Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕΣ/Τμ.6/408/2012

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 118/2007, 4412/2016/Α.53

Προμήθεια καυσίμων.Ο προσδιορισμός της ποσότητας αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του ελαχίστου περιεχομένου της διακηρύξεως και στοχεύει στην επίτευξη πλήρους διαφάνειας και στην προστασία του ανταγωνισμού, η δε παράλειψη προσδιορισμού του καθιστά ασαφή τη διακήρυξη και συνεπώς μη νόμιμη (Πρακτικά Ολομ.ΕΣ της 27ης Γεν.Συν. της 29.11.2000, και της 32ης Γεν.Συν. της 20.12.2000, Αποφάσεις VI Τμήματος 295/2010, 373/2010, 46/2009, 36/2009, 22/2009, Πράξεις VI Τμήματος 5/2008, 8/2004, 2/2003, ΣτΕ 375/2009, 1808/1987, ΕΑ ΣτΕ 184/1999, Γνμδ ΝΣΚ 588/2008, 338/2001, Απόφαση ΔΕΚ C-241/2009,Lammerzahl). Ωσαύτως, η αναθέτουσα αρχή υποχρεούται να δημοσιεύει περίληψη των ουσιωδών στοιχείων της διακηρύξεως του διαγωνισμού (στα οποία συγκαταλέγονται τα είδη των προς προμήθεια αγαθών και η ακριβής ποσότητα αυτών κατά κατηγορία και είδος) στον ημεδαπό τύπο και στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία δεν επιτρέπεται να περιέχει πληροφορίες διαφορετικές από τις δημοσιευόμενες στον ελληνικό τύπο (Αποφάσεις VI Τμήματος 2263/2011, 2016/2010). Η παράλειψη ή η πλημμελής τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας του διαγωνισμού, η οποία πλήττει τις αρχές του ανταγωνισμού, της πρόσβασης στις διαδικασίες ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων και της διαφάνειας και καθιστά μη νόμιμη τη διενέργειά του (Αποφάσεις VI Τμήματος 2263/2011, 1780/2011, 1646/2011).(...)από την κείμενη νομοθεσία δεν αποκλείεται μεν η κατακύρωση των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού στο μοναδικό υποψήφιο ούτε όμως προκύπτει υποχρέωση της αναθέτουσας αρχής να κατακυρώσει την προμήθεια στον μοναδικό προσφέροντα που κρίθηκε ικανός να μετάσχει στο διαγωνισμό, στην περίπτωση που το αποτέλεσμα αυτού, με βάση τα υπάρχοντα συγκριτικά στοιχεία κρίνεται ασύμφορο ή μη ικανοποιητικό (Πρακτικό Ολομ. ΕΣ της 24ης Γεν.Συν. της 23.11.1998, Αποφάσεις VI Τμήματος 2709/2010, 2702/2010, 1285/2010, Πράξεις ΙV Τμήματος 121/2010, 76/2010, 55/2010, 153/2009, ΣτΕ 761/2010, 375/2009, ΕΑ ΣτΕ 33/2009, Γνμδ. ΝΣΚ 369/2009, ΔΕΚ C-138/2008, Hochtief AG, C-27/1998, Fracasso και Leitschutz).

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕλΣυν/Τμ.6/897/2012

Δεν θεωρούνται συμπληρωματικές οι εργασίες που αφορούν στην επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του με ανώτερα ποιοτικώς υλικά ή με μεθόδους μη προδιαγραφόμενες στα οικεία συμβατικά τεύχη διότι είναι ανεπίτρεπτη η εκ των υστέρων μεταβολή του αντικειμένου του έργου καθόσον δεν ήταν γνωστή στο σύνολο των διαγωνιζομένων κατά την υποβολή της προσφοράς τους και δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας αναδείξεως αναδόχου (Αποφάσεις Τμήματος Μείζονος - Επταμελούς Σύνθεσης 3205/2011, 3030/2011, Απόφαση VI Τμήματος 2069/2010, Πράξεις VI Τμήματος 108/2007, 232/2006, 216/2006, 197/2006, 192/2006, 98/2006). Οι ως άνω διατάξεις, λόγω του εξαιρετικού χαρακτήρα τους, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, το δε βάρος αποδείξεως της συνδρομής των έκτακτων και απρόβλεπτων περιστάσεων φέρει η αναθέτουσα αρχή (Δ.Ε.Ε. στην υπόθεση C-601/10, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας). Ως απρόβλεπτες περιστάσεις νοούνται αιφνίδια πραγματικά γεγονότα, τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο καταρτίσεως της αρχικής συμβάσεως και τα οποία, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη), με βάση την οποία προσδιορίσθηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου, υπήρξε κατά το δυνατόν πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής ώστε να ενταχθούν στο αρχικό έργο και την ήδη συναφθείσα σύμβαση (Απόφαση Τμήματος Μείζονος – Επταμελούς Σύνθεσης 3205/2011, Αποφάσεις VI Τμήματος 2726/2010, 2506/2009, 1780/2009, Πράξεις VI Τμήματος 52/2007, 106/2003). Η απόφαση του αρμοδίου οργάνου περί προσφυγής στην εξαιρετική αυτή διαδικασία της απευθείας αναθέσεως μέσω καταρτίσεως συμπληρωματικής συμβάσεως, ως εκ της φύσεώς της, πρέπει να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, προκειμένου να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος της συνδρομής των αναγκαίων για την κατάρτισή της προϋποθέσεων (Αποφάσεις VI Τμήματος 2066/2010, 286/2010, 285/2010, 136/2010). Τέλος, με το ποσό του κονδυλίου των απροβλέπτων της αρχικής συμβάσεως δύνανται να καλυφθούν εργασίες, οι οποίες προκύπτουν από τη μεταβολή του νομοθετικού πλαισίου, η οποία λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια εκτελέσεως και επιβάλλει αναγκαστικές τροποποιήσεις στο σχεδιασμό του αρχικού έργου, εργασίες, οι οποίες προκύπτουν από απαιτήσεις της κατασκευής και κρίνονται απαραίτητες για την αρτιότητα του έργου, καθώς και διαφορές, οι οποίες προκύπτουν στις ποσότητες των εργασιών που πρέπει να εκτελεσθούν και οφείλονται σε προφανείς παραλείψεις ή σε σφάλματα των προμετρήσεων (Αποφάσεις VI Τμήματος 792/2011, 791/2011).


ΕλΣυν/Τμ.6/3057/2014

Αιτήση ανάκλησης της 136/2014 πράξης του ΣΤ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία κρίθηκε ότι κωλύεται, για τους ειδικότερα αναφερόμενους σε αυτή λόγους, η υπογραφή δεκαπέντε (15) υποβληθέντων για έλεγχο σχεδίων σύμβασης (....) Ενόψει όλων αυτών, όταν δια των τεχνικών προδιαγραφών διακήρυξης διαγωνισμού προμήθειας ιατροτεχνολογικών ειδών ζητείται τα προς προμήθεια είδη να διαθέτουν τεχνικές εγκρίσεις και να ανταποκρίνονται σε τεχνικά συστήματα αναφοράς (πρότυπα), εκπονούμενα από οργανισμούς τυποποίησης, δια των οποίων τίθενται τα ελάχιστα αναγκαία χαρακτηριστικά των υπό προμήθεια ειδών, η περαιτέρω απαίτηση της διακήρυξης να κατατεθεί επί ποινή αποκλεισμού για το προσφερόμενο είδος κατάλογος πελατολογίου, αποτελεί όρο, ο οποίος θέτει αδικαιολόγητα εμπόδια στον ανταγωνισμό, εφόσον οδηγεί σε αποκλεισμό ειδών σύγχρονης τεχνολογίας, τα οποία, παρότι πληρούν όλες τις τεχνικές προδιαγραφές και διαθέτουν τις απαιτούμενες πιστοποιήσεις των αρμοδίων οργανισμών, δεν διαθέτουν ακόμη πελατολόγιο (πρβλ. Επ.Αν. ΣτΕ 144, 739/2008, 491, 573, 703/2009 και Δ.Ε.Κ. απόφαση 19ης Ιουνίου 2003, C-315/01). Τέλος, η αρχή της ίσης μεταχείρισης, που αποτυπώνεται στη διάταξη του άρθρου 3 του π.δ/τος 60/2007, δεν απαγορεύει μόνο τις εμφανείς διακρίσεις λόγω ιθαγένειας, αλλά και κάθε μορφή συγκεκαλυμμένης διάκρισης, η οποία, μέσω της εφαρμογής άλλων κριτηρίων διάκρισης, καταλήγει στην πράξη στο ίδιο αποτέλεσμα (βλ. αποφάσεις Δ.Ε.Κ. της 29ης Οκτωβρίου 1980, 22/80, Boussac Saint-Frères, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σελ. 375, σκ. 9, της 5ης Δεκεμβρίου 1989, C-3/88, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1989, σελ. I-4035, σκ. 8 και της 27.10.2005, C-234/03, Contse SA κ.λπ κατά Instituto Nacional de Gestión Sanitaria (Ingesa), πρώην Instituto Nacional de la Salud (Insalud), σκ. 36 και αποφ. Ελ.Συν. VI Τμ. 3145/2010, 475/2011). (...) Κατά την ειδικότερη γνώμη της Συμβούλου Μαρίας Βλαχάκη, η διαγωνιστική διαδικασία πάσχει και εκ του - μη ρητώς προβληθέντος από το Κλιμάκιο, αλλά συναφούς προς τον προδιαληφθέντα - λόγου ότι κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 44 παρ. 1 και 2, 48 παρ. 1, 2 και 6 και 53 παρ. 1 εδ. α΄ και 2 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ «περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών» (βλ. και ομοίου περιεχομένου διατάξεις των άρθρων 42 παρ. 1 και 2, 46 παρ. 1, 2 και 6 και 53 παρ. 1 εδ. α΄ και 2 του π.δ. 60/2007) τέθηκαν ως κριτήρια ανάθεσης της συμβάσεως και ως κριτήρια βαθμολόγησης των υποβληθεισών προσφορών κριτήρια που δεν σκοπούν στον εντοπισμό της πλέον συμφέρουσας προσφοράς, αλλά συνδέονται με την εκτίμηση της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων να εκτελέσουν τη σύμβαση. Ειδικότερα, κριτήρια, όπως η εμπειρία των υποψηφίων από ανάλογες προμήθειες ή από τη χρήση όμοιων προς τα υπό προμήθεια προϊόντων ή το πελατολόγιο αφορούν την καταλληλότητα των διαγωνιζομένων να εκτελέσουν τη σύμβαση, επομένως δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται ως κριτήρια ανάθεσης της σύμβασης (βλ. ΔΕΚ απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2008, Λιανάκης ΑΕ κ.λπ., C-532/06, ΔΕΚ απόφαση της 19ης Ιουνίου 2003, G.Α.Τ. C-315/01, και Αποφ. Τμήματος Μείζονος – Επταμελούς Σύνθεσης 610/2012, 992/2011, κ.ά.). Πλην όμως, κατά τη γνώμη που εκράτησε στο Τμήμα, η ως άνω πλημμέλεια δεν μπορεί να εξετασθεί το πρώτον ενώπιον του παρόντος Τμήματος, χωρίς να έχει τεθεί ρητώς ως πλημμέλεια της ελεγχθείσας ενώπιον του Κλιμακίου διαγωνιστικής διαδικασίας.


ΕλΣυν/Τμ.6/2045/2010

Το π.δ. 118/2007 «Κανονισμός Προμηθειών Δημοσίου» (ΦΕΚ 150 Α΄) ορίζει στο άρθρο 16 ότι : «1. Με την προσφορά, η τιμή του προς προμήθεια υλικού δίνεται ανά μονάδα, όπως καθορίζεται στη διακήρυξη. Στην τιμή περιλαμβάνονται οι τυχόν υπέρ τρίτων κρατήσεις, ως και κάθε άλλη επιβάρυνση, εκτός από το Φ.Π.Α., για παράδοση του υλικού στον τόπο και με τον τρόπο που προβλέπεται στη διακήρυξη. 2 (…)». Περαιτέρω, κατά πάγια νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η διακήρυξη του διαγωνισμού αποτελεί κανονιστική διοικητική πράξη και ως εκ τούτου οι όροι της έχουν δεσμευτική ισχύ τόσο για την αναθέτουσα αρχή που διεξάγει το διαγωνισμό όσο και για τους υποψηφίους (πρβλ. απόφ. Δ.Ε.Κ. C-496/99 P Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά CAS Succhi di Fruta SpA, σκέψεις 108 επ. και ενδεικτ. αποφ. 2779/2009 VI Τμ., πράξεις 63/2008, 105/2009 IV Τμ., 88, 169/2009 Στ΄ Κλιμ. Ελ. Συν.). Η διακήρυξη που διέπει τον ελεγχόμενο διαγωνισμό ορίζει, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 2 «Οικονομική Προσφορά»(..) 4. Το κόστος των υπό προμήθεια προϊόντων θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει όλες τις νόμιμες κρατήσεις, έξοδα και επιβαρύνσεις του υποψηφίου αναδόχου. Από τις παρατεθείσες διατάξεις συνάγεται ότι η υποχρέωση με όρο της διακήρυξης να συμπεριλαμβάνονται στην προσφερόμενη τιμή όλες οι νόμιμες κρατήσεις και επιβαρύνσεις αποσκοπεί στη διασφάλιση με αδιαμφισβήτητο και αδιάβλητο τρόπο της αντικειμενικότητας στην ανάθεση της προμήθειας και υπαγορεύεται από την ανάγκη εξάλειψης κάθε ενδεχόμενης ασάφειας κατά την σύνταξη των οικονομικών προσφορών, τυχόν ύπαρξη της οποίας οδηγεί σε απόρριψη της προσφοράς ως απαράδεκτης (βλ. ΣτΕ 563/2008, ΣτΕ ΕΑ 482/2006, Γνωμ Ν.Σ.Κ. 334/2008).


ΕλΣυν/Τμ.6/1285/2010

Από τη γραμματική διατύπωση και τη διάρθρωση των προαναφερόμενων διατάξεων (π.δ. 118/2007-Α΄ 150-Αρθρο 21 ), συνάγεται, μεταξύ άλλων, ότι με την παρ. (η) εισάγεται μία ειδική περίπτωση υποχρεωτικής ματαίωσης διαγωνισμού. Ειδικότερα, η διοίκηση οφείλει να προβεί στη ματαίωση του διαγωνισμού όταν συντρέχουν σωρευτικά τρεις προϋποθέσεις: α) ο διαγωνισμός διεξήχθη με κριτήριο τη χαμηλότερη τιμή, β) υποβλήθηκε μία μόνο προσφορά ή τελικά έγινε αποδεκτή μία μόνο προσφορά και γ) δεν υπάρχουν συγκριτικά στοιχεία τιμών είτε προηγούμενων διαγωνισμών είτε της αγοράς. Προφανής δε δικαιολογητικός λόγος για τη θέσπιση της τρίτης προϋπόθεσης είναι η αναγκαιότητα εξέτασης από την αναθέτουσα αρχή του ασύμφορου/ικανοποιητικού ή μη του αποτελέσματος του διαγωνισμού. Και τούτο διότι από την κείμενη νομοθεσία δεν αποκλείεται μεν η κατακύρωση των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού, για τον οποίο τηρήθηκαν οι απαιτούμενοι κανόνες δημοσιότητας για την επιλογή αναδόχου προμηθευτή, στον μοναδικό υποψήφιο, ούτε όμως προκύπτει υποχρέωση της αναθέτουσας αρχής να αναθέσει το έργο στον μοναδικό προσφέροντα που κρίθηκε ικανός να μετάσχει στον διαγωνισμό, στην περίπτωση που το αποτέλεσμα του διαγωνισμού με βάση τα υπάρχοντα συγκριτικά στοιχεία είναι ασύμφορο - μη ικανοποιητικό (βλ. Πρακτικό 24ης/23.11.1998 Συν. Ολ. Ελ. Συν. Θέμα Β΄ , Πράξη 39/2009 Στ΄ Κλιμακίου, πρβλ. απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 1999, C-27/98, Fracasso και Leitschutz, απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2009, C-138/2008, Hochtief AG, ΣτΕ 375/2009, ΕΑ ΣτΕ 33/2009). Περαιτέρω, από τη γραμματική διατύπωση της παρ. (η) του άρθρου 21 του Κ.Π.Δ., και σε αντιδιαστολή με τη διατύπωση των λοιπών παραγράφων του άρθρου αυτού που αναφέρονται στις περιπτώσεις δυνητικής ματαίωσης, όπου ρητά απαιτείται αιτιολογημένη γνωμοδότηση του αρμοδίου για την κρίση των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού οργάνου όταν αυτό προτείνει την ματαίωση του διαγωνισμού, προκύπτει ότι ο νομοθέτης περιορίστηκε στην αναγραφή και μόνο των προϋποθέσεων της υποχρεωτικής ματαίωσης, προτάσσοντας μάλιστα την πραγματική ανυπαρξία συγκριτικών στοιχείων, και δε συμπεριέλαβε σχετική ρύθμιση ως προς το περιεχόμενο της εισήγησης του αρμοδίου για την κρίση των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού οργάνου στην περίπτωση που αυτό κρίνει ότι η διαδικασία πρέπει να συνεχιστεί παρά τον ένα και μοναδικό προσφέροντα. Από τα ανωτέρω συνάγεται συνεπώς ότι δεν απαιτείται εκ του νόμου να παρατίθενται στη σχετική εισήγηση εκείνα τα συγκριτικά στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη από το γνωμοδοτούν όργανο που προτείνει τη συνέχιση της διαδικασίας, αλλά αρκεί αυτά να ενυπάρχουν στα λοιπά στοιχεία της διαγωνιστικής διαδικασίας. Το έχον συμβουλευτική γνώμη μέλος του Τμήματος Χρυσούλα Μιχαλάκη, Πάρεδρος, διατύπωσε την άποψη ότι, προεχόντως για λόγους διαφάνειας, αλλά, και για λόγους που άπτονται της χρηστής οικονομικής διαχείρισης, πρέπει στην εισήγηση του αρμοδίου για την κρίση των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού οργάνου να αναφέρονται, έστω και συνοπτικά, τα συγκριτικά εκείνα στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη για την αξιολόγηση του αποτελέσματος του διαγωνισμού ως ικανοποιητικού, παρά την ύπαρξη ενός και μοναδικού υποψηφίου.  

ΕλΣυν/ΣΤ Κλιμ/34/2009

Προμήθεια καυσίμων προς κάλυψη αναγκών Ο.Τ.Α. Μη νόμιμος ο διαγωνισμός διότι η διακήρυξη του ελεγχόμενου διαγωνισμού δεν εγκρίθηκε από την Νομαρχιακή Επιτροπή, ούτε οι αποφάσεις, με τις οποίες συγκροτήθηκε η Επιτροπή Προ-μηθειών και κατακυρώθηκαν τα αποτελέσματα του διαγωνισμού, εκδόθηκαν από την αρμόδια Νομαρχιακή Επιτροπή αλλά από το Νομάρχη. Με την 46/2009 Πράξη του το VI Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανακάλεσε την προμνησθείσα Πράξη του Κλιμακίου λόγω συγγνωστής πλάνης.


ΕλΣυν/Κλ7/246/2014

Προμήθεια  αντλητικών συγκροτημάτων.(....) Σε κάθε περίπτωση, η αναθέτουσα αρχή δεν μπορεί στο δεύτερο στάδιο της αξιολόγησης (βαθμολόγησης) των τεχνικών προσφορών να χρησιμοποιεί κριτήρια που συνδέονται με την εκτίμηση της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων να εκτελέσουν τη σύμβαση, καθόσον αυτά χρησιμοποιήθηκαν ήδη κατά το πρώτο στάδιο, για την παραδεκτή συμμετοχή των υποψηφίων στο διαγωνισμό. Ειδικότερα, το κριτήριο της εμπειρίας, το οποίο αφορά στην καταλληλότητα των διαγωνιζομένων να εκτελέσουν τη σύμβαση, αξιολογείται στο πρώτο στάδιο του διαγωνισμού (και εάν δεν υπάρχει στο πρόσωπο υποψηφίου, κρίνεται απαράδεκτη η προσφορά του) και δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί εκ νέου για τη βαθμολόγηση των προσφορών, η δε πρόβλεψή του στη διακήρυξη, ως κριτήριο αξιολόγησης αυτών, καθιστά αυτή μη νόμιμη (Αποφάσεις Μείζονος Επταμελούς Σύνθεσης 610/2012, 992/2011, αποφάσεις VI Τμήματος 3061/2014, 3014/2013, πρβλ. απόφασεις ΔΕΚ της 20.9.1988, C-31/1987, Beentjes, Συλλογή 1988, σελ. 4635, σκ. 15 έως 24, της 12.11.2009, C-199/2007, Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, σκέψεις 51 έως 53, της 19.6.2003, C-315/2001, Gesellschaft      fur Abfallentsorgungs -Technik GmbH (GAT),  σκ. 59 έως 67,  της 24.1.2008, C-532/2006, Εμ. Γ. Λιανάκης Α.Ε., σκ. 26 έως 32, Ε.Α. Στ.Ε. 1148/2009. 1318/2009, 100/2009, 1091/2006). (....) Ενόψει όμως των συνθηκών υπό τις οποίες εξελίχθηκε ο ελεγχόμενος διαγωνισμός, η πρόβλεψη της εμπειρίας ως κριτηρίου αναθέσεως, δεν άσκησε επιρροή, καθόσον σε αυτό το στάδιο είχε απομείνει μόνον μία συμμετέχουσα προμηθεύτρια εταιρεία και ως εκ τούτου, η βαθμολογία της με συνυπολογισμό της εμπειρίας, δεν προσέδωσε σε αυτήν οιαδήποτε συγκριτική υπεροχή σε σχέση με τους λοιπούς διαγωνιζόμενους.


ΝΣΚ/235/2016

Αν το δεδικασμένο που προκύπτει από τις υπ’ αριθ. 200/2007, 201/2007, 2043/2010 και 2044/2010 αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, κατόπιν εκδόσεως των αποφάσεων με αριθμούς 2300, 2301, 2302 και 2303/2013 του ΣτΕ, που απέρριψαν αιτήσεις αναίρεσης, υποχωρεί έναντι της υποχρέωσης προς συμμόρφωση προς την απόφαση C-601/2010/27.10.2011 του ΔΕΕ, ενόψει και της εκδόσεως της με αριθμό 2552/2014 αποφάσεως του ΣτΕ και συνεπώς η υποχρέωση προς συμμόρφωση του Δήμου «Κ», στον οποίο αφορούν οι ανωτέρω αποφάσεις, νοείται ως υποχρέωση ανάκλησης όλων των παρανόμων πράξεων(..)Συνεισηγήτρια: Ελένη Λευθεριώτου, Πάρεδρος ΝΣΚ Στο πλαίσιο και προς τον σκοπό συμμορφώσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας προς την απόφαση C- 601/2010/27.10.2011 του ΔΕΕ, το δεδικασμένο που προκύπτει από τις με αριθμούς 200/2007, 201/2007, 2043/2010 και 2044/2010 αποφάσεις του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, κατόπιν εκδόσεως των με αριθμούς 2300, 2301, 2302 και 2303/2013 αποφάσεων του ΣτΕ, δεν εκτείνεται στο ζήτημα είτε της νομιμότητας της διαδικασίας αναθέσεως από πλευράς ενωσιακού δικαίου, είτε της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων, στις οποίες θεμελιώθηκαν άμεσα ή έμμεσα οι επιδικασθείσες αξιώσεις της αναδόχου, ώστε να αντιπαρατίθεται στην ευθεία και αυτοτελή υποχρέωση προς συμμόρφωση, που πηγάζει από την ανωτέρω απόφαση του ΔΕΕ. Η ύπαρξη δεδικασμένου από τις ανωτέρω δικαστικές αποφάσεις, που εκδόθηκαν στο πλαίσιο δικών, οι οποίες ανοίχτηκαν με αγωγές ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, μεταξύ του Δήμου «Κ» και της αναδόχου εταιρείας «Γ.ΑΕ-Δ.Μ. & ΣίΑ-ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΕΛΕΤΩΝ» και αφορούν σε επιδικασθέν τμήμα αμοιβής για μέρος συμβάσεων, δεν αποτελεί κώλυμα για την εκ μέρους του Δήμου και άλλου τρίτου φορέα ή υπηρεσίας, που λειτουργεί για λογαριασμό του, ως φορέων της Ελληνικής Δημοκρατίας, συμμορφώσεώς τους, στην απόφαση αυτή όπως έχουν υποχρέωση.


ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.7/5/2012

Από 1.1.2007, ημερομηνία έναρξης ισχύος του νέου Δ.Κ.Κ. (βλ. άρθρο τέταρτο του ν. 3463/2006), όλες οι προμήθειες των Ο.Τ.Α α΄ βαθμού -ακόμη κι αν πρόκειται για προμήθειες υλικών που ενσωματώνονται σε έργα των Ο.Τ.Α.- διεδιακήρυξηνεργούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ε.Κ.Π.Ο.Τ.Α, όπως ισχύει (βλ. αιτιολογική έκθεση του άρθρου 209 του νέου Δ.Κ.Κ), με την επιφύλαξη (από 16.3.2007) των ειδικών ρυθμίσεων του π.δ/τος 60/2007. Από τις διατάξεις του ανωτέρω Κανονισμού συνάγεται, πλην άλλων, ότι η διακήρυξη ανοικτού διαγωνισμού για την προμήθεια αγαθών από τους Ο.Τ.Α. πρέπει οπωσδήποτε να περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, ως ελάχιστο ουσιώδες στοιχείο, τα επιμέρους είδη καθώς και τις ακριβείς ποσότητες των προς προμήθεια προϊόντων. Η παράλειψη αναφοράς των στοιχείων αυτών, τα οποία πρέπει να αναγράφονται και στη σύμβαση που θα υπογραφεί στη συνέχεια με τον υπέρ ου η κατακύρωση του διαγωνισμού προμηθευτή, καθιστά ασαφή τη διακήρυξη και συνεπώς, μη νόμιμη (βλ. απόφαση VI Τμήματος 2263/2011, 373/2010, 22, 46/2009, πρβλ. Πρακτικά Ολομ. Ελ.Συν. της 27ης Γεν.Συν. της 29.11.2000 και της 32ης Γεν. Συν. της 20.12.¬2000, Δ.Ε.Κ. C- 241/2006 Lammertzahl, παρ. 39-44). (…)Περαιτέρω, όμως, ούτε στην οικεία διακήρυξη ούτε σε κάποιο άλλο από τα συμβατικά τεύχη – τα οποία αποτελούν στοιχεία της από 17.6.2010 μελέτης της Διεύθυνσης Πρασίνου - προσδιορίζονται οι ποσότητες των ανωτέρω εργασιών ούτε, άλλωστε και αυτές των ζητούμενων υλικών της 1ης και 2ης ομάδας, κατά παράβαση των διατάξεων Ε.Κ.Π.Ο.Τ.Α., όπως βάσιμα υποστηρίζει και η Επίτροπος με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση διαφωνίας. Τέλος, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη III, μη νομίμως ανατέθηκαν στην ανάδοχο εταιρεία οι επίμαχες εργασίες, καθόσον αυτές εμπίπτουν στο πλαίσιο των καθηκόντων και των αρμοδιοτήτων του κατά κλάδο αρμόδιου προσωπικού του Δήμου (Τμήμα Παρκοτεχνίας της Διεύθυνσης Πρασίνου), όπως καθορίζονται από τον ισχύοντα Ο.Ε.Υ. αυτού και συνεπώς, οι υπάρχουσες ανάγκες έπρεπε να αντιμετωπισθούν μέσω του υπηρετούντος προσωπικού.


ΕλΣυν/ΣΤ Κλιμ/88/2010

Μη νόμιμη εν μέρει η διαδικασία διενέργειας ανοικτού διαγωνισμού με κριτήριο κατακύρωσης τη χαμηλότερη τιμή, για την ανάδειξη προμηθευτών τροφίμων από φορέα που εξαιρείται της εφαρμογής του ν.2286/1995, καθόσον α) μη νομίμως αναδείχθηκε μειοδότης προμηθεύτρια εταιρεία, η οποία δεν υπέβαλε, το επί ποινή αποκλεισμού απαιτούμενο από την οικεία διακή¬ρυξη πιστοποιητικό, η έλλειψη του οποίου δεν καλύπτεται από ένορκη βεβαίωση του νομίμου εκπροσώπου της άνω εταιρείας ενώπιον συμβολαιογράφου διότι δεν συντρέχει αδυναμία έκδο- σής του στην Ελλάδα αφού οι λοιπές συμμετέχουσες στο διαγωνισμό εταιρείες το προσκομίζουν και β) μη νομίμως αναδείχθηκαν μειοδότες προμηθεύτριες εταιρείες, οι οποίες δεν είχαν υποβάλει στο διαγωνισμό πιστοποιητικά ονομαστικοποίησης, υποχρέωση που απορρέει ευθέως από το νόμο. Με τις 2842 και 2843/2010 Αποφάσεις του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου απορρίφθηκαν αιτήσεις ανάκλησης κατά της προμνησθείσας Πράξης του Κλιμακίου.


ΕλΣυν/Τμ.6/472/2011

Από τις ως άνω διατάξεις συνάγονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα : Κατά τη διαδικασία για την κατάρτιση δημόσιας συμβάσεως για την εκπόνηση μελετών, λαμβάνουν χώρα δύο διακριτά και αυτοτελή στάδια, τα οποία διέπονται από διαφορετικούς κανόνες και ικανοποιούν διαφορετικούς στόχους : στο πρώτο στάδιο επιλέγονται οι υποψήφιοι, οι οποίοι είναι κατάλληλοι από άποψη τεχνικής – επαγγελματικής ικανότητας και χρηματοοικονομικών δεδομένων να αναλάβουν την εκτέλεση της συγκεκριμένης συμβάσεως, με κριτήρια ποιοτικής επιλογής, ενώ στο δεύτερο στάδιο προσδιορίζεται, επί τη βάσει των κριτηρίων αναθέσεων που συνδέονται με το αντικείμενο της συγκεκριμένης δημόσιας συμβάσεως, ποια από τις προσφορές των υποψηφίων, οι οποίες κρίθηκαν στο πρώτο στάδιο «κατάλληλες», είναι η καλύτερη για την εκτέλεση της συμβάσεως (ΔΕΚ απόφαση της 20.9.1988, C-31/1987 , …, Συλλογή 1988, σελ. 4635, σκέψεις 15 και 16, απόφαση της 12.11.2009, C-199/2007 , Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, σκέψεις 51 έως 53, Ε.Α. ΣτΕ 1148/2009, 1318/2009, 100/2009 , 1091/2006). Όταν η ανάθεση της συμβάσεως γίνεται βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας από οικονομική άποψη προσφοράς, καταλείπεται στην αναθέτουσα αρχή περιθώριο επιλογής ως προς τον καθορισμό των επιμέρους κριτηρίων, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν για την ανάδειξη του αναδόχου, όμως, η επιλογή αυτή αφορά αποκλειστικά τα κριτήρια βάσει των οποίων θα καθορισθεί η πλέον συμφέρουσα από οικονομικής απόψεως προσφορά και μόνον. Ως εκ τούτου, δεν δύνανται να ανάγονται σε κριτήρια αναθέσεως, τα στοιχεία βάσει των οποίων πιστοποιείται η τεχνική και επαγγελματική επάρκεια των διαγωνιζομένων, προκειμένου να τους επιτραπεί η συμμετοχή στο διαγωνισμό (δηλαδή τα κριτήρια ποιοτικής επιλογής), τα οποία μόνον στο πλαίσιο του ελέγχου της συνδρομής των τυπικών προϋποθέσεων συμμετοχής στο διαγωνισμό μπορούν να εκτιμηθούν (ΔΕΚ απόφαση της 20.9.1988, C-31/1987, …, Συλλογή 1988, σελ. 4635, σκέψεις 17 έως 20 και 24, απόφαση της 19.6.2003, C-315/2001 , …. (GAT), σκέψεις 59 έως 67, απόφαση της 24.1.2008, C-532/2006 , …., σκέψεις 26 έως 32, απόφαση της 12.11.2009, C-199/2007 Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, σκέψεις 50 έως 58, ΣτΕ 2229/2010, 1128/2009, Ε.Α. ΣτΕ 1318/2009, 1148/2009, 101/2009). Κατά τη γνώμη όμως ενός μέλους του Τμήματος με αποφασιστική ψήφο, του Συμβούλου Γεωργίου Βοΐλη, όταν η ανάθεση της συμβάσεως γίνεται βάσει του κριτηρίου της πλέον συμφέρουσας προσφοράς καταλείπεται στην αναθέτουσα αρχή περιθώριο επιλογής ως προς τον καθορισμό των επί μέρους κριτηρίων τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν για την επιλογή του αναδόχου. Και ναι μεν εκτός από την προσφερόμενη τιμή μπορεί να τίθενται και κριτήρια συνδεόμενα με την ποιότητα των μελετών και την οργάνωση του διαγωνιζομένου για την εκτέλεση της συγκεκριμένης συμβάσεως, δεν δύνανται ωστόσο να άγονται σε κριτήρια αναθέσεως, τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 45 και 46 του π.δ. 60/2007 δηλαδή τα στοιχεία εκείνα, βάσει των οποίων πιστοποιείται η οικονομική φερεγγυότητα και η τεχνική και επαγγελματική επάρκεια των διαγωνιζομένων προκειμένου να τους επιτραπεί η συμμετοχή στο διαγωνισμό (τα αναφερόμενα, δηλαδή στις διατάξεις του π.δ. 60/2007 και της Οδηγίας 2004/18 Εκ άρθρα 47 και 48 ως κριτήρια ποιοτικής επιλογής) εφόσον πάντως τα στοιχεία αυτά δεν συνδέονται με τον τρόπο εκτελέσεως της συγκεκριμένης προς ανάθεση μελέτης. Συνακόλουθα η εμπειρία μπορεί να συνδέεται κατά περίπτωση με την εκτίμηση της ποιότητας της συγκεκριμένης προς ανάθεση μελέτης με την παραπάνω έννοια οπότε και μόνο μ’ αυτή την προϋπόθεση επιτρεπτώς βαθμολογείται και συνακόλουθα επηρεάζει την επιλογή αναδόχου (Ε.Α. ΣτΕ 100/2009). Ακολούθως, η αναθέτουσα αρχή έχει υποχρέωση να αναφέρει στην προκήρυξη όλα τα κριτήρια αναθέσεως, τα οποία πρόκειται να χρησιμοποιήσει κατά την επιλογή αναδόχου, προκειμένου τα να καταστήσει γνωστά στους εν δυνάμει προσφέροντες, πριν από την υποβολή των προσφορών τους (ΔΕΚ απόφαση της 12.12.2002, ΔΕC-470/1999 , … κ.λπ., σκέψεις 97 και 98) ενώ, περαιτέρω, δεν δύναται να εφαρμόσει υποκριτήρια για τα κριτήρια αναθέσεως, τα οποία δεν είχαν προηγουμένως γνωστοποιηθεί στους υποψηφίους (ΔΕΚ απόφαση της 24.12.2008, C-532/2006, ….Ε., σκέψεις 34 έως 38, ΣτΕ 798/2009, 4024/2008, 1794/2008). Τα κριτήρια αναθέσεως πρέπει να διατυπώνονται κατά τρόπον ώστε, αφενός να επιτρέπεται στους ενδιαφερόμενους, οι οποίοι είναι καλώς πληροφορημένοι και επιμελείς να τα κατανοούν πλήρως και να τα ερμηνεύουν με τον ίδιο τρόπο, και, αφετέρου, να παρέχεται επαρκής εγγύηση περί της εφαρμογής τους από τη Διοίκηση κατά τρόπο αντικειμενικό και ενιαίο ως προς όλους τους προσφέροντες (ΔΕΚ απόφαση της 17.9.2002, C-513/1999 , … κ.λπ., σκέψεις 81 έως 83, απόφαση της 18.10.2001, C-19/2000 , …, σκέψεις 41 έως 44, ΣτΕ 2183/2004, Ε.Α. ΣτΕ 1148/2009, 603/2009, 113/2008). Τέλος, από τις ως άνω διατάξεις σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 20 παρ.1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, σύμφωνα με το οποίο όταν εκ του νόμου προβλέπεται η έκδοση γνώμης από το αρμόδιο διοικητικό όργανο, αυτή πρέπει να είναι έγγραφη και αιτιολογημένη,