ΕλΣυν.Κλ.Τμ.7/134/2017
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ λόγω μη λήψης υπολοίπου της κανονικής αδείας :Στον δικαιοπάροχο των φερομένων ως δικαιούχων των χρηματικών ενταλμάτων δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών υπαλλήλων που επικαλείται ο αναπληρωτής Επίτροπος, ούτε εκείνες που επικαλείται η επιχείρηση στην προαναφερθείσα απόφαση 304/19.10.2016 του Διοικητικού της Συμβουλίου, καθώς αυτός ήταν υπάλληλος με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου της …., που αποτελεί νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου. Τούτο δε ανεξαρτήτως του ότι οι διατάξεις που η …. αναφέρει ως εφαρμοστέες ρυθμίζουν το διαφορετικό ζήτημα του ποσού της αποζημίωσης των κληρονόμων λόγω θανάτου υπαλλήλου και όχι το ζήτημα της αποζημίωσης λόγω μη λήψης άδειας. Περαιτέρω, δεδομένου ότι, σύμφωνα με την εφαρμοστέα προαναφερθείσα ρύθμιση της Κλαδικής Σ.Σ.Ε., το δικαίωμα των κληρονόμων για αποζημίωση λόγω θανάτου του δικαιοπαρόχου τους υπαλλήλου ... περιορίζεται αποκλειστικά στην αποζημίωση την οποίαν αυτός θα δικαιούτο λόγω συνταξιοδότησης, εφαρμοζομένης αναλόγως της εργατικής νομοθεσίας, η εντελλόμενη με τα ελεγχόμενα χρηματικά εντάλματα αποζημίωση των κληρονόμων λόγω μη λήψης άδειας ούτε άμεσο έρεισμα στην Κλαδική Σ.Σ.Ε. έχει, ούτε μπορεί εμμέσως να στηριχθεί στις ανωτέρω διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, στις οποίες δεν προβλέπεται τέτοιο δικαίωμα των κληρονόμων.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.1/79/2017
Αποζημίωση υπερωριακής απασχόλησης.(..)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, το Κλιμάκιο κρίνει ότι εν προκειμένω δεν απαιτείται εγκριτική προγενέστερη της υπερωριακής απασχόλησης της υπαλλήλου στο γραφείο βουλευτή υπουργική απόφαση ούτε ειδικότερη αιτιολόγησή της ενόψει της φύσης των καθηκόντων της υπαλλήλου. Συνεπώς, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο δεύτερος λόγος διαφωνίας. Ωστόσο, το Κλιμάκιο κρίνει κατά πλειοψηφία ότι κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με τον πρώτο λόγο διαφωνίας, μη νομίμως την αποζημίωση υπερωριακής απασχόλησης ανέλαβε σε βάρος των πιστώσεων του προϋπολογισμού του ο Δήμος .... Τούτο διότι, η μισθοδοσία της υπαλλήλου, λόγω της απόσπασής της στο Υπουργείο Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης και από τη θέση αυτή διάθεσή της σε Γραφείο Βουλευτή, δε βαρύνει τον προϋπολογισμό του φορέα προέλευσής της Δήμο ..., αλλά, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, τον κρατικό προϋπολογισμό, συνακόλουθα και η αποζημίωση υπερωριακής απασχόλησης έπρεπε να βαρύνει τις πιστώσεις του κρατικού προϋπολογισμού.
ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.1/62/2017
Αποζημίωση υπαλλήλου ΙΔΑΧ λόγω συνταξιοδότησής. (..) Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι Υπάλληλος Δήμου (ΟΤΑ) με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (ΙΔΑΧ), ο οποίος δεν έχει υπαχθεί στην ασφάλιση του Δημοσίου για κύρια σύνταξη και έχει αποχωρήσει από την υπηρεσία λόγω συμπλήρωσης των προϋποθέσεων λήψης κύριας σύνταξης, έχει αξίωση κατά του Δήμου για αποζημίωση λόγω συνταξιοδότησης, σύμφωνα με το άρθρο 204 του ΚΚΔΚΥ, η οποία παραγράφεται μετά την πάροδο δύο (2) ετών από την επομένη της ημερομηνίας γένεσής της, που είναι η ημερομηνία που συντελείται το πραγματικό γεγονός της αποχώρησης του υπαλλήλου από την υπηρεσία, εκτός αν η δικαστική επιδίωξη της αξίωσης παρακωλύεται από σχετική άρνηση ή καθυστέρηση του Δήμου...(..)Με δεδομένα αυτά η αξίωση του φερόμενου ως δικαιούχου πρώην υπαλλήλου του Δήμου ... έχει παραγραφεί, σύμφωνα με όσα έγιναν σχετικώς δεκτά στη σκέψη ΙΙ της παρούσας, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα από την αναπληρώτρια Επίτροπο, καθόσον από την επομένη της ημερομηνίας αποχώρησης του ανωτέρω υπαλλήλου από την υπηρεσία (7.1.2013), οπότε και γεννήθηκε η αξίωσή του για λήψη της επίμαχης αποζημίωσης από τον προαναφερθέντα Δήμο, δεδομένης της έλλειψης οποιασδήποτε άρνησης ή καθυστέρησης του Δήμου που να παρακώλυσε τη δικαστική της επιδίωξη, συμπληρώθηκε στις 8.1.2015 η παρέλευση άπρακτων δύο (2) ετών. Περαιτέρω, είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός του Δήμου ότι η σχετική παραγραφή είναι πενταετής και όχι διετής κατ’ επίκληση της 1359/2015 απόφασης του Αρείου Πάγου και του 2/66451/0026/20.7.2016 εγγράφου του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, σύμφωνα με τα οποία η κατά ν.π.δ.δ. αξίωση υπαλλήλου του με σχέση ΙΔΑΧ για λήψη της όμοιας με την επίμαχη αποζημίωσης του άρθρου 55 παρ. 1 του π.δ. 410/1988 (Α΄ 191) υπόκειται στη γενική πενταετή παραγραφή της παραγράφου 1 του άρθρου 48 του Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (ν.δ. 496/1974) και όχι στη διετή παραγραφή της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου. Αυτό διότι, κατά το άρθρο 276 παρ. 2 του Kώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3463/2006, για το χρόνο παραγραφής της επίμαχης αξίωσης του φερόμενου ως δικαιούχου του ελεγχόμενου Χ.Ε. πρώην υπαλλήλου κατά του Δήμου ... εφαρμοστέα είναι η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 90 του Κώδικα Δημοσίου Λογιστικού (ν.2362/1995), σύμφωνα με την οποία οι αξιώσεις των υπαλλήλων (του Δήμου εν προκειμένω) για αποζημιώσεις κάθε φύσης, συνεπώς και της επίμαχης, που δεν είναι μέρος των αποδοχών του υπαλλήλου, ούτε απολαβή, υπό την έννοια της παροχής που δίδεται ως αντάλλαγμα για την προσφερόμενη εργασία, ούτε και αποζημίωση λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού, αλλά φέρει χαρακτήρα έκτακτης οικονομικής ενίσχυσης αυτού κατά την αποχώρησή του από την υπηρεσία (πρβλ. ΑΠ 1359/2015), υπόκεινται σε διετή παραγραφή.
ΕλΣυν/Τμ.1/29/2014
Αποζημίωση συνταξιοδότησης.(...)Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, το προσωπικό των Δήμων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, που δεν υπάγεται για τη χορήγηση σύνταξης στην ασφάλιση του Δημοσίου, όταν συμπληρώσει τις προϋποθέσεις για λήψη σύνταξης από τον ασφαλιστικό φορέα στον οποίο υπάγεται, δικαιούται από την υπηρεσία του αποζημίωση λόγω συνταξιοδότησης, η οποία υπολογίζεται όπως η αποζημίωση λόγω καταγγελίας, μειωμένη κατά τα προβλεπόμενα στο νόμο. Η επικουρική ασφάλιση και η συμπλήρωση των προϋποθέσεων απόληψης επικουρικής σύνταξης δεν αποτελεί προϋπόθεση, αλλά συνιστά περίπτωση περαιτέρω περιορισμού της μειωμένης αποζημίωσης. Αντιθέτως, η υπαγωγή του αποχωρούντος υπαλλήλου σε φορέα που έχει ως σκοπό τη χορήγηση στους ασφαλισμένους του εφάπαξ βοηθήματος, δεν κωλύει ούτε περιορίζει την παράλληλη καταβολή σε αυτόν της ανωτέρω αποζημίωσης λόγω συνταξιοδότησης (ΑΠ 1720/2012, ΝΣΚ 112/1997, Ε.Σ. Κλ. Τμ. VΙΙ Πρακτικά Συν. 7η/12.3.2013). (...)Επιπλέον, οι διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 103/1975 (Α΄167) τις οποίες επικαλείται μεταξύ άλλων η Επίτροπος και οι οποίες αποκλείουν την παράλληλη καταβολή στους αποχωρούντες υπαλλήλους άλλου εφ’ άπαξ χρηματικού βοηθήματος ή αποζημιώσεως, αφορούν αποκλειστικά στο βοήθημα που χορηγείται βάσει των διατάξεων του νόμου αυτού και δεν εφαρμόζονται στην προκειμένη περίπτωση. Τέλος, ο λόγος περί αντίθεσης στην αρχή της ισότητας προβάλλεται αορίστως, επιπλέον δε, η κρίσιμη διάταξη, η οποία είναι γενική, εφαρμόζεται αδιακρίτως σε όλους τους υπαλλήλους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και δεν προκύπτει ότι εισάγει διαφορετική μεταχείριση μεταξύ υπαλλήλων που βρίσκονται σε όμοιες συνθήκες.
ΕΣ/Τμ.1(ΚΠΕ)/111/2014
Αποζημίωση απόλυσης μεταφερθέντων υπαλλήλων Νόμιμος ο συνυπολογισμός της προυπηρεσίας σε αμιγή δημοτική επιχείρηση, υπαλλήλου με σχέση εργασίας ι.δ.α.χ. που είχε μεταφερθεί σε Δήμο, για τον υπολογισμό της αποζημίωσης απόλυσής του, σύμφωνα με το άρθρο 29 του ν.4257/2014. Ομοια πράξη 169/2014 του ιδίου Κλιμακίου Μη κανονική όμως η δαπάνη που αφορά στην καταβολή της αποζημίωσης αυτής, κατ’αρθ.169 παρ.1 εδ.γ’ Κ.Δ.Κ., καθόσον στις επισυναπτόμενες βεβαιώσεις του προέδρου της δημοτικής επιχείρησης και του Δημάρχου αναφέρεται διαφορετικός χρόνος προϋπηρεσίας του εργαζόμενου στην ανωτέρω δημοτική επιχείρηση, με συνέπεια να είναι αμφίβολος ο ακριβής χρόνος προϋπηρεσίας που θα πρέπει να προσμετρηθεί, για τον υπολογισμό της επίμαχης αποζημίωσης.
Α.Π.1359/2015
Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι η αποζημίωση του άρθρου 19 του ν. 993/1979 δεν είναι μέρος των αποδοχών των υπαλλήλων ούτε "απολαβή", υπό την έννοια της παροχής που δίδεται ως αντάλλαγμα για την προσφερόμενη εργασία, ούτε αποτελεί αποζημίωση λόγω αδικαιολογήτου πλουτισμού, αλλά έχει χαρακτήρα έκτακτης κατά την αποχώρηση ή απόλυση του υπαλλήλου οικονομικής ενίσχυσης του. Επομένως, η αξίωση καταβολής της ως άνω αποζημιώσεως δεν υπόκειται στη διετή παραγραφή που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 48 παρ. 3 του Ν.Δ. 496/1974 αλλά στην πενταετή παραγραφή που προβλέπεται από την παρ. 1 του ίδιου άρθρου (Ολ ΑΠ 4/2001, ΑΠ 1726/05, 556/11, 1065/2002). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο έκρινε ότι η αξίωση της ενάγουσας - αναιρεσίβλητης για την καταβολή της ως άνω αποζημίωσης, την οποία εδικαιούτο να λάβει κατά την αποχώρησή της από το εναγόμενο - αναιρεσείον ΝΠΔΔ, στο οποίο υπηρετούσε με σύμβαση εργασίας, ιδιωτικού δικαίου, αορίστου χρόνου, υπάγεται στην πενταετή και όχι στη διετή παραγραφή και συνεπώς, δεν παραγράφηκε η αξίωσή της. Και τούτο γιατί δέχθηκε ότι από την ημερομηνία αποχώρησής της από την υπηρεσία (30-4-2010) έως την άσκηση της αγωγής της (41-2013) δεν παρήλθε πενταετία.
ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.1/283/2019
Αποζημίωση λόγω συνταξιοδότησης:..Με τα δεδομένα αυτά και σε συνδυασμό με όσα έγιναν δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η αξίωση του ως άνω πρώην δημοτικού υπαλλήλου για απόληψη της αποζημίωσης λόγω συνταξιοδότησης γεννήθηκε από τη λύση της υπαλληλικής σχέσης του, ήτοι από 2.3.2015. Τούτο διότι, κατά τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 204 του Κ.Κ.Δ.Κ.Υ. (ν. 3584/2007), η συμπλήρωση των προϋποθέσεων λήψης σύνταξης, ήτοι η θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, δεν αποτελεί προϋπόθεση για την καταβολή της αποζημίωσης απόλυσης ούτε η λήψη της σύνταξης συνιστά προϋπόθεση για τη γέννηση της αξίωσης ως προς την καταβολή της τελευταίας (βλ. Ε.Σ. Ι Τμ. 19/2017, 244, 245/2018, πρβλ. Α.Π. 1359/2015). Δοθέντος δε ότι, όπως έγινε δεκτό ανωτέρω, η αξίωση του εν λόγω πρώην δημοτικού υπαλλήλου για τη λήψη αποζημίωσης λόγω συνταξιοδότησης γεννάται και καθίσταται δικαστικώς επιδιώξιμη από τον χρόνο αποχώρησής του από την υπηρεσία, ήτοι από το χρόνο έκδοσης της οικείας πράξης αυτοδίκαιης λύσης της υπαλληλικής του σχέσης, η διετής παραγραφή της αξίωσης για λήψη της επίμαχης αποζημίωσης, αρχόμενη από τις 2.3.2015 θα συμπληρωνόταν στις 3.3.2017, ήτοι σε χρόνο πριν την υποβολή της αρχικής με αριθμ. πρωτ. 3256/28.2.2018 αίτησης του φερόμενου ως δικαιούχου και, κατ’ επέκταση πριν από την εκκαθάριση του ελεγχόμενου χρηματικού εντάλματος. Εντούτοις, εφόσον τα αρμόδια όργανα του Δήμου θεώρησαν - κατά την έννοια που προσέδωσαν στις κρίσιμες διατάξεις - ότι η έκδοση τόσο της οριστικής όσο και της επικουρικής απόφασης απονομής σύνταξης στον ως άνω πρώην δημοτικό υπάλληλο αποτελεί προϋπόθεση για τη γένεση και την εκκαθάριση της σχετικής αξίωσής του, με αποτέλεσμα την καθυστερημένη, μετά την πάροδο της διετίας εκκαθάρισή της, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η διετής παραγραφή - εν προκειμένω - δεν συμπληρώθηκε στις 3.3.2017. Τούτο δε διότι, υπό το εκτεθέν ιστορικό και ειδικότερα, ενόψει της δικαιολογημένης εν τοις πράγμασι και επομένως, απολαμβάνουσας συνταγματικής προστασίας εμπιστοσύνης του στην ερμηνεία που έδωσαν στις κρίσιμες διατάξεις τα αρμόδια όργανα του Δήμου, η επίμαχη αξίωση του ως άνω πρώην δημοτικού υπαλλήλου κατέστη δικαστικώς επιδιώξιμη μετά την έκδοση της 22710/20.10.2016 οριστικής απόφασης του Διευθυντή του Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. ... για την απονομή σε αυτόν οριστικής σύνταξης (χρονικό σημείο, από το οποίο αρχίζει εν προκειμένω και η διετής παραγραφή αυτής). Συνεπώς, νομίμως αυτός υπέβαλε την με αριθμ. πρωτ. 3256/28.2.2018 αίτησή του προκειμένου να του καταβληθεί η δικαιούμενη και μη υποκύψασα στη διετή παραγραφή αξίωση αποζημίωσης λόγω συνταξιοδότησης, για να ακολουθήσουν η 1319/30.11.2018 απόφαση του Δημάρχου ... περί καταβολής της και εν τέλει η ενταλματοποίησή της με τον ελεγχόμενο τίτλο.
ΕΣ/Τμ1(ΚΠΕ)48/2015
Μη νόμιμη η καταβολή ποσού σε πρώην μόνιμο υπάλληλο Δήμου με σχέση δημοσίου δικαίου, ως αποζημίωση λόγω συνταξιοδότησης, καθόσον μη νομίμως συνυπολογίσθηκε για τον υπολογισμό της αποζημίωσης, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 32 του ν. 2508/1997, προγενέστερη της κατάταξης του ανωτέρω υπαλλήλου σε θέση με σχέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου στο Δήμο, προϋπηρεσία του με σχέση ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου στον ίδιο Δήμο (άρθρα 204, 207, 209 και 225 του ν. 3584/2007, ΦΕΚ Α΄ 143/2007).(Όμοιες οι 51 και 78/2015 Πράξεις του ιδίου ως άνω Κλιμακίου)
ΕλΣυν/Τμ.1/3η/2012/Πρακτικά
Σύμφωνα με το άρθρο 204 του ν. 3584/2007, το προσωπικό των Ο.Τ.Α. με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, που έχει συμπληρώσει τις προϋποθέσεις για τη λήψη σύνταξης και δεν υπάγεται για τη χορήγησή της στην ασφάλιση του Δημοσίου, καθώς και το μόνιμο προσωπικό που επέλεξε ως κύριο ασφαλιστικό φορέα το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ., λαμβάνει κατά την αποχώρησή του από την υπηρεσία αποζημίωση, η οποία υπολογίζεται με βάση τις τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα πλήρους απασχόλησής του. Η εν λόγω αποζημίωση, το ύψος της οποίας συναρτάται με τα έτη υπηρεσίας του δικαιούχου υπαλλήλου στον οικείο Ο.Τ.Α., βαρύνει τον προϋπολογισμό αυτού και είναι σαφώς διακριτή από την προβλεπόμενη στο άρθρο 56 παρ. 1 περ. α΄ του ν. 3518/2006 αποζημίωση, την οποία λαμβάνουν κατά το χρόνο συνταξιοδότησής τους οι υπάλληλοι του πρώην Ε.Ο.Π. που μεταφέρθηκαν σε οργανικές ή προσωποπαγείς θέσεις των αναφερόμενων στο ν. 3106/2003 υπηρεσιών, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι υπηρεσίες των Δήμων που υποδέχθηκαν τους υπαλλήλους των Κ.Ε.Φ.Ο.. Η τελευταία αυτή αποζημίωση, που αναλογεί στα έτη υπηρεσίας των ως άνω υπαλλήλων στον καταργηθέντα Ε.Ο.Π., είναι ίση κατά ποσό με το εφάπαξ βοήθημα του ν. 103/1975, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί κατά το χρόνο της μεταφοράς τους, ενώ η δαπάνη για την καταβολή της καλύπτεται αποκλειστικά από τον προϋπολογισμό του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, το οποίο επιχορηγεί με το ποσό της σχετικής αποζημίωσης τους φορείς, όπου υπηρετούσαν οι προαναφερόμενοι υπάλληλοι κατά το χρόνο αποχώρησής τους από την υπηρεσία, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη σχετική Φ.80000/26268/1488/19.2.2008 Κ.Υ.Α. (ΦΕΚ Β΄ 326). Ενόψει των ανωτέρω, η αποζημίωση του άρθρου 204 του ν. 3584/2007 δεν σχετίζεται κατά οποιονδήποτε τρόπο και ειδικότερα όσον αφορά στο χρόνο υπηρεσίας που λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό της με την αποζημίωση του άρθρου 56 παρ. 1 περ. α΄ του ν. 3518/2006, καθόσον εκάστη εκ των προαναφερόμενων χρηματικών παροχών καθορίζεται αυτοτελώς με βάση τα διανυθέντα σε διαφορετικούς φορείς και κατά διάφορα χρονικά διαστήματα έτη υπηρεσίας του δικαιούχου υπαλλήλου.
ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.1/104/2018
ΕΦΑΠΑΞ:Με δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα ειδικότερα έγιναν ερμηνευτικά δεκτά στη νομική σκέψη της παρούσας (υπό στοιχ ΙΙ.Α και Β), το Κλιμάκιο κρίνει ότι η υπό κρίση δαπάνη παρίσταται, εν προκειμένω, νόμιμη. Και τούτο, διότι, λαμβάνοντας υπόψη ότι με το άρθρο 56 παρ. 1 του ν. 2084/1992 εισήχθη, καταρχήν, για τους μέχρι 31.12.1992 ασφαλισμένους σε οποιοδήποτε φορέα κύριας ασφάλισης, όπως η ....– …., η οποία κατά το χρονικό αυτό σημείο ήταν ασφαλισμένη στο Τ.Α.Ε., ευνοϊκή ρύθμιση για τα τέκνα θανόντος ασφαλισμένου που κληρονομούν εξ αδιαθέτου, οι φερόμενοι ως δικαιούχοι του χρηματικού εντάλματος πληρωμής, τέκνα της προαναφερόμενης δημοτικής υπαλλήλου, δικαιούνται σε κάθε περίπτωση να λάβουν το εφάπαξ βοήθημα, κατά το λόγο της κληρονομικής τους μερίδας, ελλείψει άλλων δικαιούχων προσώπων, ήτοι κατά το ένα τρίτο έκαστος, μολονότι η δικαιοπάροχός τους δεν είχε κατά το χρόνο του θανάτου της αποκτήσει δικαίωμα για τη λήψη αυτού και ανεξαρτήτως του ότι οι ίδιοι δεν δικαιούνται να λάβουν σύνταξη από το Δημόσιο ταμείο λόγω του θανάτου της μητέρας τους. Ως εκ τούτου, ο προβαλλόμενος λόγος διαφωνίας τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον εφαρμοστέες, εν προκειμένω, δεν είναι οι διατάξεις του ν. 103/1975 αλλά οι καταστατικές διατάξεις του Τ.Π.Δ.Υ., βάσει των οποίων ρυθμίζεται το ζήτημα της λήψης του εν λόγω βοηθήματος από τα μέλη της οικογένειας θανόντος ασφαλισμένου, τούτο δε κατά ρητή πρόβλεψη του άρθρου 21 του ν. 3232/2004.
ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.1/213/2019
Αποζημίωση λόγω συνταξιοδότησης:Σύμφωνα, ωστόσο, με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 197 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων και της παραγράφου 2 του άρθρου 49 του π.δ. 410/1988, η παραμονή της ως άνω υπαλλήλου στην υπηρεσία ήταν επιτρεπτή μετά και τη συμπλήρωση του 65 έτους της ηλικίας της, δοθέντος ότι δεν συμπλήρωνε τον απαιτούμενο ελάχιστο αριθμό ενσήμων (4.500) για τη λήψη έστω μειωμένης σύνταξης. Ωστόσο, και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, η παραμονή της αυτή στην υπηρεσία ήταν επιτρεπτή μόνο μέχρι τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος, που, όπως προκύπτει από την 785/12.5.2017 απόφαση απονομής σύνταξης του ΕΦΚΑ, συντελέστηκε στις 28.7.2015, και όχι μέχρι τη συμπλήρωση του 70ου έτους της ηλικίας της. Ως εκ τούτου, μετά την άνω ημερομηνία η εργασιακή της σχέση θα έπρεπε να λυθεί αυτοδικαίως με την έκδοση σχετικής διαπιστωτικής πράξης του αρμόδιου για την πρόσληψη οργάνου. Το γεγονός αυτό, πέραν των τυχόν άλλων συνεπειών, επηρεάζει και τη νομιμότητα της ελεγχόμενης δαπάνης, αφού το ύψος της οφειλόμενης αποζημίωσης απόλυσης προσδιορίζεται με βάση τις καταβαλλόμενες τακτικές αποδοχές, κατά τον τελευταίο μήνα απασχόλησης, και συναρτάται επίσης με τους συνολικούς μήνες νόμιμης απασχόλησης. Κατά συνέπεια και για το λόγο αυτό, μη νομίμως εκκαθαρίζεται στην υπάλληλο αποζημίωση απόλυσης, η οποία υπολογίζεται με βάση τις τακτικές αποδοχές του τελευταίου μήνα απασχόλησής της (Δεκέμβριος 2016) και για χρόνο υπηρεσίας δεκαπέντε (15) ετών, εννέα (9) μηνών και είκοσι πέντε (25) ημερών. Ωστόσο, αβάσιμος και απορριπτέος τυγχάνει ο δεύτερος προβαλλόμενος από την Επίτροπο λόγος διαφωνίας, σύμφωνα με τον οποίο η καταβαλλόμενη αποζημίωση απόλυσης θα πρέπει να συμψηφιστεί με τις αποδοχές που έλαβε η πρώην υπάλληλος κατά το χρονικό διάστημα από 23.7.2013 έως 17.7.2014, κατά το οποίο τελούσε υπό καθεστώς διαθεσιμότητας. Και τούτο δοθέντος ότι αυτό δεν προβλέπεται από καμία διάταξη νόμου, αφού με την περίπτωση 4.α.ι της υποπαραγράφου Ζ2 του ν. 4093/2012, όπως τροποποιήθηκε, εισάγεται ειδική ρύθμιση και θεσπίζεται ειδική περίπτωση αποζημίωσης απόλυσης, λόγω κατάργησης θέσης, στην περίπτωση μη μεταφοράς του υπαλλήλου που τέθηκε σε καθεστώς διαθεσιμότητας σε άλλη θέση και λύσης της εργασιακής του σχέσης, που αποδίδεται και τους μόνιμους υπαλλήλους, για τον υπολογισμό του ύψους της οποίας γίνεται κατά τα λοιπά παραπομπή στις ρυθμίσεις του άρθρου 55 του π.δ. 410/1988 και ως προς την οποία αποκλειστικά επιβλήθηκε η υποχρέωση συμψηφισμού με τις ληφθείσες αποδοχές διαθεσιμότητας. Αν δε ο νομοθέτης επιθυμούσε τον συμψηφισμό των αποδοχών διαθεσιμότητας, ο χρόνος της οποίας θεωρείται, άλλωστε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 39 του ν. 4369/2016, όπως τροποποιήθηκε, ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας και λαμβάνεται υπόψη για τη βαθμολογική και μισθολογική εξέλιξη του υπαλλήλου, με την αποζημίωση απόλυσης, κατά το χρόνο οριστικής αποχώρησης του υπαλλήλου από την υπηρεσία λόγω συνταξιοδότησης, θα έπρεπε να το θεσπίσει ρητά.