ΝΣΚ/386/2001
Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.
Εταιρείες Ασφαλιστικές. Ιδρυση Συνεταιριστικής Τράπεζας. Συμμετοχή.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
Από τις διατάξεις του άρθρου 2 του ΝΔ 400/1970 Περί Ιδιωτικής Επιχειρήσεως Ασφάλισης ενόψει και των διατάξεων του Ν 1667/1986 για τους Αστικούς Συνεταιρισμούς, προκύπτει, ότι δεν είναι δυνατή η ίδρυση Συνεταιριστικής Τράπεζας από Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρία, διότι, κατά νόμο, οι Ασφαλιστικές Επιχειρήσεις οφείλουν να ασχολούνται, αποκλειστικά με ασφαλιστικές εργασίες, εκτός, εάν συμμετέχουν ή ιδρύουν Ανώνυμες Εταιρίες.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΝΣΚ/469/2000
Ασφαλιστικές εταιρείες. Ασφαλιστική εκκαθάριση.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
Από τις διατάξεις των άρθρων 10 και 12α του ν.δ.400/70 συνάγεται ότι μετά του Επικουρικού Κεφαλαίου, ο Υπουργός Ανάπτυξης υποχρεούται στην παροχή εγκρίσεως μεταβιβάσεως του δικαιώματος διοίκησης και διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων, που έχουν τεθεί σε ασφαλιστική τοποθέτηση, σε ανώνυμες ασφαλιστικές εταιρείες που έχουν τεθεί σε ασφαλιστική εκκαθάριση.
ΝΣΚ/376/2003
Μίσθωση δημόσιου ιχθυοτροφείου με απ’ ευθείας σύμβαση μισθώσεως.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
Στο πλαίσιο του άρθρου 50 του ΝΔ 420/1970 είναι δυνατό να εκμισθωθεί εκ μέρους του Δημοσίου ιχθυοτροφείο σε εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, που ιδρύουν αλιευτικοί συνεταιρισμοί, καθώς επίσης και σε Ενώσεις Αγροτικών Συνεταιρισμών ή σε Κοινοπραξίες Αγροτικών Συνεταιριστικών Ενώσεων, των οποίων τα μέλη είναι αλιευτικοί συνεταιρισμοί. Η εκμίσθωση στην εταιρεία «Αλιευτικοί Συνεταιρισμοί Γαργαλιάνων - Γιάλοβας Συνεταιριστική Εταιρία Περιορισμένης Ευθύνης» μπορεί να χωρήσει με την ρητή επιφύλαξη, που πρέπει να περιληφθεί και ως όρος στο μισθωτήριο συμβόλαιο, ότι, σε περίπτωση ενεργοποιήσεως του άρθρου 6 του Καταστατικού της και υπεισελεύσεως τρίτων προσώπων, που δεν αποτελούν αλιευτικούς συνεταιρισμούς, θα διατηρεί το Δημόσιο το δικαίωμα να προβεί σε καταγγελία της συμβάσεως μισθώσεως.
ΝΣΚ/74/2007
Δυνατότητα αποδέσμευσης του κατασχεθέντος ποσού ασφαλιστικής τοποθετήσεως του υπό εκκαθάριση τελούντος υποκαταστήματος αλλοδαπής ασφαλιστικής εταιρείας.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
Δεν απαιτείται η έκδοση Υπουργικής απόφασης της παρ.4 του άρθρου 10 του Ν.Δ/τος 400/1970, για την αποδέσμευση του επίμαχου κατασχεθέντος ποσού ασφαλιστικής τοποθετήσεως, του εν Ελλάδι υποκαταστήματος αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχειρήσεως που τελεί υπό καθεστώς κοινής εκκαθαρίσεως, για την ικανοποίηση του κατασχόντος Ε.Γ. εις χείρας της τραπέζης «CITIBANK» ως τρίτης, παρά μόνον η συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων, προς απόδοση του κατασχεθέντος ποσού, επί κατασχέσεως εις χείρας τρίτου κατά τον Κ.Πολ.Δικ., οι οποίες συνέτρεξαν εν προκειμένω.
ΝΣΚ/153/2003
Ευθύνη εποπτών και εκκαθαριστών ασφαλιστικών επιχειρήσεων σε ασφαλιστική εκκαθάριση, έναντι του Δημοσίου και των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
Ο επόπτης και ο εκκαθαριστής σύμφωνα με το άρθρο 12α παρ.12 του Ν. Δ/τος 400/1970, ως ισχύει, δεν υπέχουν οποιαδήποτε ευθύνη για χρέη της ασφαλιστικής επιχειρήσεως προς το Δημόσιο ή τους φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως, ανεξαρτήτως του χρόνου βεβαιώσεώς των, δηλ. αδιαφόρως, αν τα χρέη γεννήθηκαν και βεβαιώθηκαν κατά το στάδιο λειτουργίας της ασφαλιστικής εταιρείας ή κατά το στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθαρίσεως. Τα ανωτέρω πρόσωπα, όμως, δεν απαλλάσσονται από την κοινή ευθύνη των άρθρων 914, 919 Α.Κ.
ΝΣΚ/467/2000
Ασφαλιστικές εταιρείες. Ασφαλιστική εκκαθάριση.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
Από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 12α του ν.δ.400/1970 και 49 του κ.ν.2190/1920 συνάγεται, ότι η ασφαλιστική εκκαθάριση στην κατάσταση στην οποία τελεί ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία, διέπεται από τους ειδικότερους περί ιδιωτικής ασφαλίσεως κανόνες, τα δε όργανα εκκαθάρισης, που διορίζονται από το Δικαστήριο έχουν ρητή και σαφή εντολή, εκ του νόμου και το δικαστήριο, να προβούν στις αναγκαίες ενέργειες για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των ασφαλισμένων. Ως εκ τούτου η αδράνεια της Γ.Σ., να προβεί σε έγκριση των ετησίων καταστάσεων της εταιρείας δεν αναστέλλει την πρόοδο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης.
ΝΣΚ/35/2001
Κοινοτικό Δίκαιο. Ασφαλιστικές εταιρείες. Συγχώνευση.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
(Τριμελούς Επιτροπής) Η έννοια της, κατ εξαίρεση του κανόνα της, για λόγους προστασίας των ασφαλισμένων, απαγορεύσεως της σωρευτικής ασκήσεως ασφαλίσεων κατά ζημιών μαζί με ασφαλίσεις ζωής (άρθρο 13 παρ.1 της Οδηγίας 79/267 όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 16 της Οδηγίας 92/96) δυνατότητας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που κατά τη δημοσίευση του πδ 118/85 ασκούσαν, σωρευτικά τις ασφαλιστικές αυτές δραστηριότητες, να συνεχίσουν να τις ασκούν σωρευτικά, υπό τον όρο της ξεχωριστής διαχείρισης για κάθε μία από αυτές (άρθρο 13 παρ.3 και 6 της Οδηγίας 79/267 όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 16 της Οδηγίας 92/96, άρθρο 3α παρ.2 νδ 400/1970 όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 6 πδ 252/96), είναι ότι επιτρέπεται η εξακολούθηση της σωρευτικής ασκήσεως των δύο αυτών ασφαλιστικών δραστηριοτήτων, εφόσον η ασφαλιστική επιχείρηση τις ασκούσε συνεχώς και αδιαλείπτως μέχρι την δημοσίευση του πδ 252/96, αφ ης και τερματίζεται η εν λόγω κατ εξαίρεση παρεχομένη ευχέρεια. Δεν εμπίπτει στην εν λόγω εξαίρεση, μικτή ασφαλιστική επιχείρηση, ασκούσα σωρευτικώς ασφαλίσεις κατά ζημιών μαζί με ασφαλίσεις ζωής κατά τη δημοσίευση του πδ 118/85, η οποία είχε στην συνέχεια ιδρύσει ξεχωριστή ανώνυμη εταιρία για την ξεχωριστή άσκηση από αυτήν των ασφαλίσεων ζωής, οι δύο δε αυτές ξεχωριστές εταιρίες πράγματι λειτούργησαν υπ αυτό το νομικό και πραγματικό πλαίσιο. Επομένως δεν είναι επιτρεπτή κατά νόμο η συγχώνευση των δύο ασφαλιστικών εταιριών του ερωτήματος προς τον σκοπό συνεχίσεως της διακοπείσης ασκήσεως μικτής ασφαλιστικής δραστηριότητας της μίας εξ αυτών. (Ομοια η 142/97 γνωμοδότηση ΝΣΚ)
ΝΣΚ/22/2017
Ομαδικά συνταξιοδοτικά προγράμματα. Φορολογική αντιμετώπιση.Η υπ' αριθ. 25/2011 γνωμοδότηση της Ολομελείας του ΝΣΚ έχει εφαρμογή Α. Ως προς τη φορολογική μεταχείριση της, προ της 23-1-2013 (χρόνου ενάρξεως της ισχύος των διατάξεων της παρ.3 του άρθρου 7 του ν. 4110/2013 καταβληθείσας παροχής - ασφαλίσματος που διενεργείται στα πλαίσια ομαδικών συνταξιοδοτικών προγραμμάτων (όπως τα DAF), που έχουν συνάψει οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις για τους εργαζομένους τους, η οποία παροχή αποτελεί εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, εφόσον σωρευτικά συντρέχουν οι κατωτέρω προϋποθέσεις: α. Ύπαρξη ομαδικής ασφάλισης του προσωπικού της επιχείρησης από τον εργοδότη, β. Κάλυψη, ολική ή μερική, του ασφαλίστρου από το εργοδότη (με σύναψη γνήσιας σύμβασης υπέρ τρίτου). γ. Επιβολή της ασφάλισης από το νόμο ή όρο της μεταξύ του εργοδότη και των μισθωτών εργασιακής σύμβασης ή δεσμευτικής για τον εργοδότη ΣΣΕ δ. Καταβολή του ασφαλίσματος στον εργαζόμενο, δυνάμει του συμβολαίου ομαδικής ασφάλισης, κατά το χρόνο επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης, ανεξαρτήτως της μικρής ή μεγαλύτερης διάρκειας του συμβολαίου. Στην περίπτωση κατά την οποία ο εργαζόμενος καταβάλλει μέρος του ασφαλίστρου, η παροχή-ασφάλισμα, κατά το μέρος της που προέρχεται από ασφάλιστρα καταβληθέντα από αυτόν (τον εργαζόμενο) μέχρι την έναρξη ισχύος του ν. 4110/2013, δεν φορολογείται ως εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, εκτός εάν τα ασφάλιστρα εξέπεσαν από το ακαθάριστο εισόδημά του και δεν φορολογήθηκαν, οπότε φορολογείται. Β. Ως προς τη φορολόγηση της παροχής-ασφαλίσματος ως εισοδήματος από κινητές αξίες, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 24 παρ. 1 περ. στ’ του ν. 2238/1994, κατά το μέρος που η παροχή αντιστοιχεί στην υπεραπόδοση των επενδύσεων των μαθηματικών αποθεμάτων, που σχηματίζονται για τις ασφαλίσεις ζωής, κατά τις διατάξεις του ν.δ. 400/1970, αδιαφόρως εάν η σύμβαση ασφαλίσεως έχει αποτελέσει ή όχι όρο της μεταξύ του εργοδότη και των μισθωτών εργασιακής σύμβασης ή δεσμευτικής για τον εργοδότη ΣΣΕ.
ΕΣ/ΤΜ.6/629/2020
Υπόλογος νομικού προσώπου....Περαιτέρω, ο αιτών προβάλλει, ως λόγο αναστολής, ότι η άμεση καταβολή του καταλογισθέντος σε βάρος του, με τη 12/2017 Πράξη του Β΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ποσού, το οποίο ανέρχεται σε 109.353,91 ευρώ, θα του επιφέρει ανεπανόρθωτη ή οπωσδήποτε δυσχερώς επανορθώσιμη οικονομική βλάβη, επικαλούμενος και τις οφειλές του για ασφαλιστικές εισφορές προς τον Ο.Α.Ε.Ε. ( ήδη Ε.Φ.Κ.Α.), καθώς και την επιβολή βαρών σε ακίνητα ιδιοκτησίας του, λόγω απαιτήσεων της Συνεταιριστικής Τράπεζας ... και της .... Τράπεζας. Προς απόδειξη δε των ισχυρισμών του προσκομίζει αντίγραφα δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος φορολογικών ετών 2018, 2017 και 2016, από τα οποία προκύπτει ότι ο αιτών απέκτησε: α) κατά το έτος 2018, καθαρό εισόδημα από άσκηση ατομικής αγροτικής δραστηριότητας ύψους 27.222,37 ευρώ, ακαθάριστο εισόδημα από εκμίσθωση ακινήτων ύψους 12.735,00 ευρώ και απαλλασσόμενα από το φόρο ή με ειδικό τρόπο φορολογούμενα εισοδήματα ύψους 2.480,17 ευρώ, β) κατά το έτος 2017, καθαρό εισόδημα από άσκηση ατομικής αγροτικής δραστηριότητας ύψους 9.469,22 ευρώ, ακαθάριστο εισόδημα από εκμίσθωση ακινήτων ύψους 12.735,00 ευρώ και απαλλασσόμενα από το φόρο ή με ειδικό τρόπο φορολογούμενα εισοδήματα ύψους 927,82 ευρώ και γ) κατά το έτος 2016, καθαρό εισόδημα από άσκηση ατομικής αγροτικής δραστηριότητας ύψους 2.992,29 ευρώ, ακαθάριστο εισόδημα από εκμίσθωση ακινήτων ύψους 13.560,00 ευρώ και απαλλασσόμενα από το φόρο ή με ειδικό τρόπο φορολογούμενα εισοδήματα ύψους 841,79 ευρώ. Επιπλέον, προσκομίζει αφενός μεν τις με αριθμ. πρωτ. 444/2019/223710 και 444/2019/223568 αιτήσεις ρύθμισης του ... του ...., σύμφωνα με τις οποίες ο αιτών βαρύνεται με την καταβολή μηνιαίας δόσης ποσού 91,52 ευρώ για την εξυπηρέτηση υπό ρύθμιση οφειλής του προς τον ..., συνολικού ποσού 10.982,77 ευρώ, καθώς και με την καταβολή μηνιαίας δόσης ποσού 50,07 ευρώ για την εξόφληση υπό ρύθμιση οφειλής του προς τον ίδιο φορέα, συνολικού ποσού 5.057,08 ευρώ, αφετέρου δε έγγραφα του Κτηματολογικού Γραφείου ...., καθώς και του Υποθηκοφυλακείου ... σχετικά με τα εμπράγματα βάρη (εγγραφή υποθήκης / προσημείωση υποθήκης), που έχουν επιβληθεί σε ακίνητα ιδιοκτησίας του. Κατόπιν αυτών και συνεκτιμώντας το σύνολο των προσκομιζόμενων εγγράφων, τα οποία επικαλείται στο υπό κρίση δικόγραφο ο αιτών, καθώς και το ύψος του καταλογισθέντος σε βάρος του ποσού (109.353,91 ευρώ), το Δικαστήριο πιθανολογεί ότι η άμεση καταβολή του θα προκαλέσει κίνδυνο δυσχερώς επανορθώσιμης οικονομικής βλάβης του αιτούντος, σε περίπτωση ευδοκίμησης της από 7.1.2020 ασκηθείσας έφεσης. Κατά συνέπεια, συντρέχει, εν προκειμένω, ειδικός λόγος που δικαιολογεί τη χορήγηση της αιτούμενης αναστολής εκτέλεσης.Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, το Τμήμα κρίνει ότι πρέπει η υπό κρίση αίτηση να γίνει δεκτή και να ανασταλεί, ως προς τον αιτούντα, η εκτέλεση της 12/2017 Πράξης του Β’ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση για την έφεση που έχει ασκήσει κατά της Πράξης αυτής ή μέχρι την κατάργηση της ανοιγείσας με την έφεση αυτή δίκης. Μετά την παραδοχή της αίτησης, πρέπει να επιστραφεί στον αιτούντα το παράβολο που κατέθεσε για την άσκησή της (βλ. άρθρο 51 παρ. 2 του π.δ. 1225/1981, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 83 παρ. 2 του ν. 4055/2012, Α΄ 51, καθώς και άρθρο 73 παρ. 4 του ν. 4129/2013).