ΝΣΚ/167/2000
Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.
Μεταφραστές. Δυνατότητα βραβεύσεως, εκ μέρους του ΥΠ.ΠΟ., μεταφραστών έργων ελληνικής λογοτεχνίας σε ξένη γλώσσα, οι οποίοι δεν είναι Έλληνες υπήκοοι.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
Από την διατύπωση και την αλληλουχία των διατάξεων του άρθρου 1 παρ.1 και 2 περίπτωση α του ν.2557/1997 συνάγεται ότι δι αυτών σκοπείται η βράβευση των προϊόντων της διανοίας (έργων) μόνον των Ελλήνων πνευματικών δημιουργών. Εξ ου παρέπεται ότι δεν είναι δυνατή η βράβευση, δυνάμει των διατάξεων τούτων πνευματικών δημιουργών (μεταφραστών) που δεν είναι Έλληνες υπήκοοι.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΝΣΚ/66/2000
Υπουργείο Πολιτισμού. Βράβευση έργων μη ζώντων συγγραφέων.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
Είναι δυνατή η εκ μέρους του ΥΠ.ΠΟ. βράβευση έργων μη ζώντων συγγραφέων.
ΝΣΚ/70/2013
Φορολόγηση ή μη αποδοχών πολιτικού προσωπικού του ΝΑΤΟ, που είναι Έλληνες υπήκοοι και κατοικούν και εργάζονται στην Ελλάδα – Διεθνείς συμβάσεις.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
Απαλλάσσονται από τη φορολογία οι αποδοχές των προσώπων που είναι φορολογικοί κάτοικοι ή και υπήκοοι Ελλάδας και υπηρετούν σε Συμμαχικά Στρατηγεία στην Ελλάδα ως υπάλληλοι της κατηγορίας «πολιτικό προσωπικό του ΝΑΤΟ», του άρθρου 8 της συμφωνίας Ελλάδας - ΝΑΤΟ για τους όρους λειτουργίας των Συμμαχικών Στρατηγείων στην Ελληνική Επικράτεια, η οποία κυρώθηκε με το ν. 2826/2000. (ομοφ.)
ΝΣΚ/30/2017
Ειδική εισφορά αλληλεγγύης ν. 3986/2011 – Υπαγωγή ή μη στην υποχρέωση καταβολής, των Ελλήνων πολιτών και των φορολογικών κατοίκων Ελλάδας, που υπάγονται στο «διεθνές» και στο «πολιτικό» προσωπικό του ΝΑΤΟ.(...)Οι υπάλληλοι του ΝΑΤΟ, που είναι Έλληνες υπήκοοι ή φορολογικοί κάτοικοι Ελλάδας και υπάγονται στις κατηγορίες «διεθνές προσωπικό» του Οργανισμού της Συνθήκης του Βορείου Ατλαντικού και «πολιτικό προσωπικό» συμμαχικού Στρατηγείου, δεν υπόκεινται στην ειδική εισφορά αλληλεγγύης του άρθρου 29 του ν. 3986/2011 για τους μισθούς και τις εν γένει αποδοχές που λαμβάνουν από το ΝΑΤΟ. Παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια με την 361/2014 γνωμοδότηση του Β΄ Τμ. ΝΣΚ.
ΕλΣυν.Κλ.Τμ.4/160/2016
Επιχορήγηση για την ενίσχυση των καταστατικών σκοπών εταιρείας:...Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη II, η ως άνω επιχορήγηση είναι νόμιμη, καθόσον, κατά την κρίση του Κλιμακίου, υπάγεται στις προβλεπόμενες από την παρ. 4 του άρθρου 7 του ν. 2557/1997 περιπτώσεις, δεδομένου ότι ο επιχορηγούμενος φορέας, σύμφωνα με το τροποποιημένο καταστατικό του, αποτελεί μη κερδοσκοπική αστική εκδοτική εταιρεία, της οποίας καταστατικός σκοπός είναι «η έκδοση επιστημονικών περιοδικών και άλλων εντύπων επιστημονικού περιεχομένου, η ενίσχυση τέτοιων εκδόσεων και η διοργάνωση και ενίσχυση συναφών δραστηριοτήτων και εκδηλώσεων» .., όπως δε προκύπτει από το 303367/19.9.2016 έγγραφο του ΥΠΠΟΑ, αναπτύσσει επί σειρά ετών σημαντική εκδοτική δραστηριότητα πολιτιστικού και ακαδημαϊκού χαρακτήρα, εκδίδοντας άρθρα με χαρακτήρα κοινωνικοπολιτικό, με αναφορά στα εκάστοτε προβλήματα της κοινωνίας και της χώρας, καθώς και με αναφορές και αφιερώματα στο χώρο της λογοτεχνίας και της τέχνης, αποκτώντας εν τέλει, πέραν του στενά επιστημονικού, χαρακτήρα πολιτιστικό....Κατόπιν αυτών, η εντελλόμενη δαπάνη είναι νόμιμη και, ως εκ τούτου, το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα πρέπει να θεωρηθεί.
ΝΣΚ/433/2000
Χορήγηση αντιγράφων εγγράφων. Χορήγηση στοιχείων μητρώου συντηρητών ΥΠ.ΠΟ.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
Το μητρώο συντηρητών αρχαιοτήτων και έργων τέχνης, που θεσπίσθηκε (ν.2557/1997) για την προστασία του επαγγέλματος τούτου αλλά και του κοινού, είναι δημόσιο έγγραφο και οι εγγραφές που γίνονται σ αυτό δεν αφορούν την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή των συντηρητών, αλλά την επαγγελματική τους σταδιοδρομία. Ως εκ τούτου πρέπει να χορηγηθούν στο ενδιαφερόμενο νομικό πρόσωπο τα αιτούμενα στοιχεία από το μητρώο αυτό.
ΝΣΚ/93/2019
Εάν μουσειολογική-μουσειογραφική μελέτη, που εκπονείται από τον Διευθυντή ν.π.ι.δ., ιδρυθέντος κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 2557/1997, στο πλαίσιο των καθηκόντων του, εμπίπτει στις διατάξεις του ν. 2121/1993 περί προστασίας πνευματικών δικαιωμάτων - Έννομες συνέπειες ως προς τη δυνατότητα χρήσης της μελέτης από τον φορέα.(..)Η εκπόνηση της ανωτέρω μελέτης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 8 του ν.2121/1993 υπό την προϋπόθεση της γενικής ρήτρας του άρθρου 2 παρ. 1 του ν.2121/1993, δηλαδή ότι η μελέτη αυτή είναι έργο πρωτότυπο, κρίση η οποία είναι τεχνικής φύσης και ανήκει στη Διοίκηση. Δεδομένου ότι η αρχική δικαιούχος της πνευματικής ιδιοκτησίας της μελέτης, εκπόνησε αυτή στο πλαίσιο του καθοριζόμενου στο νόμο υπηρεσιακού καθήκοντός της στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (Ε.Μ.Σ.Τ.), το οποίο είναι ν.π.ι.δ., έχει μεταβιβασθεί αυτοδικαίως το δικαίωμα εκμετάλλευσης της μελέτης για την εκπλήρωση του σκοπού για τον οποίο αυτή εκπονήθηκε. Η εκμετάλλευση της μελέτης πέραν των εξουσιών, που είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση του ανωτέρω σκοπού, συνιστά προσβολή της πνευματικής ιδιοκτησίας. Λόγω της ενσωμάτωσης της μελέτης σε συγκεκριμένους χώρους του κτιρίου, που στεγάζεται το Ε.Μ.Σ.Τ., εφόσον κριθεί αναγκαίο για την πραγμάτωση του ανωτέρω σκοπού, είναι επιτρεπτή η προσαρμογή ή άλλη μετατροπή τεχνικής φύσης της μελέτης (ομόφ.).
ΕλΣυν/Τμ7/9/2012
Προμήθεια καλλιτεχνικών έργων (...) Με βάση τα ανωτέρω και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά σε προηγούμενη σκέψη (II), το Τμήμα κρίνει ότι νομίμως ο Δήμος προέβη στη σύναψη του από 6.8.2010 συμφωνητικού (αλλά και του από 1.3.2011 όμοιου), με βάση το οποίο το Ίδρυμα του παραχώρησε το δικαίωμα άσκησης ορισμένων δικαιωμάτων επί συγκεκριμένων γλυπτών έργων του ιδρυτή του .......(αναπαραγωγή γλυπτών έργων και της εικόνας τους και παρουσίασή τους στο κοινό), τα οποία μόνο το Ίδρυμα δικαιούτο να ασκήσει, ως δικαιούχος των πνευματικών δικαιωμάτων επί των έργων αυτών. Εξάλλου, από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν προκύπτει ότι μεταξύ Ιδρύματος και Δήμου υπήρξε συμφωνία περί μεταβίβασης στον δεύτερο της κυριότητας των έργων που επρόκειτο να κατασκευασθούν με βάση τα πρωτότυπα σχέδια του γλύπτη, ώστε να γίνεται λόγος για προμήθεια από το Δήμο των έργων αυτών, αφού τόσο από το κείμενο της 106/15.6.2010 απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου, όσο και του από 6.8.2010 συμφωνητικού (και του από 1.3.2011 όμοιου) προκύπτει σαφώς η βούληση των μερών αφενός για την κατασκευή των ανωτέρω έργων με δαπάνη του Δήμου και αφετέρου για την παραχώρηση -με τη μορφή χρησιδανείου- αυτών στο Δήμο, έστω και αν, προφανώς από παραδρομή, στην προαναφερόμενη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου γίνεται λόγος περί προμήθειας. Συνεπώς, η εντελλόμενη δαπάνη, που αφορά την πληρωμή, σε εκπλήρωση των συμφωνηθέντων, των εργασιών κατασκευής των ανωτέρω έργων, δεν πάσχει κατά τούτο, είναι δε απορριπτέος ο σχετικός λόγος διαφωνίας της Επιτρόπου. Περαιτέρω και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη III, νομίμως η επίμαχη δαπάνη ενεγράφη στον Κ.Α. 35.6262.0017 «Διαμόρφωση πολιτιστικού πάρκου επί της πλατείας….» του προϋπολογισμού του Δήμου οικονομικού έτους 2010, καθώς υφίσταται εννοιολογική αντιστοιχία μεταξύ του σκοπού της πίστωσης και του περιεχομένου της δαπάνης αυτής.
ΝΣΚ/201/2018
Θέματα τα οποία ανακύπτουν κατά την καταχώριση ληξιαρχικών πράξεων γεννήσεως τέκνων, οι οποίες συντάχθηκαν κατά την παρ. 2 του άρθρου 42 του ν. 344/1976.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
α) Πράξη η οποία συντάχθηκε κατά την παρ. 2 του άρθρου 42 του ν. 344/1976 για τη δηλωθείσα γέννηση νεογνού από ελληνίδα υπήκοο, είναι, ως προς την ελληνική έννομη τάξη, εσφαλμένη κατά το μέρος που εγγράφει ως γονέα του νεογνού ομόφυλη αλλοδαπή υπήκοο, με την οποία η ελληνίδα μητέρα του νεογνού είχε συνάψει έγκυρο γάμο κατά το δίκαιο του κράτους της επιχώριας αρχής και ως επώνυμο του νεογνού το συνδυασμό του επώνυμου της ελληνίδας μητέρας του και της αλλοδαπής. Το Τμήμα του Ειδικού Ληξιαρχείου οφείλει να καταχωρίσει την πράξη, εφόσον πληροί τα τυπικά στοιχεία της συντάξεώς της και, στα πλαίσια της αρμοδιότητάς του για διόρθωση των εσφαλμένων ληξιαρχικών πράξεων, οφείλει να γνωστοποιήσει στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών τις εσφαλμένες εγγραφές, ώστε να κινηθεί από την Εισαγγελία Πρωτοδικών η κατά νόμο προβλεπόμενη διαδικασία εκδόσεως τελεσιδίκου δικαστικής αποφάσεως κατά το άρθρο 782 ΚΠολΔ για τη διόρθωση της πράξεως (πλειοψ.). β) Πράξη η οποία συντάχθηκε κατά την παρ. 2 του άρθρου 42 του ν. 344/1976 για τη δηλωθείσα γέννηση νεογνού από ελληνίδα υπήκοο είναι, ως προς την ελληνική έννομη τάξη, εσφαλμένη κατά το μέρος που εγγράφει ως γονέα του νεογνού και ομόφυλη ελληνίδα υπήκοο και ως επώνυμο αυτού το επώνυμο της τελευταίας, με την οποία η μητέρα του νεογνού είχε συνάψει έγκυρο γάμο κατά το δίκαιο του κράτους της επιχώριας αρχής και έγκυρο σύμφωνο συμβίωσης κατά το ημεδαπό δίκαιο. Το Τμήμα του Ειδικού Ληξιαρχείου οφείλει να καταχωρίσει την πράξη, εφόσον πληροί τα τυπικά στοιχεία συντάξεώς της και, στα πλαίσια της αρμοδιότητάς του για διόρθωση των εσφαλμένων ληξιαρχικών πράξεων, οφείλει να γνωστοποιήσει στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών τις εσφαλμένες εγγραφές, ώστε να κινηθεί από την Εισαγγελία Πρωτοδικών η κατά νόμο προβλεπόμενη διαδικασία εκδόσεως τελεσιδίκου δικαστικής αποφάσεως κατά το άρθρο 782 ΚΠολΔ για τη διόρθωση της πράξεως (πλειοψ.). γ) Το Ειδικό Ληξιαρχείο στερείται αρμοδιότητας για την καταχώριση των πράξεων, οι οποίες συντάχθηκαν κατά την παρ. 2 του άρθρου 42 του ν. 344/1976, για τη δηλωθείσα γέννηση νεογνών με τη μέθοδο της παρένθετης μητρότητας από κυοφόρους υπηκόους κρατών των αλλοδαπών επιχώριων αρχών και στις οποίες εγγράφονται ως γονείς οι έλληνες υπήκοοι οι οποίοι ήλθαν σε συμφωνία με τις κυοφόρους, όταν προκύπτει ότι τα πρόσωπα τα οποία ήρθαν σε συμφωνία για την παρένθετη μητρότητα δεν είχαν ούτε κατοικία, ούτε προσωρινή διαμονή στην Ελλάδα, εφόσον δεν θεμελιώνεται ελληνική υπηκοότητα των νεογνών για την γέννηση των οποίων συντάχθηκαν οι πράξεις (ομόφ.).
ΕλΣυν/Τμ.6/60/2007
Από το συνδυασμό των προπαρατεθεισών διατάξεων, αλλά και τη χρονική τους αλληλουχία, προκύπτει ότι η αρχικώς θεσπισθείσα διάταξη του άρθρου 2 του π.δ/τος 609/1985 παρέσχε σε κοινοπραξίες με κοινοπρακτούντα μέλη εργοληπτικές επιχειρήσεις της ίδιας ή κατώτερης τάξης, σε σχέση με την καλούμενη, τη δυνατότητα να συμμετέχουν σε δημοπρασίες δημοσίων έργων, ωστόσο, σε μεταγενέστερο στάδιο κρίθηκε σκόπιμη η ενίσχυση του κατασκευαστικού σχήματος, με την καθιέρωση της δυνατότητας σύμπραξης επιχειρήσεων που ανήκουν στην ίδια με την καλούμενη τάξη ή στην αμέσως ανώτερη αυτής, με προφανή σκοπό τη βελτίωση της ποιότητας των έργων, λόγω της συμμετοχής στην κατασκευή τους εργοληπτών ανώτερης τάξης, ήτοι επιχειρήσεων μεγαλύτερων σε οικονομική βάση, αξιοπιστία και τεχνική ικανότητα, δυνάμενων να ανταποκριθούν επαρκέστερα σε ενδεχόμενες κατασκευαστικές δυσχέρειες και λοιπές απαιτήσεις του δημοπρατούμενου έργου (πρβλ. την υπ΄ αριθμ. 4755/04.10.2006 Ατομ. Γνωμοδ. του Ν.Σ.Κ. στο Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., καθώς και την υπ΄ αριθμ. 97/19.03.2003 Γνωμοδ. Του Ν.Σ.Κ.). Εξάλλου, με στόχο την ελεύθερη ανάπτυξη οικονομικής δραστηριότητας εκ μέρους και των κοινοπρακτουσών εργοληπτικών επιχειρήσεων κατώτερης τάξης, προβλέφθηκε, ως απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή της οικείας διάταξης, η συμμετοχή τους στην κοινοπραξία με ποσοστό όχι μικρότερο του 25%, διασφαλιζομένης ούτως της τήρησης των αρχών του υγιούς ανταγωνισμού. Ενόψει των ανωτέρω, καθίσταται προφανές ότι ενδεχόμενη εφαρμογή της διάταξης της παραγράφου 7 του άρθρου 2 του π.δ/τος 609/1985, σε συνδυασμό με αυτήν της παραγράφου 9 του ίδιου άρθρου, περί διατήρησης σε κάθε περίπτωση της επιφύλαξης αναφορικά με τα ισχύοντα για τους εργολήπτες της ανώτερης τάξης κατώτατα όρια ανάληψης δημοσίου έργου, θα ακύρωνε εκ των πραγμάτων την ως άνω θεσπισθείσα δυνατότητα σύστασης κοινοπραξίας με εργοληπτική επιχείρηση ανώτερης τάξης, δεδομένου ότι το καθοριζόμενο στο νόμο κατώτατο όριο προϋπολογισμού έργου για την τελευταία πάντοτε θα υπερέβαινε τον προϋπολογισμό του εκάστοτε δημοπρατούμενου έργου. Ως εκ τούτου, και εφόσον δεν είναι δυνατή η ταυτόχρονη εφαρμογή των δύο προεκτεθεισών διατάξεων, εναπόκειται στην Αναθέτουσα Αρχή να ορίσει τις προϋποθέσεις συμμετοχής των κοινοπραξιών σε προκηρυχθέντα διαγωνισμό, παραπέμποντας είτε στη διάταξη της παραγράφου 7 είτε σε αυτήν της παραγράφου 9. Ακολούθως, όταν στη διακήρυξη, η οποία, ως κανονιστική πράξη της αναθέτουσας αρχής, δεσμεύει τόσο την ίδια όσο και τους διαγωνιζομένους, μνημονεύεται μόνο η διάταξη της παραγράφου 7, το παραδεκτό της συμμετοχής κοινοπραξίας στον οικείο διαγωνισμό θα κριθεί αποκλειστικώς επί τη βάσει των όρων αυτής, ενώ αποκλεισμός της από την περαιτέρω διαδικασία, με επίκληση των τιθέμενων από την παράγραφο 9 περιορισμών, δε χωρεί. Τα ανωτέρω δε ισχύουν, ανεξαρτήτως των οριζομένων στη διάταξη της παρ. 41 του άρθρου 16 του ν.1418/1984, περί δυνατότητας δήλωσης στην υπηρεσία τήρησης του Μ.Ε.ΕΠ. δεύτερης έδρας της επιχείρησης και, συνεπεία τούτου, μείωσης του θεσπισθέντος κατώτατου ορίου προϋπολογισμού των εργολαβιών που αυτή μπορεί να αναλάβει, καθόσον η ως άνω διάταξη, κατά τη ρητή γραμματική της διατύπωση, ρυθμίζει την περίπτωση συμμετοχής σε δημοπρασία μεμονωμένων εργοληπτών και όχι συμμετεχουσών σε κοινοπραξία επιχειρήσεων.
ΕλΣυν/Τμ7/114/2010
Με τις διατάξεις αυτές καθορίζεται η διαδικασία εκτελέσεως του προϋπολογισμού δαπανών των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης. Ειδικότερα, προβλέπεται ότι μετά την καταχώρηση της έκθεσης δημοσιονομικής ανάληψης της δαπάνης στο βιβλίο αναλαμβανομένων υποχρεώσεων, ο δήμαρχος εντέλλεται την εκτέλεση της σχετικής δαπάνης, εφόσον αυτή ανάγεται στην αρμοδιότητα αυτού ή εισηγείται την έγκριση αυτής από το δημοτικό συμβούλιο ή τη δημαρχική επιτροπή, κατ' εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του δημοτικού και κοινοτικού κώδικα. Κατά το στάδιο δηλαδή αυτό της διαθέσεως της πιστώσεως, ο αρμόδιος διατάκτης δίνει την έγκρισή του για την εκτέλεση της δαπάνης και δημιουργεί, με τον τρόπο αυτό, υποχρέωση προς πληρωμή της. Κατά συνέπεια, για την εκτέλεση οιασδήποτε δαπάνης από τους Ο.Τ.Α. απαιτείται η προηγούμενη έγκριση του διατάκτη, η οποία δίνεται με την πράξη εγκρίσεως - διαθέσεως της πιστώσεως. Η έγκριση του αρμόδιου οργάνου για την εκτέλεση της δαπάνης πρέπει να προηγείται των γεγονότων και ενεργειών εκείνων που γεννούν για τον οικείο Ο.Τ.Α. την υποχρέωση ανάληψη της δαπάνης, δεδομένου ότι ως διοικητική πράξη ρυθμίζει ενεστώσες ή μελλοντικές ενέργειες και όχι παρελθούσες και, ως εκ τούτου, η μη τήρηση της ανωτέρω διαδικασίας, ήτοι η μη έγκριση της δαπάνης με απόφαση του αρμοδίου διατάκτη, πριν από τη λήψη των αποφάσεων των αρμοδίων οργάνων του Δήμου στις οποίες αυτή στηρίζεται, καθιστά τη δαπάνη μη νόμιμη διότι συνεπάγεται τη δέσμευση των πιστώσεων του δημοτικού προϋπολογισμού χωρίς να υπάρχει νόμιμα γεννημένη υποχρέωση (βλ. VII 409/2009). Περαιτέρω, ο Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.3463/2006 (ΦΕΚ Α΄ 114), ορίζει στο άρθρο στο άρθρο 93 παρ. 1 ότι: «1. Το δημοτικό συμβούλιο αποφασίζει για όλα τα θέματα που αφορούν το Δήμο, εκτός από εκείνα που ανήκουν στην αρμοδιότητα του δημάρχου ή της δημαρχιακής επιτροπής …», στο άρθρο 103 παρ. 2 περ. γ΄ ότι: «2. Η δημαρχιακή επιτροπή έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες: α) … γ) αποφασίζει για την έγκριση των δαπανών και τη διάθεση των πιστώσεων του προϋπολογισμού, με εξαίρεση τις περιπτώσεις της παρ. 1 του άρθρου 101, της παρ. 2 του άρθρου 140, των παραγράφων 3, 4 και 5 του άρθρου 158 και των άρθρων 202, 220, καθώς και στις περιπτώσεις απευθείας ανάθεσης προμηθειών, παροχής υπηρεσιών, εκπόνησης μελετών και εκτέλεσης έργων σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις …» και στο άρθρο 158 παρ. 3 ότι: «Πιστώσεις που είναι γραμμένες στους οικείους κωδικούς αριθμούς του προϋπολογισμού του Δήμου ή της Κοινότητας μπορεί να διατεθούν, με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου για την πληρωμή δαπανών, που αφορούν: α) Εθνικές ή τοπικές γιορτές ή άλλες ιδίως πολιτιστικές, μορφωτικές, ψυχαγωγικές, αθλητικές εκδηλώσεις, συνέδρια και συναντήσεις που οργανώνει ο Δήμος ή η Κοινότητα, εφόσον σχετίζονται με την εδαφική του περιφέρεια και συνδέονται με την προαγωγή των κοινωνικών και οικονομικών συμφερόντων ή των πολιτιστικών και πνευματικών ενδιαφερόντων των κατοίκων του. β) Όμοιες εκδηλώσεις που οργανώνουν άλλοι φορείς και συμμετέχει ο Δήμος ή η Κοινότητα… ».Μη νόμιμες οι δαπάνες διότι δεν υποβλήθηκαν στην έγκριση του Δημοτικού Συμβουλίου, πριν από την απευθείας ανάθεση στους φερόμενους ως δικαιούχους.