άρνηση γνωστοποιήσεως της τιμής που προσέφερε ο επιλεγείς διαγωνιζόμενος – Αγωγή αποζημιώσεως»


(ΕΕ) Τ-457/2010

Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Οκτωβρίου 2013 — Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής [Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών — Διαδικασία πρόσκλησης για υποβολή προσφορών — Παροχή εξωτερικών υπηρεσιών για την ανάπτυξη, τη μελέτη και την υποστήριξη πληροφοριακών συστημάτων (ESP DESIS II) — Κατάταξη υποψηφίου — Ανάθεση της σύμβασης — Διαγωνιζόμενη κοινοπραξία — Παραδεκτό — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Διαφάνεια — Ίση μεταχείριση — Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως — Εξωσυμβατική ευθύνη]


Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-145/2008 και C-149/2008

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται: 1) Μικτή σύμβαση της οποίας το κύριο αντικείμενο συνίσταται στην εκ μέρους επιχειρήσεως απόκτηση του 49 % του κεφαλαίου δημοσίας επιχειρήσεως και της οποίας το —αρρήκτως συνδεδεμένο με το κύριο αυτό αντικείμενο— παρεπόμενο αντικείμενο αφορά την παροχή υπηρεσιών και την εκτέλεση έργων δεν εμπίπτει, στο σύνολό της, στο πεδίο εφαρμογής των οδηγιών περί δημοσίων συμβάσεων.2) Το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα το δικαίωμα σε αποτελεσματική δικαστική προστασία, δεν επιτρέπει εθνική ρύθμιση, όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, ερμηνευόμενη υπό την έννοια ότι μεμονωμένα μέλη κοινοπραξίας που υπέβαλε προσφορά στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως δημοσίας συμβάσεως δεν έχουν τη δυνατότητα να ζητήσουν την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν ατομικώς από απόφαση εκδοθείσα όχι από την αναθέτουσα αλλά από διαφορετική αρχή, εμπλεκόμενη στη διαδικασία αυτή σύμφωνα με τους εφαρμοστέους εθνικούς κανόνες, και η οποία απόφαση είναι ικανή να επηρεάσει την εξέλιξη της διαδικασίας αυτής.


ΔΕΚ/Τ-169/2000

Από το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/50 για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, το οποίο εφαρμόζεται δυνάμει του άρθρου 126 του κανονισμού 3418/93 στις συμβάσεις που συνάπτουν τα κοινοτικά όργανα εφόσον η αξία της συμβάσεως υπερβαίνει το κατώφλιο που προβλέπει το άρθρο 7, παράγραφος 1, της ανωτέρω οδηγίας, προκύπτει ότι η Επιτροπή υποχρεούται να γνωστοποιήσει στον διαγωνιζόμενο του οποίου η προσφορά δεν επελέγη, και τούτο εντός δεκαπέντε ημερών από της παραλαβής της αιτήσεώς του, τα χαρακτηριστικά στοιχεία και τα πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς καθώς και το όνομα του αναδόχου, πλην ορισμένων πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα. Αυτός ο τρόπος ενεργείας συνάδει προς τον σκοπό της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, που καθιερώνει το άρθρο 253 ΕΚ, σύμφωνα με τον οποίο, από την αιτιολογία πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και αναμφισβήτητο η συλλογιστική του οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ούτως ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που οδήγησαν στη λήψη του μέτρου, για να είναι σε θέση να υπερασπίσουν τα δικαιώματά τους, αφενός, και στον δικαστή να ασκεί τον έλεγχό του, αφετέρου. Προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός της αναπτύξεως πραγματικού συναγωνισμού στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, το άρθρο 22, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/37, το περιεχόμενο του οποίου είναι παρεμφερές προς αυτό του άρθρου 27, παράγραφος 2, της οδηγίας 92/50, ορίζει ότι, όταν οι αναθέτουσες αρχές προσφεύγουν στην κλειστή διαδικασία για τη σύναψη μιας συμβάσεως, ο αριθμός των υποψηφίων που γίνονται δεκτοί για να υποβάλουν προσφορά πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να επαρκεί προς εξασφάλιση συνθηκών πραγματικού συναγωνισμού (προαναφερθείσα απόφαση Fracasso και Leitschutz, σκέψη 27). 203 Κατά συνέπεια, η Επιτροπή μπορούσε νομίμως να αποφασίσει τη ματαίωση της πρώτης προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών που έγινε με την προκήρυξη του διαγωνισμού της 26ης Μα_ου 1999 λόγω του ότι δεν υπήρχε επαρκής αριθμός υποψηφιοτήτων προκειμένου να εξασφαλιστούν συνθήκες πραγματικού συναγωνισμού.


C-44/1996

Περίληψη 4 Το άρθρο 1, στοιχείο ββ, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, προβλέπει, στο πρώτο εδάφιο, ότι ως αναθέτουσες αρχές νοούνται, μεταξύ άλλων, οι οργανισμοί δημοσίου δικαίου και, στο δεύτερο εδάφιο, ότι ως οργανισμός δημοσίου δικαίου νοείται κάθε οργανισμός που δημιουργήθηκε ειδικά για να ικανοποιήσει ανάγκες γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα, έχει νομική προσωπικότητα και εξαρτάται άμεσα από το κράτος, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου. Πρέπει να θεωρηθεί ως οργανισμός δημοσίου δικαίου και, κατά συνέπεια, ως αναθέτουσα αρχή, υπό την έννοια των προπαρατεθεισών διατάξεων, μια μονάδα όπως η Φsterreichische Staatsdruckerei (Εθνικό Τυπογραφείο της Αυστρίας, στο εξής: ΦS), στο μέτρο που - τα έγγραφα, την παραγωγή των οποίων πρέπει να εξασφαλίζει η ΦS, συνδέονται στενά με τη δημόσια τάξη και τη λειτουργία των κρατικών θεσμών, οι οποίες πρϋποθέτουν την παροχή εγγυήσεως όσον αφορά τον εφοδιασμό και συνθήκες παραγωγής που διασφαλίζουν την τήρηση των προδιαγραφών απορρήτου και ασφαλείας, διευκρινιζομένου, συναφώς, ότι η προϋπόθεση κατά την οποία ο οργανισμός πρέπει να έχει δημιουργηθεί «ειδικά» για να ικανοποιήσει ανάγκες γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα δεν σημαίνει ότι ο οργανισμός αυτός είναι αποκλειστικά, ή έστω κατά κύριο λόγο, επιφορτισμένος με την ικανοποίηση των αναγκών αυτών• - η ΦS έχει νομική προσωπικότητα• - ο γενικός διευθυντής της ΦS διορίζεται από όργανο συγκείμενο κατά πλειοψηφία από μέλη διοριζόμενα από την Ομοσπονδιακή Καγκελαρία ή διάφορα υπουργεία, η ΦS υπόκειται στον έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, την πλειοψηφία των μετοχών της διατηρεί το Αυστριακό Δημόσιο και μία υπηρεσία κρατικού ελέγχου είναι επιφορτισμένη με την εποπτεία των εντύπων που υπόκεινται σε καθεστώς ασφαλείας. Όσον αφορά τις συμβάσεις έργων που συνάπτει η μονάδα αυτή, πρέπει να θεωρηθούν ως συμβάσεις δημοσίων έργων υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο αα, της οδηγίας, ανεξαρτήτως της φύσεώς τους και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το σχετικό τμήμα, μικρότερο ή μεγαλύτερο, της δραστηριότητας που ασκείται προκειμένου να ικανοποιηθούν ανάγκες που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα. 5 Μια επιχείρηση η οποία ασκεί εμπορικές δραστηριότητες και της οποίας την πλειοψηφία των εταιρικών μεριδίων ή μετοχών διατηρεί η αναθέτουσα αρχή, υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ββ, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 93/37, για τον συντονισμό των διαδικασιών συνάψεως συμβάσεων δημοσίων έργων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως οργανισμός δημοσίου δικαίου υπό την έννοια του δευτέρου εδαφίου της προπαρατεθείσας διατάξεως - κατά το οποίο πρέπει να πρόκειται για οργανισμό που δημιουργήθηκε ειδικά για να ικανοποιήσει ανάγκες γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα - και, κατά συνέπεια, ως αναθέτουσα αρχή, για τον λόγο και μόνον ότι η επιχείρηση αυτή ιδρύθηκε από την αναθέτουσα αρχή ή η αναθέτουσα αρχή της μεταφέρει κονδύλια προερχόμενα από δραστηριότητες τις οποίες ασκεί προκειμένου να ικανοποιήσει ανάγκες γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα. Άλλωστε, μια σύμβαση δημοσίων έργων δεν υπόκειται στις διατάξεις της οδηγίας εφόσον αφορά σχέδιο το οποίο, εξ αρχής, εμπίπτει, στο σύνολό του, στο αντικείμενο της επιχειρήσεως η οποία δεν αποτελεί αναθέτουσα αρχή και οι συμβάσεις έργων σχετικά με το σχέδιο αυτό δεν συνήφθησαν από αναθέτουσα αρχή για λογαριασμό της επιχειρήσεως αυτής. 6 Δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2081/93, για την τροποποίηση του κανονισμού 2052/88, οι ενέργειες που χρηματοδοτούνται από τα διαρθρωτικά ταμεία ή από την Ευρωπαϋκή Τράπεζα Επενδύσεων ή από άλλο υφιστάμενο χρηματοδοτικό όργανο πρέπει να συμφωνούν με τις διατάξεις των Συνθηκών και των πράξεων που θεσπίζονται δυνάμει αυτών, καθώς και με τις κοινοτικές πολιτικές, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν τους κανόνες ανταγωνισμού, την ανάθεση δημοσίων συμβάσεων και την προστασία του περιβάλλοντος, καθώς και την εφαρμογή της αρχής της ισότητας ευκαιριών ανδρών και γυναικών. Συναφώς, η προϋπόθεση της συμβατότητας των μελετωμένων ενεργειών προς το κοινοτικό δίκαιο υποδηλώνει ότι οι ενέργειες αυτές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής που ορίζει η σχετική κοινοτική νομοθεσία. Επομένως, η προπαρατεθείσα διάταξη έχει την έννοια ότι η κοινοτική χρηματοδότηση σχεδίου έργων δεν υπόκειται στην τήρηση από τους αποδέκτες της εν λόγω χρηματοδοτήσεως των διαδικασιών προσφυγής υπό την έννοια της οδηγίας 89/665, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, αν δεν είναι οι ίδιοι αναθέτουσες αρχές υπό την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ββ, της οδηγίας 93/37, για τον συντονισμό των διαδικασιών συνάψεως συμβάσεων δημοσίων έργων.


ΔΕΚ/ C-20/2001 και C-28/2001

Περίληψη 1. Στο πλαίσιο της ασκήσεως των εκ του άρθρου 226 ΕΚ αρμοδιοτήτων της, η Επιτροπή δεν οφείλει να αποδεικνύει την ύπαρξη ειδικού εννόμου συμφέροντος. Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή δεν αποσκοπεί στην προστασία των εξουσιών της Επιτροπής. Αποστολή της Επιτροπής, προς το γενικό κοινοτικό συμφέρον, είναι να μεριμνά αυτεπαγγέλτως για την εφαρμογή, από τα κράτη μέλη, της Συνθήκης και των διατάξεων που θεσπίζουν τα κοινοτικά όργανα δυνάμει αυτής και για την αναγνώριση της υπάρξεως τυχόν παραβάσεων των εξ αυτών απορρεουσών υποχρεώσεων, με σκοπό την παύση τους. Κατά συνέπεια, ενόψει του ρόλου της ως θεματοφύλακα της Συνθήκης, η Επιτροπή είναι η μόνη αρμόδια να αποφασίζει αν είναι σκόπιμο να κινήσει τη διαδικασία αναγνωρίσεως παραβάσεως κράτους μέλους και κατά ποιας πράξεως ή παραλείψεως καταλογιστέας στο οικείο κράτος μέλος πρέπει να κινηθεί η διαδικασία αυτή. Επομένως, μπορεί να ζητήσει από το Δικαστήριο να διαπιστώσει παράβαση η οποία συνίσταται στο ότι δεν επιτεύχθηκε, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, το επιδιωκόμενο με την οδηγία αποτέλεσμα. ( βλ. σκέψεις 29-30 ) 2. Η προστασία του περιβάλλοντος ενδέχεται να αποτελεί λόγο τεχνικής φύσεως υπό την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 3, στοιχείο β_, της οδηγίας 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, που προβλέπει ότι οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να συνάπτουν δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών μέσω διαδικασίας με διαπραγμάτευση και χωρίς να προηγηθεί δημοσίευση σχετικής προκηρύξεως όταν, για λόγους τεχνικούς, καλλιτεχνικούς ή σχετικούς με την προστασία αποκλειστικών δικαιωμάτων, η εκτέλεση των υπηρεσιών μπορεί να ανατεθεί μόνο σε συγκεκριμένο πρόσωπο. Εντούτοις, η ακολουθούμενη λόγω της υπάρξεως ενός τέτοιου τεχνικού λόγου διαδικασία πρέπει να τηρεί όλες τις θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού δικαίου και, ιδίως, την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, όπως αυτή απορρέει από τις διατάξεις της Συνθήκης περί του δικαιώματος εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. ( βλ. σκέψεις 59-60, 62 )


ΣΤΕ ΕΑ/428/2011

ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ-ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΗ ΤΑΦΗ ΑΠΟΡΙΜΜΑΤΩΝ-ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ:..ο προβαλλόμενος από την αιτούσα λόγος, σύμφωνα με τον οποίο, μόνη η υποβολή από την παρεμβαίνουσα υπομνήματος, συνοδευομένου από μεταγενέστερο της προσφοράς της στοιχείο, προς απόκρουση της ενστάσεως της αιτούσας, συνιστά παραβίαση της μυστικότητας της συνεδριάσεως της Επιτροπής Διαγωνισμού και επάγεται την ακυρότητα της γνωμοδοτήσεώς της, δεν πιθανολογείται σοβαρά ότι είναι βάσιμος. Περαιτέρω, στο προοίμιο τόσον της από 14.7.2010 γνωμοδοτήσεως επί των ενστάσεων της Επιτροπής Διαγωνισμού όσον και της υπ’ αριθμ. 21/22.7.2010 αποφάσεως της Εκτελεστικής Επιτροπής του ΣΥ.ΔΙ.Σ.Α. Ν. ... γίνεται, πράγματι, μνεία σε υποβληθέν από την παρεμβαίνουσα υπόμνημα, με αριθμ. πρωτ. 521/7.7.2010, χωρίς, περαιτέρω αναφορά στο περιεχόμενο αυτού ή σε έγγραφα που το συνοδεύουν. Όμως, όπως προκύπτει από το κείμενο αμφοτέρων των ανωτέρω πράξεων, η μεν Επιτροπή Διαγωνισμού εισηγήθηκε την απόρριψη του λόγου της ενστάσεως, η δε αναθέτουσα αρχή τον απέρριψε, μετά από έρευνα, αποκλειστικώς, των αιτιάσεων που προβάλλονταν με τον λόγο αυτόν, όπως αναλυτικά εκτίθεται ανωτέρω (βλ. 22η σκέψη), χωρίς τα όργανα αυτά να λάβουν υπ’ όψη, όσα, κατά τους ισχυρισμούς της αιτούσας, προβάλλονταν με το υπόμνημα της παρεμβαίνουσας, ή όσα, κατά τους ίδιους ισχυρισμούς, προέκυπταν από το προσκομισθέν έγγραφο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Με τα δεδομένα αυτά, ο λόγος με τον οποίο προβάλλεται ότι η αναθέτουσα αρχή απέρριψε την ένσταση της αιτούσας, λαμβάνοντας υπ’ όψη στοιχεία που υπεβλήθησαν από την παρεμβαίνουσα, μετά την κατάθεση των προσφορών, κατά παράβαση του άρθρου Β.1.4.6. παρ. 2 της Διακηρύξεως, δεν πιθανολογείται σοβαρά ότι είναι βάσιμος.


ΔΕΚ/Τ-195/2005

Περίληψη της αποφάσεως 1. Προϋπολογισμός των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων — Δημοσιονομικός κανονισμός — Διατάξεις που εφαρμόζονται στις διαδικασίες προσκλήσεως υποβολής προσφορών (Κανονισμός 1605/2002 του Συμβουλίου, άρθρο 94) 2. Προϋπολογισμός των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων — Δημοσιονομικός κανονισμός — Διατάξεις που εφαρμόζονται στις διαδικασίες προσκλήσεως υποβολής προσφορών (Κανονισμός 2342/2002 της Επιτροπής, άρθρο 146 § 3, εδ. 2) 1. Το άρθρο 94 του κανονισμού 1605/2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, έχει εφαρμογή, όπως προκύπτει από το γράμμα της διατάξεως αυτής, σε όλες τις δημόσιες συμβάσεις που χρηματοδοτούνται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει από τον προϋπολογισμό των Κοινοτήτων. Επομένως, δεν γίνεται διάκριση ανάλογα με το αν η διαδικασία συνάψεως αφορά σύμβαση-πλαίσιο ή άλλο είδος συμβάσεως. Πάντως, η διάταξη αυτή επιτρέπει τον αποκλεισμό προσφέροντος από τη διαδικασία συνάψεως μόνον εφόσον η σύγκρουση συμφερόντων, στην οποία αναφέρεται το εν λόγω άρθρο, είναι πραγματική και όχι υποθετική. Τούτο δεν σημαίνει ότι ο κίνδυνος συγκρούσεως συμφερόντων δεν αρκεί για τον αποκλεισμό μιας προσφοράς. Πράγματι, η σύγκρουση συμφερόντων συγκεκριμενοποιείται, κατ’ αρχήν, κατά το στάδιο της εκτελέσεως της συμβάσεως. Πριν από τη σύναψη της συμβάσεως, η σύγκρουση συμφερόντων είναι, κατ’ ανάγκην, δυνητική και, επομένως, το άρθρο 94 του δημοσιονομικού κανονισμού απαιτεί εκτίμηση της υπάρξεως κινδύνου. Δυνατότητα αποκλεισμού του προσφέροντος υφίσταται μόνον αν αυτός ο κίνδυνος είναι πράγματι διαπιστωμένος, κατόπιν συγκεκριμένης αξιολογήσεως της προσφοράς του και της καταστάσεώς του. Το ενδεχόμενο και μόνον της συγκρούσεως συμφερόντων δεν αρκεί συναφώς. Επομένως, στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως συμβάσεως-πλαισίου, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι η σύναψη ειδικών επί μέρους συμβάσεων, καθόσον συνεπάγεται τη διενέργεια ελέγχου προκειμένου να διαπιστωθεί ότι δεν συντρέχει κίνδυνος συγκρούσεως συμφερόντων, θα πρέπει, κατ’ αρχήν, να πραγματοποιείται πριν ανατεθεί στον ανάδοχο της συμβάσεως-πλαισίου η εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων. Έτσι, σε μια τέτοια περίπτωση, πρέπει να θεωρείται ότι υπάρχει κίνδυνος επελεύσεως καταστάσεως σύγκρουσης συμφερόντων μόνον εφόσον συντρέχουν αποφασιστικής σημασίας περιστάσεις υπό τις οποίες ο προσφέρων δεν είναι δυνατό να αποφύγει τον κίνδυνο μεροληπτικής συμπεριφοράς κατά την εκτέλεση της πλειονότητας των καθηκόντων που ανατίθενται με τη σύμβαση-πλαίσιο. (βλ. σκέψεις 66-68) 2. Το άρθρο 146, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 2342/2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του δημοσιονομικού κανονισμού, παρέχει στην επιτροπή αξιολογήσεως την ευχέρεια να ζητεί από τους προσφέροντες συμπληρωματικά στοιχεία σχετικά με τα δικαιολογητικά που έχουν υποβάλει σε σχέση με τα κριτήρια αποκλεισμού και επιλογής. Επομένως, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιβάλλει στην επιτροπή αξιολογήσεως την υποχρέωση να ζητεί από τους προσφέροντες τέτοιες διευκρινίσεις (βλ. σκέψη 102)


ΣΤΕ/4035/2008

Εργασίες καθαριότητας.Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, η Επιτροπή Διενέργειας του διαγωνισμού, με το 3ο/11.4.2006 πρακτικό της, προέβη στην αποσφράγιση των οικονομικών προσφορών της ατομικής επιχειρήσεως του …… και της εταιρείας «……», οι οποίες προσέφεραν ως μηνιαίο εργολαβικό αντάλλαγμα το ποσό των 16.184 ευρώ με Φ.Π.Α. (13.600 ευρώ χωρίς Φ.Π.Α.) και 19.159 ευρώ με Φ.Π.Α. (16.100 χωρίς Φ.Π.Α.) αντιστοίχως και πρότεινε την ανάθεση των επίδικων εργασιών στην ατομική επιχείρηση του αιτούντος …… ως έχουσα υποβάλει την πλέον συμφέρουσα προσφορά, με λόγο προσφερόμενης τιμής προς βαθμολογία προσφοράς 161,03 έναντι 176,58 της εταιρεία «……». Όμως, η Σύγκλητος του καθ’ ου Πανεπιστημίου, με την 228/13.4.2006 (1ο θέμα) απόφασή της, κατακύρωσε το αποτέλεσμα του διαγωνισμού στην ως άνω εταιρεία «……» θεωρώντας ότι η οικονομική προσφορά της ατομικής επιχειρήσεως του …… ήταν απορριπτέα ως ασυνήθιστα χαμηλή, καθόσον αυτή προσέφερε ποσοστό εκπτώσεως 17% χωρίς ωστόσο να παράσχει, με το από 12.4.2006 σχετικό έγγραφο (αρ. πρωτ.: 3299/13.4.2006), επαρκείς διευκρινίσεις για τη σύνθεση της προσφοράς της, όπως είχε ζητήσει τηλεφωνικώς η Αντιπρύτανης Υποδομών και Φοιτητικής Μέριμνας ……, υπό την ιδιότητα της Προέδρου της Επιτροπής Καθαρισμού των εγκαταστάσεων του καθ’ ου Πανεπιστημίου. Κατά της κατακυρωτικής αυτής αποφάσεως ο αιτών υπέβαλε στις 2.5.2006 προσφυγή του άρθρου 3 παρ. 2 του ν. 2522/1997, με την οποία αμφισβήτησε τη νομιμότητα της αιτιολογίας απορρίψεως της οικονομικής προσφοράς της ατομικής επιχειρήσεως του ως ασυνήθιστα χαμηλής και ισχυρίσθηκε ότι, προ της απορρίψεως της προσφοράς, η Σύγκλητος του καθ’ ου Πανεπιστημίου, ως αναθέτουσα αρχή, όφειλε εγγράφως να έχει ζητήσει από αυτόν τις σχετικές διευκρινήσεις. Κατόπιν σιωπηράς απορρίψεώς της λόγω άπρακτης παρόδου δεκαημέρου, η προσφυγή απορρίφθηκε ρητά με την παραδεκτώς προσβαλλόμενη 532/18.5.2006 (Γ΄-19ο θέμα) απόφαση του Πρυτανικού Συμβουλίου του Πανεπιστημίου, αφού ελήφθη υπόψη και το 4002/11.5.2006 έγγραφο του Προϊσταμένου της Διευθύνσεως Οικονομικής Διαχειρήσεως του Πανεπιστημίου Κρήτης, με το σκεπτικό ότι, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σε αυτήν, ορθώς εφαρμόσθηκε η διάταξη του άρθρου 31 του π.δ. 341/1998 ως προς την οικονομική προσφορά της ατομικής επιχειρήσεως του αιτούντος που αποτελεί ασυνήθιστα χαμηλή προσφορά κατά την έννοια της διατάξεως αυτής. Υπό τα δεδομένα αυτά, τα οποία ανταποκρίνονται στα στοιχεία του φακέλου, δεν είναι νόμιμη η προαναφερόμενη κρίση της Διοικήσεως, όπως βασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, διότι, πριν την απόρριψη της προσφοράς ως ασυνήθιστα χαμηλής, η ατομική επιχείρηση του αιτούντος δεν κλήθηκε εγγράφως από την αναθέτουσα αρχή προκειμένου να παράσχει, κατά τρόπο λυσιτελή και εντός ευλόγου χρόνου, διευκρινήσεις προς αιτιολόγηση της προσφοράς της, κατά παράβαση του εφαρμοστέου εν προκειμένω άρθρου 31 του π.δ. 346/1998, στο οποίο παραπέμπει η διακήρυξη του διαγωνισμού, η μη τήρηση δε του εν λόγω ουσιώδους τύπου της διαδικασίας αιτιολογήσεως της προσφοράς της αιτούσης δεν καλύπτεται από την υποβολή υπό τις προεκετεθείσες περιστάσεις σχετικών διευκρινίσεων (βλ. και άρθρο 37 της οδηγίας του Συμβουλίου 92/50/ΕΟΚ, ΕΕ L 209, πρβλ. αποφάσεις Δ.Ε.Κ. της 27.11.2001 C-285-6/99, Impresa Lombardini SpA και Impresa Mantovani SpA, Συλλογή 2001, σελ. Ι 9233 και Σ.τ.Ε. 2181/2004).