ΝΣΚ/193/2005
Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.
Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση. Ανταποδοτικά τέλη. Προϋποθέσεις νόμιμης επιβολής τους.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
Η απόφαση του Νομαρχιακού Συμβουλίου για την επιβολή ανταποδοτικού χαρακτήρα τελών, θα πρέπει να διαλαμβάνει την ύπαρξη αναλογίας μεταξύ παρεχόμενης ειδικής παροχής και επιβαλλόμενου τέλους, υπό το πρίσμα εξέτασης του συνολικού κόστους παραγωγής της παρεχόμενης υπηρεσίας. Η κατανομή του τέλους μεταξύ των υπόχρεων καταβολής πρέπει να γίνεται με αντικειμενικά κριτήρια, ώστε να μη παραβιάζεται η αρχή της ισότητας.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΝΣΚ/54/2003
Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση. Έσοδα από την είσπραξη ανταποδοτικών τελών. Δαπάνες. Επιχορήγηση φιλανθρωπικού σωματείου.Τα ανταποδοτικά τέλη πρέπει να αντιστοιχούν προς το κόστος της παρεχόμενης υπηρεσίας και τα έσοδα που προέρχονται από αυτά πρέπει να διατίθενται για την διατήρηση και λειτουργία της υπηρεσίας αυτής. (πλειοψ.)
Αριθ. 3422.26/28/95/1995
Αναπροσδιορισμός πάγιου ανταποδοτικού τέλους χρήσης λiμένος σε επιβάτες Επιβατηγών και Επιβατηγών Οχηματαγωγών πλοίων διεθνών πλόων και κρουαζιερόπλοιων που εκτελούν κρουαζιέρες μεταξύ Ελληνικών λιμένων.
ΕλΣυν.Τμ.4(ΚΠΕ)223/2015
ΦΟΡΟΙ-ΤΕΛΗ-ΕΙΣΦΟΡΕΣ:Μη νόμιμη η επιστροφή -ως αχρεωστήτως καταβληθέντος- από Επιτροπή του προβλεπόμενου από τις διατάξεις του άρθρου 17 παρ. 1 του ν. 3959/2011 ανταποδοτικού τέλους, ποσού 16.418,61 ευρώ, σε εταιρεία, «λόγω μη πραγματοποίησης της αρχικής προϋπολογισθείσας αύξησης του μετοχικού της κεφαλαίου», καθόσον δεν αποδεικνύεται ότι η επίμαχη αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου ουδέποτε έλαβε χώρα και ότι η καταβολή του επιβαλλόμενου από τις διατάξεις του άρθρου 17 παρ. 1 του ν. 3959/2011 τέλους έγινε για αιτία που δεν επακολούθησε. Και υπό την εκδοχή ακόμη ότι δεν είχε χωρήσει αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της φερόμενης ως δικαιούχου εταιρείας, τέτοια επιστροφή του υπέρ της Επιτροπής καταβληθέντος τέλους 1‰ επί του ποσού της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου δεν προβλέπεται από τις διατάξεις που διέπουν την προαναφερόμενη Αρχή. Επιπλέον, η επιστροφή δεν μπορεί να θεωρηθεί νόμιμη ούτε κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 904 Α.Κ., καθόσον δεν έχει μεσολαβήσει η έκδοση δικαστικής απόφασης που να αναγνωρίζει την τυχόν ύπαρξη και έκταση της αξίωσης της φερόμενης ως δικαιούχου κατά της Επιτροπής, βάσει των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού.
ΕΣ/Τμ.7/3/2011
α) η απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, που αφορά στην επιβολή ενιαίου ανταποδοτικού τέλος και φόρου ηλεκτροδοτούμενων χώρων, για την οποία δεν τηρήθηκε η νόμιμη διαδικασία δημοσιεύσεώς της δεν αποκτά νόμιμη υπόσταση, τυχόν δε εισπραχθέντα βάσει αυτής τέλη και φόροι αναζητούνται από τους δικαιούχους ως αχρεωστήτως καταβληθέντα, β) έναντι της απαίτησης αυτής αντιτάσσεται υποχρεωτικά σε συμψηφισμό ανταπαίτηση Ο.Τ.Α. που αφορά στην είσπραξη ενιαίου ανταποδοτικού τέλους και φόρου ηλεκτροδοτούμενων χώρων, βάσει προγενέστερης ρύθμισης, χωρίς να απαιτείται η σύνταξη χρηματικού καταλόγου από τον οικείο Ο.Τ.Α., η άσκηση δε του διαπλαστικού αυτού δικαιώματος επιφέρει την απόσβεση της κύριας απαίτησης, στο βαθμό που την καλύπτει, αναδρομικά, από το χρόνο που συνυπήρξε με την ανταπαίτηση και την καθιστά, κατά το μέρος αυτό, ουσιαστικά αβάσιμη και γ) σε περίπτωση ανίσχυρης κατά τα ανωτέρω απόφασης του δημοτικού συμβουλίου με την οποία επιβάλλονται ανταποδοτικά τέλη και φόροι, αναβιώνει, αν δεν ορίζεται άλλως, η προγενέστερη ρύθμιση, για την είσπραξη δε βάσει αυτής των οφειλόμενων τελών και φόρων, απαιτείται η σύνταξη νέου καταλόγου οφειλετών, πριν την ολοκλήρωση του οποίου δεν υφίσταται βέβαιη και ληξιπρόθεσμη κατά το ουσιαστικό δίκαιο απαίτηση του Ο.Τ.Α., αντιτασσόμενη νομίμως σε συμψηφισμό.
ΕΣ/ΚΛ.Ζ/38/2017
Νομιμότητα του σχεδίου δανειακής σύμβασης μεταξύ του Δήμου ..... και του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (Τ.Π.Δ.), για την αναχρηματοδότηση ήδη συναφθέντων δανείων του πρώτου με σκοπό την οικονομική εξυγίανσή του, (...) Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν ανωτέρω δεκτά, το Κλιμάκιο διαπιστώνει ότι μη νομίμως προβλέπεται η υποχρέωση του Δήμου να καταβάλει «εξ ιδίων χρημάτων» στο Τ.Π.Δ. τις οφειλόμενες δόσεις του δανείου, στην περίπτωση που για οποιονδήποτε λόγο, κατά τη διάρκεια αποπληρωμής του, τα εκχωρηθέντα έσοδά του δεν επαρκούν για την εξυπηρέτηση του τελευταίου, δεδομένου ότι στα χρήματα αυτά περιλαμβάνονται τα ανταποδοτικά τέλη φωτισμού και καθαριότητας, ύδρευσης, άρδευσης και αποχέτευσης, τα οποία πρέπει να διατίθενται για την κάλυψη των αντίστοιχων ανταποδοτικών δημοτικών υπηρεσιών, τα έσοδα από τη λειτουργία του κοιμητηρίου του Δήμου ..., τα οποία επιτρέπεται να διατίθενται, με βάση τις προαναφερόμενες διατάξεις, μόνο για την κάλυψη των δαπανών της συντήρησης και εν γένει λειτουργίας του κοιμητηρίου του Δήμου, καθώς και τα αντίστοιχα έσοδα παρελθόντων οικονομικών ετών (Π.Ο.Ε.), η ξεχωριστή παρακολούθηση των οποίων επιβάλλεται λόγω του ανταποδοτικού ή εξειδικευμένου χαρακτήρα των εσόδων αυτών, το δε προϊόν της ελεγχόμενης δανειακής σύμβασης ουδόλως προβλέπεται ότι θα διατεθεί για την εξυπηρέτηση των προαναφερόμενων ανταποδοτικών υπηρεσιών ή για την κάλυψη των δαπανών του δημοτικού κοιμητηρίου. (...)Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, κωλύεται η σύναψη του υποβληθέντος σχεδίου δανειακής σύμβασης,
ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.7/248/2017
Προγραμματικής σύμβαση:Με δεδομένα τα ανωτέρω πρέπει να γίνουν δεκτά τα ακόλουθα: Δοθέντος ότι είναι επιτρεπτή η σύναψη προγραμματικής σύμβασης μεταξύ πρωτοβάθμιου Ο.Τ.Α. και Φο.Δ.Σ.Α. για την ανάθεση στον τελευταίο των εργασιών συλλογής και μεταφοράς αστικών στερεών αποβλήτων, νομίμως συνήφθη εν προκειμένω η από 1.6.2017 προγραμματική σύμβαση μεταξύ του Δήμου ....... και της ........ με αντικείμενο όχι μεν την εξ ολοκλήρου ανάθεση των εργασιών αυτών -σε σχέση με τα απόβλητα συσκευασίας- στη ........, αλλά τις επιμέρους ενέργειες που πρέπει να αναληφθούν προκειμένου να είναι σε θέση ο Δήμος να εκτελέσει τις εν λόγω εργασίες. Εντούτοις, ο τρόπος προσδιορισμού του διοικητικού κόστους παροχής των υπηρεσιών της ........ για την εκτέλεση του αντικειμένου της συγκεκριμένης προγραμματικής σύμβασης, ήτοι σε σχέση με την εκτιμώμενη συνολική ποσότητα αστικών στερεών αποβλήτων που παράγει ο Δήμος, δεν είναι νόμιμος. Τούτο, διότι, όπως προεκτέθηκε, η εν λόγω ποσότητα συνιστά κριτήριο προσδιορισμού της συμμετοχής έκαστου δήμου στο κόστος ετήσιας διαχείρισης της ........ ως Φο.Δ.Σ.Α., ήτοι σε σχέση με τις υπηρεσίες διαχείρισης αστικών στερεών αποβλήτων, οι οποίες, μάλιστα, αφορούν σε εργασίες μεταφόρτωσης, προσωρινής αποθήκευσης και επεξεργασίας αστικών στερεών αποβλήτων, τις οποίες παρέχει ο Φο.Δ.Σ.Α., και όχι σε σχέση με τις -διενεργούμενες στο πλαίσιο του όλως αυτοτελούς συστήματος εναλλακτικής διαχείρισης αποβλήτων συσκευασίας- εργασίες συλλογής και μεταφοράς αυτών (αποβλήτων συσκευασίας). Πρόκειται, επομένως, για ένα όλως απρόσφορο κριτήριο, που δεν συμμορφώνεται με την επιταγή για χρηστή δημοσιονομική διαχείριση, όπως αυτή ορίζεται ειδικότερα μέσω της αρχής της οικονομικότητας. Η κρίση, μάλιστα, αυτή επιρρωνύεται με την αναγνώριση από τον Δήμο ότι οι υπηρεσίες που παρέχει το διοικητικό προσωπικό της ........ κοστολογούνται με τον ίδιο τρόπο ανεξαρτήτως της φύσεως αυτών, καθόσον τούτο συνεπάγεται την εν τοις πράγμασι ταύτιση της ετήσιας εισφοράς, που υποχρεούται αυτός να καταβάλει για τη συμμετοχή του στο κόστος διαχείρισης της ........, με το διοικητικό κόστος που ανακύπτει στο πλαίσιο της συγκεκριμένης προγραμματικής σύμβασης, ήτοι την ανεπίτρεπτη διπλή καταβολή της ετήσιας εισφοράς. Περαιτέρω, όπως προεκτέ-θηκε, οι περιουσιακές μετακινήσεις μεταξύ των φορέων που συμβάλλονται σε μία προγραμματική σύμβαση, περιορίζονται στην κάλυψη των απαραίτητων δαπανών για την υλοποίηση του αντικειμένου της, αντίκειται δε απολύτως στον σκοπό των διατάξεων περί προγραμματικών συμβάσεων η σύναψη αυτών, ως μέσου για την οικονομική ενίσχυση του αντισυμβαλλόμενου, ήτοι εν προκειμένω της ......... Τέλος, μη νόμιμα εγγράφηκε η σχετική δαπάνη στον Κ.Α. 00.6737.0005 του προϋπολογισμού οικονομικού έτους 2017 του Δήμου, εφόσον αυτή επρόκειτο να καλυφθεί από ανταποδοτικά έσοδα, ήτοι από τα προερχόμενα από την είσπραξη του ενιαίου τέλους καθαριότητας και φωτισμού, συνεπώς η δαπάνη έπρεπε να εγγραφεί στην υπηρεσία με Κ.Α. 20 (Καθαριότητα και Ηλεκτροφωτισμός) , και όχι σε εκείνη με Κ.Α. 00 (Γενικές Υπηρεσίες), είναι δε κατά τούτο μη κανονική.
ΕΣ/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/2020/2020
ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ-ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΑΠΟΔΟΧΕΣ:Για να αποφανθεί επί των προδικαστικών ερωτημάτων που αφορούν στην αντίθεση των άρθρων 4 παρ. 1, 6 παρ. 1 και 4, 7, 8, 13, 14 και 15 του ν. 4387/2016 περί υπαγωγής των δημοσίων υπαλλήλων και στρατιωτικών στην ασφάλιση του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ) και υπολογισμού των συνταξιοδοτικών αποδοχών τους, σε υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις(...)Η Ολομέλεια θεωρεί ότι, υπό την επιφύλαξη των αναφερόμενων στη σκέψη 91, η συνταγματικότητα του συνταξιοδοτικού καθεστώτος των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων που καθορίζεται στον ν. 4387/2016 όπως τροποποιήθηκε, πρέπει να κριθεί χωρίς σύγκριση με το καθεστώς ετέρων συνταξιοδοτουμένων. Αν το νέο αυτό καθεστώς, αυτοτελώς εξεταζόμενο, ανταποκρίνεται στις ειδικές απαιτήσεις του Συντάγματος όπως προσδιορίσθηκαν ανωτέρω, ήτοι οικοδομείται επί της ιδέας της θεσμικής εγγύησης, διαρρυθμίζοντας τη σύνταξη των ανωτέρω ως συνέχεια του μισθού τους με τήρηση της εύλογης αναλογίας, με το Δημόσιο συγχρόνως, ανεξαρτήτως των οποιωνδήποτε τεχνικής φύσεως ρυθμίσεων, να παραμένει βαρυνόμενο με την υποχρέωση καταβολής της σύνταξης αυτής, τότε το εν λόγω καθεστώς, ακόμη και αν καταλήγει να παρέχει ομοίου επιπέδου συντάξεις με αυτές άλλων καθεστώτων, δεν εγείρει προβλήματα συνταγματικότητας.(...)το Δικαστήριο συμπεραίνει ότι με τις ρυθμίσεις του ν. 4670/2020 που αναφέρονται στις σκέψεις αυτές, στις οποίες, ως εκ των επεξηγήσεων που τις συνοδεύουν, πρέπει να αποδοθεί γνησίως ερμηνευτικός χαρακτήρας προσδίδων σε αυτές αναδρομικότητα, ο νομοθέτης επιχείρησε να ευθυγραμμίσει τις ρυθμίσεις του ν. 4387/2016 στις εκ του Συντάγματος ιδιαίτερες απαιτήσεις, ως αυτές αποτυπώνονται ιδίως στη συναφή νομολογία του Δικαστηρίου, αναφορικά με το ιδιαίτερο συνταξιοδοτικό καθεστώς των δημοσίων λειτουργών, υπαλλήλων και στρατιωτικών (σκέψεις 42, 43, 52, 72, 75, 78, 82 της παρούσας). Εν όψει τούτων και υπό την επιφύλαξη όσων εκτίθενται στη συνέχεια, η Ολομέλεια θεωρεί δεδομένο ότι και στην ισχύουσα πλέον νομοθεσία αναγνωρίζεται η ύπαρξη ειδικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος της ανωτέρω κατηγορίας συνταξιούχων, ότι το καθεστώς αυτό εντάσσεται στον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης για λόγους βιωσιμότητας του συστήματος και λογιστικής διαχείρισης και ότι η σύνταξη που καταβάλλεται στους ανωτέρω είναι συνέχεια του μισθού τους και όχι αναπλήρωση των αποδοχών ενεργείας.(...)Με βάση τα ως άνω γενόμενα δεκτά, η Ολομέλεια, έχοντας ανωτέρω εκθέσει το σύνολο των κανόνων που διέπουν τα επίδικα ζητήματα, κρίνει, ότι δεν πρέπει αυτή να δώσει τη συγκεκριμένη λύση στην έφεση που παραπέμφθηκε ενώπιόν της, αλλά πρέπει να αναπεμφθεί η υπόθεση στο Τμήμα προκειμένου αυτό προς οριστική εκδίκαση της εφέσεως, αφού διαπιστώσει, πρώτον, το ύψος των αποδοχών ενέργειας της εκκαλούσας κατά τον χρόνο της συνταξιοδότησής της, δεύτερον, τη σύνταξη που κανονίσθηκε σε αυτήν, και, τρίτον, το εύρος της απόστασης μεταξύ μισθού ενέργειας και σύνταξης ως αριθμητικό ποσοστό, να κρίνει στη συνέχεια, σεβόμενο την αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών, ήτοι ασκώντας οριακό έλεγχο, αν καταδήλως, εν όψει του συνόλου των αντικειμενικών δεδομένων που επιτρέπεται να σταθμισθούν σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά, η αναλογία μισθού ενέργειας και σύνταξης δεν κρίνεται εύλογη.(...)Το Δικαστήριο αποφαίνεται: (i) Επί του ερωτήματος αν η ίδρυση Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης και η ανάληψη από αυτόν σύμφωνα με τον ν. 4387/2016, όπως τροποποιήθηκε, της υποχρέωσης καταβολής των συντάξεων στους δημοσίους λειτουργούς και υπαλλήλους παραβιάζει το Σύνταγμα, η κρίση του Δικαστηρίου είναι, για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 138 έως 141 της παρούσας, ότι δεν υφίσταται ζήτημα αντισυνταγματικότητας των σχετικών ρυθμίσεων. (ii) Επί του ερωτήματος αν με τον τρόπο χρηματοδότησης, ορισμού και υπολογισμού των συντάξεων των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, όπως ορίσθηκαν στον ν. 4387/2016 όπως τροποποιήθηκε, παραβιάζεται το Σύνταγμα ή υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες, η κρίση του Δικαστηρίου είναι ότι, εφόσον η σύνταξη που προκύπτει ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της εύλογης αναλογίας όπως προσδιορίσθηκε στις σκέψεις 145 έως 152 της παρούσας, δεν τίθεται ζήτημα αντίθεσης των οικείων νομοθετικών ρυθμίσεων στο Σύνταγμα ή σε υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες.