ΝΣΚ/189/2002
Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.
Αναστολή εκτέλεσης δικαστικής αποφάσεως διοικητικού δικαστηρίου που αφορά επιστροφή εμμέσων φόρων.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
α) Μπορεί, παρά την διάταξη του άρθρου 19 παρ.3 του Ν 2873/2000, να επιστραφούν βάσει και σε εκτέλεση της υπ αριθ. 1737/2000 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά οι επιβληθείσες για το εισαχθέν από ιδιώτη επιβατικό όχημα φορολογικές επιβαρύνσεις (Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης-ΕΦΚ και ΦΠΑ) ως αχρεωστήτως καταβληθείσες, διότι δεν τίθεται στη συγκεκριμένη περίπτωση θέμα επίρριψης αυτών στην κατανάλωση, αλλά για επιστροφή τους στον τελικό και άμεσα βαρυνόμενο καταναλωτή (προσφεύγοντα) και β) η ίδια διάταξη (άρθρου 19 παρ.3 του Ν 2873/2000), η οποία πρόσθεσε δεύτερο εδάφιο στο άρθρο 88 του Ν 2717/1999 (Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας) και προβλέπει αναστολή εκτελέσεως των δικαστικών αποφάσεων που διατάσσουν την επιστροφή, εφόσον εκκρεμεί η προθεσμία ασκήσεως ενδίκων μέσων κατ αυτών (συμπεριλαμβανομένης της αιτήσεως αναιρέσεως) ή ασκήθηκε τέτοιο μέσο, εφαρμόζεται αποκλειστικά σε αποφάσεις που διατάσσουν επιστροφή εμμέσων φόρων και όχι γενικότερα κάθε άλλο είδος εσόδου του προϋπολογισμού που εισπράττουν τα τελωνεία (πχ δασμούς, γεωργικές εισφορές, έσοδα υπέρ τρίτων, δικαιώματα υπερημερίας και αποταμίευσης εμπορευμάτων κλπ).
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΝΣΚ/141/2003
Επιστροφή από το Ελληνικό Δημόσιο στην ΠΕΤΡΟΛΑ ΕΛΛΑΣ ΑΕΒΕ παρακρατηθέντων φόρων επί των τόκων των καταθέσεών της σε Τράπεζα στην Ελλάδα.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
Το Ελληνικό Δημόσιο υποχρεούται να επιστρέψει στην ΠΕΤΡΟΛΑ ΕΛΛΑΣ ΑΕΒΕ παρακρατηθέντα και αποδοθέντα σ’ αυτό ποσά φόρων επί των τόκων των καταθέσεών της συμμορφούμενο προς την 16/2000 διαιτητική απόφαση δια του Προϊσταμένου της ΔΟΥ της έδρας του καταθέτη του ποσού που παρακρατήθηκε. (πλειοψ.)
ΝΣΚ/52/2007
Φ.Π.Α. – Πιστωτικό υπόλοιπο Φ.Π.Α. – Αναστολή ή μη εκτέλεσης δικαστικής αποφάσεως επιστροφής Φ.Π.Α.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
Το πιστωτικό (αρνητικό) υπόλοιπο Φ.Π.Α. στη βασική του μορφή προκύπτει, όταν ο εκπεστέος φόρος εισροών, δηλαδή ο Φ.Π.Α. που ο υποκείμενος κατέβαλε στους προμηθευτές του, είναι μεγαλύτερος από τον αποδοτέο εκ μέρους του στο Δημόσιο φόρο εκροών, από το Φ.Π.Α., δηλαδή, που εισέπραξε αυτός από τους αντισυμβαλλομένους του για τις προς αυτούς πράξεις του (παράδοσης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών κ.λπ.), οπότε κατ’ επιλογή και κατ’ επιταγή του εσωτερικού μας νομοθέτη μεταφέρεται προς έκπτωσή του στην επόμενη φορολογική ή διαχειριστική περίοδο, κατ’ εξαίρεση δε μόνο επιστρέφεται στον υποκείμενο, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στις περιπτώσεις της παρ.1 του άρθρου 27 του Ν 1642/1986, κατόπιν τηρήσεως της προβλεπόμενης από τις σχετικές αποφάσεις του (ήδη) Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών διαδικασίας. Υπό την έννοια αυτή το εν λόγω υπόλοιπο αντιπροσωπεύει ένα επιπλέον ποσό Φ.Π.Α., με το οποίο επιβαρύνθηκε μεν ο υποκείμενος, με την επίρριψη σ’ αυτόν από τον προμηθευτή του, ο οποίος το απέδωσε ή οφείλει να το αποδώσει στο Δημόσιο, και από το οποίο (ο υποκείμενος) δικαιούται να απαλλαγεί βάσει των προαναφερομένων όρων και αρχών της οδηγίας και του νόμου. Συνεπώς, επί υποβολής από υποκείμενο στον Φ.Π.Α. αιτήματος επιστροφής Φ.Π.Α. λόγω υπάρξεως πιστωτικού υπολοίπου στην προσδιορίζουσα εν τέλει αυτό εκκαθαριστική δήλωση μιας διαχειριστικής περιόδου, δεν νοείται, κατ’ αρχήν, ζήτημα επιρρίψεώς του στην κατανάλωση, αφού δεν υπάρχει σύνδεσή του με παράδοση αγαθών ή παροχή του υποκειμένου προς αντισυμβαλλόμενους ή καταναλωτές και χρέωσή τους με Φ.Π.Α., η αναζήτηση του οποίου από το Δημόσιο θα έθετε ζήτημα αδικαιολόγητου πλουτισμού και συνεπώς εφαρμογής του άρθρου 19 του Ν 2873/2000.
ΠΟΛ 1099/2018
ΘΕΜΑ: Κοινοποίηση της αριθμ. 13/2018 γνωμοδότησης του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους σχετικά με τo εάν η ειδική εισφορά αλληλεγγύης εμπίπτει στην κατηγορία των «όμοιων με το φόρο εισοδήματος ή ουσιωδώς παρόμοιας φύσης φόρων», που περιλαμβάνονται στις ισχύουσες Συμβάσεις Αποφυγής Διπλής Φορολογίας.
ΒΛΕΠΕ ΝΣΚ/13/2018.Αν η ειδική εισφορά αλληλεγγύης του άρθρου 43Α ΚΦΕ υπάγεται στην έννοια των «όμοιων με το φόρο εισοδήματος ή ουσιωδώς παρόμοιας φύσης φόρων», που περιλαμβάνονται στις Συμβάσεις Αποφυγής Διπλής Φορολογίας (ΣΑΔΦ) που έχει συνάψει η Ελλάδα. Η ειδική εισφορά αλληλεγγύης του άρθρου 43Α του ΚΦΕ (ν. 4172/2013), το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 9 του ν. 4387/2016, δεν εμπίπτει στην κατηγορία των «όμοιων με το φόρο εισοδήματος ή ουσιωδώς παρόμοιας φύσης φόρων», που περιλαμβάνονται στις ισχύουσες Συμβάσεις Αποφυγής Διπλής Φορολογίας, που έχει συνάψει η χώρα μας και, ως εκ τούτου, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής τους.
ΣΤΕ/2465/2018 Εισφορά αλληλεγγύης- αποφυγή διπλής φορολογίας..Επειδή, από τις παραπάνω διατάξεις του άρθρου 63 παρ. 1 εδαφ. β΄ και παρ. 5 εδαφ. α΄ του ΚΦΔ, ερμηνευόμενες ενόψει και της ανάγκης διαφύλαξης του ωφέλιμου αποτελέσματος της προβλεπόμενης στο άρθρο αυτό ενδικοφανούς διαδικασίας (η οποία σκοπεί στην επανεξέταση από τη φορολογική Διοίκηση των ζητημάτων που εγείρονται από τον φορολογούμενο σε σχέση με ορισμένη πράξη που έχει εκδοθεί σε βάρος του, ώστε είτε να επιλυθεί το πρόβλημα, ταχέως, από την ίδια τη Διοίκηση είτε, τουλάχιστον, να εκκαθαριστούν επαρκώς τα λυσιτελώς τιθέμενα νομικά ή/και πραγματικά ζητήματα, προκειμένου, αφενός, να μην επιβαρύνεται ασκόπως ο φόρτος των δικαστηρίων και, αφετέρου, να εξυπηρετείται η οικονομία και η αποτελεσματικότητα της οικείας ένδικης διαδικασίας επίλυσης της διαφοράς και του ασκούμενου στο πλαίσιό της ελέγχου του διοικητικού δικαστηρίου) προκύπτει ότι η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ) της ΑΑΔΕ υποχρεούται κατ’ αρχήν να αποφαίνεται ρητά και αιτιολογημένα επί (εκάστου) των λόγων της ενδικοφανούς προσφυγής. Ωστόσο, τούτο δεν σημαίνει ότι η ΔΕΔ υποχρεούται να εξετάσει το σύνολο των νομικών και πραγματικών ζητημάτων που μπορούν να εγερθούν στο πλαίσιο της εξέτασης της ενδικοφανούς προσφυγής, εάν, προκειμένου να αποφανθεί επί (εκάστου) των λόγων της προσφυγής, αρκεί να εκφέρει κρίση επί ορισμένων εκ των ζητημάτων αυτών, η οποία καθις τά, κατ’ αρχήν, αλυσιτελή την έρευνα των υπολοίπων. Πράγματι, η αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, αφενός, δεν βρίσκει επαρκές έρεισμα στο γράμμα των ως άνω διατάξεων του άρθρου 63 του ΚΦΔ και στον προαναφερόμενο σκοπό της προβλεπόμενης σε αυτό ενδικοφανούς διαδικασίας και, αφετέρου, θα επέβαλε στην ΔΕΔ ένα υπέρμετρο βάρος, ασύμβατο προς την αρχή της εύρυθμης και ορθολογικής λειτουργίας της, με τις εντεύθεν επιπτώσεις στην ταχύτητα και στην αποτελεσματικότητα του έργου της και, συνακόλουθα, στην αποτελεσματικότητα της εν λόγω διαδικασίας. Συνεπώς, εάν ο φορολογούμενος υποστηρίζει με την ενδικοφανή προσφυγή του ότι η προσβαλλόμενη πράξη της ελληνικής φορολογικής Διοίκησης, περί επιβολής σε βάρος του φόρου επί του εισοδήματός του, αντιβαίνει σε διάταξη Σύμβασης Αποφυγής Διπλής Φορολογίας, δυνάμει της οποίας το βαρυνόμενο εισόδημά του δεν υπόκειται σε φόρο στην ημεδαπή, η ΔΕΔ δύναται να απορρίψει τον οικείο λόγο, με την αιτιολογία ότι ο επίμαχος φόρος δεν εμπίπτει καν στο πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης, χωρίς να απαιτείται να εξετάσει εάν συντρέχουν στη συγκεκριμένη υπόθεση οι (λοιπές) προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης της Σύμβασης που επικαλείται ο φορολογούμενος. Περαιτέρω, σε τέτοια περίπτωση, η παράγραφος 5 του άρθρου 79 του ΚΔΔ (όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 20 παρ. 1 του ν. 3900/2010, το οποίο αποβλέπει στην επιτάχυνση της επίλυσης από τα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια των διαφορών από πράξεις ή παραλείψεις της φορολογικής Διοίκησης), ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με τις προαναφερόμενες διατάξεις του ΚΦΔ, έχει την έννοια ότι το διοικητικό δικαστήριο, εάν δεχθεί ως βάσιμο τον προβαλλόμενο λόγο προσφυγής ότι δεν είναι νόμιμη η παραπάνω αιτιολογική βάση της απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής, ούτε εξετάζει το ίδιο εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης της Σύμβασης που επικαλέσθηκε ο βαρυνόμενος φορολογούμενος ούτε χορηγεί την επιδιωκόμενη απαλλαγή από τον επίμαχο ημεδαπό φόρο (ούτε διατάσσει την επιστροφή του τυχόν καταβληθέντος ποσού φόρου), θεωρώντας ως δεδομένη την (μη αμφισβητηθείσα από τη Διοίκηση) συνδρομή των εν λόγω προϋποθέσεων (την οποία η ΔΕΔ δεν εξέτασε και δεν όφειλε να ερευνήσει), αλλά παραπέμπει την υπόθεση στη ΔΕΔ, προκειμένου αυτή να αποφανθεί το πρώτον επί της εφαρμογής της διάταξης της Σύμβασης, στην οποία στηρίζεται η επιδιωκόμενη από τον προσφεύγοντα ακύρωση του επίμαχου φόρου. (...)Επειδή, η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ απέρριψε την από 14.12.2017 ενδικοφανή προσφυγή της προσφεύγουσας, κατά το μέρος της που βασιζόταν στο άρθρο VII της ΣΑΔΦ, με την προεκτεθείσα μη νόμιμη αιτιολογία, χωρίς να εξετάσει εάν συντρέχουν, εν προκειμένω, οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου αυτού. Ενόψει τούτου και σύμφωνα με όσα έγιναν κατά πλειοψηφία ερμηνευτικώς δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ, προκειμένου αυτή να αποφανθεί αιτιολογημένα (το αργότερο εντός εξήντα ημερών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης στο Διοικητή της ΑΑΔΕ) επί του σκέλους της ανωτέρω ενδικοφανούς προσφυγής που στηρίζεται στο άρθρο VII της ΣΑΔΦ, με το δεδομένο ότι η ένδικη εισφορά εμπίπτει στο πεδίο του άρθρου I της ΣΑΔΦ.
ΕΣ/ΜΕΙΖ.ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/3/2023
ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΙ (...) καταλογίστηκε, ως Προϊσταμένη του Τμήματος Εμμέσων και Ειδικών Φόρων της ΔΟΥ ΦΑΕ Θεσσαλονίκης, εις ολόκληρον, ως συνευθυνόμενη με τον …, υπάλληλο του εν λόγω Τμήματος, με το ποσό των 67.272,19 ευρώ, που αντιστοιχεί σε ισόποσο έλλειμμα που φέρεται ότι προκάλεσε στην ως άνω ΔΟΥ κατά το έτος 1994.Κατά τα αναιρετικώς ανέλεγκτα γενόμενα δεκτά από το δικάσαν Τμήμα, το ποσό του ελλείμματος που καταλογίστηκε σε βάρος της ήδη αναιρεσείουσας προέρχεται από την αχρεώστητη πέμπτη επιστροφή ΦΠΑ, κατά το έτος 1994, στην εταιρεία με την επωνυμία «… ΑΕ», ποσού 22.923.000 δραχμών, για αγορές επενδυτικών και εμπορεύσιμων αγαθών, οι οποίες, όπως προέκυψε μεταγενεστέρως, ήταν ανύπαρκτες και εικονικές και για τις οποίες δεν υποβλήθηκε το σύνολο των απαιτούμενων από τον νόμο δικαιολογητικών για την επιστροφή του ΦΠΑ.(...)Με βάση τα ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι το δικάσαν Τμήμα όφειλε στο πλαίσιο της έρευνας των προβαλλόμενων λόγων έφεσης σχετικά με τη νομιμότητα του επιβληθέντος σε βάρος της ήδη αναιρεσείουσας καταλογισμού, να προβεί ειδικώς και σε έλεγχο, με βάση την αρχή της αναλογικότητας, αν ο επιβληθείς καταλογισμός, τελεί σε εύλογη σχέση αναλογίας με τις κατά τα ανωτέρω κρίσιμες για τον προσδιορισμό του ύψους του παραμέτρους και είτε να διαλάβει ειδική κρίση για τον σεβασμό της αρχής αυτής, κατά την επιβολή του επίδικου καταλογισμού, είτε, στην αντίθετη περίπτωση, να προβεί σε επιμέτρηση του καταλογισθέντος ποσού στο αναγκαίο κατά την κρίση του μέτρο, λαμβάνοντας υπόψη πρόσφορα προς τούτο κριτήρια, όπως η βαρύτητα της δημοσιονομικής παράβασης και οι συνέπειές της στη δημόσια διαχείριση, το εύρος της απόκλισης της συμπεριφοράς του υπαιτίου από τη δημοσιονομική νομιμότητα, ο βαθμός υπαιτιότητάς του και η επερχόμενη εξαιτίας του καταλογισμού βλάβη της περιουσίας του καταλογιζόμενου. Επομένως, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, με την οποία κρίθηκε νόμιμος ο σε βάρος της καταλογισμός, χωρίς περαιτέρω έρευνα της τήρησης της δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των περιουσιακών δικαιωμάτων της αναιρεσείουσας και της αποκατάστασης του προκληθέντος, μεταξύ άλλων, διά των πλημμελών ενεργειών της, ελλείμματος, πρέπει, κατά παραδοχή του κατ’ εκτίμηση εκτιμώμενου σχετικού λόγου αναιρέσεως, να αναιρεθεί για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 Συντάγματος).(...)Υπό τις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης το Δικαστήριο κρίνει ότι ο καταλογισμός σε βάρος της εκκαλούσας ποσού που υπερβαίνει το 10% του καταλογισθέντος ποσού ελλείμματος, διαρρηγνύει τη δίκαιη ισορροπία μεταξύ του σκοπού που επιδιώκεται με τον καταλογισμό και των περιουσιακών δικαιωμάτων της καταλογιζομένης. Τούτο δε ύστερα από στάθμιση: (α) της βαρύτητας και των συνθηκών τέλεσης της αποδοθείσας στην εκκαλούσα δημοσιονομικής παράβασης, η οποία δεν προκύπτει ότι παρέλειψε εντελώς τον έλεγχο, αλλά μόνο ότι αρκέστηκε σε τυπικό έλεγχο της υποβληθείσας αίτησης χωρίς να διαγνώσει την ανάγκη μελέτης επέκτασής του και σε άλλα, πλην αυτών, στοιχεία, (β) του τρόπου συμμετοχής της στην παράνομη διαχειριστική διαδικασία και ιδίως του γεγονότος ότι για την παράνομη άσκηση του επίδικου δικαιώματος έκπτωσης το μεν προηγήθηκαν παράνομες και παραπλανητικές πράξεις τρίτων προσώπων που κατέστησαν δυσχερή την ανακάλυψη της απάτης, τα οποία μάλιστα ωφελήθηκαν από τα παρανόμως εκταμιευθέντα ποσά, το δε η ίδια δεν επέδειξε απατηλή συμπεριφορά ούτε πλήρη και κακόπιστη αδιαφορία κατά την άσκηση των καθηκόντων της, ούτε προκύπτει ότι αποκόμισε οποιοδήποτε όφελος από αυτήν, γεγονός που ενισχύεται άλλωστε και από το ότι, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην υπάρχουσα στον φάκελο από 25.1.1995 έκθεση ελέγχου Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων της ΔΟΥ ΦΑΕ Θεσσαλονίκης, μετά την ως άνω κρίσιμη πέμπτη επιστροφή του ΦΠΑ στην εταιρεία … ΑΕ με δικές της ενέργειες κινήθηκε η διενέργεια ελέγχου στα βιβλία και στοιχεία της εν λόγω επιχείρησης κατά τον οποίο διαπιστώθηκε η εικονικότητα των συναλλαγών της και καταλογίστηκαν σε βάρος της επιχείρησης αυτής τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά ΦΠΑ που αφορούσαν μεταξύ άλλων και την επίδικη αίτηση επιστροφής, (γ) του γεγονότος ότι η εκκαλούσα απηλλάγη με το 31/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης από το αδίκημα της απιστίας, (δ) του γεγονότος ότι, ναι μεν όσα εκτίθενται στις σκέψεις 14, 15 και 18 αποτελούν εγγενείς αρχές κάθε ελέγχου και συνεπώς η όλη ελεγκτική διαδικασία στη ΔΟΥ ΦΑΕ έπρεπε να είχε οργανωθεί βάσει αυτών, όμως, όπως προκύπτει από τη σχετική 5/0014/ΠΟΛ. 1089/18.4.1991 εγκύκλιο που διείπε τις εργασίες της ανωτέρω υπηρεσίας και που παρατίθεται στην αναιρεσιβαλλομένη (σκέψη ΙV. Α. αυτής), οι εν λόγω αρχές δεν αποτυπώνονταν σαφώς και πλήρως σε αυτήν, (ε) του ποσού του καταλογισμού, που ανέρχεται συνολικά σε 67.272,19 ευρώ και επιφέρει ιδιαίτερη βλάβη στην περιουσία της εκκαλούσας, λαμβανομένου υπόψη ότι κατά τα γνωστά στο Δικαστήριο από άλλες ενέργειές του, πέραν του επίμαχου καταλογισμού, η ανωτέρω βαρύνεται επιπλέον και με καταλογισμό συνολικού ποσού 1.214.409,41 ευρώ και (στ) του μεγάλου χρονικού διαστήματος που παρήλθε από τη δημιουργία του ελλείμματος το έτος 1994 μέχρι τον καταλογισμό της, το έτος 2013. Για τους λόγους αυτούς Αναιρεί την 1456/2018 απόφαση του Ι Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Δέχεται εν μέρει την από 29.4.2013 (ΑΒΔ 138/2013) έφεση και τους από 18.9.2015 πρόσθετους λόγους έφεσης (ΑΒΔ 2635/2015). Μεταρρυθμίζει την ΕΜΠ 294/20.3.2013 καταλογιστική απόφαση των Οικονομικών Επιθεωρητών της Οικονομικής Επιθεώρησης Θεσσαλονίκης και Υπολοίπου Κεντρικής Μακεδονίας. Μειώνει το καταλογισθέν σε βάρος της ποσό σε 6.727,21 ευρώ.
ΝΣΚ/172/2018
Δασμοφορολογικές απαλλαγές κατά την εισαγωγή/παραλαβή επιβατηγών αυτοκινήτων για υπηρεσιακή χρήση από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες – Δασμοφορολογικές απαλλαγές κατά την εισαγωγή ειδών από το Γραφείο UNHCR για τη λειτουργία Κέντρων Υποδοχής Προσφύγων – Απαλλαγή από το τέλος ταξινόμησης αυτοκινήτων υπηρεσιακής χρήσης της Αντιπροσωπείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Ελλάδα.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
1.Το τέλος ταξινόμησης, όπως και ο ΦΠΑ, εμπίπτουν στην έννοια των εσωτερικών φόρων κατανάλωσης του Άρθρου Δεύτερου, Τμήματος 8 της Συμβάσεως περί προνομίων και ασυλιών των Ηνωμένων Εθνών που έχει κυρωθεί με το ν.412/1947. Όμως για την απαλλαγή από την καταβολή ή την επιστροφή τους, δυνάμει της ως άνω διάταξης, απαιτείται απόφαση της αρμόδιας υπηρεσίας, προγενέστερη ή μεταγενέστερη, αντιστοίχως, της εισαγωγής. Απαλλαγή από το τέλος ταξινόμησης και το ΦΠΑ παρέχεται και από τις διατάξεις των άρθρων 27 παρ.1 του ν.2859/2000 και 132 παρ.13 του ν.2960/2001. (ομόφ.) 2. Στην έννοια της ατελούς εισαγωγής του Άρθρου Πέμπτου, Τμήματος 18 περ. η' της σύμβασης «Περί προνομίων και ασυλιών των Ηνωμένων Εθνών», εμπίπτει ο ΦΠΑ εισαγωγής και ο εισαγωγικός δασμός, δεν εμπίπτει το τέλος ταξινόμησης ως εσωτερικός φόρος. Η απαλλαγή από τον ΦΠΑ εισαγωγής και τον εισαγωγικό δασμό κατά την εισαγωγή επιβατηγών αυτοκινήτων, για το μη ελληνικής καταγωγής ανώτερο προσωπικό της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, παρέχεται και από τη διάταξη του άρθρου Μόνου του ν.δ.2402/1953. Η απαλλαγή από το τέλος ταξινόμησης παρέχεται από τη διάταξη του άρθρου 132 παρ.13 του ν.2960/2001. (ομόφ.) 3. Η απαλλαγή από το ΦΠΑ παρέχεται από τις διατάξεις του άρθρου 27 παρ.1 περ. στ’ υποπερ. ββ) του ν. 2859/2000, σε συνδυασμό με το άρθρο 29 παρ.1 περ.α’ του ιδίου νόμου. Η απαλλαγή από το τέλος ταξινόμησης παρέχεται με τις διατάξεις του άρθρου 132 παρ.13 του ν.2960/2001, όπου ρητά ορίζεται ότι απαλλάσσονται από το τέλος ταξινόμησης τα αυτοκίνητα οχήματα που παραλαμβάνονται από το προσωπικό των αναγνωρισμένων στην Ελλάδα διεθνών οργανισμών. Επίσης όπως προεκτέθηκε, το τέλος ταξινόμησης, ως εσωτερικός φόρος, δεν καλύπτεται από την ατέλεια του Άρθρου Πέμπτου, Τμήματος 18 περ. η’ της σύμβασης περί προνομίων και ασυλιών των Ηνωμένων Εθνών, διότι δεν συνιστά χρηματική εισφορά που καταβάλλεται κατά την εισαγωγή του επιβατικού αυτοκινήτου στη χώρα και εξ’ αιτίας αυτής, αλλά κατά τη θέση αυτού σε κυκλοφορία. Επομένως δεν τίθεται ζήτημα αν οι διατάξεις των διεθνών συνθηκών έχουν την έννοια, ότι η απαλλαγή από το ΦΠΑ και το τέλος ταξινόμησης αφορά και την παραλαβή αυτοκινήτων οχημάτων από άλλο κράτος μέλος της Ε.Ε. (ενδοκοινοτική απόκτηση). Σε κάθε περίπτωση τόσο η εισαγωγή όσο και η παραλαβή αγαθών, πρέπει να αντιμετωπίζονται όμοια, κατά την εφαρμογή των απαλλακτικών διατάξεων, που προβλέπονται από διεθνείς συνθήκες. (ομόφ.) 4. Τα είδη που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά για τον εξοπλισμό των χώρων υποδοχής προσφύγων, εφόσον εισάγονται από το Γραφείο UNHCR για την επίτευξη του σκοπού της ίδρυσής του, που είναι η προστασία των προσφύγων, εμπίπτουν στην έννοια της «επίσημης» από αυτό χρήσης. (πλειοψ.) 5. Η διάταξη του άρθρου 3 του Πρωτοκόλλου περί των Προνομίων και Ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ε.Ε. έχει την έννοια ότι χορηγείται απαλλαγή από το τέλος ταξινόμησης των αυτοκινήτων που παραλαμβάνονται από την Αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Ελλάδα για την υπηρεσιακή αυτής χρήση με την έκδοση, κατά περίπτωση, απόφασης της αρμόδιας αρχής, εφόσον, κατά την ουσιαστική αυτής κρίση, πρόκειται για σημαντικές αγορές ειδών, που επιφέρουν μεγάλη οικονομική επιβάρυνση. (ομόφ.)