Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕΣ/Τ4/61/1999

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 118/2007

Eπιτακτικά επείγουσα ανάγκη, που προκύπτει από γεγονότα απρόβλεπτα για τις ενδιαφερόμενες αναθέτουσες αρχές, δεν είναι δυνατόν να τηρηθούν οι προθεσμίες που προβλέπονται για τις ανοικτές, κλειστές ή με διαπραγμάτευση διαδικασίες, αλλά μόνο στο βαθμό που αυτό είναι απολύτως αναγκαίο. Ως απρόβλεπτα δε γεγονότα νοούνται αιφνίδια πραγματικά περιστατικά, που αντικειμενικά δεν ήταν δυνατό να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής, και να ληφθούν υπόψη κατά τον προγραμματισμό των αναγκών της αναθέτουσας αρχής.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕλΣυν/Τμ.7(ΚΠΕ)/19/2013

Καταβολή αμοιβής για τον εκχιονισμό δρόμων.(...0 παρέχεται η δυνατότητα στους δήμους να συνάπτουν συμβάσεις υπηρεσιών προσφεύγοντας σε διαδικασία με διαπραγμάτευση, χωρίς να προηγείται δημοσίευση σχετικής προκήρυξης, στην περίπτωση, μεταξύ άλλων, που συντρέχουν λόγοι κατεπείγουσας ανάγκης, ο οποίοι πρέπει να οφείλονται σε απρόβλεπτα γεγονότα, συνεπεία των οποίων να μην είναι δυνατή η τήρηση των νομίμων προθεσμιών για τη διενέργεια δημόσιου διαγωνισμού. Νοούνται δε, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, ως απρόβλεπτα γεγονότα εκείνα τα αιφνίδια ή ασυνήθη πραγματικά γεγονότα, τα οποία, ακριβώς επειδή δεν ήταν γνωστά στον αναθέτοντα δήμο, ούτε ανάγονται στη σφαίρα της ευθύνης του, καθιστούν ανέφικτο τον έγκαιρο προγραμματισμό των αναγκαίων για την αντιμετώπισή τους εργασιών (βλ. Ελ.Συν., Τμ. VI αποφ. 1508/2012, 2776, 2236, 2189, 1784/2011).


ΕλΣυν/Τμ.7/48/2012

Ως απρόβλεπτες δε περιστάσεις θεωρούνται αιφνίδια πραγματικά γεγονότα, τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης και, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη) με βάση την οποία προσδιορίσθηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου υπήρξε κατά το δυνατόν πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής και να ενταχθούν στο αρχικό έργο και την αντιστοίχως συναφθείσα σύμβαση.Οι περιστάσεις δε που επικαλούνται οι αναθέτουσες αρχές για την αιτιολόγηση του απρόβλεπτου δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να απορρέουν από δική τους ευθύνη. Περαιτέρω, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να θεωρηθούν ως «συμπληρωματικές εργασίες», οφειλόμενες σε απρόβλεπτα γεγονότα, εκείνες που αφορούν σε επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του ή αποδίδονται σε έλλειψη επιμέλειας της αναθέτουσας αρχής. Τέλος, η απόφαση του αρμοδίου οργάνου περί προσφυγής στην προρρηθείσα διαδικασία ανάθεσης, πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται εφικτός από το Ελεγκτικό Συνέδριο ο έλεγχος νομιμότητάς της (βλ. Πράξεις VII Τμ. 32, 34, 305/2006, 25/2010 και 142/2011).


ΕΣ/Τ4/50/2010

H προμήθεια ειδών από το Δημόσιο διενεργείται, κατά κανόνα, με τη διαδικασία του διαγωνισμού, καθόσον κατ’ αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται η ευρύτερη δημοσιότητα και επιτυγχάνεται η επιλογή της συμφερότερης προσφοράς. Ακολούθως, η προμήθεια ειδών με τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης (απευθείας ανάθεσης) αποτελεί εξαιρετική διαδικασία, η προσφυγή στην οποία επιτρέπεται μόνο στις περιοριστικώς αναφερόμενες στο Νόμο περιπτώσεις, μεταξύ των οποίων και η περίπτωση κατά την οποία η συνολική δαπάνη για την προμήθεια όμοιων ή ομοειδών ειδών δεν υπερβαίνει, σε ετήσια βάση, το ποσό των 15.000 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α. Στην περίπτωση όμως αυτή, προς αποφυγή καταστρατήγησης των οικείων διατάξεων, απαγορεύεται ο επιμερισμός της συνολικής ποσότητας των όμοιων ή ομοειδών προς προμήθεια ειδών σε περισσότερες μικρότερες ποσότητες ή μερικότερες κατηγορίες και η, εν συνεχεία, χωριστή απευθείας ανάθεση των οικείων τμηματικών προμηθειών (βλ. ΕλΣ ΙV Τμ. πράξεις 176, 177/2009, 126, 102, 22/2008, 160, 137/2007). Προσφυγή στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης (απευθείας ανάθεσης) επιτρέπεται, επίσης, όταν, λόγω επείγουσας ανάγκης, οφειλόμενης σε απρόβλεπτες περιστάσεις, καθίσταται αδύνατη η τήρηση των προθεσμιών διενέργειας τακτικού ή πρόχειρου, όταν το ποσό της προϋπολογιζόμενης δαπάνης των οικείων προμηθειών δεν υπερβαίνει το ποσό των 45.000 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α., διαγωνισμού. Σε αυτή την περίπτωση απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικά τρεις προϋποθέσεις: α) ύπαρξη απρόβλεπτου γεγονότος, β) δημιουργία επείγουσας ανάγκης, η οποία δεν συμβιβάζεται με τις προθεσμίες που προβλέπονται στη διαδικασία του δημόσιου διαγωνισμού και γ) ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ του απρόβλεπτου γεγονότος και της επείγουσας ανάγκης. Ως απρόβλεπτα γεγονότα, νοούνται τα αιφνίδια ή εξαιρετικά πραγματικά γεγονότα, που δεν ήταν γνωστά στην οικεία υπηρεσία ή δεν μπορούσαν να προβλεφθούν και να συνυπολογισθούν, καθώς δεν ανάγονται στη σφαίρα επιρροής της, και καθιστούν ανέφικτο τον έγκαιρο προγραμματισμό της ανάθεσης των αναγκαίων για την αντιμετώπισή τους προμηθειών (βλ. Ελ.Σ. ΙV Τμ. πράξεις 176, 177, 24/2009, 230/2008, 145/2007). Τέλος, ανάθεση με τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης (απευθείας ανάθεσης) χωρεί και στην περίπτωση που για λόγους τεχνικούς ή σχετιζόμενους με την προστασία δικαιωμάτων αποκλειστικότητας, τα προς προμήθεια είδη δύνανται να κατασκευαστούν ή να παραδοθούν μόνο από ορισμένο προμηθευτή. Στην περίπτωση αυτή, δεν αρκεί να αποδεικνύεται ότι τα οικεία είδη είναι μοναδικά από τεχνική άποψη ή ότι προστατεύονται από δικαιώματα αποκλειστικότητας, αλλά και ότι η παρασκευή ή η παράδοσή τους είναι δυνατή μόνο από τον οικείο προμηθευτή (πρβλ. ΔΕΚ απόφαση της 3.5.1994 στην υπόθεση C-328/1992, I-1569). Κατά συνέπεια, πρέπει να προσκομίζονται αποδεικτικά στοιχεία όχι μόνο για την αποκλειστική τεχνική καταλληλότητα των οικείων ειδών ή τη μοναδικότητα του κατασκευαστή τους αλλά και για τη μη ύπαρξη ανταγωνιστικών προμηθευτών ή κατασκευαστών των ίδιων προϊόντων (ΕλΣ ΙV Τμ. πράξεις 176, 177/2009).


ΣτΕ/4941/1995

ΕΡΓΑ.Με την αίτηση αυτή οι αιτούσες εταιρείες επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ' αριθ. 640/ΚΕ.710/16-4-1992 απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Εργων....Ενόψει αυτού του περιεχομένου της σχετικά με τη συνδρομή λόγων κατεπείγοντος που οφείλονται σε γεγονότα που δεν ήταν δυνατό να προβλεφθούν από την αναθέτουσα αρχή και που καθιστούσαν αδύνατη την τήρηση των προθεσμιών που προβλέπονται από τις διαδικασίες για ανοικτές και κλειστές δημοπρασίες (πρβλ. Σ.Ε. 1070/93), η προσβαλλόμενη απόφαση είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, αφού εκθέτει ότι εξαιτίας της παρατεινόμενης κατά την έκδοση της αποφάσεως αυτής λειψυδρίας, που οφειλόταν στη συνεχιζόμενη ανομβρία, δημιουργείτο εξαιρετικά επικίνδυνη κατάσταση για την κάλυψη των οξύτατων αναγκών υδρεύσεως της Πρωτεύουσας, σε περίπτωση "απωλείας και του ελαχίστου χρόνου στην εκτέλεση και ολοκλήρωση του έργου", μετά την πάροδο δεκατεσσάρων μηνών για τη διενέργεια του διαγωνισμού, του οποίου το αποτέλεσμα ματαιώθηκε ως ασύμφορο. Ο δε προβάλλων τα αντίθετα λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος....Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση


ΕΣ/Τ7/34/2006

Κατά την έννοια των διατάξεων που προπαρατέθηκαν, η ανάθεση συμπληρωματικών εργασιών στον ανάδοχο του ήδη εκτελούμενου έργου αποτελεί εξαιρετική διαδικασία που εφαρμόζεται μόνο στις περιοριστικά αναφερόμενες στις ως άνω διατάξεις περιπτώσεις και υπό την προϋπόθεση ότι συντρέχουν απρόβλεπτες περιστάσεις. Ως απρόβλεπτες περιστάσεις νοούνται αιφνίδια πραγματικά γεγονότα, τα οποία δεν προϋπήρχαν της ανάθεσης του έργου και τα οποία, παρότι κατά την εκπόνηση της μελέτης δημοπράτησης του έργου καταβλήθηκε η ενδεδειγμένη επιμέλεια και προσοχή, αντικειμενικά δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής, ώστε οι αναγκαίες για την αντιμετώπισή τους εργασίες να μπορέσουν να ενταχθούν στο αρχικό έργο και την αρχικώς συναφθείσα σύμβαση. Δεν μπορούν, πάντως, σε καμία περίπτωση, να θεωρηθούν ως συμπληρωματικές εργασίες εκείνες που αφορούν σε επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του αρχικού έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του (βλ. πράξ. ΙV Τμήμ. 33/2000, 93/2001, 17, 106, 125/2002, 1/2003, 113, 194/2004, 5/2005). Η απόφαση του αρμοδίου οργάνου περί προσφυγής στην εν λόγω διαδικασία για την εκτέλεση συμπληρωματικών εργασιών πρέπει, ως εκ της φύσεως της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται δυνατός ο έλεγχος της νομιμότητάς της από το Δικαστήριο τούτο. Ειδικότερα, ο χαρακτηρισμός των συμπληρωματικών εργασιών, ως εργασιών λόγω απροβλέπτων περιστάσεων, πρέπει να αιτιολογείται με πραγματικά και αναλυτικά στοιχεία, στις απαιτούμενες γνωμοδοτήσεις του οικείου τεχνικού συμβουλίου καθώς και στις αντίστοιχες αποφάσεις της Προϊσταμένης αρχής (βλ. πράξ. IV Τμήματος 33/2000, 97/2001).


ΣτΕ/1747/2011

Η αναθέτουσα αρχή έχει μεν ευχέρεια, κατ’ απόκλιση από το γενικό κανόνα διενέργειας ανοικτού ή κλειστού διαγωνισμού, να συνάπτει δημόσια σύμβαση με προσφυγή στην εξαιρετική διαδικασία της διαπραγμάτευσης χωρίς δημοσίευση της σχετικής προκήρυξης, μόνον όμως εφόσον συντρέχουν οι προς τούτο νόμιμες προϋποθέσεις, ήτοι κατεπείγουσα ανάγκη οφειλόμενη σε γεγονότα απρόβλεπτα και δη μη απορρέοντα από δική της ευθύνη. Η σχετική απόφαση της αναθέτουσας αρχής πρέπει να φέρει πλήρη και ειδική αιτιολογία, αναφερόμενη στους λόγους για τους οποίους αποφασίζεται η προσφυγή στην εν λόγω εξαιρετική διαδικασία. Όταν, εξ άλλου, η αναθέτουσα αρχή προσφεύγει για δεύτερη φορά στην εξαιρετική διαδικασία, τότε δεν αρκεί η αναφορά στους λόγους που την οδήγησαν να προσφύγει για πρώτη φορά στη διαδικασία, αλλά πρέπει να βεβαιώνεται αιτιολογημένα ότι οι ανωτέρω λόγοι (αρχικοί ή νέοι) συντρέχουν και για την εκ δευτέρου προσφυγή στη διαδικασία.


ΕΣ/Τ6/91/2011

Ως απρόβλεπτες περιστάσεις θεωρούνται αιφνίδια πραγματικά γεγονότα, που δεν ανάγονται στο χρόνο κατάρτισης της αρχικής σύμβασης και τα οποία, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη) με βάση την οποία προσδιορίσθηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου υπήρξε πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής και να ενταχθούν στο αρχικό έργο και τη συναφθείσα σύμβαση. Οι περιστάσεις που επικαλείται για την αιτιολόγηση του απρόβλεπτου η αναθέτουσα αρχή, η οποία φέρει και το σχετικό βάρος απόδειξης (βλ. αποφ. VI Τμ. Ελ. Συν. 2066/2010, 3359, 3357, 2502, 1780/2009), δεν πρέπει να απορρέουν από δική της ευθύνη (βλ. απόφ. VI Τμ. 707/2010). Περαιτέρω, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να θεωρηθούν ως «συμπληρωματικές εργασίες» οφειλόμενες σε απρόβλεπτα γεγονότα εκείνες που αφορούν σε επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του, καθόσον είναι ανεπίτρεπτη η εκ των υστέρων μεταβολή του αντικειμένου του έργου, που δεν ήταν γνωστή στο σύνολο των διαγωνιζομένων, κατά την υποβολή της προσφοράς τους, και δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου (βλ. πράξεις VI Τμ. Ελ. Συν. 98, 192, 197, 216 και 232/2006, 108/2007, 2069/2010). Ομοίως δεν αποτελούν απρόβλεπτες περιστάσεις η εφαρμογή νέων κανονισμών και κανόνων, συνεπεία των οποίων δεν τροποποιείται η όλη κατασκευή και οι οποίοι καθιερώθηκαν ως υποχρεωτικοί μετά την ανάθεση του έργου καθώς και παραλείψεις ή σφάλματα της προμέτρησης της μελέτης καθόσον οι εργασίες, που οφείλονται στα ανωτέρω, καλύπτονται αποκλειστικά από το κονδύλιο των απροβλέπτων που περιλαμβάνεται στην αρχική σύμβαση (πρ.Ε΄ Κλιμ 350/2010). Τέλος, η απόφαση του αρμοδίου οργάνου περί προσφυγής στην παραπάνω διαδικασία ανάθεσης πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται εφικτός από το Ελεγκτικό Συνέδριο ο έλεγχος νομιμότητάς της (βλ. αποφ. VI Τμ Ελ. Συν. 2066, 285-6, 136/2010).


ΕΣ/ΚΛ.Ε/334/2009

Βελτίωση επαρχιακής οδού-συμπληρωματική σύμβαση...Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη ΙΙΙ, το Κλιμάκιο κρίνει ότι οι ανωτέρω αόριστα αναφερόμενες στην αιτιολογική έκθεση εργασίες δε μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο συμπληρωματικής σύμβασης, καθόσον αποσκοπούν στη βελτίωση του έργου, περαιτέρω δε, και αν ακόμη υποτεθεί ότι από τη φύση τους δε μπορούσαν να διαχωριστούν από το αντικείμενο της αρχικής σύμβασης ή ότι αυτές ήταν αναγκαίες για την καλύτερη λειτουργία του έργου, δεν αποδεικνύεται από κάποιο στοιχείο του φακέλου ότι η αναγκαιότητα εκτέλεσής τους οφείλεται σε απρόβλεπτα γεγονότα ή καταστάσεις, δηλαδή σε πραγματικά περιστατικά που, αντικειμενικά, κατά τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής, δεν ήταν δυνατό να προβλεφθούν.

ΔΕΝ ΑΝΑΚΛΗΘΗΚΕ ΜΕ ΤΗΝ ΕΣ/ΤΜ.6/2506/2009


ΕλΣυν/Τμ.7/91/2010

Ως απρόβλεπτες περιστάσεις νοούνται εκείνα τα πραγματικά γεγονότα που, παρά το ότι κατά την εκπόνηση της μελέτης του έργου καταβλήθηκε η ενδεδειγμένη επιμέλεια και προσοχή, αντικειμενικώς δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής, ούτως ώστε οι αναγκαίες για την αντιμετώπισή τους εργασίες να ενταχθούν στο αρχικό έργο και την αντιστοίχως συναφθείσα σύμβαση. Η συνδρομή τέτοιων γεγονότων πρέπει να αιτιολογείται με την αναφορά αναλυτικών στοιχείων στις σχετικές με την προσφυγή στην εξαιρετική αυτή διαδικασία γνωμοδοτήσεις και αποφάσεις των αρμοδίων οργάνων, δεν μπορούν δε, σε καμία περίπτωση, να θεωρηθούν ως συμπληρωματικές εργασίες οφειλόμενες σε απρόβλεπτες περιστάσεις εκείνες που αφορούν στην επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του αρχικού έργου ή στην απλή βελτίωση της ποιότητάς του λ.χ. με ανώτερα υλικά και μεθόδους μη προδιαγραφόμενες στα οικεία συμβατικά τεύχη (βλ. Πράξεις VII Τμ 63/2005, 85, 260/2006, 135, 231/2007, 44/2008, 32, 235, 249/2009 κ.ά.).


ΕλΣυν/Τμ.VI/3723/2009

Επομένως, η ανάθεση των δημοσίων συμβάσεων με διαπραγμάτευση αποτελεί εξαιρετική διαδικασία, η προσφυγή στην οποία επιτρέπεται μόνον στις περιοριστικώς αναφερόμενες στην Οδηγία περιπτώσεις. Τέτοια περίπτωση, μεταξύ άλλων, συντρέχει και όταν, λόγω επείγουσας ανάγκης οφειλόμενης σε απρόβλεπτες περιστάσεις, δεν είναι δυνατή η τήρηση των νόμιμων προθεσμιών για τη διενέργεια τακτικού διαγωνισμού, ως απρόβλεπτες δε περιστάσεις νοούνται εκείνα τα αιφνίδια πραγματικά γεγονότα, τα οποία, ακριβώς επειδή δεν θα μπορούσαν να είναι γνωστά στην Αναθέτουσα Αρχή, ούτε ανάγονται στη σφαίρα της ευθύνης της, καθιστούσαν ανέφικτο τον έγκαιρο προγραμματισμό των αναγκαίων για την αντιμετώπισή τους υπηρεσιών. Η περίπτωση, μάλιστα, αυτή, κατά την οποία η διαδικασία της διαπραγμάτευσης διαμορφώνεται ελευθέρως από την Αναθέτουσα Αρχή, σαφώς διακρίνεται εκείνης που, κατόπιν διαγωνισμού στον οποίον δεν υποβλήθηκαν κανονικές προσφορές, στη διαπραγμάτευση καλούνται όλοι οι υποψήφιοι που συμμετείχαν στο διαγωνισμό και πληρούσαν τις τυπικές, για την παραδεκτή υποβολή προσφοράς, προϋποθέσεις (βλ. πράξη IV Τμήματος 18/2009, ΣτΕ Επ. Αν. 1059/2008).