Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕλΣυν/Κλ7/246/2014

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 11389/1993

Προμήθεια  αντλητικών συγκροτημάτων.(....) Σε κάθε περίπτωση, η αναθέτουσα αρχή δεν μπορεί στο δεύτερο στάδιο της αξιολόγησης (βαθμολόγησης) των τεχνικών προσφορών να χρησιμοποιεί κριτήρια που συνδέονται με την εκτίμηση της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων να εκτελέσουν τη σύμβαση, καθόσον αυτά χρησιμοποιήθηκαν ήδη κατά το πρώτο στάδιο, για την παραδεκτή συμμετοχή των υποψηφίων στο διαγωνισμό. Ειδικότερα, το κριτήριο της εμπειρίας, το οποίο αφορά στην καταλληλότητα των διαγωνιζομένων να εκτελέσουν τη σύμβαση, αξιολογείται στο πρώτο στάδιο του διαγωνισμού (και εάν δεν υπάρχει στο πρόσωπο υποψηφίου, κρίνεται απαράδεκτη η προσφορά του) και δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί εκ νέου για τη βαθμολόγηση των προσφορών, η δε πρόβλεψή του στη διακήρυξη, ως κριτήριο αξιολόγησης αυτών, καθιστά αυτή μη νόμιμη (Αποφάσεις Μείζονος Επταμελούς Σύνθεσης 610/2012, 992/2011, αποφάσεις VI Τμήματος 3061/2014, 3014/2013, πρβλ. απόφασεις ΔΕΚ της 20.9.1988, C-31/1987, Beentjes, Συλλογή 1988, σελ. 4635, σκ. 15 έως 24, της 12.11.2009, C-199/2007, Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, σκέψεις 51 έως 53, της 19.6.2003, C-315/2001, Gesellschaft      fur Abfallentsorgungs -Technik GmbH (GAT),  σκ. 59 έως 67,  της 24.1.2008, C-532/2006, Εμ. Γ. Λιανάκης Α.Ε., σκ. 26 έως 32, Ε.Α. Στ.Ε. 1148/2009. 1318/2009, 100/2009, 1091/2006). (....) Ενόψει όμως των συνθηκών υπό τις οποίες εξελίχθηκε ο ελεγχόμενος διαγωνισμός, η πρόβλεψη της εμπειρίας ως κριτηρίου αναθέσεως, δεν άσκησε επιρροή, καθόσον σε αυτό το στάδιο είχε απομείνει μόνον μία συμμετέχουσα προμηθεύτρια εταιρεία και ως εκ τούτου, η βαθμολογία της με συνυπολογισμό της εμπειρίας, δεν προσέδωσε σε αυτήν οιαδήποτε συγκριτική υπεροχή σε σχέση με τους λοιπούς διαγωνιζόμενους.

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕλΣυν/Τμ.6/472/2011

Από τις ως άνω διατάξεις συνάγονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα : Κατά τη διαδικασία για την κατάρτιση δημόσιας συμβάσεως για την εκπόνηση μελετών, λαμβάνουν χώρα δύο διακριτά και αυτοτελή στάδια, τα οποία διέπονται από διαφορετικούς κανόνες και ικανοποιούν διαφορετικούς στόχους : στο πρώτο στάδιο επιλέγονται οι υποψήφιοι, οι οποίοι είναι κατάλληλοι από άποψη τεχνικής – επαγγελματικής ικανότητας και χρηματοοικονομικών δεδομένων να αναλάβουν την εκτέλεση της συγκεκριμένης συμβάσεως, με κριτήρια ποιοτικής επιλογής, ενώ στο δεύτερο στάδιο προσδιορίζεται, επί τη βάσει των κριτηρίων αναθέσεων που συνδέονται με το αντικείμενο της συγκεκριμένης δημόσιας συμβάσεως, ποια από τις προσφορές των υποψηφίων, οι οποίες κρίθηκαν στο πρώτο στάδιο «κατάλληλες», είναι η καλύτερη για την εκτέλεση της συμβάσεως (ΔΕΚ απόφαση της 20.9.1988, C-31/1987 , …, Συλλογή 1988, σελ. 4635, σκέψεις 15 και 16, απόφαση της 12.11.2009, C-199/2007 , Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, σκέψεις 51 έως 53, Ε.Α. ΣτΕ 1148/2009, 1318/2009, 100/2009 , 1091/2006). Όταν η ανάθεση της συμβάσεως γίνεται βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς, καταλείπεται στην αναθέτουσα αρχή περιθώριο επιλογής ως προς τον καθορισμό των επιμέρους κριτηρίων, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν για την ανάδειξη του αναδόχου, όμως, η επιλογή αυτή αφορά αποκλειστικά τα κριτήρια βάσει των οποίων θα καθορισθεί η πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά και μόνον. Ως εκ τούτου, δεν δύνανται να ανάγονται σε κριτήρια αναθέσεως, τα στοιχεία βάσει των οποίων πιστοποιείται η τεχνική και επαγγελματική επάρκεια των διαγωνιζομένων, προκειμένου να τους επιτραπεί η συμμετοχή στο διαγωνισμό (δηλαδή τα κριτήρια ποιοτικής επιλογής), τα οποία μόνον στο πλαίσιο του ελέγχου της συνδρομής των τυπικών προϋποθέσεων συμμετοχής στο διαγωνισμό μπορούν να εκτιμηθούν (ΔΕΚ απόφαση της 20.9.1988, C-31/1987, …, Συλλογή 1988, σελ. 4635, σκέψεις 17 έως 20 και 24, απόφαση της 19.6.2003, C-315/2001 , …. (GAT), σκέψεις 59 έως 67, απόφαση της 24.1.2008, C-532/2006 , …., σκέψεις 26 έως 32, απόφαση της 12.11.2009, C-199/2007 Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, σκέψεις 50 έως 58, ΣτΕ 2229/2010, 1128/2009, Ε.Α. ΣτΕ 1318/2009, 1148/2009, 101/2009). Κατά τη γνώμη όμως ενός μέλους του Τμήματος με αποφασιστική ψήφο, του Συμβούλου Γεωργίου Βοΐλη, όταν η ανάθεση της συμβάσεως γίνεται βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας προσφοράς καταλείπεται στην αναθέτουσα αρχή περιθώριο επιλογής ως προς τον καθορισμό των επί μέρους κριτηρίων τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν για την επιλογή του αναδόχου. Και ναι μεν εκτός από την προσφερόμενη τιμή μπορεί να τίθενται και κριτήρια συνδεόμενα με την ποιότητα των μελετών και την οργάνωση του διαγωνιζομένου για την εκτέλεση της συγκεκριμένης συμβάσεως, δεν δύνανται ωστόσο να άγονται σε κριτήρια αναθέσεως, τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 45 και 46 του π.δ. 60/2007 δηλαδή τα στοιχεία εκείνα, βάσει των οποίων πιστοποιείται η οικονομική φερεγγυότητα και η τεχνική και επαγγελματική επάρκεια των διαγωνιζομένων προκειμένου να τους επιτραπεί η συμμετοχή στο διαγωνισμό (τα αναφερόμενα, δηλαδή στις διατάξεις του π.δ. 60/2007 και της Οδηγίας 2004/18 Εκ άρθρα 47 και 48 ως κριτήρια ποιοτικής επιλογής) εφόσον πάντως τα στοιχεία αυτά δεν συνδέονται με τον τρόπο εκτελέσεως της συγκεκριμένης προς ανάθεση μελέτης. Συνακόλουθα η εμπειρία μπορεί να συνδέεται κατά περίπτωση με την εκτίμηση της ποιότητας της συγκεκριμένης προς ανάθεση μελέτης με την παραπάνω έννοια οπότε και μόνο μ’ αυτή την προϋπόθεση επιτρεπτώς βαθμολογείται και συνακόλουθα επηρεάζει την επιλογή αναδόχου (Ε.Α. ΣτΕ 100/2009). Ακολούθως, η αναθέτουσα αρχή έχει υποχρέωση να αναφέρει στην προκήρυξη όλα τα κριτήρια αναθέσεως, τα οποία πρόκειται να χρησιμοποιήσει κατά την επιλογή αναδόχου, προκειμένου τα να καταστήσει γνωστά στους εν δυνάμει προσφέροντες, πριν από την υποβολή των προσφορών τους (ΔΕΚ απόφαση της 12.12.2002, ΔΕC-470/1999 , … κ.λπ., σκέψεις 97 και 98) ενώ, περαιτέρω, δεν δύναται να εφαρμόσει υποκριτήρια για τα κριτήρια αναθέσεως, τα οποία δεν είχαν προηγουμένως γνωστοποιηθεί στους υποψηφίους (ΔΕΚ απόφαση της 24.12.2008, C-532/2006, ….Ε., σκέψεις 34 έως 38, ΣτΕ 798/2009, 4024/2008, 1794/2008). Τα κριτήρια αναθέσεως πρέπει να διατυπώνονται κατά τρόπον ώστε, αφενός να επιτρέπεται στους ενδιαφερόμενους, οι οποίοι είναι καλώς πληροφορημένοι και επιμελείς να τα κατανοούν πλήρως και να τα ερμηνεύουν με τον ίδιο τρόπο, και, αφετέρου, να παρέχεται επαρκής εγγύηση περί της εφαρμογής τους από τη Διοίκηση κατά τρόπο αντικειμενικό και ενιαίο ως προς όλους τους προσφέροντες (ΔΕΚ απόφαση της 17.9.2002, C-513/1999 , … κ.λπ., σκέψεις 81 έως 83, απόφαση της 18.10.2001, C-19/2000 , …, σκέψεις 41 έως 44, ΣτΕ 2183/2004, Ε.Α. ΣτΕ 1148/2009, 603/2009, 113/2008). Τέλος, από τις ως άνω διατάξεις σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 20 παρ.1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, σύμφωνα με το οποίο όταν εκ του νόμου προβλέπεται η έκδοση γνώμης από το αρμόδιο διοικητικό όργανο, αυτή πρέπει να είναι έγγραφη και αιτιολογημένη,


ΕλΣυν/Κλ.6/103/2009

Από το συνδυασμό των άρθρων 42 παρ. 1-2, 46 παρ. 1-2,6, 51 παρ. 1 α, 2 του Π.Δ. 60/07 «Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ «περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών» …» (Α΄ 64) σε συνδυασμό και με τα άρθρα 8 και 20 του Π.Δ. 394/1996 «Κανονισμός Προμηθειών Δημοσίου» (Α΄ 266), συνάγεται ότι στο σύστημα των οδηγιών που αφορούν τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων ο έλεγχος της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων και η ανάθεση της συμβάσεως αν και δεν αποκλείεται να πραγματοποιούνται ταυτόχρονα, αποτελούν δύο αυτοτελείς διαδικασίες και διέπονται από διαφορετικούς κανόνες. Ειδικότερα, ο έλεγχος της καταλληλότητας των προσφερόντων γίνεται από την αναθέτουσα αρχή σύμφωνα με τα κριτήρια οικονομικής, χρηματοδοτικής και τεχνικής ικανότητας (κριτήρια ποιοτικής επιλογής), για την αξιολόγηση των οποίων προσκομίζονται αντίστοιχα δικαιολογητικά. Αντίθετα, η ανάθεση βασίζεται είτε στη χαμηλότερη τιμή είτε στην πιο συμφέρουσα οικονομικά προσφορά. Στην τελευταία περίπτωση τα κριτήρια αξιολόγησης που μπορούν να γίνουν δεκτά από τις αναθέτουσες αρχές ποικίλουν, χωρίς να απαριθμούνται περιοριστικά στις ισχύουσες διατάξεις, επαφίεται δε στην αναθέτουσα αρχή να τα επιλέξει με τη διακήρυξη του διαγωνισμού. Η επιλογή αυτή, πάντως, δεν μπορεί να αναφέρεται παρά μόνο στα κριτήρια που αφορούν την εξακρίβωση της προσφοράς που είναι η πλέον συμφέρουσα οικονομικά. Συνεπώς, αποκλείονται ως κριτήρια αναθέσεως τα κριτήρια που δεν σκοπούν στον εντοπισμό της πλέον συμφέρουσας προσφοράς, αλλά συνδέονται με την εκτίμηση της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων να εκτελέσουν τη σύμβαση. Κριτήρια όπως η εμπειρία των υποψηφίων από ανάλογες προμήθειες, ή από τη χρήση ομοίων προς τα υπό προμήθεια προϊόντων ή το πελατολόγιο αφορούν την καταλληλότητα των διαγωνιζομένων να εκτελέσουν τη σύμβαση, επομένως δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται ως κριτήρια αξιολόγησης της πλέον συμφέρουσας από οικονομικής άποψης προσφοράς και αναθέσεως της συμβάσεως (ΔΕΚ, Απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2006, C 532/06, Λιανάκης ΑΕ κ.λπ., Απόφαση της 19ης Ιουνίου 2003, C- 315/2001, Gat, Πράξη 38/2009 VI Τμ., 26/2009 Στ΄ Κλ.).

Μη ανακλητέα με την ΕλΣυν.Τμ.4/2509/2009


ΣΤΕ/1794/2008

Εκπόνηση μελέτης...Επειδή, εν προκειμένω, η αξιολόγηση των προσφορών των διαγωνιζομένων έγινε μη νομίμως, όπως βασίμως προβάλλεται με την αίτηση ακυρώσεως της σύμπραξης «…» κ.λ.π., διότι η Επιτροπή, μεσούντος του διαγωνισμού και μάλιστα μετά την υποβολή των προσφορών και την αποσφράγιση των αιτήσεων εκδήλωσης ενδιαφέροντος, και τελικώς το Δημοτικό Συμβούλιο …. βασίσθηκαν στη μη προβλεπόμενη αρχήθεν από τη διακήρυξη και, ως εκ τούτου, μη νόμιμη μέθοδο των κατηγοριοποιημένων συντελεστών βαρύτητας των τριών κριτηρίων ανάθεσης. Εξάλλου, ναι μεν, όπως εξέθεσε διηγηματικώς το ΔΕΚ στην απόφασή του επί του προδικαστικού ερωτήματος (σκ. 25-32), τα κριτήρια που επέλεξε η αναθέτουσα αρχή ως «κριτήρια αναθέσεως» (εμπειρία, προσόντα και μέσα που μπορούν να διασφαλίσουν την προσήκουσα εκτέλεση της εν λόγω σύμβασης) αφορούν την καταλληλότητα των διαγωνιζομένων να εκτελέσουν τη σύμβαση αυτή και, συνεπώς, δεν αποτελούν «κριτήρια αναθέσεως», υπό την έννοια του άρθρου 36 παρ. 1 της οδηγίας 92/50, αλλά «κριτήρια ποιοτικής επιλογής»· όμως, η νομιμότητα των κριτηρίων αυτών δεν μπορεί να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως στα πλαίσια της παρούσης δίκης, εφόσον το κύρος της διακήρυξης και ο καθορισμός των ως άνω κριτηρίων ως κριτηρίων ανάθεσης δεν αμφισβητήθηκε ευθέως και επικαίρως από τους αιτούντες ή άλλους διαγωνιζόμενους εντός της προθεσμίας προς άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά της διακήρυξης (πρβ. αποφάσεις ΔΕΚ της 12.12.2002, Universale-Bau AG, C-470/99, καθώς και της 27.2.2003, Santex SpA, C-327/2000).


ΕλΣυν/Κλ.Ζ/304/2010

Από τις ανωτέρω διατάξεις (3316/2005,2690/1999)διατάξεις , σε συνδυασμό με το άρθρο 20 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν.2690/1999, ΦΕΚ Α΄ 45), που ορίζει ότι: «Όπου ο νόμος, για την έκδοση διοικητικής πράξης, προβλέπει προηγούμενη γνώμη (απλή ή σύμφωνη) (…) άλλου οργάνου (…) η γνώμη (…) πρέπει να είναι έγγραφη, αιτιολογημένη και επίκαιρη κατά το περιεχόμενό της» αλλά και με τη γενική αρχή του δικαίου των δημοσίων συμβάσεων, η οποία απορρέει από τις αρχές της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης των συμμετεχόντων στους δημόσιους διαγωνισμούς, συνάγεται, πλην άλλων, ότι η αξιολόγηση των προσφορών των υποψηφίων για την ανάληψη δημοσίας συμβάσεως μελετών πρέπει να είναι ειδικώς και εμπεριστατωμένως αιτιολογημένη, με την παράθεση, στο οικείο πρακτικό, των στοιχείων που ελήφθησαν υπ' όψιν για την επιλογή του αναδόχου (βλ. Πρ. VI Tμ. 168/2008, 253/2007). Η επιλογή αυτή λαμβάνει χώρα κατόπιν αξιολογήσεως, κατ' εκτίμηση των οριζομένων στο νόμο και τη διακήρυξη κριτηρίων, των τεχνικών προσφορών των διαγωνιζομένων, η δε βαθμολόγηση, ερειδομένη επί συγκριτικής εκτιμήσεως των τεχνικών προσφορών των διαγωνιζομένων, πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς, με αναφορά σε συγκεκριμένα στοιχεία, ανταποκρινόμενα στα προμνησθέντα νόμιμα κριτήρια (βλ. ΣτΕ 2321/2009, Ε.Α. ΣτΕ 541/2009 και πρβλ. ΕΑ ΣτΕ 1073/2008, 944/2007). Τέλος, από τις προδιαληφθείσες διατάξεις του ν. 3316/2005 σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της οικείας διακηρύξεως, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα του Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (οδηγίες 2004/18 και 2004/17) και των εξ αυτού απορρεουσών αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της διαφάνειας, συνάγεται ότι α) η αναθέτουσα αρχή έχει υποχρέωση να αναφέρει στην προκήρυξη, όλα τα κριτήρια για την ανάθεση του έργου τα οποία πρόκειται να χρησιμοποιήσει προς τον σκοπό όπως καταστήσει γνωστό στους εν δυνάμει προσφέροντες, πριν από την υποβολή των προσφορών τους, τα κριτήρια αναθέσεως στα οποία πρέπει αυτές να ανταποκρίνονται, καθώς και τη σχετική τους σημασία (βλ. αποφάσεις ΔΕΚ της 12ης Δεκεμβρίου 2002, Universale – Bau AG κ.λ.π. κατά Entsorgungsbetriebe Simmering Gmbh, C-470/99, σκ. 97 και 98), β) η αναθέτουσα αρχή δεν δύναται να εφαρμόζει υποκριτήρια για τα κριτήρια αναθέσεως που δεν είχαν προηγουμένως γνωστοποιηθεί στους υποψηφίους (βλ. απόφαση ΔΕΚ της 24ης Ιανουαρίου 2008, Λιανάκης κ.λ.π.. κατά Δήμου Αλεξανδρουπόλεως, C- 532/06, σκ. 34 έως 38 και πρβλ. ΣτΕ 798/2009, 4024, 1794/2008, ΣτΕ 3497/2006) και γ) τα κριτήρια αναθέσεως πρέπει να διατυπώνονται, στην προκήρυξη του διαγωνισμού, κατά τρόπο που να επιτρέπει σε όλους τους προσφέροντες οι οποίοι είναι καλώς πληροφορημένοι και επιμελείς να τα ερμηνεύουν κατά τον αυτό τρόπο, τα κριτήρια δε αυτά πρέπει να εφαρμόζονται κατά τρόπο αντικειμενικό και ενιαίο για όλους τους προσφέροντες (βλ. αποφάσεις ΔΕΚ της 17ης Σεπτεμβρίου 2002 Concordia Bus Finland Oy Ab και Ηelsingin Kaupunki,HKL –Bussiliikenne, C-513/99, σκ. 81 έως 83, της 18ης. 10.2001, SIAC Construction Ltd κατά County Council of the County of Mayo, C-19/00, σκ . 41 έως 44). Τεχνική αξιολόγηση.Μη νομίμως βαθμολογήθηκαν η γνώση των δεδομένων της περιοχής και η εμπειρία των συμπράξεων ως κριτήρια αξιολογήσεως, καθόσον αυτά δεν συγκαταλέγονται στα βαθμολογικά κριτήρια της διακηρύξεως, ενώ σε κάθε περίπτωση η εμπειρία δεν αποτελεί επιτρεπόμενο κριτήριο αναθέσεως


ΕλΣυν/Τμ.6/3057/2014

Αιτήση ανάκλησης της 136/2014 πράξης του ΣΤ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία κρίθηκε ότι κωλύεται, για τους ειδικότερα αναφερόμενους σε αυτή λόγους, η υπογραφή δεκαπέντε (15) υποβληθέντων για έλεγχο σχεδίων σύμβασης (....) Ενόψει όλων αυτών, όταν δια των τεχνικών προδιαγραφών διακήρυξης διαγωνισμού προμήθειας ιατροτεχνολογικών ειδών ζητείται τα προς προμήθεια είδη να διαθέτουν τεχνικές εγκρίσεις και να ανταποκρίνονται σε τεχνικά συστήματα αναφοράς (πρότυπα), εκπονούμενα από οργανισμούς τυποποίησης, δια των οποίων τίθενται τα ελάχιστα αναγκαία χαρακτηριστικά των υπό προμήθεια ειδών, η περαιτέρω απαίτηση της διακήρυξης να κατατεθεί επί ποινή αποκλεισμού για το προσφερόμενο είδος κατάλογος πελατολογίου, αποτελεί όρο, ο οποίος θέτει αδικαιολόγητα εμπόδια στον ανταγωνισμό, εφόσον οδηγεί σε αποκλεισμό ειδών σύγχρονης τεχνολογίας, τα οποία, παρότι πληρούν όλες τις τεχνικές προδιαγραφές και διαθέτουν τις απαιτούμενες πιστοποιήσεις των αρμοδίων οργανισμών, δεν διαθέτουν ακόμη πελατολόγιο (πρβλ. Επ.Αν. ΣτΕ 144, 739/2008, 491, 573, 703/2009 και Δ.Ε.Κ. απόφαση 19ης Ιουνίου 2003, C-315/01). Τέλος, η αρχή της ίσης μεταχείρισης, που αποτυπώνεται στη διάταξη του άρθρου 3 του π.δ/τος 60/2007, δεν απαγορεύει μόνο τις εμφανείς διακρίσεις λόγω ιθαγένειας, αλλά και κάθε μορφή συγκεκαλυμμένης διάκρισης, η οποία, μέσω της εφαρμογής άλλων κριτηρίων διάκρισης, καταλήγει στην πράξη στο ίδιο αποτέλεσμα (βλ. αποφάσεις Δ.Ε.Κ. της 29ης Οκτωβρίου 1980, 22/80, Boussac Saint-Frères, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σελ. 375, σκ. 9, της 5ης Δεκεμβρίου 1989, C-3/88, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1989, σελ. I-4035, σκ. 8 και της 27.10.2005, C-234/03, Contse SA κ.λπ κατά Instituto Nacional de Gestión Sanitaria (Ingesa), πρώην Instituto Nacional de la Salud (Insalud), σκ. 36 και αποφ. Ελ.Συν. VI Τμ. 3145/2010, 475/2011). (...) Κατά την ειδικότερη γνώμη της Συμβούλου Μαρίας Βλαχάκη, η διαγωνιστική διαδικασία πάσχει και εκ του - μη ρητώς προβληθέντος από το Κλιμάκιο, αλλά συναφούς προς τον προδιαληφθέντα - λόγου ότι κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 44 παρ. 1 και 2, 48 παρ. 1, 2 και 6 και 53 παρ. 1 εδ. α΄ και 2 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ «περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών» (βλ. και ομοίου περιεχομένου διατάξεις των άρθρων 42 παρ. 1 και 2, 46 παρ. 1, 2 και 6 και 53 παρ. 1 εδ. α΄ και 2 του π.δ. 60/2007) τέθηκαν ως κριτήρια ανάθεσης της συμβάσεως και ως κριτήρια βαθμολόγησης των υποβληθεισών προσφορών κριτήρια που δεν σκοπούν στον εντοπισμό της πλέον συμφέρουσας προσφοράς, αλλά συνδέονται με την εκτίμηση της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων να εκτελέσουν τη σύμβαση. Ειδικότερα, κριτήρια, όπως η εμπειρία των υποψηφίων από ανάλογες προμήθειες ή από τη χρήση όμοιων προς τα υπό προμήθεια προϊόντων ή το πελατολόγιο αφορούν την καταλληλότητα των διαγωνιζομένων να εκτελέσουν τη σύμβαση, επομένως δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται ως κριτήρια ανάθεσης της σύμβασης (βλ. ΔΕΚ απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2008, Λιανάκης ΑΕ κ.λπ., C-532/06, ΔΕΚ απόφαση της 19ης Ιουνίου 2003, G.Α.Τ. C-315/01, και Αποφ. Τμήματος Μείζονος – Επταμελούς Σύνθεσης 610/2012, 992/2011, κ.ά.). Πλην όμως, κατά τη γνώμη που εκράτησε στο Τμήμα, η ως άνω πλημμέλεια δεν μπορεί να εξετασθεί το πρώτον ενώπιον του παρόντος Τμήματος, χωρίς να έχει τεθεί ρητώς ως πλημμέλεια της ελεγχθείσας ενώπιον του Κλιμακίου διαγωνιστικής διαδικασίας.


ΕλΣυν/Τμ.6/467/2011

Στο άρθρο 3 (άρθρο 2 οδηγίας 2004/18/ΕΚ) του π.δ. 60/2007 «Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ «περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών» …» (ΦΕΚ Α΄ 64) ορίζεται ότι: «Οι αναθέτουσες αρχές αντιμετωπίζουν τους οικονομικούς φορείς ισότιμα και χωρίς διακρίσεις ενεργώντας με διαφάνεια». Σύμφωνα με το περιεχόμενο της διάταξης αυτής στο πλαίσιο του συντονισμού σε κοινοτικό επίπεδο των διαδικασιών για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων, κύριος σκοπός είναι η κατάργηση των περιορισμών στην ελευθερία εγκαταστάσεως, παροχής υπηρεσιών και προϊόντων στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων προκειμένου να ισχύσει πραγματικός ανταγωνισμός μεταξύ των οικονομικών φορέων των κρατών μελών και, περαιτέρω, η αποσόβηση του κινδύνου να προτιμηθούν οι ημεδαποί υποψήφιοι κατά τη σύναψη συμβάσεως καθώς και ο αποκλεισμός του ενδεχομένου η δημοσίου δικαίου αναθέτουσα αρχή να καθορίζει τη στάση της με βάση εκτιμήσεις μη οικονομικής φύσεως (ΔΕΚ C-380/98 University of Cambridge, σκέψεις 16-17, C-285/99 Lombardini σκέψεις 34-38, όπου περαιτέρω παραπομπές). Περαιτέρω, στο άρθρο 51 του ίδιου π.δ. (άρθρο 53 Οδηγίας 2004/18/ΕΚ) ορίζεται ότι: «1. (…) τα κριτήρια βάσει των οποίων οι αναθέτουσες αρχές αναθέτουν τις δημόσιες συμβάσεις, είναι: όταν η σύμβαση ανατίθεται στην πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά κατά την κρίση της αναθέτουσας, κριτήρια συνδεόμενα με το αντικείμενο της συγκεκριμένης δημόσιας σύμβασης, ιδίως η ποιότητα, η τιμή, η τεχνική αξία, τα αισθητικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά, τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά, το κόστος λειτουργίας, η αποδοτικότητα, η εξυπηρέτηση μετά την πώληση και η τεχνική συνδρομή, η ημερομηνία παράδοσης και η προθεσμία παράδοσης ή εκτέλεσης (…)». Από το συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων, συνάγεται ότι το στάδιο του ελέγχου της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων είναι διακριτό από εκείνο της ανάθεσης της σύμβασης, αφού αποτελούν δύο αυτοτελείς διαδικασίες και διέπονται από διαφορετικούς κανόνες, ακόμα και στις περιπτώσεις που κατά την κείμενη νομοθεσία πραγματοποιούνται ταυτόχρονα. Ειδικότερα, ο έλεγχος της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων, που λογικά και χρονικά προηγείται της ανάθεσης της σύμβασης και συνδέεται με την αποδοχή ως υποψηφίων διαγωνιζομένων μόνον όσων πληρούν ένα ελάχιστο επίπεδο οικονομικής και χρηματοοικονομικής επάρκειας και τεχνικών ή και επαγγελματικών ικανοτήτων, γίνεται από την αναθέτουσα αρχή σύμφωνα με τα κριτήρια οικονομικής, χρηματοδοτικής και τεχνικής ικανότητας (κριτήρια ποιοτικής επιλογής, που αναφέρονται στα άρθρα 45 έως 50 του π.δ. 60/2007), για την αξιολόγηση των οποίων προσκομίζονται αντίστοιχα δικαιολογητικά. Η ανάθεση της σύμβασης γίνεται αφού ελεγχθεί η καταλληλότητα του διαγωνιζομένου και πραγματοποιείται σύμφωνα με τα κριτήρια που ορίζει η διακήρυξη βάσει είτε της χαμηλότερης τιμής είτε της πιο συμφέρουσας οικονομικά προσφοράς. Όταν η ανάθεση της συμβάσεως γίνεται βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς, καταλείπεται στην αναθέτουσα αρχή περιθώριο επιλογής ως προς τον καθορισμό των επιμέρους κριτηρίων, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν για την ανάδειξη του αναδόχου, όμως, η επιλογή αυτή αφορά αποκλειστικά τα κριτήρια βάσει των οποίων θα καθορισθεί η πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά και μόνον. Ως εκ τούτου, δεν δύνανται να ανάγονται σε κριτήρια αναθέσεως, τα στοιχεία βάσει των οποίων πιστοποιείται η τεχνική και επαγγελματική επάρκεια των διαγωνιζομένων, προκειμένου να τους επιτραπεί η συμμετοχή στο διαγωνισμό (δηλαδή τα κριτήρια ποιοτικής επιλογής), τα οποία μόνον στο πλαίσιο του ελέγχου της συνδρομής των τυπικών προϋποθέσεων συμμετοχής στο διαγωνισμό μπορούν να εκτιμηθούν (ΔΕΚ απόφαση της 20.9.1988, C-31/1987, Beentjes, Συλλογή 1988, σελ. 4635, σκέψεις 17 έως 20 και 24, απόφαση της 19.6.2003, C-315/2001, Gesellschaft fur Abfallentsorgungs-Technik GmbH (GAT), σκέψεις 59 έως 67, απόφαση της 24.1.2008, C-532/2006, Εμ. Γ. Λιανάκης Α.Ε., σκέψεις 26 έως 32, απόφαση της 12.11.2009, C-199/2007 Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, σκέψεις 50 έως 58, ΣτΕ 2229/2010, 1128/2009, Ε.Α. ΣτΕ 1318/2009, 1148/2009, 101/2009). Ο Σύμβουλος Γεώργιος Βοΐλης διατύπωσε την εξής γνώμη: Όταν η ανάθεση της συμβάσεως γίνεται βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας προσφοράς καταλείπεται στην αναθέτουσα αρχή περιθώριο επιλογής ως προς τον καθορισμό των επί μέρους κριτηρίων τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν για την επιλογή του αναδόχου. Και ναι μεν εκτός από την προσφερόμενη τιμή μπορεί να τίθενται και κριτήρια συνδεόμενα με την ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών και την οργάνωση του διαγωνιζομένου για την εκτέλεση της συγκεκριμένης συμβάσεως, δεν δύνανται ωστόσο να άγονται σε κριτήρια αναθέσεως, τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 45 και 46 του π.δ. 60/2007 δηλαδή τα στοιχεία εκείνα, βάσει των οποίων πιστοποιείται η οικονομική φερεγγυότητα και η τεχνική και επαγγελματική επάρκεια των διαγωνιζομένων προκειμένου να τους επιτραπεί η συμμετοχή στο διαγωνισμό (τ


ΕλΣυνΚλ.Ζ/234/2018

Ανάθεση της υπηρεσίας «Υγειονομική Ταφή Απορριμμάτων Χ.Υ.Τ.Α.: Με τα δεδομένα αυτά, το Κλιμάκιο διαπιστώνει ότι: Μη νομίμως αποκλείστηκε η εταιρεία «...» κατά το στάδιο ελέγχου των δικαιολογητικών συμμετοχής με την αιτιολογία ότι υπέβαλε προτιμολόγια αγοράς δύο εκ των απαιτούμενων για την εκτέλεση της σύμβασης μηχανημάτων και, ως εκ τούτου, δεν απέδειξε ότι είχε, κατά το χρόνο υποβολής της προσφοράς της, την κυριότητα αυτών(...)Σύμφωνα με όσα έγιναν ανωτέρω ερμηνευτικώς δεκτά (βλ. σκ. ΙΙΙ Δ), το γεγονός ότι τα υποβληθέντα από την ίδια ως άνω εταιρεία Ε.Ε.Ε.Σ. των επιχειρήσεων «...» και «...», στις δυνατότητες των οποίων στηρίζεται για την εκτέλεση της σύμβασης, δεν φέρουν  ψηφιακές υπογραφές των νόμιμων εκπροσώπων τους, αλλά ιδιόχειρες υπογραφές αυτών, το γνήσιο των οποίων (υπογραφών) βεβαιώνεται από Κ.Ε.Π., δεν πλήττει, εν προκειμένω, τη νομιμότητα της συμμετοχής της εν λόγω εταιρείας στην ελεγχόμενη διαγωνιστική διαδικασία, δεδομένου ότι δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία για την ταυτότητα και ιδιότητα των δηλούντων και το περιεχόμενο των δηλουμένων πληροφοριών (...)Μη νομίμως αποκλείστηκε η εταιρεία «...» κατά το στάδιο ελέγχου των δικαιολογητικών συμμετοχής, με την αιτιολογία ότι υπέβαλε, για όλα τα μηχανήματα, μισθωτήρια και προτιμολόγια και, ως εκ τούτου, δεν απέδειξε ότι είχε κατά το χρόνο υποβολής της προσφοράς της την κυριότητα αυτών. (..) Μη νομίμως αποκλείστηκε η ίδια εταιρεία κατά το στάδιο ελέγχου των δικαιολογητικών συμμετοχής, με την αιτιολογία ότι δεν υπέβαλε στοιχεία τεκμηρίωσης της εμπειρίας της (συμβάσεις με τους αντισυμβαλλόμενους φορείς, τιμολόγια, βεβαιώσεις καλής εκτέλεσης). Τούτο δε, διότι, σύμφωνα με όσα έγιναν ανωτέρω ερμηνευτικώς δεκτά (βλ. σκ. ΙΙΙ Γ), η υποβολή των εν λόγω αποδεικτικών της εμπειρίας της στοιχείων απαιτείται, επί ποινή αποκλεισμού αυτής, κατά το μεταγενέστερο στάδιο της υποβολής των δικαιολογητικών κατακύρωσης.Ενόψει των ανωτέρω ουσιωδών πλημμελειών που διαπιστώθηκαν στη διαδικασία ανάδειξης αναδόχου για την παροχή των ελεγχόμενων υπηρεσιών, το Κλιμάκιο κρίνει ότι κωλύεται η υπογραφή του υποβληθέντος προς έλεγχο, με το 933/22.5.2018 (αριθ. πρωτ. Ε.Σ. 35490/23.5.2018) έγγραφο του Προέδρου του Συνδέσμου Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων Νόμου ..., σχεδίου σύμβασης.

Δεν ανακλήθηκε με την ΕλΣυνΤμ.6/1331/2018

Δεν ανακλήθηκε με την ΕΣ/ΤΜ.6/14/2019


ΕΣ/ΤΜ.Μειζ.Επταμ.Συνθ/1182/2015

Απόφαση επί της αμφισβητήσεως που δημιουργήθηκε σχετικά με την έννοια των διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 2 του π. δ. 60/2007, λόγω της έκδοσης των 215/2014 και 410/2014 αντίθετων Πράξεων του ΣΤ΄ και Ε΄ Κλιμακίου, αντίστοιχα, (...) . Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, όπως αυτές έχουν ερμηνευθεί από το ΔΕΚ, ο ορισμός μιας δημόσιας σύμβασης ως σύμβασης έργου, προμηθειών και υπηρεσιών ανάγεται στο κοινοτικό δίκαιο και δεν εξαρτάται από το χαρακτηρισμό αυτής με βάση την εθνική νομοθεσία (βλ. ΔΕΚ, απόφαση της 18.7.2007, C-382/05, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκ. 30). Εξάλλου, όταν η σύμβαση περιλαμβάνει τόσο στοιχεία σύμβασης έργου, όσο και στοιχεία άλλου τύπου δημόσιας σύμβασης (μικτή σύμβαση), το στοιχείο που καθορίζει ποιες είναι οι εφαρμοστέες διατάξεις της κοινής, και για τους τρεις τύπους συμβάσεων της οδηγίας 2004/17ΕΚ, είναι εκείνο της σύμβασης που είναι κύριο, το κεντρικό δηλ. στοιχείο γύρω από το οποίο διαρθρώνεται η σύμβαση. Το κύριο αντικείμενο της σύμβασης προσδιορίζεται στο πλαίσιο της αντικειμενικής εξέτασης του συνόλου της σύμβασης. Ο προσδιορισμός γίνεται με βάση τις ουσιώδεις υποχρεώσεις που υπερισχύουν και οι οποίες ακριβώς χαρακτηρίζουν τη σύμβαση, σε αντίθεση με αυτές που έχουν απλώς παρεπόμενο ή συμπληρωματικό χαρακτήρα, ενώ η οικονομική αξία αυτών δεν μπορεί να αποτελέσει το αποκλειστικό κριτήριο για τον προσδιορισμό, αλλά είναι ένα κριτήριο, το οποίο συνεκτιμάται με τα λοιπά (βλ. ΔΕΚ, απόφαση της 18.1.2007, C-220/05, Jean Auroux κλπ. κατά Commune de Roanne, σκ. 37-41, απόφαση της 21.2.2008, C-412/04, Επιτροπή κατά Ιταλικής Δημοκρατίας, σκ. 47-52, απόφαση της 19.4.1994, C-331/92, Gestion Hotelera International SA κλπ. σκ. 23-29, ΕΣ Τμ.Μείζ. Σύνθ. 1856/2011, αλλά και ΣτΕ 2387/2009, 717/2011).(..)Κατά συνέπεια, η δημιουργηθείσα αμφισβήτηση από τις 215 και 410/2014 αντίθετες πράξεις του ΣΤ΄ και Ε΄ Κλιμακίου, αντίστοιχα, θα πρέπει να αρθεί υπέρ της άποψης της 215/2014 Πράξης του ΣΤ΄ Κλιμακίου, ότι δηλαδή το υπό έλεγχο σχέδιο προγραμματικής σύμβασης αφορά σε εκτέλεση δημοσίου έργου. Παραπέμπει δε, την υπόθεση στο Ε΄ Κλιμάκιο, προκειμένου να διενεργηθεί επί του σχεδίου της ως άνω προγραμματικής σύμβασης ο έλεγχος νομιμότητας αυτού.


ΕΣ/ΤΜ.1/3156/2014

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ:Με την  έφεση αυτή ζητείται παραδεκτώς η ακύρωση της 12154/9.12.2010 πράξης του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, με την οποία καταλογίστηκε εις βάρος της εκκαλούσας το ποσό των 5.000 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στην πρώτη δόση της χρηματοδότησης που αυτή έλαβε, ως νέα γεωργός, στο πλαίσιο του Μέτρου 3.1 «Εφάπαξ πριμοδότηση πρώτης εγκατάστασης νέων γεωργών» του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Αγροτική Ανάπτυξη – Ανασυγκρότηση της Υπαίθρου 2000-2006».(....)Ενόψει αυτών, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο επίδικος καταλογισμός παρίσταται νόμιμος, αφού η εκκαλούσα, χωρίς να προκύπτει η συνδρομή λόγων ανωτέρας βίας, δεν απέκτησε, εντός της ανωτέρω πενταετούς προθεσμίας για την επίτευξη των δεσμευτικών στόχων του σχεδίου δράσης της, επαρκή επαγγελματική ικανότητα, η παράλειψή της δε αυτή συνιστά, κατά νόμο, αθέτηση των όρων ένταξής της στο καθεστώς πριμοδότησης, η οποία επισύρει την ανάκτηση του ποσού της χρηματοδότησης που της είχε μέχρι τότε καταβληθεί. Τέλος, η εκκαλούσα προβάλλει, κατ’ εκτίμηση του υπομνήματος της, ότι εισέπραξε καλόπιστα το καταλογισθέν ποσό και βρίσκεται σε οικονομική αδυναμία να το επιστρέψει. Ο προβαλλόμενος, όμως, ισχυρισμός περί συνδρομής καλής πίστης στο πρόσωπό της, πέραν του ότι απαραδέκτως προβάλλεται το πρώτον με το υπόμνημα, είναι εξεταστέος μόνο υπό τις προϋποθέσεις της κοινοτικής αρχής της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, καθόσον, στο πλαίσιο της συγχρηματοδότησης από κοινοτικούς πόρους του  άνω Μέτρου 3.1., ο επιβληθείς καταλογισμός διενεργήθηκε συνεπεία θεσπισθείσας διαδικασίας υποχρεωτικής ανάκτησης παρανόμως διατεθέντων κονδυλίων,  κατ’ επιταγή του κοινοτικού δικαίου, του οποίου πρέπει να διασφαλίζεται η εφαρμογή και αποτελεσματικότητα (βλ. Ε.Σ. Ι Τμ. 1748/2014, πρβλ. ΔΕΚ αποφ. της 13.3.2008 στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-383/06 έως C-385/06, σκ. 48, 49, 53). Περαιτέρω, δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις εφαρμογής της  αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, στο πλαίσιο της οποίας ερευνάται και η καλή πίστη της εκκαλούσας, διότι δεν προκύπτει η ύπαρξη συγκεκριμένων και ανεπιφύλακτων διαβεβαιώσεων, αρμοδίως απευθυνθεισών προς αυτή (την εκκαλούσα), που να της δημιούργησαν οποιαδήποτε θεμιτή προσδοκία αντίθετη στο επιβληθέντα καταλογισμό, αλλά, αντίθετα, γνώριζε ότι η χρηματοδότηση που έλαβε μπορούσε να ανακτηθεί, καθώς τελούσε σε συνάρτηση με την εκπλήρωση των ρητά αναληφθεισών συμβατικών της δεσμεύσεων, προς τις οποίες δεν συμμορφώθηκε (βλ. Ε.Σ. Ι Τμ. 1748/2014, πρβλ. αποφ. του Δικαστηρίου της 24.3.2011, C-369/09 P, σκ. 122 επ., της 16.12.2010, C-537/08P, σκ. 63, της 19.9.2002 στην υπόθεση C-336/00, σκ. 59). Ομοίως και ο σχετικός ισχυρισμός περί οικονομικής αδυναμίας, ο οποίος απαραδέκτως, επίσης, προβάλλεται το πρώτον με το υπόμνημα, είναι απορριπτέος, διότι η οικονομική αδυναμία δεν συνιστά, σύμφωνα με τις εφαρμοστέες διατάξεις, νόμιμο λόγο για την άρση ή τον περιορισμό της ευθύνης της εκκαλούσας προς επιστροφή του άνω αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού (Ε.Σ. Ι Τμ. 2322, 1748/2014, 909/2012). Συγκεκριμένα, στο σύστημα των αγροτικών ενισχύσεων που καταβάλλονται από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων, δεν νοείται η απαλλαγή του τελικού αποδέκτη κοινοτικής ενίσχυσης αποκλειστικά και μόνο για λόγους προσωπικής επιείκειας αναγόμενους στην οικονομική αδυναμία επιστροφής του καταλογισθέντος ποσού (πρβλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Μαΐου 1993, C-290/91, Peter, σκέψεις 14-15), καθόσον σε διαφορετική περίπτωση θα αναιρείτο η ενιαία εφαρμογή και η πρακτική αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου (βλ. Ε.Σ. Ι Τμ. 2672, 2322, 1212/2014, πρβλ. προαναφερόμενη απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Μαΐου 1993, C-290/91, Peter, σκέψη 8, απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1983, C-205/82 ως 215/82, Deutsche Milchkontor, σκέψεις 17 και 19).Απορρίπτει την έφεση. 


Ελσυν/Τμ7/263/2009

Νόμιμη η δαπάνη για την προμήθεια πίνακα ζωγραφικής προς εμπλουτισμό της πινακοθήκης Δήμου, καθόσον εμπίπτει στην έννοια των λειτουργικών δαπανών, που προάγουν τα πολιτιστικά και πνευματικά ενδιαφέροντα των δημοτών και δεν υπερβαίνει το προσήκον μέτρο (άρθρο 37 του ν.3801/2009 και άρθρα 75,158 τουν.3463/2006)