Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
Αριθμ. Υ1γ/ Γ.Π/οικ 81025/2013
Κανόνες υγιεινής σχολικών κυλικείων, καντινών (σταθερών), χώρων εστίασης εντός των σχολείων και καθορισμός των προϊόντων που διατίθενται από αυτά εντός δημοσίων και ιδιωτικών σχολείων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. (Τροποποιήθηκε με την Αριθμ. Υ1γ/ Γ.Π/οικ 96605/2013- ΦΕΚ 2800/τ.Β’/4-11-2013)
ΥΠ.ΥΓ. Υ1Γ/ΓΠ/ΟΙΚ.96605/2013
Τροποποίηση και συμπλήρωση της υπ’ αριθμ. πρωτ. Υ1γ/Γ.Π/οικ 81025/2013 Υγειονομικής Διάταξης (ΦΕΚ 2135/τ.Β΄/29-08-2013) «Κανόνες υγιεινής σχολικών κυλικείων, καντινών (σταθερών), χώρων εστίασης εντός των σχολείων και καθορισμός των προϊόντων που διατίθενται από αυτά εντός δημοσίων και ιδιωτικών σχολείων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης».
ΝΣΚ/266/2014
Ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί – Πρόσληψη – Κατάργηση των άρθρων 30 και 33 του ν. 682/1977 και της παρ.1 του άρθρου 11 του ν. 1351/1983 – Εφαρμογή ή μη των επιμέρους διατάξεων του ν. 682/1977, που έχουν άμεση ή έμμεση σχέση με τα ως άνω καταργηθέντα άρθρα, μετά την ψήφιση του ν. 4254/2014.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
Η κατάργηση με την παράγραφο Ζ του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014, των άρθρων 30 και 33 του ν. 682/1977 και της παραγράφου 1 του άρθρου 11του ν. 1351/1983, δεν επέφερε κατάργηση του άρθρου 29 του ν. 682/1977 και δεν αναιρεί την εφαρμογή των άρθρων 25, 31, 32 και 34 του ιδίου νόμου. Μετά την εν λόγω κατάργηση, δεν φαίνεται να υφίσταται ρητή πρόβλεψη συγκεκριμένης διάρκειας πρόσληψης. Ωστόσο, υπό το πρίσμα των ρυθμίσεων των άρθρων 16, 17, 24, 25, 26, 29, 31 και 32 του ν. 682/1977, στις οποίες καθορίζονται οι προθεσμίες υποβολής προτάσεων για πρόσληψη διδακτικού προσωπικού, ο ορισμός διευθυντού ανά έτος, και ορίζεται ότι τα ειδικότερα καθήκοντα και υποχρεώσεις των διευθυντών και του διδακτικού προσωπικού των ιδιωτικών σχολείων, είναι τα ίδια με τα οριζόμενα εκάστοτε για τους εκπαιδευτικούς των δημοσίων σχολείων, προκύπτει ότι η διάρκεια πρόσληψης δεν μπορεί να υπολείπεται του σχολικού έτους (το οποίο αρχίζει την 1η Σεπτεμβρίου και λήγει την 31η Αυγούστου του επομένου έτους). Η παράγραφος 8 του άρθρου 16 του Συντάγματος στο πλαίσιο της αποτελεσματικότερης εκπλήρωσης του σκοπού της παιδείας, ο οποίος συνιστά συνταγματικώς κατοχυρωμένο σκοπό δημοσίου συμφέροντος, εντάσσει ρητώς στο ρυθμιστικό πεδίο της νομοθεσίας η οποία εκδίδεται κατ’ επιταγήν της, την λειτουργία των ιδιωτικών σχολείων, την υπηρεσιακή κατάσταση του διδακτικού προσωπικού τους και την ασκούμενη σχετικώς εποπτεία. Στο μέτρο που, κατά την ουσιαστική εκτίμηση της διοίκησης, η απλή κατάργηση των κρισίμων εν προκειμένω διατάξεων, χωρίς υιοθέτηση ρητής συγκεκριμένης ρύθμισης αναφορικά με την διάρκεια πρόσληψης των ιδιωτικών εκπαιδευτικών, δεν θα διασφάλιζε τους ανωτέρω στόχους, θα όφειλε η διοίκηση να προβεί στις κατάλληλες ρυθμίσεις. Τέτοιες ρυθμίσεις θα πρέπει να είναι σύμφωνες με τις επιταγές των παραγράφων 2 και 8 του άρθρου 16 του Συντάγματος, και την σχετική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. (ομοφ.)
ΕλΣυμ/Τμ.Μ.επτ.συνθ/3032/2011
Αναθεώρηση της 2204/2011 πράξης του 6ου Τμ. του ΕλΣυνεδρίου.Η διάταξη διακήρυξης, με την οποία τίθεται ως κριτήριο ποιοτικής επιλογής των υποψηφίων η προηγούμενη εκτέλεση παρόμοιων με την υπό ανάθεση σύμβαση υπηρεσιών και ορίζεται ελάχιστο ύψος αυτών, πρέπει να είναι συμβατή με την αρχή της αναλογικότητας, ήτοι η θέσπιση ενός τέτοιου περιορισμού να μη βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, άλλως παρεμποδίζει δυσανάλογα το άνοιγμα των δημοσίων συμβάσεων στον ευρύτερο δυνατό ανταγωνισμό. Και τούτο, διότι η διασφάλιση της συμμετοχής του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού επιχειρήσεων στους δημόσιους διαγωνισμούς εντάσσεται στους επιδιωκόμενους από τους κοινοτικούς κανόνες σκοπούς (πρβλ. σχετ. Δ.Ε.Κ. αποφάσεις της 19.5.2009,C-538/07, Assitur και της 23.12.2009, C-305/08, CΟNISMΑ). Η Σύμβουλος Χρυσούλα Καραμαδούκη είχε την ακόλουθη ειδικότερη γνώμη: Οι διατάξεις του άρθρου 20 παρ. 1 του ν. 3316/2005 και του άρθρου 2 παρ. 1 της απόφασης 10883/12.3.2007 του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ., που έχει εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 45 παρ. 1 του ως άνω νόμου, με βάση τις οποίες επιβλήθηκε με τους όρους 18.2 και 18.3 του άρθρου 18 της επίμαχης διακήρυξης περιορισμός ως προς τον μέγιστο επιτρεπόμενο αριθμό συμπραττόντων μελετητών και δικηγόρων ανά υποψήφιο ανάδοχο σχήμα, κατά το μέρος που εισάγουν παρέκκλιση αναφορικά και μόνο με τις αναθέσεις τοπογραφικών μελετών από την εταιρεία «ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ Α.Ε.». Ενόψει του σκοπού της εταιρείας αυτής, της ιδιαιτερότητας, αλλά και της έκτασης του αντικειμένου των προς ανάθεση μελετών, της ανάγκης άμεσης και παράλληλης εκτέλεσής τους και ταυτόχρονης περαίωσης όλων των μελετών σε όλη την επικράτεια της χώρας, είναι θεμιτές και δικαιολογημένες, ο δε θεσπιζόμενος με αυτές περιορισμός τελεί σε εύλογη συνάρτηση με τις απαιτήσεις του συνόλου των προς ανάθεση μελετών, με συνέπεια να μην παρεμποδίζεται ουσιωδώς η ανάπτυξη ανταγωνισμού ή να περιορίζεται η διαφάνεια ή να ανακύπτουν ζητήματα άνισης μεταχείρισης των ενδιαφερόμενων οικονομικών φορέων, με την έννοια δε αυτή οι ως άνω διατάξεις δεν έρχονται σε αντίθεση με τις επιταγές του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφορικά με τις διαδικασίες ανάθεσης των δημοσίων συμβάσεων.
ΕλΣυν/Τμ.7/415/2006
ΠΡΟΜΗΘΕΙΑ ΑΝΑΜΝΗΣΤΙΚΩΝ:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, το Τμήμα κρίνει ότι η εντελλόμενη με το υπό κρίση χρηματικό ένταλμα δαπάνη δεν είναι νόμιμη διότι δεν βρίσκει έρεισμα σε καμιά διάταξη νόμου, ούτε ειδικότερα στις διατάξεις των εδαφίων γ’ και δ’ της παρ.4 του άρθρου 218 του ΔΚΚ, καθόσον δεν συντρέχουν γι- αυτήν οι προϋποθέσεις των διατάξεων αυτών. Ειδικότερα, τα αντικείμενα που προμηθεύτηκε ο Δήμος για να απονείμει στους τιμώμενους για την προσφορά τους δημότες του ως αναμνηστικό δώρο, δεν προκύπτει ότι έχουν κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που να παραπέμπει καθ’ οιονδήποτε τρόπο, σύμφωνα με τα ανωτέρω, στον προσφέροντα Δήμο και, επομένως, δεν εμπίπτει στην έννοια του αναμνηστικού δώρου. Όσον δε αφορά στα τιμώμενα πρόσωπα, οι πρωτεύσαντες μαθητές των σχολείων βραβεύονται για την άριστη επίδοσή τους, η οποία αποτελεί προσωπική επιτυχία τους και δεν έχει γενικότερο αντίκτυπο στην πολιτιστική ανάπτυξη του Δήμου (βλ. και πράξ. ΙV Τμ.104/1999, 17/2000, VΙΙ Τμ. 51/2005, 185, 237, 269 και 310/2006), ως προς τους λοιπούς δε τιμηθέντες, δεν αποδεικνύεται (για τους περισσότερους από αυτούς) η συμβολή τους με οποιονδήποτε τρόπο στην κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη ή προβολή του Δήμου. Περαιτέρω, η ελεγχόμενη δαπάνη δεν συντελεί στην εκπλήρωση των επιδιωκόμενων από το Δήμο σκοπών, ούτε συμβάλλει στην κάλυψη των λειτουργικών αναγκών του, αφού δεν σχετίζεται με την εξυπηρέτηση της ομαλής λειτουργίας αυτού, ενώ η επικαλούμενη από το Δήμο υπ’ αριθμ.2020800/27.3.1996 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών αφορά στον καθορισμό των επιμέρους κατηγοριών δαπανών δημοσίων σχέσεων των Υπουργείων και όχι των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης α’ βαθμού. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η εντελλόμενη με το υπό κρίση χρηματικό ένταλμα δαπάνη δεν είναι νόμιμη και επομένως αυτό δεν πρέπει να θεωρηθεί.
ΕΣ/ΤΜ.7/2462/2006
Έλλειμμα διαχείρισης Δήμου...Ειδικότερα, η συγκεκριμένη δαπάνη πρέπει να προβλέπεται από διάταξη νόμου ή να χαρακτηρίζεται ως λειτουργική, επειδή εξυπηρετεί, σύμφωνα με τις γενικές ή καταστατικές διατάξεις των ως άνω φορέων την αποστολή και τις αρμοδιότητές τους. Η πρόβλεψη της δαπάνης σε νομική διάταξη καλύπτει και την πρόβλεψη της διαδικασίας, μέσω της οποίας δημιουργείται για τον οικείο ΟΤΑ υποχρέωση εξόφλησης της δαπάνης, όπως αυτή ρητά προβλέπεται στη νεώτερη διάταξη του ν.3448/2006. Με τις ως άνω διατάξεις, ερμηνευόμενες σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 98 παρ.1δ, στις οποίες κατοχυρώνεται ο κατασταλτικός έλεγχος των δαπανών του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των νπδδ από το Ελεγκτικό Συνέδριο, στο πλαίσιο του οποίου προστατεύεται η αρμοδιότητα των οργάνων του Ελεγκτικού Συνεδρίου για έλεγχο και καταλογισμό των υπολόγων των εν λόγω νομικών προσώπων, και 102 παρ. 5 του ισχύοντος Συντάγματος, με τις οποίες το Κράτος λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την εξασφάλιση της οικονομικής αυτοτέλειας και των πόρων των ΟΤΑ για την εκπλήρωση της αποστολής τους, αλλά με ταυτόχρονη διασφάλιση της διαφάνειας κατά τη διαχείριση των πόρων αυτών, νομιμοποιούνται εκείνες μόνο οι δαπάνες, που πληρώθηκαν από τους ως άνω φορείς και συγκεντρώνουν τις προεκτεθείσες προϋποθέσεις, εφόσον κατά τη διαδικασία ανάληψης της σχετικής υποχρέωσης και εκτέλεσης αυτών δεν παραβιάστηκε ουσιώδης διαδικαστικός τύπος. Αποτελούν δε ουσιώδεις τύπους ιδίως α)η μη ύπαρξη διαγωνιστικής διαδικασίας ως επιλογή διαδικασίας για την ανάθεση των συμβάσεων, καθώς και η μη ειδική για το λόγο αυτό αιτιολόγηση της εφαρμογής εξαιρετικής διαδικασίας(με διαπραγμάτευση ή απευθείας ανάθεση), με αποτέλεσμα να μην διασφαλίζονται τα οικονομικά συμφέροντα του οικείου δήμου, β) η μη τήρηση των κανόνων δημοσιότητας και η έλλειψη διαφάνειας της όλης διαδικασίας ανάθεσης, γ) η μη προστασία των οικονομικών συμφερόντων του οικείου δήμου, δ) η μη τήρηση των κανόνων του λογιστικού των ΟΤΑ αναφορικά με την διεξαγωγή της ταμειακής διαχείρισης του οικείου δήμου(εξωταμειακές διαχειρίσεις), ε) η μη υποβολή των συγκεκριμένων δαπανών στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου και στ) η μη υποβολή δημοσίων συμβάσεων στον προβλεπόμενο από τις οικείες διατάξεις προσυμβατικό έλεγχο νομιμότητας του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, η καταβολή αμοιβών σε εργολήπτες για την αποκατάσταση ζημιών σχολείων από το σεισμό, καθώς και για την πραγματοποίηση μουσικής εκδήλωσης(συναυλίας), χωρίς την έκδοση χρηματικών ενταλμάτων συνιστά παραβίαση ουσιώδους διαδικαστικού τύπου, κατά την προεκτεθείσα έννοια, καθόσον πρόκειται σαφώς για εξωταμιακή διαχείριση, η οποία από τη φύση της δεν μπορεί να διασφαλίσει τα οικονομικά συμφέροντα του οικείου δήμου, ενώ παραβιάζει και την αρχή της διαφάνειας κατά τη διενέργεια των υποκειμένων αυτής διαχειριστικών πράξεων.
ΔΕΚ/C-225/1998
Περίληψη 1. Σκοπός των κανόνων δημοσιότητας που προβλέπονται στην οδηγία 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, στους οποίους περιλαμβάνεται η δημοσίευση της προκηρύξεως προκαταρκτικής ενημερώσεως, είναι να ενημερωθούν εγκαίρως όλοι οι δυνάμει προσφέροντες σε κοινοτικό επίπεδο ως προς τα κύρια σημεία μιας συμβάσεως, προκειμένου να μπορέσουν να υποβάλουν την προσφορά τους εμπροθέσμως. Ο σκοπός αυτός υποδηλώνει ότι ο υποχρεωτικός ή όχι χαρακτήρας της προκηρύξεως προκαταρκτικής ενημερώσεως πρέπει να καθορίζεται ανάλογα με τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας σχετικά με τις προθεσμίες παραλαβής των προσφορών που υπέβαλαν οι προσφέροντες. Συναφώς, τα άρθρα 12, παράγραφος 1, και 13, παράγραφος 3, της οδηγίας 93/37, που καθορίζουν, γενικώς, σε 52 ημέρες για τις ανοικτές διαδικασίες και 40 ημέρες για τις κλειστές, αντιστοίχως, τις συνήθεις προθεσμίες παραλαβής των προσφορών, ουδόλως αναφέρονται στην προηγούμενη δημοσίευση προκηρύξεως προκαταρκτικής ενημερώσεως. Αντιθέτως, τα άρθρα 12, παράγραφος 2, και 13, παράγραφος 4, της οδηγίας 93/37, που παρέχουν στις αναθέτουσες αρχές τη δυνατότητα να μειώσουν τις προθεσμίες που προβλέπονται στα άρθρα 12, παράγραφος 1, και 13, παράγραφος 3, συνδέουν ρητώς τη δυνατότητα αυτή με την προηγούμενη δημοσίευση προκηρύξεως προκαταρκτικής ενημερώσεως. Επομένως, η δημοσίευση προκηρύξεως προκαταρκτικής ενημερώσεως είναι υποχρεωτική μόνον εφόσον οι αναθέτουσες αρχές κάνουν χρήση της ευχέρειας που τους παρέχεται να μειώσουν τις προθεσμίες παραλαβής των προσφορών. ( βλ. σκέψεις 35-38 ) 2. Σύμφωνα με το άρθρο 30, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, τα κριτήρια βάσει των οποίων οι αναθέτουσες αρχές αναθέτουν τα δημόσια έργα είναι είτε αποκλειστικά η χαμηλότερη τιμή είτε, αν η ανάθεση γίνεται στον υποβάλλοντα την πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά, διάφορα κριτήρια ανάλογα με το αντικείμενο της οικείας συμβάσεως, όπως η τιμή, η προθεσμία εκτελέσεως, τα έξοδα λειτουργίας, η αποδοτικότητα, η τεχνική αξία. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, οι αναθέτουσες αρχές υποχρεούνται να αναφέρουν τα κριτήρια αυτά, είτε στην προκήρυξη είτε στη συγγραφή υποχρεώσεων. όντως, η διάταξη αυτή δεν στερεί εντελώς από τις αναθέτουσες αρχές τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν ως κριτήριο έναν όρο που συνδέεται με την καταπολέμηση της ανεργίας, υπό την προϋπόθεση ότι ο όρος αυτός τηρεί όλες τις θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού δικαίου και, κυρίως, την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, όπως αυτή απορρέει από τις διατάξεις της Συνθήκης σχετικά με το δικαίωμα εγκαταστάσεως και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Επιπλέον, ακόμη και αν το κριτήριο αυτό δεν είναι αφεαυτού ασυμβίβαστο προς την οδηγία 93/37, πρέπει κατά την εφαρμογή του να τηρούνται όλοι οι διαδικαστικοί κανόνες της οδηγίας αυτής και ιδίως οι κανόνες δημοσιότητας που περιέχονται σ' αυτήν. Επομένως, ένα κριτήριο αναθέσεως που συνδέεται με την καταπολέμηση της ανεργίας πρέπει να μνημονεύεται ρητώς στην προκήρυξη του διαγωνισμού, ώστε να είναι οι εργολήπτες σε θέση να πληροφορηθούν την ύπαρξη της προϋποθέσεως αυτής. ( βλ. σκέψεις 49-51, 73 ) 3. παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 22, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, το κράτος μέλος το οποίο, στην προκήρυξη του διαγωνισμού, περιορίζει σε πέντε τον αριθμό των υποψηφίων που μπορούν να υποβάλουν προσφορές για τις επίμαχες συμβάσεις. Καίτοι είναι αληθές ότι το άρθρο 22, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/37 δεν ορίζει ελάχιστο αριθμό υποψηφίων τους οποίους οι αναθέτουσες αρχές υποχρεούνται να προσκαλέσουν όταν δεν επιλέγουν τον καθορισμό ορίου που προβλέπει η διάταξη αυτή, πάντως, ο κοινοτικός νομοθέτης θεώρησε ότι, στο πλαίσιο κλειστής διαδικασίας και όταν οι αναθέτουσες αρχές προβλέπουν ένα όριο, αριθμός υποψηφίων μικρότερος του πέντε δεν αρκεί για την εξασφάλιση συνθηκών πραγματικού ανταγωνισμού. Τούτο πρέπει να ισχύει κατά μείζονα λόγο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι αναθέτουσες αρχές επιλέγουν να προσκαλέσουν τον ανώτατο αριθμό υποψηφίων. Επομένως, ο αριθμός των επιχειρήσεων που μία αναθέτουσα αρχή σκοπεύει να προσκαλέσει για να υποβάλουν προσφορές στο πλαίσιο κλειστής διαδικασίας δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να είναι μικρότερος του πέντε. ( βλ. σκέψεις 59-63 ) 4. παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 59 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 49 ΕΚ) καθώς και από την οδηγία 71/305, περί συντονισμού των διαδικασιών συνάψεως συμβάσεων δημοσίων έργων, το κράτος μέλος που, στις προκηρύξεις διαγωνισμών, χρησιμοποιεί, όσον αφορά τη μέθοδο προσδιορισμού των τμημάτων του έργου, παραπομπές στις κατατάξεις εθνικών επαγγελματικών οργανώσεων και, άλλωστε, απαιτεί από τον καταρτίζοντα κατασκευαστικά σχέδια, ως ελάχιστη προϋπόθεση συμμετοχής, δικαιολογητικό εγγραφής στον σύλλογο αρχιτεκτόνων. πράγματι, στο μέτρο που ο καθορισμός των τμημάτων του έργου με παραπομπή σε κατατάξεις εθνικών επαγγελματικών οργ
ΕλΣυν/Τμ.6/467/2011
Στο άρθρο 3 (άρθρο 2 οδηγίας 2004/18/ΕΚ) του π.δ. 60/2007 «Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ «περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών» …» (ΦΕΚ Α΄ 64) ορίζεται ότι: «Οι αναθέτουσες αρχές αντιμετωπίζουν τους οικονομικούς φορείς ισότιμα και χωρίς διακρίσεις ενεργώντας με διαφάνεια». Σύμφωνα με το περιεχόμενο της διάταξης αυτής στο πλαίσιο του συντονισμού σε κοινοτικό επίπεδο των διαδικασιών για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων, κύριος σκοπός είναι η κατάργηση των περιορισμών στην ελευθερία εγκαταστάσεως, παροχής υπηρεσιών και προϊόντων στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων προκειμένου να ισχύσει πραγματικός ανταγωνισμός μεταξύ των οικονομικών φορέων των κρατών μελών και, περαιτέρω, η αποσόβηση του κινδύνου να προτιμηθούν οι ημεδαποί υποψήφιοι κατά τη σύναψη συμβάσεως καθώς και ο αποκλεισμός του ενδεχομένου η δημοσίου δικαίου αναθέτουσα αρχή να καθορίζει τη στάση της με βάση εκτιμήσεις μη οικονομικής φύσεως (ΔΕΚ C-380/98 University of Cambridge, σκέψεις 16-17, C-285/99 Lombardini σκέψεις 34-38, όπου περαιτέρω παραπομπές). Περαιτέρω, στο άρθρο 51 του ίδιου π.δ. (άρθρο 53 Οδηγίας 2004/18/ΕΚ) ορίζεται ότι: «1. (…) τα κριτήρια βάσει των οποίων οι αναθέτουσες αρχές αναθέτουν τις δημόσιες συμβάσεις, είναι: όταν η σύμβαση ανατίθεται στην πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά κατά την κρίση της αναθέτουσας, κριτήρια συνδεόμενα με το αντικείμενο της συγκεκριμένης δημόσιας σύμβασης, ιδίως η ποιότητα, η τιμή, η τεχνική αξία, τα αισθητικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά, τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά, το κόστος λειτουργίας, η αποδοτικότητα, η εξυπηρέτηση μετά την πώληση και η τεχνική συνδρομή, η ημερομηνία παράδοσης και η προθεσμία παράδοσης ή εκτέλεσης (…)». Από το συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων, συνάγεται ότι το στάδιο του ελέγχου της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων είναι διακριτό από εκείνο της ανάθεσης της σύμβασης, αφού αποτελούν δύο αυτοτελείς διαδικασίες και διέπονται από διαφορετικούς κανόνες, ακόμα και στις περιπτώσεις που κατά την κείμενη νομοθεσία πραγματοποιούνται ταυτόχρονα. Ειδικότερα, ο έλεγχος της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων, που λογικά και χρονικά προηγείται της ανάθεσης της σύμβασης και συνδέεται με την αποδοχή ως υποψηφίων διαγωνιζομένων μόνον όσων πληρούν ένα ελάχιστο επίπεδο οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας και τεχνικών ή και επαγγελματικών ικανοτήτων, γίνεται από την αναθέτουσα αρχή σύμφωνα με τα κριτήρια οικονομικής, χρηματοδοτικής και τεχνικής ικανότητας (κριτήρια ποιοτικής επιλογής, που αναφέρονται στα άρθρα 45 έως 50 του π.δ. 60/2007), για την αξιολόγηση των οποίων προσκομίζονται αντίστοιχα δικαιολογητικά. Η ανάθεση της σύμβασης γίνεται αφού ελεγχθεί η καταλληλότητα του διαγωνιζομένου και πραγματοποιείται σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζει η διακήρυξη βάσει είτε της χαμηλότερης τιμής είτε της πιο συμφέρουσας οικονομικά προσφοράς. Όταν η ανάθεση της συμβάσεως γίνεται βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς, καταλείπεται στην αναθέτουσα αρχή περιθώριο επιλογής ως προς τον καθορισμό των επιμέρους κριτηρίων, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν για την ανάδειξη του αναδόχου, όμως, η επιλογή αυτή αφορά αποκλειστικά τα κριτήρια βάσει των οποίων θα καθορισθεί η πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά και μόνον. Ως εκ τούτου, δεν δύνανται να ανάγονται σε κριτήρια αναθέσεως, τα στοιχεία βάσει των οποίων πιστοποιείται η τεχνική και επαγγελματική επάρκεια των διαγωνιζομένων, προκειμένου να τους επιτραπεί η συμμετοχή στο διαγωνισμό (δηλαδή τα κριτήρια ποιοτικής επιλογής), τα οποία μόνον στο πλαίσιο του ελέγχου της συνδρομής των τυπικών προϋποθέσεων συμμετοχής στο διαγωνισμό μπορούν να εκτιμηθούν (ΔΕΚ απόφαση της 20.9.1988, C-31/1987, Beentjes, Συλλογή 1988, σελ. 4635, σκέψεις 17 έως 20 και 24, απόφαση της 19.6.2003, C-315/2001, Gesellschaft fur Abfallentsorgungs-Technik GmbH (GAT), σκέψεις 59 έως 67, απόφαση της 24.1.2008, C-532/2006, Εμ. Γ. Λιανάκης Α.Ε., σκέψεις 26 έως 32, απόφαση της 12.11.2009, C-199/2007 Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, σκέψεις 50 έως 58, ΣτΕ 2229/2010, 1128/2009, Ε.Α. ΣτΕ 1318/2009, 1148/2009, 101/2009). Ο Σύμβουλος Γεώργιος Βοΐλης διατύπωσε την εξής γνώμη: Όταν η ανάθεση της συμβάσεως γίνεται βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας προσφοράς καταλείπεται στην αναθέτουσα αρχή περιθώριο επιλογής ως προς τον καθορισμό των επί μέρους κριτηρίων τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν για την επιλογή του αναδόχου. Και ναι μεν εκτός από την προσφερόμενη τιμή μπορεί να τίθενται και κριτήρια συνδεόμενα με την ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών και την οργάνωση του διαγωνιζομένου για την εκτέλεση της συγκεκριμένης συμβάσεως, δεν δύνανται ωστόσο να άγονται σε κριτήρια αναθέσεως, τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 45 και 46 του π.δ. 60/2007 δηλαδή τα στοιχεία εκείνα, βάσει των οποίων πιστοποιείται η οικονομική φερεγγυότητα και η τεχνική και επαγγελματική επάρκεια των διαγωνιζομένων προκειμένου να τους επιτραπεί η συμμετοχή στο διαγωνισμό (τ
ΕλΣυν/Τμ.6/264/2011
Από τις ως άνω διατάξεις (Π.Δ. 59/2007- άρθρο 2 παρ.2 περ.β) , άρθρο 16 , άρθρο 17 ) συνάγεται ότι όταν ένα έργο, η ύπαρξη του οποίου εκτιμάται με βάση την οικονομική και τεχνική λειτουργία του αποτελέσματος των οικείων εργασιών, μπορεί να διαιρεθεί σε περισσότερα τμήματα και το άθροισμα της προϋπολογισθείσας αξίας των επιμέρους τμημάτων εγγίζει ή υπερβαίνει το όριο των 4.845.000 ευρώ που είναι το κατώτατο, ισχύον όριο εφαρμογής του Π.Δ/τος 59/2007, οι διατάξεις αυτού εφαρμόζονται σε όλα τα τμήματα (υποέργα). Προκειμένου δε να διαπιστωθεί εάν ένα ή περισσότερα υποέργα συνέχονται σε ένα ενιαίο, ολοκληρωμένο από κάθε άποψη και έτοιμο να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό που είχε προβλεφθεί από την αναθέτουσα αρχή, χρησιμοποιούνται λειτουργικά κριτήρια και δή : η χωροθέτηση του έργου, η ενότητα του γεωγραφικού πλαισίου, το είδος των απαιτουμένων για την κατασκευή καθενός από τα έργα αυτά, εργασιών, η ταυτόχρονη ανάθεση της κατασκευής των μερικότερων έργων, η ταυτόχρονη έναρξη της διαδικασίας των περισσοτέρων συμβάσεων, η ομοιότητα των μελετών και η χρονική διάρκεια της κατασκευής τους. Η διαπίστωση της τεχνητής, μη επιτρεπτής κατατμήσεως ενός ενιαίου έργου σε τμήματα, παρά τη συνδρομή των ως άνω κριτηρίων, παραβιάζει τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου που επιβάλλουν τη διενέργεια διαγωνισμού για την ανάθεση αυτού και τη δημοσίευση της οικείας προκηρύξεως στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Ακολούθως, η μη εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου ως προς το σύνολο των υποέργων του ενιαίου έργου, ιδία με την αποστολή της προκηρύξεως αυτών προς δημοσίευση, συνιστά πλημμέλεια, η οποία καθιστά μη νόμιμη την περαιτέρω διαδικασία του διαγωνισμού διότι η παράλειψη των διατυπώσεων δημοσιότητας οδηγεί σε αποκλεισμό των δραστηριοποιουμένων στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εργοληπτικών επιχειρήσεων και ως εκ τούτου πλήττονται οι αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού, της προσβάσεως στις διαδικασίες αναθέσεως δημοσίων συμβάσεων και της διαφάνειας (Απόφαση ΔΕΚ της 5.10.2000 στη C-16/1998, Επιτροπή κατά Γαλλίας, σελ. Ι-8315, Αποφάσεις VI Τμήματος 3741/2009, 3740/2009, 3730/2009, Πράξεις VI Τμήματος 49/2006, 33/2006, Πράξεις Ε΄ Κλιμακίου 565/2009, 562/2009, 555/2009, 148/2006, 42/2004, 41/2004, 4/2004, 365/2003, 363/2003, 359/2003). Τέλος, σε επίπεδο εθνικής νομοθεσίας, η κατάτμηση ενός ενιαίου έργου σε επιμέρους τμήματα οδηγεί σε καταστρατήγηση των διατάξεων του άρθρου 102 του Ν. 3669/2008 αναφορικά με τις καλούμενες τάξεις πτυχίων εργοληπτικών επιχειρήσεων διότι η δημοπράτηση του ενιαίου έργου συνεπάγεται την κλήση εργοληπτικών επιχειρήσεων διαφορετικής (μεγαλύτερης) τάξεως σε σχέση με αυτές που καλούνται όταν δημοπρατούνται χωριστά τμήματα του έργου, καθόσον ο προϋπολογισμός των τμημάτων είναι προδήλως μικρότερος αυτού του ενιαίου έργου. Κατά τη γνώμη όμως ενός μέλους του Τμήματος με συμβουλευτική ψήφο, της Παρέδρου, Ευαγγελίας Σεραφή, το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει (εφόσον υπάρχει δυνατότητα συνάψεως χωριστών συμβάσεων) τον επιμερισμό του ενιαίου έργου σε περισσότερα τμήματα, αρκεί σε κάθε ένα από αυτά να εφαρμόζονται οι κανόνες του κοινοτικού δικαίου, ιδία δε η δημοσίευση των διακηρύξεων των υποέργων στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Περαιτέρω, από καμία διάταξη του εθνικού δικαίου δεν απαγορεύεται η κατάτμηση των ενιαίων έργων σε περισσότερα, μικρότερα έργα, στα οποία η καλούμενη τάξη εργοληπτικών πτυχίων προσδιορίζεται από τον προϋπολογισμό τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 102 του Ν. 3669/2008. Η μη νομιμότητα της κατατμήσεως στη διαδικασία δημοπρατήσεως έργων έχει την έννοια της απαγορεύσεως καταστρατηγήσεως των κοινοτικών διατάξεων που οδηγούν στον αποκλεισμό των εργοληπτικών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε κάποιο από τα κράτη μέλη ή των εθνικών διατάξεων που ρυθμίζουν τη διαδικασία αναθέσεως δημοσίων έργων (π.χ. κατάτμηση για την αποφυγή διενέργειας ανοικτού διαγωνισμού ή για την αποφυγή υποβολής των συμβάσεων στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου). Υπό την προϋπόθεση της τηρήσεως των διατάξεων του κοινοτικού και του εθνικού δικαίου, δεν γεννάται ζήτημα καταστρατηγήσεως των διατάξεων που ρυθμίζουν τις καλούμενες τάξεις πτυχίων των εργοληπτών (άρθρο 102 του Ν. 3669/2008), καθόσον δι’ αυτών απλώς ορίζεται αυτοτελώς το δικαίωμα συμμετοχής, το οποίο εξαρτάται από τον προϋπολογισμό κάθε υποέργου.
ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.4/62/2019
Προμήθεια τροφίμων:..Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις το Κλιμάκιο άγεται στην κρίση ότι, όπως ορθώς επισημαίνεται και στον πρώτο λόγο διαφωνίας της Επιτρόπου, παρόλο που με την έναρξη του οικονομικού έτους 2018 δεν δεσμεύθηκε στον προϋπολογισμό του Νοσοκομείου άμεσα και κατ’ απόλυτη προτεραιότητα η πίστωση που αντιστοιχούσε, στο πλαίσιο της πολυετούς υποχρέωσης, στη δαπάνη που πραγματοποιείτο στο έτος 2018 και ενώ η διαδικασία του διαγωνισμού βρισκόταν σε εξέλιξη, οι αποφάσεις για την ανάληψη της πίστωσης του διαγωνισμού εκδόθηκαν μόλις στις 25.06.2018, ήτοι την ημέρα της υπογραφής των συμβάσεων, με αποτέλεσμα η διαδικασία του διαγωνισμού κατά το χρόνο διενέργειας αυτού να μην καλύπτεται από αντίστοιχη πίστωση, η πλημμέλεια αυτή είναι επουσιώδης και δεν έχει αρνητικές επιπτώσεις στην όλη διαγωνιστική διαδικασία. Περαιτέρω το Κλιμάκιο θεωρεί επουσιώδεις πλημμέλειες i. τη μη επισύναψη των εφημερίδων στις οποίες είχε δημοσιευθεί περίληψη της διακήρυξης του διαγωνισμού (αν και αυτές προσκομίστηκαν τελικά με το υπ΄αριθ. πρωτ. /οικ ... έγγραφο επανυποβολής των χρηματικών ενταλμάτων του Γενικού Νοσοκομείου ...), ii. το γεγονός ότι δεν προκύπτει ακριβής ημερομηνία ενημέρωσης των υπολοίπων συμμετεχόντων (πλην των προσωρινών αναδόχων) στο διαγωνισμό σχετικά με το Πρακτικό ελέγχου των δικαιολογητικών κατακύρωσης και την αντίστοιχη έγκριση αυτού από το Διοικητικό Συμβούλιο του Γενικού Νοσοκομείου ..., iii. τη μη ψηφιακή υπογραφή των Πρακτικών της Επιτροπής διενέργειας του διαγωνισμού, iv το ότι με την αρ. πρωτ. …..2018 απόφαση του Διοικητή του Γενικού Νοσοκομείου ... (ΑΔΑ:….) ορίστηκαν τα μέλη της επιτροπής παραλαβής τροφίμων για το μήνα Ιούλιο 2018, ενώ η συγκρότηση των οργάνων διενέργειας διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων, όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 221 ν.4412/2016, πραγματοποιείται με απόφαση του οικείου Διοικητικού Συμβουλίου, καθώς και iv. ότι δεν προσκομίζεται η υπ΄αριθ. …..2016 απόφαση του Διοικητή με την οποία ορίστηκαν τα μέλη της Επιτροπής εξέτασης ενστάσεων – προσφυγών των διαγωνισμών. Περαιτέρω το Κλιμάκιο κρίνει ότι η ελεγχόμενη δαπάνη δεν είναι νόμιμη καθόσον στο υποβληθέν από την ανάδοχο ... ΤΕΥΔ δηλώνεται μεν ότι δεν υποχρεούται η επιχείρησή της να διαθέτει σύστημα ΗACCP αλλά να τηρεί τον οδηγό Υγιεινής Νο2 του ΕΦΕΤ σύμφωνα με το ν.3527/2007 και την ΥΔ 96967/2012 (ΦΕΚ Β΄2718), ωστόσο όμως, όπως προβλέπεται στη διακήρυξη του διαγωνισμού («ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ – ΠΟΙΟΤΗΤΑ – ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΥΛΙΚΩΝ» σελ. 50 αυτής) με την οποία τίθεται το δεσμευτικό για όλους κανονιστικό πλαίσιο του διαγωνισμού (βλ. και αν. υπό σκέψη III.) και επιπροσθέτως διευκρινίζεται με την αρ. Υ1γ/Γ.Π./οικ.4476/14.01.2013 εγκύκλιο 2 του Υπουργείου Υγείας με θέμα «Παρέχονται οδηγίες για την Υγειονομική Διάταξη 96967 (ΦΕΚ 2718/τ.Β΄/8-10-2012) Υγειονομικοί όροι και προϋποθέσεις λειτουργίας επιχειρήσεων τροφίμων και ποτών και άλλες διατάξεις» (ΑΔΑ: ΒΕΦ8Θ-8Ψ3), τα αρτοποιεία ανήκουν στις επιχειρήσεις όπου απαιτείται η εφαρμογή πλήρους συστήματος ΗACCP (σελ. 5). Επιπλέον, στο έγγραφο που κατέθεσε η ανάδοχος με θέμα «Τι υποχρεώσεις έχουν οι επιχειρήσεις τροφίμων βάσει οδηγιών του ΕΦΕΤ» όσον αφορά τις επιχειρήσεις ζαχαροπλαστικής (η ανάδοχος υπέβαλε προσφορά για την κατηγορία 2. Είδη ζαχαροπλαστικής και γλυκίσματα και κατακυρώθηκε το είδος σε αυτή) αναφέρεται ότι «Σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. ….001 απόφαση του Δ.Σ. του ΕΦΕΤ, απαιτείται πλήρης ανάπτυξη και τεκμηρίωση του συστήματος HACCP από τις επιχειρήσεις εκείνες που εξυπηρετούν περισσότερα από 1300 άτομα την ημέρα (…).Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται και οι επιχειρήσεις οι οποίες απευθύνονται σε ομάδες ατόμων υψηλού κινδύνου (νοσοκομεία, φοιτητικές λέσχες…) ανεξαρτήτως δυναμικότητάς τους». Περαιτέρω, στο αρ. πρωτ. …..2014 (ΑΔΑ:….) έγγραφο του Ενιαίου Φορέα Ελέγχου Τροφίμων (ΕΦΕΤ) με θέμα «Κατευθυντήριες Οδηγίες για την ευέλικτη εφαρμογή συστήματος αυτοελέγχου βάση των αρχών του HACCP» αναφέρεται ότι εφαρμόζεται σύστημα HACCP στις επιχειρήσεις με υψηλή πιθανότητα ύπαρξης κινδύνου, οι οποίες συνήθως εξυπηρετούν μεγαλύτερο μέγεθος πληθυσμού ή και ειδικής κατηγορίας πληθυσμού (κατηγορία 3), ενδεικτικά δε αναφέρεται ότι στην κατηγορία 3 εντάσσονται και τα νοσοκομεία (σελ. 7). Τέλος το Κλιμάκιο κρίνει ότι η ελεγχόμενη δαπάνη δεν είναι νόμιμη και για το λόγο ότι ενώ στη διακήρυξη (σελ. 52 αυτής, βλ. και αν. υπό σκέψη ΙΙΙ.), αλλά και στα υποβληθέντα Πρακτικά της Επιτροπής τονίζεται ότι για λόγους τήρησης των συνθηκών και των προδιαγραφών υγιεινής, «τα μεταφορικά μέσα πρέπει να είναι εφοδιασμένα με Βεβαίωση Καταλληλότητας Οχήματος από Υγειονομικής πλευράς, η οποία εκδίδεται από τις κατά τόπους Διευθύνσεις Δημόσιας Υγείας των Περιφερειών και Άδεια Κυκλοφορίας Οχήματος Μεταφοράς, η οποία εκδίδεται από τις κατά τόπους Κτηνιατρικές Υπηρεσίες», η Βεβαίωση Καταλληλότητας Οχήματος που έχει υποβάλει η εταιρεία ..... έχει εκδοθεί από Διεύθυνση Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής της Περιφέρειας και όχι από τη Διεύθυνση Δημόσιας Υγείας.
ΑΝΑΚΛΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕΣ/ΤΜ.4/24/2019