ΥΦ.ΟΙΚ.0001234 ΕΞ 2017
Τύπος: Αποφάσεις
Καθορισμός της λειτουργίας της Διαρκούς Επιτροπής με την ονομασία «Συντονιστική Επιτροπή για την αναθεώρηση των αντικειμενικών αξιών ακινήτων και την αξιοποίηση της Βάσης Δεδομένων της Τράπεζας Αξιών Ακινήτων», του άρθρου 71 του ν. 4484/2017.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
75264 ΕΞ 2021
Σύσταση, συγκρότηση και ορισμός μελών Ομάδας Εργασίας για τη διαμόρφωση του νέου Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) και την προσαρμογή των συντελεστών του στις μεταβολές των αντικειμενικών αξιών ακινήτων.
2/25400/0004/2017
Καθορισμός αποζημίωσης του ιδιώτη-μέλους των Επιτροπών του άρθρου 41 του ν.1249/1982 για την αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων».
Δ6Α/1096491/ΕΞ2013
Συμπλήρωση της αριθ. Δ6Α 1107881ΕΞ2010/5-8-2010 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών «Συγκρότηση και ορισμός μελών Επιτροπής (άρθρου 41 του ν.1249/82) για την αναπροσαρμογή των Αντικειμενικών Αξιών των ακινήτων του νομού Αττικής», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
ΝΣΚ/183/2020
1) Εάν για τη χορήγηση αντιγράφων εγγράφων, που λήφθηκαν υπόψη και αναφέρονται στο προοίμιο της με αριθμό 102353/15.09.2020 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, η οποία αφορά τον ανακαθορισμό των τιμών ζώνης του αντικειμενικού συστήματος προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας ακινήτων, απαιτείται ειδικό έννομο συμφέρον ή αρκεί η επίκληση απλού εύλογου ενδιαφέροντος και πώς αυτά αποδεικνύονται. 2) Εάν το Αυτοτελές Τμήμα Εκτιμήσεων και Προσδιορισμού Αξιών Ακινήτων, ως αποδέκτης των σχετικών εισηγήσεων των εκτιμητών του Μητρώου Πιστοποιημένων Εκτιμητών του Υπουργείου Οικονομικών, υποχρεούται στα χορηγούμενα αντίγραφα αυτών να προβαίνει σε ανωνυμοποίηση των προσωπικών δεδομένων που τυχόν περιλαμβάνονται σε αυτές και ποιων. 3) Εάν η έκδοση εισαγγελικής παραγγελίας δεσμεύει, σε κάθε περίπτωση, το Αυτοτελές Τμήμα Εκτιμήσεων και Προσδιορισμού Αξιών Ακινήτων για τη χορήγηση των αιτούμενων εγγράφων, αν και περιέχουν και προσωπικά δεδομένα τρίτων.(...)1) Τα έγγραφα που λήφθηκαν υπόψη και αναφέρονται στο προοίμιο της με αριθμό 102353/15.09.2020 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, μεταξύ των οποίων και οι σχετικές εισηγήσεις των εκτιμητών, αποτελούν διοικητικά έγγραφα, κατά την έννοια του άρθρου 5 του ν. 2690/1999 (άρθρο 1 π.δ. 28/2015), και για τη χορήγηση αντιγράφων τους απαιτείται η επίκληση απλού εύλογου ενδιαφέροντος, ήτοι η ύπαρξη μιας συγκεκριμένης προσωπικής έννομης σχέσης που συνδέει τον αιτούντα με το περιεχόμενό τους, το οποίο πρέπει να αποδεικνύεται κατά τρόπο αντικειμενικό, με κάθε πρόσφορο μέσο (ομόφωνα). 2) Το Αυτοτελές Τμήμα Εκτιμήσεων και Προσδιορισμού Αξιών Ακινήτων προβαίνει, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 6 και 86 του Κανονισμού και των άρθρων 5, 24, 26 και 42 του ν. 4624/2019, στη χορήγηση αντιγράφων των παραπάνω διοικητικών εγγράφων χωρίς ανωνυμοποίηση των απλών προσωπικών δεδομένων των συντακτών τους - δικαιούχων των δεδομένων (ονοματεπώνυμο, διεύθυνση, τηλέφωνο, σφραγίδα), κατόπιν ενημέρωσής τους. Υποχρέωση απόκρυψης - ανωνυμοποίησης υφίσταται μόνο για τον Αριθμό Φορολογικού Μητρώου των παραπάνω προσώπων και τη Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία που αυτά υπάγονται, ως στοιχεία που προστατεύονται από το φορολογικό απόρρητο (ομόφωνα). 3) Η εισαγγελική παραγγελία που περιέχει ρητή έκφραση γνώμης και περαιτέρω παραγγελία προς το Αυτοτελές Τμήμα Εκτιμήσεων και Προσδιορισμού Αξιών Ακινήτων για τη γνωστοποίηση στον αιτούντα των ζητούμενων εγγράφων που περιέχουν απλά προσωπικά δεδομένα, υποχρεώνει την Υπηρεσία αυτή στη χορήγηση αντιγράφων τους, τα οποία, πάντως, τα χορηγεί και χωρίς εισαγγελική παραγγελία, σύμφωνα με το άρθρο 5 του ν. 2690/1999 (άρθρο 1 π.δ. 28/2015). Ειδικά, για την παροχή αντιγράφων των προαναφερόμενων εγγράφων με εμφανή τον Αριθμό Φορολογικού Μητρώου και τη Δ.Ο.Υ. των συντακτών τους - δικαιούχων των δεδομένων, η εισαγγελική παραγγελία, για να είναι δεσμευτική για το Αυτοτελές Τμήμα Εκτιμήσεων και Προσδιορισμού Αξιών Ακινήτων, πρέπει να διαλαμβάνει στο περιεχόμενό της ρητή και ειδική διάταξη, ότι δεν συντρέχει περίπτωση φορολογικού απορρήτου (ομόφωνα).
ΝΣΚ/24/2018
Υποχρέωση επιστροφής του ΦΠΑ που καταβλήθηκε από κατασκευαστή, βάσει ειδικής δηλώσεως μεταβιβάσεως ακινήτου, και είχε υπολογιστεί επί της αντικειμενικής αξίας του μεταβιβαζομένου ακινήτου, στην περίπτωση που μετέπειτα επήλθε αναδρομική μείωση των αντικειμενικών αξιών. Η φορολογική αρχή υποχρεούται, ύστερα από υποβολή σχετικής τροποποιητικής δηλώσεως του φορολογούμενου, να επιστρέψει τη διαφορά του φόρου προστιθεμένης αξίας (ΦΠΑ), η οποία προκύπτει μεταξύ αφενός μεν του καταβληθέντος, βάσει της ειδικής δηλώσεως μεταβιβάσεως ακινήτου, και υπολογισθέντος βάσει της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου, και αφετέρου του προκύπτοντος βάσει της αντικειμενικής αξίας των ακινήτων, όπως προσδιορίστηκε δυνάμει της υπ’ αριθμ. ΠΟΛ.1009/2016 αποφάσεως του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, με την οποία αναπροσαρμόστηκαν αναδρομικώς από 21-5-2015 οι αντικειμενικές αξίες των ακινήτων, σε συμμόρφωση προς την υπ’ αριθ. 4446/2015 ακυρωτική απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (πλειοψ.).
ΕΣ/Α΄ ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/1346/2024
Εκμίσθωση υπαίθριων σταθμών αυτοκινήτων(...)Με την προσφυγή αυτή επιδιώκεται η αναθεώρηση της 1083/2024 απόφασης του Εβδόμου Τμήματος (Δ΄ Διακοπών) του Ελεγκτικού Συνεδρίου.(...)Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο διότι από τους προαναφερόμενους όρους της διακήρυξης συνάγεται ότι με την ελεγχόμενη σύμβαση ο ανάδοχος υποχρεούται να παρέχει συγκεκριμένες υπηρεσίες σε τρίτους χρήστες, οι οποίες μάλιστα οριοθετούνται από ένα πλέγμα ειδικών υποχρεώσεων του τόσο προς τους χρήστες (χρόνος και τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών) όσο και προς την αναθέτουσα αρχή (τρόπος διαχείρισης και εκμετάλλευσης των σταθμών). Ακόμη, αποκτά το δικαίωμα να έχει ίδια έσοδα από τους τρίτους - χρήστες των παρεχόμενων υπηρεσιών, το οποίο κατ’ ουσίαν συνιστά και το αντάλλαγμά του από την εκμετάλλευση των χώρων στάθμευσης, ενώ ο ίδιος αναλαμβάνει την υποχρέωση πλην των άλλων να καταβάλλει το προαναφερθέν σταθερό μηνιαίο μίσθωμα προς τον Δήμο Καλαμάτας. Συγχρόνως, ο ανάδοχος αναλαμβάνει πλήρως τον σχετιζόμενο με την εκμετάλλευση των υπαίθριων σταθμών στάθμευσης επιχειρηματικό κίνδυνο, αφού όχι μόνο δεν υπάρχουν εγγυημένα γι’ αυτόν έσοδα, αλλ’ αντιθέτως υποχρεούται ο ίδιος, πέραν της κάλυψης των λειτουργικών εξόδων των σταθμών, στην καταβολή ετήσιου ανταλλάγματος στον Δήμο Καλαμάτας. Συνεπώς, όπως ορθώς κρίθηκε με την προσβαλλόμενη, καίτοι παραχωρείται και η χρήση των ακινήτων, η υπό ανάθεση σύμβαση δεν αποτελεί σύμβαση εκμισθώσεως για την οικονομικώς επωφελέστερη αξιοποίηση των εν λόγω ακινήτων προς άντληση εσόδων, η οποία σύμβαση ρητώς εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής του ν. 4413/2016 (άρθρο 9 παρ. 8 περ. α), αλλά συνιστά κατά τον προέχοντα χαρακτήρα της σύμβαση παραχωρήσεως υπηρεσιών. Τούτο δε, παρά τον ρητό χαρακτηρισμό της σύμβασης στη διακήρυξη ως «σύμβασης μίσθωσης», ο οποίος, άλλωστε, δεν είναι δεσμευτικός για το Δικαστήριο (πρβλ. ΕλΣυν Ολ. 982/2023).Για τους λόγους αυτούς.Απορρίπτει την προσφυγή αναθεώρησης.
ΕΣ/ΤΜ.6/1204/2014
Σύμβαση πώλησης και επαναμίσθωσης αστικών ακινήτων...ζητείται παραδεκτώς η ανάκληση της 275/2013 πράξης του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου...Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν ανωτέρω ερμηνευτικώς δεκτά, το Τμήμα κρίνει ότι έσφαλε το Κλιμάκιο αποφαινόμενο ως ανωτέρω, καθόσον προέβη, προεχόντως, σε έλεγχο σκοπιμότητας και, δευτερευόντως, σε έλεγχο της ορθότητας των κρίσεων του Συμβουλίου Εμπειρογνωμόνων (Σ.Ε.). Ειδικότερα, το Κλιμάκιο υπερέβη την αρμοδιότητά του χαρακτηρίζοντας την επίμαχη συναλλαγή ως ειδική μορφή δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου από τον ιδιωτικό τομέα, περίπτωση, άλλωστε, που δεν συντρέχει εν προκειμένω, διότι η ελεγχόμενη συναλλαγή αφορά, κατ’ άρθρο 1 παρ. 1 περιπτ. α του ν. 3581/2007, στη σύνθετη μορφή αξιοποίησης της πώλησης ακινήτων με ταυτόχρονη επαναμίσθωσή τους στον προηγούμενο κύριο, ήτοι το Ελληνικό Δημόσιο (sale & lease back), καθόσον δεν παραθέτει αναλυτικά τα στοιχεία εκείνα που δικαιολογούν τον διάφορο χαρακτηρισμό της επίμαχης συναλλαγής. Περαιτέρω, οι κρίσεις του Σ.Ε. σχετικά με το επωφελές και συμφέρον της ελεγχόμενης συναλλαγής για το ... και το Ελληνικό Δημόσιο άπτονται οικονομικών ζητημάτων που απαιτούν εξειδικευμένες γνώσεις στον οικονομικό και χρηματοοικονομικό τομέα, ήτοι πρόκειται για αμιγώς τεχνικές κρίσεις, οι οποίες δεν ελέγχονται από το Ελεγκτικό Συνέδριο, στο πλαίσιο του προσυμβατικού ελέγχου νομιμότητας, σύμφωνα με τα άρθρα 9 παρ. 4 του ν. 3986/2011 και 35 του ν. 4129/2013. Σε κάθε δε περίπτωση, η γνωμοδότηση του Σ.Ε. είναι σαφώς και επαρκώς αιτιολογημένη σε σχέση με τον επωφελή και συμφέροντα χαρακτήρα της ελεγχόμενης συναλλαγής. Τούτο διότι η αιτιολογία δεν περιορίζεται στη διαβεβαίωση ότι τα αξιοποιούμενα ακίνητα θα πωληθούν σε τιμή μεγαλύτερη από την αγοραία αξία τους, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει το Κλιμάκιο, αλλά το Σ.Ε., αφού, όπως μνημονεύεται ρητά στην κρίσιμη γνωμοδότηση, έλαβε υπόψιν του τα χαρακτηριστικά της συναλλαγής και τις επικρατούσες συνθήκες της αγοράς, εξέτασε όλα τα κατά την κρίση του, που επίσης είναι τεχνική, απαιτούμενα και κρίσιμα προς τούτο στοιχεία της ενιαίας συναλλαγής πώλησης και ταυτόχρονης μίσθωσης των ακινήτων, τα οποία και παρέθεσε αναλυτικά στο σώμα των από 18.10.2013 Πρακτικών του. Ειδικότερα, το Σ.Ε. έλαβε υπόψη του κατά κύριο λόγο τα ακόλουθα: α) την από 17.10.2013 παρουσίαση των Χρηματοοικονομικών Συμβούλων, β) την σχετική Έκθεση του Ανεξάρτητου Εκτιμητή, τα πορίσματα της οποίας βασίζονται, μεταξύ άλλων, και στα συμπεράσματα του τρίτου εκτιμητή “…” (βλ. την από 30.4.2013 Έκθεση) που προσδιόρισε το αγοραίο μίσθωμα έκαστου εκ των είκοσι οκτώ (28) ακινήτων, γ) το από 16.10.2013 γνωμοδοτικό σημείωμα του Επ. Καθηγητή Νομικής … περί της μη εφαρμογής των αντικειμενικών αξιών κατά την πώληση ακινήτων του ..., δ) τα τελικά Σχέδια των Συμβάσεων Πώλησης και Μίσθωσης και ε) τις δεσμευτικές προσφορές των τριών προεπιλεγέντων επενδυτών, έγγραφα, τα οποία ανεξαρτήτως του ότι λήφθησαν υπόψη για την έκδοση της γνωμοδότησης του Σ.Ε., αποτελούν και το έρεισμα για την έκδοση της σχετικής απόφασης του Δ.Σ. του .... (βλ. και σκέψη ΙV περιπτ. στ της παρούσας). Εξάλλου το Σ.Ε. εξέτασε, ως τα, κατά την άποψή του, κρίσιμα στοιχεία, τους βασικούς όρους της συναλλαγής, όπως αυτοί αναφέρονται στην ρηθείσα παρουσίαση των Χρηματοοικονομικών Συμβούλων (βλ. σελ. 4), ήτοι μεταξύ άλλων, τη διάρκεια μίσθωσης, το ετήσιο μίσθωμα, ότι το κόστος της βαριάς συντήρησης θα βαρύνει τον επενδυτή - μελλοντικό κύριο, ενώ το Δημόσιο θα βαρύνεται με το κόστος της ελαφριάς και μόνον συντήρησης, ότι το Δημόσιο θα καλύψει το βασικό και μόνον κόστος ασφάλισης, καθώς και τα επιμέρους χαρακτηριστικά της συναλλαγής, τα οποία, επίσης παρατίθενται και επεξηγούνται στην ως άνω παρουσίαση (βλ. σελ. 5 και 6). Κατ’ ακολουθία αυτών, τόσο η γνωμοδότηση του Σ.Ε., όσο και η επ’ αυτής ερειδόμενη απόφαση του Δ.Σ. του ... περιέχουν επαρκή σαφή και ειδική αιτιολογία ως προς το επωφελές και συμφέρον της ελεγχόμενης συναλλαγής για το Ελληνικό Δημόσιο και επομένως η σχετικώς αναδειχθείσα από το Κλιμάκιο πλημμέλεια δεν συντρέχει...Ανακαλεί την 275/2013 πράξη του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
ΕλΣυν/Τμ.7/297/2011
Στο πεδίο εφαρμογής του ν. 3316/2005 εμπίπτουν συμβάσεις μελετών και παροχής υπηρεσιών του άρθρου 1 παρ. 2 εδάφ. α' και εδάφ. β' αυτού, εφόσον συνδέονται με την εκτέλεση δημόσιου τεχνικού έργου. Αυτό προκύπτει σαφώς τόσο από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης του άρθρου 2 εδάφ. α' του ως άνω νόμου, σύμφωνα με την οποία ως σύμβαση μελέτης χαρακτηρίζεται εκείνη που αποβλέπει στην παραγωγή, στην επέμβαση σε ορισμένο τεχνικό έργο ή ακόμη και στο σχεδιασμό και την απεικόνιση αυτού, όσο και από την αιτιολογική έκθεση αυτού, κατά την οποία σκοπός του νομοθέτη ήταν να διασφαλιστεί η τήρηση των αρχών της διαφάνειας και του υγιούς ανταγωνισμού στις διαδικασίες παραγωγής δημοσίων έργων. Ο σκοπός αυτός επιτυγχάνεται μέσω της θέσπισης ενός νομικού πλαισίου που διέπει τη διαδικασία ανάθεσης των συμβάσεων μελετών αυτών των έργων, καθόσον οι μελέτες αποτελούν έναν από τους τρεις πυλώνες του συστήματος παραγωγής έργων. Εξάλλου, όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση, το νομοθέτημα αυτό ήλθε να διορθώσει σφάλματα και να καλύψει ελλείψεις του νομικού πλαισίου που είχε διαμορφωθεί με τους προηγούμενους νόμους 716/1977 και 3164/2003 (του οποίου η εφαρμογή ανεστάλη με το ν. 3242/2004), αλλά και να εναρμονίσει την εθνική νομοθεσία με την Οδηγία ΕΚ/92/50 για τις δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών, που αποτελούν και οι μελέτες ως ειδικότερο είδος αυτών. Με τα δεδομένα αυτά το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι οι εντελλόμενες με τα επίμαχα χρηματικά εντάλματα δαπάνες είναι νόμιμες, καθόσον, κατά τα βασίμως προβαλλόμενα από το Δήμο …., όπως προκύπτει από τις ανωτέρω με αριθμ. πρωτ. 28870/7/2011 και 28872/8/2011 μελέτες, σε συνδυασμό με τις επισυναφθείες σε αυτές τεχνικές προδιαγραφές, αντικείμενο των ανατεθεισών και εκτελεσθεισών, αντίστοιχα, εργασιών, είναι στη μεν πρώτη περίπτωση η γεωμετρική τεκμηρίωση των κτισμάτων του …., προκειμένου να προκύψουν τα χαρακτηριστικά και ιδίως τα συνολικά τετραγωνικά των κτισμάτων που βρίσκονται στα όρια του Δήμου και η δημιουργία ηλεκτρονικού μητρώου (βάσης δεδομένων) δημοτικών τελών, στη δε δεύτερη περίπτωση η ψηφιοποίηση των διαγραμμάτων σχεδίων πόλεων. η ψηφιακή αποτύπωση της υφιστάμενης κατάστασης των ορίων των οικισμών του Δήμου, όπου θα εμφανίζονται οι γραμμές των παλαιότερων ορίων χωρίς τροποποίηση προς ανάδειξη των ασυμφωνιών και η πρόταση άρσης της ενδεχόμενης ασυμφωνίας, προκειμένου να εντοπίζονται πλήρως οι υφιστάμενες θέσεις εντός και εκτός των οικιών και να επιτυγχάνεται η ακριβής γνωμοδότηση των Υπηρεσιών του Δήμου σε ανάλογα αιτήματα των πολιτών. Επομένως, και στις δύο ως άνω περιπτώσεις καθίσταται σαφές ότι πρόκειται για εργασίες που δεν αποσκοπούν στην παραγωγή δημοσίων έργων αλλά αποτελούν απλή αποτύπωση της υφιστάμενης κατάστασης και καταγραφή στοιχείων για την μετέπειτα αξιοποίηση τους από το Δήμο ….. Κατ ακολουθίαν των ανωτέρω, οι δαπάνες που εντέλλονται με τα ελεγχόμενα χρηματικά εντάλματα είναι νόμιμες και τα χρηματικά αυτά εντάλματα πληρωμής του Δήμου ….πρέπει να θεωρηθούν.
ΕΣ/ΤΜ.6/2341/2017
Αίτηση ανάκλησης της 127/2017 Πράξης του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου(...) Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη 2 της παρούσας, το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι δεν αιτιολογείται εν προκειμένω ειδικά και ορισμένα ο συμφέρων χαρακτήρας του τελικώς επιτευχθέντος τιμήματος των 19.800.000,00 ευρώ, το οποίο, ως αγοραία αξία, υπερβαίνει κατά 50% περίπου την αντικειμενική όμοια. Τούτο δε, πρωτίστως διότι η 1391/2017 προδικαστική απόφασή του δεν εκτελέστηκε, καθόσον η προσκομισθείσα 1895/21.7.2017 απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής της Περιφέρειας .... δεν συνιστά ως εκ του περιεχομένου της τη ζητούμενη, για την άρση της πλημμέλειας που πράγματι στοιχειοθετήθηκε εν προκειμένω από την έλλειψη της ως άνω ειδικής αιτιολογίας, απόφαση. Σε κάθε δε περίπτωση, το Τμήμα κρίνει ότι εκ των προσκομισθέντων με το από 24.7.2017 υπόμνημα του Προέδρου της Οικονομικής Επιτροπής στοιχείων ουδόλως αποδεικνύεται το συμφέρον της ως άνω μοναδικής προσφοράς της «.... AE» καθόσον: Α) Το 56649/18.9.2013 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαρίας Πουλαντζά, με το οποίο μεταβιβάστηκε από τη «.... AE» στην «ΕΘΝΙΚΗ ΛΗΖΙΝΓΚ Ανώνυμος Εταιρία Χρηματοδοτικών Μισθώσεων» το προς αγορά κτίριο επί της Λεωφ. Κηφισού 62-64, δεν αποτελεί πρόσφορο συγκριτικό στοιχείο ως προς το ύψος της αγοραίας αξίας αυτού, δεδομένου ότι η επίμαχη πώληση έλαβε χώρα στο πλαίσιο σύναψης σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης του ν.1665/1986, ήτοι πώλησης και επαναμίσθωσης μεταξύ των ιδίων συμβαλλομένων (βλ. σελ. 20 Έκθεσης Εκτίμησης και φύλλα 23, 26 και 27 του ως άνω συμβολαίου), ήτοι μίας εξειδικευμένης σύμβασης, που δεν προσιδιάζει στην απλή πώληση, αφού κατατείνει στη χρηματοδότηση της πωλήτριας εταιρίας σε ποσοστό επί της καθορισθείσας αξίας του ακινήτου από την αγοράστρια εταιρία χρηματοδοτικής μίσθωσης και στη συνέχεια στη μίσθωση του ακινήτου από την ίδια με δικαίωμα επαναγοράς κατά τη λήξη της σύμβασης. Παρέπεται δε ότι λόγω του χρηματοδοτικού χαρακτήρα της ως άνω σύμβασης και της συνακόλουθης ταύτισης των ρόλων πωλητή-πελάτη της εταιρίας χρηματοδοτικής μίσθωσης, το τίμημα της πώλησης του ακινήτου διαμορφώνεται με διαφορετικά από αυτά της κοινής πώλησης κριτήρια (τραπεζικά, όπως π.χ. πιστοληπτική ικανότητα του πωλητή-μισθωτή). Β) Ομοίως η 1705/2014 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών για τον καθορισμό οριστικής τιμής μονάδος αποζημίωσης απαλλοτριούμενης εδαφικής έκτασης, που βρίσκεται εντός του Ο.Τ. 258Α του Δήμου ...., εκτάσεως 5.337,60 τ.μ., δεν αποτελεί πρόσφορο συγκριτικό στοιχείο, καθόσον δεν αφορά σε ακίνητο ανάλογου εμβαδού και θέσης (βλ. σκέψη 3). Γ) Τα νέα φύλλα υπολογισμού της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου επί της Λεωφ. Κηφισού 62-64 ως ενιαίας ιδιοκτησίας από τη συμβολαιογράφο Αθηνών Ευδοξία Δημοπούλου δεν δύναται να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο, καθόσον το προς αγορά κτίριο επί της Λεωφ. Κηφισού 62-64 είναι διαιρεμένο σε οριζόντιες κατ’ ορόφους ιδιοκτησίες, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3741/1929, του Ν.Δ. 1024/1971 και των άρθρων 1002 και 1117 του Α.Κ., δυνάμει της υπ’ αριθμ. 2470/2001 πράξης της συμβολαιογράφου Αθηνών Ευδοξίας Δημοπούλου-Αθανασοπούλου, όπως αυτή έχει τροποποιηθεί και ισχύει με τις 2931/2003, 3070/2003 και 6690/2013 πράξεις τις ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου (βλ. φύλλο 20 του προαναφερόμενου 56649/2013 συμβολαίου). Συνεπώς, για τον υπολογισμό της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου ως ενιαίας ιδιοκτησίας απαιτείται η προηγούμενη κατάργηση της νομίμως συσταθείσας οριζοντίου ιδιοκτησίας με αντίστοιχη συμβολαιογραφική πράξη, ενώ, βάσει του ως άνω νομοθετικού καθεστώτος που διέπει την οριζόντια ιδιοκτησία, η απόκτηση όλων των οριζοντίων ιδιοκτησιών ενός ακινήτου από ένα πρόσωπο (όπως εν προκειμένω την Περιφέρεια ....) δεν επιφέρει κατάργηση της οριζόντιας ιδιοκτησίας, απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού ισχυρισμού της αιτούσας. Εξάλλου, το Τμήμα κρίνει ότι η μεγάλη απόκλιση μεταξύ της αντικειμενικής αξίας του προς αγορά ακινήτου και του τελικώς επιτευχθέντος τιμήματος δεν αιτιολογείται ούτε με την επίκληση εκ μέρους της αιτούσας αορίστως του ισχυρισμού περί χαμηλών αντικειμενικών αξιών στις «λαϊκές» περιοχές της Δυτικής Αθήνας, καθόσον είναι πασίδηλο ότι έχουν υποστεί μεγάλη πτώση και οι αντίστοιχες εμπορικές αξίες λόγω της μεγάλης κρίσης στην αγορά των ακινήτων και της αυξημένης φορολόγησής τους, ούτε με την παράθεση εκ νέου των δεδομένων και των αξιολογήσεων της ως άνω έκθεσης εκτίμησης του Πιστοποιημένου Εκτιμητή, η οποία έχει ήδη κριθεί ανεπαρκώς αιτιολογημένη με την 1391/2017 απόφασή του, χωρίς την ταυτόχρονη προσκόμιση νέων συγκριτικών στοιχείων αναλόγου εμβαδού και θέσης ακινήτων, ενώ ο ισχυρισμός της αιτούσας ότι στο τίμημα περιλαμβάνεται και το κόστος εκτέλεσης επιπρόσθετων εργασιών ύψους 970.000,00 ευρώ πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως αναπόδεικτος. Τέλος, οι ισχυρισμοί της αιτούσας, που αφορούν στη μεθοδολογία σύνταξης της έκθεσης εκτίμησης και στο σύννομο της διαδικασίας που ακολουθήθηκε κατ’ αναλογία των διατάξεων του Π.Δ. 59/2016, πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελώς προβαλλόμενοι, ενώ το επικαλούμενο δημόσιο συμφέρον για τη στέγαση των υπηρεσιών της Περιφέρειας .... σε ένα ενιαίο κτίριο δεν αναιρεί την υποχρέωση αυτής για αιτιολόγηση του συμφέροντος χαρακτήρα του επιτευχθέντος τιμήματος, ως προς την οποία άλλωστε αιτιολόγηση η Περιφέρεια .... έχει αυτοδεσμευθεί με τη διακήρυξη του διαγωνισμού (άρθρο 9.13) και για τήρηση των αρχών της οικονομικότητας και αποδοτικότητας ως μερικότερων εκδηλώσεων της γενικής αρχής της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, που έχουν θεσπιστεί επίσης για λόγους δημοσίου συμφέροντος (βλ. Ε.Σ. VI Τμ. 1605, 2227/2016).
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση ανάκλησης, κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό.
ΔΕΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕλΣυν.Τμ.Μείζ.-Επταμελούς Σύνθεσης/483/2018
ΑΝΑΘΕΩΡΗΘΗΚΕ ΕΣ/ΤΜ.ΜΕΙΖ/ΕΠΤΑΜ/1313/2018
ΕΣ/ΤΜ.ΜΕΙΖ-ΕΠΤΑΜ.ΣΥΝΘ/3062/2011
Ζητείται η αναθεώρηση της 2199/2011 απόφασης του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση του ως άνω αιτούντος για την ανάκληση της 67/2011 πράξης του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες σκέψεις της παρούσας, το Τμήμα κρίνει ότι α) οι υπηρεσίες που αποτελούσαν το αντικείμενο της αρχικής συμβάσεως παρελήφθησαν οριστικώς στις 27.11.2009, ως εκ τούτου δε νοείται έναρξη διαδικασίας κατάρτισης συμπληρωματικής σύμβασης μετά από την ανωτέρω ημερομηνία, όπως εν προκειμένω (στις 23.4.2010, βλ. το 4013228ΕΞ0030/23.4.2010 έγγραφο του Γενικού Γραμματέα Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών), καθόσον δεν υφίσταται πλέον υπό εκτέλεση αρχική σύμβαση, απορριπτομένων των περί διαχωρισμού μεταξύ τυπικής και ουσιαστικής παραλαβής ισχυρισμών του αιτούντος, δεδομένου ότι από καμιά διάταξη νόμου δεν προκύπτει τέτοιος διαχωρισμός και β) οι ελεγχόμενες υπηρεσίες δεν δύνανται να χαρακτηρισθούν συμπληρωματικές, όπως ορθά έκριναν τόσο το Τμήμα όσο και το Κλιμάκιο, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του αιτούντος. Συγκεκριμένα : i) η επικαλούμενη ακύρωση του διαγωνισμού για την προμήθεια στο Υπουργείο Οικονομικών των αναγκαίων υποδομών, λόγω της οποίας κατέστη αδύνατη η μεταφορά της βάσης δεδομένων από τις εγκαταστάσεις του αναδόχου σε χώρους του Υπουργείου, δεν συνιστά αφ’ εαυτής απρόβλεπτη περίσταση, δεδομένου ότι πρέπει να συνοδεύεται και από άλλες καταστάσεις, όπως η έγκαιρη προκήρυξη και διεξαγωγή του διαγωνισμού, η αποφυγή από τα αρμόδια διοικητικά όργανα καταφανών σφαλμάτων κατά τη διαγωνιστική διαδικασία, τα οποία δύνανται να οδηγήσουν με μεγάλη πιθανότητα στην προσφυγή στη δικαστική συνδρομή, ο υπολογισμός της συνήθους χρονικής διάρκειας εκδικάσεως μιας δικαστικής προσφυγής στο απαιτούμενο χρόνο για την ολοκλήρωση του διαγωνισμού, οι οποίες (καταστάσεις) ανάγονται στη σφαίρα ευθύνης της αναθέτουσας αρχής και σε κάθε περίπτωση, δεν αποδεικνύεται από τα στοιχεία του φακέλου της υπό έλεγχο υπόθεσης ότι συνέτρεξαν στην προκειμένη περίπτωση. Εξ άλλου, η προσφυγή στην υπό έλεγχο διαδικασία δεν δικαιολογείται και εκ της αδιαμφισβήτητης και γνωστής στο Υπουργείο περιοδικής φύσης των ζητουμένων υπηρεσιών, δεδομένου ότι δεν μπορούν να συσχετισθούν με τις υπηρεσίες της αρχικής σύμβασης, εφ’ όσον κάθε χρόνο θα ανακύπτει η ανάγκη επικαιροποίησής τους, ενώ, περαιτέρω, δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί η πιθανότητα επιλογής άλλου αναδόχου μέσα από μια νέα ανοιχτή διαγωνιστική διαδικασία, ο οποίος θα είχε την υποδομή και εν γένει τη δυνατότητα να επεξεργασθεί στις εγκαταστάσεις του (εφόσον το Υπουργείο δεν διαθέτει το χώρο και την υλικοτεχνική υποδομή) τη βάση δεδομένων προβαίνοντας στον εμπλουτισμό της με τα νέα στοιχεία που προκύπτουν από τις δηλώσεις Ε9 των ετών 2008, 2009 και 2010, ii) η τεχνική και λειτουργική σύνδεση των υπηρεσιών της αρχικής με αυτές της υπό έλεγχο σύμβασης δεν αρκεί από μόνη της για να προσδώσει συμπληρωματικό χαρακτήρα στη σύμβαση αυτή, καθόσον πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς και οι λοιπές προϋποθέσεις των συμπληρωματικών συμβάσεων (ιδίως οι απρόβλεπτες περιστάσεις που προκαλούν την ανάγκη κατάρτισης αυτών), η δε παροχή σε ετήσια βάση των υπηρεσιών συσχετισμού αυτών με τις προηγούμενες δηλώσεις, ώστε να προκύπτει η αληθής εικόνα της περιουσιακής καταστάσεως των υπόχρεων, αποδεικνύει ότι πρόκειται για νέες κάθε φορά υπηρεσίες, οι οποίες συνιστούν επέκταση αυτών που προβλέπονταν στην αρχική (βλ. και το 4013228ΕΞ0030/23.4.2010 έγγραφο της εισήγησης του Γενικού Γραμματέα Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου). Εξ άλλου, είναι λογικά αδύνατον οι ως άνω υπηρεσίες να μπορούν να διαχωριστούν από την κύρια σύμβαση όταν θα εκτελούνταν από τους υπαλλήλους του Υπουργείου, ενώ τοιαύτη δυνατότητα διαχωρισμού δεν υφίσταται όταν αυτές θα ανατίθεντο σε άλλον, πλην του αρχικού, αναδόχου. Περαιτέρω, αν γίνει αποδεκτή η μη δυνατότητα διαχωρισμού θα πρέπει η ετήσια επεξεργασία των δηλώσεων περιουσιακής καταστάσεως να ανατίθεται στο διηνεκές στην ανάδοχο της αρχικής συμβάσεως, το οποίο είναι λογικώς άτοπο, iii) από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν προκύπτει ότι η ανάδοχος της αρχικής σύμβασης είναι η μοναδική εταιρεία η οποία μπορεί να εγγυηθεί την τήρηση του απορρήτου των περιουσιακών δικαιωμάτων (αντιθέτως, η επίκληση ότι οι υπηρεσίες της συμπληρωματικής σύμβασης επρόκειτο να παρασχεθούν από υπαλλήλους του Υπουργείου καταρρίπτει αυτόν τον ισχυρισμό), ενώ η επεξεργασία των δηλώσεων Ε9 από νέο ανάδοχο ουδόλως αποκλείει την παροχή των υπηρεσιών συντήρησης ή καλής εγγυήσεως από τον ανάδοχο της αρχικής σύμβασης, δεδομένου ότι η αναθέτουσα αρχή επρόκειτο να εκτελέσει, με εκπαιδευμένο προσωπικό, τις ως άνω υπηρεσίες σε χώρους του Υπουργείου, οπότε και στην περίπτωση αυτή, αν δημιουργείτο ανάγκη συντήρησης του προγράμματος, θα επεξεργάζονταν τα στοιχεία αυτού, τόσο η ανάδοχος της αρχικής συμβάσεως όσο και οι ειδικευμένοι υπάλληλοι αυτού. Κατά συνέπεια, δεν αποδείχθηκε ότι πληρούνταν οι προβλεπόμενες στο άρθρο 25 παρ. 4 περ. α΄ του π.δ. 60/2007 και 83 παρ. 3 του ν. 2362/1995 προϋποθέσεις προσφυγής στην ανωτέρω διαδικασία, ενώ, σε κάθε περίπτωση, δεν υφίσταται υπό εκτέλεση αρχική σύμβαση, καθόσον η εν λόγω διαδικασία ανάθεσης άρχισε σε χρόνο μεταγενέστερο της οριστικής παραλαβής των αρχικώς ανατεθεισών υπηρεσιών.Απορρίπτει την αίτηση του Υπουργού Οικονομικών για την αναθεώρηση της 2199/2011 απόφασης του VI Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.