×
register
Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΝΣΚ/390/2009

Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

Όρια του ελέγχου νομιμότητας, που ασκείται από το δημόσιο φορέα εφαρμογής των επενδυτικών νόμων για κρατικές ενισχύσεις, όσον αφορά τα υποβαλλόμενα από το φορέα της ιδιωτικής επένδυσης δικαιολογητικά και στοιχεία, δημόσια και ιδιωτικά έγγραφα.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
Για την έκδοση απόφασης υπαγωγής επενδυτικού σχεδίου στο Ν 3299/2004 ή απόφασης ολοκλήρωσης και ένταξης της παραγωγικής λειτουργίας της επένδυσης, η αρμόδια υπηρεσία στηρίζεται στα έγγραφα δικαιολογητικά που επικαλείται και προσκομίζει ο φορέας της επένδυσης και δη τα μεν αποτελούντα δημόσια έγγραφα, εφόσον ελέγξει την εξωτερική νομιμότητα αυτών, τα δε ιδιωτικά, εφόσον έχουν αποδεικτική δύναμη, μη δικαιούμενη να ερευνήσει την εγκυρότητά τους, ειμή μόνον αν έχει αναγνωριστεί η ακυρότητά τους δικαστικώς. Τούτο ισχύει ειδικώς και για την απαιτούμενη, προκειμένης επενδύσεως υπαγόμενης στο Ν 3299/2004 για την ίδρυση σταθμού επιβατηγών αυτοκινήτων, σύμβαση πολυετούς μισθώσεως του ακινήτου, στο οποίο θα ιδρυθεί ο σταθμός, την εγκυρότητα της οποίας δεν δικαιούται να ερευνήσει, ειμή μόνον στην περίπτωση που ήθελε αναγνωριστεί δικαστικώς η ακυρότητά της.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΝΣΚ/14/2014

Έννοια «υλοποίηση επένδυσης» για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 5 παρ.2 εδ.γ’ του ν. 3851/2010.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
Ως «υλοποίηση επένδυσης» για την εφαρμογή του άρθρου 5 παρ.2 εδ.γ’ του ν. 3851/2010, θεωρούνται μόνον τα έργα της αρχικής επένδυσης που υλοποιούνται χωρίς την χρήση δημόσιας επιχορήγησης, για την εγκατάσταση και λειτουργία ενός νέου σταθμού Α.Π.Ε. (Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας) και όχι αυτά που μπορούν να ενισχυθούν με δημόσια επιχορήγηση για την βελτίωση ενός ήδη λειτουργούντος σταθμού. (ομοφ.)


ΝΣΚ/452/2009

Ιδιωτικά επενδυτικά επιχειρηματικά σχέδια. Υλοποίηση σε Βιομηχανικές Επιχειρηματικές Περιοχές (ΒΕΠΕ) με αυξημένα ποσοστά ενίσχυσης των υπαγόμενων επιχειρήσεων. Υποχρέωση ταυτόχρονης υπαγωγής στις διατάξεις του Ν 3299/2004 ή μη.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
Επιχείρηση, που πρόκειται να εγκατασταθεί σε Β.Ε.ΠΕ., μπορεί να υπαχθεί στις διατάξεις του Ν 3299/2004 και να τύχει των προβλεπόμενων αυξημένων ποσοστών ενίσχυσης, εφόσον πληροί τις νόμιμες προϋποθέσεις, χωρίς να είναι αναγκαίο η υπαγωγή να χωρήσει μετά την ολοκλήρωση της Β.Ε.ΠΕ., αφού ο νόμος δεν θέτει τέτοια προϋπόθεση (με εξαίρεση τη μετεγκατάσταση βυρσοδεψείων, για την οποία προϋποτίθεται ολοκλήρωση της Β.Ε.ΠΕ., όπως προκύπτει από την περίπτωση ζ΄ της παρ. 2 του άρθρου 2 της υπ’ αριθμ. 33017/25.7.2007 απόφασης του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ΦΕΚ Β΄ 1292/25.7.2007, που απαιτεί και άδεια του φορέα διαχείρισης της Β.Ε.ΠΕ. για την εγκατάσταση της μονάδας). Θα πρέπει, όμως, κατά το χρόνο της υπαγωγής, να έχει χωρήσει έγκριση της πράξης εφαρμογής της πολεοδομικής μελέτης, δεδομένου ότι μέχρι τότε αναστέλλεται η έκδοση οικοδομικών αδειών και οικοδομικών εργασιών μέσα στα όρια της Β.Ε.ΠΕ., εκτός αν πρόκειται προεγκατεστημένη στα όρια της Β.Ε.ΠΕ. και νομίμως λειτουργούσα μονάδα, οπότε αρκεί κατά το χρόνο της υπαγωγής η έκδοση της κοινής υπουργικής απόφασης, με την οποία εγκρίνονται ο καθορισμός της Β.Ε.ΠΕ., ο φορέας Β.Ε.ΠΕ. και η μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Εξάλλου αν κατά τον χρόνο ολοκλήρωσης της επένδυσης δεν έχει χωρήσει ανάκληση της απόφασης έγκρισης της Β.Ε.ΠΕ., ακόμη και αν δεν έχει ολοκληρωθεί η Β.Ε.ΠΕ., πρέπει να θεωρείται ότι έχει πληρωθεί η προϋπόθεση του νόμου για την εγκατάσταση του φορέα της επένδυσης στη Β.Ε.ΠΕ. και αυτός πρέπει να τύχει των επιπλέον ποσοστών ενίσχυσης. Αν δε ακολούθως δεν ολοκληρωθεί η Β.Ε.ΠΕ. ή ακόμη και αν ανακληθεί η απόφαση έγκρισης αυτής, δεν επηρεάζεται η θέση της εγκατασταθείσας επιχείρησης που έτυχε των επιπλέον ποσοστών ενίσχυσης, καθόσον οι πράξεις αυτές, μεταγενέστερες της ολοκλήρωσης της επένδυσης μέσα στη Β.Ε.ΠΕ., δεν ανάγονται στον κύκλο της δικής της ευθύνης. Τέλος, μεταφορά επιχείρησης, που έχει υπαχθεί στις διατάξεις του ν. 3299/2004, σε Β.Ε.ΠΕ. κατά τη διάρκεια υλοποίησης του επιχειρηματικού σχεδίου, είναι δυνατή, και η επιχείρηση αυτή μπορεί να τύχει των επιπλέον ποσοστών ενίσχυσης ως εκ της μεταφοράς αυτής, αφού τροποποιηθεί η απόφαση υπαγωγής.


ΝΣΚ/470/2011

Δυνατότητα ή μη των αρμοδίων φορέων για τη διεξαγωγή κοινωνικής έρευνας σε υποθέσεις υιοθεσιών ανηλίκων, να απαιτούν νομίμως ιατρικά πιστοποιητικά για την υγεία των υποψηφίων θετών γονέων από κρατικό φορέα, με γνώμονα το συμφέρον του υιοθετούμενου θετού παιδιού.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
Οι αρμόδιοι φορείς για τη διεξαγωγή κοινωνικής έρευνας σε υποθέσεις υιοθεσιών ανηλίκων (συμπεριλαμβανομένων των διακρατικών), μετά την ισχύ του άρθρου 5 παρ.1 του Ν.3418/2005, όπως ισχύει, νομίμως απαιτούν, ενόψει και της αναγκαιότητας ως προς τις διακρατικές υιοθεσίες αποστολής στο εξωτερικό ιατρικών πιστοποιητικών επικυρωμένων με την σφραγίδα apostille, η οποία τίθεται μόνο σε δημόσια έγγραφα, τα ως άνω πιστοποιητικά μόνον από κρατικό φορέα με γνώμονα το συμφέρον του υιοθετούμενου θετού παιδιού. (ομοφ.)


ΕΣ/ΚΛ.Ζ/436/2023

Εφαρμογή βιοενίσχυσης στις ΕΕΛ και στο αποχετευτικό δίκτυο της ΔΕΥΑ: 1. Ενόψει των περιστάσεων της ελεγχόμενης διαδικασίας, το Κλιμάκιο λαμβάνοντας ειδικότερα υπόψη ότι: α) συμμετείχε σε αυτήν μόνον ένας οικονομικός φορέας, οπότε δεν γεννάται ζήτημα προσβολής των αρχών της ίσης μεταχείρισης των διαγωνιζομένων και του ανταγωνισμού, β) δεν αμφιβάλλει, κατόπιν των υποβληθέντων εγγράφων, σχετικά με την ικανότητα των τρίτων, στους οποίους στηρίζεται η ανάδοχος εταιρεία, να εκτελέσουν τη σύμβαση και γ) οι τρίτοι - δανειστές έχουν προσκομίσει ιδιωτικά συμφωνητικά και υπεύθυνες δηλώσεις συνεργασίας με την ανάδοχο, κρίνει όλως εξαιρετικώς ότι η Αναθέτουσα Αρχή μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 317 παρ. 3 του ν. 4412/2016, να επαναλάβει τη διαδικασία από το στάδιο υποβολής των δικαιολογητικών κατακύρωσης, καλώντας την προσωρινή ανάδοχο να υποβάλει για τους ως άνω τρίτους όλα τα έγγραφα που απαιτούνται από τη διακήρυξη, προκειμένου να ελεγχθεί ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπο αυτών λόγοι αποκλεισμού (βλ. ΕλΣυν Έβδομο Τμήμα 940/2022 σκ. 43, όπου και εκεί εξαιρετικώς και υπό περιστάσεις που προσιδιάζουν με αυτές της ελεγχόμενης διαδικασίας έγινε δεκτό ότι η Αναθέτουσα Αρχή είχε τη σχετική δυνατότητα). Μετά τον έλεγχο των δικαιολογητικών που θα προσκομισθούν, την έκδοση σχετικού Πρακτικού και την έγκρισή του αρμοδίως, η Αναθέτουσα Αρχή οφείλει να προβεί στην έκδοση νέας κατακυρωτικής απόφασης, η οποία θα υποβληθεί, σύμφωνα με το άρθρο 316 παρ. 3 περ γ΄ του ν. 4412/2016, στο Κλιμάκιο προς έλεγχο ως προς το ως άνω αναφερόμενο στάδιο.



ΝΣΚ/429/2008

Τύχη κατατεθέντων παραβόλων συμμετοχής σε διαγωνισμό (του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης <Ε.Σ.Ρ.> και γενικότερα άλλων υπηρεσιών), σε περίπτωση μη πραγματοποιήσεως αυτού. Έναρξη χρόνου παραγραφής της αξιώσεως.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
α) Με την ακύρωση του προκηρυχθέντος διαγωνισμού του Ε.Σ.Ρ., θεωρείται το κατατεθέν υπό της επιδιώξασας να συμμετάσχει στη διαδικασία εταιρείας παράβολο, ως μη χρησιμοποιηθέν και, επομένως, γεννάται υποχρέωση του Δημοσίου προς επιστροφή του στην δικαιούχο, λόγω του ακυρωτικού αποτελέσματος και της επιβαλλομένης από το δίκαιο αποκαταστάσεως των πραγμάτων στη θέση προ της εκδόσεως της ακυρωθείσας πράξεως, αλλά και κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, ως καταβληθέν για αιτία επιγενομένως μη νόμιμη, αλλιώς αχρεώστητη, εν πάση δε περιπτώσει μη επακολουθήσασα (άρθρο 904 ΑΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 50 παρ.1 του ΠΔ 18/1989, 1 του Ν 3068/2002 και 105 παρ.1 του ΠΔ 16/1989). β) Το εκ της αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας εκπορευόμενο ακυρωτικό αποτέλεσμα κατέστησε, επιγενομένως, μη νόμιμη την είσπραξη του ποσού του κατατεθέντος παραβόλου και, εκ του λόγου τούτου η ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως αυτής αποτελεί την αφετηρία της τριετούς παραγραφής της παρ.2 του άρθρου 90 του Ν 2362/1995, σύμφωνα με το άρθρο 251 ΑΚ, καθόσον έκτοτε, κατέστη γεγεννημένη και δικαστικώς επιδιώξιμη η σχετική αξίωση. γ) Τα καταβληθέντα σε Δ.Ο.Υ. ποσά παραβόλων, βάσει ειδικών διατάξεων, αρμοδιότητας άλλων δημοσίων υπηρεσιών και υπηρεσιών του ευρύτερου δημόσιου τομέα, εφόσον δεν υπάρχουν, αντιστοίχως, ειδικές διατάξεις προβλέπουσες τη μη επιστροφή τους, ούτε από το γενικότερο πνεύμα της οικείας νομοθεσίας προκύπτει η επιδοκιμασία της εννόμου τάξεως για διατήρηση του πλουτισμού, σε περίπτωση μη χρήσης τους, επιστρέφονται στους δικαιούχους από τις Δ.Ο.Υ. που τα εισέπραξαν, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 904 ΑΚ και 105 παρ.1 του ΠΔ 16/1989. Για κάθε μια περίπτωση, θα πρέπει να ερευνάται από την υπηρεσία ο χρόνος ενάρξεως της παραγραφής της παρ.2 του άρθρου 90 του Ν 2362/1995, επί επιγενομένων λόγων, με βάση στοιχεία (δικαστικές αποφάσεις, δημόσια έγγραφα, όπως η πράξη της δημοσίας αρχής που βεβαιώνει την μη χρησιμοποίηση του παραβόλου και γενικώς έγγραφα που φέρουν βεβαία χρονολογία), που αποδεικνύουν πλήρως την αναίρεση, κατά νόμο, της αιτίας γενόμενης καταβολής, δια των παραβόλων, οποιουδήποτε χρηματικού ποσού.


ΕλΣυν.Τμ.6/1605/2016

Έργο-Συντήρηση οδικού δικτύου:..επιδιώκεται η ανάκληση της 67/2016 πράξης του Ε΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου..Με δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν ανωτέρω δεκτά, ενόψει και της αρχής της τυπικότητας που διέπει τους δημόσιους διαγωνισμούς, κατ’ εφαρμογή της οποίας απαιτείται να υποβάλλονται νομίμως όλα τα δικαιολογητικά που ορίζονται από την οικεία Διακήρυξη, μη νομίμως εν προκειμένω το αποτέλεσμα του διενεργηθέντος διαγωνισμού κατακυρώθηκε στη πρώτη κατά σειρά μειοδοσίας εταιρεία «....», καθόσον η υποβολή από αυτήν ανυπόγραφης βεβαίωσης, σχετικά με τη μετοχική σύνθεσή της (μετοχολόγιο), καθιστά την προσφορά της απαράδεκτη, τα περί του αντιθέτου δε προβαλλόμενα από το αιτούν είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Ειδικότερα, ο ισχυρισμός ότι η ως άνω βεβαίωση δεν συνιστά αποδεικτικό έγγραφο κατά τον Κ.Πολ.Δ., αλλά συστατικό έγγραφο, αφού, όπως συνάγεται από τις ειδικές διατάξεις, αποτελεί απλή μεταφορά (αντιγραφή) του βιβλίου μετόχων της εταιρείας, χωρίς να απαιτείται από το νόμο ή τη διακήρυξη υπογραφή της, ούτε δήλωση για την ακρίβεια της αντιστοιχίας της με το βιβλίο αυτό (μετοχολόγιο), ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 449 Κ.Πολ.Δ., δεν νοείται έκδοση εγγράφου με αποδεικτική σημασία από το συμμετέχοντα, αλλά μόνο από τον αρμόδιο υπάλληλο, είναι απορριπτέος. Και τούτο, διότι η ως άνω υποβληθείσα βεβαίωση που συντάχθηκε προς πιστοποίηση της μετοχικής σύνθεσης της συμμετέχουσας στο διαγωνισμό εταιρείας δεν έχει συστατικό χαρακτήρα, αφού δεν συνεπάγεται τη σύσταση δικαιώματος ή την επιβολή υποχρέωσης, ως μη φέρουσα δε την υπογραφή του συντάξαντος αυτήν, δεν παρίσταται έγκυρη, καθόσον όλα τα υποβαλλόμενα στους δημόσιους διαγωνισμούς δικαιολογητικά, είτε είναι δημόσια, είτε ιδιωτικά έγγραφα, πρέπει, για να έχουν ισχύ, να φέρουν την υπογραφή του εκδότη τους .., ώστε να είναι σαφές ποιος φέρει την ευθύνη για το περιεχόμενό τους.(...)Κατά συνέπεια, σύμφωνα με όσα προηγουμένως κρίθηκαν και έγιναν δεκτά, η κρινόμενη αίτηση και η υπέρ αυτής ασκηθείσα παρέμβαση, πρέπει να απορριφθούν και να γίνει δεκτή η παρέμβαση της εταιρείας «... ΑΕ».Δεν ανακαλεί την 67/2016 πράξη του Ε΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.​


ΕΣ/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/1334/2023

Δημοσιονομική διόρθωση ποσού 168.000,00 ευρώ, πλέον τόκων ύψους 12.475,84 ευρώ, ήτοι συνολικού ποσού 180.475,84 ευρώ, που καταβλήθηκε σ’ αυτήν στο πλαίσιο υλοποίησης του Υποέργου 6 με τίτλο «Ενίσχυση της Πολιτιστικός Πολυχώρος Προσομοίωσης Παραδοσιακών Αγροτικών Δραστηριοτήτων Ε.Π.Ε. στη θεματική ενότητα Τουρισμός»(...)Το Συμβούλιο της Επικρατείας, όπως αναλυτικά εκτέθηκε στις σκέψεις 4 έως 6 της παρούσας, αρνήθηκε τη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί των διαφορών εκ δημοσιονομικών διορθώσεων επικαλούμενο δύο κατά βάση συνταγματικού επιπέδου επιχειρήματα: Πρώτον, ότι με βάση την κατά το Σύνταγμα ενδεικτική απαρίθμηση των δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο κοινός νομοθέτης δύναται να υπαγάγει στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου μόνον τις υποθέσεις που είναι «απολύτως συναφείς» με τις πρωτογενώς υπαχθείσες από το Σύνταγμα στη δικαιοδοσία του. Και, δεύτερον, ότι ως δημόσιοι υπόλογοι κατά την οικεία συνταγματική ρύθμιση νοούνται μόνον αυτοί στους οποίους έχει ανατεθεί εξουσία διαχείρισης χρημάτων που ανήκουν σε δημόσιο φορέα, όχι δε και οι ωφελούμενοι από δημόσια ενίσχυση ιδιώτες, ακόμη και αν υπόκεινται κατά νόμο σε δημοσίου δικαίου υποχρεώσεις και έλεγχο.(...)το Ελεγκτικό Συνέδριο ανήχθη από το Σύνταγμα του 1975 σε αυτοτελή δικαιοδοτικό κλάδο, απολαύον του αυτού βαθμού ανεξαρτησίας που απολαύουν μεταξύ τους ο Άρειος Πάγος και το Συμβούλιο της Επικρατείας. Συνεπώς, ως μη αποτελούν πλέον ειδικό διοικητικό δικαστήριο, οι ρυθμίσεις περί τις δικαιοδοτικές του αρμοδιότητες δεν πρέπει να ερμηνεύονται στενά ως εξαίρεση εκ του κανόνα της γενικής δικαιοδοσίας της διοικητικής δικαιοσύνης, αλλά αυτοτελώς ενόψει των σκοπών που εξυπηρετεί η υπαγωγή των οικείων διαφορών στη δικαιοδοσία του.(...)Από τις διατάξεις που παρατέθηκαν στις τρεις προηγούμενες σκέψεις συνάγεται ότι στο Ελεγκτικό Συνέδριο έχουν ανατεθεί νομοθετικώς δικαιοδοτικές αρμοδιότητες που δεν δύνανται να χαρακτηρισθούν ως τελούσες σε «απόλυτη συνάφεια» με τις διαφορές εκ του ελέγχου των λογαριασμών δημοσίων υπολόγων, ως αντιλαμβάνεται την έννοια του δημοσίου υπολόγου το Συμβούλιο της Επικρατείας....το Ελεγκτικό Συνέδριο δικάζει ένδικα βοηθήματα κατά καταλογιστικών πράξεων ή αποφάσεων που αφορούν διαχείριση επιχορηγήσεων και χρηματοδοτήσεων προς ιδιώτες, οι οποίες προέρχονται από ενωσιακούς πόρους.(...)Η αυτοτέλεια της υποκείμενης αιτίας του «ελέγχου των λογαριασμών», ως στοιχείο προσδιοριστικό της δικαιοδοσίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί των αντίστοιχων διαφορών, είναι συνυφασμένη με τη θεσμική αποστολή του Ελεγκτικού Συνεδρίου ως του ανωτάτου δημοσιονομικού δικαστηρίου της Χώρας, το οποίο, μέσω ιδίως των σχετικών με τον έλεγχο των λογαριασμών αρμοδιοτήτων του (είτε ελεγκτικών είτε δικαιοδοτικών), εγγυάται τη σύννομη και με όρους διαφάνειας διαχείριση των πεπερασμένων δημόσιων πόρων υπέρ του δημοσίου συμφέροντος(...)Με βάση τα προεκτεθέντα, στη δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανήκει και η εκδίκαση των διαφορών που προκύπτουν από τον καταλογισμό προσώπων (φυσικών ή νομικών) στα οποία καταβλήθηκαν αχρεωστήτως ή παρανόμως χρηματικά ποσά από το Δημόσιο (ή από ΟΤΑ ή ΝΠΔΔ κ.λπ.), έστω και αν τα πρόσωπα αυτά δεν είναι «δημόσιοι υπόλογοι» ως αντιλαμβάνεται την έννοια αυτή το Συμβούλιο της Επικρατείας, καθόσον ο σε βάρος τους καταλογισμός συνιστά πράξη «τακτοποίησης» δημόσιου λογαριασμού και, εντεύθεν, μέσο αποκατάστασης της επελθούσας βλάβης στον οικείο Προϋπολογισμό και δη υπό διττή έννοια, ήτοι αφενός ως ακύρωση της προηγηθείσας υλικής πράξης διενέργειας του εξόδου (είτε μερικής είτε ολικής, ανάλογα με το μέγεθος της βλάβης του Προϋπολογισμού του φορέα) και αφετέρου ως δημιουργία νόμιμου (εκτελεστού) τίτλου για την επιστροφή του σχετικού ποσού στο Δημόσιο (ή σε ΟΤΑ, ΝΠΔΔ κ.λπ.).(...)Τέλος, δεν αναδείχθηκε στην αναιρεσιβαλλομένη στοιχείο εκ του οποίου να προκύπτει ότι η αναιρεσείουσα υπέβαλε ανακριβή ή ανεπαρκή στοιχεία, ώστε να εγερθεί ζήτημα κακής πίστεως αυτής. Ενόψει τούτου, όταν εγκρίθηκε από τους αρμόδιους φορείς το αρχικό και εν συνεχεία το αναλυτικό σχέδιο της επίδικης επένδυσης, οποιοσδήποτε διοικούμενος ευρισκόμενος στη θέση της αναιρεσείουσας ευλόγως μπορούσε να τρέφει, στηριγμένος σε καθοριστικής σημασίας πράξεις φορέων δημόσιας λειτουργίας, τη δικαιολογημένη πεποίθηση ότι η επένδυσή του ήταν επιλέξιμη. Εξ άλλου, το γεγονός ότι η αναιρεσείουσα δήλωσε σε φορολογική αρχή ότι η επένδυσή της αφορούσε μουσείο, δεν ασκεί επιρροή στην ανωτέρω κρίση, διότι ακόμη και αν μια τέτοια δήλωση έγινε προς αποφυγή φορολογικής επιβάρυνσης της δηλούσας, δεν ασκεί επιρροή στον χαρακτηρισμό της επίδικης επένδυσης ως τουριστικής καθόσον τούτο συντελείται αντικειμενικώς με βάση κριτήρια εκ της εφαρμοστέας ειδικής για την επένδυση νομοθεσίας. Δέχεται την αίτηση αναίρεσης.


ΕΣ/ΜΕΙΖΟΝΑ ΟΛΟΜ/1145/2023

ΜΕΙΩΣΗ ΣΥΝΤΑΞΗΣ: Συνακόλουθα, για λόγους ισότητας των διαδίκων και ίσου μέτρου κρίσης όμοιων ή παρεμφερών υποθέσεων, το Δικαστήριο οφείλει να συμπεριλάβει στην κρίση του όλα τα ανωτέρω και να μην μεταβάλει τη νομολογία του θέτοντας νέα κριτήρια. Ενόψει αυτών και τα ισχύοντα κατά τον χρόνο δημοσίευσης του ν. 4093/2012, οι συγκεκριμένες μειώσεις των αποδοχών των μελών Ε.Ε.ΔΙ.Π. των Α.Ε.Ι., που επήλθαν με τον νόμο αυτό αποκλειστικά με βάση το αμιγώς αριθμητικό κριτήριο και χωρίς να προκύπτει, από συγκεκριμένα στοιχεία, ότι ελήφθη υπόψη η εκ του άρθρου 16 παρ. 6 εδ. β΄ αναγνώριση του δημοσίου λειτουργήματος που αυτά επιτελούν, και, ακολούθως, οι με βάση αυτές μειώσεις των συντάξεων του προσωπικού αυτού, συνυπολογιζόμενες με τις υπόλοιπες μειώσεις που, κατά τα ανωτέρω, επιβλήθηκαν διαδοχικά στις αποδοχές του εν λόγω προσωπικού, καθώς και τα βάρη που έχουν επιβληθεί στους συνταξιούχους του Δημοσίου (περικοπές συντάξεων, πλήρης κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας) και τις αλλεπάλληλες φορολογικές επιβαρύνσεις, υπερβαίνουν, λόγω του σωρευτικού τους αποτελέσματος και της έκτασής τους, το όριο που θέτουν οι συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη και παραβιάζουν την κατ’ άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος, υποχρέωση των πολιτών για εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, δεδομένης, εξάλλου, και της αδυναμίας προώθησης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και είσπραξης των ληξιπροθέσμων φορολογικών οφειλών που απετέλεσαν, κατά τα προεκτεθέντα, έναν από τους λόγους για τους οποίους κρίθηκαν και πάλι αναγκαίες, μεταξύ άλλων, οι επίμαχες μειώσεις στις αποδοχές των μελών Ε.Ε.ΔΙ.Π. των Α.Ε.Ι. (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 479/2018, ΣτΕ 1198/2017). Κατά συνέπεια, οι διατάξεις της περίπτωσης 18 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με τις οποίες μειώθηκαν οι αποδοχές των εν ενεργεία μελών Ε.Ε.ΔΙ.Π. των Α.Ε.Ι., κατ’ επέκταση δε και οι συντάξιμες αποδοχές των συνταξιούχων πρώην μελών του, αντίκεινται προς τις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 5, 16 παρ. 6 εδ. β΄ και 25 παρ. 1δ και 4 και καθίστανται, ως εκ τούτου ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες. H γνώμη, όμως, αυτή δεν κράτησε.(..) Με το άρθρο 1 του (πρώτου) Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ [«Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο έχει δικαίωμα στον σεβασμό της περιουσίας του. Κανείς δεν μπορεί να στερηθεί την περιουσία του παρά μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας και υπό τους όρους που προβλέπουν ο νόμος και οι γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου»], που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, υπερνομοθετική ισχύ, κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας κάθε προσώπου, την οποία μπορεί να στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας, τηρουμένων των συνταγματικών αρχών της ισότητας συμμετοχής στα δημόσια βάρη (άρθρ. 4 παρ. 5) και της αναλογικότητας (άρθρ. 25 παρ. 1). Στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται όχι μόνον τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα περιουσιακής φύσης δικαιώματα και τα κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, ήτοι και απαιτήσεις που απορρέουν από έννομες σχέσεις δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση είτε απλώς γεγενημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία ότι μπορούν, σε περίπτωση αρνήσεως, να ικανοποιηθούν δικαστικώς. Τέτοιες είναι και οι απαιτήσεις για σύνταξη και για κοινωνικοασφαλιστικές εν γένει παροχές. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται, επίσης, ότι η διατήρηση στο διηνεκές των απονεμηθεισών ήδη συντάξεων στο ίδιο ύψος δεν αποτελεί μεν δικαίωμα που εμπίπτει στην έννοια της προστατευόμενης από τις ως άνω διατάξεις περιουσίας, ώστε η μειωτική μεταβολή αυτών για το μέλλον να στοιχειοθετεί παραβίαση αυτών (διατάξεων) πλην, η αναγνωρισμένη από το υφιστάμενο δίκαιο αξίωση του συνταξιούχου για καταβολή της νομίμως κανονισθείσας συντάξεώς του, που έχει γεννηθεί και, δυναμένη να επιδιωχθεί δικαστικά, αποτελεί στοιχείο της περιουσίας αυτού, δεν επιτρέπεται να καταργηθεί ή αποσβεστεί ή περιοριστεί με αναδρομική ουσιαστική νομοθετική ρύθμιση, παρά μόνο στην περίπτωση που συντρέχουν πράγματι λόγοι επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι δικαιολογούν την κατάργηση ή τον περιορισμό της, τηρουμένης πάντοτε μίας δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και των επιταγών της προάσπισης του περιουσιακού δικαιώματος (ΕλΣυν Ολ. 1854/2019, 1506/2016, 4327/2014, 1517/2011, 2028/2004 κ.ά.). (..) Κατ’ ακολουθίαν των ως άνω παραδοχών, οι διατάξεις της περιπτώσεως 18 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ΄ του άρθρου πρώτου του                ν. 4093/2012, σύμφωνα με τις οποίες η μειωτική αναπροσαρμογή των συντάξεων των συνταξιούχων μελών Ε.Ε.ΔΙ.Π. των ΑΕΙ ανατρέχει στην 1η.8.2012, σε χρόνο, δηλαδή, πριν από τη δημοσίευση του ν. 4093/2012 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (12.11.2012), ειδικώς ως προς την αναδρομική τους ισχύ πάσχουν εκ του ότι αντίκεινται στο άρθρο 1 του (πρώτου) Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Και τούτο διότι, ενώ πρόκειται για στέρηση γεγενημένου περιουσιακής φύσης δικαιώματος, ήτοι συνταξιοδοτικής παροχής συγκεκριμένου ποσού το οποίο έχει νομίμως καταβληθεί, δεν προκύπτει ότι το αναδρομικό της μείωσης υπαγορεύθηκε από ειδικούς και επιτακτικούς λόγους δημόσιας ωφέλειας ούτε τεκμηριώνεται η αναγκαιότητα και προσφορότητα της αναδρομικότητας για την επίτευξη του συνολικώς επιδιωκόμενου με τον ν. 4093/2012 σκοπού δημοσίου συμφέροντος (ΕλΣυν Ολ. 4327/2014, 7412/2015, 1506/2016, 1854/2019, 738/2020, 2070/2020). Καθ’ ο μέρος, επομένως, η ισχύς τους ανατρέχει σε χρόνο προγενέστερο της δημοσιεύσεως του ν. 4093/2012 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, οι επίμαχες διατάξεις, οι οποίες είχαν ως συνέπεια να εκδοθεί σε βάρος τής εκκαλούσης η προαναφερθείσα από 4.2.2013 απόφαση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, με την οποία υποχρεούται στην επιστροφή, σε έξι μηνιαίες δόσεις, του ποσού των 381,65 ευρώ από τις ήδη καταβληθείσες σε αυτήν συντάξεις, παρίστανται ανίσχυρες.



ΔΕΚ/C-213/2007

Περίληψη της αποφάσεως 1. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως των συμβάσεων δημοσίων έργων – Οδηγία 93/37 – Πεδίο εφαρμογής (Οδηγία 93/37 του Συμβουλίου) 2. Προδικαστικά ερωτήματα – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Όρια – Μη κρίσιμα ή υποθετικής φύσεως ερωτήματα υποβαλλόμενα υπό συνθήκες αποκλείουσες χρήσιμη απάντηση – Ερωτήματα άσχετα με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης (Άρθρο 234 ΕΚ) 3. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως των συμβάσεων δημοσίων έργων – Οδηγία 93/37 (Οδηγία 93/37 του Συμβουλίου, άρθρο 24, εδ.. 1) 4. Προδικαστικά ερωτήματα – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Όρια – Εξέταση της συμβατότητας του εθνικού δικαίου με το κοινοτικό δίκαιο (Άρθρο 234 ΕΚ) 5. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως των συμβάσεων δημοσίων έργων – Οδηγία 93/37 (Οδηγία 93/37 του Συμβουλίου) 1. Η οδηγία 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52, δεν εξαρτά την υπαγωγή των διαδικασιών ανάθεσης των συμβάσεων δημοσίων έργων στις διατάξεις της από καμία προϋπόθεση σχετική με την ιθαγένεια ή τον τόπο εγκατάστασης των υποβαλλόντων προσφορά. Πράγματι, κανένα στοιχείο της εν λόγω οδηγίας δεν επιτρέπει να θεωρηθεί ότι η δυνατότητα εφαρμογής των διατάξεών της, ειδικότερα δε των κοινών κανόνων συμμετοχής που προβλέπει, μεταξύ άλλων, το άρθρο 24 της οδηγίας, εξαρτάται από το κατά πόσον υφίσταται ουσιαστική σχέση με την ελεύθερη κυκλοφορία μεταξύ κρατών μελών. (βλ. σκέψη 29) 2. Στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 234 ΕΚ, εναπόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο που έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη της εκδοθησόμενης δικαστικής απόφασης να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υπόθεσης, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής απόφασης για την έκδοση της δικής του απόφασης όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα υποβαλλόμενα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, το Δικαστήριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να απαντήσει Το Δικαστήριο δεν μπορεί να αρνηθεί να απαντήσει σε προδικαστικό ερώτημα εθνικού δικαστηρίου παρά μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η ζητούμενη ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσης ή ακόμα όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν. (βλ. σκέψεις 32-34) 3. Το άρθρο 24, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52, έχει την έννοια ότι απαριθμεί κατά τρόπο εξαντλητικό τους στηριζόμενους σε αντικειμενικές σκέψεις απτόμενες της επαγγελματικής ιδιότητας λόγους που μπορούν να δικαιολογήσουν τον αποκλεισμό εργολήπτη από τη συμμετοχή σε διαγωνισμό για την ανάθεση σύμβασης δημοσίων έργων. Ωστόσο, η οδηγία αυτή δεν κωλύει ένα κράτος μέλος να προβλέψει άλλα μέτρα αποκλεισμού αποσκοπούντα στη διασφάλιση της τήρησης των αρχών της ίσης μεταχείρισης των υποβαλλόντων προσφορά και της διαφάνειας, υπό τον όρον ότι τα μέτρα αυτά δεν βαίνουν πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη του στόχου αυτού μέτρου. (βλ. σκέψη 49, διατακτ. 1) 4. Το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφαίνεται, στο πλαίσιο της προδικαστικής διαδικασίας του άρθρου 234 ΕΚ, επί της συμβατότητας του εθνικού δικαίου με το κοινοτικό δίκαιο ούτε να ερμηνεύει το εθνικό δίκαιο. Αντιθέτως, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο όλα τα σχετικά με το κοινοτικό δίκαιο ερμηνευτικά στοιχεία που θα επιτρέψουν στο εν λόγω δικαστήριο να εκτιμήσει τη συμβατότητα αυτή προκειμένου να εκδώσει απόφαση στην υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί. (βλ. σκέψη 51) 5. Το κοινοτικό δίκαιο πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι δεν επιτρέπει εθνικές διατάξεις οι οποίες, καίτοι επιδιώκουν τους θεμιτούς σκοπούς της ίσης μεταχείρισης των υποβαλλόντων προσφορά και της διαφάνειας στο πλαίσιο των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων, καθιερώνουν αμάχητο τεκμήριο ασυμβιβάστου μεταξύ, αφενός, της ιδιότητας του ιδιοκτήτη, του εταίρου, του βασικού μετόχου ή διευθυντικού στελέχους επιχείρησης που ασκεί δραστηριότητα στον τομέα των μέσων ενημέρωσης και, αφετέρου, της ιδιότητας του ιδιοκτήτη, του εταίρου, του βασικού μετόχου ή διευθυντικού στελέχους επιχείρησης που αναλαμβάνει έναντι του Δημοσίου ή νομικού προσώπου του ευρύτερου δημόσιου τομέα την εκτέλεση έργων ή προμηθειών ή την παροχή υπηρεσιών. Με τον κοινοτικό συντονισμό των διαδικασιών σύναψης των δημοσίων συμβάσεων επιδιώκεται, μεταξύ άλλων, τόσο η αποσόβηση του κινδύνου να προτιμηθούν οι ημεδαποί υποβάλλοντες προσφορά κατά τη σύναψη μιας σύμβασης όσο και ο αποκλεισμός του ενδεχομένου μια δημόσια αναθέτουσα αρχή να καθορίσει τη στάση της βάσει εκτιμήσεων ξένων προς τη συγκεκριμένη σύμβαση. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να αναγνωριστεί στ


ΕλΣυν/Τμ.6/2065/2010

Δημόσια έργα.Επιτροπή διαγωνισμού.Ο ν. 3669/2008 ¨Κύρωση της κωδικοποίησης της νομοθεσίας κατασκευής δημόσιων έργων¨ (ΦΕΚ Α΄ 116) ορίζει στην παράγραφο 11 του άρθρου 21, ότι: «Για τη συγκρότηση και λειτουργία των ανωτέρω επιτροπών διαγωνισμού εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις των άρθρων 13 έως 15 του ν. 2690/1999.». Εξάλλου, ο ν. 2690/1999 «Κύρωση του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 45) ορίζει, στο άρθρο 14, ότι: «1. Το συλλογικό όργανο συνεδριάζει νομίμως όταν στη σύνθεσή του μετέχουν, ως τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη, περισσότερα από τα μισά των διορισμένων τακτικών μελών (απαρτία). (…) 2. Ο πρόεδρος καθορίζει την ημέρα, την ώρα και τον τόπο των συνεδριάσεων και καλεί τα τακτικά και τα αναπληρωματικά μέλη να συμμετάσχουν. Η πρόσκληση, η οποία περιλαμβάνει την ημερήσια διάταξη, γνωστοποιείται, από το γραμματέα, στα μέλη του συλλογικού οργάνου τουλάχιστον σαράντα οκτώ (48) ώρες πριν από τη συνεδρίαση, μπορεί δε να γίνει και με τηλεφώνημα, τηλεγράφημα, τηλεομοιοτυπία ή άλλο πρόσφορο μέσο, εφόσον το γεγονός τούτο αποδεικνύεται από σχετική σημείωση σε ειδικό βιβλίο, η οποία πρέπει να φέρει χρονολογία και την υπογραφή του προσώπου που έκανε την πρόσκληση. (…) Πρόσκληση των μελών του συλλογικού οργάνου δεν απαιτείται όταν οι συνεδριάσεις γίνονται σε ημερομηνίες τακτές, που ορίζονται με απόφασή του, η οποία και γνωστοποιείται στα μέλη του. Πρόσκληση δεν απαιτείται, επίσης, όταν μέλος έχει δηλώσει, πριν από τη συνεδρίαση, κώλυμα συμμετοχής του σε αυτήν, ή όταν το κώλυμα τούτο είναι γνωστό στον πρόεδρο του συλλογικού οργάνου. (…) 4. Αν κατά τη συνεδρίαση απουσιάσει τακτικό μέλος το οποίο δεν είχε προσκληθεί, η συνεδρίαση είναι παράνομη. Το ίδιο ισχύει και αν, αντ’αυτού, είχε μετάσχει το αντίστοιχο αναπληρωματικό μέλος. (…)». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι για τη νόμιμη σύνθεση συλλογικού οργάνου δεν αρκεί η παρουσία των μελών που αποτελούν τη νόμιμη απαρτία αλλά απαιτείται να έχει προηγηθεί έγκαιρη πρόσκληση όλων των τακτικών μελών. Για την περίπτωση δε κωλύματος των τακτικών μελών πρέπει να καλούνται και τα αναπληρωματικά μέλη, ώστε να διασφαλίζεται η δυνατότητα συμμετοχής όλων των μελών του οργάνου στη συνεδρίασή του. Πρόσκληση δεν απαιτείται, όταν οι συνεδριάσεις γίνονται σε τακτές ημέρες ή ημερομηνίες, που έχουν ορισθεί εκ των προτέρων με ρητή πράξη του συλλογικού οργάνου, την οποία χωρίς αμφιβολία γνωρίζουν όλα τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη. Επίσης δεν απαιτείται πρόσκληση των μελών, όταν τα τελευταία έχουν δηλώσει εγγράφως κώλυμα συμμετοχής ή όταν δεν είναι δυνατό να μετάσχουν στη συνεδρίαση λόγω αντικειμενικού κωλύματος που είναι γνωστό και δημιουργεί απόλυτη αδυναμία προσέλευσης, εφόσον στην περίπτωση αυτή γίνεται ειδική μνεία του ειδικού κωλύματος στα πρακτικά. Η πρόσκληση, η οποία σε κάθε περίπτωση πρέπει να λαμβάνει χώρα τουλάχιστον σαράντα οκτώ (48) ώρες πριν από τη συνεδρίαση, πρέπει να αποδεικνύεται από έγγραφα προγενέστερα της ημερομηνίας της συνεδρίασης ενώ μπορεί να γίνει και με τηλεφώνημα εφόσον αποδεικνύεται από σχετική σημείωση σε ειδικό βιβλίο, η οποία φέρει χρονολογία και υπογραφή του προσώπου που έκανε το τηλεφώνημα. Συνακόλουθα, η σύνθεση συλλογικού οργάνου είναι μη νόμιμη σε περίπτωση κατά την οποία στη συνεδρίασή του μετέχει μεν αριθμός τακτικών μελών μεγαλύτερος του μισού των διορισμένων τακτικών μελών, πλην όμως δεν αποδεικνύεται με σχετικά στοιχεία προγενέστερα της συνεδρίασης ότι κλήθηκαν, αφενός τα τακτικά μέλη του οργάνου, αφετέρου δε τα προς αναπλήρωση των απόντων τακτικών μελών ισάριθμα αναπληρωματικά μέλη να λάβουν μέρος σε αυτή (πρβλ. 287/2010 απόφ. VI Τμ., 144, 56/2008, κ.λ.π. Πράξεις VI Τμ. Ελ.Συν., Αποφ. ΣτΕ 1383/2000, 175/2002, 1363/2006). Στην προκειμένη περίπτωση, η επιτροπή του διαγωνισμού διατύπωσε την από 10.12.2009 γνώμη της επί ένστασης που υποβλήθηκε από τη διαγωνιζόμενη εταιρεία «……..», πλην όμως κατά την οικεία συνεδρίαση απουσίασαν δύο τακτικά μέλη της επιτροπής (….., εκπρόσωποι της ΚΕΔΚΕ και του ΠΕΔΜΕΔΕ, αντίστοιχα), καθώς και τα αναπληρωματικά μέλη αυτών (…., αντίστοιχα), χωρίς να αναγράφεται στην ως άνω γνώμη, ούτε προκύπτει από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου ότι οι ανωτέρω είχαν κληθεί νομοτύπως να παραστούν ή ότι συνέτρεχαν οι κατά τα ανωτέρω προϋποθέσεις υπό τις οποίες και μόνον θα ήταν δυνατόν να παραλειφθεί η κλήτευσή τους.