ΕΣ/Τμ.7/3/2011
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
α) η απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, που αφορά στην επιβολή ενιαίου ανταποδοτικού τέλος και φόρου ηλεκτροδοτούμενων χώρων, για την οποία δεν τηρήθηκε η νόμιμη διαδικασία δημοσιεύσεώς της δεν αποκτά νόμιμη υπόσταση, τυχόν δε εισπραχθέντα βάσει αυτής τέλη και φόροι αναζητούνται από τους δικαιούχους ως αχρεωστήτως καταβληθέντα, β) έναντι της απαίτησης αυτής αντιτάσσεται υποχρεωτικά σε συμψηφισμό ανταπαίτηση Ο.Τ.Α. που αφορά στην είσπραξη ενιαίου ανταποδοτικού τέλους και φόρου ηλεκτροδοτούμενων χώρων, βάσει προγενέστερης ρύθμισης, χωρίς να απαιτείται η σύνταξη χρηματικού καταλόγου από τον οικείο Ο.Τ.Α., η άσκηση δε του διαπλαστικού αυτού δικαιώματος επιφέρει την απόσβεση της κύριας απαίτησης, στο βαθμό που την καλύπτει, αναδρομικά, από το χρόνο που συνυπήρξε με την ανταπαίτηση και την καθιστά, κατά το μέρος αυτό, ουσιαστικά αβάσιμη και γ) σε περίπτωση ανίσχυρης κατά τα ανωτέρω απόφασης του δημοτικού συμβουλίου με την οποία επιβάλλονται ανταποδοτικά τέλη και φόροι, αναβιώνει, αν δεν ορίζεται άλλως, η προγενέστερη ρύθμιση, για την είσπραξη δε βάσει αυτής των οφειλόμενων τελών και φόρων, απαιτείται η σύνταξη νέου καταλόγου οφειλετών, πριν την ολοκλήρωση του οποίου δεν υφίσταται βέβαιη και ληξιπρόθεσμη κατά το ουσιαστικό δίκαιο απαίτηση του Ο.Τ.Α., αντιτασσόμενη νομίμως σε συμψηφισμό.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕλΣυν/Τμ7/3/2010
Από τις προαναφερόμενες διατάξεις προκύπτει ότι μέρος των ετήσιων τακτικών εσόδων των Ο.Τ.Α. καλύπτει και η χρηματοδότησή τους από τον Προϋπολογισμό Δημοσίων Επενδύσεων, βάσει σχετικής απόφασης των αρμοδίων υπουργών, με την οποία, πέραν του ποσού της χρηματοδότησης, καθορίζονται τα κριτήρια και η διαδικασία κατανομής των σχετικών πόρων (Συλλογική Απόφαση Τοπικής Αυτοδιοίκησης). Η χρηματοδότηση αυτή, λόγω της φύσης, αφορά, κατά κύριο λόγο, στις επενδυτικές δραστηριότητες των Ο.Τ.Α., οι οποίες όμως πρέπει να πληρούν συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις και η φύση αυτών να αντιστοιχεί στις περιοριστικά αναφερόμενες στις ως άνω περί δημοσίων επενδύσεων διατάξεις περιπτώσεις δαπανών. Ειδικότερα, ως δαπάνες, που δύνανται να καλύπτονται από τον προϋπολογισμό Δημοσίων Επενδύσεων (ΣΑΤΑ), νοούνται αυτές που αφορούν σε προμήθειες μονίμων εξοπλιστικών μέσων ή μηχανικού εξοπλισμού τεχνικού ή αναδιοργανώσεως υπηρεσιών, ή σε προμήθειες κεφαλαιουχικών αγαθών, προοριζομένων αποκλειστικά για κατασκευές μονίμων ή ημιμονίμων εγκαταστάσεων ή έργων. Κάθε άλλη δαπάνη, στα πλαίσια των επενδυτικών δραστηριοτήτων των Ο.Τ.Α., που αντλεί σχετική πίστωση από τον προϋπολογισμό δημοσίων επενδύσεων, είναι μη νόμιμη.
ΝΣΚ/202/2020
Επαύξηση ή μη του ήδη αναλογούντος τέλους ακίνητης περιουσίας του άρθρου 24 του ν. 2130/1994 για ακάλυπτο χώρο οικοπέδου ή κτίριο και δημιουργία το πρώτον υποχρεώσεως καταβολής του εν λόγω τέλους για τον κύριο, επικαρπωτή ή νομέα γηπέδου, εκτός σχεδίου πόλεως ή οικισμού, από την εγκατάσταση και λειτουργία φωτοβολταϊκού σταθμού στα ακίνητα αυτά προς παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Προσμέτρηση ή μη της επιφάνειας του χώρου επί του οποίου εγκαθίσταται και λειτουργεί φωτοβολταϊκό σύστημα προς παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στον υπολογισμό του ενιαίου τέλους καθαριότητας και φωτισμού και του αντιστοιχούντος φόρου ηλεκτροδοτούμενων χώρων για τη χρήση του χώρου αυτού, κατ’ άρθρα 1 παρ. 1 του ν. 25/1975 και 10 του ν. 1080/1980.(...)α) H εγκατάσταση φωτοβολταϊκών στοιχείων επί κτιρίου ή στον ακάλυπτο χώρο οικοπέδων σε περιοχή εντός σχεδίου πόλεως ή εντός οικισμού, καθώς και επί κτιρίου που βρίσκεται σε περιοχή εκτός σχεδίου πόλεως ή οικισμού, δεν δημιουργεί επί πλέον υποχρέωση ως προς το οφειλόμενο για το ακίνητο αυτό τέλος ακίνητης περιουσίας. H εγκατάσταση φωτοβολταϊκών στοιχείων σε αδόμητο γήπεδο σε περιοχή εκτός σχεδίου ή εκτός οικισμού δεν δημιουργεί υποχρέωση καταβολής τέλους ακίνητης περιουσίας, το αυτό δε ισχύει και για τα συνοδά έργα της φωτοβολταϊκής εγκατάστασης υπό την προϋπόθεση ότι δεν πρόκειται για κατασκευές που αποτελούν κτίσματα κατά την πολεοδομική νομοθεσία (ομόφωνα). β) Ακίνητο επί του οποίου λειτουργεί σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από φωτοβολταϊκά προς διάθεση της παραγόμενης ενέργειας στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας αιτιολογεί την επιβολή ενιαίου ανταποδοτικού τέλους καθαριότητας και φωτισμού, καθώς και του αντιστοιχούντος φόρου ηλεκτροδοτούμενων χώρων (ομόφωνα). γ) Η εγκατάσταση φωτοβολταϊκού συστήματος για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με το πρόγραμμα της 12323/ΓΓ175/2009 κ.υ.α. (Φ/Β στη στέγη), καθώς και με τις μορφές του ενεργειακού συμψηφισμού και εικονικού ενεργειακού συμψηφισμού σε χώρο ακινήτου, όπου βρίσκεται και λειτουργεί και εγκατάσταση κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας, στην παροχή της οποίας συνδέεται ή στο μετρητή της οποίας αντιστοιχίζεται ο φωτοβολταϊκός σταθμός, δεν επάγεται επιπρόσθετη υποχρέωση καταβολής ενιαίου ανταποδοτικού τέλους καθαριότητας και φωτισμού, καθώς και του αντιστοιχούντος φόρου ηλεκτροδοτούμενων χώρων, έναντι της ήδη υφισταμένης υποχρεώσεως για τη χρήση του ακινήτου (ομόφωνα) και δ) Όταν φωτοβολταϊκός σταθμός για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, με τις μορφές του ενεργειακού συμψηφισμού και εικονικού ενεργειακού συμψηφισμού, εγκαθίσταται σε ακίνητο (όμορος χώρος ή και μη όμορος επί εικονικού συμψηφισμού) που δεν λειτουργεί εγκατάσταση κατανάλωσης που συμμετέχει στο συμψηφισμό, οφείλεται ενιαίο ανταποδοτικό τέλος καθαριότητας και φωτισμού για το χώρο εγκατάστασης του φωτοβολταϊκού σταθμού, καθώς και ο αντίστοιχος φόρος ηλεκτροδοτούμενων χώρων,
ΣΤΕ/730/2019
Λαθρεμπορία. Προϋποθέσεις για την επιβολή πολλαπλών τελών. Από της τελωνειακής ενώσεως, οι δασμοί και οι λοιπές εισαγωγικές επιβαρύνσεις εισπράττονται από τα κράτη μέλη. Ο τόπος γένεσης της τελωνειακής οφειλής προσδιορίζει το αρμόδιο για την είσπραξη των τελωνειακών δασμών κράτος μέλος. Σε περίπτωση μεταφοράς βάσει δελτίων ΤΙR, αρμόδιο για την είσπραξη των δασμών είναι το κράτος μέλος στο οποίο διεπράχθη η πρώτη παράβαση ή παρατυπία που δύναται να χαρακτηρισθεί ως διαφυγή των εμπορευμάτων από την τελωνειακή επιτήρηση. Πότε ανατρέπεται το τεκμήριο αρμοδιότητας υπέρ του κράτους στο έδαφος του οποίου διαπιστώθηκε η παράβαση ή παρατυπία. Πότε οι ελληνικές αρχές είναι αρμόδιες προς είσπραξη του ειδικού φόρου κατανάλωσης. Παράνομες διακινήσεις καπνικών προϊόντων εντός της ΕΕ, τα οποία μεταφέρθηκαν με το Carnet TIR, που εκδόθηκε από την ... Η αρμοδιότητα καταλογισμού πολλαπλών τελών και των συναφών κυρώσεων προϋποθέτει αρμοδιότητα του ελληνικού κράτους προς είσπραξη των δασμών και λοιπών φορολογικών επιβαρύνσεων, όπως είναι ο ειδικός φόρος καταναλώσεως, τέτοια δε αρμοδιότητα δεν προέκυπτε εν προκειμένω. Μη νόμιμα ο αναιρεσείων είχε χαρακτηριστεί συνυπαίτιος λαθρεμπορίας και είχαν επιβληθεί εις βάρος του πολλαπλά τέλη, χρηματική ποινή και πρόστιμο. Δεκτές η αναίρεση, η έφεση και η προσφυγή (αναιρεί την αριθμ. 774/2007 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης).
ΝΣΚ/144/2021
Εάν οι αξιώσεις του Δήμου Πειραιά κατά του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ), καθολικού διαδόχου του τ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, οι οποίες προέρχονται από τέλη καθαριότητας και δημοτικό φόρο, έχουν υποπέσει σε παραγραφή.(..)α) Οι απαιτήσεις του Δήμου Πειραιά κατά του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ), ως καθολικού διαδόχου του τ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, έχουν παραγραφεί βάσει των ειδικών περί παραγραφής διατάξεων του άρθρου 40 παρ. 6 του α.ν. 1846/1951, όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 7 του ν. 825/1978, σύμφωνα με τις οποίες, οι εν γένει χρηματικές απαιτήσεις κατά του ΙΚΑ υπόκεινται στην πενταετή παραγραφή, β) ο e-ΕΦΚΑ, ως καθολικός διάδοχος του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, δεν μπορεί να παραιτηθεί από την συμπληρωθείσα υπέρ αυτού παραγραφή ή να αναγνωρίσει την παραγεγραμμένη απαίτηση, διότι τέτοια παραίτηση ή αναγνώριση είναι άκυρη και γ) ο Δήμος Πειραιά έχει απολέσει το δικαίωμά του να αντιτάξει σε συμψηφισμό την παραγραφείσα απαίτησή του, δεδομένου ότι έχει παρέλθει τριετία από τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής (ομόφωνα). Παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του ΝΣΚ, κατόπιν της υπ’ αριθ. 37/2021 Γνωμοδότησης του ΣΤ΄ Τμήματος.
ΝΣΚ/360/2012
Ημιυπαίθριοι και βοηθητικοί χώροι – Αλλαγή χρήσης – Επιβολή ή μη τελών καθαριότητας και φωτισμού, Τ.Α.Π. κ.λπ. βάσει των διατάξεων των άρθρων 5 έως 8 του Ν. 3843/2010, ως ισχύει.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
1) Δεν επιβάλλεται τέλος καθαριότητας και φωτισμού, φόρος ηλεκτροδοτούμενων χώρων και δυνητικά ανταποδοτικά τέλη για τους διατηρούμενους, δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 5 επ. του Ν. 3843/2010 χώρους, πλην των περιπτώσεων όπου ήδη επεβάλλοντο αυτά με βάση την προηγούμενη χρήση των χώρων αυτών. (ομοφ.) 2) Η αύξηση της επιφανείας των κτισμάτων, που επέρχεται με την προσθήκη εντός αυτών παταριών και σοφιτών, δεν λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του Τ.Α.Π., εφόσον η αύξηση αυτή της επιφανείας ήθελε, πολεοδομικώς χαρακτηρισθεί, ως αλλαγή χρήσης, εμπίπτουσα στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 5 επ. του Ν. 3843/2010. Κατά τούτο, παρέλκει η απάντηση επί του ερωτήματος περί του υπολογισμού του συντελεστού παλαιότητας των κτισμάτων αυτών. (ομοφ.) 3) Οι αποθήκες και οι χώροι στάθμευσης αυτοκινήτων θεωρούνται βοηθητικοί χώροι, ενώ, οι κλειστοί χώροι στάθμευσης, που κατασκευάζονται σε υπόγειους ορόφους δεν προσμετρώνται για τον υπολογισμό του συντελεστή δόμησης του οικοπέδου. Κατά συνέπεια η αλλαγή χρήσης των χώρων αυτών, που διατηρούνται με τις διατάξεις των άρθρων 5 επ. του Ν. 3843/2010, σε χώρους κύριας χρήσης, δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν για τον υπολογισμό του Τ.Α.Π., υπό την προεκτεθείσα διάκριση. (ομοφ.) 4) Αν οι διατηρούμενοι με τις διατάξεις των άρθρων 5 επ. του Ν. 3843/2010 χώροι είχαν, ήδη, δηλωθεί για τον υπολογισμό των ως άνω τελών και φόρων , συνεχίζουν να λαμβάνονται υπ’ όψιν και να συνυπολογίζονται, όπως είχαν δηλωθεί, χωρίς, δηλαδή, να υπολογίζεται η αλλαγή της χρήσης. (ομοφ.) 5) Δεν επιβάλλεται Τ.Α.Π., σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 5 του Ν. 3897/2010, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 33 του Ν. 3937/2011, στους κλειστούς χώρους που προστέθηκαν σε κοινόχρηστες πιλοτές πολυκατοικιών, ανεξαρτήτως αν αυτοί δύναται να αποτελέσουν αντικείμενο διηρημένης ιδιοκτησίας, εφ’ όσον οι χώροι αυτοί έχουν τακτοποιηθεί –διατηρηθεί κατά τη διαδικασία των άρθρων 5 επ. του Ν. 3843/2010. (ομοφ.) 6) Δεν υπάρχει υποχρέωση μνείας των διατηρουμένων κατά τις διατάξεις του ως άνω νόμου χώρων, καθώς επί μεταβιβάσεως ακινήτων ή συστάσεως εμπράγματων δικαιωμάτων επ’ αυτών, προσαρτάται στα συμβολαιογραφικά έγγραφα ειδικό έντυπο, στο οποίο βεβαιώνεται η περαίωση της προβλεπόμενης, ενώπιον άλλης, κατά νόμον αρμοδίας Αρχής (Πολεοδομική Υπηρεσία), διαδικασίας για τη διατήρηση και την υπαγωγή των μεταβιβαζομένων ακινήτων στη ρύθμιση και, κατά συνέπεια, δεν απαιτείται αντίστοιχη αναφορά στη βεβαίωση του Ο.Τ.Α. (ομοφ.)
ΝΣΚ/399/2009
ΚΕΔΕ Διοικητική Εκτέλεση. Νομιμότητα καταλογιστικής πράξης επιβολής πολλαπλού τέλους της Τελωνειακής Αρχής. Ακύρωση πράξης ταμειακής βεβαίωσης της ΔΟΥ λόγω παρέλευσης προθεσμίας. Αρμοδιότητα ΔΟΥ ή ΔΙΠΕΑΚ για τη διαγραφή.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
α) Δυνατότητα εισπράξεως από την αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) των ληξιπρόθεσμων τελωνειακών χρεών από πολλαπλά τέλη μετά τη λήξη του οικονομικού έτους, κατά το οποίο κατέστη τελεσίδικη η Καταλογιστική Πράξη της Τελωνειακής Αρχής, βάσει των διατάξεων των άρθρων 5 και 9 του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.). Παραγραφή της «αξιώσεως» η απόσβεση του «δικαιώματος» του Δημοσίου για την αποστολή του νομίμου τίτλου ή του οικείου χρηματικού καταλόγου στην Δ.Ο.Υ. και την εν συνεχεία ταμειακή βεβαίωση της περικλειόμενης σ’ αυτόν απαιτήσεως μετά την κατ’ άρθρ. 71 παρ. 1 του Ν 542/1977 πάροδο τριετίας από την λήξη του έτους κτήσεως του τίτλου βεβαιώσεως, με συνέπεια να καθίσταται ακυρωτέα η πράξη ταμειακής βεβαίωσης της Δ.Ο.Υ., ενώ παραμένει ο νόμιμος τίτλος της Τελωνειακής Αρχής που δεν προσβλήθηκε με προσφυγή ουσίας και δεν ακυρώθηκε με δικαστική απόφαση επί Ανακοπής κατά πράξεως της διοικητικής εκτελέσεως. β) Μετά την τελεσίδικη ακύρωση της Ταμειακής Βεβαιώσεως της Δ.Ο.Υ. για τον αναγόμενο στη νομιμότητα αυτής λόγο της παρόδου της ανωτέρω τριετούς αποσβεστικής προθεσμίας – εντός της οποίας το Δημόσιο είχε το δικαίωμα να βεβαιώσει ταμειακά την απαίτησή του – η διαγραφή νομίμως ενεργείται υπό της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. χωρίς να απαιτείται η επέμβαση της ΔΙ.ΠΕ.Α.Κ. δηλ. της εν ευρεία εννοία βεβαιούσης Αρχής, υπό την έννοια της εκδόσεως Ατομικού Φύλλου Έκπτωσης (Α.Φ.ΕΚ.), εφόσον δεν υπάρχει μεταβολή της ανωτέρω καταλογιστικής πράξης. (πλειοψ.)
ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.7/243/2018
Παροχή υπηρεσιών καθαριότητας σε εκτέλεση προγραμματικής σύμβασης:Με τα δεδομένα αυτά η ελεγχόμενη προγραμματική σύμβαση καταρτίζεται βάσει των άρθρων 30 παρ. 1 δ΄ του ν. 3536/2007 και 1 παρ. 2 της Κ.Υ.Α. 2527/2009, όπου προβλέπεται η δυνατότητα να ανατεθεί από τους Δήμους στον οικείο .....η συλλογή και η μεταφορά στερεών αποβλήτων. Στο πλαίσιο αυτό, οι πλύσεις κάδων, καθώς και η χρήση σαρώθρου αποτελούν αναγκαίες υποστηρικτικές εργασίες για την υλοποίηση της συλλογής και μεταφοράς και επομένως νομίμως ανατίθεται στην ...... η εργασία της πλύσης κάδων, καθώς και οι εργασίες του σαρώθρου (Ε.Σ. Τμ. Μείζ. - Επταμ. Σύνθ. 1353/2018). Όπως δε αναλυτικά στις προαναφερόμενες αποφάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου ..... αναφέρεται, ο Δήμος δεν διαθέτει προσωπικό εφοδιασμένο με ειδική άδεια για τη χρήση σαρώθρου ούτε όχημα με αρπάγη κατάλληλο για την αποκομιδή των ογκωδών απορριμμάτων. Εξάλλου, αβασίμως προβάλλεται ότι, λαμβάνοντας υπόψη το εργοδοτικό κόστος ενός ΔΕ Οδηγού, η πρόσληψη χειριστή σαρώθρου θα ήταν οικονομικότερη για τον Δήμο από την ανάθεση της υπηρεσίας στον Φο.Δ.Σ.Α., καθώς, σύμφωνα με την προγραμματική σύμβαση, ο .....αναλαμβάνει εκτός από το κόστος της αμοιβής του οδηγού, τη διάθεση του οχήματος, το κόστος συντήρησης - επισκευής και όποιο άλλο έξοδο βαρύνει το όχημα, ενώ θα έχει την ευθύνη του κόστους αμοιβής και ασφάλισης κατ’ ελάχιστο ενός χειριστή και ενός οδηγού. Περαιτέρω, οι Φο.Δ.Σ.Α., κατά το άρθρο 1 παρ. 5 της Κ.Υ.Α. 2527/2009, δύνανται να συνάπτουν συμβάσεις με φυσικά ή νομικά πρόσωπα για την ανάθεση επιμέρους υπηρεσιών διαχείρισης των αποβλήτων και λοιπών υπηρεσιών λειτουργίας, στη συγκεκριμένη δε περίπτωση, δεδομένου ότι η ...... δεν διαθέτει το απαιτούμενο προσωπικό για την παροχή των ως άνω νομίμως αναλαμβανόμενων υποστηρικτικών εργασιών συλλογής και μεταφοράς αποβλήτων προς τους Δήμους μέλη της, δύναται να διενεργεί διαγωνισμούς για την ανάθεση των σχετικών υπηρεσιών σε αναδόχους (Ε.Σ. Τμ. Μείζ. - Επταμ. Σύνθ. 1353/2018). Περαιτέρω, δεν είναι νόμιμος ο όρος του άρθρου 4 της σύμβασης που ορίζει, σε περίπτωση μη καταβολής του τιμήματός της, τον τρόπο είσπραξης της απαίτησης του .....με την διαδικασία του άρθρου 17β του ν. 4071/2012, ήτοι με απευθείας είσπραξή της από τα ανταποδοτικά τέλη των Ο.Τ.Α. μέσω της Δ.Ε.Η. ΑΕ ή εάν αυτά δεν επαρκούν από του Κεντρικούς Αυτοτελείς Πόρους των Ο.Τ.Α. Τούτο διότι, πρωτίστως, ο όρος αυτός δεν έχει εγκριθεί με την ανωτέρω 97/2017 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου ...... Ωστόσο, ο όρος αυτός δεν καθιστά την ελεγχόμενη δαπάνη μη νόμιμη, καθόσον στην υπό κρίση περίπτωση δεν έγινε χρήση του όρου αυτού. Επιπλέον, ενόψει των ως άνω βεβαιώσεων καλής εκτέλεσης, κανονικά εντέλλεται η ελεγχόμενη δαπάνη, χωρίς να ασκεί επιρροή το ότι δεν επισυνάπτεται απόφαση ορισμού υπαλλήλων για την παρακολούθηση υλοποίησης της σύμβασης, αφού αφενός έχει οριστεί Κοινή Επιτροπή Παρακολούθησής της, σύμφωνα με το άρθρο 6 αυτής, αφετέρου με τις ως άνω βεβαιώσεις δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι παρασχέθηκαν οι ως άνω υπηρεσίες. Εξάλλου, στο πλαίσιο υλοποίησης προγραμ-ματικής σύμβασης δεν εφαρμόζονται τα άρθρα 219 και 221 του ν. 4412/2016. Τέλος, αν και δεν επιδρά στη νομιμότητα της ελεγχόμενης δαπάνης, δεν είναι αόριστος ο όρος ότι η σύμβαση είναι δυνατό να ανανεωθεί για χρονική διάρκεια που θα συμφωνηθεί από τους δυο συμβαλλόμενους, καθόσον, ελλείψει ειδικότερου ορισμού, η ανανέωση νοείται ότι θα γίνει με τους ίδιους όρους (χρονική διάρκεια, προϋπολογισμό) που ισχύουν για την προγραμματική σύμβαση. Κατ’ ακολουθία αυτών, η εντελλόμενη δαπάνη είναι νόμιμη και το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα πρέπει να θεωρηθεί.
ΕλΣυν.Κλ7/3/2012
Ταχυδρομικά τέλη (..)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις της παρούσας το Τμήμα κρίνει ότι η εντελλόμενη με το επίμαχο χρηματικό ένταλμα δαπάνη δεν είναι νόμιμη, διότι τόσο η 166/9.5.2011 απόφαση του Δημάρχου ......., με την οποία εγκρίθηκε η εν λόγω δαπάνη, όσο και η 8.537/9.5.2011 απόφαση του Αντιδημάρχου, με την οποία δεσμεύθηκε πίστωση ποσού 4.950 ευρώ, εκδόθηκαν σε χρόνο μεταγενέστερο της πραγματοποίησης της δαπάνης, χωρίς να αποδεικνύεται από τα υπάρχοντα στοιχεία του φακέλου ότι είχε προηγηθεί της εκτέλεσης της δαπάνης, απόφαση ανάληψης υποχρέωσης για ολόκληρο το ποσό της εγγεγραμμένης πίστωσης. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την προαναφερόμενη συνοδεύουσα το χρηματικό ένταλμα απόδειξη είσπραξης των ΕΛ.ΤΑ., η σχετική απαίτησή τους έναντι του Δήμου έχει ήδη εξοφληθεί, ως εκ τούτου δε η ίδια απόδειξη δεν συνιστά πλέον δικαιολογητικό της ύπαρξης νόμιμης και εκκαθαρισμένης απαίτησης των ΕΛ.ΤΑ. έναντι του Δήμου. Όμως, αφού κατά το χρόνο υποβολής του επίμαχου χρηματικού εντάλματος για θεώρηση, δεν αποδεικνύεται ότι τα ΕΛ.ΤΑ. είχαν ενεργό απαίτηση κατά του Δήμου ....... και μη νομίμως ο Δήμος προέβη στην έκδοση τακτικού χρηματικού εντάλματος για την εξόφληση των ως άνω τελών. Εξάλλου, εφόσον η πληρωμή της συγκεκριμένης δαπάνης με τακτικό ένταλμα δεν ήταν δυνατή, θα μπορούσε επιτρεπτώς ο Δήμος να προβεί στην προκαταβολή, με την έκδοση χρηματικού εντάλματος προπληρωμής, της σχετικής δαπάνης σε ορισμένο δημοτικό υπάλληλο, ο οποίος, στη συνέχεια, θα απέδιδε λογαριασμό σε τακτή προθεσμία με την υποβολή των νόμιμων δικαιολογητικών. Ο ισχυρισμός του Δήμου ότι υπήρχε άμεση ανάγκη αποστολής των λογαριασμών ύδρευσης λόγω οικονομικών αναγκών του Δήμου, είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος, καθόσον δεν εξειδικεύονται οι ανάγκες αυτές. Συναφώς, απορριπτέος ως αλυσιτελής είναι και ο ισχυρισμός ότι δεν ήταν εκ των προτέρων γνωστό στο Δήμο το ύψος της ως άνω δαπάνης, καθόσον ενόψει της φύσεως αυτής ως πάγιου χαρακτήρα, έπρεπε, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 του π.δ. 113/2010, να αναληφθεί κατά την έναρξη του οικονομικού έτους για ολόκληρο το προϋπολόγιζομενο ποσό, διαδικασία η οποία από τα υπάρχοντα στοιχεία του φακέλου δεν αποδεικνύεται ότι τηρήθηκε εν προκειμένω. Περαιτέρω, τυχόν αδυναμία ανάρτησης των οικείων χρηματικών ενταλμάτων στο πρόγραμμα Διαύγεια, δεν συνεπάγεται τη δυνατότητα των Ο.Τ.Α. να εξοφλούν τις απαιτήσεις των πιστωτών τους χωρίς την έκδοση τακτικού χρηματικού εντάλματος. Τέλος απορριπτέος είναι και ο ισχυρισμός του Δήμου περί συνδρομής συγγνωστής πλάνης, δεδομένου ότι, ενόψει των σαφών διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας, δεν προκύπτουν οι ειδικότεροι εκείνοι λόγοι, για τους οποίους δημιουργήθηκε στα αρμόδια όργανα του Δήμου εύλογα η πεποίθηση ότι ήταν νόμιμη αφενός η πραγματοποίηση της επίμαχης δαπάνης πριν από την έκδοση των οικείων αποφάσεων ανάληψης υποχρεώσεων, αφετέρου η εξόφληση αυτής πριν από την έκδοση τακτικού χρηματικού εντάλματος.
ΕλΣυν/Τμ.7/163/2010
Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι ως δημόσιο τεχνικό έργο νοείται κάθε νέα κατασκευή, επέκταση, ανακαίνιση, επισκευή, συντήρηση ή ερευνητική εργασία, που εκτελείται από δημόσιους φορείς και απαιτεί τεχνική γνώση και επέμβαση, το αποτέλεσμα της οποίας συνδέεται άμεσα με το έδαφος ή υπέδαφος κατά τρόπο διαρκή και σταθερό, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί συστατικό του, κατά την έννοια του άρθρου 953 Α.Κ., και να μην μπορεί να αποχωρισθεί απ’ αυτό χωρίς βλάβη ή αλλοίωση της ουσίας ή του προορισμού αυτού ή του κυρίου πράγματος. Στην ανάθεση και κατασκευή των έργων αυτών εφαρμόζονται οι διατάξεις περί δημοσίων έργων του κωδικοποιηθέντος στις προεκτεθείσες διατάξεις ν. 1418/1984 και του εκτελεστικού αυτού π.δ/τος 609/1985, όπως ισχύουν. Αντιθέτως, πρόκειται για εκτέλεση εργασιών και όχι για δημόσιο τεχνικό έργο, όταν το αποτέλεσμα των εργασιών δεν καθίσταται συστατικό του εδάφους, καθώς και όταν για την επίτευξη του αποτελέσματος δεν απαιτείται η χρήση ειδικών τεχνικών γνώσεων και μεθόδων και η χρησιμοποίηση εξειδικευμένου επιστημονικού ή τεχνικού προσωπικού και ανάλογων τεχνικών μέσων και εγκαταστάσεων. Περαιτέρω, για την ανάθεση εκτέλεσης εργασιών από Οργανισμό Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.), εφ’ όσον ο προϋπολογισμός της σχετικής υπηρεσίας δεν εμπίπτει στα όρια εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου (βλ. ήδη π.δ.59/2007, ΦΕΚ 63 Α΄ και π.δ.60/2007, ΦΕΚ 64 Α΄), εφαρμόζονται, για τις συμβάσεις που έχουν συναφθεί μετά την 1.1.2007, ημερομηνία έναρξης ισχύος του νέου Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα (άρθρο τέταρτο του ν.3463/2006, Α΄ 114) και μέχρι την έκδοση του προεδρικού διατάγματος που προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 209 του ως άνω νομοθετήματος, οι διατάξεις του π.δ.28/1980, από τις οποίες προκύπτει ότι, στις συμβάσεις εκτέλεσης εργασιών δεν προβλέπεται η καταβολή στον ανάδοχο ποσών για γενικά έξοδα και εργολαβικό όφελος, που ως εκ της φύσεώς τους σχετίζονται με την κατασκευή δημοσίων έργων (βλ. Πράξεις VΙΙ Τμ. 76/2005, 250/2006, 21, 36, 56, 106, 141, 276/2007, 30, 43, 113, 191, 197, 209/2008 κ.ά.)....Από το συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων συνάγεται ότι απαραίτητο δικαιολογητικό για την υποβολή λογαριασμού από τον ανάδοχο αποτελεί εκείνο της συνοπτικής επιμέτρησης των ήδη εκτελεσθεισών εργασιών, στην οποία πρέπει να γίνεται συνοπτική περιγραφή κάθε μιας από αυτές με αναγωγή στο αντίστοιχο άρθρο του τιμολογίου και προσδιορισμός της ακριβούς ποσότητας αυτών βάσει των στοιχείων των απευθείας καταμετρήσεων των εργασιών, προκειμένου να καταστεί δυνατός ο έλεγχος του ύψους της απαίτησης του εργολάβου, αλλά και το βέβαιο και εκκαθαρισμένο αυτής.
ΕΣ/ΤΜ.6/258/2011
ΔΑΝΕΙΑ:Aίτηση η ανάκληση της 271/2010 πράξης του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου(..0Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν ανωτέρω δεκτά, η ανυπαρξία ατομικής διαπραγμάτευσης δεν εξαιρεί έναν όρο από τον έλεγχο της καταχρηστικότητας του περιεχομένου του και των δεσμεύσεων που αυτός επάγεται. Κατά το δικαστικό δε έλεγχο δανειακής σύμβασης μεγάλης οικονομικής αξίας, που διενεργείται από το αρμόδιο Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο πλαίσιο της συνταγματικά κατοχυρωμένης στο άρθρο 98 παρ. 1 εδ. β΄ του Συντάγματος 1975/1986/2001 αρμοδιότητάς του, ο δικαστικός σχηματισμός ελέγχει και την κατά το περιεχόμενο νόμιμη ως μη καταχρηστική δέσμευση που παράγεται για τον Δήμο – καταναλωτή από τους όρους της σύμβασης και δύναται να αποφαίνεται ότι κωλύεται η υπογραφή της σύμβασης όταν διαπιστώνει ότι υφίστανται τέτοιοι (μη νόμιμοι ως καταχρηστικοί) όροι. Τούτο διότι, ο δικαστικός προσυμβατικός έλεγχος πρωτίστως σκοπεί στην προστασία του δημόσιου πλούτου, η οποία επιτυγχάνεται μόνο όταν η δημόσια διοικητική δράση ασκείται κατά τρόπο νόμιμο. Στο πλαίσιο δε αυτό της νομιμότητας εντάσσονται και οι γενικοί όροι (άρθρο 2 παρ. 1 ν. 2251/1994). Συνεπώς, όρος δανειακής σύμβασης, ακόμη και αν δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, εφόσον ελεγχόμενος από το Κλιμάκιο κριθεί καταχρηστικός, είναι μη νόμιμος, όπως κάθε αντίστοιχης αιτιολογίας μη νόμιμος ειδικός όρος συναλλαγής. Είναι συνεπώς νόμω αβάσιμος ο σχετικός πρώτος λόγος ανάκλησης και συνακόλουθα κατά τούτο απορριπτέος. Επίσης, απορριπτέος ως αβάσιμος είναι και ο δεύτερος λόγος ανάκλησης, καθόσον ο σχετικός όρος περί υπολογισμού των τόκων με βάση έτος τριακοσίων εξήντα (360) ημερών αντί τριακοσίων εξήντα πέντε (365) είναι μη νόμιμος, διότι με αυτόν η Τράπεζα διασπά κατά τεχνητό τρόπο το χρονικό διάστημα του έτους, στο οποίο οφείλει να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργώντας έτσι μία πρόσθετη κατά έτος επιβάρυνση σε σχέση με το αναμενόμενο από τον αντισυμβαλλόμενό της ποσοστό του επιτοκίου, χωρίς αυτή να μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή από κάποιους εύλογους για το δανειολήπτη λόγους ή από κάποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον της Τράπεζας. Περαιτέρω, αβασίμως ισχυρίζεται ο αιτών Δήμος ότι η σχετική αναφορά της εισφοράς του ν. 128/1975 στον όρο 5.4.β) της σύμβασης είναι γραμμένη με αχνή γραφή και, επομένως, δεν αποτελεί συμβατικό όρο. Και τούτο διότι στο προοίμιο του υποβληθέντος σχεδίου δανειακής σύμβασης αναφέρεται, όπως επισημαίνεται και από το Κλιμάκιο, ότι συνομολογούνται και γίνονται αμοιβαίως αποδεκτά τα αναφερόμενα με έντονη γραφή, η δε αναφορά της εισφοράς του ν. 128/1975 στον ως άνω όρο της σύμβασης είναι γραμμένη με έντονη γραφή (βλ. κατ’ αντιδιαστολή τους όρους 12, 13 και 14 της ελεγχόμενης σύμβασης, όπου η σχετική αναφορά της εισφοράς του ν. 128/1975 είναι γραμμένη με αχνή γραφή). Ωσαύτως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και ο ισχυρισμός του αιτούντος ότι, ακόμα και εάν δεν αναφέρεται ρητά στη δανειακή σύμβαση, ισχύουν οι περιορισμοί από διατάξεις που ορίζουν τα ποσοστά της υποχρεωτικής δέσμευσης των Κ.Α.Π. για την κάλυψη συγκεκριμένων δαπανών του οικείου Ο.Τ.Α.. Τούτο διότι, θα έπρεπε να αναφέρονται ρητά στη δανειακή σύμβαση οι σχετικοί περιορισμοί για λόγους σαφήνειας και προς αποφυγή θεμελίωσης οποιασδήποτε αντίστοιχης ενδοσυμβατικής ευθύνης του Δήμου. Αβασίμως, επίσης, υποστηρίζεται από τον αιτούντα ότι ο όρος με τον οποίο παρέχεται η δυνατότητα μετακύλισης φόρων και τελών που συνδέονται με την ως άνω σύμβαση σε βάρος του Δήμου δεν είναι αόριστος, και σε κάθε περίπτωση ενσωματώνει μία νόμιμη υποχρέωση του Δήμου, καθόσον είναι επιβεβλημένη η εξειδίκευση της μετακύλισης των φόρων και τελών που συνδέονται με την ελεγχόμενη σύμβαση σε βάρος του Δήμου, οριζόμενη στους φόρους και τα τέλη από τα οποία δεν απαλλάσσεται ο Δήμος βάσει των διατάξεων του ν. 3463/2006 και της ειδικής νομοθεσίας που διέπει τους Ο.Τ.Α.. Τέλος, αναφορικά με τον έκτο λόγο ανάκλησης, ο οποίος και αυτός είναι αβάσιμος και, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί, προκειμένου να συναφθεί το δάνειο, απαιτείται απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, στην οποία πρέπει απαραίτητα να καθορίζεται, μεταξύ άλλων, η τοκοχρεωλυτική δόση. Η απαίτηση αυτή του νομοθέτη, η οποία ρητά θεσπίζεται στο κανονιστικό πλαίσιο της διάταξης του άρθρου 176 παρ. 2 του ν. 3463/2006, αποτελεί αντικειμενική εγγύηση διαφάνειας, κατά τρόπον ώστε, μόνο με την τυπική πλήρωση της προϋπόθεσης αυτής, να τεκμαίρεται ότι τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου ενέκριναν τη σύναψη του δανείου με πλήρη επίγνωση του οικονομικού βάρους που αυτό συνεπάγεται για το δανειζόμενο Δήμο. Περαιτέρω, ακόμα και στην περίπτωση που το δάνειο συνομολογείται με κυμαινόμενο επιτόκιο EURIBOR, η τοκοχρεωλυτική δόση θα πρέπει να αναφέρεται στην απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου, με την οποία αποφασίζεται η σύναψη του δανείου, και δεν αρκεί να συνάγεται από τα στοιχεία του φακέλου, όπως αβάσιμα ο αιτών υποστηρίζει, δοθέντος ότι αν αυτό ήταν επιτρεπτό ο νομοθέτης δεν θα είχε προέλθει στη ρητή θέσπιση της εν λόγω απαίτησης ως όρου του πραγματικού του προλαβόντος κανόνα δικαίου. Απορρίπτει την αίτηση ανάκλησης.