Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΕΣ/ΤΜ.Μειζ.Επταμ.Συνθ/1182/2015

Τύπος: Νομολογία Ελεγκ. Συνεδρίου

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3669/2008

Απόφαση επί της αμφισβητήσεως που δημιουργήθηκε σχετικά με την έννοια των διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 2 του π. δ. 60/2007, λόγω της έκδοσης των 215/2014 και 410/2014 αντίθετων Πράξεων του ΣΤ΄ και Ε΄ Κλιμακίου, αντίστοιχα, (...) . Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, όπως αυτές έχουν ερμηνευθεί από το ΔΕΚ, ο ορισμός μιας δημόσιας σύμβασης ως σύμβασης έργου, προμηθειών και υπηρεσιών ανάγεται στο κοινοτικό δίκαιο και δεν εξαρτάται από το χαρακτηρισμό αυτής με βάση την εθνική νομοθεσία (βλ. ΔΕΚ, απόφαση της 18.7.2007, C-382/05, Επιτροπή κατά Ιταλίας, σκ. 30). Εξάλλου, όταν η σύμβαση περιλαμβάνει τόσο στοιχεία σύμβασης έργου, όσο και στοιχεία άλλου τύπου δημόσιας σύμβασης (μικτή σύμβαση), το στοιχείο που καθορίζει ποιες είναι οι εφαρμοστέες διατάξεις της κοινής, και για τους τρεις τύπους συμβάσεων της οδηγίας 2004/17ΕΚ, είναι εκείνο της σύμβασης που είναι κύριο, το κεντρικό δηλ. στοιχείο γύρω από το οποίο διαρθρώνεται η σύμβαση. Το κύριο αντικείμενο της σύμβασης προσδιορίζεται στο πλαίσιο της αντικειμενικής εξέτασης του συνόλου της σύμβασης. Ο προσδιορισμός γίνεται με βάση τις ουσιώδεις υποχρεώσεις που υπερισχύουν και οι οποίες ακριβώς χαρακτηρίζουν τη σύμβαση, σε αντίθεση με αυτές που έχουν απλώς παρεπόμενο ή συμπληρωματικό χαρακτήρα, ενώ η οικονομική αξία αυτών δεν μπορεί να αποτελέσει το αποκλειστικό κριτήριο για τον προσδιορισμό, αλλά είναι ένα κριτήριο, το οποίο συνεκτιμάται με τα λοιπά (βλ. ΔΕΚ, απόφαση της 18.1.2007, C-220/05, Jean Auroux κλπ. κατά Commune de Roanne, σκ. 37-41, απόφαση της 21.2.2008, C-412/04, Επιτροπή κατά Ιταλικής Δημοκρατίας, σκ. 47-52, απόφαση της 19.4.1994, C-331/92, Gestion Hotelera International SA κλπ. σκ. 23-29, ΕΣ Τμ.Μείζ. Σύνθ. 1856/2011, αλλά και ΣτΕ 2387/2009, 717/2011).(..)Κατά συνέπεια, η δημιουργηθείσα αμφισβήτηση από τις 215 και 410/2014 αντίθετες πράξεις του ΣΤ΄ και Ε΄ Κλιμακίου, αντίστοιχα, θα πρέπει να αρθεί υπέρ της άποψης της 215/2014 Πράξης του ΣΤ΄ Κλιμακίου, ότι δηλαδή το υπό έλεγχο σχέδιο προγραμματικής σύμβασης αφορά σε εκτέλεση δημοσίου έργου. Παραπέμπει δε, την υπόθεση στο Ε΄ Κλιμάκιο, προκειμένου να διενεργηθεί επί του σχεδίου της ως άνω προγραμματικής σύμβασης ο έλεγχος νομιμότητας αυτού.

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕλΣυν.Κλ.Τμ.7/97/2018

Καταβολή αμοιβής γαι συμβουλευτικές υπηρεσίες:..Σύμφωνα με το άρθρο 118 του ν. 4412/2016 «Δημόσιες Συμβάσεις Έργων, Προμηθειών και Υπηρεσιών (προσαρμογή στις Οδηγίες 2014/24/ΕΕ και 2014/25/ΕΕ)» (Α΄ 147) - το οποίο, κατά το άρθρο 379 παρ. 1 του νόμου αυτού, ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο έκδοσης της 656/1.9.2016 απόφασης του Δημάρχου Κηφισιάς, με την οποία επιλέχθηκε οριστικά η εφαρμογή της διαδικασίας της απευθείας ανάθεσης για την επιλογή παρόχου των επίμαχων υπηρεσιών (C-324/14 Partner Apelski Dariusz, σκ. 83, C-213/13 Impresa Pizzarotti, σκ. 31, C-576/10 Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, σκ. 52, C-337/98 Επιτροπή κατά Γαλλίας, σκ. 36 - 37, Ελ.Συν. ΣΤ΄ Κλιμακίου 41, 70/2017) - «Προσφυγή στη διαδικασία της απευθείας ανάθεσης επιτρέπεται όταν η εκτιμώμενη αξία της σύμβασης, χωρίς Φ.Π.Α., είναι ίση ή κατώτερη από το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ …». Κατά τα δε οριζόμενα στο άρθρο 2 παρ. 1 εδ. 5 και 9 του ίδιου ως άνω νόμου, στην έννοια της δημόσιας σύμβασης, στην οποία αφορά η προαναφερόμενη ρύθμιση για τη δυνατότητα προσφυγής στην εξαιρετική διαδικασία της απευθείας ανάθεσης, εμπίπτει και το σύνολο των εξ επαχθούς αιτίας συμβάσεων παροχής υπηρεσιών ανεξαρτήτως του αντικειμένου τους. (...) Στην προκειμένη υπόθεση, με την 62/2016 μελέτη της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου …, που εγκρίθηκε με την 656/1.9.2016 απόφαση του Δημάρχου, η αξία των επίμαχων υπηρεσιών εκτιμήθηκε στο ποσό των 19.800 ευρώ, χωρίς Φ.Π.Α.. Συνεπώς, νομίμως, με την 657/1.9.2016 απόφαση του ίδιου, οι υπηρεσίες αυτές ανατέθηκαν απευθείας στη δικαιούχο του εντάλματος ετερόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «…», με την οποία και συνάφθηκε η από 6.9.2016 σχετική σύμβαση, αφού η άνω εκτιμώμενη αξία τους υπολείπεται του ορίου των 20.000 ευρώ, χωρίς Φ.Π.Α., μέχρι το οποίο είναι άνευ ετέρου επιτρεπτή, κατά  το άρθρο 118 παρ. 1 του ν. 4412/2016, η προσφυγή στην εν λόγω εξαιρετική διαδικασία. Δεν ασκεί δε επιρροή το αντικείμενο της παρεχόμενης υπηρεσίας, δεδομένου ότι ο ν. 4412/2016, ο οποίος εφαρμόζεται εν προκειμένω, δεν διακρίνει σχετικά.


ΕλΣυν/Κλ7/246/2014

Προμήθεια  αντλητικών συγκροτημάτων.(....) Σε κάθε περίπτωση, η αναθέτουσα αρχή δεν μπορεί στο δεύτερο στάδιο της αξιολόγησης (βαθμολόγησης) των τεχνικών προσφορών να χρησιμοποιεί κριτήρια που συνδέονται με την εκτίμηση της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων να εκτελέσουν τη σύμβαση, καθόσον αυτά χρησιμοποιήθηκαν ήδη κατά το πρώτο στάδιο, για την παραδεκτή συμμετοχή των υποψηφίων στο διαγωνισμό. Ειδικότερα, το κριτήριο της εμπειρίας, το οποίο αφορά στην καταλληλότητα των διαγωνιζομένων να εκτελέσουν τη σύμβαση, αξιολογείται στο πρώτο στάδιο του διαγωνισμού (και εάν δεν υπάρχει στο πρόσωπο υποψηφίου, κρίνεται απαράδεκτη η προσφορά του) και δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί εκ νέου για τη βαθμολόγηση των προσφορών, η δε πρόβλεψή του στη διακήρυξη, ως κριτήριο αξιολόγησης αυτών, καθιστά αυτή μη νόμιμη (Αποφάσεις Μείζονος Επταμελούς Σύνθεσης 610/2012, 992/2011, αποφάσεις VI Τμήματος 3061/2014, 3014/2013, πρβλ. απόφασεις ΔΕΚ της 20.9.1988, C-31/1987, Beentjes, Συλλογή 1988, σελ. 4635, σκ. 15 έως 24, της 12.11.2009, C-199/2007, Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, σκέψεις 51 έως 53, της 19.6.2003, C-315/2001, Gesellschaft      fur Abfallentsorgungs -Technik GmbH (GAT),  σκ. 59 έως 67,  της 24.1.2008, C-532/2006, Εμ. Γ. Λιανάκης Α.Ε., σκ. 26 έως 32, Ε.Α. Στ.Ε. 1148/2009. 1318/2009, 100/2009, 1091/2006). (....) Ενόψει όμως των συνθηκών υπό τις οποίες εξελίχθηκε ο ελεγχόμενος διαγωνισμός, η πρόβλεψη της εμπειρίας ως κριτηρίου αναθέσεως, δεν άσκησε επιρροή, καθόσον σε αυτό το στάδιο είχε απομείνει μόνον μία συμμετέχουσα προμηθεύτρια εταιρεία και ως εκ τούτου, η βαθμολογία της με συνυπολογισμό της εμπειρίας, δεν προσέδωσε σε αυτήν οιαδήποτε συγκριτική υπεροχή σε σχέση με τους λοιπούς διαγωνιζόμενους.


ΕλΣυν/Τμ.6/263/2011

Συμπληρωματική σύμβάση.Οι ανωτέρω διατάξεις (άρθρο 57 του ν. 3669/2008) έχουν την έννοια ότι η προσφυγή σε κατάρτιση συμπληρωματικής σύμβασης με τον ανάδοχο ήδη εκτελούμενου δημοσίου έργου αποτελεί εξαιρετική διαδικασία ανάθεσης, η οποία επιτρέπεται για την εκτέλεση συμπληρωματικών εργασιών που δεν υπερβαίνουν το 50% του ποσού της κύριας σύμβασης από τον ανάδοχο του αρχικού έργου, όταν συντρέχουν σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις ως προς τις συμπληρωματικές εργασίες : α) αφορούν το αντικείμενο της αρχικής σύμβασης και δεν περιλαμβάνονται στην αρχικά συναφθείσα σύμβαση, β) κατέστησαν αναγκαίες κατά την εκτέλεση του έργου, όπως αυτό περιγράφεται στην αρχική σύμβαση, λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων και γ) είτε δεν μπορούν τεχνικά ή οικονομικά να διαχωριστούν από την κύρια σύμβαση, χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα για την αναθέτουσα αρχή, είτε, παρά τη δυνατότητα διαχωρισμού τους από αυτή, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίησή της. Περαιτέρω, οι ως άνω διατάξεις, λόγω του ότι επιτρέπουν παρεκκλίσεις από τους κανόνες που σκοπό έχουν να εξασφαλίσουν τη δυνατότητα άσκησης των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από την κείμενη νομοθεσία στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, το δε βάρος απόδειξης περί του ότι συντρέχουν όντως οι έκτακτες περιστάσεις, που δικαιολογούν την εφαρμογή τους, το φέρει όποιος τις επικαλείται (Δ.Ε.Κ. απόφαση της 17.09.1998, C-323/96 Επιτροπή κατά Βελγίου, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 28.03.1996, C-318/1994 Επιτροπή κατά Γερμανίας, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 18.05.1995, C-57/94 Επιτροπή κατά Ιταλίας, Δ.Ε.Κ. απόφαση της 18.03.1992, C-24/91 Επιτροπή κατά Ισπανίας). Ως απρόβλεπτες δε περιστάσεις νοούνται αιφνίδια πραγματικά γεγονότα, τα οποία, μολονότι κατά την εκπόνηση της μελέτης δημοπράτησης του έργου καταβλήθηκε η ενδεδειγμένη επιμέλεια και προσοχή, αντικειμενικά δεν ήταν δυνατό να προβλεφθούν, σύμφωνα με τους κανόνες της ανθρώπινης εμπειρίας και λογικής και να ενταχθούν στο αρχικό έργο και τη συναφθείσα σύμβαση. Περαιτέρω, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να θεωρηθούν ως «συμπληρωματικές εργασίες» οφειλόμενες σε απρόβλεπτα γεγονότα εκείνες που αφορούν σε επέκταση του τεχνικού αντικειμένου του έργου ή στη βελτίωση της ποιότητάς του, καθόσον είναι ανεπίτρεπτη η εκ των υστέρων μεταβολή του αντικειμένου του έργου, που δεν ήταν γνωστή στο σύνολο των διαγωνιζομένων κατά την υποβολή της προσφοράς τους και δεν αποτέλεσε τη βάση της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου (E.Σ. 2069/2010 κ.α.). Ομοίως δεν αποτελούν απρόβλεπτες περιστάσεις η εφαρμογή νέων κανονισμών και κανόνων, συνεπεία των οποίων δεν τροποποιείται η όλη κατασκευή και οι οποίοι καθιερώθηκαν ως υποχρεωτικοί μετά την ανάθεση του έργου, καθώς και παραλείψεις ή σφάλματα της προμέτρησης της μελέτης καθόσον οι εργασίες, που οφείλονται στα ανωτέρω, καλύπτονται αποκλειστικά από το κονδύλιο των απροβλέπτων που περιλαμβάνεται στην αρχική σύμβαση (βλ. Πρ. Ε΄ Κλιμ. 308, 350/2010). Τέλος, η απόφαση του αρμοδίου οργάνου περί προσφυγής στην παραπάνω διαδικασία ανάθεσης πρέπει, ως εκ της φύσεώς της, να είναι ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να καθίσταται εφικτός από το Ελεγκτικό Συνέδριο ο έλεγχος νομιμότητάς της (Ε.Σ. 2066, 285, 136/2010).


ΕλΣυν/Τμ.6/3057/2014

Αιτήση ανάκλησης της 136/2014 πράξης του ΣΤ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία κρίθηκε ότι κωλύεται, για τους ειδικότερα αναφερόμενους σε αυτή λόγους, η υπογραφή δεκαπέντε (15) υποβληθέντων για έλεγχο σχεδίων σύμβασης (....) Ενόψει όλων αυτών, όταν δια των τεχνικών προδιαγραφών διακήρυξης διαγωνισμού προμήθειας ιατροτεχνολογικών ειδών ζητείται τα προς προμήθεια είδη να διαθέτουν τεχνικές εγκρίσεις και να ανταποκρίνονται σε τεχνικά συστήματα αναφοράς (πρότυπα), εκπονούμενα από οργανισμούς τυποποίησης, δια των οποίων τίθενται τα ελάχιστα αναγκαία χαρακτηριστικά των υπό προμήθεια ειδών, η περαιτέρω απαίτηση της διακήρυξης να κατατεθεί επί ποινή αποκλεισμού για το προσφερόμενο είδος κατάλογος πελατολογίου, αποτελεί όρο, ο οποίος θέτει αδικαιολόγητα εμπόδια στον ανταγωνισμό, εφόσον οδηγεί σε αποκλεισμό ειδών σύγχρονης τεχνολογίας, τα οποία, παρότι πληρούν όλες τις τεχνικές προδιαγραφές και διαθέτουν τις απαιτούμενες πιστοποιήσεις των αρμοδίων οργανισμών, δεν διαθέτουν ακόμη πελατολόγιο (πρβλ. Επ.Αν. ΣτΕ 144, 739/2008, 491, 573, 703/2009 και Δ.Ε.Κ. απόφαση 19ης Ιουνίου 2003, C-315/01). Τέλος, η αρχή της ίσης μεταχείρισης, που αποτυπώνεται στη διάταξη του άρθρου 3 του π.δ/τος 60/2007, δεν απαγορεύει μόνο τις εμφανείς διακρίσεις λόγω ιθαγένειας, αλλά και κάθε μορφή συγκεκαλυμμένης διάκρισης, η οποία, μέσω της εφαρμογής άλλων κριτηρίων διάκρισης, καταλήγει στην πράξη στο ίδιο αποτέλεσμα (βλ. αποφάσεις Δ.Ε.Κ. της 29ης Οκτωβρίου 1980, 22/80, Boussac Saint-Frères, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σελ. 375, σκ. 9, της 5ης Δεκεμβρίου 1989, C-3/88, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1989, σελ. I-4035, σκ. 8 και της 27.10.2005, C-234/03, Contse SA κ.λπ κατά Instituto Nacional de Gestión Sanitaria (Ingesa), πρώην Instituto Nacional de la Salud (Insalud), σκ. 36 και αποφ. Ελ.Συν. VI Τμ. 3145/2010, 475/2011). (...) Κατά την ειδικότερη γνώμη της Συμβούλου Μαρίας Βλαχάκη, η διαγωνιστική διαδικασία πάσχει και εκ του - μη ρητώς προβληθέντος από το Κλιμάκιο, αλλά συναφούς προς τον προδιαληφθέντα - λόγου ότι κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 44 παρ. 1 και 2, 48 παρ. 1, 2 και 6 και 53 παρ. 1 εδ. α΄ και 2 της οδηγίας 2004/18/ΕΚ «περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών» (βλ. και ομοίου περιεχομένου διατάξεις των άρθρων 42 παρ. 1 και 2, 46 παρ. 1, 2 και 6 και 53 παρ. 1 εδ. α΄ και 2 του π.δ. 60/2007) τέθηκαν ως κριτήρια ανάθεσης της συμβάσεως και ως κριτήρια βαθμολόγησης των υποβληθεισών προσφορών κριτήρια που δεν σκοπούν στον εντοπισμό της πλέον συμφέρουσας προσφοράς, αλλά συνδέονται με την εκτίμηση της καταλληλότητας των διαγωνιζομένων να εκτελέσουν τη σύμβαση. Ειδικότερα, κριτήρια, όπως η εμπειρία των υποψηφίων από ανάλογες προμήθειες ή από τη χρήση όμοιων προς τα υπό προμήθεια προϊόντων ή το πελατολόγιο αφορούν την καταλληλότητα των διαγωνιζομένων να εκτελέσουν τη σύμβαση, επομένως δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται ως κριτήρια ανάθεσης της σύμβασης (βλ. ΔΕΚ απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2008, Λιανάκης ΑΕ κ.λπ., C-532/06, ΔΕΚ απόφαση της 19ης Ιουνίου 2003, G.Α.Τ. C-315/01, και Αποφ. Τμήματος Μείζονος – Επταμελούς Σύνθεσης 610/2012, 992/2011, κ.ά.). Πλην όμως, κατά τη γνώμη που εκράτησε στο Τμήμα, η ως άνω πλημμέλεια δεν μπορεί να εξετασθεί το πρώτον ενώπιον του παρόντος Τμήματος, χωρίς να έχει τεθεί ρητώς ως πλημμέλεια της ελεγχθείσας ενώπιον του Κλιμακίου διαγωνιστικής διαδικασίας.


ΕλΣυν/Ε Κλ/17/2017

ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ(...)Με τα δεδομένα αυτά και εν όψει όσων εκτέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, δεν κωλύεται η υπογραφή του υποβληθέντος προς έλεγχο σχεδίου σύμβασης του Δήμου .....με την εταιρεία «…», το οποίο επισυνάπτεται στην παρούσα Πράξη και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτής. Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι στο σχέδιο σύμβασης πρέπει, κατά τη γνώμη που επικράτησε στο Κλιμάκιο, να απαλειφθεί ο όρος περί δυνατότητας σύναψης συμπληρωματικής σύμβασης ύψους 15% της αξίας της σύμβασης άνευ νέας διαδικασίας, καθόσον το αναφερόμενο στο σχέδιο άρθρο 156 παρ. 1 β’ του ν.4412/2016 δεν εφαρμόζεται για τις συμπληρωματικές συμβάσεις των κύριων συμβάσεων που ανατέθηκαν υπό το καθεστώς του ν.3669/2008 και επομένως τυχόν συμπληρωματική σύμβαση μπορεί να συναφθεί μόνο υπό τους όρους του άρθρου 57 του ν.3669/2008 (βλ. Ε΄Κλιμ. 424, 440/2016). Κατά τη γνώμη της Παρέδρου Βασιλικής Πέππα, η σύναψη συμπληρωματικής σύμβασης που επιχειρείται μετά την ημερομηνία δημοσίευσης του ν. 4412/2016 (8.8.2016), διέπεται από τις διατάξεις του ανωτέρω νόμου, επομένως και του άρθρου 156 αυτού, έστω και εάν η αρχική σύμβαση καταρτίσθηκε υπό το καθεστώς του ν. 3669/2008 (βλ μειοψ. στην  Ε΄ Κλιμ. 455/2016) και επομένως, ο σχετικός όρος του σχεδίου σύμβασης είναι, κατά τη γνώμη αυτή, νόμιμος. Περαιτέρω, κατά την ομόφωνη κρίση του Κλιμακίου, η συνολική προθεσμία εκτέλεσης του έργου που αναφέρεται στη 2η σελίδα στ. 31 του σχεδίου σύμβασης πρέπει να οριστεί σε δεκατέσσερις (14) μήνες από την υπογραφή της σύμβασης, σύμφωνα με το άρθρο 12 της διακήρυξης.


ΕΣ/ΤΜ.1/3156/2014

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΟΡΘΩΣΗ:Με την  έφεση αυτή ζητείται παραδεκτώς η ακύρωση της 12154/9.12.2010 πράξης του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, με την οποία καταλογίστηκε εις βάρος της εκκαλούσας το ποσό των 5.000 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στην πρώτη δόση της χρηματοδότησης που αυτή έλαβε, ως νέα γεωργός, στο πλαίσιο του Μέτρου 3.1 «Εφάπαξ πριμοδότηση πρώτης εγκατάστασης νέων γεωργών» του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Αγροτική Ανάπτυξη – Ανασυγκρότηση της Υπαίθρου 2000-2006».(....)Ενόψει αυτών, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο επίδικος καταλογισμός παρίσταται νόμιμος, αφού η εκκαλούσα, χωρίς να προκύπτει η συνδρομή λόγων ανωτέρας βίας, δεν απέκτησε, εντός της ανωτέρω πενταετούς προθεσμίας για την επίτευξη των δεσμευτικών στόχων του σχεδίου δράσης της, επαρκή επαγγελματική ικανότητα, η παράλειψή της δε αυτή συνιστά, κατά νόμο, αθέτηση των όρων ένταξής της στο καθεστώς πριμοδότησης, η οποία επισύρει την ανάκτηση του ποσού της χρηματοδότησης που της είχε μέχρι τότε καταβληθεί. Τέλος, η εκκαλούσα προβάλλει, κατ’ εκτίμηση του υπομνήματος της, ότι εισέπραξε καλόπιστα το καταλογισθέν ποσό και βρίσκεται σε οικονομική αδυναμία να το επιστρέψει. Ο προβαλλόμενος, όμως, ισχυρισμός περί συνδρομής καλής πίστης στο πρόσωπό της, πέραν του ότι απαραδέκτως προβάλλεται το πρώτον με το υπόμνημα, είναι εξεταστέος μόνο υπό τις προϋποθέσεις της κοινοτικής αρχής της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, καθόσον, στο πλαίσιο της συγχρηματοδότησης από κοινοτικούς πόρους του  άνω Μέτρου 3.1., ο επιβληθείς καταλογισμός διενεργήθηκε συνεπεία θεσπισθείσας διαδικασίας υποχρεωτικής ανάκτησης παρανόμως διατεθέντων κονδυλίων,  κατ’ επιταγή του κοινοτικού δικαίου, του οποίου πρέπει να διασφαλίζεται η εφαρμογή και αποτελεσματικότητα (βλ. Ε.Σ. Ι Τμ. 1748/2014, πρβλ. ΔΕΚ αποφ. της 13.3.2008 στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-383/06 έως C-385/06, σκ. 48, 49, 53). Περαιτέρω, δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις εφαρμογής της  αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, στο πλαίσιο της οποίας ερευνάται και η καλή πίστη της εκκαλούσας, διότι δεν προκύπτει η ύπαρξη συγκεκριμένων και ανεπιφύλακτων διαβεβαιώσεων, αρμοδίως απευθυνθεισών προς αυτή (την εκκαλούσα), που να της δημιούργησαν οποιαδήποτε θεμιτή προσδοκία αντίθετη στο επιβληθέντα καταλογισμό, αλλά, αντίθετα, γνώριζε ότι η χρηματοδότηση που έλαβε μπορούσε να ανακτηθεί, καθώς τελούσε σε συνάρτηση με την εκπλήρωση των ρητά αναληφθεισών συμβατικών της δεσμεύσεων, προς τις οποίες δεν συμμορφώθηκε (βλ. Ε.Σ. Ι Τμ. 1748/2014, πρβλ. αποφ. του Δικαστηρίου της 24.3.2011, C-369/09 P, σκ. 122 επ., της 16.12.2010, C-537/08P, σκ. 63, της 19.9.2002 στην υπόθεση C-336/00, σκ. 59). Ομοίως και ο σχετικός ισχυρισμός περί οικονομικής αδυναμίας, ο οποίος απαραδέκτως, επίσης, προβάλλεται το πρώτον με το υπόμνημα, είναι απορριπτέος, διότι η οικονομική αδυναμία δεν συνιστά, σύμφωνα με τις εφαρμοστέες διατάξεις, νόμιμο λόγο για την άρση ή τον περιορισμό της ευθύνης της εκκαλούσας προς επιστροφή του άνω αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού (Ε.Σ. Ι Τμ. 2322, 1748/2014, 909/2012). Συγκεκριμένα, στο σύστημα των αγροτικών ενισχύσεων που καταβάλλονται από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων, δεν νοείται η απαλλαγή του τελικού αποδέκτη κοινοτικής ενίσχυσης αποκλειστικά και μόνο για λόγους προσωπικής επιείκειας αναγόμενους στην οικονομική αδυναμία επιστροφής του καταλογισθέντος ποσού (πρβλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Μαΐου 1993, C-290/91, Peter, σκέψεις 14-15), καθόσον σε διαφορετική περίπτωση θα αναιρείτο η ενιαία εφαρμογή και η πρακτική αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου (βλ. Ε.Σ. Ι Τμ. 2672, 2322, 1212/2014, πρβλ. προαναφερόμενη απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Μαΐου 1993, C-290/91, Peter, σκέψη 8, απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1983, C-205/82 ως 215/82, Deutsche Milchkontor, σκέψεις 17 και 19).Απορρίπτει την έφεση. 


ΕΣ/ΚΛ.Ε/828/2019

Συμπληρωματική σύμβαση έργου...Με τα δεδομένα αυτά το Κλιμάκιο άγεται στην κρίση ότι, εν προκειμένω, συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις σύναψης της 1ης συμπληρωματικής σύμβασης. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα σχετικά Τιμολόγια Μελέτης της Υπηρεσίας, με βάση τα οποία όλοι οι συμμετέχοντες υπέβαλαν την προσφορά τους, σ’ αυτά υπολογίστηκε η τιμή μεταφοράς των αδρανών υλικών με βάση το, πλησιέστερο στον τόπο εκτέλεσης των εργασιών, λατομείο της εταιρείας με την επωνυμία «…..» ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΌ ΤΊΤΛΟ «....», που λειτουργούσε στην Κοινότητα της ..., το οποίο απείχε 25χλμ από τον τόπο εκτέλεσης του έργου. Ακόμη και αν υποτεθεί, εν προκειμένω, ότι εσφαλμένα προϋπολογίστηκε η δαπάνη του υπό κρίση έργου αναφορικά με τη δαπάνη μεταφοράς των αδρανών υλικών, η πλημμέλεια αυτή ανάγεται στην αρχική σύμβαση, η οποία έχει ήδη κριθεί νόμιμη με τη 252/2013 Πράξη του Κλιμακίου τούτου, αφετέρου η πλημμέλεια αυτή δεν δύναται να αποβεί σε βάρος των διαγωνιζομένων (βλ. αποφ. ΔΕΚ στη C-496/1999, Επιτροπή κατά CAS Succhi di Frutta, στη C-470/1999, Universale Bau κ.λπ., Ε.Σ. VI Tμ. 897/2012, Εφ. Αθηνών 24/1998). Το πρόσθετο δε μεταφορικό έργο προέκυψε από την αιφνίδια, μετά τη δημοπρασία του ελεγχόμενου έργου, αλλαγή των συνθηκών, σε σχέση με εκείνες που υπήρχαν κατά το χρόνο σύνταξης των τευχών δημοπράτησής του (διακοπή λειτουργίας του λατομείου «…..» ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΌ ΤΊΤΛΟ «....», που λειτουργούσε στην περιοχή της .... και αναγκαστική απόθεση των υλικών της εκσκαφής σε άλλους, εγκεκριμένους από την αναθέτουσα αρχή, αποθεσιοθαλάμους, οι οποίοι βρίσκονται σε μεγαλύτερη απόσταση - μέση απόσταση από 55 έως 75 χιλιόμετρα από το κέντρο βάρος του χωματισμού των έργων - από την αρχικώς εκτιμηθείσα), οι οποίες συνιστούν απρόβλεπτες περιστάσεις και τεκμηριώνουν την αναγκαιότητα σύναψης συμπληρωματικής σύμβασης με την υφιστάμενο ανάδοχο.


ΕλΣυν/Τμ.6/895/2012

Εννοια δημοσίου έργου.Δημόσιο έργο είναι το έργο που εκτελείται για την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος καθόσον καλύπτει βασικές ανάγκες της κοινωνίας, συμβάλλει στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνατοτήτων και γενικά αποσκοπεί στη βελτίωση της ζωής των πολιτών. Από τεχνικής απόψεως δημόσιο έργο αποτελεί ένα σύνολο πράξεων και εργασιών που διενεργούνται από δημόσιους φορείς, στους οποίους περιλαμβάνονται οι Περιφέρειες, το οποίο κατατείνει στην κατασκευή, επισκευή, επέκταση, ανακαίνιση ή συντήρηση έργου, και απαιτεί, λόγω της πολυπολοκότητάς του, εξειδικευμένη τεχνική γνώση και επέμβαση, δηλαδή χρήση ειδικών τεχνικών γνώσεων και αντιστοίχων μέσων και προορίζεται να επιτελεί καθ’ εαυτό μία οικονομική και τεχνική λειτουργία επιφέροντας ένα άρτιο λειτουργικό αποτέλεσμα (Απόφαση VI Τμήματος 3371/2011, Πράξη ΙV Τμήματος 31/2010, Εφ.Λάρισας 45/2004). Το δημόσιο έργο πρέπει να συνδέεται άμεσα με το έδαφος ή το υπέδαφος κατά τρόπο διαρκή και σταθερό, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί συστατικό αυτού κατά την έννοια του άρθρου 953 Α.Κ. και να μην μπορεί να αποχωρισθεί από αυτό χωρίς βλάβη ή αλλοίωση της ουσίας ή του προορισμού του (Πράξεις VII Τμήματος 24/2009, 3/2009, ΙV Τμήματος 31/2010, 196/2008, ΣτΕ 329/2007, 808/1997, 1426/1997). Αντιθέτως, όταν για την επίτευξη ενός αποτελέσματος απαιτούνται απλές εργασίες, χωρίς ιδιαίτερες τεχνικές γνώσεις και μεθόδους, χωρίς τη χρησιμοποίηση εξειδικευμένου επιστημονικού ή τεχνικού προσωπικού ή ιδιαίτερων τεχνικών μέσων και εγκαταστάσεων, καθώς και όταν το αποτέλεσμα των ενεργειών δεν καθίσταται συστατικό του εδάφους, τότε πρόκειται για εκτέλεση εργασιών ή παροχή υπηρεσιών (Απόφαση VI Τμήματος 3371/2011, Πράξεις VII Τμήματος 203/2011, 202/2011, 94/2011, 403/2010, 308/2009, 3/2009, 285/2008). Ακολούθως, όταν πρόκειται για δημόσιο έργο, κατά την ως άνω έννοια, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 57 παρ.3 και 17 παρ.7 του Κώδικα δημοσίων έργων, οι οποίες προβλέπουν την επιβάρυνση της απαιτούμενης δαπάνης με γενικά έξοδα και εργολαβικό όφελος καθώς και με το κονδύλιο των απροβλέπτων δαπανών, υπολογιζόμενα σε ποσοστό επί της αξίας των εκτελεσθησομένων εργασιών κατασκευής του έργου. Τέλος, όταν μία σύμβαση έχει μεικτό χαρακτήρα διότι σε αυτήν περιλαμβάνονται τόσο η εκτέλεση έργου όσο και η παροχή υπηρεσιών, η σύμβαση χαρακτηρίζεται από το κύριο αντικείμενο αυτής, υπολογιζόμενο από την αξία αυτού καθώς και τον παρεπόμενο χαρακτήρα των λοιπών αντικειμένων σε σχέση με το πρωτεύον τοιούτο (πρβλ. απόφαση ΔΕΚ της 19.4.1994 στη C-331/92, Cestiόn Hotelera Internacional, σκ. 20-29, απόφαση ΔΕΚ της 18.11.1999 στη C-107/98, Teckal, σκ. 38).(...)V. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας αποφάσεως το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι το αντικείμενο του κρινόμενου διαγωνισμού αφορά στην εκτέλεση έργου και όχι στην παροχή υπηρεσιών καθόσον πρόκειται για συντήρηση του υφιστάμενου δικτύου άρδευσης και στράγγισης της πεδιάδας της Άρτας. Ειδικότερα, για την πραγματοποίηση του καθαρισμού των τάφρων και των διωρύγων απαιτείται όχι μόνον η αποψίλωση της βλάστησης από τα πρανή και την κοίτη και η αποκομιδή των φερτών υλικών, αλλά, κατά κύριο λόγο, η αποκατάσταση της διατομής των τάφρων και των διωρύγων ώστε να επαναφερθούν τα τεχνικά χαρακτηριστικά τους (πλάτος, βάθος και κατά μήκος κλίση) στις πρότερες διαστάσεις καθώς και η διαμόρφωση, με εκσκαφές ακριβείας, ο πυθμένας και τα πρανή για να είναι επιτρεπτή η απρόσκοπτη διέλευση του νερού. Προς τούτο απαιτείται η χρήση ιδιαίτερων τεχνικών μέσων (ειδικοί εκσκαφείς συγκεκριμένης ισχύος κ.λπ.), που περιγράφονται στην τεχνική έκθεση και κυρίως, η πραγματοποίηση των εργασιών υπό την επίβλεψη, την καθοδήγηση και τις οδηγίες των ειδικών μηχανικών ή μηχανολόγων μηχανικών του αναδόχου και της Υπηρεσίας, ενώ περαιτέρω η άμεση σύνδεση των εργασιών κατά τρόπο σταθερό και διαρκή με το έδαφος είναι αυτονόητη.


ΕΣ/Κλ.Ε/157/2017

Νομιμότητα της διαδικασίας ανάδειξης αναδόχου και του σχεδίου σύμβασης του έργου «Επείγουσες εργασίες στο Ε.Ο.Δ. Κρήτης (Περιφέρειας Κρήτης) – 10ο υποέργο “Βελτίωση – Συντήρηση Σήμανσης στο Ε.Ο.Δ. Κρήτης”(...) Όπως παγίως γίνεται δεκτό, οι αρχές της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης στους δημόσιους διαγωνισμούς επιτάσσουν στις αναθέτουσες αρχές να διατυπώνουν τους όρους διεξαγωγής της διαδικασίας ανάθεσης στην προκήρυξη του διαγωνισμού με σαφήνεια, ακρίβεια και χωρίς αμφισημία, κατά τρόπο ώστε αφενός να παρέχουν σε όλους τους ευλόγως ενημερωμένους και επιδεικνύοντες τη συνήθη επιμέλεια διαγωνιζομένους τη δυνατότητα να κατανοούν το ακριβές περιεχόμενο των όρων αυτών και να τους ερμηνεύουν με τον ίδιο τρόπο, αφετέρου, να καθιστούν δυνατό τον αποτελεσματικό έλεγχο του αν οι προσφορές των υποψηφίων ανταποκρίνονται στα τιθέμενα κριτήρια (Ε.Σ. Τμ. VI 2452/2012, 1643/2014, 6869/2015, 261/2017, βλ. και ΔΕΚ απόφαση της 18.10.2001, C-19/2000, SIAC Construcion Ltd, σκέψεις 41 έως 44, απόφαση της 29.4.2004, C‑496/1999 Επιτροπή κατά CAS Succhi di Frutta, σκέψη 111, απόφαση της 10.5.2012, C-368/10, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών σκ. 109 επ.). (...) Με τα δεδομένα αυτά, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η απόρριψη της προσφοράς της εταιρείας …. δεν είναι νόμιμη. Και τούτο διότι, η από 13.9.2016 υπεύθυνη δήλωση που υπέβαλε στο διαγωνισμό ο ομόρρυθμος εταίρος και εκπρόσωπος της εν λόγω εταιρείας, …, με την οποία, νόμιμα εξουσιοδοτημένος από τους λοιπούς διαχειριστές (βλ. την από 13.9.2016 δήλωση εκπροσώπησης / εξουσιοδότηση), δήλωσε ότι άπαντες οι διαχειριστές της εταιρείας (…) δεν έχουν καταδικαστεί αμετάκλητα για τα αναφερόμενα στο άρθρο 22.2 της διακήρυξης αδικήματα, πληρούσε τους όρους της διακήρυξης. Ειδικότερα, η δήλωση αυτή δεν υπογράφεται από τον δηλούντα ως φυσικό πρόσωπο για λογαριασμό δικό του, αλλά ως νόμιμο εκπρόσωπο της συμμετέχουσας στο διαγωνισμό επιχείρησης, που αρμοδίως βεβαιώνει την ύπαρξη ή μη συγκεκριμένων ιδιοτήτων στα πρόσωπα που την διοικούν (βλ. Ε.Σ. Κλ. Ε΄ 242/2014, 73/2015) (...)Κατ’ ακολουθίαν, κωλύεται η υπογραφή του ελεγχόμενου σχεδίου σύμβασης. 


ΣΤΕ/1794/2008

Εκπόνηση μελέτης...Επειδή, εν προκειμένω, η αξιολόγηση των προσφορών των διαγωνιζομένων έγινε μη νομίμως, όπως βασίμως προβάλλεται με την αίτηση ακυρώσεως της σύμπραξης «…» κ.λ.π., διότι η Επιτροπή, μεσούντος του διαγωνισμού και μάλιστα μετά την υποβολή των προσφορών και την αποσφράγιση των αιτήσεων εκδήλωσης ενδιαφέροντος, και τελικώς το Δημοτικό Συμβούλιο …. βασίσθηκαν στη μη προβλεπόμενη αρχήθεν από τη διακήρυξη και, ως εκ τούτου, μη νόμιμη μέθοδο των κατηγοριοποιημένων συντελεστών βαρύτητας των τριών κριτηρίων ανάθεσης. Εξάλλου, ναι μεν, όπως εξέθεσε διηγηματικώς το ΔΕΚ στην απόφασή του επί του προδικαστικού ερωτήματος (σκ. 25-32), τα κριτήρια που επέλεξε η αναθέτουσα αρχή ως «κριτήρια αναθέσεως» (εμπειρία, προσόντα και μέσα που μπορούν να διασφαλίσουν την προσήκουσα εκτέλεση της εν λόγω σύμβασης) αφορούν την καταλληλότητα των διαγωνιζομένων να εκτελέσουν τη σύμβαση αυτή και, συνεπώς, δεν αποτελούν «κριτήρια αναθέσεως», υπό την έννοια του άρθρου 36 παρ. 1 της οδηγίας 92/50, αλλά «κριτήρια ποιοτικής επιλογής»· όμως, η νομιμότητα των κριτηρίων αυτών δεν μπορεί να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως στα πλαίσια της παρούσης δίκης, εφόσον το κύρος της διακήρυξης και ο καθορισμός των ως άνω κριτηρίων ως κριτηρίων ανάθεσης δεν αμφισβητήθηκε ευθέως και επικαίρως από τους αιτούντες ή άλλους διαγωνιζόμενους εντός της προθεσμίας προς άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως κατά της διακήρυξης (πρβ. αποφάσεις ΔΕΚ της 12.12.2002, Universale-Bau AG, C-470/99, καθώς και της 27.2.2003, Santex SpA, C-327/2000).