ΕΣ/ΤΜ.Ι/1813/2016
Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου
Καταλογισμός ποσού...Το Πανεπιστήμιο προβάλλει επιπροσθέτως ότι η προσβαλλόμενη εκδόθηκε κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, καθόσον το καταλογιζόμενο ποσό είναι υπέρμετρα υψηλό σε σχέση με τη βαρύτητα του υποτιθέμενου δημοσιονομικού σφάλματος, αφενός διότι η καθυστέρηση στην παράδοση ενός παραδοτέου θεωρητικού πονήματος είναι συνήθης και αφετέρου διότι οι μη επιλέξιμες δαπάνες συνδέονταν, πάντως, με την επίτευξη του σκοπού του προγράμματος. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί αφενός διότι στην επιτυχή ολοκλήρωση κάθε διατριβής, κατά τη σύμβαση, περιλαμβάνονταν και τα παραδοτέα, που ρητά αναφέρθηκαν παραπάνω, η δε περικοπή μέρους της αμοιβής της ως άνω υποψήφιας διδάκτορος δεν αφορούσε σε απλή καθυστέρηση αλλά σε μη παράδοση των παραδοτέων που όφειλε εμπροθέσμως να παραδώσει, γεγονός που καθιστά τη σχετική πλημμέλεια ουσιώδη και αφετέρου διότι με την προσβαλλόμενη πράξη η ανάκτηση περιορίζεται μόνο στο απολύτως αναγκαίο μέτρο, αφού επιδιώκεται η ανάκτηση μόνο του ποσού που αντιστοιχεί στην αξία των μη επιλέξιμων δαπανών και σε τμήμα μόνον της αμοιβής της ως άνω υποψήφιας διδάκτορος και δεν επηρεάζεται η χρηματοδότηση του συνολικού έργου, ικανοποιώντας κατά τούτο την αρχή της αναλογικότητας (βλ. απόφ. Ι Τμ. 6654/2015). Τέλος και ο ισχυρισμός του Πανεπιστημίου ότι ο καθηγητής …, Αντιπρύτανης του εκκαλούντος και πρόεδρος της Επιτροπής Ερευνών, δεν βαρύνεται ως υπόλογος ούτε με αμέλεια για την πραγματοποίηση των κριθεισών ως μη επιλέξιμων δαπανών, καθόσον τα αγορασθέντα είδη (notebooks, βιβλία κ.λπ.) ήταν απαραίτητα για την υλοποίηση του έργου θα πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος, διότι εν προκειμένω δεν καταλογίζεται ο ανωτέρω Αντιπρύτανης ως υπόλογος, αλλά το εκκαλούν Πανεπιστήμιο, το οποίο, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν και παραπάνω, τυγχάνει υπόλογος έναντι της ΓΓΕΤ.Κατ΄ακολουθία των ανωτέρω και ενόψει του ότι δεν προβάλλεται λόγος έφεσης κατά του κεφαλαίου της προσβαλλόμενης που αφορά στο υποέργο 03ΕΔ327, ο ένδικος καταλογισμός εις βάρος του εκκαλούντος είναι νόμιμος στο σύνολό του και, για το λόγο αυτό, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως καθ΄ ολοκληρίαν αβάσιμη.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕΣ/ΤΜ.Ι/6654/2015
Δημοσιονομική διόρθωση ποσού...Τέλος, το Τ.Ε.Ι. με την έφεσή του επικαλείται, καθ’ ερμηνεία των σχετικών λόγων, παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, υποστηρίζοντας ότι δεν επιτρέπεται η ανάκτηση της χρηματοδότησης αφού οι παραβάσεις που του αποδίδονται έχουν επουσιώδη χαρακτήρα σε σχέση με το συνολικό εκτελεσθέν έργο, και ιδίως οι παραβάσεις αυτές «δεν λειτούργησαν βλαπτικά για το δημόσιο συμφέρον», παράλληλα δε, «ο αρχικός στόχος του έργου επιτεύχθηκε κατά ποσοστό 95%, ποσοστό ιδιαίτερα υψηλό που καταδεικνύει την αποτελεσματικότητα της παρακολούθησης – υποστήριξης και του συντονισμού των επιμέρους δράσεων του έργου από τα μέλη Ε.Π.». Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί διότι, αφενός μεν, η αποτελεσματικότητα της εργασίας των υπευθύνων του έργου και των υποέργων καταδεικνυόταν αποκλειστικά, σύμφωνα με τους όρους του προγράμματος, από την παράδοση συγκεκριμένων «πακέτων εργασίας», δηλαδή από τις ελλείπουσες εκθέσεις, γεγονός που καθιστά την ανωτέρω πλημμέλεια ουσιώδη για την εκτέλεση του προγράμματος, αφετέρου δε, με την προσβαλλόμενη απόφαση η ανάκτηση περιορίζεται μόνο στο απολύτως αναγκαίο μέτρο, αφού επιδιώκεται η ανάκτηση μόνο του ποσού που αντιστοιχεί στην αξία της μη επιλέξιμης δαπάνης και δεν επηρεάζεται η χρηματοδότηση του συνολικού έργου, ικανοποιώντας κατά τούτο την αρχή της αναλογικότητας (Ε.Σ. 90/2012, 1519/2011, 1886/2010).(...)Κατ’ ακολουθία όσων προηγουμένως έγιναν δεκτά, νόμιμα επιβλήθηκε στο εκκαλούν δημοσιονομική διόρθωση ύψους 33.364,81 ευρώ και, ως εκ τούτου, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί.
ΝΣΚ/280/2004
Ο καταλογισμός και η ανάκτηση των ποσών που καταβάλλονται παρανόμως ή αχρεωστήτως για την εκτέλεση έργων εντασσομένων σε επιχειρησιακά προγράμματα, κοινοτικές πρωτοβουλίες ή στο Ταμείο Συνοχής του Γ’ Κ.Π.Σ. (περίοδος 2000-2006) πραγματοποιείται αδιακρίτως κατά το σύστημα δημοσιονομικών διορθώσεων που θεσπίσθηκε με την 907/052/2-7-2003 απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών, Γεωργίας και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ανεξαρτήτως αν η χρηματοδότηση αυτών γίνεται από κοινοτικούς και εθνικούς πόρους ή αποκλειστικά από εθνικούς πόρους.
ΕλΣυν.ΕλάσσοναΟλομ/1781/2018
ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΙ:Με τα δεδομένα αυτά, εφόσον ο ήδη αναιρεσείων δεν επικαλέσθηκε ούτε προσήγαγε στοιχεία από τα οποία να αποδεικνύεται ο πλουτισμός του Δήμου εις βάρος του, ορθώς το δικάσαν Τμήμα απέρριψε τον ως άνω ισχυρισμό του. Εξάλλου ο ανωτέρω, διά της εισπράξεως μέσω των δημοτικών εισπρακτόρων των επίμαχων ποσών κατέστη δημόσιος υπόλογος, ενώ δια της παρακρατήσεως αυτών και παραλείψεως εισαγωγής τους στον υπέρ του Δήμου λογαριασμό προκάλεσε αφεαυτού διαχειριστικό έλλειμμα. Συνακολούθως, γεννήθηκε υπέρ του Δήμου, από της παραλείψεως εισαγωγής των ποσών, αντίστοιχη δημόσια αξίωση, η ικανοποίηση της οποίας επιδιώκεται δια της εκδοθείσας πράξης του διοικητικού καταλογισμού. Επομένως, εν όψει των ισχυουσών νομοθετικών ρυθμίσεων (σκέψεις 10, 11, 15) είναι όλως αδιάφορο ως προς τη νομιμότητα της πράξης του διοικητικού καταλογισμού, που αποτελεί το αποκλειστικό αντικείμενο της ανοιχθείσας ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου δίκης, το πού και πώς διατέθησαν στη συνέχεια τα μη νομίμως εισαχθέντα στη διαχείριση του Δήμου ποσά, αφού η αξίωση του Δήμου και ο συναφής διοικητικός καταλογισμός που ενσωματώνει την αξίωση αυτή γεννήθηκε από της παρανόμου παραλείψεως εισαγωγής των επίμαχων ποσών στον υπέρ του Δήμου λογαριασμό.
ΕλΣυν/Τμ.1/256/2012
Με τα ως άνω δεδομένα, η εκκαλούσα ευθύνεται μεν ως υπόλογος και η ιδιότητά της αυτή έχει ως αναγκαία συνέπεια την υποχρέωσή της για αποκατάσταση τυχόν ανακύπτοντος ελλείμματος στα δημοτικά γυμναστήρια της ευθύνης της, αφού επελήφθη της διαχειρίσεως των ως άνω εισπράξεων και της αποδόσεως αυτών στο Ταμείο του Δήμου, από το έτος δε 2000 ήταν πλέον αποκλειστικώς υπεύθυνη και για την τήρηση του βιβλίου χρεωπίστωσης των οικείων μπλοκ αποδείξεων. Πλην όμως, ο ένδικος καταλογισμός δεν εχώρησε νομίμως, αφού δεν κατέστη δυνατό να προσδιοριστεί με ακρίβεια το ύψος του ελλείμματος σε βάρος του Δήμου, όπως βασίμως προβάλλεται από την εκκαλούσα, με σχετικό λόγο έφεσης. Και τούτο διότι, εξαιτίας της διαχειριστικής αταξίας που επικρατούσε τόσο στα δημοτικά γυμναστήρια [καταχώρηση αποδείξεων στο βιβλίο αθλουμένων χωρίς ποσό] όσο και στο Τμήμα Αθλητισμού του Δήμου [μπλοκ μη χρεωμένα επισήμως ως προς τη διακίνησή τους σε υπάλληλο του Δήμου, τήρηση άτυπου βιβλίου χρεώσεων – αποχρεώσεων και των μπλοκ αποδείξεων σε χώρο προσβάσιμο στον καθένα, φύλαξη συμπληρωμένων μπλοκ σε αποθήκη προσιτή σε πολλούς υπαλλήλους διαφόρων διευθύνσεων] και της έλλειψης του προσήκοντος αποδεικτικού υλικού για τον εντοπισμό και τον προσδιορισμό του ύψους του επίμαχου ελλείμματος [απώλεια βιβλίου χρεώσεων –αποχρεώσεων 2000, μπλοκ αποδείξεων και των στελεχών τους], ο καταλογισμός ενεργήθηκε για έλλειμμα που, τουλάχιστον ως προς την έκτασή του, εικάζεται απλώς και ουδόλως αποδεικνύεται ότι υφίσταται, αφού ο υπολογισμός του συναρτήθηκε με μαθηματικό μέγεθος (το μέσο όρο των εισπράξεων που πραγματοποιήθηκαν επί τη βάσει των μη απωλεσθέντων μπλοκ αποδείξεων των ετών 1999, 2000 και 2001 για κάθε γυμναστήριο), το οποίο, όπως ισχυρίζονται οι διενεργήσαντες τον σχετικό έλεγχο Ελεγκτές, «…συμπερασματικά και με κάθε επιφύλαξη για την απόλυτη ορθότητα των υπολογισμών…» υπολογίστηκε, δεν είναι, ωστόσο, καθόλου βέβαιο ότι ανταποκρίνεται στο συγκεκριμένο ποσό που φέρεται ότι δεν αποδόθηκε.
ΕΣ/Γ΄ ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/565/2024
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ.(...) Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι, όπως ορθά κρίθηκε από το δικάσαν Τμήμα, αφενός ο κανονισμός (ΕΚ) 1164/1994 περί ιδρύσεως του Ταμείου Συνοχής δεν εφαρμόζεται στην επίδικη περίπτωση, διότι το έργο συγχρηματοδοτήθηκε από το ΕΤΠΑ στο πλαίσιο της προγραμματικής περιόδου 2007-2013, αφετέρου η εκτέλεση εργασιών κατά παράβαση του ενωσιακού και του εθνικού δικαίου περί δημοσίων συμβάσεων αποτελεί παρατυπία, η οποία επηρεάζει σημαντικά τη φύση και τους όρους εκτέλεσης του υποέργου και δικαιολογεί την έκδοση της απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης και την ανάκτηση των ποσών που καταβλήθηκαν για τις εργασίες αυτές. Περαιτέρω, απορριπτέος είναι ο ισχυρισμός ότι έπρεπε προηγουμένως να ζητηθεί η έγκριση της Επιτροπής για την ανάκτηση, καθώς τα κράτη μέλη φέρουν κατ’ αρχήν την ευθύνη για τον δημοσιονομικό έλεγχο των παρεμβάσεων, τη δίωξη των παρατυπιών, την πραγματοποίηση των αναγκαίων δημοσιονομικών διορθώσεων και την ανάκτηση των παρανόμως ή αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη διαβούλευση των εθνικών οργάνων με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ούτε έκδοση προηγούμενης απόφασης από την Επιτροπή, με την οποία να υποχρεώνονται οι αρμόδιοι κρατικοί φορείς να αναζητήσουν τα παρανόμως ή αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά. Τέλος, ο ισχυρισμός της αναιρεσείουσας ότι εν προκειμένω δεν υπήρξε οικονομική απώλεια του ΕΤΠΑ παρίσταται αόριστος και σε κάθε περίπτωση αβάσιμος, καθόσον η παραβίαση των αναφερόμενων στη σκέψη 8 εφαρμοστέων κανόνων συνιστά ουσιώδη παρατυπία, εφόσον δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να έχει αυτή επιπτώσεις στον προϋπολογισμό του Ταμείου, λόγω του καταλογισμού σε αυτόν της καταβληθείσας στον ανάδοχο αδικαιολόγητης δαπάνης εξωσυμβατικών εργασιών, που δεν εγκρίθηκαν από τη Διαχειριστική Αρχή και δεν εντάχθηκαν νομίμως στο φυσικό αντικείμενο του έργου.Για τους λόγους αυτούς.Απορρίπτει την αίτηση της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…Α.Ε.» για αναίρεση της 620/2021 απόφασης του Εβδόμου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
ΕΣ/ΤΜ.4/1/2018
Καταλογισμός ελλείμματος. ζητείται η ακύρωση...της ληφθείσας κατά την 41η συνεδρίαση/22.10.2014 απόφασης του Δ.Σ. του ...., κατά το μέρος που με αυτήν καταλογίστηκε ο εκκαλών, με την ιδιότητα του υπολόγου, με το προαναφερόμενο ποσό....(..)για να είναι νομίμως αιτιολογημένη η καταλογιστική πράξη, πρέπει στο σώμα αυτής να διαλαμβάνονται - ή έστω από τα στοιχεία του φακέλου να προκύπτουν - όλα τα πραγματικά περιστατικά στα οποία ερείδεται η αξίωση του Δημοσίου ή του ν.π.δ.δ. έναντι του υπολόγου, με συνέπεια ο καταλογισμός να καθίσταται νομικώς πλημμελής, όταν δεν εξειδικεύονται οι συγκεκριμένες πράξεις ή παραλείψεις με τις οποίες ο υπόλογος συνετέλεσε στην επέλευση του καταλογισθέντος σε βάρος του ελλείμματος (..)Περαιτέρω, ο ίδιος προβάλλει ότι ουδεμία ευθύνη και υπαιτιότητα φέρει για τη δημιουργία του ελλείμματος, καθόσον στις εκχωρηθείσες σε αυτόν αρμοδιότητες δεν περιλαμβανόταν η παρακολούθηση και διαχείριση του χαρτοφυλακίου του ...., ούτε άλλωστε μπορούσε να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια αναφορικά με αυτό. Εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση θεμελιώνει τη δημοσιολογιστική ευθύνη του εκκαλούντος στην ιδιότητά του ως υπολόγου. Ωστόσο, η κρίση αυτή δεν ερείδεται στα στοιχεία του φακέλου, ειδικά ως προς την ιδιότητα του εκκαλούντος ως υπολόγου λόγω της ανάμειξής του σε πράξεις διαχείρισης αναφορικά με το χαρτοφυλάκιο των χρηματογράφων του (..)Ενόψει των ανωτέρω και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις σκέψεις ΙΙΙ και ΙV της παρούσας, το Τμήμα άγεται στην κρίση, κατά παραδοχή του σχετικού ισχυρισμού του εκκαλούντος, ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης, όπως αυτή συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου, καθίσταται ανεπαρκής ως προς το αναγκαίο για τη θεμελίωση της δημοσιολογιστικής ευθύνης του εκκαλούντος στοιχείο της ιδιότητάς του ως υπολόγου, ειδικώς όσον αφορά στη διαχείριση του χαρτοφυλακίου των χρηματογράφων του ...., δοθέντος ότι ούτε στο σώμα της διαλαμβάνονται οι απαιτούμενες προς τούτο αναφορές, ούτε στα λοιπά στοιχεία του φακέλου βρίσκει έρεισμα η εκφερθείσα με αυτήν απόφανση. Συνεπεία της ως άνω ανεπάρκειας και ελλείψεως ως προς την αιτιολογία της, η προσβαλλόμενη καθίσταται νομικώς πλημμελής και συνεπώς ακυρωτέα.
ΕΣ/ΤΜ.1/1218/2014
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ: Ζητείται παραδεκτώς η ακύρωση της 137/0052/19.1.2009 Τέλος, ο λόγος έφεσης κατά τον οποίο η ανάκτηση χωρεί κατά παράβαση της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης της εκκαλούσας, η οποία καλοπίστως προέβη στην κρίσιμη μεταβίβαση μόνο μετά από την προβλεπόμενη έγκριση της Νομαρχιακής Διεύθυνσης Αλιείας, πρέπει ομοίως να απορριφθεί ως αβάσιμος. Και τούτο διότι, όπως έγινε δεκτό ανωτέρω, η Νομαρχιακή Υπηρεσία Αλιείας δεν ήταν αρμόδια για να αποφασίσει την αναστολή των υποχρεώσεων της εκκαλούσας για λόγους ανωτέρας βίας παρά μόνο να εγκρίνει την μεταβίβαση αλιευτικών σκαφών σύμφωνα με τους όρους του π.δ/τος 261/1991, όπως και έπραξε με την Α1806/8.9.2005 απόφασή της. Επομένως, στο μέτρο που, κατά παράβαση των υποχρεώσεων της εκκαλούσας, δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη από την ΚΥΑ 142932/28.8.2003 διαδικασία, η τυχόν εμπιστοσύνη της δεν παρίσταται δικαιολογημένη. Απορρίπτει την έφεση.
ΕΣ/ΤΜ.4/315/2018
Καταλογισμός. ζητείται η ακύρωση της 218/2013 πράξης του Β΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία καταλογίστηκε ο εκκαλών, πρώην υπάλληλος του ...,με το ποσό των 6.826,03 ευρώ, το οποίο φέρεται ότι αντιστοιχεί σε αποδοχές που καταβλήθηκαν σε αυτόν αχρεωστήτως...o εκκαλών...δεν κατέθεσε το αποδεικτικό πληρωμής του οικείου παραβόλου έφεσης εντός των προθεσμιών που προβλέπονται στον Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο (άρθρο 73 παρ. 1 και 3, βλ. σκ. ΙΙ), ήτοι μέχρι την πρώτη συζήτηση της έφεσης ή εντός πενθημέρου από την επομένη αυτής..Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν στη σκέψη που προηγήθηκε, η έφεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
ΕΣ/ΤΜ.6/2198/2011
Ανάθεση υπηρεσιών μεταφοράς πόσιμου νερού...Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη δεύτερη σκέψη της παρούσας ορθά το Κλιμάκιο έκρινε ότι η προσφορά της αναδόχου εταιρείας έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Ο δε περί του αντιθέτου λόγος ανάκλησης της αιτούσας ότι δεν καταλαμβάνεται ως ναυτική εταιρεία από τις διατάξεις του νόμου περί ονομαστικοποίησης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος αφού ο νόμος αυτός δεν προβλέπει εξαιρέσεις από την εφαρμογή του και, ως εκ τούτου, το γεγονός ότι έχει τη μορφή της ναυτικής και όχι της ανώνυμης εταιρείας δεν την απάλλασσε από την υποχρέωση οι μετοχές της να είναι ονομαστικές κατά το χρόνο υποβολής της προσφοράς της. Η δε μετατροπή των ανωνύμων μετοχών αυτής, με το από 2.5.2011 πρακτικό της γενικής της συνέλευσης, σε ονομαστικές των οποίων κάτοχοι είναι οι αναφερόμενοι στην από 9.10.2010 σύμβαση σύστασης της εταιρείας μέτοχοι δεν ασκεί επιρροή αφού η σύμβαση σύστασης της εταιρείας δεν περιλαμβάνεται στα εκ του νόμου προβλεπόμενα δικαιολογητικά ονομαστικοποίησης των μετοχών και το από 2.5.2011 πρακτικό είναι μεταγενέστερο του χρόνου υποβολής της προσφοράς και αποδεικνύει ότι κατά την ημερομηνία του διαγωνισμού οι μετοχές της αναδόχου εταιρείας δεν ήταν ονομαστικές. Επίσης και η πρόβλεψη ισχύος της ελεγχόμενης σύμβασης από 1.1.2011 δεν είναι νόμιμη διότι ότι σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν και έγιναν δεκτά στη προηγούμενη σκέψη ανεπιτρέπτως προσδίδεται αναδρομική ισχύ σ’ αυτή (IV Τμήμα 2/2005, 33/2006, 69/2007 κ.α.). Περαιτέρω ο ισχυρισμός, σύμφωνα με τον οποίο, λόγω συγγνωστής πλάνης τα αρμόδια όργανα της αναθέτουσας αρχής (Δήμος …) ενήργησαν κατά τον κριθέντα ως μη νόμιμο τρόπο, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος καθόσον αφορά την αναθέτουσα αρχή και όχι την αιτούσα εταιρεία. Σε κάθε δε περίπτωση ως αβάσιμος αφού με τις 28 και 29/2009 πράξεις του Τμήματος αυτού, που εκδόθηκαν επί αιτήσεων ανάκλησης του Δήμου … (κατά των 26/2009 και 31/2009 πράξεων του Ζ΄ Κλιμακίου με μειοδότρια εταιρεία την «… Ν.Ε.») κρίθηκε, όπως και με την παρούσα κρίνεται, ότι είναι υποχρεωτική η υποβολή και από τις αναδόχους ναυτικές εταιρείες των πιστοποιητικών ονομαστικοποίησης των μετοχών τους κατά την υποβολή των προσφορών τους, εξαιρετικώς δε επετράπη η υπογραφή των σχετικών συμβάσεων λόγω συγγνωστής πλάνης γεγονός που καταδεικνύει ότι τα όργανα του Δήμου … αν και γνώριζαν ότι οι ναυτικές εταιρείες υποχρεούνται να υποβάλουν με τις προσφορές τους πιστοποιητικά ονομαστικοποίησης συστηματικά παρανομούν. Τέλος ο ισχυρισμός περί ύπαρξης λόγων δημοσίου συμφέροντος πρέπει να απορριφθεί διότι πέραν του ότι προβάλλεται αορίστως το δημόσιο συμφέρον εξυπηρετείται προεχόντως με την τήρηση αρχής της νομιμότητας και η επίκλησή του δεν μπορεί να αιτιολογήσει την παραβίαση των θεμελιωδών αρχών ούτε την παρά το νόμο διενέργεια της ελεγχόμενης διαγωνιστικής διαδικασίας. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με όσα προηγουμένως έχουν κριθεί, η υπό κρίση αίτηση ανάκλησης πρέπει να απορριφθεί.
ΣΤΕ/1960/2009
Επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 4575/2002 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.Επειδή, περαιτέρω, η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, καθόσον το Εφετείο δεν προέβη σε διαπίστωση για το πρόγραμμα που είχε υλοποιήσει η εταιρεία μέχρι την ημέρα του ελέγχου, ούτε ότι δεν συνέχισε την υλοποίηση του, με αποτέλεσμα να παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας, σύμφωνα με την οποία έπρεπε να μη της καταβληθεί μόνο η δαπάνη του μαθήματος που δεν εκτελέσθηκε λόγω της αναβολής του. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι όπως προκύπτει από τις διατάξεις που παρατέθηκαν στην τρίτη σκέψη, σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων αυτών, κατά την εκτέλεση του προγράμματος επιμόρφωσης, προβλέπεται ως συνέπεια μόνο η διακοπή της χρηματοδότησης του συνολική (πρ. βλ. Σ.τ.Ε. 1028/2004). Ακόμη, η αναιρεσείουσα προβάλει ότι καθ΄ ερμηνεία των διατάξεων της ως άνω Υπουργικής απόφασης και των άρθρων 380, 382 και 386 του Αστικού Κώδικα, η διακοπή της χρηματοδότησης δεν ενεργεί αναδρομικώς αλλά μόνο για το μέλλον, διότι αποτελεί καταγγελία και όχι υπαναχώρηση από τη σύμβαση. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως ερειδόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού στην προκείμενη περίπτωση δεν πρόκειται για συμβατική σχέση, αλλά για σχέση δημοσίου δικαίου της μονομερούς δηλαδή έγκρισης του προγράμματος επιμόρφωσης του προσωπικού της αναιρεσείουσας. Τέλος, η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, διότι το Εφετείο παρανόμως δεν απάντησε στον επικουρικό λόγο της αγωγής της για απόδοση του αιτούμενου ποσού κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Και ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον ορθώς απερρίφθη σιγή από το Εφετείο ως μη ουσιώδης, αφού δεν νοείται αδικαιολόγητος πλουτισμός από νόμιμη αιτία, δηλαδή με βάση νόμιμη διοικητική πράξη, όπως κρίθηκε ανωτέρω.