ΕΣ/Τμ.1(ΚΠΕ)/89/2015
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
ΑΠΟΔΟΧΕΣ: Νόμιμη η καταβολή αποδοχών σε υπάλληλο Δήμου με σχέση εργασία ι.δ.α.χ., ο οποίος επανήλθε στην ενεργό υπηρεσία μετά την ανάκληση της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, προκειμένου να συνταξιοδοτηθεί, καθόσον συνέτρεχε ουσιώδης πλάνη ως προς το χρόνο υπηρεσίας του για την απόκτηση συνταξιοδοτικού δικαιώματος, αφού αυτός, χωρίς τη συνδρομή της προϋπόθεσης αυτής, ουδέποτε, κατά τη ρητώς εκπεφρασμένη πρόθεσή του στη δήλωση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, θα επέλεγε τη λήξη του εργασιακού του βίου, στερούμενος παντελώς τους πόρους διαβίωσής του (άρθρο 4 παρ. 10 του ν. 4151/2013, ΦΕΚ Α΄ 103/2013 και άρθρα 140-141 του ΑΚ).
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΝΣΚ/96/2017
Καταβολή υπερβάλλουσας μείωσης σε υπάλληλο που επανήλθε στην ενεργό υπηρεσία, κατ' εφαρμογή των διατάξεων των παρ. 5 και 5α του άρθρου 18 του ν.1735/1987. (Κατάσταση : Αποδεκτή) Η υπερβάλλουσα μείωση του άρθρου 29 παρ. 2 του ν.4024/2011 πρέπει να καταβληθεί σε υπάλληλο, ο οποίος παραιτήθηκε προκειμένου να μετάσχει σε γενικές βουλευτικές εκλογές και επανήλθε στην ενεργό υπηρεσία, καθόσον αυτή περιλαμβάνεται στις τακτικές αποδοχές που λάμβανε ο υπάλληλος πριν την παραίτησή του.
ΝΣΚ/69/2016
Επηρεάζεται ή όχι το συνταξιοδοτικό δικαίωμα του Ν.Β., ασφαλισμένου του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, ως γονέα αναπήρου τέκνου, από την ενδεχόμενη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος της συζύγου του, με χρήση των διατάξεων της διαδοχικής ασφάλισης - Σωρευτικές προϋποθέσεις του Ν. 3996/2011 άρθρ. 37.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
Ο Ν.Β. μπορεί να συνταξιοδοτηθεί ως πατέρας ανάπηρου τέκνου από την 24-12-2013 ημερομηνία υποβολής της αίτησης συνταξιοδότησής του, ανεξάρτητα αν η σύζυγός του έχει ή όχι θεμελιώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα στο Δημόσιο, σύμφωνα με τις διατάξεις περί διαδοχικής ασφάλισης. Η από 2-2-2015 υπεύθυνη δήλωση της συζύγου του Ν.Β. για μη χρησιμοποίηση των διατάξεων περί διαδοχικής ασφάλισης δεν λαμβάνεται υπόψη, δεδομένου ότι υπάρχει εκπεφρασμένη βούληση της, να μην κάνει χρήση του χρόνου αυτού.
ΕλΣυν.Τμ.1(ΚΠΕ)351/2015
ΕΠΙΔΟΜΑΤΑ:Νόμιμη η καταβολή επιδόματος προσωπικής διαφοράς σε υπάλληλο Δήμου με σχέση ι.δ.α.χ., που μετά την απόλυσή της, επανήλθε στην υπηρεσία, σε επανασυσταθείσα θέση Σχολικού Φύλακα, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 18 του ν. 4325/2015, καθόσον το ανωτέρω επίδομα νομίμως καταβάλλεται στην ως άνω υπάλληλο, αφού αποτελεί νομίμως τμήμα των αποδοχών των υπαλλήλων που κατατάσσονται στις επανασυσταθείσες θέσεις (άρθρου 18 του ν. 4325/2015, ΦΕΚ Α΄ 47/2015, άρθρο 29 παρ. 2 του ν. 4024/2011, ΦΕΚ Α΄ 226/2011 και άρθρο πρώτο παρ.2 της υποπαραγράφου Γ1 του ν. 4093/2012, ΦΕΚ Α΄ 222/2012).
ΜΟΝ.ΕΦ.ΠΕΙΡ/3/2020
Περικοπές σε αποδοχές...Όμως σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, όσον αφορά την από 18-12-2017 (αριθ. εκθ. καταθ. ……/2015) αγωγή, η αμοιβή του εκκαλούντος με την ιδιότητα του διευθύνοντος συμβούλου και του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της εφεσίβλητης, υπάγονταν στις διατάξεις των νόμων 3833/2010 και 4024/2011 δεδομένου ότι η παραχώρηση της εφεσίβλητης στο ... επήλθε μετά την εφαρμογή των παραπάνω νόμων όταν δηλαδή η αμοιβή του εκκαλούντα είχε ήδη μειωθεί και συνεπώς οι αξιώσεις του για την αμοιβή του σύμφωνα με τους όρους της αρχικής σύμβασης είναι μη νόμιμες . Περαιτέρω όσον αφορά την από 19-2-2016 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2016) αγωγή της εκκαλούσας, είναι απορριπτέα ω μη νόμιμη καθόσον, κατά τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της αγωγής, ο εφεσίβλητος ακολούθησε τη νόμιμη διαδικασία ώστε να λαμβάνει την μειωμένη αμοιβή του από την εκκαλούσα από την 1-1-2013, πλην όμως ο τελικός υπολογισμός της δεν πραγματοποιήθηκε από τον ίδιο αλλά από τα αρμόδια όργανα της εκκαλούσας. Τέλος όσον αφορά την από 18-12-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. …/2015) αγωγή από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα που εξετάστηκε στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, τις με αριθμούς …/2016 και …/2016 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της συμβολαιογράφου ……, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει της από 18-11-2009 σύμβασης που συνήφθει μεταξύ των διαδίκων ο εκκαλών προσλήφθηκε από την εφεσίβλητη για να παρέχει την εργασία του ως διευθύνων σύμβουλος και με όρο της παραπάνω σύμβασης συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση καταγγελίας της (της σύμβασης) η εφεσίβλητη θα του κατέβαλε ως αποζημίωση το ποσό που θα αντιστοιχούσε στην αμοιβή δύο μηνών για κάθε έτος εργασίας του λαμβάνοντας ως βάσει τις αποδοχές του κατά τον χρόνο της καταγγελίας. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι η παραπάνω σύμβαση καταγγέλθηκε στις 22-6-2015 και η πραγματικά οφειλόμενη αμοιβή του όπως θα διαμορφώνονταν μετά την 1-1-2013 ανέρχονταν στο ποσό των 2.375 ευρώ. Συνεπώς το συνολικό ποσό που έπρεπε να λάβει ως αποζημίωση κατά τον ανωτέρω χρόνο (22-6-2015) ανέρχονταν σε 30.479,13 ευρώ. Από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε οποιαδήποτε υπαιτιότητα του εκκαλούντος στην καταγγελία της παραπάνω σύμβασης όπως επίσης δεν αποδείχθηκε οποιαδήποτε προσβολή της προσωπικότητάς του κατά τον χρόνο της καταγγελίας ώστε ο τελευταίος να δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη. Ενόψει των παραπάνω, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε τα ίδια απορρίπτοντας ως μη νόμιμες τις από 28-12-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. ……/2015) και από 19-2-2016 (αριθ. εκθ. καταθ. …../2016) αγωγές και κάνοντας εν μέρει δεκτή ως κατ΄ουσίαν βάσιμη την από 18-12-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. …./2015) αγωγή δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τις εφέσεις είναι απορριπτέα ως κατ΄ουσίαν αβάσιμα. Συνεπώς πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες εφέσεις ως κατ΄ουσιαν αβάσιμες και να συμψηφισθούν στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ).
ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.1/229/2018
ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΜΙΣΘΟΔΟΣΙΑΣ:.μισθοδοσία, μηνός Σεπτεμβρίου 2017, υπαλλήλου ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου του Δήμου... .Με τα δεδομένα αυτά το Κλιμάκιο κρίνει τα ακόλουθα: Μετά την ανάκληση της ΔΙΠΙΔ/Β.1.1/231/οικ.15917/3.6.2013 (Β΄ 598) απόφασης του τέως Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, με την οποία ο φερόμενος ως δικαιούχος μεταφέρθηκε στο ΕΚΑΒ .., αυτός επανήλθε στο Δήμο .... Περαιτέρω, αφού από τον έλεγχο των εγγράφων του φακέλου του ως άνω υπαλλήλου, στον οποίο προέβη η αρμόδια Διεύθυνση Διοικητικού του Δήμου (βλ. το 24663/11.7.2018 έγγραφο της Διεύθυνσης Διοικητικού του Δήμου) και την προκαταρκτική εξέταση που διενεργήθηκε, δεν προέκυψε δόλια πρόκληση μη νόμιμης πρόσληψης, ούτε κατάθεση ή χρήση πλαστού, νοθευμένου ή παραποιημένου πιστοποιητικού ή τίτλου βεβαίωσης, ούτε ψευδής υπεύθυνη δήλωσή του και ως εκ τούτου λόγος άσκησης πειθαρχικής δίωξης και σπουδαίος λόγος για την καταγγελία της σύμβασής του (βλ. άρθρα 194, 202 του ν. 3584/2007, πρβλ. άρθρο 27 παρ. 2 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων), η υπηρεσία διόρθωσε την εσφαλμένη κατάταξη του υπαλλήλου στην κατηγορία ΔΕ και τον κατέταξε, από 1.9.2017, στην κατηγορία ΥΕ, ειδικότητας Επιστατών και στο 9ο Μισθολογικό Κλιμάκιο του ν. 4354/2015, ενώ για τη μισθοδοσία του, μηνός Σεπτεμβρίου 2017, στη θέση αυτή, εκδόθηκε το επίμαχο χρηματικό ένταλμα. Συνεπώς, ο προβαλλόμενος λόγος του αναπληρωτή Επιτρόπου είναι αβάσιμος. Τυχόν δε ζητήματα επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, που μπορεί να ανακύπτουν από τη διαφορά μισθοδοσίας μεταξύ υπαλλήλου κατηγορίας ΔΕ και υπαλλήλου κατηγορίας ΥΕ, δεν επιδρούν στη νομιμότητα της εντελλόμενης δαπάνης, αλλά αποτελούν αντικείμενο κατασταλτικού ελέγχου..Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω και εφόσον δεν προβλήθηκαν άλλοι λόγοι μη νομιμότητας ή κανονικότητας της εντελλόμενης δαπάνης, αυτή είναι νόμιμη και το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα πληρωμής πρέπει να θεωρηθεί.
ΕλΣυνΤμ.1/7/2013
Αποζημίωση για υπερωριακή απασχόληση:..ζητείται παραδεκτώς η ανάκληση της 50/2012 Πράξης του Κλιμακίου Προληπτικού Ελέγχου Δαπανών του Ι Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου..Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, η αιτιολογία της 88/10.1.2012 απόφασης του Προέδρου του Συνδέσμου, με την οποία καθιερώθηκε η ανωτέρω υπερωριακή εργασία, είναι πλημμελής, αφού σε αυτήν περιλαμβάνεται μόνο γενική αναφορά ότι οι καθιερούμενες ώρες υπερωριακής απασχόλησης θα χρησιμοποιηθούν «στις περιπτώσεις που θα παραστεί ανάγκη επιπλέον εργασίας», χωρίς να προσδιορίζονται οι συγκεκριμένες υπάρχουσες ανάγκες που πρέπει να αντιμετωπιστούν με την υπερωριακή εργασία και χωρίς να αναφέρονται σαφή και συγκεκριμένα πραγματικά στοιχεία, που να καταδεικνύουν τον χαρακτήρα των αναγκών αυτών ως εποχικών, έκτακτων ή επειγουσών. Επιπλέον, η απόφαση αναφέρεται αορίστως στην έλλειψη προσωπικού, χωρίς να αναφέρεται ειδικώς (δεδομένου ότι πρόκειται για υπηρεσία που λειτουργεί επί δωδεκαώρου βάσης) σε αριθμητικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει σαφώς αδυναμία εξυπηρέτησης των συγκεκριμένων αναγκών με το προσωπικό της βάρδιας ή η αδυναμία στελέχωσης των αναγκαίων βαρδιών με κατανομή του υπηρετούντος προσωπικού της αντίστοιχης ειδικότητας σε αυτές. Η έλλειψη δε αυτή της εκ του νόμου απαιτούμενης αιτιολογίας δεν μπορεί να αναπληρωθεί από τις ήδη προσκομιζόμενες βεβαιώσεις του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών, με τις οποίες βεβαιώνεται εκ των υστέρων η πραγματοποίηση της εργασίας, αφού αυτές αναφέρονται αποκλειστικά –αν και παντελώς αορίστως– στις ανάγκες που φέρεται ότι εξυπηρετήθηκαν (οι οποίες μάλιστα ανάγονται στα συνήθη καθήκοντα των διοικητικών υπαλλήλων του Συνδέσμου και εκτελούνται επανειλημμένα και προγραμματισμένα), χωρίς να αναφέρονται στην αδυναμία κάλυψης των αναγκών αυτών εντός του τακτικού ωραρίου ή από το προσωπικό της αντίστοιχης βάρδιας.Ενόψει των ανωτέρω, η κρίσιμη απόφαση καθιέρωσης υπερωριών είναι πλημμελής και δεν μπορεί νομίμως να δικαιολογήσει την καταβολή αποζημίωσης του προσωπικού για την απασχόλησή του, έστω και αν η εν λόγω υπερωριακή εργασία έχει πραγματικά παρασχεθεί (γεγονός που δεν αμφισβητείται), απορριπτομένων ως αβάσιμων των περί του αντιθέτου λόγων ανάκλησης.(..)Συνεπώς, η προσβαλλόμενη Πράξη, ορθώς έκρινε ότι η εντελλόμενη με τα ελεγχόμενα χρηματικά εντάλματα δαπάνη δεν είναι νόμιμη και, για τον λόγο αυτόν, η κρινόμενη αίτηση ανάκλησης πρέπει να απορριφθεί.
ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.4/150/2014
Παροχή υπηρεσιών καθαριότητας (...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις (II – ΙΙΙ) της παρούσης, το Κλιμάκιο κρίνει ότι κατά τον βασίμως προβαλλόμενο από την Επίτροπο πρώτο λόγο διαφωνίας, η συγκρότηση της Επιτροπής διενέργειας του εν λόγω διαγωνισμού είναι μη νόμιμη, καθόσον η σχετική απόφαση συγκρότησης αντί να έχει εκδοθεί με ετήσια διάρκεια για τη διενέργεια όλων των σχετικών διαγωνισμών του φορέα, εκδόθηκε αποκλειστικά και μόνο για τον επίμαχο διαγωνισμό, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του π.δ. 118/2007, μη ασκούντος καμμία επιρροή του -πάντως αορίστως - προβαλλόμενου από τον φορέα ισχυρισμού ότι η Υπηρεσία δεν διενεργεί άλλους δημόσιους ανοικτούς διαγωνισμούς. Επιπλέον, δεν είναι νόμιμη η συγκρότηση της εν λόγω Επιτροπής και για τον πρόσθετο λόγο ότι για την επιλογή των μελών της δεν προηγήθηκε διενέργεια κλήρωσης μεταξύ των αρμοδίων υπαλλήλων του φορέα, κατά παράβαση της σχετικής διάταξης του άρθρου 26 του ν.4024/2011, πολλώ μάλλον διότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, σχετική υπόδειξη για διεξαγωγή κλήρωσης για τη συγκρότηση των επιτροπών διενέργειας διαγωνισμών είχε γίνει προς όλα τα Τοπικά Υποκαταστήματα του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ (σχετ. το ΥΟΟ/ΠΥ/15/5040/30.9.2013 έγγραφο του Τμήματος Διαχείρισης Διαγωνισμών Παροχής Υπηρεσιών & Εξοπλισμού του ΙΚΑ - ΕΤΑΜ). Οι ισχυρισμοί δε του Διευθυντή του Τοπικού Υποκαταστήματος ΙΚΑ – ΕΤΑΜ ......., που περιέχονται στο έγγραφο επανυποβολής, ότι η συγκρότηση της Επιτροπής έγινε από μέλη που υπηρετούν σε τρεις διαφορετικές υπηρεσίες, γεγονός, το οποίο εξασφαλίζει, κατά την άποψή του, την αμεροληψία και αντικειμενικότητα αυτής, προβάλλονται αλυσιτελώς καθώς η διαδικασία ανάδειξης των μελών τοιούτων Επιτροπών ρυθμίζεται εκ του νόμου με τρόπο συγκεκριμένο, ο οποίος προκρίθηκε από το νομοθέτη ως βέλτιστος για την εξασφάλιση της τήρησης των ανωτέρω αρχών. Εξάλλου, αλυσιτελώς προβάλλεται ότι δύο εκ των πέντε μελών της Επιτροπής επελέγησαν κατόπιν υποδείξεως από τις υπηρεσίες τους, καθώς κατά την έννοια της προαναφερόμενης διάταξης προκειμένου να είναι δυνατή παρέκκλιση από τα οριζόμενα από αυτήν περί διεξαγωγής κληρώσεως, θα πρέπει να προβλέπεται εκ του νόμου η δυνατότητα υπόδειξης των μελών τέτοιων Επιτροπών από τους οικείους φορείς και όχι η υπόδειξη να γίνεται κατά βούληση και με πρωτοβουλία του εκάστοτε φορέως. Περαιτέρω, το Κλιμάκιο κρίνει ότι κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 68 του ν. 3863/2010 η αναθέτουσα αρχή αποδέχθηκε σιωπηρά την οικονομική προσφορά της…– «….». Τούτο, διότι, η εν λόγω προσφορά, ως προς το εργολαβικό κέρδος, το διοικητικό κόστος παροχής των υπηρεσιών και τις κρατήσεις υπέρ Δημοσίου και τρίτων εμφανιζόταν εξ αντικειμένου ως υπερβολικά χαμηλή και συγκεκριμένα μηδενική ως προς το διοικητικό κόστος παροχής των υπηρεσιών και τις ως άνω κρατήσεις, του δε εργολαβικού κέρδους ανερχόμενου σε ποσοστό μόλις 0,139% επί της συνολικής προσφοράς. Συνεπώς, η αναθέτουσα αρχή όφειλε, αφού ζητήσει διευκρινίσεις από την ως άνω επιχείρηση επί των συστατικών στοιχείων της προσφοράς της, ώστε να της δώσει έτσι τη δυνατότητα να αποδείξει τη σοβαρότητα της προσφοράς της, να εκτιμήσει περαιτέρω τη λυσιτέλεια των εξηγήσεων που θα παρείχε αυτή και να αποφασίσει αιτιολογημένα για την αποδοχή ή την απόρριψη της προσφοράς της. Άρα, η αναθέτουσα αρχή, η οποία μη νομίμως αποδέχθηκε σιωπηρώς ως νόμιμα όλα τα στοιχεία που αναφέρονται στην οικονομική προσφορά της εν λόγω επιχείρησης και στον πίνακα ανάλυσης αυτής και δεν κάλεσε, ως όφειλε, αυτή να αιτιολογήσει το ασυνήθιστα χαμηλό της προσφοράς της, υπερέβη τα άκρα όρια της διακριτικής της ευχέρειας. Συνακόλουθα, είναι νομικώς πλημμελής τόσο η οικονομική αξιολόγηση της επιχείρησης αυτής όσο και η επακολουθήσασα κατακύρωση του αποτελέσματος του διαγωνισμού σ΄αυτήν, όπως βασίμως προβάλλεται με τον δεύτερο λόγο διαφωνίας της Επιτρόπου. Σε κάθε περίπτωση, αβασίμως προβάλλει το Τοπικό Υποκατάστημα ΙΚΑ – ΕΤΑΜ ....... ότι η ως άνω οικονομική προσφορά της μειοδότριας επιχείρησης δεν αντίκειται στο νόμο, με την αιτιολογία ότι ο προσδιορισμός του διοικητικού κόστους και του εργολαβικού κέρδους ανάγεται στον τρόπο άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας των εταιρειών παροχής υπηρεσιών καθαριότητας, οι οποίες, ως εκ τούτου, μπορούν, κατά την ελεύθερη και ανέλεγκτη από την εκάστοτε αναθέτουσα αρχή κρίση τους, να διαμορφώνουν τα άνω στοιχεία. Και τούτο διότι, κατά την ρητώς εκπεφρασμένη με τις διατάξεις του άρθρου 68 του ν. 3863/2010 βούληση του νομοθέτη, οι εταιρείες παροχής υπηρεσιών καθαριότητας στην προσφορά τους πρέπει να υπολογίζουν εύλογο - και κατά συνεκδοχή ελέγξιμο από τις αναθέτουσες αρχές, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής και τις παρεχόμενες από τις προσφέρουσες εταιρείες εξηγήσεις (πρβλ. ΣτΕ 198/2013, Δ.Εφ.Θεσσαλ. 344/2012), ποσοστό διοικητικού κόστους και εργολαβικού κέρδους, στη δε συγκεκριμένη περίπτωση η προσφερθείσα τιμή των 0,00 ευρώ ανά έτος για διοικητικό κόστος και κρατήσεις υπέρ Δημοσίου και τρίτων όχι μόνο δεν μπορεί να θεωρηθεί εύλογη αλλά ισοδυναμεί με μηδενική τιμή, η δε τιμή των 59,92 ευρώ που προσφέρθηκε ως συνολικό εργολαβικό όφελος έστω και αν δεν μπορεί άνευ ετέρου να χαρακτηρισθεί ως απαράδεκτη, σε κάθε περίπτωση, ανερχόμενη, όπως προαναφέρθηκε, σε ποσοστό 0,139% επί της συνολικής προσφοράς δεν πληροί τα διαγραφόμενα από τον ως άνω νόμο αλλά και τη διακήρυξη εχέγγυα φερεγγυότητας και καθίσταται για το λόγο αυτό ασυνήθιστα χαμηλή. Εξάλλου, οι το πρώτον με το έγγραφο επανυποβολής προβαλλόμενοι ισχυρισμοί της αναθέτουσας αρχής ότι ζητήθηκαν από την προαναφερόμενη μειοδότρια επιχείρηση διευκρινίσεις επί της προσφοράς της και ότι οι διευκρινίσεις αυτές εδόθησαν, πλην όμως προφορικώς, είναι απορριπτέοι, προεχόντως διότι η τήρηση της προπεριγραφόμενης διαδικασίας κλήσης προς παροχή διευκρινίσεων επί ασυνήθιστα χαμηλής προσφοράς πρέπει να προκύπτει από τα έγγραφα της διαγωνιστικής διαδικασίας, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση. Συνεπώς, η ως άνω ουσιώδης τυπική παράβαση της διαδικασίας δεν δύναται να θεραπευθεί με την παροχή κατά το παρόν στάδιο διευκρινίσεων επί της προσφοράς, οι δε σχετικοί ισχυρισμοί που περιέχονται στο έγγραφο επανυποβολής και κατατείνουν στην αιτιολόγηση του ύψους της επίμαχης προσφοράς της ως άνω επιχείρησης, προβάλλονται αλυσιτελώς.
ΕΣ/ΤΜ.ΕΒΔΟΜΟ/399/2021
ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΙ-ΑΧΡΕΩΣΤΗΤΩΣ ΚΑΤΑΒΛΗΘΕΝΤΑ:ζητείται η ακύρωση της ... απόφασης του Υπουργού Εξωτερικών, με την οποία επιβλήθηκε σε βάρος της εκκαλούσας μη κυβερνητικής οργάνωσης ανάκτηση ποσού 366.849,69 ευρώ, το οποίο κατά το ποσό των 170.000 ευρώ φέρεται ότι της καταβλήθηκε αχρεωστήτως ως α΄ δόση χρηματοδότησής της από πιστώσεις του τακτικού προϋπολογισμού του Υπουργείου Εξωτερικών για την εκτέλεση του προγράμματος «Δημιουργία Αφγανο-Ελληνικού Κέντρου Σπουδών και Παροχών Υγείας στην Καμπούλ»(...) Με δεδομένα τα εκτιθέμενα ανωτέρω ..., το Δικαστήριο κρίνει ότι από το σύνολο των στοιχείων που παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση, όπως νομίμως συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου στα οποία ρητώς παραπέμπει, προκύπτει με σαφήνεια τόσο η νομική όσο και η ιστορική αιτία στην οποία θεμελιώνεται. Ειδικότερα, η εκκαλούσα κατά παράβαση των υποχρεώσεών της όπως προκύπτουν από την ισχύουσα νομοθεσία και εξειδικεύονται στην από 29.11.2004 σύμβασή της, όπως τροποποιήθηκε με την από 17.1.2005 πράξη, δεν υπέβαλε ενδιάμεση έκθεση προόδου (άρθρο 6.1 της σύμβασης) και τελική απολογιστική έκθεση του προγράμματός της (άρθρο 7.1 της σύμβασης), ούτε δικαιολογητικά και παραστατικά δαπανών του προγράμματος που εκτέλεσε, τα οποία έπρεπε να συνυποβάλλονται με τις εκθέσεις αυτές, ενώ από τα αιτήματά της για την εκ νέου τροποποίηση της σύμβασης συνάχθηκε ότι η εκκαλούσα δεν υλοποίησε το φυσικό αντικείμενο που πρότεινε και εγκρίθηκε. Όπως σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία ρητώς ορίστηκε στο συμβατικό κείμενο, αυτές οι ουσιώδεις παραβάσεις της σύμβασης ιδρύουν νόμιμο λόγο καταγγελίας της από την ΥΔΑΣ (άρθρο 9 της σύμβασης), και έχουν νόμιμο επακόλουθο την υποχρέωση της εκκαλούσας να επιστρέψει εντόκως το σύνολο της χρηματοδότησης που έλαβε (άρθρο 11 της σύμβασης). Για το σύνολο των προαναφερόμενων, η χρηματοδότηση που χορηγήθηκε στην εκκαλούσα απώλεσε τη νόμιμη αιτία της και η α΄ δόση αυτής έπρεπε να αναζητηθεί, και μάλιστα εντόκως, ως αχρεωστήτως καταβληθείσα, σύμφωνα με το ισχύον ειδικό κανονιστικό πλαίσιο(...)Με το δεύτερο λόγο έφεσης η εκκαλούσα προβάλλει ότι παρεμποδίστηκε στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών της από λόγους ανωτέρας βίας, περίπτωση για την οποία προνοεί το άρθρο 17.1 της σύμβασης. Ειδικότερα, επικαλείται φυσική καταστροφή από σεισμό ... καθώς και τις εξαιρετικά επικίνδυνες συνθήκες, λόγω εμπόλεμης κατάστασης, που επικρατούσαν στο Αφγανιστάν, όπου έπρεπε να εκτελέσει το κρίσιμο έργο της, από το Μάρτιο 2005 μέχρι τα μέσα του έτους 2006. Οι περιστάσεις αυτές καθυστέρησαν την υλοποίηση του προγράμματος της εκκαλούσας, ωστόσο, η ίδια στις 8.2.2006 κατέστησε σαφή την πρόθεσή της να το ολοκληρώσει, υποβάλλοντας στην ΥΔΑΣ πρόταση επιτόπιας επίσκεψης και τροποποίησης του έργου, αίτημα το οποίο επανυπέβαλε στις 20.3.2006, ζητώντας εκ νέου παράταση και διεύρυνση του αντικειμένου του έργου. Επί των ανωτέρω, όμως, η ΥΔΑΣ ενεργώντας αντισυμβατικά ουδέποτε απάντησε και στο μεταξύ υλοποιήθηκε ένα τμήμα του επίδικου προγράμματος, συγκεκριμένα, η λειτουργία εξοπλισμένου ασθενοφόρου και η μελέτη και σύναψη συμφωνίας ολοκλήρωσης των κτιριακών υποδομών του Κέντρου Σπουδών Υγείας. Ο λόγος έφεσης είναι απορριπτέος στο σύνολό του. Τούτο διότι, οι φυσικές καταστροφές που επικαλείται η εκκαλούσα λήφθηκαν υπόψη από την ΥΔΑΣ και αποτέλεσαν τη δικαιολογητική βάση για την τροποποίηση της αρχικής σύμβασης, με μετάθεση του χρόνου έναρξης υλοποίησης του προγράμματος, με την από 17.1.2005 πράξη.(...) Εξάλλου, προφανώς στερείται οποιασδήποτε νόμιμης βάσης ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι η ΥΔΑΣ είχε υποχρέωση να την καλέσει να εκτελέσει το συμβατικό αντικείμενο, για το οποίο με την υπογραφή της σύμβασης η ίδια η εκκαλούσα δεσμεύτηκε.(...)Απορρίπτει την έφεση.