×
register
Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕλΣυν/Τμ.7/222/2010

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3669/2008

Δεν είναι νόμιμη η ταυτόχρονη πρόσκληση υποβολής επικαιροποιημένων δικαιολογητικών και υπογραφής της σύμβασης, αφού κατά το στάδιο πριν την εκ νέου υποβολή και έλεγχο των δικαιολογητικών του μειοδότη, δεν υφίσταται νόμιμη κοινοποίηση της κατακυρωτικής απόφασης και της πρόσκλησης για υπογραφή της οικείας σύμβασης. Εξάλλου, ο ανάδοχος είναι υποχρεωμένος να προσέλθει για την υπογραφή της σύμβασης και να προσκομίσει τις απαιτούμενες εγγυήσεις καλής εκτέλεσης μέσα στην προθεσμία που τάσσεται στη σχετική πρόσκληση, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από τις δεκαπέντε ημέρες. Η προθεσμία δε αυτή είναι, σύμφωνα με το σαφές γράμμα του άρθρου 4.2 της διακήρυξης, αποκλειστική, αν δε παρέλθει άπρακτη ή αν εντός αυτής προσκομισθούν ελλιπή δικαιολογητικά, η κατακυρωτική απόφαση ανακαλείται και το αποτέλεσμα του διαγωνισμού κατακυρώνεται στον δεύτερο μειοδότη, (πρβλ Τμήμα VI 178/2007, Σ.τ.Ε. 677/2006.) Σε περίπτωση δε που ταχθείσα προς τούτο προθεσμία είναι μικρότερη των 15 ημερών, χωρίς τούτο να προβλέπεται από τη διακήρυξη, και ο μειοδότης δεν προσέλθει εντός αυτής να υπογράψει τη σχετική σύμβαση, δεν δύναται νομίμως να κηρυχθεί έκπτωτος (βλ. Σ.τ.Ε. 2009/2004).


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕλΣυν/Τμ.7(ΚΠΕ)/103/2012

(...)Πριν από την κοινοποίηση της κατακυρωτικής απόφασης στον μειοδότη ανάδοχο, προηγείται η τήρηση της νέας διαδικασίας ελέγχου της ισχύος των δικαιολογητικών συμμετοχής του. Για το λόγο αυτό η Προϊσταμένη Αρχή ζητεί από την αναδειχθείσα μειοδότρια εργοληπτική επιχείρηση ή κοινοπραξία, τάσσοντας την κατά την κρίση της αναγκαία προθεσμία, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δέκα (10) ημερών, την προσκόμιση νέων επικαιροποιημένων δικαιολογητικών συμμετοχής. Αν η τεθείσα προθεσμία παρέλθει άπρακτη ή αν τα προσκομισθέντα δικαιολογητικά είναι ελλιπή, εξετάζεται η ανάθεση της κατασκευής στην αμέσως επόμενη, κατά σειρά μειοδοσίας, εργοληπτική επιχείρηση, χωρίς να αποκλείεται η χορήγηση παράτασης της προθεσμίας αυτής, καθόσον από τις προαναφερόμενες διατάξεις δεν τίθεται ως αυτόθροη συνέπεια της άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας αυτής ή της κατάθεσης ελλιπών δικαιολογητικών, ο αποκλεισμός του μειοδότη και η ανάθεση της κατασκευής στην αμέσως επόμενη, κατά σειρά μειοδοσίας, εργοληπτική επιχείρηση ή κοινοπραξία (βλ. Σ.τ.Ε. 1893/2007), αλλά έγκειται στη διακριτική ευχέρεια της Προϊσταμένης Αρχής (βλ. πράξ. VIΙ Τμ. 222/2010). Μόνο μετά την τήρηση του ουσιώδους αυτού τύπου και υπό την προϋπόθεση ότι δεν εξέλιπαν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες έγινε δεκτός στο διαγωνισμό ο μειοδότης η Προϊσταμένη Αρχή προβαίνει νομίμως στην κοινοποίηση της κατακυρωτικής απόφασης σ' αυτόν μαζί με την πρόσκληση προς υπογραφή της σύμβασης. Εξάλλου, ο ανάδοχος είναι υποχρεωμένος να προσέλθει για την υπογραφή της σύμβασης και να προσκομίσει τις απαιτούμενες εγγυήσεις καλής εκτέλεσης μέσα στην προθεσμία που τάσσεται στη σχετική πρόσκληση, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από τις δεκαπέντε (15) ημέρες (πράξ. VIΙ Τμ. 222/2010). Αν η Προϊσταμένη Αρχή δεν θέσει όμως προθεσμία τόσο για την υποβολή των επικαιροποιημένων δικαιολογητικών όσο και, εν συνεχεία, για την προσέλευση του αναδόχου για την υπογραφή της σύμβασης και η εργολαβική σύμβαση υπογραφεί, η ως άνω παράλειψη δεν συνεπάγεται την ακυρότητα της υπογραφείσας σύμβασης, καθόσον η υποχρέωση της Προϊστάμενης Αρχής να θέσει προθεσμία στον ανάδοχο δεν τίθεται από τις οικείες διατάξεις επί ποινή ακυρότητας της σύμβασης. 3) Για την ανάθεση της κατασκευής του έργου απαιτείται η εκ μέρους του αναδόχου παροχή εγγύησης καλής εκτέλεσης, η οποία κατατίθεται από αυτόν κατά την υπογραφή της σύμβασης, χωρίς όμως ν' απαιτείται εκ του νόμου η ημερομηνία έκδοσης αυτής (εγγύησης) να συμπίπτει με την ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης.


ΕλΣυν/Τμ.6/119/2008

Με τις ανωτέρω διατάξεις, (άρθρο 23 του π.δ. 609/1985) τίθεται ως τυπική προϋπόθεση του παραδεκτού της προσφοράς η κατάθεση εγγυητικής επιστολής συμμετοχής συγκεκριμένης εκ του νόμου ελάχιστης χρονικής διάρκειας ισχύος, η οποία τελεί σε συνάρτηση με το χρόνο ισχύος των προσφορών των διαγωνιζομένων και πρέπει να είναι τουλάχιστον κατά τριάντα (30) ημέρες μεγαλύτερη του χρόνου ισχύος αυτών. Σκοπός του νομοθέτη, με την καθιέρωση της εγγύησης συμμετοχής, ήταν η εξασφάλιση των συμφερόντων της αναθέτουσας αρχής με την εκπλήρωση, εκ μέρους του μειοδότη, της υποχρέωσής του, όπως προσέλθει για την υπογραφή της σύμβασης. Ο σκοπός, όμως, αυτός ουδόλως παραβλάπτεται σε περίπτωση που, σε συμμόρφωση προς σχετικό όρο της διακήρυξης, η εγγύηση συμμετοχής είναι μικρότερης διάρκειας από την οριζόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις, εφόσον η εγγύηση αυτή παραμένει σε ισχύ κατά την ημερομηνία υπογραφής της οικείας σύμβασης και η αναθέτουσα αρχή δεν κωλύεται, εάν απαιτηθεί, να ζητήσει την παράταση της διάρκειάς της. Αντιθέτως, βέβαιη είναι η βλάβη που η τελευταία θα υποστεί, στην περίπτωση που, αποκλείοντας, εξαιτίας του μη ουσιώδους τυπικού αυτού ελαττώματος, το μειοδότη, υποχρεωθεί είτε στην ακύρωση της δημοπρασίας, είτε στην ανάθεση του έργου σε άλλο διαγωνιζόμενο, που προσέφερε μικρότερη έκπτωση. Έτσι, όμως, η επίμαχη ρύθμιση του άρθρου 23 του π.δ. 609/1985, που έχει τεθεί υπέρ της αναθέτουσας αρχής, θα απέβαινε τελικά σε βάρος των καλώς εννοούμενων συμφερόντων της, με συνέπεια ο αποκλεισμός του μειοδότη, να μην ανταποκρίνεται στο πνεύμα του νομοθέτη. Πολύ δε περισσότερο όταν το ελάττωμα της εγγύησης συμμετοχής αποτελεί απόρροια όρου της διακήρυξης και, επομένως, ζήτημα διακριτικής μεταχείρισης μεταξύ των υποψηφίων δεν δύναται εξ αντικειμένου να τεθεί. Σύμφωνα, όμως, με όσα εκτέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, νομίμως η αναθέτουσα αρχή προέβη στην κατακύρωση του αποτελέσματος του διαγωνισμού στην αιτούσα μειοδότρια κοινοπραξία, παρά το γεγονός ότι αυτή κατέθεσε εγγυητική επιστολή συμμετοχής ισχύος μέχρι 8.8.2008, ήτοι 210 ημερών από την ημερομηνία δημοπράτησης του έργου, συμμορφούμενη με σχετικό όρο της οικείας διακήρυξης. Τούτο δε διότι αφενός δεν παραβλάπτονται τα έννομα συμφέροντα της αναθέτουσας αρχής αφού η εγγύηση συμμετοχής παραμένει σε ισχύ, σε κάθε δε περίπτωση αυτή μπορεί να ζητήσει την παράταση της διάρκειάς της και αφετέρου ζήτημα διακριτικής μεταχείρισης των υποψηφίων στον επίμαχο διαγωνισμό δεν τίθεται.


ΕλΣυν/Τμ.7/74/2010

Δημόσια έργα.Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι η εντελλόμενη δαπάνη είναι νόμιμη, καθόσον ο Δήμος κάνοντας χρήση της δυνατότητας που του παρέχει η διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 3 του ν. 3263/2004 νομίμως κάλεσε την επόμενη κατά σειρά μειοδότρια να αποδεχθούν την ανάθεση του έργου μετά την άρνηση του πρώτου μειοδότη να παρατείνει το χρόνο ισχύος της προσφοράς του με σκοπό την κατάρτιση της σύμβασης και νομίμως κατακύρωσε τα αποτελέσματα του διαγωνισμού σ’ αυτήν, αφού ο πρώτος μειοδότης δεν είχε αποδεχθεί τη σχετική πρόσκληση, χωρίς να απαιτείται από τις προμνησθείσες στη μείζονα σκέψη διατάξεις αιτιολογία για το οικονομικό συμφέρον της προσφοράς του ως τελευταίου μειοδότη.


ΔΕφΠατρών/7/2018

Κατασκευή έργου..:Επειδή, προβάλλεται ότι η κατάπτωση της επίμαχης εγγυητικής επιστολής συμμετοχής, είναι μη νόμιμη λόγω παράβασης ουσιώδους διαδικαστικού τύπου και συγκεκριμένα διότι αυτή εκδόθηκε δίχως την, κατά τις διατάξεις του άρθρου 24 παρ.6 του ν.3669/2008, προηγούμενη γνώμη του Συμβουλίου Δημόσιων Έργων, Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος. Και τούτο προεχόντως διότι, η κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής συμμετοχής σε περίπτωση μη έγκαιρης προσκόμισης των δικαιολογητικών, για λόγους που οφείλονται σε υπαιτιότητα του μειοδότη, δεν εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο της διάταξης αυτής του άρθρου 24 του ν.3669/2008, η οποία, κατά τη σαφή γραμματική διατύπωσή της, τυγχάνει εφαρμογής επί κατάπτωσης της εγγύησης συμμετοχής στη δημοπρασία, όταν η προσφορά που υποβάλλεται δεν τηρεί τους βασικούς όρους της διακήρυξης και των τευχών δημοπράτησης από μέρους της εργοληπτικής επιχείρησης, αλλά διέπεται αποκλειστικά από τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 26 του ν.3669/2008 και του άρθρου 15.4 της διακήρυξης, που δεν απαιτούν την τήρηση του εν λόγω τύπου.Επειδή προβάλλεται ότι μη νόμιμα κατέπεσε η εγγυητική επιστολή της απούσας αφού αυτή παρέλειψε να προβεί στη δήλωση παράτασης της οικονομικής της προσφοράς μέχρι την 8.12.2016, εντός της ταχθείσας με το ΤΕ -669/ΦΘΕ/8.8.2016 έγγραφο του καθού προθεσμίας, ήτοι έως τις 29.8.2016 και ως εκ τούτου από τις 29.8.2016 είχε παύσει να έχει την ιδιότητα του προσωρινού μειοδότη. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι η οικονομική προσφορά της αιτούσας έληγε την 8.9.2016. Το γεγονός δε ότι δεν υπέβαλε παράτασης της οικονομικής της προσφοράς μέσα στην ταχθείσα με το έγγραφο προθεσμία (ήτοι έως τις 29.8.2016) ουδόλως συνεπάγεται την οικονομικής της προσφοράς σε χρόνο προγενέστερο της 8.9.2016.(..)Επειδή κατόπιν των ανωτέρω και εφ’ όσον δεν προβάλλεται άλλος λόγος ακύρωσης, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί και να υποχρεωθεί η αιτούσα να καταβάλει τη δικαστική δαπάνη του καθού.


ΕλΣυν.Κλ.Ε/81/2017

ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:Σχέδιο σύμβασης που αφορά στην εκτέλεση, μετά τη διάλυση της αρχικής εργολαβίας, (...) Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι σε περίπτωση διάλυσης της σύμβασης με υπαιτιότητα του φορέα κατασκευής ή του κυρίου του έργου, η προϊσταμένη αρχή, εφόσον αποφασίσει την ολοκλήρωση του έργου, προσκαλεί τον επόμενο κατά σειρά μειοδότη του διενεργηθέντος διαγωνισμού, στον οποίο αναδείχθηκε ο αρχικός ανάδοχος, και του προτείνει να αναλάβει αυτός το έργο ολοκλήρωσης της εργολαβίας που διαλύθηκε, με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις και με βάση την προσφορά που υπέβαλε στο διενεργηθέντα διαγωνισμό. Η διαδικασία αυτή αποτελεί συνέχεια της προηγηθείσας διαγωνιστικής διαδικασίας και εντάσσεται σ’ αυτήν, με πρόσκληση του επόμενου κατά σειρά μειοδότη (και, αν αυτός αρνηθεί με πρόσκληση του αμέσως επόμενου μειοδότη), καθίσταται δε αναγκαία για την ολοκλήρωση του έργου, για την εκτέλεση του οποίου έχει ήδη υπογραφεί η οικεία σύμβαση, πλην όμως αυτή διαλύθηκε κατόπιν αιτήσεως του αρχικού αναδόχου, λόγω υπαιτιότητας του φορέα κατασκευής ή του κυρίου του έργου (βλ. Ελ.Συν. VI Τμ. αποφ. 804/2012, 3137/2010).(...) Με τα δεδομένα αυτά, το Κλιμάκιο κρίνει ότι από τον έλεγχο των υποβληθέντων σ’ αυτό στοιχείων δεν συντρέχει λόγος που να κωλύει την υπογραφή του ελεγχόμενου σχεδίου σύμβασης.


ΕλΣυν/Τμ.6/2065/2010

Δημόσια έργα.Επιτροπή διαγωνισμού.Ο ν. 3669/2008 ¨Κύρωση της κωδικοποίησης της νομοθεσίας κατασκευής δημόσιων έργων¨ (ΦΕΚ Α΄ 116) ορίζει στην παράγραφο 11 του άρθρου 21, ότι: «Για τη συγκρότηση και λειτουργία των ανωτέρω επιτροπών διαγωνισμού εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις των άρθρων 13 έως 15 του ν. 2690/1999.». Εξάλλου, ο ν. 2690/1999 «Κύρωση του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 45) ορίζει, στο άρθρο 14, ότι: «1. Το συλλογικό όργανο συνεδριάζει νομίμως όταν στη σύνθεσή του μετέχουν, ως τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη, περισσότερα από τα μισά των διορισμένων τακτικών μελών (απαρτία). (…) 2. Ο πρόεδρος καθορίζει την ημέρα, την ώρα και τον τόπο των συνεδριάσεων και καλεί τα τακτικά και τα αναπληρωματικά μέλη να συμμετάσχουν. Η πρόσκληση, η οποία περιλαμβάνει την ημερήσια διάταξη, γνωστοποιείται, από το γραμματέα, στα μέλη του συλλογικού οργάνου τουλάχιστον σαράντα οκτώ (48) ώρες πριν από τη συνεδρίαση, μπορεί δε να γίνει και με τηλεφώνημα, τηλεγράφημα, τηλεομοιοτυπία ή άλλο πρόσφορο μέσο, εφόσον το γεγονός τούτο αποδεικνύεται από σχετική σημείωση σε ειδικό βιβλίο, η οποία πρέπει να φέρει χρονολογία και την υπογραφή του προσώπου που έκανε την πρόσκληση. (…) Πρόσκληση των μελών του συλλογικού οργάνου δεν απαιτείται όταν οι συνεδριάσεις γίνονται σε ημερομηνίες τακτές, που ορίζονται με απόφασή του, η οποία και γνωστοποιείται στα μέλη του. Πρόσκληση δεν απαιτείται, επίσης, όταν μέλος έχει δηλώσει, πριν από τη συνεδρίαση, κώλυμα συμμετοχής του σε αυτήν, ή όταν το κώλυμα τούτο είναι γνωστό στον πρόεδρο του συλλογικού οργάνου. (…) 4. Αν κατά τη συνεδρίαση απουσιάσει τακτικό μέλος το οποίο δεν είχε προσκληθεί, η συνεδρίαση είναι παράνομη. Το ίδιο ισχύει και αν, αντ’αυτού, είχε μετάσχει το αντίστοιχο αναπληρωματικό μέλος. (…)». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι για τη νόμιμη σύνθεση συλλογικού οργάνου δεν αρκεί η παρουσία των μελών που αποτελούν τη νόμιμη απαρτία αλλά απαιτείται να έχει προηγηθεί έγκαιρη πρόσκληση όλων των τακτικών μελών. Για την περίπτωση δε κωλύματος των τακτικών μελών πρέπει να καλούνται και τα αναπληρωματικά μέλη, ώστε να διασφαλίζεται η δυνατότητα συμμετοχής όλων των μελών του οργάνου στη συνεδρίασή του. Πρόσκληση δεν απαιτείται, όταν οι συνεδριάσεις γίνονται σε τακτές ημέρες ή ημερομηνίες, που έχουν ορισθεί εκ των προτέρων με ρητή πράξη του συλλογικού οργάνου, την οποία χωρίς αμφιβολία γνωρίζουν όλα τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη. Επίσης δεν απαιτείται πρόσκληση των μελών, όταν τα τελευταία έχουν δηλώσει εγγράφως κώλυμα συμμετοχής ή όταν δεν είναι δυνατό να μετάσχουν στη συνεδρίαση λόγω αντικειμενικού κωλύματος που είναι γνωστό και δημιουργεί απόλυτη αδυναμία προσέλευσης, εφόσον στην περίπτωση αυτή γίνεται ειδική μνεία του ειδικού κωλύματος στα πρακτικά. Η πρόσκληση, η οποία σε κάθε περίπτωση πρέπει να λαμβάνει χώρα τουλάχιστον σαράντα οκτώ (48) ώρες πριν από τη συνεδρίαση, πρέπει να αποδεικνύεται από έγγραφα προγενέστερα της ημερομηνίας της συνεδρίασης ενώ μπορεί να γίνει και με τηλεφώνημα εφόσον αποδεικνύεται από σχετική σημείωση σε ειδικό βιβλίο, η οποία φέρει χρονολογία και υπογραφή του προσώπου που έκανε το τηλεφώνημα. Συνακόλουθα, η σύνθεση συλλογικού οργάνου είναι μη νόμιμη σε περίπτωση κατά την οποία στη συνεδρίασή του μετέχει μεν αριθμός τακτικών μελών μεγαλύτερος του μισού των διορισμένων τακτικών μελών, πλην όμως δεν αποδεικνύεται με σχετικά στοιχεία προγενέστερα της συνεδρίασης ότι κλήθηκαν, αφενός τα τακτικά μέλη του οργάνου, αφετέρου δε τα προς αναπλήρωση των απόντων τακτικών μελών ισάριθμα αναπληρωματικά μέλη να λάβουν μέρος σε αυτή (πρβλ. 287/2010 απόφ. VI Τμ., 144, 56/2008, κ.λ.π. Πράξεις VI Τμ. Ελ.Συν., Αποφ. ΣτΕ 1383/2000, 175/2002, 1363/2006). Στην προκειμένη περίπτωση, η επιτροπή του διαγωνισμού διατύπωσε την από 10.12.2009 γνώμη της επί ένστασης που υποβλήθηκε από τη διαγωνιζόμενη εταιρεία «……..», πλην όμως κατά την οικεία συνεδρίαση απουσίασαν δύο τακτικά μέλη της επιτροπής (….., εκπρόσωποι της ΚΕΔΚΕ και του ΠΕΔΜΕΔΕ, αντίστοιχα), καθώς και τα αναπληρωματικά μέλη αυτών (…., αντίστοιχα), χωρίς να αναγράφεται στην ως άνω γνώμη, ούτε προκύπτει από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου ότι οι ανωτέρω είχαν κληθεί νομοτύπως να παραστούν ή ότι συνέτρεχαν οι κατά τα ανωτέρω προϋποθέσεις υπό τις οποίες και μόνον θα ήταν δυνατόν να παραλειφθεί η κλήτευσή τους.


ΕΣ/ΤΜ.4/72/2011

Αντικατάσταση ξύλινων θυρών νοσοκομείου...Με τα δεδομένα αυτά, και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, το Τμήμα κρίνει ότι η σύμβαση, που αποτελεί το νόμιμο έρεισμα της ελεγχόμενης δαπάνης, μη νομίμως ανατέθηκε στον φερόμενο ως δικαιούχο του εντάλματος, διότι η προσφορά του στον σχετικό διαγωνισμό ήταν απαράδεκτη, αφού δεν προσκόμισε έγκυρο δικαιολογητικό, από εκείνα που ζητούνταν από τη διακήρυξη επί ποινή αποκλεισμού. Είναι δε αβάσιμος ο ισχυρισμός του Νοσοκομείου ότι η κρίσιμη βεβαίωση ήταν σε ισχύ κατά το χρόνο του διαγωνισμού εφόσον δεν είχε παρέλθει η προβλεπόμενη εξηκονθήμερη προθεσμία εντός της οποίας η φερόμενη ως δικαιούχος, ανάδοχος εργοληπτική επιχείρηση είχε τη δυνατότητα να ζητήσει τακτική αναθεώρηση της βεβαίωσης εγγραφής, αφού η επικαλούμενη παράταση της ισχύος του πτυχίου επέρχεται μόνο όταν έχει ήδη κατατεθεί, πριν από την ημερομηνία διενέργειας του διαγωνισμού, σχετική αίτηση αναθεώρησης του πτυχίου.Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω δεν είναι νόμιμη η δαπάνη που εντέλλεται με το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα, επομένως αυτό δεν πρέπει να θεωρηθεί.


ΝΣΚ/2/2002

Κληροδοσία. Ιδιόγραφη διαθήκη. Προθεσμία εκτέλεσης κοινωφελούς σκοπού.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
Η σε βάρος του Δημοσίου ταχθείσα από τον διαθέτη Ιωάννη Κατσάνη με την από 10.10.1982 ιδιόγραφη διαθήκη του δωδεκαετής προθεσμία προς εκτέλεση του σ αυτή αναφερομένου κοινωφελούς σκοπού - ανέγερση Νοσοκομείου στην Αφυτο Κασσάνδρας, δεν έχει αρχίσει να τρέχει, εν όψει της μη εισέτι περατώσεως της εκποιητικής διαδικασίας της αφεθείσης περιουσίας. Η επωφελέστερη αξιοποίηση ή διάθεση της από τον ως άνω διαθέτη καταληφθείσης κοινωφελούς περιουσίας είναι δυνατή, κατά την υπό του νόμου οριζομένη διαδικασία, εάν ο εν λόγω σκοπός κατέστη πράγματι ανέφικτος.


C-80/1986

Το ζήτημα αν μπορεί να γίνει επίκληση των διατάξεων, αυτών καθαυτών, της οδηγίας ενώπιον εθνικού δικαστηρίου δεν τίθεται παρά μόνο αν το οικείο κράτος μέλος δεν μετέφερε την οδηγία στο εθνικό δίκαιο εντός των προθεσμιών ή αν προέβη σε πλημμελή μεταφορά. Λαμβάνοντας υπόψη τις αρνητικές απαντήσεις που δόθηκαν στα δύο πρώτα ερωτήματα, οι λύσεις που επισημαίνονται σ' αυτές δεν είναι, ωστόσο, διαφορετικές στην περίπτωση που η ταχθείσα στο κράτος μέλος προθεσμία προς προσαρμογή της εθνικής νομοθεσίας δεν έχει ακόμα παρέλθει στην κρίσιμη ημερομηνία. Ως προς το τρίτο ερώτημα, που αφορά τα όρια που μπορεί να θέσει το κοινοτικό δίκαιο στην υποχρέωση ή στην ευχέρεια του εθνικού δικαστή να ερμηνεύει τους κανόνες του εθνικού του δικαίου υπό το φως της οδηγίας, αυτό το πρόβλημα δεν τίθεται κατά διαφορετικό τρόπο ανάλογα με το αν παρήλθε ή όχι η προθεσμία μεταφοράς στο εσωτερικό δίκαιο.


Δ.Εφ.Θεσ/271/2011

Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων ( Ν.2690/1999 )προκύπτει ότι η κανονιστική πράξη, όπως η διακήρυξη του δημόσιου διαγωνισμού, αποκτά νόμιμη υπόσταση από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, συνεπώς η έλλειψη χρονολογίας έκδοσης δεν επιφέρει ακυρότητά της, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει με την ατομική διοικητική πράξη η οποία αποκτά νόμιμη υπόσταση με τη χρονολογία και υπογραφή της, οπότε έλλειψη των στοιχείων αυτών επιφέρει ακυρότητα της πράξης.Από τις διατάξεις του άρθρου 90 του π.δ. 63/2005 συνάγεται ότι προκειμένου να αποφευχθεί η έκδοσή κανονιστικής πράξεως που συνεπάγεται δαπάνη, αν δεν έχει εγγραφεί σχετική πίστωση στον προϋπολογισμό, ο νομοθέτης απαίτησε την αναφορά σ' αυτήν των στοιχείων που αναγράφονται ειδικότερα στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου αυτού. Ανήγαγε μάλιστα με την παράγραφο 4, τη σχετική αναφορά σε ουσιώδη τύπο για την έκδοση της κανονιστικής πράξης, η παράλειψη του οποίου οδηγεί στη ακυρότητα της πράξης. Από αυτά συνάγεται ότι, κατά το ρητό γράμμα της προαναφερθείσας διάταξης του άρθρου 90 π.δ. 63/2005, κάθε κανονιστική πράξη πρέπει πάντοτε να περιέχει μνεία των στοιχείων που απαιτούνται, κατά περίπτωση, στις παραγράφους 2 και 3, σε περίπτωση δε που τα στοιχεία αυτά έχουν παραληφθεί, η τυχόν δημοσιευθείσα χωρίς την παράθεσή τους κανονιστική πράξη είναι ανίσχυρη και ακυρωτέα. Υπό την αντίθετη εκδοχή ότι, δηλαδή, μόνη κύρωση της μη αναγραφής των επίμαχων στοιχείων είναι η μη δημοσίευση της συγκεκριμένης κανονιστικής πράξεως στη Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, οπότε αν η εν λόγω πράξη ήθελε, παρά ταύτα, σκοπίμως ή εκ λάθους, δημοσιευθεί, τούτο να μην έχει καμία συνέπεια στο κύρος της, είναι πρόδηλο ότι θα ήταν δυνατή η περιγραφή του προαναφερθέντος σκοπού του κοινού και, σε τελική ανάλυση, του συντακτικού νομοθέτη ( Ολ. Σ.τ.Ε. 3217-8/2003 ).