ΕΣ/Τμ.6/408/2012
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
Προμήθεια καυσίμων.Ο προσδιορισμός της ποσότητας αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του ελαχίστου περιεχομένου της διακηρύξεως και στοχεύει στην επίτευξη πλήρους διαφάνειας και στην προστασία του ανταγωνισμού, η δε παράλειψη προσδιορισμού του καθιστά ασαφή τη διακήρυξη και συνεπώς μη νόμιμη (Πρακτικά Ολομ.ΕΣ της 27ης Γεν.Συν. της 29.11.2000, και της 32ης Γεν.Συν. της 20.12.2000, Αποφάσεις VI Τμήματος 295/2010, 373/2010, 46/2009, 36/2009, 22/2009, Πράξεις VI Τμήματος 5/2008, 8/2004, 2/2003, ΣτΕ 375/2009, 1808/1987, ΕΑ ΣτΕ 184/1999, Γνμδ ΝΣΚ 588/2008, 338/2001, Απόφαση ΔΕΚ C-241/2009,Lammerzahl). Ωσαύτως, η αναθέτουσα αρχή υποχρεούται να δημοσιεύει περίληψη των ουσιωδών στοιχείων της διακηρύξεως του διαγωνισμού (στα οποία συγκαταλέγονται τα είδη των προς προμήθεια αγαθών και η ακριβής ποσότητα αυτών κατά κατηγορία και είδος) στον ημεδαπό τύπο και στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία δεν επιτρέπεται να περιέχει πληροφορίες διαφορετικές από τις δημοσιευόμενες στον ελληνικό τύπο (Αποφάσεις VI Τμήματος 2263/2011, 2016/2010). Η παράλειψη ή η πλημμελής τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας του διαγωνισμού, η οποία πλήττει τις αρχές του ανταγωνισμού, της πρόσβασης στις διαδικασίες ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων και της διαφάνειας και καθιστά μη νόμιμη τη διενέργειά του (Αποφάσεις VI Τμήματος 2263/2011, 1780/2011, 1646/2011).(...)από την κείμενη νομοθεσία δεν αποκλείεται μεν η κατακύρωση των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού στο μοναδικό υποψήφιο ούτε όμως προκύπτει υποχρέωση της αναθέτουσας αρχής να κατακυρώσει την προμήθεια στον μοναδικό προσφέροντα που κρίθηκε ικανός να μετάσχει στο διαγωνισμό, στην περίπτωση που το αποτέλεσμα αυτού, με βάση τα υπάρχοντα συγκριτικά στοιχεία κρίνεται ασύμφορο ή μη ικανοποιητικό (Πρακτικό Ολομ. ΕΣ της 24ης Γεν.Συν. της 23.11.1998, Αποφάσεις VI Τμήματος 2709/2010, 2702/2010, 1285/2010, Πράξεις ΙV Τμήματος 121/2010, 76/2010, 55/2010, 153/2009, ΣτΕ 761/2010, 375/2009, ΕΑ ΣτΕ 33/2009, Γνμδ. ΝΣΚ 369/2009, ΔΕΚ C-138/2008, Hochtief AG, C-27/1998, Fracasso και Leitschutz).
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕλΣυν/Τμ.6/897/2012
Δεν θεωρούνται συμπληρωματικές οι εργασίες που αφορούν στην επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του με ανώτερα ποιοτικώς υλικά ή με μεθόδους μη προδιαγραφόμενες στα οικεία συμβατικά τεύχη διότι είναι ανεπίτρεπτη η εκ των υστέρων μεταβολή του αντικειμένου του έργου καθόσον δεν ήταν γνωστή στο σύνολο των διαγωνιζομένων κατά την υποβολή της προσφοράς τους και δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας αναδείξεως αναδόχου (Αποφάσεις Τμήματος Μείζονος - Επταμελούς Σύνθεσης 3205/2011, 3030/2011, Απόφαση VI Τμήματος 2069/2010, Πράξεις VI Τμήματος 108/2007, 232/2006, 216/2006, 197/2006, 192/2006, 98/2006). Οι ως άνω διατάξεις, λόγω του εξαιρετικού χαρακτήρα τους, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, το δε βάρος αποδείξεως της συνδρομής των έκτακτων και απρόβλεπτων περιστάσεων φέρει η αναθέτουσα αρχή (Δ.Ε.Ε. στην υπόθεση C-601/10, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας). Ως απρόβλεπτες περιστάσεις νοούνται αιφνίδια πραγματικά γεγονότα, τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο καταρτίσεως της αρχικής συμβάσεως και τα οποία, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη), με βάση την οποία προσδιορίσθηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου, υπήρξε κατά το δυνατόν πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής ώστε να ενταχθούν στο αρχικό έργο και την ήδη συναφθείσα σύμβαση (Απόφαση Τμήματος Μείζονος – Επταμελούς Σύνθεσης 3205/2011, Αποφάσεις VI Τμήματος 2726/2010, 2506/2009, 1780/2009, Πράξεις VI Τμήματος 52/2007, 106/2003). Η απόφαση του αρμοδίου οργάνου περί προσφυγής στην εξαιρετική αυτή διαδικασία της απευθείας αναθέσεως μέσω καταρτίσεως συμπληρωματικής συμβάσεως, ως εκ της φύσεώς της, πρέπει να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, προκειμένου να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος της συνδρομής των αναγκαίων για την κατάρτισή της προϋποθέσεων (Αποφάσεις VI Τμήματος 2066/2010, 286/2010, 285/2010, 136/2010). Τέλος, με το ποσό του κονδυλίου των απροβλέπτων της αρχικής συμβάσεως δύνανται να καλυφθούν εργασίες, οι οποίες προκύπτουν από τη μεταβολή του νομοθετικού πλαισίου, η οποία λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια εκτελέσεως και επιβάλλει αναγκαστικές τροποποιήσεις στο σχεδιασμό του αρχικού έργου, εργασίες, οι οποίες προκύπτουν από απαιτήσεις της κατασκευής και κρίνονται απαραίτητες για την αρτιότητα του έργου, καθώς και διαφορές, οι οποίες προκύπτουν στις ποσότητες των εργασιών που πρέπει να εκτελεσθούν και οφείλονται σε προφανείς παραλείψεις ή σε σφάλματα των προμετρήσεων (Αποφάσεις VI Τμήματος 792/2011, 791/2011).
ΕλΣυν/Τμ.6/3057/2014
Αιτήση ανάκλησης της 136/2014 πράξης του ΣΤ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία κρίθηκε ότι κωλύεται, για τους ειδικότερα αναφερόμενους σε αυτή λόγους, η υπογραφή δεκαπέντε (15) υποβληθέντων για έλεγχο σχεδίων σύμβασης (....) Ενόψει όλων αυτών, όταν δια των τεχνικών προδιαγραφών διακήρυξης διαγωνισμού προμήθειας ιατροτεχνολογικών ειδών ζητείται τα προς προμήθεια είδη να διαθέτουν τεχνικές εγκρίσεις και να ανταποκρίνονται σε τεχνικά συστήματα αναφοράς (πρότυπα), εκπονούμενα από οργανισμούς τυποποίησης, δια των οποίων τίθενται τα ελάχιστα αναγκαία χαρακτηριστικά των υπό προμήθεια ειδών, η περαιτέρω απαίτηση της διακήρυξης να κατατεθεί επί ποινή αποκλεισμού για το προσφερόμενο είδος κατάλογος πελατολογίου, αποτελεί όρο, ο οποίος θέτει αδικαιολόγητα εμπόδια στον ανταγωνισμό, εφόσον οδηγεί σε αποκλεισμό ειδών σύγχρονης τεχνολογίας, τα οποία, παρότι πληρούν όλες τις τεχνικές προδιαγραφές και διαθέτουν τις απαιτούμενες πιστοποιήσεις των αρμοδίων οργανισμών, δεν διαθέτουν ακόμη πελατολόγιο (πρβλ. Επ.Αν. ΣτΕ 144, 739/2008, 491, 573, 703/2009 και Δ.Ε.Κ. απόφαση 19ης Ιουνίου 2003, C-315/01). Τέλος, η αρχή της ίσης μεταχείρισης, που αποτυπώνεται στη διάταξη του άρθρου 3 του π.δ/τος 60/2007, δεν απαγορεύει μόνο τις εμφανείς διακρίσεις λόγω ιθαγένειας, αλλά και κάθε μορφή συγκεκαλυμμένης διάκρισης, η οποία, μέσω της εφαρμογής άλλων κριτηρίων διάκρισης, καταλήγει στην πράξη στο ίδιο αποτέλεσμα (βλ. αποφάσεις Δ.Ε.Κ. της 29ης Οκτωβρίου 1980, 22/80, Boussac Saint-Frères, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σελ. 375, σκ. 9, της 5ης Δεκεμβρίου 1989, C-3/88, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1989, σελ. I-4035, σκ. 8 και της 27.10.2005, C-234/03, Contse SA κ.λπ κατά Instituto Nacional de Gestión Sanitaria (Ingesa), πρώην Instituto Nacional de la Salud (Insalud), σκ. 36 και αποφ. Ελ.Συν. VI Τμ. 3145/2010, 475/2011). (...) Κατά την ειδικότερη γνώμη της Συμβούλου Μαρίας Βλαχάκη, η διαγωνιστική διαδικασία πάσχει και εκ του - μη ρητώς προβληθέντος από το Κλιμάκιο, αλλά συναφούς προς τον προδιαληφθέντα - λόγου ότι κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 44 παρ. 1 και 2, 48 παρ. 1, 2 και 6 και 53 παρ. 1 εδ. α΄ και 2 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ «περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών» (βλ. και ομοίου περιεχομένου διατάξεις των άρθρων 42 παρ. 1 και 2, 46 παρ. 1, 2 και 6 και 53 παρ. 1 εδ. α΄ και 2 του π.δ. 60/2007) τέθηκαν ως κριτήρια ανάθεσης της συμβάσεως και ως κριτήρια βαθμολόγησης των υποβληθεισών προσφορών κριτήρια που δεν σκοπούν στον εντοπισμό της πλέον συμφέρουσας προσφοράς, αλλά συνδέονται με την εκτίμηση της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων να εκτελέσουν τη σύμβαση. Ειδικότερα, κριτήρια, όπως η εμπειρία των υποψηφίων από ανάλογες προμήθειες ή από τη χρήση όμοιων προς τα υπό προμήθεια προϊόντων ή το πελατολόγιο αφορούν την καταλληλότητα των διαγωνιζομένων να εκτελέσουν τη σύμβαση, επομένως δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται ως κριτήρια ανάθεσης της σύμβασης (βλ. ΔΕΚ απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2008, Λιανάκης ΑΕ κ.λπ., C-532/06, ΔΕΚ απόφαση της 19ης Ιουνίου 2003, G.Α.Τ. C-315/01, και Αποφ. Τμήματος Μείζονος – Επταμελούς Σύνθεσης 610/2012, 992/2011, κ.ά.). Πλην όμως, κατά τη γνώμη που εκράτησε στο Τμήμα, η ως άνω πλημμέλεια δεν μπορεί να εξετασθεί το πρώτον ενώπιον του παρόντος Τμήματος, χωρίς να έχει τεθεί ρητώς ως πλημμέλεια της ελεγχθείσας ενώπιον του Κλιμακίου διαγωνιστικής διαδικασίας.
ΝΣΚ/465/2012
Φ.Μ.Α.Π. – Επιστροφή ή όχι, σε νομικά ή φυσικά πρόσωπα, της διαφοράς του ΕΤΑΚ ετών 2008 και 2009 ή ΦΑΠ 2010, που προκύπτει από τον υπολογισμό της αξίας των ακινήτων που βρίσκονται στη Β΄ Ζώνη Ψυχικού – Συμμόρφωση της Διοίκησης σε ακυρωτικές αποφάσεις του ΣτΕ.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
Ύστερα από την ακύρωση, με την απόφαση 3626/2010 του ΣτΕ, της απόφασης του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών 1088318/2449/ 00ΤΥ/Δ/16-9-2009, περί προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας των ακινήτων, που κείνται στη Β΄ Ζώνη Παλαιού Ψυχικού, η Διοίκηση δύναται, να προβεί στην έκδοση νέας κανονιστικής πράξης, με αναδρομική ισχύ, για το χρονικό διάστημα από 1-3-2007 έως 16-3-2011, με το ίδιο ή διαφορετικό περιεχόμενο, προς τις ακυρωθείσες υπουργικές αποφάσεις, συμμορφούμενη προς το συνολικό περιεχόμενο της απόφασης 2107/2009 του ΣτΕ. (ομοφ.) ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ ΑΠΟ ΤΗΝ 419/2012.
ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.7/5/2012
Από 1.1.2007, ημερομηνία έναρξης ισχύος του νέου Δ.Κ.Κ. (βλ. άρθρο τέταρτο του ν. 3463/2006), όλες οι προμήθειες των Ο.Τ.Α α΄ βαθμού -ακόμη κι αν πρόκειται για προμήθειες υλικών που ενσωματώνονται σε έργα των Ο.Τ.Α.- διεδιακήρυξηνεργούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ε.Κ.Π.Ο.Τ.Α, όπως ισχύει (βλ. αιτιολογική έκθεση του άρθρου 209 του νέου Δ.Κ.Κ), με την επιφύλαξη (από 16.3.2007) των ειδικών ρυθμίσεων του π.δ/τος 60/2007. Από τις διατάξεις του ανωτέρω Κανονισμού συνάγεται, πλην άλλων, ότι η διακήρυξη ανοικτού διαγωνισμού για την προμήθεια αγαθών από τους Ο.Τ.Α. πρέπει οπωσδήποτε να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, ως ελάχιστο ουσιώδες στοιχείο, τα επιμέρους είδη καθώς και τις ακριβείς ποσότητες των προς προμήθεια προϊόντων. Η παράλειψη αναφοράς των στοιχείων αυτών, τα οποία πρέπει να αναγράφονται και στη σύμβαση που θα υπογραφεί στη συνέχεια με τον υπέρ ου η κατακύρωση του διαγωνισμού προμηθευτή, καθιστά ασαφή τη διακήρυξη και συνεπώς, μη νόμιμη (βλ. απόφαση VI Τμήματος 2263/2011, 373/2010, 22, 46/2009, πρβλ. Πρακτικά Ολομ. Ελ.Συν. της 27ης Γεν.Συν. της 29.11.2000 και της 32ης Γεν. Συν. της 20.12.¬2000, Δ.Ε.Κ. C- 241/2006 Lammertzahl, παρ. 39-44). (…)Περαιτέρω, όμως, ούτε στην οικεία διακήρυξη ούτε σε κάποιο άλλο από τα συμβατικά τεύχη – τα οποία αποτελούν στοιχεία της από 17.6.2010 μελέτης της Διεύθυνσης Πρασίνου - προσδιορίζονται οι ποσότητες των ανωτέρω εργασιών ούτε, άλλωστε και αυτές των ζητούμενων υλικών της 1ης και 2ης ομάδας, κατά παράβαση των διατάξεων Ε.Κ.Π.Ο.Τ.Α., όπως βάσιμα υποστηρίζει και η Επίτροπος με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση διαφωνίας. Τέλος, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη III, μη νομίμως ανατέθηκαν στην ανάδοχο εταιρεία οι επίμαχες εργασίες, καθόσον αυτές εμπίπτουν στο πλαίσιο των καθηκόντων και των αρμοδιοτήτων του κατά κλάδο αρμόδιου προσωπικού του Δήμου (Τμήμα Παρκοτεχνίας της Διεύθυνσης Πρασίνου), όπως καθορίζονται από τον ισχύοντα Ο.Ε.Υ. αυτού και συνεπώς, οι υπάρχουσες ανάγκες έπρεπε να αντιμετωπισθούν μέσω του υπηρετούντος προσωπικού.
ΕλΣυν/Κλ7/246/2014
Προμήθεια αντλητικών συγκροτημάτων.(....) Σε κάθε περίπτωση, η αναθέτουσα αρχή δεν μπορεί στο δεύτερο στάδιο της αξιολόγησης (βαθμολόγησης) των τεχνικών προσφορών να χρησιμοποιεί κριτήρια που συνδέονται με την εκτίμηση της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων να εκτελέσουν τη σύμβαση, καθόσον αυτά χρησιμοποιήθηκαν ήδη κατά το πρώτο στάδιο, για την παραδεκτή συμμετοχή των υποψηφίων στο διαγωνισμό. Ειδικότερα, το κριτήριο της εμπειρίας, το οποίο αφορά στην καταλληλότητα των διαγωνιζομένων να εκτελέσουν τη σύμβαση, αξιολογείται στο πρώτο στάδιο του διαγωνισμού (και εάν δεν υπάρχει στο πρόσωπο υποψηφίου, κρίνεται απαράδεκτη η προσφορά του) και δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί εκ νέου για τη βαθμολόγηση των προσφορών, η δε πρόβλεψή του στη διακήρυξη, ως κριτήριο αξιολόγησης αυτών, καθιστά αυτή μη νόμιμη (Αποφάσεις Μείζονος Επταμελούς Σύνθεσης 610/2012, 992/2011, αποφάσεις VI Τμήματος 3061/2014, 3014/2013, πρβλ. απόφασεις ΔΕΚ της 20.9.1988, C-31/1987, Beentjes, Συλλογή 1988, σελ. 4635, σκ. 15 έως 24, της 12.11.2009, C-199/2007, Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, σκέψεις 51 έως 53, της 19.6.2003, C-315/2001, Gesellschaft fur Abfallentsorgungs -Technik GmbH (GAT), σκ. 59 έως 67, της 24.1.2008, C-532/2006, Εμ. Γ. Λιανάκης Α.Ε., σκ. 26 έως 32, Ε.Α. Στ.Ε. 1148/2009. 1318/2009, 100/2009, 1091/2006). (....) Ενόψει όμως των συνθηκών υπό τις οποίες εξελίχθηκε ο ελεγχόμενος διαγωνισμός, η πρόβλεψη της εμπειρίας ως κριτηρίου αναθέσεως, δεν άσκησε επιρροή, καθόσον σε αυτό το στάδιο είχε απομείνει μόνον μία συμμετέχουσα προμηθεύτρια εταιρεία και ως εκ τούτου, η βαθμολογία της με συνυπολογισμό της εμπειρίας, δεν προσέδωσε σε αυτήν οιαδήποτε συγκριτική υπεροχή σε σχέση με τους λοιπούς διαγωνιζόμενους.
ΕλΣυν/Τμ.6/1285/2010
Από τη γραμματική διατύπωση και τη διάρθρωση των προαναφερόμενων διατάξεων (π.δ. 118/2007-Α΄ 150-Αρθρο 21 ), συνάγεται, μεταξύ άλλων, ότι με την παρ. (η) εισάγεται μία ειδική περίπτωση υποχρεωτικής ματαίωσης διαγωνισμού. Ειδικότερα, η διοίκηση οφείλει να προβεί στη ματαίωση του διαγωνισμού όταν συντρέχουν σωρευτικά τρεις προϋποθέσεις: α) ο διαγωνισμός διεξήχθη με κριτήριο τη χαμηλότερη τιμή, β) υποβλήθηκε μία μόνο προσφορά ή τελικά έγινε αποδεκτή μία μόνο προσφορά και γ) δεν υπάρχουν συγκριτικά στοιχεία τιμών είτε προηγούμενων διαγωνισμών είτε της αγοράς. Προφανής δε δικαιολογητικός λόγος για τη θέσπιση της τρίτης προϋπόθεσης είναι η αναγκαιότητα εξέτασης από την αναθέτουσα αρχή του ασύμφορου/ικανοποιητικού ή μη του αποτελέσματος του διαγωνισμού. Και τούτο διότι από την κείμενη νομοθεσία δεν αποκλείεται μεν η κατακύρωση των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού, για τον οποίο τηρήθηκαν οι απαιτούμενοι κανόνες δημοσιότητας για την επιλογή αναδόχου προμηθευτή, στον μοναδικό υποψήφιο, ούτε όμως προκύπτει υποχρέωση της αναθέτουσας αρχής να αναθέσει το έργο στον μοναδικό προσφέροντα που κρίθηκε ικανός να μετάσχει στον διαγωνισμό, στην περίπτωση που το αποτέλεσμα του διαγωνισμού με βάση τα υπάρχοντα συγκριτικά στοιχεία είναι ασύμφορο - μη ικανοποιητικό (βλ. Πρακτικό 24ης/23.11.1998 Συν. Ολ. Ελ. Συν. Θέμα Β΄ , Πράξη 39/2009 Στ΄ Κλιμακίου, πρβλ. απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 1999, C-27/98, Fracasso και Leitschutz, απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2009, C-138/2008, Hochtief AG, ΣτΕ 375/2009, ΕΑ ΣτΕ 33/2009). Περαιτέρω, από τη γραμματική διατύπωση της παρ. (η) του άρθρου 21 του Κ.Π.Δ., και σε αντιδιαστολή με τη διατύπωση των λοιπών παραγράφων του άρθρου αυτού που αναφέρονται στις περιπτώσεις δυνητικής ματαίωσης, όπου ρητά απαιτείται αιτιολογημένη γνωμοδότηση του αρμοδίου για την κρίση των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού οργάνου όταν αυτό προτείνει την ματαίωση του διαγωνισμού, προκύπτει ότι ο νομοθέτης περιορίστηκε στην αναγραφή και μόνο των προϋποθέσεων της υποχρεωτικής ματαίωσης, προτάσσοντας μάλιστα την πραγματική ανυπαρξία συγκριτικών στοιχείων, και δε συμπεριέλαβε σχετική ρύθμιση ως προς το περιεχόμενο της εισήγησης του αρμοδίου για την κρίση των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού οργάνου στην περίπτωση που αυτό κρίνει ότι η διαδικασία πρέπει να συνεχιστεί παρά τον ένα και μοναδικό προσφέροντα. Από τα ανωτέρω συνάγεται συνεπώς ότι δεν απαιτείται εκ του νόμου να παρατίθενται στη σχετική εισήγηση εκείνα τα συγκριτικά στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη από το γνωμοδοτούν όργανο που προτείνει τη συνέχιση της διαδικασίας, αλλά αρκεί αυτά να ενυπάρχουν στα λοιπά στοιχεία της διαγωνιστικής διαδικασίας. Το έχον συμβουλευτική γνώμη μέλος του Τμήματος Χρυσούλα Μιχαλάκη, Πάρεδρος, διατύπωσε την άποψη ότι, προεχόντως για λόγους διαφάνειας, αλλά, και για λόγους που άπτονται της χρηστής οικονομικής διαχείρισης, πρέπει στην εισήγηση του αρμοδίου για την κρίση των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού οργάνου να αναφέρονται, έστω και συνοπτικά, τα συγκριτικά εκείνα στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη για την αξιολόγηση του αποτελέσματος του διαγωνισμού ως ικανοποιητικού, παρά την ύπαρξη ενός και μοναδικού υποψηφίου.
ΕλΣυν/Τμ.6/2045/2010
Το π.δ. 118/2007 «Κανονισμός Προμηθειών Δημοσίου» (ΦΕΚ 150 Α΄) ορίζει στο άρθρο 16 ότι : «1. Με την προσφορά, η τιμή του προς προμήθεια υλικού δίνεται ανά μονάδα, όπως καθορίζεται στη διακήρυξη. Στην τιμή περιλαμβάνονται οι τυχόν υπέρ τρίτων κρατήσεις, ως και κάθε άλλη επιβάρυνση, εκτός από το Φ.Π.Α., για παράδοση του υλικού στον τόπο και με τον τρόπο που προβλέπεται στη διακήρυξη. 2 (…)». Περαιτέρω, κατά πάγια νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η διακήρυξη του διαγωνισμού αποτελεί κανονιστική διοικητική πράξη και ως εκ τούτου οι όροι της έχουν δεσμευτική ισχύ τόσο για την αναθέτουσα αρχή που διεξάγει το διαγωνισμό όσο και για τους υποψηφίους (πρβλ. απόφ. Δ.Ε.Κ. C-496/99 P Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά CAS Succhi di Fruta SpA, σκέψεις 108 επ. και ενδεικτ. αποφ. 2779/2009 VI Τμ., πράξεις 63/2008, 105/2009 IV Τμ., 88, 169/2009 Στ΄ Κλιμ. Ελ. Συν.). Η διακήρυξη που διέπει τον ελεγχόμενο διαγωνισμό ορίζει, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 2 «Οικονομική Προσφορά»(..) 4. Το κόστος των υπό προμήθεια προϊόντων θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει όλες τις νόμιμες κρατήσεις, έξοδα και επιβαρύνσεις του υποψηφίου αναδόχου. Από τις παρατεθείσες διατάξεις συνάγεται ότι η υποχρέωση με όρο της διακήρυξης να συμπεριλαμβάνονται στην προσφερόμενη τιμή όλες οι νόμιμες κρατήσεις και επιβαρύνσεις αποσκοπεί στη διασφάλιση με αδιαμφισβήτητο και αδιάβλητο τρόπο της αντικειμενικότητας στην ανάθεση της προμήθειας και υπαγορεύεται από την ανάγκη εξάλειψης κάθε ενδεχόμενης ασάφειας κατά την σύνταξη των οικονομικών προσφορών, τυχόν ύπαρξη της οποίας οδηγεί σε απόρριψη της προσφοράς ως απαράδεκτης (βλ. ΣτΕ 563/2008, ΣτΕ ΕΑ 482/2006, Γνωμ Ν.Σ.Κ. 334/2008).
ΕΣ/Τμ.4/106/2014
Υπηρεσίες καθαριότητας.Απεθείας διαπραγμάτευση.Από τη διατύπωση και το σκοπό των διατάξεων του ν. 4013/2011 (βλ. άρθρο 1 και οικεία εισηγητική έκθεση), συνάγεται ότι η θέσπισή του αποβλέπει στην ενίσχυση της διαφάνειας με την καθιέρωση ενός εξωτερικού ουσιώδους τύπου για την - από την έναρξη ισχύος του - νόμιμη σύναψη συμβάσεων κατόπιν διαπραγματεύσεων (βλ. VI Τμ. 2270, 3209, 3012/2013). Κατά συνέπεια, αν η Αρχή γνωμοδοτήσει αρνητικά η σύμβαση δεν μπορεί να συναφθεί, αφού ο νόμος ορίζει ότι η γνώμη που διατυπώνει είναι σύμφωνη και κατά συνέπεια το όργανο που ασκεί την αποφασιστική αρμοδιότητα υποχρεούται να ενεργήσει κατά τον τρόπο που του υποδεικνύει το γνωμοδοτούν όργανο (βλ. VI Τμ. 3012/2013, πρβλ. ΣτΕ 2042/2011, 1679/1986, 3458/1983, ΔΕΑ 853/2010, 568/2009).(....)Με τα δεδομένα αυτά, οι ανατεθείσες στην φερόμενη ως δικαιούχο επίμαχες υπηρεσίες δεν συνιστούν νόμιμη απευθείας ανάθεση, καθόσον συνολικά η δαπάνη τους υπερβαίνει το ποσό των 20.000 ευρώ (χωρίς Φ.Π.Α.), μέχρι του οποίου επιτρέπεται η άνευ ειδικών λόγων προσφυγή στην εξαιρετική αυτή διαδικασία εντός του ίδιου οικονομικού έτους, χωρίς να αιτιολογείται βασίμως η συνδρομή κατεπειγουσών αναγκών που οφείλονται σε απρόβλεπτες περιστάσεις. Και τούτο, διότι δεν συνιστά απρόβλεπτη περίσταση η επικαλούμενη αναμονή των αποτελεσμάτων του εκκρεμούς ανοικτού διαγωνισμού (ο οποίος διενεργήθηκε στις 3.12.2012 και, κατόπιν ματαίωσης, διενεργήθηκε εκ νέου στις 22.1.2013), καθόσον ήταν ήδη γνωστή η διάρκεια ισχύος της προηγούμενης σύμβασης καθαριότητας, καθώς και η ημερομηνία λήξης και της τρίμηνης παράτασης (στις 16.10.2012) αυτής.
ΕλΣυν/Τμ.6/27/2013
Η σύναψη συμπληρωματικής συμβάσεως προηγείται, κατά κανόνα, της εκτελέσεως των εργασιών που περιλαμβάνονται σε αυτήν και αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη νομιμότητα της εκτελέσεώς τους. Κατ’ εξαίρεση είναι δυνατή η εκτέλεση πρόσθετων επειγουσών εργασιών, υπό τις αυστηρές προϋποθέσεις του άρθρου 56 του Ν. 3669/2008, δηλαδή μετά τη σύνταξη τεχνικής περιγραφής αυτών από τη Διευθύνουσα Υπηρεσία, αιτιολόγηση του επείγοντος, εκτίμηση της δαπάνης των εργασιών και έγκριση αυτών από την Προϊσταμένη Αρχή και ενδεχομένως πριν από την σύνταξη του Ανακεφαλαιωτικού Πίνακα Εργασιών, οπότε, στην περίπτωση αυτή, προηγείται η εκτέλεσή τους και έπεται η κατάρτιση της συμπληρωματικής συμβάσεως. Οι ως άνω συμπληρωματικές εργασίες μπορεί να εκτελεσθούν πριν από τη σύνταξη Α.Π.Ε. και πριν από τη σύναψη συμβάσεως, μετά από έγγραφη εντολή της υπηρεσίας προς τον ανάδοχο του αρχικού έργου ή σε επείγουσες περιπτώσεις, μετά από προφορική εντολή στον τόπο του έργου, η οποία καταχωρείται στο ημερολόγιο αυτού (Απόφαση Μείζονος Τμήματος Επταμελούς Σύνθεσης 2093/2011, Πράξη VII Τμήματος Ε.Σ. 29/2010). Πέραν των ως άνω τυπικών προϋποθέσεων απαιτείται ωσαύτως όπως αυτές χαρακτηρίζονται ως επείγουσες, υπό την έννοια ότι στοχεύουν στην αποτροπή άμεσου επικείμενου κινδύνου τόσο για τις εγκαταστάσεις του έργου που έχει ήδη εκτελεσθεί όσο και για τους εργαζομένους ή και διερχομένους από αυτό. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας των εργασιών αυτών απαιτεί την ύπαρξη άμεσου κινδύνου καθόσον μόνον τότε δύναται να καταστεί εφικτή η πραγματοποίησή τους πάραυτα, χωρίς τη σύνταξη και έγκριση Α.Π.Ε., ακόμη και με προφορική εντολή που καταχωρείται στο ημερολόγιο του έργου. Σε κάθε περίπτωση που η αναθέτουσα αρχή επικαλείται την διενέργεια πρόσθετων επειγουσών εργασιών, πέραν των τυπικών προϋποθέσεων (σύνταξη τεχνικής περιγραφής, εκτίμηση της δαπάνης, έγκριση από την Προϊσταμένη Αρχή ή προφορική εντολή καταχωρημένη στο ημερολόγιο του έργου) απαιτείται η συνδρομή της ουσιαστικής προϋποθέσεως του επείγοντος, δηλαδή του εξαιρετικού κινδύνου υπό την έννοια που προεκτέθηκε. (...)Οι ως άνω διατάξεις, λόγω του εξαιρετικού χαρακτήρα τους, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, το δε βάρος αποδείξεως της συνδρομής των έκτακτων και απρόβλεπτων περιστάσεων φέρει η αναθέτουσα αρχή (Δ.Ε.Ε. στην υπόθεση C-601/10, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας). Ως απρόβλεπτες περιστάσεις νοούνται αιφνίδια πραγματικά γεγονότα, τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο καταρτίσεως της αρχικής συμβάσεως και τα οποία, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη), με βάση την οποία προσδιορίσθηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου, υπήρξε κατά το δυνατόν πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής ώστε να ενταχθούν στο αρχικό έργο και την ήδη συναφθείσα σύμβαση (Απόφαση Τμήματος Μείζονος – Επταμελούς Σύνθεσης 3205/2011, Αποφάσεις VI Τμήματος 2726/2010, 2506/2009, 1780/2009, Πράξεις VI Τμήματος 52/2007, 106/2003). Η απόφαση του αρμοδίου οργάνου περί προσφυγής στην εξαιρετική αυτή διαδικασία της απευθείας αναθέσεως μέσω καταρτίσεως συμπληρωματικής συμβάσεως, ως εκ της φύσεώς της, πρέπει να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, προκειμένου να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος της συνδρομής των αναγκαίων για την κατάρτισή της προϋποθέσεων (Αποφάσεις VI Τμήματος 2066/2010, 286/2010, 285/2010, 136/2010). Περαιτέρω, με το ποσό του κονδυλίου των απροβλέπτων της αρχικής συμβάσεως καλύπτονται εργασίες, οι οποίες προκύπτουν από τη μεταβολή του νομοθετικού πλαισίου, η οποία λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια εκτελέσεως και επιβάλλει αναγκαστικές τροποποιήσεις στο σχεδιασμό του αρχικού έργου, εργασίες, οι οποίες προκύπτουν από απαιτήσεις της κατασκευής, δεν οφείλονται σε απρόβλεπτες συνθήκες και κρίνονται απαραίτητες για την αρτιότητα του έργου (π.χ. κακοτεχνίες), καθώς και διαφορές, οι οποίες προκύπτουν στις ποσότητες των εργασιών που πρέπει να εκτελεσθούν και οφείλονται σε προφανείς παραλείψεις ή σφάλματα των προμετρήσεων (Αποφάσεις VI Τμήματος 792/2011, 791/2011). Τέλος, ουσιώδη διαδικαστικό τύπο για τη σύναψη της συμπληρωματικής συμβάσεως, συνιστά η σύνταξη από τη Διευθύνουσα Υπηρεσία Ανακεφαλαιωτικού Πίνακα Εργασιών (Α.Π.Ε.), ο οποίος υπογράφεται από τον ανάδοχο και οριστικοποιείται με την έγκρισή του από την Προϊσταμένη Αρχή, περιλαμβάνει δε τα ουσιώδη οικονομικά δεδομένα τόσο της αρχικής όσο και της συμπληρωματικής συμβάσεως.
ΕλΣυν/Τμ.6/895/2012
Εννοια δημοσίου έργου.Δημόσιο έργο είναι το έργο που εκτελείται για την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος καθόσον καλύπτει βασικές ανάγκες της κοινωνίας, συμβάλλει στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνατοτήτων και γενικά αποσκοπεί στη βελτίωση της ζωής των πολιτών. Από τεχνικής απόψεως δημόσιο έργο αποτελεί ένα σύνολο πράξεων και εργασιών που διενεργούνται από δημόσιους φορείς, στους οποίους περιλαμβάνονται οι Περιφέρειες, το οποίο κατατείνει στην κατασκευή, επισκευή, επέκταση, ανακαίνιση ή συντήρηση έργου, και απαιτεί, λόγω της πολυπολοκότητάς του, εξειδικευμένη τεχνική γνώση και επέμβαση, δηλαδή χρήση ειδικών τεχνικών γνώσεων και αντιστοίχων μέσων και προορίζεται να επιτελεί καθ’ εαυτό μία οικονομική και τεχνική λειτουργία επιφέροντας ένα άρτιο λειτουργικό αποτέλεσμα (Απόφαση VI Τμήματος 3371/2011, Πράξη ΙV Τμήματος 31/2010, Εφ.Λάρισας 45/2004). Το δημόσιο έργο πρέπει να συνδέεται άμεσα με το έδαφος ή το υπέδαφος κατά τρόπο διαρκή και σταθερό, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί συστατικό αυτού κατά την έννοια του άρθρου 953 Α.Κ. και να μην μπορεί να αποχωρισθεί από αυτό χωρίς βλάβη ή αλλοίωση της ουσίας ή του προορισμού του (Πράξεις VII Τμήματος 24/2009, 3/2009, ΙV Τμήματος 31/2010, 196/2008, ΣτΕ 329/2007, 808/1997, 1426/1997). Αντιθέτως, όταν για την επίτευξη ενός αποτελέσματος απαιτούνται απλές εργασίες, χωρίς ιδιαίτερες τεχνικές γνώσεις και μεθόδους, χωρίς τη χρησιμοποίηση εξειδικευμένου επιστημονικού ή τεχνικού προσωπικού ή ιδιαίτερων τεχνικών μέσων και εγκαταστάσεων, καθώς και όταν το αποτέλεσμα των ενεργειών δεν καθίσταται συστατικό του εδάφους, τότε πρόκειται για εκτέλεση εργασιών ή παροχή υπηρεσιών (Απόφαση VI Τμήματος 3371/2011, Πράξεις VII Τμήματος 203/2011, 202/2011, 94/2011, 403/2010, 308/2009, 3/2009, 285/2008). Ακολούθως, όταν πρόκειται για δημόσιο έργο, κατά την ως άνω έννοια, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 57 παρ.3 και 17 παρ.7 του Κώδικα δημοσίων έργων, οι οποίες προβλέπουν την επιβάρυνση της απαιτούμενης δαπάνης με γενικά έξοδα και εργολαβικό όφελος καθώς και με το κονδύλιο των απροβλέπτων δαπανών, υπολογιζόμενα σε ποσοστό επί της αξίας των εκτελεσθησομένων εργασιών κατασκευής του έργου. Τέλος, όταν μία σύμβαση έχει μεικτό χαρακτήρα διότι σε αυτήν περιλαμβάνονται τόσο η εκτέλεση έργου όσο και η παροχή υπηρεσιών, η σύμβαση χαρακτηρίζεται από το κύριο αντικείμενο αυτής, υπολογιζόμενο από την αξία αυτού καθώς και τον παρεπόμενο χαρακτήρα των λοιπών αντικειμένων σε σχέση με το πρωτεύον τοιούτο (πρβλ. απόφαση ΔΕΚ της 19.4.1994 στη C-331/92, Cestiόn Hotelera Internacional, σκ. 20-29, απόφαση ΔΕΚ της 18.11.1999 στη C-107/98, Teckal, σκ. 38).(...)V. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας αποφάσεως το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι το αντικείμενο του κρινόμενου διαγωνισμού αφορά στην εκτέλεση έργου και όχι στην παροχή υπηρεσιών καθόσον πρόκειται για συντήρηση του υφιστάμενου δικτύου άρδευσης και στράγγισης της πεδιάδας της Άρτας. Ειδικότερα, για την πραγματοποίηση του καθαρισμού των τάφρων και των διωρύγων απαιτείται όχι μόνον η αποψίλωση της βλάστησης από τα πρανή και την κοίτη και η αποκομιδή των φερτών υλικών, αλλά, κατά κύριο λόγο, η αποκατάσταση της διατομής των τάφρων και των διωρύγων ώστε να επαναφερθούν τα τεχνικά χαρακτηριστικά τους (πλάτος, βάθος και κατά μήκος κλίση) στις πρότερες διαστάσεις καθώς και η διαμόρφωση, με εκσκαφές ακριβείας, ο πυθμένας και τα πρανή για να είναι επιτρεπτή η απρόσκοπτη διέλευση του νερού. Προς τούτο απαιτείται η χρήση ιδιαίτερων τεχνικών μέσων (ειδικοί εκσκαφείς συγκεκριμένης ισχύος κ.λπ.), που περιγράφονται στην τεχνική έκθεση και κυρίως, η πραγματοποίηση των εργασιών υπό την επίβλεψη, την καθοδήγηση και τις οδηγίες των ειδικών μηχανικών ή μηχανολόγων μηχανικών του αναδόχου και της Υπηρεσίας, ενώ περαιτέρω η άμεση σύνδεση των εργασιών κατά τρόπο σταθερό και διαρκή με το έδαφος είναι αυτονόητη.
