ΕΣ/ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΜΗΜΑ/1390/2024
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
Με την υπό κρίση έφεση, όπως αυτή αναπτύσσεται με τα από 21.4.2023 και 24.11.2023 υπομνήματα, ζητείται η ακύρωση του 9145/10.6.2019 εγγράφου της Προϊσταμένης της Ταμειακής Υπηρεσίας της Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Δήμου Μαρκόπουλου Μεσογαίας, με το οποίο η εκκαλούσα, υπάλληλος του εν λόγω Δήμου, κλήθηκε να επιστρέψει το ποσό των 7.544,65 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στις αποδοχές που φέρεται ότι της καταβλήθηκαν αχρεωστήτως μετά την αναδρομική επανακατάταξή της από θέση ΠΕ Διοικητικού σε θέση ΔΕ Διοικητικού. Δεδομένου δε ότι από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει ότι έχει εκδοθεί πράξη του ίδιου ή άλλου οργάνου, με την οποία να καταλογίζεται εις βάρος της εκκαλούσας το ανωτέρω ποσό ως αχρεωστήτως ληφθέν, αντιθέτως δε ο ίδιος ο Δήμος, στο από 24.4.2023 υπόμνημά του ενώπιον του Δικαστηρίου, αναφέρεται ρητά στο εν λόγω έγγραφο ως «πράξη καταλογισμού», και για λόγους πλήρους δικαστικής προστασίας της εκκαλούσας (άρθρα 20 παρ. 1 Συντ. και 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ), το ως άνω έγγραφο πρέπει να εκτιμηθεί ότι επέχει, εν προκειμένω, θέση εκτελεστού νόμιμου τίτλου (βλ. άρθρα 3 και 4 παρ. 1γ του β.δ/τος της 17ης Μαΐου/15ης Ιουνίου 1959 «Περί οικονομικής διοικήσεως και λογιστικού των δήμων και κοινοτήτων», Α΄ 114), ήτοι πράξης καταλογισμού ελλείμματος και, ως εκ τούτου, συνιστά παραδεκτώς προσβαλλόμενη πράξη (πρβλ. ΕλΣυν Δευτ. Τμ. 1346/2023, 1721/2022).
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕΣ/ΤΜ.1/389/2018
Καταλογισμός-αχρεωστήτως καταβληθείσες αποδοχές σχολικής σύμβουλου.(..)σύμφωνα με τη μνημονευόμενη στο προσκομιζόμενο από 22.1.2016 ακριβές απόσπασμα πρακτικού ανάληψης υπηρεσίας, από 17.1.2012 απόφαση του Περιφερειακού Διευθυντή Εκπαίδευσης Αττικής, ήτοι μετά την 11η Ιανουαρίου 2012, οπότε ο νεοεπιλεγείς σχολικός σύμβουλος της 23ης Περιφέρειας (....), είχε ήδη αναλάβει υπηρεσία, και οπωσδήποτε μετά την 16η.1.2012, οπότε η Διοίκηση θεώρησε ότι έληξε η θητεία της εκκαλούσας, ο λόγος έφεσής της ότι δεν υπήρξε έγκαιρη πριν την 16.1.2012 ανάληψη καθηκόντων από τους νεοεπιλεγέντες σχολικούς συμβούλους για όλα τα σχολεία ευθύνης της και συνεπώς η θητεία της δεν έληξε την ημερομηνία αυτή, με αποτέλεσμα ο ένδικος καταλογισμός να παρίσταται μη νόμιμος, είναι αβάσιμος. Ομοίως, ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι όφειλε αυτή να τοποθετηθεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14 παρ. 3 του ν. 3467/2006, σε προσωποπαγή θέση μετά την αποχώρησή της από τη θέση του σχολικού συμβούλου, αβασίμως προτείνεται, δοθέντος ότι η παύση των καθηκόντων της συνδέεται αποκλειστικά, κατά την προαναφερθείσα και ισχύουσα για τους τοποθετηθέντες με βάση το νομικό πλαίσιο του ν. 3467/2006 σχολικούς συμβούλους διάταξη του άρθρου 24 παρ. 2 του νόμου αυτού, με την ανάληψη υπηρεσίας των νεοτοποθετηθέντων σχολικών συμβούλων και δεν τίθεται υπό την αίρεση της τοποθέτησης της απερχόμενης συμβούλου σε άλλη θέση. Αβασίμως, εξάλλου προβάλλεται ότι για τη λήξη της θητείας της εκκαλούσας απαιτείτο και η έκδοση εντολής από την υπηρεσία για αποχώρηση και παράδοση του αρχείου της, καθόσον η προαναφερθείσα διάταξη με σαφήνεια θέτει ως απώτατο όριο της συνέχισης της ήδη λήξασας θητείας σχολικού συμβούλου την πράξη ανάληψης υπηρεσίας του νεοεπιλεγέντος σχολικού συμβούλου. ...Περαιτέρω, ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι καθόλο το επίμαχο χρονικό διάστημα (16.1.2012 έως 29.2.2012) παρουσιαζόταν καθημερινά στην υπηρεσία και εργαζόταν με πλήρες ωράριο, ανεξαρτήτως του ότι προτείνεται αορίστως, εφόσον δε στοιχεί με συγκεκριμένα στοιχεία του φακέλου, δεν αναιρεί το γεγονός της λήξης της θητείας της, με την ανάληψη καθηκόντων από τους νεοεπιλεγέντες, ούτε βέβαια η αχρεώστητη καταβολή σε αυτήν αποδοχών κατά το χρόνο αυτό δύναται να αποδείξει την εν τοις πράγμασι άσκηση καθηκόντων από αυτήν...Επίσης, αβασίμως επικαλείται η εκκαλούσα παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθόσον, το μεν, δεν παρήλθε μακρός χρόνος μεταξύ του επίμαχου χρονικού διαστήματος και του ένδικου καταλογισμού, το δε, η εκκαλούσα που ούτε επικαλείται ούτε αποδεικνύει τυχόν οικονομική της αδυναμία δεν μπορεί να θεωρηθεί καλόπιστη, εφόσον γνώριζε ήδη από τον Ιανουάριο του έτους 2012, με την κοινοποίηση σ΄αυτήν του αναφερομένου στη σκέψη ΙΙΙ της παρούσας Φ.351.1/15/453/Δ1/20.1.2012 εγγράφου, τη θέση της Διοίκησης..Συνακόλουθα, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί ως αβάσιμη..
ΕΣ/ΤΜ.Ι/1914/2016
Καταλογισμός ποσού...Τέλος, δεν έχει αρθεί το νόμιμο έρεισμα του διά της προσβαλλόμενης πράξης καταλογισμού της εκκαλούσας από τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 61 του ν. 4235/2014 (Α΄ 32/11.2.2014), η οποία ισχύει από τη δημοσίευση του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (βλ. άρθρο 72 του νόμου) και ορίζει ότι: «Γεωργοί που εντάχθηκαν στο Μέτρο 3.1 «Εφάπαξ πριμοδότηση πρώτης εγκατάστασης» του Άξονα προτεραιότητας 3 «Βελτίωση της ηλικιακής σύνθεσης του αγροτικού πληθυσμού» του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Αγροτική Ανάπτυξη – Ανασυγκρότηση της Υπαίθρου 2000-2006» και δεν προσκόμισαν την άδεια ίδρυσης – λειτουργίας της πτηνοκτηνοτροφικής μονάδας τους, απαλλάσσονται μεν από την υποχρέωση επιστροφής της πρώτης δόσης της ενίσχυσης που τους καταβλήθηκε, δεν δικαιούνται όμως τη δεύτερη (τελική) δόση αυτής είτε η σχετική υπόθεση εκκρεμεί στο Ελεγκτικό Συνέδριο είτε όχι.». Τούτο δε, διότι η ανωτέρω διάταξη δεν εφαρμόζεται, ως αντίθετη με τις ισχύουσες κατά τον κρίσιμο χρόνο και άμεσα εφαρμοστέες στην Ελλάδα, ως κράτος μέλος της ΕΕ, υπέρτερης τυπικής ισχύος εκτεθείσες στη σκέψη ΙΙΙ διατάξεις των άρθρων 38 και 39 του Κανονισμού (ΕΚ) 1260/1999, που, σύμφωνα και με όσα έγιναν δεκτά στην ίδια αυτή σκέψη, καθιστούν υποχρεωτικό τον διά αποφάσεων δημοσιονομικών διορθώσεων, όπως η προσβαλλόμενη πράξη, καταλογισμό από τα αρμόδια όργανα της ελληνικής διοίκησης σε βάρος των οικείων αχρεωστήτως λαβόντων, όπως εν προκειμένω η εκκαλούσα, ποσών που αυτοί έλαβαν αχρεωστήτως, όπως το ποσό της πρώτης δόσης (αρχικής και συμπληρωματικής) της επίμαχης ενίσχυσης, στο πλαίσιο συγχρηματοδοτούμενων από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της ΕΕ παρεμβάσεων, όπως το επίμαχο συγχρηματοδοτούμενο από το ΕΓΤΠΕ Μέτρο, με συνέπεια να μην είναι δυνατή η διά της ανωτέρω κατώτερης τυπικής ισχύος διάταξης άρση του διά της προσβαλλόμενης πράξης επίδικου καταλογισμού της εκκαλούσας (πρβλ. Δ.Ε.Ε. απόφαση της 13 Μαρτίου 2008, C-383/06 έως C-385/06, σκέψεις 48, 49, 53).Κατ’ ακολουθία αυτών που προηγουμένως κρίθηκαν, η υπό κρίση έφεση, περιλαμβανομένου του αιτήματος της εκκαλούσας για την επιδίκαση της δικαστικής της δαπάνης σε βάρος του αντιδίκου της Δημοσίου, πρέπει να απορριφθεί και το κατατεθέν παράβολο να καταπέσει υπέρ του Δημοσίου.
ΝΣΚ/75/2013
α) Νομιμότητα ή μη διορισμού επιστημονικού συνεργάτη ΑΕΙ σε θέση υπαλλήλου του Δημοσίου (το έτος 1981), β) νομιμότητα ή μη κατοχής δεύτερης θέσης από πανεπιστημιακό στο Δημόσιο μετά το ν.1256/1982, γ) προϋποθέσεις καταβολής ασφαλιστικής αποζημίωσης από την Υπηρεσία Πολιτικής Υπηρεσίας (ΥΠΑ) σε ελεγκτή εναέριας κυκλοφορίας, δ) περί του καταλογισμού αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών σε μη νομίμως κατέχοντα δεύτερη θέση στο Δημόσιο (βάση και ύψος), ε) αρμόδιο όργανο καταλογισμού (Υπηρεσία ή Ελεγκτικό Συνέδριο), στ) χρόνος παραγραφής της εν στενή εννοία βεβαίωσης, μετά τον καταλογισμό αχρεωστήτως καταβληθέντων αμοιβών.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
α) Είναι αντίθετος προς το Σύνταγμα ο διορισμός επιστημονικού συνεργάτη ΑΕΙ και σε θέση υπαλλήλου της ΥΠΑ, β) Μη νόμιμη η κατοχή της δεύτερης θέσης από τον ίδιο, μετά το ν. 1256/1982, λόγω μη λήψης σχετικής άδειας από τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας, γ) Ο ίδιος, δεν δικαιούται οποιωνδήποτε απολαβών και για οποιαδήποτε αιτία από τη θέση του στην ΥΠΑ, δ) Βάση για τον καταλογισμό των αχρεωστήτως καταβληθέντων σ’ αυτόν αμοιβών αποτελούν οι εισπραχθείσες από τη δεύτερη θέση (στην ΥΠΑ), ε) Αρμόδιοι για τον καταλογισμό ο αρμόδιος Υπουργός και το Ελεγκτικό Συνέδριο, το οποίο ενδείκνυται στην προκείμενη περίπτωση να τον αναλάβει, στ) Δεν έχει παραγραφεί το δικαίωμα του Δημοσίου για εν στενή εννοία βεβαίωση, κατ’ άρθρο 86 του ν. 2362/1995, των αχρεωστήτως καταβληθέντων αμοιβών στον ανωτέρω. (ομοφ.)
ΕΣ/ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ/660/2024
Με την προσβαλλόμενη πράξη αποφασίσθηκε η παρακράτηση από τη σύνταξη της εκκαλούσας, τέως υπαλλήλου του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, ποσοστού ίσου με το ¼ αυτής, σε μηνιαίες δόσεις, αρχής γενομένης από τη σύνταξη του μηνός Φεβρουαρίου 2015 μέχρις εξοφλήσεως του συνολικού ποσού των 14.795,98 ευρώ, εκ των οποίων α) ποσό 14.121,81 ευρώ αντιστοιχεί σε διαφορά αποδοχών, που φέρεται ότι εισέπραξε αυτή αχρεωστήτως κατά το χρονικό διάστημα από 11.7.2002 μέχρι 5.6.2014, κατόπιν ανάκλησης της πράξης μετάταξής της από την κατηγορία ΥΕ Κλάδου Προσωπικού Καθαριότητας με βαθμό Δ΄ σε ομοιόβαθμη κενή οργανική θέση της ανώτερης κατηγορίας ΔΕ, Κλάδου Διοικητικού – Λογιστικού του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, λόγω του ότι διαπιστώθηκε ότι ο τίτλος σπουδών που είχε υποβάλει για τη μετάταξή της, ήταν πλαστός και β) ποσό 674,17 ευρώ αντιστοιχεί σε αποδοχές που φέρεται ότι εισέπραξε αχρεωστήτως κατά την έξοδό της από την υπηρεσία και συγκεκριμένα κατά το χρονικό διάστημα από 7.6.2014 έως 30.6.2014.
ΕΣ/ΤΜ.1/2215/2008
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ: Ζητείται η ακύρωση της 279915/2228/9.5.2006 πράξης καταλογισμού του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων Με βάση τα προπαρατιθέμενα πραγματικά περιστατικά και σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, το Δικαστήριο κρίνει ότι η προσβαλλόμενη πράξη στερείται νόμιμης αιτιολογίας, καθόσον κατά την έκδοσή της, δεν εξετάστηκε το παραπάνω 7424/30.7.2004 έγγραφό της Διεύθυνσης Γεωργίας με το οποίο έγινε δεκτό, ύστερα από άσκηση αντιρρήσεων από την εκκαλούσα, ότι αυτή τηρεί τις δεσμεύσεις που ανέλαβε προκειμένου να υπαχθεί στο Πρόγραμμα των Νέων Αγροτών. Επομένως, η προσβαλλόμενη πράξη είναι νομικά πλημμελής αφού δεν καθίσταται βέβαιη η παραβίαση υποχρεώσεων από μέρους της εκκαλούσας, ώστε να επιβάλλεται η επιστροφή της χρηματοδότησης που είχε εισπραχθεί. Εν όψει τούτων, η προσβαλλόμενη πράξη, με την οποία καταλογίστηκε σε βάρος της εκκαλούσας το ως άνω ποσό ως αχρεστήτως καταβληθέν δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη και για το λόγο αυτό, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη, να αρθεί ο καταλογισμός και να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στην εκκαλούσα, κατ’ άρθρο 61 παρ.5 του π.δ. 1225/1981. Τέλος, το Δικαστήριο εκτιμώντας τις περιστάσεις της υπόθεσης κρίνει ότι πρέπει να απαλλαγεί το Ελληνικό Δημόσιο από τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 123 του π.δ/τος 1225/1981, όπως ισχύει και της παρ. 1 εδάφ. 2 τελευταίο του άρθρου 275 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν.2717/1999, Α΄97).(....)Ακυρώνει την 279915/2228/9.5.2006 πράξη καταλογισμού του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων
ΕΣ/ΤΜ.5/3828/2013
ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΙ (...) καταλογισθεί με το ποσό των 4.071,77 ευρώ, το οποίο φερόταν ότι είχε εισπράξει αχρεωστήτως ως αναδρομικές αποδοχές ενέργειας για το χρονικό διάστημα από 29.6.1999 έως 7.7.2000. Περαιτέρω, με την παραδεκτώς σωρευόμενη στο δικόγραφο της έφεσης αγωγή, η εκκαλούσα-ενάγουσα ζητεί, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, να υποχρεωθεί το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο να επιστρέψει σε αυτή, νομιμοτόκως, το ποσό των 4.071,77 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο ποσό του ως άνω καταλογισμού που φέρεται ότι κατέβαλε χωρίς νόμιμη αιτία.(...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη ΙΙΙ της παρούσας, η ως άνω προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστά εκτελεστή καταλογιστική πράξη που προσβάλλεται παραδεκτώς με έφεση, αλλά απάντηση της δημοσιολογιστικής Διοίκησης επί αίτησης θεραπείας της εκκαλούσας-ενάγουσας, η οποία, μάλιστα, στερείται εκτελεστότητας, αφού δεν εκδόθηκε κατόπιν νέας έρευνας του πραγματικού της υπόθεσης. Εξάλλου, η Διοίκηση, σε κάθε περίπτωση, δεν είχε υποχρέωση, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εκκαλούσα-ενάγουσα, να επανεξετάσει την υπόθεση και να ανακαλέσει την προαναφερόμενη καταλογιστική απόφαση, λόγω της έκδοσης της προαναφερόμενης 1985/2006 απόφασης του Τμήματος τούτου που αφορά ομοίου περιεχομένου ατομική διοικητική (καταλογιστική) πράξη. Τούτο δε, καθόσον, ενόψει του ότι, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η οποία έχει εφαρμογή εφόσον ο νόμος δεν ορίζει το αντίθετο, η Διοίκηση δεν έχει, κατ’ αρχήν, υποχρέωση να ανακαλεί τις παράνομες πράξεις της, για τις οποίες έχει παρέλθει η κατά νόμο προθεσμία προσβολής τους ή έχουν προσβληθεί ανεπιτυχώς, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί, κατ’ εξαίρεση, η υποχρέωση αυτή, θα έπρεπε η τελευταία αυτή πράξη να έχει ακυρωθεί για το λόγο ότι στηρίχθηκε σε διάταξη αντίθετη προς υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνα δικαίου ή σε κανονιστική διοικητική πράξη χωρίς νόμιμο εξουσιοδοτικό έρεισμα, προϋπόθεση που δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση.(...) Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει αναγκαίο, για την ασφαλή διάγνωση της υπόθεσης, να αναβάλει την έκδοση οριστικής απόφασης επί της υπό κρίση αγωγής, προκειμένου να προσκομισθούν, με επιμέλεια μεν της Διεύθυνσης Οικονομικών του Αρχηγείου Ελληνικής Αστυνομίας: 1) η ακυρωτική απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών σχετικά με την αποκατάσταση της εκκαλούσας-ενάγουσας στην υπηρεσία, 2) η διοικητική πράξη, με την οποία αποκαταστάθηκε η ανωτέρω στην υπηρεσία και 3) η διοικητική πράξη, με την οποία της χορηγήθηκαν αναδρομικά οι αποδοχές που καταλογίσθηκαν εις βάρος της, με επιμέλεια δε της εκκαλούσας-ενάγουσας, τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι αυτή επέστρεψε τις εν λόγω αποδοχές στην Υπηρεσία της. Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει την έφεση. Αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης επί της από 6 Ιουνίου 2007 αγωγής της … του …. Διατάσσει τη συμπλήρωση των αποδείξεων κατά τα διαλαμβανόμενα στο σκεπτικό της απόφασης.
Ελ.Συν.Ολομ/243/2017
ΔΗΜΟΣΙΟΙ ΥΠΟΛΟΓΟΙ:Ακολούθως, το Τμήμα έκρινε ότι, ως προς τις δαπάνες που αφορούν τα ..., ο τότε εκκαλών και ήδη αναιρεσείων, ως υπόλογος, ευθύνεται έστω και με ελαφρά αμέλεια, διότι όφειλε ως εκ της θέσης του και της μόρφωσής του να γνωρίζει ότι το ... έχει ίδια χρηματοδότηση, γεγονός που αποκλείει την περαιτέρω κρίση για τη λειτουργικότητα ή μη της δαπάνης, για το λόγο δε αυτό απορρίφθηκε ως αλυσιτελής ο σχετικός λόγος του τότε εκκαλούντος. 4.5. Τέλος, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι, σε ό,τι αφορά τα οδοιπορικά έξοδα, ο τότε εκκαλών και ήδη αναιρεσείων, είναι καταλογιστέος, ως αχρεωστήτως λαβών, ανεξαρτήτως υπαιτιότητάς αυτού, και μάλιστα για τη συνολική δαπάνη της μετακίνησης και όχι μόνο για το ποσό των 3.356,61 ευρώ, ισόποσο ελλείμματος, που προκλήθηκε από υπέρβαση του δικαιουμένου να λάβει αυτός ποσού ύψους 8.203,15 ευρώ, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.2685/1999, πλην όμως το Δικαστήριο δεν μπορεί να χειροτερεύσει τη θέση του τότε εκκαλούντος, μεταβάλλοντας σε βάρος του την αιτιολογία του καταλογισμού, και να ακυρώσει αυτή, επιβάλλοντας μεγαλύτερο ποσό καταλογισμού (άρθρο 49 π.δ.1225/1981). 5.1. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στις σκέψεις 3.1. έως και 3.5. και 3.7. της παρούσας, το Τμήμα με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερθείσες και διέπουσες την επίδικη υπόθεση διατάξεις, τα δε αντιθέτως προβαλλόμενα με την ένδικη αίτηση αναίρεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμαΑκολούθως, το Τμήμα έκρινε ότι, ως προς τις δαπάνες που αφορούν τα ..., ο τότε εκκαλών και ήδη αναιρεσείων, ως υπόλογος, ευθύνεται έστω και με ελαφρά αμέλεια, διότι όφειλε ως εκ της θέσης του και της μόρφωσής του να γνωρίζει ότι το ... έχει ίδια χρηματοδότηση, γεγονός που αποκλείει την περαιτέρω κρίση για τη λειτουργικότητα ή μη της δαπάνης, για το λόγο δε αυτό απορρίφθηκε ως αλυσιτελής ο σχετικός λόγος του τότε εκκαλούντος. 4.5. Τέλος, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι, σε ό,τι αφορά τα οδοιπορικά έξοδα, ο τότε εκκαλών και ήδη αναιρεσείων, είναι καταλογιστέος, ως αχρεωστήτως λαβών, ανεξαρτήτως υπαιτιότητάς αυτού, και μάλιστα για τη συνολική δαπάνη της μετακίνησης και όχι μόνο για το ποσό των 3.356,61 ευρώ, ισόποσο ελλείμματος, που προκλήθηκε από υπέρβαση του δικαιουμένου να λάβει αυτός ποσού ύψους 8.203,15 ευρώ, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.2685/1999, πλην όμως το Δικαστήριο δεν μπορεί να χειροτερεύσει τη θέση του τότε εκκαλούντος, μεταβάλλοντας σε βάρος του την αιτιολογία του καταλογισμού, και να ακυρώσει αυτή, επιβάλλοντας μεγαλύτερο ποσό καταλογισμού (άρθρο 49 π.δ.1225/1981). 5.1. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στις σκέψεις 3.1. έως και 3.5. και 3.7. της παρούσας, το Τμήμα με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προαναφερθείσες και διέπουσες την επίδικη υπόθεση διατάξεις, τα δε αντιθέτως προβαλλόμενα με την ένδικη αίτηση αναίρεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα
ΕΣ/ΤΜ.5/3829/2013
ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΙ (...) είχε καταλογισθεί με το ποσό των 4.257,45 ευρώ, το οποίο φερόταν ότι είχε εισπράξει αχρεωστήτως ως αναδρομικές αποδοχές ενέργειας για το χρονικό διάστημα από 29.6.1999 έως 7.7.2000. Περαιτέρω, με την παραδεκτώς σωρευόμενη στο δικόγραφο της έφεσης αγωγή, η εκκαλούσα-ενάγουσα ζητεί, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, να υποχρεωθεί το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο να επιστρέψει σε αυτή, νομιμοτόκως, το ποσό των 4.257,45 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο ποσό του ως άνω καταλογισμού που φέρεται ότι κατέβαλε χωρίς νόμιμη αιτία.(...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη ΙΙΙ της παρούσας, η ως άνω προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστά εκτελεστή καταλογιστική πράξη που προσβάλλεται παραδεκτώς με έφεση, αλλά απάντηση της δημοσιολογιστικής Διοίκησης επί αίτησης θεραπείας της εκκαλούσας-ενάγουσας, η οποία, μάλιστα, στερείται εκτελεστότητας, αφού δεν εκδόθηκε κατόπιν νέας έρευνας του πραγματικού της υπόθεσης. Εξάλλου, η Διοίκηση, σε κάθε περίπτωση, δεν είχε υποχρέωση, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εκκαλούσα-ενάγουσα, να επανεξετάσει την υπόθεση και να ανακαλέσει την προαναφερόμενη καταλογιστική απόφαση, λόγω της έκδοσης της προαναφερόμενης 1985/2006 απόφασης του Τμήματος τούτου που αφορά ομοίου περιεχομένου ατομική διοικητική (καταλογιστική) πράξη. Τούτο δε, καθόσον, ενόψει του ότι, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, η οποία έχει εφαρμογή εφόσον ο νόμος δεν ορίζει το αντίθετο, η Διοίκηση δεν έχει, κατ’ αρχήν, υποχρέωση να ανακαλεί τις παράνομες πράξεις της, για τις οποίες έχει παρέλθει η κατά νόμο προθεσμία προσβολής τους ή έχουν προσβληθεί ανεπιτυχώς, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί, κατ’ εξαίρεση, η υποχρέωση αυτή, θα έπρεπε η τελευταία αυτή πράξη να έχει ακυρωθεί για το λόγο ότι στηρίχθηκε σε διάταξη αντίθετη προς υπέρτερης τυπικής ισχύος κανόνα δικαίου ή σε κανονιστική διοικητική πράξη χωρίς νόμιμο εξουσιοδοτικό έρεισμα, προϋπόθεση που δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση. Κατά συνέπεια, η ένδικη έφεση, αφού στρέφεται κατά πράξης που δεν προσβάλλεται παραδεκτώς με έφεση, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.(...)Πλην όμως, μεταξύ των στοιχείων του φακέλου της υπόθεσης δεν περιλαμβάνονται τα ακόλουθα: α) η ακυρωτική απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών σχετικά με την αποκατάσταση της εκκαλούσας-ενάγουσας στην υπηρεσία, β) οι διοικητικές πράξεις, με τις οποίες, σε συμμόρφωση προς την εν λόγω δικαστική απόφαση, η ανωτέρω αποκαταστάθηκε στην υπηρεσία τόσο βαθμολογικά, όσο και μισθολογικά και γ) τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι η εκκαλούσα-ενάγουσα επέστρεψε στην Υπηρεσία της τις καταλογισθείσες εις βάρος της, ως αχρεωστήτως ληφθείσες, αποδοχές. Για τους λόγους αυτούς Απορρίπτει την έφεση. Αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης επί της από 6 Ιουνίου 2007 αγωγής της … του …. Διατάσσει τη συμπλήρωση των αποδείξεων κατά τα διαλαμβανόμενα στο σκεπτικό της απόφασης.
ΕΣ/ΤΜ.Ι/959/2016
Καταλογισμός ποσού..Ο υπό κρίση δε λόγος είναι αβάσιμος, κατά το μέρος που μ’ αυτόν προβάλλεται ότι για να κριθεί το δυσανάλογο του επίδικου καταλογισμού πρέπει να ληφθούν υπόψη οι πολύ μεγαλύτερες σε αξία σχετικές επενδύσεις της εκκαλούσας σε σχέση με τις ενταχθείσες στο επίμαχο καθεστώς ενίσχυσης, καθώς, σύμφωνα με όσα έγιναν σχετικώς δεκτά ανωτέρω, το γεγονός αυτό δεν σχετίζεται με την ιστορική και νομική αιτία του επίδικου καταλογισμού, καθώς και ότι αντί για τον επίδικο καταλογισμό θα μπορούσε να της επιβληθεί το καταλληλότερο μέτρο της υποχρέωσης επεξεργασίας πρώτων υλών προερχόμενων από κράτη μέλη της ΕΕ σε ποσοστό τουλάχιστον 50% του συνόλου τους για τα επόμενα έξι (6) χρόνια, δεδομένου ότι καμία τέτοια δυνατότητα δεν προβλέπεται από τις σχετικές προεκτιθέμενες στη σκέψη ΙΙΙ διατάξεις. Είναι όμως βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός κατά τα λοιπά, καθώς πράγματι ο διά της προσβαλλόμενης πράξης, που αποτελεί απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης, καταλογισμός της εκκαλούσας με το σύνολο της επίμαχης ενίσχυσης είναι καταφανώς δυσανάλογος με την έκταση και τις δημοσιονομικές επιπτώσεις της εκ μέρους της εκκαλούσας επίμαχης παράβασης των προεκτιθέμενων διατάξεων και δεσμεύσεων της απόφασης ένταξής της στο επίμαχο καθεστώς ενίσχυσης. Τούτο δε, διότι η εκκαλούσα κατά τα τρία (3) επίμαχα έτη (2006, 2007, 2008) συμμορφώθηκε εν μέρει μ’ αυτές τις διατάξεις και δεσμεύσεις, καθώς δεν χρησιμοποίησε τις επίμαχες ενισχυθείσες επενδύσεις της για τη μεταποίηση και εμπορία αποκλειστικώς προερχόμενων από χώρες εκτός ΕΕ (τρίτες χώρες) πρώτων υλών (ξηρών καρπών) αλλά μόνο σε ποσοστό 51,61%, 50,58% και 43,07% επί του συνόλου των πρώτων υλών της κατά τα έτη 2006, 2007 και 2008, αντίστοιχα. Δεδομένης δε της νομοθετικής δυνατότητας που παρέχεται, σύμφωνα με όσα έγιναν σχετικώς δεκτά στη σκέψη ΙΙΙ και βασίμως η εκκαλούσα προβάλλει, για καταλογισμό μέρους του ποσού της επίμαχης ενίσχυσης, το ποσό του επίδικου καταλογισμού της εκκαλούσας πρέπει, κατ’ εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, να περιοριστεί σε 1.855.442,29 ευρώ, που αντιστοιχούν στο 48,42% του συνολικού ποσού της επίμαχης ενίσχυσης (3.831.975,00 ευρώ), με δεδομένο ότι αυτή χρησιμοποίησε τις ενισχυθείσες επενδύσεις της για τη μεταποίηση και εμπορία πρώτων υλών προερχόμενων από χώρες εκτός ΕΕ (τρίτες χώρες) κατά τα τρία επίμαχα έτη (2006, 2007, 2008) μόνο σε ποσοστό 48,42% επί του συνόλου τους κατά μέσο όρο σε ετήσια βάση. Κατ’ ακολουθία αυτών που προηγουμένως κρίθηκαν, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η υπό κρίση έφεση, να μεταρρυθμισθεί η προσβαλλόμενη πράξη, περιοριζόμενου του καταλογισθέντος δι’ αυτής ποσού σε 1.855.442,29 ευρώ, να καταλογιστεί στην εκκαλούσα υπέρ του Δημοσίου (άρθρο 73 παρ. 3 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο, ν. 4129/2013, Α΄ 52) το οφειλόμενο επιπλέον νόμιμο παράβολο, ποσού 17.054,42 ευρώ (1.855.442,29 Χ 1% = 18.554,42 – 1.500,00 ευρώ), και να απαλλαγεί το Δημόσιο, εκτιμώμενων των περιστάσεων, από τη δικαστική δαπάνη της εκκαλούσας.
ΕΣ/ΤΜ.1/3680/2009
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ Με την υπό κρίση έφεση ζητείται η ακύρωση της 8485/ΕΦΑ/2125/18.5.2007 καταλογιστικής πράξης του Γενικού Γραμματέα `Ερευνας και Τεχνολογίας του Υπουργείου Ανάπτυξης, με την οποία καταλογίστηκε σε βάρος της εκκαλούσας το ποσό των 1.409.326,05 ευρώ, το οποίο προέρχεται από τη χρηματοδότηση του υποέργου: «ανάπτυξη και λειτουργία θερμοκοιτίδας από την εταιρία ……..», που έχει ενταχθεί στο έργο: «Υποστήριξη επιστημονικών και τεχνολογικών πάρκων και θερμοκοιτίδων επιχειρήσεων – ΕΛΕΥΘΩ », που εντάσσεται στον άξονα προτεραιότητας 4 του Ε.Π. Ανταγωνιστικότητα «τεχνολογική καινοτομία και έρευνα» στο μέτρο 4.2.1. και χρηματοδοτείται κατά 70% από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (Ε.Τ.Π.Α.), και κατά 30% από εθνικούς πόρους.(.....)Εξάλλου, το γεγονός ότι το Ελληνικό Δημόσιο επέλεξε την εκκαλούσα ως φορέα εκμετάλλευσης και της ανέθεσε την επιλογή των επιχειρηματιών, στους οποίους αυτή θα παρείχε υπηρεσίες υποστήριξης για την ανάπτυξη τεχνολογικών καινοτομιών, δεν συνεπάγεται, όπως αβασίμως υπολαμβάνει η εκκαλούσα, ότι το Ελληνικό Δημόσιο απεκδύθηκε της αρμοδιότητας να ελέγχει αν η επιλογή αυτή έγινε σύμφωνα με τους οικείους κανόνες. Ούτε το γεγονός ότι στην αίτηση της …….., προκειμένου να ενταχθεί στο πρόγραμμα ΕΛΕΥΘΩ, γίνεται μνεία των νομικών προσώπων, που έχουν εκδηλώσει πρόθεση για εγκατάσταση έχει ως συνέπεια να καθίστανται οι δαπάνες που αφορούν τα νομικά αυτά πρόσωπα επιλέξιμες, όπως εσφαλμένα υποστηρίζει η εκκαλούσα. Τέλος, ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι η Διοίκηση με την επιβολή ενός εξαιρετικά επαχθούς μέτρου σε βάρος της (του επίδικου καταλογισμού), παραβίασε τις αρχές της αναλογικότητας και της χρηστής διοίκησης παρίσταται απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον, αφενός μεν ο επίδικος καταλογισμός δεν συναρτάται με αιφνίδια μεταβολή μιας μακροχρόνιας πρακτικής της Διοίκησης ή εν γένει με τη συμπεριφορά της Διοίκησης, αλλά έχει ως νόμιμη αιτία την παραβίαση εκ μέρους της ίδιας της εκκαλούσας δικών της νόμιμων υποχρεώσεων, αφετέρου δε το καταλογίσαν αρμόδιο όργανο, αφού διαπίστωσε ότι κατά την εκτέλεση του έργου σημειώθηκαν υπερβάσεις αλλά και ενέργειες που συστηματικά ήταν ασύμβατες με το σκοπό της δράσης ΕΛΕΥΘΩ, ανακάλεσε την πιο πάνω απόφαση χρηματοδότησης και στη συνέχεια καταλόγισε εις βάρος της τα ποσά που εισέπραξε αχρεωστήτως. Απορρίπτει την έφεση.