Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΝΣΚ/251/2017

Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3329/2005, 3528/2007

Διερεύνηση της δυνατότητας διοικητικού ελέγχου οριστικής απόφασης δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου και των συνεπειών αυτής.  Η Διοίκηση δεν δύναται να ανακαλέσει την απόφαση επαναδιορισμού ιατρού ΕΣΥ, καθ’ όσον αυτή διατηρεί το νόμιμο έρεισμά της, ήτοι την αθωωτική απόφαση που εκδόθηκε από το Κεντρικό Πειθαρχικό Συμβούλιο Ιατρών ΕΣΥ, μετά από επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας, απόφαση, η οποία είναι, εκ του νόμου, μη ανακλητή. Σε κάθε περίπτωση, η πράξη επαναδιορισμού του ιατρού, που εκδόθηκε προς αποκατάστασή του, ως ευμενής για τον διοικούμενο ατομική διοικητική πράξη, δεν μπορεί να ανακληθεί μετά την πάροδο δέκα και πλέον ετών από της εκδόσεώς της, χρονικό διάστημα που υπερβαίνει, εν προκειμένω, τον εύλογο χρόνο (πλειοψ.)

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΕΣ/Τμ.1(ΚΠΕ)/124/2012

Μη νόμιμη η καταβολή προσαύξησης αποδοχών λόγω άδειας υπηρεσιακής εκπαίδευσης σε υπάλληλο Νοσοκομείου, καθόσον η από 15.6.2012 απόφαση του αναπληρωτή Διοικητή του Νοσοκομείου με την οποία χορηγήθηκε άδεια υπηρεσιακής εκπαίδευσης, αφενός μεν, εκδόθηκε σε χρόνο κατά τον οποίο η χορήγηση αδειών είχε ανασταλεί με τις διατάξεις της παρ. 14 του άρθρου 9 του ν. 4057/2012 (ΦΕΚ Α΄ 54/2012), και λόγω του χρόνου εκδόσεώς της, δεν εμπίπτει στη μεταβατική αυτή διάταξη και αφετέρου  η άνω απόφαση εκδόθηκε από αναρμόδιο όργανο, ήτοι από τον αναπληρωτή Διοικητή του Νοσοκομείου, αντί του αρμόδιου Διοικητικού Συμβουλίου (άρθρο 7 παρ. 6 περ. 14 του ν. 3329/2005, ΦΕΚ Α΄ 81/2005).

ΝΣΚ/105/2023

Εφαρμοστέο δίκαιο στις περιπτώσεις αυτοδίκαιης έκπτωσης ιατρών ΕΣΥ λόγω αμετάκλητης ποινικής καταδίκης και θέσης αυτών σε δυνητική αργία λόγω εκκρεμούς ποινικής δίωξης για ποινικά αδικήματα που δεν περιλαμβάνονταν στα κωλύματα διορισμού της παρ. 4 του άρθρου 27 ν.1397/1983, πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 9 του ν.4999/2022.(..) Νομίμως εκδίδεται πράξη διαπιστωτική της αυτοδίκαιης έκπτωσης ιατρού που έχει καταδικαστεί για αδίκημα που προστέθηκε με τον ν. 4999/2022, ακόμη κι αν τελέστηκε πριν τη θέση σε ισχύ του νόμου (07-12-2022), υπό την προϋπόθεση ότι η καταδικαστική απόφαση κατέστη αμετάκλητη μετά τη θέση σε ισχύ του νόμου. Αντιθέτως δεν είναι νόμιμη η έκπτωση στις περιπτώσεις, που η καταδικαστική απόφαση κατέστη αμετάκλητη πριν τη θέση σε ισχύ του νόμου. Νομίμως εκδίδεται, μετά τη θέση σε ισχύ του ίδιου νόμου, απόφαση θέσης σε δυνητική αργία ιατρού, σε βάρος του οποίου εκκρεμεί ποινική δίωξη για αδίκημα που προστέθηκε με τον ν. 4999/2022 ή ο οποίος έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο στην περίπτωση της δίωξης για παράβαση καθήκοντος, ακόμη κι αν η ποινική δίωξη ή η παραπομπή ανάγεται σε χρόνο πριν την θέση σε ισχύ του νόμου αυτού, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει αιτιολογημένη κρίση ως προς την συνδρομή ή μη λόγων δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι εξετάζονται, in concreto, αν δικαιολογούν ή μη την θέση του ιατρού σε αργία (ομόφωνα)


ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.1/24/2018

Αποδοχες για Εκπαιδευτικη αδεια (ιατρού ΕΣΥ).(..)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη II, το Κλιμάκιο κρίνει ότι ο προβαλλόμενος από την Επίτροπο λόγος διαφωνίας είναι βάσιμος, αφού, όπως προεκτέθηκε, το Δ.Σ. του Νοσοκομείου δεν εξέδωσε, ως το αρμόδιο κατά νόμο όργανο, την απόφαση χορήγησης της εκπαιδευτικής άδειας στην ιατρό μετά την έγκρισή της από το ΚΕ.Σ.Υ., και πριν τη λήψη αυτής από την ιατρό, αλλά προ της έγκρισής της από το ΚΕ.Σ.Υ. και μετά τη λήψη της από την ιατρό και την πράξη επιστροφής αθεώρητων των σχετικώς εκδοθέντων ενταλμάτων. Πλην όμως, υπό τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, τούτο δεν έγινε με πρόθεση καταστρατήγησης των κείμενων διατάξεων, αλλά επειδή τα αρμόδια όργανα του Νοσοκομείου, υπέλαβαν πεπλανημένως ότι αρκούσε η αρχική απόφαση χορήγησης της επίμαχης άδειας. (συγγνωστή πλάνη)


ΝΣΚ/156/2021

α) Χρόνος επανόδου στην υπηρεσία προφυλακισθέντος και ευρισκόμενου σε καθεστώς αυτοδίκαιης αργίας υπαλλήλου του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ), κατά του οποίου εκδόθηκε καταδικαστική απόφαση σε ποινή φυλάκισης με αναστολή και β) Υποχρέωση ή μη της Υπηρεσίας προς καταβολή στον ανωτέρω υπάλληλο του μέρους των αποδοχών του, που παρακρατήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα που αυτός τελούσε σε καθεστώς αυτοδίκαιης αργίας.(...)1.α) Η αποφυλάκιση του προφυλακισθέντος υπαλλήλου, εξαιτίας του ότι η εκδοθείσα εις βάρος του οριστική ποινική απόφαση όρισε ότι τυχόν ασκηθησόμενη κατ’ αυτής έφεση θα έχει ανασταλτικό χαρακτήρα, δεν συνεπάγεται ότι εξέλιπε ο λόγος για τον οποίο αυτός τέθηκε σε αυτοδίκαιη αργία. Η εκδοθείσα από τον Διοικητή του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (e-ΕΦΚΑ) διαπιστωτική πράξη περί αυτοδίκαιης επανόδου του υπαλλήλου στην υπηρεσία δεν έχει νόμιμο έρεισμα και συντρέχει λόγος ανάκλησής της, η οποία ανάκληση θα έχει αναδρομική ισχύ. Στην περίπτωση αυτή, ο χρόνος μετά την ημερομηνία έκδοσης του αποφυλακιστηρίου του υπαλλήλου αποτελεί χρόνο κατά τον οποίο συνεχίζει να βρίσκεται σε καθεστώς αυτοδίκαιης αργίας (κατά πλειοψηφία). β) Εάν δεν ανακληθεί η διαπιστωτική πράξη του Διοικητή του e-ΕΦΚΑ περί επανόδου του προφυλακισθέντος υπαλλήλου στην υπηρεσία μετά την αποφυλάκισή του, ως ημερομηνία επανόδου του υπαλλήλου στα καθήκοντά του λογίζεται η επομένη της αποφυλάκισής του (ομόφωνα). 2.α) Εάν λάβει χώρα ανάκληση της διαπιστωτικής πράξης του Διοικητή του e-ΕΦΚΑ περί επανόδου του προφυλακισθέντος υπαλλήλου στην υπηρεσία, αυτός θα περιέλθει αναδρομικά σε καθεστώς αυτοδίκαιης αργίας. Στην περίπτωση αυτή, η Υπηρεσία δεν οφείλει να του καταβάλει τις αποδοχές που παρακρατήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα μετά την αποφυλάκιση (ομόφωνα). β) Εάν δε λάβει χώρα η ανωτέρω ανάκληση, γίνεται δεκτό ότι με την έκδοση και την κοινοποίηση στον εν λόγω υπάλληλο της ως άνω διαπιστωτικής πράξης, καθώς και της απόφασης του e-ΕΦΚΑ περί εκτέλεσης της επιβληθείσας σε αυτόν πειθαρχικής ποινής από το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, λογίζεται ότι τούτος είχε επανέλθει στην υπηρεσία και στα καθήκοντά του από την αποφυλάκισή του μέχρι και την έναρξη εκτέλεσης της επιβληθείσας σε αυτόν πειθαρχικής ποινής, χρονικό διάστημα για το οποίο η Υπηρεσία θα πρέπει αυτεπαγγέλτως και χωρίς να απαιτείται σχετική αίτηση του υπαλλήλου να επιστρέψει σε εκείνον το ήμισυ των αποδοχών του, το οποίο είχε παρακρατηθεί (ομόφωνα).


ΣΤΕ/676/2014

Κανονιστικές πράξεις δημοτικών αρχών:..Επειδή, κατά τα ήδη εκτεθέντα (σκέψη 7), με την απόφαση 121/17.10.2011 της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης του Φαρμακευτικού Συλλόγου ... - η οποία, σημειωτέον, εκδόθηκε μετά την θέση σε ισχύ της ανωτέρω ΔΥΓ3(β)/Γ.Π.οικ. 109282/7.10.2011 υπουργικής αποφάσεως, περί της λειτουργίας των φαρμακείων σύμφωνα με το άρθρο 36 παρ. 2 του ν. 3918/2011 (10.10.2011) - ορίσθηκαν ο αριθμός και τα ωράρια των εφημερευόντων φαρμακείων της πόλης της ... ως εξής: ένα (1) διανυκτερεύον φαρμακείο (από τις ώρες 22:00 έως 08:00) για όλες τις ημέρες της εβδομάδος και, όσον αφορά τα διημερεύοντα φαρμακεία (ώρες 08:00 - 22:00), τρία (3) για τις ημέρες Τρίτη και Πέμπτη, τέσσερα (4) για το Σάββατο και ένα (1) για τις υπόλοιπες ημέρες της εβδομάδος. Ακολούθως, ο εν λόγω Φαρμακευτικός Σύλλογος επανήλθε και με το προσβαλλόμενο πρακτικό 122/26.11.2011 της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των μελών του αποφάσισε τη λειτουργία στην πόλη της ... δύο (2) φαρμακείων εικοσιτετραώρου εφημερίας τις ημέρες Τρίτη, Πέμπτη και Σάββατο, χωρίς, όμως, να προκύπτει η συνδρομή των εξαιρετικών λόγων που δικαιολογούν κατά το νόμο (βλ. σκέψη 6) την επάνοδο του Συλλόγου και την τροποποίηση της απόφασής του περί καθορισμού του ωραρίου των εφημεριών πριν από την παρέλευση έτους από της εκδόσεώς της, και μάλιστα χωρίς να τηρείται, κατά τις ως άνω ημέρες της εβδομάδος, η επιβαλλομένη από το νόμο (β.δ. 398/1963, άρθρα 22 ν. 1483/1984, 9 ν. 1963/1991, 94 παρ. 6 ν. 3852/2010, 36 παρ. 2 ν. 3918/2011) διάκριση μεταξύ διημερευόντων και διανυκτερευόντων φαρμακείων. Ειδικότερα, δεν συνιστά εξαιρετικό λόγο η αόριστη αναφορά στις σχετικές εγκυκλίους του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης που περιλαμβάνεται στο προσβαλλόμενο πρακτικό, ενώ δεν ασκεί, από της απόψεως αυτής, επιρροή, εφ’ όσον δεν μπορεί να κατισχύσει του νόμου, η διατυπωθείσα στην αρχική απόφαση 121/17.10.2011 επιφύλαξη ότι το Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου «διατηρεί το δικαίωμα να τροποποιήσει ολικώς ή μερικώς την πρόταση [περί καθορισμού του ωραρίου των εφημεριών, η οποία έγινε δεκτή με την εν λόγω πράξη] σε περίπτωση που κατατεθεί αίτηση ένταξης στο απελευθερωμένο ωράριο. Επίσης, δύναται να καλέσει άμεσα νέα έκτακτη γενική συνέλευση του σώματος για την τροποποίηση του ωραρίου και των εφημεριών των φαρμακείων». Άμοιρη επιρροής από της εξεταζομένης απόψεως είναι, εξ άλλου, και η περιεχομένη στο προσβαλλόμενο πρακτικό – απόφαση αναφορά στην περίπτωση της αιτούσης, εφ’ όσον η επίμαχη αρμοδιότητα των φαρμακευτικών συλλόγων προς καθορισμό του ωραρίου των εφημεριών, δεν μπορεί, κατά τις οικείες διατάξεις, να ασκείται προκειμένου να παρεμποδίζεται η ένταξη στο «διευρυμένο» ωράριο όσων φαρμακοποιών το επιθυμούν. Συνεπώς, για το λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο κατ’ ορθή ερμηνεία του δικογράφου, το προσβαλλόμενο πρακτικό – απόφαση 122/26.11.2011 της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης του Φαρμακευτικού Συλλόγου .... είναι ακυρωτέο κατά το μέρος που προβλέπεται με την πράξη αυτή η λειτουργία στην πόλη της ... δύο (2) φαρμακείων εικοσιτετραώρου εφημερίας τις ημέρες Τρίτη, Πέμπτη και Σάββατο, είναι δε, κατόπιν τούτου, συνακυρωτέα και η απόφαση 20/18.1.2012 του Περιφερειάρχη ..., με την οποία, σε συμμόρφωση προς το ανωτέρω πρακτικό - απόφαση του Φαρμακευτικού Συλλόγου, εντάχθηκε η αιτούσα στις εικοσιτετράωρες εφημερίες του Σαββάτου. Τέλος, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου (βλ. και τα σχετικά 5825/15.3.2012 και 9753/19.4.2013 έγγραφα του Δήμου .... προς το Δικαστήριο), η συμπροσβαλλομένη απόφαση 125/3.1.2012 του Δημάρχου ..., περί καθορισμού ωραρίου λειτουργίας φαρμακείων του Δήμου από 3.1.2012 έως 31.12.2012, δεν δημοσιεύθηκε προσηκόντως, σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 1 εδαφ. β΄ του ν. 3469/2006 (Α΄ 131), με το οποίο, προκειμένου περί των κανονιστικού χαρακτήρος πράξεων των δημοτικών αρχών, απαιτείται ως συστατικός τύπος (ΣτΕ 3667/2010, 668/2011), εκτός από την τοιχοκόλλησή τους σε ειδικό πίνακα του δημοτικού καταστήματος, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των σχετικών διατάξεων του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος, και η δημοσίευση περιλήψεώς τους σε τοπική εφημερίδα. Προεχόντως δε για το λόγο αυτό, η εν λόγω ανυπόστατη πράξη του Δημάρχου .... πρέπει να ακυρωθεί για λόγους ασφαλείας δικαίου (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 87/2011).


ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.1/85/2017

ΑΠΟΔΟΧΕΣ:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες νομικές σκέψεις, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η 2976/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατέστη τελεσίδικη, αφού το αρμόδιο όργανο του Δήμου Νοτίου ....., με την 171/22.5.2015 απόφασή του, που εκδόθηκε ύστερα από την από 18.5.2015 γνωμοδότηση του πληρεξουσίου δικηγόρου του Δήμου και ενώ διαρκούσε η προθεσμία για την άσκηση έφεσης κατά της ως άνω δικαστικής απόφασης, αποφάσισε να μην ασκήσει έφεση κατ’ αυτής. Εξάλλου, η προβαλλόμενη από την Προϊσταμένη Διοικητικών Υπηρεσιών του Δήμου, καθώς και από τη Γραμματέα Δικαστικών Υποθέσεων μη έγκαιρη γνώση της επίδοσης της προαναφερόμενης δικαστικής απόφασης δεν ασκεί, εν προκειμένω, επιρροή, καθόσον η μη άσκηση έφεσης δεν ήταν αποτέλεσμα απώλειας της προθεσμίας για την άσκησή της, αλλά απόφασης του αρμόδιου οργάνου, με την οποία παραιτήθηκε από την άσκηση έφεσης. Λόγω δε μη άσκησης οποιουδήποτε ένδικου μέσου κατ’ αυτής, η εν λόγω δικαστική απόφαση έχει καταστεί αμετάκλητη (σχετ. το 9434/3.9.2015 πιστοποιητικό της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Αθηνών). Περαιτέρω, το Κλιμάκιο κρίνει ότι από το παραγόμενο από την ως άνω αμετάκλητη δικαστική απόφαση δεδικασμένο ανέκυψε υποχρέωση του Δήμου Νοτίου ..... να συστήσει προσωποπαγή θέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, προκειμένου να καλυφθεί από τη φερόμενη ως δικαιούχο του ελεγχόμενου χρηματικού εντάλματος, υπέρ της οποίας εκδόθηκε η προαναφερόμενη δικαστική απόφαση και συνακόλουθα, υποχρέωση του αρμόδιου οργάνου να εκδώσει την οικεία πράξη κατάταξής της, αφού διαπιστώθηκε ότι διέθετε το απαιτούμενο από το νόμο τυπικό προσόν για τον Κλάδο ΔΕ (απολυτήριο τίτλο Λυκείου) καταβάλλοντάς της τις νόμιμες αποδοχές. Επομένως, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι λόγοι διαφωνίας (2ος, 3ος, 4ος) του αναπληρωτή Επιτρόπου. Εξάλλου, το γεγονός της προσκόμισης από την λόγω εργαζόμενη παραποιημένου ως προς τον βαθμό απόλυσης απολυτηρίου, δεν ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της εντελλόμενης με το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα δαπάνης, καθόσον η φερόμενη ως δικαιούχος διέθετε γνήσιο απολυτήριο τίτλο Λυκείου, που προβλέπεται από το νόμο (π.δ. 50/2001) ως τυπικό προσόν για την κατάταξη στον κλάδο ΔΕ, χωρίς να γίνεται οποιαδήποτε διάκριση ανάλογα με τον βαθμό απόλυσης (βλ. και άρθρο 52 του ν. 4456/2017, Α΄24/1.3.2017). Μειοψήφησε η Πάρεδρος Χρυσούλα Μιχαλάκη, σύμφωνα με τη γνώμη της οποίας η εντελλόμενη με το επίμαχο ένταλμα πληρωμής δαπάνη δεν είναι νόμιμη. Και τούτο, διότι  νόμιμο έρεισμά της δεν συνιστά κατ’ ουσίαν η ανωτέρω απόφαση του ΜΠΑ, με την οποία, ανεξαρτήτως της ορθότητάς της, απλώς υποχρεώθηκε ο Δήμος να αποδέχεται τις υπηρεσίες της φερομένης ως δικαιούχου υπαλλήλου υπό καθεστώς εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου έναντι μισθού έως ότου προβεί στην καθ’ οιονδήποτε νόμιμο τρόπο λύση της εργασιακής σχέσης, αλλά η κατόπιν αυτής εκδοθείσα πράξη σύστασης οργανικής θέσεως εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου προσωποπαγούς χαρακτήρα, η οποία βαίνει πέραν των αναγκαίων ενεργειών της Διοίκησης για την υλική συμμόρφωσή της προς το περιεχόμενο της επίμαχης δικαστικής απόφασης, συνιστά δε νομική πράξη πρωτογενούς άσκησης του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη προσιδιάζουσα σε έγκυρη σύμβαση εργασίας, η οποία όμως εν προκειμένω δεν υφίσταται, αφού δεν έχει τηρηθεί η προβλεπόμενη εκ του εκτελεστικού του Συντάγματος ν. 2190/1994 διαδικασία. Επομένως, λαμβανομένου υπ’ όψη και του περιεχομένου της επίμαχης δικαστικής απόφασης, οι αξιώσεις της φερομένης ως δικαιούχου που παρέχει την εργασία της σε συμμόρφωση προς τον εκτελεστό αυτό τίτλο, δεν μπορούν να έχουν ως έρεισμά τους πράξεις αναγόμενες στη λειτουργία νομίμων συμβάσεων εργασίας που συνιστούν όρους οριστικής υποδοχής του εργαζομένου στην εκμετάλλευση του εργοδότη, όπως η τοποθέτησή του σε θέση, ο προσδιορισμός οργανικής ειδικότητας ή η μισθολογική του αντιμετώπιση αντιστοίχως προς το νομίμως προσληφθέν προσωπικό, με έκδοση πράξεων κατάταξης σε μισθολογικό κλιμάκιο και ευθεία εφαρμογή των διατάξεων του ν. 4354/2015. Αντιθέτως, οι αξιώσεις αυτές έχουν ως βάση τους τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού (904 ΑΚ) και, ως εκ τούτου, ο Δήμος υποχρεούται, χωρίς να εκδώσει νομικές πράξεις αντίστοιχες προς εκείνες που εκδίδει για τους μισθωτούς με έγκυρη σύμβαση εργασίας να αποδώσει στη φερόμενη ως δικαιούχο απλώς την ωφέλεια που αποκόμισε από την εργασία της. Η ωφέλεια δε αυτή συνίσταται στα ποσά που θα κατέβαλλε ως  αμοιβή σε άλλα πρόσωπα, τα οποία, προς κάλυψη των αντίστοιχων αναγκών του θα προσελάμβανε με έγκυρες συμβάσεις και τα οποία θα είχαν τις ίδιες ικανότητες και τα ίδια προσόντα με αυτή (πρβ. Πρ. Ι Τμ. 141/2012, ΑΠ 885/2014, 126/2015). Τέλος, κατά την μειοψηφούσα αυτή άποψη, ενόψει των προεκτεθέντων παρίσταται αλυσιτελής ο προβαλλόμενος από τον Επίτροπο λόγος που αφορά τη γνησιότητα του απολυτηρίου της φερόμενης ως δικαιούχου. Περαιτέρω, απορριπτέος είναι και ο λόγος διαφωνίας, με τον οποίο προβάλλεται ότι μη νόμιμα με την 14484/2016 απόφαση του Δημάρχου κατατάχθηκε η εν λόγω εργαζόμενη σε μισθολογικά κλιμάκια από 1.1.2016, καθόσον, πέραν του ότι δεν προσκομίζεται η προαναφερόμενη απόφαση του Δημάρχου, δεν προβάλλεται συγκεκριμένος λόγος μη νομιμότητας της απόφασης αυτής, όπως δε προκύπτει από την οικεία μισθοδοτική κατάσταση η κατάταξη της εν λόγω δικαιούχου έγινε στο εισαγωγικό για τον κλάδο της μισθολογικό κλιμάκιο (Μ.Κ.1). Τέλος, το ζήτημα της νομιμότητας της 171/2015 απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Νοτίου ....., το οποίο τίθεται με τον πρώτο λόγο διαφωνίας, με τον οποίο ο αναπληρωτής Επίτροπος εκφράζει αμφιβολίες ως προς το ουσιαστικό μέρος της δαπάνης που εντέλλεται με το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα, προβάλλεται απαραδέκτως ενώπιον του παρόντος Κλιμακίου, καθόσον, όπως έγινε δεκτό στη σκέψη ΙΙ, ο αρμόδιος Επίτροπος, εάν δεν υφίσταται άλλος λόγος που να επιβάλλει τη μη θεώρηση του ελεγχόμενου χρηματικού εντάλματος, οφείλει να το θεωρήσει και να αναφέρει συγχρόνως την περίπτωση στο Ι Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το οποίο, μετά από αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης, εφόσον κρίνει ότι είναι βάσιμες οι αμφιβολίες του Επιτρόπου, θα προβεί σε ανακοίνωση του θέματος στον Υπουργό Οικονομικών και τον αρμόδιο Υπουργό.


ΣΤΕ/1217/2014

ΣΤΕ.Αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.Δημόσια έργα:Επειδή, από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με τα άρθρα 52 και 50 παρ. 4 και 5 του Κωδ. ΠΔ 18/1989 (Α’ 8), 20 παρ. 1 και 95 παρ. 5 του Συντάγματος απορρέει η υποχρέωση συμμόρφωσης της διοίκησης με τις αποφάσεις της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες εκδίδονται επί αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων. Ειδικότερα, όταν γίνεται δεκτή η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και διατάσσεται η αναστολή εκτελέσεως πράξης εκδοθείσας κατά τη διενέργεια διαγωνισμού δημοσίων έργων, προμηθειών ή υπηρεσιών, ή ορισμένο άλλο μέτρο, η διοίκηση οφείλει, εφόσον εξακολουθεί να ισχύει η διαταχθείσα αναστολή εκτελέσεως ή το διαταχθέν μέτρο, να απέχει από κάθε ενέργεια που είναι αντίθετη προς τα διαταχθέντα με την απόφαση της Επιτροπής Αναστολών, περαιτέρω δε, αναφορικά με τα ανακύψαντα διοικητικής φύσεως ζητήματα που αντιμετωπίσθηκαν στο στάδιο της παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας, δεσμεύεται, μέχρι την οριστική τους επίλυση στο στάδιο της εκδίκασης της ακυρωτικής διαφοράς, από τα γενόμενα δεκτά, έστω και ως σοβαρώς πιθανολογούμενα, με την απόφαση της Επιτροπής Αναστολών (πρβλ. ΣτΕ 3312/2009, 2059/2007, 2593/1999, ΕΑ 726, 217/2003). Ωστόσο, η υποχρέωση συμμόρφωσής της με απόφαση της Επιτροπής Αναστολών επί αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων δεν κωλύει την αναθέτουσα αρχή να προβεί στην ανάκληση ή στη κατάλληλη τροποποίηση της πράξης, της οποίας η παρανομία έχει πιθανολογηθεί σοβαρώς (πρβλ. ΕΑ 1309/2009, 750, 722/2007, 1133-2/2006, 39/2005, 880, 84/2003). Η ευχέρεια της Διοίκησης να προβεί στην έκδοση της, κατά τα ανωτέρω, ανακλητικής ή τροποποιητικής πράξης, ενόψει αποφάσεως της Επιτροπής Αναστολών, δεν αναιρεί το δικαίωμα των διαγωνιζομένων για παροχή αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, προεχόντως διότι οι τελευταίοι δεν αποστερούνται, κατ’ αυτόν τον τρόπο, του δικαιώματός τους να προσβάλουν την πράξη αυτή αυτοτελώς με αίτηση ασφαλιστικών μέτρων καθώς και με αίτηση ακυρώσεως, η τυχόν ευδοκίμηση της οποίας θα έχει ως αποτέλεσμα την αναβίωση των ευμενών για αυτούς πράξεων της αναθετούσης αρχής (ΕΑ 1309/2009, 750, 722/2007, 1133/2006, 39/2005, 94/2003). Εξάλλου, η προβλεπόμενη από τη διάταξη της παρ. 8 του άρθρου 5 του ν. 3886/2010 ευχέρεια οικειοθελούς συμμορφώσεως με απόφαση που δέχεται αίτηση ασφαλιστικών μέτρων αποσκοπεί στην ταχύτερη δυνατή διεξαγωγή και ολοκλήρωση των διαδικασιών αναθέσεως των δημοσίων συμβάσεων και στην αποτροπή σχετικών δικαστικών διενέξεων, χωρίς να παραβλέπεται η τήρηση της νομιμότητας, η οποία εξασφαλίζεται με την πρόβλεψη της προσωρινής δικαστικής προστασίας. Η άσκηση της ευχέρειας αυτής από τη Διοίκηση δεν εξαρτάται από την εκπλήρωση ή μη από το διάδικο που επέτυχε τη λήψη ασφαλιστικού μέτρου της κατά το άρθρο 5 παρ. 7 του ν. 3886/2010 υποχρεώσεώς του να ασκήσει, εντός της οριζομένης προθεσμίας, το κύριο ένδικο βοήθημα, προκειμένου να μην αρθεί αυτοδικαίως η ισχύς του διαταχθέντος ασφαλιστικού μέτρου. Και τούτο, διότι η άσκηση της ως άνω ευχέρειας οικειοθελούς συμμορφώσεως, η οποία απορρέει πρωτογενώς από τις γενικές αρχές του δικαίου για την ανάκληση των παρανόμων διοικητικών πράξεων και για την ακυρότητα των παρανόμων δικαιοπραξιών, οδηγεί στην έκδοση πράξεως οριστικού χαρακτήρα, με την οποία επέρχεται πλήρης ικανοποίηση του ενδιαφερομένου, και επομένως δεν εμπίπτει, από τη φύση της, στο περιεχόμενο της παρασχεθείσης προσωρινής δικαστικής προστασίας (πρβλ. ΣτΕ 233/2014). Αντίθετα, η διατήρηση της ισχύος του διαταχθέντος ασφαλιστικού μέτρου εντάσσεται στο περιεχόμενο της παρασχεθείσης προσωρινής προστασίας, ως όρος δε της συνεχίσεως της προστασίας αυτής και μόνο, με τη διατήρηση της ισχύος του μέτρου, τίθεται από το νόμο η εκπλήρωση της υποχρεώσεως του νικήσαντος διαδίκου για την άσκηση του κυρίου ενδίκου βοηθήματος κατά το άρθρο 5 παρ. 7 του ν. 3886/2010 (βλ. ΣτΕ 3404/2012).(..)Επειδή, στην συγκεκριμένη περίπτωση, η Οικονομική Επιτροπή της Περιφέρειας .......-...... εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία απέκλεισε την αιτούσα από τη συνέχεια του διαγωνισμού, σε συμμόρφωση προς το διατακτικό της 441/2013 αποφάσεως της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου Επικρατείας, σύμφωνα με το οποίο έγινε δεκτή η αίτηση της εταιρείας «... Α.Β.Ε.Τ.Ε.» και διατάχθηκε η αναστολή εκτελέσεως της 26/1085/13.9.2013 αποφάσεως της Οικονομικής Επιτροπής της Περιφέρειας .......-......, κατά το μέρος κατά το οποίο είχε γίνει δεκτή η συμμετοχή στο διαγωνισμό της αιτούσας ενώσεως «... Α.Ε. – Χρ. Δ. ... Α.Ε.». Η πράξη όμως, αυτή δεν αποτελεί απλή συμμόρφωση προς την προαναφερθείσα απόφαση της Επιτροπής Αναστολών, για την οποία θα αρκούσε η προσωρινή αναστολή της διαδικασίας του διαγωνισμού, αλλά συνιστά οριστική εν μέρει ανάκληση της 19/760/5.7.2013 αποφάσεως της ίδιας ως άνω Οικονομικής Επιτροπής, ήτοι ανάκληση αυτής μόνο κατά το μέρος που αφορά τη συμμετοχή της αιτούσας ένωσης προσώπων ... ΑΕ –... ΑΕ (πρβλ. ΣτΕ 733/2005, 20/2009, 2628/2009, 3932/2011, πρβλ. και 959/2007), και, επομένως, συνεπάγεται αποκλεισμό της εν λόγω ενώσεως από το διαγωνισμό (βλ. ΣτΕ 233/2014). Η πράξη αυτή εκδόθηκε κατ’ ορθή εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 5 παρ. 8 του ν. 3886/2010, εφόσον η αναθέτουσα αρχή άσκησε, εν προκειμένω, νομίμως την απονεμόμενη από τη διάταξη αυτή διακριτική ευχέρεια εκδόσεως πράξεως αποκλεισμού της αιτούσας, για την άρση της παρανομίας που πιθανολογήθηκε με την παραπάνω απόφαση της Επιτροπής Αναστολών σε σχέση με τη συμμετοχή της στο διαγωνισμό. Αβασίμως δε προβάλλεται ότι, σε συμμόρφωση με την ανωτέρω απόφαση, η αναθέτουσα αρχή όφειλε να προβεί σε κατ’ ουσίαν επανεξέταση του δικαιολογητικού, διότι τέτοια υποχρέωση δεν συνάγεται ούτε από το διατακτικό ούτε από το αιτιολογικό της απόφασης αυτής.(…)Επειδή, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 5 παρ. 8 του ν. 3886/2010, είναι δυνατή η έκδοση πράξεως, με την οποία, σε συμμόρφωση με το διατακτικό αποφάσεως της Επιτροπής Αναστολών, ανακαλείται ή τροποποιείται καταλλήλως η πράξη της αναθέτουσας αρχής, της οποίας διατάχθηκε η αναστολή εκτελέσεως, καίτοι, κατά το χρόνο εκδόσεώς της, δεν έχει δημοσιοποιηθεί το πλήρες κείμενο της απόφασης, από την οποία προκύπτει η αιτιολογία της. Στην περίπτωση αυτή δεν παραβλάπτεται το δικαίωμα δικαστικής προστασίας του θιγομένου από την πράξη αυτή, εφόσον η προθεσμία για την προσβολή της με αίτηση ακυρώσεως ή αίτηση ασφαλιστικών μέτρων άρχεται από τη κοινοποίηση σ’ αυτόν της αποφάσεως αυτής, κατά την οποία λαμβάνει πλήρη γνώση της αιτιολογίας αυτής. Ενόψει των ανωτέρω, ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν φέρει αιτιολογία πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι η πράξη αυτή υιοθετεί την αιτιολογία της 441/2013 αποφάσεως της Επιτροπής Αναστολών.(…)Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση στο σύνολό της και να γίνουν δεκτές οι αναφερόμενες στη σκέψη 2 παρεμβάσεις.


ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.1/245/2018

Αποζημίωση λόγω συνταξιοδότησης:Υπό τα δεδομένα αυτά και σε συνδυασμό με όσα έγιναν δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η αξίωση της ως άνω υπαλλήλου για απόληψη της αποζημίωσης λόγω συνταξιοδότησης  γεννήθηκε κατά τον χρόνο λύσης της υπαλληλικής σχέσης της. Ο ισχυρισμός δε του Δήμου ότι χρόνος γέννησης της αξίωσης λήψης της επίμαχης αποζημίωσης, κατά τον οποίο καθίσταται δικαστικώς επιδιώξιμη, είναι εκείνος της έκδοσης της οριστικής απόφασης συνταξιοδότησης, είναι απορριπτέος. Συναφώς, απορριπτέος είναι ο ισχυρισμός του Δήμου ότι έχουν καταργηθεί οι διατάξεις του άρθρου 90 παρ. 3 του Κώδικα Δημόσιου Λογιστικού (ν. 2362/1995) και ισχύουν εκείνες των άρθρων 140 και 141 του ν. 4270/2014,  αφού, κατά τα γενόμενα δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η επίμαχη ρύθμιση εξακολουθεί να ισχύει για σχετικές αξιώσεις που έχουν γεννηθεί πριν από την 1.1.2015, (όπως εν προκειμένω), σύμφωνα με τη ρητή διατύπωση του  άρθρου 183 παρ. 2 περ. γ του ν. 4270/2014  (Α΄ 143). Ωσαύτως, απορριπτέος είναι και ο ισχυρισμός του Δήμου ότι η παραγραφή της εν λόγω αξίωσης αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής, αφού και υπό την εκδοχή ότι αφορά στο τέλος του έτους 2014, πάλι έχει υποπέσει στην διετή παραγραφή, δοθέντος ότι η υποβολή της αίτησης της ενδιαφερομένης έγινε στις 6.3.2018. Τούτο δε ανεξαρτήτως ότι με την διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995 ρυθμίζεται ειδικώς το θέμα του χρόνου παραγραφής των αξιώσεων των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου/Ο.Τ.Α. κατ΄ αυτών, που αφορούν σε αποδοχές ή άλλες φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και εάν βασίζονται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου/Ο.Τ.Α. ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις. Oρίζεται δε ως χρονικό σημείο ενάρξεως της παραγραφής αυτής η γένεση της κάθε αντίστοιχης αξιώσεως (Α.Ε.Δ. 32/2008). Η διάταξη δε αυτή είναι ειδική σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 91 εδ. α΄ του ιδίου νόμου (ΑΠ 536/2014), με την οποία ρυθμίζεται γενικώς το θέμα της ενάρξεως του χρόνου παραγραφής οποιασδήποτε αξιώσεως κατά του Δημοσίου/Ο.Τ.Α., από το τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής, όπως τούτο συνάγεται από τη ρητή επιφύλαξη ως προς την ισχύ άλλων ειδικών διατάξεων, όπως η διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3, η οποία, ως εκ τούτου, κατισχύει της γενικής διάταξης του άρθρου 91 εδ. α΄ (ΕΣ Ι Τμ. Πράξη 51/2015, ΑΠ 182/2014). Δοθέντος δε ότι, όπως έγινε δεκτό ανωτέρω, η αξίωση για τη λήψη αποζημίωσης λόγω συνταξιοδότησης γεννάται και καθίσταται δικαστικώς επιδιώξιμη από τον χρόνο αποχώρησης του ενδιαφερομένου από την υπηρεσία, η διετής παραγραφή της αξίωσης για λήψη της επίμαχης αποζημίωσης, θα συμπληρωνόταν, εν προκειμένω, σε χρόνο πριν την υποβολή της  3589/6.3.2018 αίτησης της φερόμενης ως δικαιούχου και, κατ’ επέκταση πριν από την εκκαθάριση του ελεγχόμενου χρηματικού εντάλματος. Εντούτοις, εφόσον τα αρμόδια όργανα του Δήμου θεώρησαν-κατά την έννοια που προσέδωσαν στις κρίσιμες διατάξεις- ότι  η έκδοση της οριστικής απόφασης απονομής κύριας σύνταξης στην οικεία υπάλληλο αποτελεί προϋπόθεση για τη γένεση και την εκκαθάριση της σχετικής αξίωσής της, με αποτέλεσμα την καθυστερημένη, μετά την πάροδο της διετίας εκκαθάρισή της, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η αξίωση αυτή δεν υπέπεσε στη διετή παραγραφή. Τούτο δε διότι, υπό το εκτεθέν ιστορικό και, ειδικότερα, ενόψει της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης της εν λόγω υπαλλήλου στην ερμηνεία που έδωσαν στις κρίσιμες διατάξεις τα αρμόδια όργανα του Δήμου, η επίμαχη αξίωσή της κατέστη δικαστικώς επιδιώξιμη μετά την έκδοση τηςτης 372/30.1.2018 απόφασης του Διευθυντή του Υποκαταστήματος ΕΦΚΑ Ηρακλείου, για την απονομή σε αυτήν οριστικής σύνταξης (χρονικό σημείο, από το οποίο αρχίζει εν προκειμένω και η διετής παραγραφή αυτής). Συνεπώς, νομίμως αυτή υπέβαλε την 3589/6.3.2018 αίτηση για να της καταβληθεί η εν λόγω αποζημίωση. Εξάλλου, σύμφωνα με όσα έγιναν σχετικώς δεκτά στη σκέψη 4 και όπως βασίμως ο Δήμος προβάλλει, η ανωτέρω απόφαση ανάληψης της δημοσιονομικής υποχρέωσης εκδόθηκε νομίμως, μετά την έκδοση της 84/7.3.2018 απόφασης της Οικονομικής Επιτροπής του Δήμου Αγίου ...., περί καθορισμού του ποσού της επίμαχης αποζημίωσης, καθώς η τελευταία αποτελεί το νόμιμο έρεισμά της.