ΕλΣυν/Τμ7(ΚΠΕ)/148/2012
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
(...)κατά τα παγίως κριθέντα (βλ. Ελ.Συν. VI Τμ. Αποφ. 2060/2010, Πραξ. 19/2005, 31/2003, 3130/2009), η διακήρυξη του διαγωνισμού με τα συμβατικά της τεύχη δεσμεύει, ως κανονιστική πράξη, τους συμμετέχοντες στο διαγωνισμό, αλλά και το νομικό πρόσωπο που τον έχει προκηρύξει, το οποίο υποχρεούται από την έναρξη και μέχρι την ολοκλήρωση της διαγωνιστικής διαδικασίας να εφαρμόζει όσα ορίζονται σ’ αυτή, στο πλαίσιο των αρχών της τυπικότητας της διαδικασίας, του ελεύθερου ανταγωνισμού και της ισότητας μεταξύ των διαγωνιζομένων, που διέπουν τους διαγωνισμούς για την κατάρτιση δημοσίων συμβάσεων. Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι θεραπεία τυχόν παραβάσεων διατάξεων αναγκαστικού δικαίου από όρους της διακήρυξης που διέπουν τις καλούμενες τάξεις χωρεί νομίμως, μόνο υπό τις τυπικές προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος, ήτοι μετά από ρητή τροποποίηση της διακήρυξης από την αναθέτουσα αρχή και νέα δημοσίευση αυτής, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν προσβολής του οικείου όρου της διακήρυξης από τους υποψήφιους εργολήπτες, όχι δε κατόπιν σιωπηρής συμφωνίας, κατά το στάδιο ελέγχου των δικαιολογητικών συμμετοχής, μεταξύ της αναθέτουσας αρχής και των εργοληπτικών επιχειρήσεων ανώτερης τάξης από τις κληθείσες, οι οποίες συμμετείχαν ανεπιφύλακτα στον διαγωνισμό θέτοντας εν αμφιβόλω την ανάπτυξη πραγματικού ανταγωνισμού (βλ. Ελ.Συν. VI Τμ. Αποφ. 2060/2010, Ε΄ Κλιμ. πραξ. 167, 312/2012, 13/2011, 233/2010). Επομένως, σε περίπτωση που με τη διακήρυξη και κατ’ επέκταση με τη δημοσιευθείσα περίληψή της, καλούνται εργοληπτικές επιχειρήσεις συγκεκριμένης τάξης, παρότι, ενόψει του προϋπολογισμού του έργου έχουν, σύμφωνα με το άρθρο 102 παρ. 1 του ν. 3669/2008, δικαίωμα συμμετοχής εργοληπτικές επιχειρήσεις και άλλων -ανώτερων- τάξεων, δεν είναι νόμιμη η συμμετοχή αυτών στο διαγωνισμό, αφού για τη δυνατότητα αυτή δεν έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις δημοσιότητας, με αποτέλεσμα να πλήττονται οι αρχές του ελεύθερου και ανόθευτου ανταγωνισμού και της ισότιμης πρόσβασης στις διαδικασίες ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων (βλ. ad hoc Ελ.Συν. VII Τμ. πραξ. 287/2011).
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕλΣυν/Tμ.6/2060/2010
Κατά τα παγίως κριθέντα, (βλ. Ελ. Συν. Πράξεις VI Τμ. 19/2005, 31/2003,3130/2009), η διακήρυξη του διαγωνισμού με τα συμβατικά της τεύχη δεσμεύει, ως κανονιστική πράξη, τους συμμετέχοντες στο διαγωνισμό αλλά και το νομικό πρόσωπο που τον έχει προκηρύξει, το οποίο υποχρεούται από την έναρξη και μέχρι την ολοκλήρωση της διαγωνιστικής διαδικασίας να εφαρμόζει όσα ορίζονται σ’ αυτή, στο πλαίσιο των αρχών της τυπικότητας της διαδικασίας, του ελεύθερου ανταγωνισμού και της ισότητας μεταξύ των διαγωνιζομένων, που διέπουν τους διαγωνισμούς για την κατάρτιση δημοσίων συμβάσεων. Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι η θεραπεία τυχόν παραβάσεων διατάξεων αναγκαστικού δικαίου από όρους της διακήρυξης που διέπουν τις καλούμενες τάξεις, χωρεί νομίμως υπό τις τυπικές προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος, ήτοι μετά από ρητή τροποποίηση της διακήρυξης από την αναθέτουσα αρχή και νέα δημοσίευση αυτής, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν προσβολής του οικείου όρου της διακήρυξης από υποψήφιους εργολήπτες, όχι δε κατόπιν σιωπηρής συμφωνίας, κατά το στάδιο ελέγχου των δικαιολογητικών συμμετοχής, μεταξύ της αναθέτουσας αρχής και των εργοληπτικών επιχειρήσεων ανώτερης τάξης από τις κληθείσες, οι οποίες συμμετείχαν ανεπιφύλακτα στον διαγωνισμό θέτοντας εν αμφιβόλω την ανάπτυξη πραγματικού ανταγωνισμού.
ΕλΣυν/Τμ.7/150/2013
Εξόφληση του 1ου λογαριασμού του έργου «Βελτίωση Η/Μ εγκαταστάσεων Πνευματικού Κέντρου». (...) Η προσφυγή στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης μεταξύ περιορισμένου αριθμού εργοληπτικών επιχειρήσεων, η οποία αποτελεί εξαιρετική διαδικασία επιλογής αναδόχου, καθόσον συνιστά παρέκκλιση από τις αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού, της διαφάνειας και της ισότητας μεταξύ των εργοληπτικών επιχειρήσεων, εφαρμόζεται αποκλειστικά και μόνον στις ειδικές περιπτώσεις που ρητώς προβλέπονται κατά τρόπο περιοριστικό, στις οικείες νομοθετικές διατάξεις (Ολομ.ΣτΕ 1351/1954, Α.Π. 116/1953, πράξη Ι Τμ. Ελ.Συν. 193/1991), οι οποίες, καθώς εισάγουν παρέκκλιση από τον κανόνα του ανοικτού ή κλειστού διαγωνισμού, είναι στενά ερμηνευτέες και το σχετικό βάρος απόδειξης φέρει όποιος τις επικαλείται. Περαιτέρω, επιλογή της ανωτέρω κλειστής διαδικασίας χωρίς δημοσίευση προκήρυξης χωρεί και στην περίπτωση όπου για λόγους τεχνικούς (όπως η κατοχή αποκλειστικών τεχνικών μέσων, γνώσεων ή μεθόδων) ή σχετιζόμενους με την προστασία δικαιωμάτων αποκλειστικότητας, οι συμβατικές εργασίες δύνανται να εκτελεσθούν μόνον από ορισμένο οικονομικό φορέα. Τούτο ειδικότερα σημαίνει ότι δεν αρκεί τα επίμαχα προϊόντα να προστατεύονται από δικαιώματα αποκλειστικότητας, αλλά πρέπει επιπλέον η κατασκευή ή η συναρμολόγησή τους στο έργο να είναι δυνατή μόνον από ορισμένο εργολήπτη (πρβλ. απόφαση ΔΕΚ της 3.5.1994 στην υπόθεση C-328/1992, απόφαση ΔΕΚ της 4.5.1995). Σε αυτήν την περίπτωση πρέπει να προσκομίζονται όλα τα αναγκαία στοιχεία από τα οποία να αποδεικνύεται η μοναδικότητα του κατασκευαστή ή η καταλληλότητα συγκεκριμένου προϊόντος, οι τεχνικές προδιαγραφές του οποίου δεν υπόκεινται σε ανταγωνισμό στην αγορά, διαφορετικά η διαδικασία της απευθείας ανάθεσης δεν είναι νόμιμη (πρβλ. απόφαση Τμ. Μείζονος-Επταμελούς Σύνθεσης Ελ.Συν., αποφάσεις 3218, 3100/2012, 2378/2011, 2055/2010, 3334/2009 VI Τμ. Ελ.Συν., βλ. απόφαση 3015/2012 VI Τμ. Ελ.Συν.).
ΕλΣυν/Επταμ/3053/2011
Συμπληρωματικές συμβάσεις,παράταση προθεσμίας.Οι περιστάσεις που επικαλείται για την αιτιολόγηση του απρόβλεπτου η αναθέτουσα αρχή, η οποία φέρει και το σχετικό βάρος απόδειξης (βλ. αποφ. VI Τμ. Ελ. Συν. 2066/2010, 3359, 3357, 2502, 1780/2009), δεν πρέπει να απορρέουν από δική της ευθύνη (βλ. απόφ. VI Τμ. Ελ. Συν. 707/2010). Περαιτέρω, δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να θεωρηθούν ως «συμπληρωματικές εργασίες» οφειλόμενες σε απρόβλεπτα γεγονότα εκείνες που αφορούν σε επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του, καθόσον είναι ανεπίτρεπτη η εκ των υστέρων μεταβολή του αντικειμένου του έργου, που δεν ήταν γνωστή στο σύνολο των διαγωνιζομένων κατά την υποβολή της προσφοράς τους και δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου (βλ. Πρ. VI Τμ. Ελ. Συν. 232, 216, 198, 192 και 98/2006, 108/2007, απόφ. VI Τμ. Ελ. Συν. 2069/2010). Ομοίως, δεν αποτελούν απρόβλεπτες περιστάσεις η εφαρμογή νέων κανονισμών και κανόνων, συνεπεία των οποίων δεν τροποποιείται η όλη κατασκευή και οι οποίοι καθιερώθηκαν ως υποχρεωτικοί μετά την ανάθεση του έργου, καθώς και παραλείψεις ή σφάλματα της προμέτρησης της μελέτης, καθόσον οι εργασίες που οφείλονται στα ανωτέρω καλύπτονται αποκλειστικά από το κονδύλιο των απροβλέπτων που περιλαμβάνεται στην αρχική σύμβαση (βλ. αποφ. VI Τμ. Ελ. Συν. 2066, 286, 285/2010, 3359, 3357, 2502, 1780/2009). Τέλος, η απόφαση του αρμοδίου οργάνου περί προσφυγής στην παραπάνω διαδικασία ανάθεσης πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται εφικτός από το Ελεγκτικό Συνέδριο ο έλεγχος νομιμότητάς της (βλ. αποφ. VI Τμ. 2066, 286, 285, 136/2010).
ΕΣ/Τ7/195/2009
Επιτρέπεται στους Δήμους μετά από απόφαση του οικείου Δημοτικού Συμβουλίου η διάθεση πιστώσεων για την τουριστική προβολή με κάθε μέσο της εδαφικής τους περιφέρειας (βλ. πραξ. VII Τμ. Ελ.Συν. 183, 296/2008). Απαραίτητη, προϋπόθεση της νομιμότητας των δαπανών, που διενεργούνται στο πλαίσιο της υλοποίησης διαφημιστικών προγραμμάτων και δράσεων τουριστικής προβολής των Δήμων, συνιστά η υποβολή αυτών πριν από την υλοποίησή τους στο Υπουργείο Τουριστικής Ανάπτυξης, το οποίο έχει την ευθύνη του γενικού σχεδιασμού του προγράμματος της τουριστικής προβολής της χώρας και η έκδοση σύμφωνης γνώμης του Υπουργού για την διαπίστωση της συμβατότητάς τους με τις κατευθύνσεις του κεντρικού διαφημιστικού σχεδιασμού (βλ. πρ. VII Τμ. Ελ. Συν. 78/2009). Βλ.διατάξεις άρθρου 1 παρ.9 ν.3270/2004 και άρθρο 30 του ν.3498/2006
ΕλΣυν/Τμ.7 (ΚΠΕ)/192/2012
Όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 15 παρ. 6 του ίδιου πιο πάνω ν.3969/2008, οι όροι της διακήρυξης που αφορούν στις πιστώσεις, από τις οποίες θα χρηματοδοτηθεί το έργο, αποσκοπούν αποκλειστικά στην πληροφόρηση των υποψηφίων αναδόχων, χωρίς να επηρεάζουν τους ουσιώδεις όρους της διεξαγωγής του διαγωνισμού, η παράβαση των οποίων θα οδηγούσε σε ακύρωσή του, ούτε της σε συνέχεια αυτού υπογραφείσας σύμβασηςΕπομένως είναι επιτρεπτή η κατά τη διάρκεια της κατασκευής του έργου, ανάλογα με την πορεία των δημοσιονομικών δεδομένων του αναθέτοντος δήμου, η αλλαγή της πηγής χρηματοδότησής του (βλ. Ελ.Συν., VII Τμ. πράξ. 144/2007). Βέβαια, η αλλαγή της πηγής χρηματοδότησης του έργου, κατά τη διάρκεια εκτέλεσής του, προϋποθέτει, για τη νομιμότητά της, τόσο τη σχετική τροποποίηση του τεχνικού προγράμματος, σύμφωνα με το άρθρο 208 του «Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων» (ν.3463/2006, ΦΕΚ 114 Α΄), όσο και την αντίστοιχη αναμόρφωση του προϋπολογισμού του οικείου Δήμου, σύμφωνα με το άρθρο 8 του β.δ/τος 17.5./15.6.1959 «Περί οικονομικής διοικήσεως και λογιστικού των Δήμων και Κοινοτήτων» (ΦΕΚ 114 Α΄, διόρθ. 145 και 197 Α΄), το άρθρο 161 του «Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων» και το άρθρο 23 παρ. 5 του ν.3536/2007 (ΦΕΚ 42 Α΄), καθώς και τη τήρηση, στην περίπτωση πληρωμών υποχρεώσεων παρελθόντων οικονομικών ετών, της προβλεπόμενης, από το π.δ/μα 113/2010 (ΦΕΚ 194 Α΄, διόρθ. 209 Α΄) «Ανάληψη υποχρεώσεων από τους Διατάκτες» (βλ. και άρθρο 9 παρ. 11 ν.4071/2012, ΦΕΚ 85 Α΄), διαδικασίας (βλ. Ελ.Συν., VII Τμ. πράξεις 144/2007, 145/2006, πρβλ. Ελ.Συν., VII Τμ. 72/2012, Κλ.Πρ.Ελ.Δαπ. στο VII Τμ. 73, 48/2012).
ΕΣ/Τ6/92/2011
Η κατάρτιση συμπληρωματικών συμβάσεων με τον ανάδοχο ήδη εκτελούμενου δημοσίου έργου αποτελεί εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης εκτέλεσης εργασιών και για το λόγο αυτό εφαρμόζεται μόνο στις περιοριστικά αναφερόμενες στο νόμο περιπτώσεις, αφού συνιστά παρέκκλιση από τις αρχές της διαφάνειας, της ισότητας συμμετοχής στις διαδικασίες για την κατάρτιση δημοσίων συμβάσεων και του ελεύθερου ανταγωνισμού. Ως συμπληρωματικές εργασίες θεωρούνται εκείνες, για τις οποίες συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις: α) παρουσιάζουν αναγκαία συνάφεια με το έργο και δεν περιλαμβάνονται στην αρχικά συναφθείσα σύμβαση, β) κατέστησαν αναγκαίες κατά την τεχνική εκτέλεση του έργου όπως αυτό περιγράφεται στην αρχική σύμβαση, λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων και γ) είτε δεν μπορούν τεχνικά ή οικονομικά να διαχωριστούν από την αρχική σύμβαση, χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα για την αναθέτουσα αρχή, είτε, παρά τη δυνατότητα διαχωρισμού τους, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίησή της. Ως απρόβλεπτες περιστάσεις θεωρούνται αιφνίδια πραγματικά γεγονότα, που δεν ανάγονται στο χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης και τα οποία, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη) με βάση την οποία προσδιορίσθηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου υπήρξε πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής και να ενταχθούν στο αρχικό έργο και τη συναφθείσα σύμβαση. Οι περιστάσεις που επικαλείται για την αιτιολόγηση του απρόβλεπτου η αναθέτουσα αρχή, η οποία φέρει και το σχετικό βάρος απόδειξης (βλ. αποφ. VI Τμ. Ελ. Συν. 2066/2010, 3359, 3357, 2502, 1780/2009), δεν πρέπει να απορρέουν από δική της ευθύνη (βλ. απόφ. VI Τμ. 707/2010). Περαιτέρω, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να θεωρηθούν ως «συμπληρωματικές εργασίες» οφειλόμενες σε απρόβλεπτα γεγονότα εκείνες που αφορούν σε επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του, με ανώτερα ποιοτικώς υλικά ή με μεθόδους μη προδιαγραφόμενες στα οικεία συμβατικά τεύχη, καθόσον είναι ανεπίτρεπτη η εκ των υστέρων μεταβολή του αντικειμένου του έργου, που δεν ήταν γνωστή στο σύνολο των διαγωνιζομένων, κατά την υποβολή της προσφοράς τους, και δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου (βλ. πράξεις VI Τμ. Ελ. Συν. 98, 192, 197, 216 και 232/2006, 108/2007, 2069/2010). Ομοίως δεν αποτελούν απρόβλεπτες περιστάσεις η εφαρμογή νέων κανονισμών και κανόνων, συνεπεία των οποίων δεν τροποποιείται η όλη κατασκευή και οι οποίοι καθιερώθηκαν ως υποχρεωτικοί μετά την ανάθεση του έργου, οι παραλείψεις ή σφάλματα της προμέτρησης της μελέτης καθώς και απαιτήσεις της κατασκευής για την αρτιότητα και λειτουργικότητα της οποίας καθίστανται απαραίτητες συμπληρωματικές εργασίες, καθόσον οι εργασίες αυτές, καλύπτονται αποκλειστικά από το κονδύλιο των απροβλέπτων, που περιλαμβάνεται στην αρχική σύμβαση. Τέλος, η απόφαση του αρμοδίου οργάνου περί προσφυγής στην παραπάνω διαδικασία ανάθεσης πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται εφικτός από το Ελεγκτικό Συνέδριο ο έλεγχος νομιμότητάς της (βλ. αποφ. VI Τμ Ελ. Συν. 2066, 285-6, 136/2010).
ΕΣ/ΤΜ.7(Κ.Π.Ε)150/2013
Εξόφληση του 1ου λογαριασμού του έργου «Βελτίωση Η/Μ εγκαταστάσεων Πνευματικού Κέντρου(...)Στο άρθρο 28 του Κώδικα Κατασκευής Δημοσίων Έργων, στο πεδίο εφαρμογής του οποίου εμπίπτουν και τα έργα των Δήμων σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 35 παρ.1 του ν. 4053/2012 (ΦΕΚ Α΄ 2012), συμπληρώθηκε με το άρθρο 19 παρ.13 του ν. 4071/2012 (ΦΕΚ Α΄ 85) και ισχύει πλέον από 7.3.2012, ορίζεται ότι: «Η απευθείας ανάθεση ή διαγωνισμός μεταξύ περιορισμένου αριθμού προσκαλούμενων εργοληπτικών επιχειρήσεων, ως τρόπος επιλογής εργοληπτικής επιχείρησης για την κατασκευή δημόσιου έργου, αποτελεί εξαιρετική διαδικασία και επιτρέπεται μόνο: α) - β) Όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 57 παράγραφος 1, 124 και 125. γ) -». Ακολούθως, στο άρθρο 125 του ίδιου Κώδικα, υπό τον τίτλο «Διαδικασία με διαπραγμάτευση χωρίς δημοσίευση προκήρυξης», ορίζεται ότι: «Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να συνάπτουν τις δημόσιες συμβάσεις έργων προσφεύγοντας σε διαδικασία με διαπραγμάτευση, χωρίς να προηγείται δημοσίευση σχετικής προκήρυξης, στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) - β) εάν, για λόγους τεχνικούς, καλλιτεχνικούς ή σχετικούς με την προστασία αποκλειστικών δικαιωμάτων, η σύμβαση μπορεί να ανατεθεί μόνο σε συγκεκριμένο οικονομικό φορέα. γ)-». Από τις ως άνω διατάξεις συνάγονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Η προσφυγή στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης μεταξύ περιορισμένου αριθμού εργοληπτικών επιχειρήσεων, η οποία αποτελεί εξαιρετική διαδικασία επιλογής αναδόχου, καθόσον συνιστά παρέκκλιση από τις αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού, της διαφάνειας και της ισότητας μεταξύ των εργοληπτικών επιχειρήσεων, εφαρμόζεται αποκλειστικά και μόνον στις ειδικές περιπτώσεις που ρητώς προβλέπονται κατά τρόπο περιοριστικό, στις οικείες νομοθετικές διατάξεις (Ολομ.ΣτΕ 1351/1954, Α.Π. 116/1953, πράξη Ι Τμ. Ελ.Συν. 193/1991), οι οποίες, καθώς εισάγουν παρέκκλιση από τον κανόνα του ανοικτού ή κλειστού διαγωνισμού, είναι στενά ερμηνευτέες και το σχετικό βάρος απόδειξης φέρει όποιος τις επικαλείται. Περαιτέρω, επιλογή της ανωτέρω κλειστής διαδικασίας χωρίς δημοσίευση προκήρυξης χωρεί και στην περίπτωση όπου για λόγους τεχνικούς (όπως η κατοχή αποκλειστικών τεχνικών μέσων, γνώσεων ή μεθόδων) ή σχετιζόμενους με την προστασία δικαιωμάτων αποκλειστικότητας, οι συμβατικές εργασίες δύνανται να εκτελεσθούν μόνον από ορισμένο οικονομικό φορέα. Τούτο ειδικότερα σημαίνει ότι δεν αρκεί τα επίμαχα προϊόντα να προστατεύονται από δικαιώματα αποκλειστικότητας, αλλά πρέπει επιπλέον η κατασκευή ή η συναρμολόγησή τους στο έργο να είναι δυνατή μόνον από ορισμένο εργολήπτη (πρβλ. απόφαση ΔΕΚ της 3.5.1994 στην υπόθεση C-328/1992, απόφαση ΔΕΚ της 4.5.1995). Σε αυτήν την περίπτωση πρέπει να προσκομίζονται όλα τα αναγκαία στοιχεία από τα οποία να αποδεικνύεται η μοναδικότητα του κατασκευαστή ή η καταλληλότητα συγκεκριμένου προϊόντος, οι τεχνικές προδιαγραφές του οποίου δεν υπόκεινται σε ανταγωνισμό στην αγορά, διαφορετικά η διαδικασία της απευθείας ανάθεσης δεν είναι νόμιμη (πρβλ. απόφαση Τμ. Μείζονος-Επταμελούς Σύνθεσης Ελ.Συν., αποφάσεις 3218, 3100/2012, 2378/2011, 2055/2010, 3334/2009 VI Τμ. Ελ.Συν., βλ. απόφαση 3015/2012 VI Τμ. Ελ.Συν.).
ΕλΣυν/Τμ.7(ΚΠΕ)/158/2012
(...) α) Ο νομικός χαρακτηρισμός της εκάστοτε υφιστάμενης έννομης σχέσης ως μελέτης ή παροχής υπηρεσιών που εμπίπτουν στο πεδίου εφαρμογής του ν.3316/2005 ή ως παροχής υπηρεσιών που δεν υπάγονται στις διατάξεις του ν.3316/2005 και για τις οποίες τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του άρθρου 209 παρ. 9 του Δ.Κ.Κ. και, συνακόλουθα, ο καθορισμός, συνεπεία του ως άνω γενόμενου χαρακτηρισμού, της διαδικασίας που πρέπει να ακολουθηθεί για την επιλογή του αντισυμβαλλόμενου αναδόχου είναι ζήτημα πραγματικό και γίνεται κατόπιν, το μεν, εκτίμησης των εκτελούμενων υπηρεσιών, το δε, ερμηνείας της βούλησης των μερών. β) Στο πεδίο εφαρμογής του ν. 3316/2005 υπάγονται τόσο οι μελέτες που συγκροτούν το αποτέλεσμα συστηματικής και αναλυτικής επιστημονικής και τεχνικής εργασίας και έρευνας σε συγκεκριμένο απλό ή σύνθετο γνωστικό αντικείμενο, το οποίο αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στην ανάλυση αποτελεσμάτων μετρήσεων και στην επεξεργασία αυτών (πρβλ Ελ.Συν. IV Τμ. 216/2009, 178/2008, 179/2008) όσο και οι συμβάσεις παροχής υπηρεσιών στις οποίες η παροχή του αναδόχου συνίσταται στην προσφορά των γνώσεων και ικανοτήτων που διαθέτει, οι οποίες σε συνδυασμό με εξειδικευμένο προσωπικό ή άλλα μέσα τείνουν στην επίτευξη ενός έργου εντός ορισμένου χρονικού πλαισίου. Στην τελευταία αυτή κατηγορία υπάγονται μεταξύ άλλων οι συμβάσεις οι οποίες έχουν ως αντικείμενο την υποστήριξη της υπηρεσίας στη διεξαγωγή ανάθεσης σύμβασης μελέτης, έργου ή υπηρεσίας, στην επίβλεψη ή έλεγχο μελέτης που η ίδια πρόκειται να συντάξει καθώς και την εκπόνηση των σχεδίων και των τευχών δημοπρατήσεως έργου που στηρίζονται σε αυτές, οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2004/18/ΕΚ (πρβλ. απόφαση ΔΕΚ της 4.3.1999 στην υπόθεση C-258/97, Συλλογή Νομολογίας ΔΕΚ 1999, σελ. Ι-01405, Ελ.Συν. IV Τμ. πραξ. 24/2012, 187/2011). Με τις διατάξεις δε του ν. 3316/2005 καθιερώνεται ο κανόνας της σύναψης των σχετικών συμβάσεων ύστερα από δημόσιο, ανοικτό ή κλειστό, διαγωνισμό, ώστε να καθίσταται δυνατή, με την προσέλευση μεγάλου ή έστω ικανού αριθμού μειοδοτών, η ανάπτυξη επαρκούς ανταγωνισμού και η διασφάλιση των οικονομικών συμφερόντων των Ο.Τ.Α., με την επιλογή της πλέον συμφέρουσας γι’ αυτούς προσφοράς. Μόνο κατ’ εξαίρεση είναι δυνατή η προσφυγή στη διαδικασία της απευθείας ανάθεσης σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, οι οποίες καθορίζονται ρητά και περιοριστικά από τις ανωτέρω διατάξεις (βλ. Ελ.Συν. VII Τμ. πραξ. 102/2009, 120, 199/2010, Ι Τμ. 170/2010). γ) Λόγω του ειδικού χαρακτήρα αυτών των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, αντικείμενο των οποίων αποτελεί, κατά κύριο λόγο, η προσφορά τεχνογνωσίας, εμπειρίας και ειδίκευσης σε συγκεκριμένο αντικείμενο οι συμβάσεις αυτής της κατηγορίας, οι οποίες συνάπτονται από το Δημόσιο ή τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, πρέπει να συνοδεύονται από ειδική αιτιολόγηση της αδυναμίας των οικείων υπηρεσιών να προβούν οι ίδιες, με τους υπαλλήλους που διαθέτουν, στην επίτευξη του αποτελέσματος που αποτελεί αντικείμενο της σύμβασης. Ειδική αιτιολόγηση για την αδυναμία εκπλήρωσης των καθηκόντων που ανατίθενται με τη σύμβαση παροχής υπηρεσιών απαιτείται και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες επιτρέπεται η προσφυγή στην εξαιρετική διαδικασία της διαπραγμάτευσης (απευθείας ανάθεσης), χωρίς δημοσίευση προκήρυξης. Η διαδικασία αυτή συγχωρείται, μεταξύ άλλων, όταν η προϋπολογισθείσα δαπάνη της σύμβασης παροχής υπηρεσιών δεν υπερβαίνει το ποσό των 15.000,00 ευρώ και υφίστανται γεγονότα που συνιστούν επείγουσα ανάγκη για την ανάθεσή της. Για την υπογραφή της σύμβασης απαιτείται γνωμοδότηση του αρμόδιου τεχνικού συμβουλίου σχετικά με τη συνδρομή του επείγοντος καθώς και αναγγελία των κρισίμων στοιχείων της σύμβασης στο Τ.Ε.Ε. προκειμένου να δημοσιευθούν στην ιστοσελίδα του δέκα τουλάχιστον ημέρες πριν από την υπογραφή της (βλ. Ελ.Συν. IV Τμ. 16/2010, 187/2011). δ) Η διάταξη του άρθρου 83 του ν. 2362/1995, η οποία ρυθμίζει την περίπτωση της απευθείας ανάθεσης, μεταξύ άλλων, και της παροχής υπηρεσιών, όταν η δαπάνη της σύμβασης χωρίς ΦΠΑ δεν υπερβαίνει το ποσό των 20.000,00 ευρώ, δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στις περιπτώσεις των συμβάσεων μελετών ή συναφών υπηρεσιών, αφού αυτές διέπονται από τις προμνησθείσες ειδικές διατάξεις (Ελ.Συν. IV Τμ. πραξ. 172/2009, VII Τμ. πραξ. 199/2010).
ΕΣ/Τ6/91/2011
Ως απρόβλεπτες περιστάσεις θεωρούνται αιφνίδια πραγματικά γεγονότα, που δεν ανάγονται στο χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης και τα οποία, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη) με βάση την οποία προσδιορίσθηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου υπήρξε πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής και να ενταχθούν στο αρχικό έργο και τη συναφθείσα σύμβαση. Οι περιστάσεις που επικαλείται για την αιτιολόγηση του απρόβλεπτου η αναθέτουσα αρχή, η οποία φέρει και το σχετικό βάρος απόδειξης (βλ. αποφ. VI Τμ. Ελ. Συν. 2066/2010, 3359, 3357, 2502, 1780/2009), δεν πρέπει να απορρέουν από δική της ευθύνη (βλ. απόφ. VI Τμ. 707/2010). Περαιτέρω, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να θεωρηθούν ως «συμπληρωματικές εργασίες» οφειλόμενες σε απρόβλεπτα γεγονότα εκείνες που αφορούν σε επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του, καθόσον είναι ανεπίτρεπτη η εκ των υστέρων μεταβολή του αντικειμένου του έργου, που δεν ήταν γνωστή στο σύνολο των διαγωνιζομένων, κατά την υποβολή της προσφοράς τους, και δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου (βλ. πράξεις VI Τμ. Ελ. Συν. 98, 192, 197, 216 και 232/2006, 108/2007, 2069/2010). Ομοίως δεν αποτελούν απρόβλεπτες περιστάσεις η εφαρμογή νέων κανονισμών και κανόνων, συνεπεία των οποίων δεν τροποποιείται η όλη κατασκευή και οι οποίοι καθιερώθηκαν ως υποχρεωτικοί μετά την ανάθεση του έργου καθώς και παραλείψεις ή σφάλματα της προμέτρησης της μελέτης καθόσον οι εργασίες, που οφείλονται στα ανωτέρω, καλύπτονται αποκλειστικά από το κονδύλιο των απροβλέπτων που περιλαμβάνεται στην αρχική σύμβαση (πρ.Ε΄ Κλιμ 350/2010). Τέλος, η απόφαση του αρμοδίου οργάνου περί προσφυγής στην παραπάνω διαδικασία ανάθεσης πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται εφικτός από το Ελεγκτικό Συνέδριο ο έλεγχος νομιμότητάς της (βλ. αποφ. VI Τμ Ελ. Συν. 2066, 285-6, 136/2010).
ΕλΣυν/Τμ.7/387/2010
Προμήθειες ΟΤΑ.Η διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 23 του Ε.Κ.Π.Ο.Τ.Α. δεν καταργήθηκε από το νεότερο ν.2286/1995, ενόψει του ότι στις ρυθμίσεις του τελευταίου δε γίνεται καμία αναφορά περί υποχρέωσης τήρησης διατυπώσεων δημοσιότητας της διακήρυξης στην περίπτωση συνοπτικού (πρόχειρου) διαγωνισμού. Και τούτο διότι η αρχή της κατάργησης του προγενέστερου νόμου με νεότερο δεν εφαρμόζεται όταν ο νεότερος νόμος είναι γενικός και ο παλαιότερος ειδικός, όπως συμβαίνει εν προκειμένω για τον Ε.Κ.Π.Ο.Τ.Α. Εξάλλου, από το περιεχόμενο του ν.2286/1995 δεν προκύπτει ρύθμιση του ίδιου θέματος κατά τρόπο αντίθετο και ασυμβίβαστο με αυτή του Ε.Κ.Π.Ο.Τ.Α., ούτε περαιτέρω προκύπτει ότι αυτός αποσκοπούσε στην κατάργηση και του παλαιότερου ειδικού νόμου, ο οποίος θέτει μια επιπλέον διατύπωση δημοσιότητας για τους Ο.Τ.Α. με στόχο την ευρεία συμμετοχή στην διαγωνιστική διαδικασία και την διασφάλιση συνθηκών ανταγωνισμού για την επίτευξη του καλύτερου δυνατού αποτελέσματος (πρβλ. Α.Π. 284/2004, Ελ.Συν. VII Τμ. πραξ. 134/2007, Εφ.Αθ. 7152/2006). Συνεπώς, η ως άνω υποχρέωση δημοσιότητας αποτελεί ουσιώδη τύπο της διαδικασίας δημοπράτησης των δημοσίων συμβάσεων προμηθειών και η μη τήρησή του καθιστά μη νόμιμη τη διαδικασία διενέργειας του πρόχειρου διαγωνισμού (πρβλ. Ελ.Συν. VII Τμ. πραξ. 41/2005, 409/2006, 165, 182/2007, 284/2008, 219, 408/2009). Εξάλλου, σε καμία περίπτωση δεν δύναται να θεωρηθεί ότι ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της Αναθέτουσας Αρχής να συμμορφωθεί, εφόσον προβλέπεται ρητά στη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 5 του Ε.Κ.Π.Ο.Τ.Α., η οποία εξακολουθεί να ισχύει.