×
register
Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΝΣΚ/433/2008

Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

Ναυτικοί. Περιπτώσεις θέσεως στο αρχείο πειθαρχικών δικογραφιών χωρίς απόφαση του Αρχηγού Λιμενικού Σώματος.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή 
Μετά την έκδοση αμετακλήτων αθωωτικών ποινικών δικαστικών αποφάσεων, στις περιπτώσεις του άρθρου 249 παρ.1 περ.γ,δ και ε και του άρθρου 250 παρ.1 περ. γ,δ,ε και στ του ΝΔ 187/1973 (ΚΔΝΔ), η σχηματισθείσα πειθαρχική δικογραφία τίθεται στο αρχείο άνευ ανάγκης εκδόσεως αποφάσεως του Αρχηγού ΛΣ κατ άρθρο 263 παρ.2 του ΚΔΝΔ, εκτός αν η πειθαρχική δίωξη έχει τυχόν ασκηθεί μετά και παρά την έκδοση της αμετακλήτου αθωωτικής ποινικής αποφάσεως.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΝΣΚ/58/2017

Ζητήματα παραγραφής πειθαρχικών παραπτωμάτων απογεγραμμένων ναυτικών, μελών πληρώματος εμπορικού πλοίου.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
Έχουν παραγραφεί τα πειθαρχικά παραπτώματα, για τα οποία η πειθαρχική δίωξη έγινε κατά τις διατάξεις του άρθρου 249 παρ. 1 περ. β' του Κ.Δ.Ν.Δ. (Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου), ενώ, αντιθέτως, δεν έχει παραγραφεί το πειθαρχικό παράπτωμα, για το οποίο η παραπομπή στο Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο Ε.Ν. έγινε κατά τις διατάξεις του άρθρου 249 παρ. 1 περ. δ' του ίδιου Κώδικα. Δεν είναι εφικτή η περαιτέρω πειθαρχική δίωξη των ανωτέρω ναυτικών, για τα αποδοθέντα σε αυτούς πειθαρχικά παραπτώματα, ωστόσο η οικεία Λιμενική Αρχή οφείλει να προβεί στην περαιτέρω πειθαρχική τους δίωξη, σύμφωνα με τα άρθρα 250 παρ. 1 περ. γ' και 255 περ. γ' του Κ.Δ.Ν.Δ., σε περίπτωση εκδόσεως αμετακλήτου καταδικαστικής αποφάσεως σε βάρος τους, από το ποινικό δικαστήριο.


ΝΣΚ/222/2019

Εφαρμογή της παραγράφου 7 του άρθρου 38 του ν.4504/2017 για την επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας στελεχών Λιμενικού Σώματος– Ελληνικής Ακτοφυλακής.(..)Κατάσταση : Μη αποδεκτή 
Οι διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 38 του ν. 4504/2017 για την επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας, εφαρμόζονται από την ισχύ του νόμου, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που τίθενται με αυτές και δεν καταλαμβάνουν τις υποθέσεις, για τις οποίες έχει ήδη παρέλθει η προθεσμία προς άσκησή της που προβλεπόταν υπό την ισχύ του προγενέστερου καθεστώτος. Η επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας εκκινεί αυτεπάγγελτα. Σε κάθε περίπτωση, ο ενδιαφερόμενος δικαιούται να υποβάλει αίτηση επανάληψης. Οι διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 38 του ν. 4504/2017 για την επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας, εφαρμόζονται από την ισχύ του νόμου, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις που τίθενται με αυτές και δεν καταλαμβάνουν τις υποθέσεις, για τις οποίες έχει ήδη παρέλθει η προθεσμία προς άσκησή της που προβλεπόταν υπό την ισχύ του προγενέστερου καθεστώτος. Οι διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 38 του ν. 4504/2017, για την επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας, εφαρμόζονται σε περατωθείσες, με την έκδοση απόφασης, πειθαρχικές διαδικασίες. Αρμόδιο όργανο να διατάξει την επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας, είναι το όργανο που εξέδωσε την πειθαρχική απόφαση, καθώς και το όργανο που άσκησε τη πειθαρχική δίωξη. Το εκδόν πειθαρχικό όργανο δεν δύναται να προβεί σε ανάκληση των εκδοθεισών πράξεων και πειθαρχικών αποφάσεων. Σε περίπτωση αθωωτικής απόφασης η πειθαρχική διαδικασία επαναλαμβάνεται, μόνον εφόσον το ποινικό δικαστήριο ή το συμβούλιο εξέφερε ουσιαστική κρίση περί της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας των πραγματικών περιστατικών που ταυτίζονται και στοιχειοθετούν το πειθαρχικό αδίκημα και η κρίση αυτή ανατρέπει τη πραγματική βάση, στην οποία θεμελιώθηκε η πειθαρχική κρίση. Τούτο ισχύει ακόμα και αν η απόφαση είναι αθωωτική, λόγω αμφιβολιών για την τέλεση της πράξης. Αντιθέτως το πειθαρχικό όργανο δεν υποχρεούται να επαναλάβει την πειθαρχική διαδικασία, σε περίπτωση που η δικογραφία τίθεται στο αρχείο, λόγω παραγραφής. Σύμφωνα με την παράγραφο 7 του άρθρου 38 του ν. 4504/2017, σε περίπτωση καταδικαστικής ποινικής απόφασης, με την οποία διαπιστώνονται πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αντικειμενική υπόσταση πειθαρχικού παραπτώματος, που τιμωρείται με καταστατική ποινή, η πειθαρχική διαδικασία είναι δυνατόν να επαναληφθεί με πλείονα ερωτήματα και όχι μόνο με το ερώτημα της απόταξης (ομόφ.). Σε περίπτωση που, για την πράξη που επιβλήθηκε πειθαρχική ποινή, εκδοθεί μεταγενέστερη αμετάκλητη αθωωτική ποινική απόφαση (ή αμετάκλητο βούλευμα), λόγω αμφιβολιών για το δόλο στο πρόσωπο του κατηγορουμένου, χωρεί επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας, ώστε το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο, αφού συνεκτιμήσει την ποινική απόφαση ή το βούλευμα, αποφασίσει εκ νέου (πλειοψ.).


ΝΣΚ/309/2008

Χορήγηση διοικητικών εγγράφων.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή 
Είναι σύννομη η χορήγηση από την αρμόδια υπηρεσία του Πυροσβεστικού Σώματος αντιγράφου Εισηγητικού Σημειώματος του Υπουργού Δημόσιας Τάξης προς το ΚΥ.Σ.Ε.Α., που συντάχθηκε επί αιτήσεως θεραπείας ενδιαφερομένου - Υποστρατήγου ε.α. κατά προηγουμένης αποφάσεως του ΚΥ.Σ.Ε.Α., με την οποία αυτός, στο πλαίσιο επανακρίσεως, δεν επιλέχθηκε για τη θέση του Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος (Π.Σ.), καθόσον το Σημείωμα αυτό, συνταχθέν και υπογραφέν αρμοδίως, αφενός μεν αποτελεί διοικητικό έγγραφο κατά την έννοια της παρ.1 του άρθρου 5 του ΚΔΔ, αφετέρου δε, αφορώντας στην ατομική υπηρεσιακή κατάσταση του ενδιαφερομένου - αιτούντος, εξαιρείται του απορρήτου των πρακτικών του ΚΥ.Σ.Ε.Α., μη υπαγόμενο στις περιπτώσεις της παρ.3 του ίδιου άρθρου.


ΝΣΚ/351/2011

ΑΕΙ-ΔΕΠ – Πειθαρχική δίωξη μελών ΔΕΠ – Σχέση πειθαρχικής και ποινικής δίκης – Παραγραφή – Αναστολή παραγραφής.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
1.α) Μετά την έκδοση της 7612/2009 απόφασης, δεν έχει τη νομική δυνατότητα η Διοίκηση του Ιδρύματος (Πρύτανης ή επέχων θέση Πρύτανη) να παραπέμψει τον κ. Ι.Β. στο Πειθαρχικό Συμβούλιο μελών ΔΕΠ, αφού κρίθηκε αμετάκλητα ότι δεν έχει διαπράξει τις πράξεις που του αποδόθηκαν. β) Μετά την έκδοση της 7078/2010 αθωωτικής για αυτόν τελεσίδικης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, παρέχεται μεν η νομική δυνατότητα στο Πρύτανη να ασκήσει πειθαρχική δίωξη κατά του κ. Ι.Β., πλην η άσκηση αυτή προϋποθέτει και τη συνδρομή των ουσιαστικών προϋποθέσεων, ήτοι την ύπαρξη σοβαρών υπονοιών ή σαφών ενδείξεων και επαρκών στοιχείων για τη, σε βάρος του κ. Ι.Β., στοιχειοθέτηση πειθαρχικού παραπτώματος και κυρίως ότι δεν συντρέχει περίπτωση παραγραφής. Σε αντίθετη περίπτωση πρέπει ο Πρύτανης να απόσχει από κάθε σχετική ενέργεια και να θέσει την υπόθεση στο αρχείο. ια) Υπό την εκδοχή της αιτιολογημένης κρίσης του Πρύτανη για άσκηση πειθαρχικής δίωξης κατά του κ. Ι.Β., στοιχειοθετείται το πειθαρχικό παράπτωμα του άρθρου 326 του Ν 5343/1932, ότι «επιδεικνύει διαγωγή που απάδει στην αξιοπρέπεια του πανεπιστημιακού λειτουργού». ιβ) Η παραπομπή θα γίνει απ’ ευθείας από τον Πρύτανη, εφόσον τα στοιχεία είναι επαρκή για τη στοιχειοθέτηση πειθαρχικού παραπτώματος. Εναπόκειται στην κυρίαρχη κρίση του Πρύτανη να διατάξει ή όχι τη διενέργεια νομότυπης διοικητικής έρευνας (προκαταρκτικής εξέτασης ή ΕΔΕ), κατά τα άρθρα 125 και 126 του νέου Υ.Κ., που έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τα μέλη ΔΕΠ. (ομοφ.) 2. Μετά την 49523/2008 απόφαση δεν έχει τη νομική δυνατότητα η Διοίκηση του Ιδρύματος να παραπέμψει τον κ. Ι.Ε. στο Πειθαρχικό Συμβούλιο μελών ΔΕΠ, αφού κρίθηκε αμετάκλητα ότι δεν έχει διαπράξει τις πράξεις που του αποδόθηκαν. Η πενταετής παραγραφή συμπληρώθηκε στις 27-5-2009. (πλειοψ.)


ΝΣΚ/185/2016

Περιπτώσεις συμμόρφωσης σε ακυρωτικές αποφάσεις Διοικητικού Δικαστηρίου. Αρμοδιότητα προϊσταμένων - αξιολογητών για την αναδρομική σε εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων σύνταξη εκθέσεων αξιολόγησης υπό κρίση Προϊσταμένων Διευθύνσεων.Αρμόδιο όργανο, να προβεί στην αναδρομική σύνταξη εκθέσεων αξιολόγησης υπαλλήλων, για το αμέσως προηγούμενο της επίμαχης κρίσης διάστημα, σε συμμόρφωση προς ακυρωτική απόφαση Διοικητικού Δικαστηρίου, είναι το εκάστοτε υφιστάμενο κατά το χρόνο εκφοράς της κρίσης του όργανο, το οποίο ασκεί καθήκοντα προϊσταμένου - αξιολογητή σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 14 και 18 του Π.Δ. 318/1992, όπως ίσχυε πριν τη δημοσίευση του Ν. 4250/2014 και του Ν. 4281/2014. Για το σχηματισμό της κρίσης του οφείλει να λάβει υπόψιν του οποιοδήποτε πρόσφορο αποδεικτικό μέσο και κυρίως έγγραφα ευρισκόμενα στο αρχείο της υπηρεσίας. (ομοφ.). Παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια από την 379/2014 Γνωμοδότηση του Ε΄Τμήματος.


ΝΣΚ/201/2017

Απόταξη στελεχών λιμενικού σώματος – Επανάληψη πειθαρχικής δίκης – Ανακριτικά συμβούλια – Αρμοδιότητες οργάνων διοικήσεως.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
Μπορεί να τύχει εφαρμογής το άρθρο 101 παρ. 3 του ν. 3079/2002, για την επανάληψη της πειθαρχικής δίκης αποταχθέντος στελέχους του Λιμενικού Σώματος, ενόψει του ότι εκδόθηκε, εκτός των αθωωτικών και μία καταδικαστική δικαστική απόφαση, διότι στις περιπτώσεις που η πειθαρχική καταδίκη εχώρησε βάσει πλειόνων πράξεων ή παραλείψεων που αποτέλεσαν αντικείμενο συνεκτίμησης, η αθώωση ή η απαλλαγή για ορισμένες από αυτές, συνιστά λόγο επανάληψης της πειθαρχικής διαδικασίας. Αιτήσεις στελεχών του ΛΣ-ΕΛ.ΑΚΤ, για επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας, παραπέμπονται σε ανακριτικό συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 101 παρ. 3 του ν. 3079/2002, χωρίς να λάβει χώρα διαδικασία επαναφοράς τους σε ενέργεια. Αρμόδιο είναι το ανακριτικό συμβούλιο που είχε επιληφθεί της σχετικής πειθαρχικής διαδικασίας τελευταίο, ήτοι, το συμβούλιο που εξέδωσε την τελεσίδικη απόφαση για την επιβολή της πειθαρχικής ποινής της απόταξης. Αρμόδιο όργανο για την παραπομπή στο ανακριτικό συμβούλιο είναι αυτό που ήταν αρμόδιο, κατ' άρθρο 106 του ν 3079/2002, για την παραπομπή στο ανακριτικό συμβούλιο, που είχε επιληφθεί της πειθαρχικής δίκης, με την οποία επιβλήθηκε η ποινή της απόταξης, δηλαδή το όργανο που είχε διατάξει την αρχική παραπομπή.


ΝΣΚ/370/2001

Δημόσια έσοδα. Αναστολή της παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου προς επαναβεβαίωση των απαιτήσεών του. Περιπτώσεις, προϋποθέσεις, διαδικασία και χρόνος της διαγραφής και επαναβεβαιώσεως.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή 
Οι διατάξεις του άρθρου 10 (παρ.9-13) του Ν 1160/1981 και της κατ εξουσιοδότηση αυτών εκδοθείσης υπ αριθμ. 35426/Δ-Ε/1398/19-3-1982 αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ 153/9-4-1982, τ.Β΄), σε συνδυασμό προς τις διατάξεις του άρθρου 87 παρ.4 του Ν 2362/1995 Περί Δημοσίου Λογιστικού…., οι οποίες προβλέπουν την αναστολή της παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου προς επαναβεβαίωση των απαιτήσεών του υπό ευρεία έννοια και τις προϋποθέσεις, τη διαδικασία και το χρόνο της διαγραφής και επαναβεβαιώσεως των απαιτήσεων, σε περίπτωση δικαστικής αμφισβητήσεως, είτε του νομίμου τίτλου γενικά της απαιτήσεως του Δημοσίου, είτε της νομιμότητας της βεβαιώσεως αυτής εν στενή εννοία, είτε της για οποιονδήποτε λόγο εγκυρότητας πράξεως της διοικητικής εκτελέσεως, εξακολουθούν να ισχύουν και μετά τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Ν 2717/1999). Εκταση και περιπτώσεις ισχύος των ως άνω διατάξεων.


ΝΣΚ/253/2012

Τελωνειακή Αρχή – Διασφαλιστικά μέτρα κατ’ άρθρο 153 του Ν. 2960/2001 κατά της διαφυγής δασμοφορολογικών επιβαρύνσεων – Λαθρεμπορία και απάτη εις βάρος του Δημοσίου και της Ε.Ε. – Χρονική διάρκεια της ισχύος των μέτρων – Έκδοση διοικητικής πράξης ή μη για την άρση αυτών.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
Τα διασφαλιστικά μέτρα ισχύουν ενόσω παραμένουν αλώβητες οι πράξεις επιβολής των μέτρων και της κύριας κυρώσεως και επομένως, παύουν να ισχύουν στις εξής περιπτώσεις: α) από και δια της εκδόσεως της κατ’ άρθρο 153 παρ. 4 του Ν. 2960/2001 αποφάσεως του Υπουργού, β) από και δια της εκδόσεως προσωρινής διαταγής του δικαστηρίου ή δικαστικής αποφάσεως περί προσωρινής αναστολής της πράξεως επιβολής των μέτρων ή και της ρητής ή σιωπηρής απορρίψεως από τον Υπουργό της αιτήσεως για άρση των μέτρων, χωρίς ανάγκη εκδόσεως σχετικής διοικητικής πράξεως, γ) από και δια της εκδόσεως δικαστικής αποφάσεως με την οποία ακυρώνεται η πράξη επιβολής των μέτρων ή και κατ’ άρθρο 153 παρ. 4 του Ν. 2960/2001 ρητή ή σιωπηρή απόρριψη από τον Υπουργό της αιτήσεως για άρση των μέτρων, χωρίς να απαιτείται η έκδοση ρητής πράξεως οργάνου της διοικήσεως, δ) από και δια της εκδόσεως δικαστικής αποφάσεως με την οποία ακυρώνεται στο σύνολό της, για λόγους ουσιαστικούς, η καταλογιστική πράξη επιβολής της κύριας κυρώσεως, η δε διοίκηση οφείλει να προβεί στην άρση των μέτρων με την έκδοση σχετικής πράξεως, ε) όταν ο παραβάτης καταβάλει ποσόν μεγαλύτερο ή ίσο του 70% των διαφυγόντων δασμών και φόρων, αίρονται με σχετική αίτησή του προς τον Προϊστάμενο της αρμόδιας τελωνειακής υπηρεσίας, άλλως αίρονται αυτοδικαίως μετά την πάροδο δύο μηνών, στ) σε περίπτωση ολοσχερούς εξοφλήσεως του οφειλομένου ποσού, με την έκδοση σχετικής πράξεως της αρμόδιας αρχής περί άρσεως των μέτρων, ζ) από και δια της εκδόσεως πράξεως της αρμόδιας αρχής περί άρσεως των μέτρων, είτε διότι εκδόθηκε απαλλακτική πράξη, είτε διότι δεν κρίνονται πλέον αναγκαία. Περαιτέρω, τα διασφαλιστικά μέτρα είναι προφανές ότι έχουν ένα ακρότατο χρονικό σημείο ισχύος, το οποίο, εφόσον δεν προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 153 του Ν. 2960/2001, αποτελεί η πάροδος ενός ευλόγου χρόνου, που εκτιμάται με βάση τις ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περιπτώσεως. (πλειοψ.)


ΝΣΚ/327/2013

Οφειλόμενες κατά νόμο ενέργειες των αρμοδίων υπηρεσιών της Βουλής μετά την περιέλευση σε αυτές, εγγράφου του Τμήματος Μηνύσεων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Σερρών, με το οποίο ανακοινώθηκε η άσκηση ποινικής δίωξης κατά μετακλητού υπαλλήλου της, ενόψει των πρόσφατων τροποποιήσεων των διατάξεων του Πειθαρχικού Δικαίου και της ιδιαιτερότητας της κατηγορίας του συγκεκριμένου υπαλλήλου.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
1. Αναφορικά με την υπηρεσιακή κατάσταση του υπαλλήλου περί του οποίου το έγγραφο ερώτημα, ισχύει ό,τι ισχύει και επί των μονίμων υπαλλήλων της Βουλής, πλην της μονιμότητας, και συνεπώς σε περίπτωση διάπραξης πειθαρχικού παραπτώματος εφαρμόζεται το πειθαρχικό δίκαιο, που εφαρμόζεται και στο μόνιμο προσωπικό της Βουλής, δηλαδή εφαρμόζονται οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις του πειθαρχικού δικαίου των δημοσίων πολιτικών διοικητικών υπαλλήλων του Ν. 3528/2007 (ΦΕΚ Α΄ 26), όπως ισχύουν και αναλόγως της ακριβούς ημερομηνίας τέλεσης των αποδιδόμενων πειθαρχικών παραπτωμάτων. 2. Από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 110 και 114 του εφαρμοζομένου εν προκειμένω Ν. 3528/2007, προκύπτει ότι η άσκηση πειθαρχικής δίωξης, όταν υπάρχουν στοιχεία για διάπραξη πειθαρχικών παραπτωμάτων, αποτελεί υποχρέωση του πειθαρχικού οργάνου και συνεπώς τούτο πρέπει να προβεί σε κάθε απαραίτητη ενέργεια για την διαπίστωση της τέλεσης πειθαρχικών παραπτωμάτων και τη δίωξη αυτών. Ως εκ τούτου ο κατά νόμο πειθαρχικώς προϊστάμενος οφείλει, ευθύς ως λάβει γνώση της άσκησης ποινικής δίωξης κατά υπαλλήλου, του οποίου τυγχάνει πειθαρχικώς προϊστάμενος, να συλλέξει επαρκή στοιχεία από την ποινική δικογραφία μετά από αλληλογραφία με τις αρμόδιες ανακριτικές και εισαγγελικές αρχές και, εφόσον κρίνει ότι βάσει αυτών δικαιολογείται η άσκηση πειθαρχικής δίωξης κατά του προαναφερομένου υπαλλήλου, ή να ασκήσει ο ίδιος την πειθαρχική δίωξη ή να διαβιβάσει την υπόθεση στο πειθαρχικώς ανώτερο όργανο, στην περίπτωση, που η τυχόν επιβληθησομένη ποινή ξεπερνά την αρμοδιότητά του. Στην περίπτωση δε, που ο ίδιος ο υπάλληλος παραπεμφθεί στο αρμόδιο πειθαρχικό συμβούλιο για τα πειθαρχικά παραπτώματα, που αναφέρονται στην περ. ε’ της παρ.1 του άρθρου 103 του Ν. 3528/2007, μεταξύ των οποίων και η χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπής ή ανάξια για υπάλληλο διαγωγή εντός και εκτός υπηρεσίας, θα τεθεί αυτοδικαίως σε κατάσταση αργίας και η αρμόδια υπηρεσία θα εκδώσει περί αυτού διαπιστωτική πράξη. 3. Σε κάθε περίπτωση η αρμόδια υπηρεσία της Βουλής οφείλει με διαρκή επικοινωνία με την αρμόδια υπηρεσία της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Σερρών να ενημερώνεται για την εξέλιξη της υπόθεσης και να λαμβάνει γνώση των στοιχείων του φακέλου, και κυρίως των περιστατικών (π.χ. έκδοση εντάλματος προσωρινής κράτησης, αμετάκλητη παραπομπή για τα αναφερόμενα στη σχετική διάταξη ποινικά αδικήματα κ.ά.), η συνδρομή των οποίων συνιστά τις προϋποθέσεις, για τη θέση του προαναφερομένου σε αυτοδίκαιη αργία, σε εφαρμογή των περιπτώσεων α, β, και γ, της παρ.1 του άρθρου 103 του Ν. 3528/2007. 4. Ανεξάρτητα από τα παραπάνω οι διατάξεις της παρ.3 του άρθρου 104 του Ν. 3528/2007 παρέχουν την ευχέρεια στον πειθαρχικώς προϊστάμενο, σε κατεπείγουσες περιπτώσεις και εφόσον διακυβεύεται το συμφέρον της υπηρεσίας, να εκδώσει αιτιολογημένη απόφαση, που επιδίδεται, σε αυτόν, τον οποίον αφορά, περί αναστολής της άσκησης καθηκόντων του εν λόγω υπαλλήλου, περί του οποίου, όμως πρέπει να γνωμοδοτήσει το πειθαρχικό συμβούλιο εντός τριάντα (30) ημερών. (ομοφ.)


ΝΣΚ/21/2018

Νομιμοποίηση δικηγόρων που φέρονται ότι εκπροσωπούν υπηκόους τρίτων χωρών στις συναλλαγές τους με τη διοίκηση, όταν δεν υπάρχει ειδική νομοθετική ρύθμιση.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
Στις διοικητικές υποθέσεις υπηκόων τρίτων χωρών που αναφέρονται στο ερώτημα [ήτοι α) αιτήσεις για χορήγηση βεβαίωσης περί του αν υφίσταται σε βάρος τους το μέτρο της απαγορεύσεως εισόδου στη χώρα μας ή στον χώρο Σένγκεν, β) αιτήσεις για πληροφόρηση σχετικά με τους λόγους, για τους οποίους αυτοί είναι καταχωρημένοι στον Ειδικό Κατάλογο Ανεπιθύμητων Αλλοδαπών (Ε.Κ.ΑΝ.Α.), γ) αιτήσεις για τη διαγραφή των μέτρων απαγορεύσεως εισόδου που υφίστανται σε βάρος τους και τους έχουν επιβληθεί από τις ελληνικές αρχές, δ) κατάθεση διοικητικών προσφυγών σε περιπτώσεις συλλήψεως - κρατήσεως αλλοδαπών, οι οποίοι εισέρχονται ή διαμένουν παράτυπα στη χώρα μας και για τους οποίους κινείται η διαδικασία της διοικητικής απελάσεως ή επιστροφής τους, κατόπιν σχετικής αποφάσεως και ε) αιτήσεις για παράταση της προθεσμίας προς οικειοθελή αναχώρηση αλλοδαπών που τελούν υπό διοικητική επιστροφή, των οποίων η κράτηση έχει αρθεί], υποχρεούνται οι αστυνομικές υπηρεσίες να συναλλάσσονται με δικηγόρους που τους εκπροσωπούν, συμμορφούμενες, κατ’ αρχάς, με την ΔΙΣΚΠΟ/Φ.18/ΟΙΚ. 11853 από 6-5-2009 εγκύκλιο του Υπουργείου Εσωτ/κών, για την νομιμοποίηση δε του δικηγόρου αρκεί, είτε η υπογραφή με την σφραγίδα του δικηγόρου επί των αιτήσεων ή των διοικητικών προσφυγών, που κατατίθενται αρμοδίως για λογαριασμό του εντολέα του και υπό την ιδιότητα του πληρεξουσίου του τελευταίου, είτε, σε περίπτωση προσωπικής επαφής με τις ως άνω αρχές, για την παρακολούθηση διοικητικής υποθέσεως, η επίδειξη της δικηγορικής ταυτότητάς του (από την οποία προκύπτουν το ονοματεπώνυμο και ο αριθμός μητρώου του δικηγορικού συλλόγου στον οποίο ανήκει), καθώς και η προφορική ή γραπτή δήλωσή του ότι είναι πληρεξούσιος του εντολέα, τον οποίο αφορά η υπόθεση. (πλειοψ.) Παραπέμφθηκε στην Πλήρη Ολομέλεια, κατόπιν της υπ' αριθ. 249/2017 γνωμ. της Β' Τακτικής Ολομέλειας ΝΣΚ.