×
register
Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΝΣΚ/463/2006

Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

Ευθεία εφαρμογή Συνταγματικής διάταξης.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή 
α) Η διάταξη του άρθρου 82 παρ.3 του Συντάγματος αποτελεί, λόγω έλλειψης εξειδίκευσης, απ’ ευθείας νομική βάση για την παραπομπή στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή της Ελλάδος (Ο.Κ.Ε.) προτάσεων νόμων επί θεμάτων αρμοδιότητάς της. β) Η τροποποίηση του Ν 2232/1994 δεν είναι απολύτως αναγκαία για να λειτουργήσει η Συνταγματική διάταξη, πλην όμως συνιστάται προς αποφυγή προβλημάτων δυσλειτουργίας του οργάνου της Ο.Κ.Ε.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΣτΕ/ΤΜ.ΣΤ/1872/2024

Η απόφαση 1872/2024 του Συμβουλίου της Επικρατείας επιλύει προδικαστικά ερωτήματα που υποβλήθηκαν από το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης σχετικά με τη συνταγματικότητα της διάταξης του άρθρου 26 παρ. 2 του ν. 4354/2015. Η διάταξη αυτή προέβλεπε διετή αναστολή (1.1.2016 – 31.12.2017) της μισθολογικής εξέλιξης των δημοσίων υπαλλήλων, συμπεριλαμβανομένων των δικαστικών υπαλλήλων. Οι ενάγοντες δικαστικοί υπάλληλοι ζητούσαν αποζημίωση για διαφορά αποδοχών, ισχυριζόμενοι ότι η διατήρηση της αναστολής σε αυτούς, ενώ καταργήθηκε αναδρομικά για τους δικαστικούς λειτουργούς και το κύριο προσωπικό του Ν.Σ.Κ., παραβιάζει την αρχή της ισότητας. Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι δικαστικοί υπάλληλοι δεν τελούν υπό τις ίδιες συνθήκες με τους δικαστικούς λειτουργούς, οι οποίοι χαίρουν συνταγματικής εγγύησης για ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση λόγω της ανεξαρτησίας του λειτουργήματός τους. Επομένως, η επίμαχη διάταξη κρίθηκε συνταγματική, καθώς η αναστολή ήταν πρόσκαιρη και δικαιολογείται από λόγους δημοσιονομικής προσαρμογής.


ΕΣ/Β΄ ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/1721/2024

Με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η αναίρεση της 1746/2020 οριστικής απόφασης του ΙΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η από 4.4.2006 ασκηθείσα κατά σώρευση με έφεση αγωγή του μεταποβιώσαντος στρατιωτικού συνταξιούχου …του Γεωργίου και αφενός αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει νομιμοτόκως στη μοναδική κληρονόμο του και ήδη αναιρεσείουσα το ποσό των 10.000,17 ευρώ.(...)Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι το δικάσαν Τμήμα, ερμηνεύοντας τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του ν. 2838/2000, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη 8 της παρούσας, ορθώς έκρινε ότι αυτές δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση του μεταποβιώσαντος ενάγοντος. Τούτο δε, διότι αυτός κρίθηκε προακτέος κατ’ αρχαιότητα στον βαθμό του Ταξιάρχου [άρθρο 48 παρ. 5 του ν.δ. 178/1969 (Α΄ 71), όπως αυτό ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, δηλαδή μετά την αντικατατάστασή του με το άρθρο 16 του ν. 572/1977 (Α΄ 100)], προκειμένου στη συνέχεια να τεθεί σε αυτεπάγγελτη αποστρατεία (βλ. σκέψεις 12 και 14 της αναιρεσιβαλλόμενης) και δεν αποστρατεύτηκε αυτεπαγγέλτως ως ευδοκίμως τερματίσας την σταδιοδρομία του, περίπτωση που διαφέρει ουσιωδώς από άποψη υπηρεσιακής κατάστασης αξιωματικών, χωρίς η διαφορετική (ευμενέστερη) μισθολογική και, συνακόλουθα, συνταξιοδοτική μεταχείριση που επιφυλάσσει ο νομοθέτης, με το άρθρο 6 παρ. 2 του ν. 2838/2000, αποκλειστικώς για τους αποστρατευόμενους ως ευδοκίμως τερματίσαντες τη σταδιοδρομία τους σε σχέση με τους αξιωματικούς που αποστρατεύονται με διαφορετική αιτία εξόδου από το στράτευμα, να δύναται να επεκταθεί αναλογικώς και σε άλλη κατηγορία αποστρατευομένων, και χωρίς τούτο να αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας, που καθιερώνεται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος ή σε άλλη συνταγματικής ή υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη ή αρχή, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου προβαλλόμενων λόγων. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, απορριπτομένων ως άνω των λόγων αναίρεσης, και εφόσον δεν προβάλλεται άλλος λόγος αναίρεσης, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της


ΕΣ/ΤΜ.4/121/2012

ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΩΝ ΕΞΟΔΩΝ για τη διακίνηση επιστολικού ταχυδρομείου:..από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του ν. 2668/1998, ο οποίος μεταφέρει κανόνες κοινοτικού δικαίου στην εθνική έννομη τάξη, συνάγεται ότι τα ..., ως φορέας καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας στην Ελλάδα, διατηρούν καταρχήν αποκλειστικό δικαίωμα στη συλλογή, διαλογή, μεταφορά και διανομή των αντικειμένων αλληλογραφίας εσωτερικού και διασυνοριακού ταχυδρομείου, εφόσον το βάρος των αντικειμένων αλληλογραφίας δεν υπερβαίνει τα 50 γραμμάρια. Ως εκ τούτου, για τα αντικείμενα αυτά επιτρέπεται καταρχήν η απευθείας ανάθεση στα ..., χωρίς την προηγούμενη διενέργεια διαγωνισμού, της ταχυδρομικής τους διαχείρισης, ενώ για τα λοιπά αντικείμενα η απευθείας ανάθεση ταχυδρομικών υπηρεσιών δεν έχει έρεισμα στο πλέγμα των ως άνω διατάξεων (πρβλ. Πράξη Ε.Σ. VI Τμ. . 232/2007).

Εξάλλου, έχει παγίως κριθεί από το Δικαστήριο αυτό ότι δεν νομιμοποιούνται οι συμβάσεις που καταρτίσθηκαν, χωρίς την προηγούμενη υποβολή τους στον προβλεπόμενο από το άρθρο 98 παρ. 1β΄ του Συντάγματος προσυμβατικό έλεγχο, καθόσον η νομοθετική εξουσία έχει μεν τη δυνατότητα να νομιμοποιεί αναδρομικά πράξεις ή συμβάσεις των φορέων της δημόσιας διοίκησης, η εξουσία της όμως αυτή δεν είναι δυνατό να εξιχθεί μέχρις αναδρομικής εκ των υστέρων νομιμοποιήσεως αυτών που έχουν εκδοθεί ή καταρτισθεί κατά προφανή παράβαση των διατάξεων του Συντάγματος (βλ. Πράξεις Ε.Σ. IV Τμ. 171/2010 και VII Τμ.352/2009, 228/2011). 

Δεδομένου δε ότι ο νομοθέτης, ενεργώντας στο πλαίσιο της κατά το Σύνταγμα αρμοδιότητάς του για τη ρύθμιση των εννόμων σχέσεων και καταστάσεων και μάλιστα με αναδρομική δύναμη, μπορεί να νομιμοποιεί αναδρομικά δαπάνες, εφόσον, όμως, τούτο δεν προσκρούει σε ρητές απαγορευτικές διατάξεις του Συντάγματος, η επιχειρούμενη με την ως άνω διάταξη νομιμοποίηση των δαπανών που έχουν απορρεύσει από σύμβαση, η οποία έχει συναφθεί και εκτελεσθεί χωρίς να υποβληθεί πρώτα για έλεγχο νομιμότητας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, επί της ουσίας δεν διαφέρει από τη νομιμοποίηση της ίδιας της σύμβασης και παραβιάζει τις διατάξεις της παρ. 1β΄ του άρθρου 98 του Συντάγματος που κατοχυρώνουν τον ουσιώδη διαδικαστικό τύπο του προσυμβατικού ελέγχου..Επομένως και η διάταξη του άρθρου 32 παρ. 7 του ν. 4075/2012 είναι ανίσχυρη και μη εφαρμοστέα ως παραβιάζουσα τις ανωτέρω συνταγματικής και υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις και, ως εκ τούτου, οι αντίθετοι ισχυρισμοί είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν.Κατ ακολουθία αυτών που στις προηγούμενες σκέψεις έγιναν δεκτά η κρινόμενη-τρίτη- αίτηση ανάκλησης του ... είναι το μεν απαράδεκτη, το δε αβάσιμη και, ως εκ τούτου, πρέπει απορριφθεί.


ΣΤΕ/2080/1987

Με τα δεδομένα αυτά, τόσο ο Διοικητής της Τράπεζας .. όσο και τα εξουσιοδοτημένα απ' αυτόν άλλα όργανα της Τράπεζας, όπως είναι στην προκειμένη περίπτωση η Επιτροπή Νομισματικών και Πιστωτικών Θεμάτων, στην οποία μάλιστα μετέχουν και οι Υποδιοικητές, αποτελούν, κατά την άσκηση της αρμοδιότητάς τους αυτής, δημόσια όργανα αφού και η Τράπεζα …, στην οποία ανήκουν, δεν αποτελεί νομικό πρόσωπο ιδιωτικού καθαρώς δικαίου, αλλά λόγω των προνομίων που της έχουν παραχωρηθεί και των αρμοδιοτήτων που της έχουν ανατεθεί, έχει, ως προς την άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών, προσλάβει δημόσιο χαρακτήρα. Δεν προσκρούει, λοιπόν, σύμφωνα με τη γνώμη αυτή, η άσκηση από τα πιο πάνω όργανα της Τράπεζας … της αρμοδιότητας χορηγήσεως αδειών λειτουργίας Τραπεζών, στις συνταγματικές διατάξεις που καθορίζουν την άσκηση των κρατικών λειτουργών και ειδικότερα της εκτελεστικής λειτουργίας. Αν και κατά τη γνώμη ενός μέλους του Δικαστηρίου με αποφασιστική ψήφο, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 26, 83, 95 § 1 και 103 του Συντάγματος προκύπτει ότι η διοικητική λειτουργία ασκείται κατ' αρχήν από δημόσια όργανα ενταγμένα στις δημόσιες υπηρεσίες. Και σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου που εξυπηρετούν ειδικούς σκοπούς.Και ναι μεν αναγνωρίζεται ότι είναι επιτρεπτή, κατ' εξαίρεση, η ανάθεση ασκήσεως συγκεκριμένης διοικητικής αρμοδιότητας σε όργανα νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, τα οποία χαρακτηρίζονται από τη νομολογία ως νομικά πρόσωπα "διφυούς χαρακτήρος", αλλά η σχετική αρμοδιότητας πρέπει να αφορά συγκεκριμένο σκοπό και δεν μπορεί να επεκτείνεται σε καίριους τομείς της διοικητικής δράσεως, όπως είναι η άσκηση ατομικού δικαιώματος. Επομένως, σύμφωνα με τη γνώμη αυτή, η αρμοδιότητα για την χορήγηση άδειας λειτουργίας τραπεζών πρέπει να ασκείται από δημόσια όργανο και δεν είναι συνταγματική η διάταξη του άρθρου 1 του ν. 1266/1982, κατά το μέρος που επιτρέπει τη μεταβίβαση της κατά το άρθρο 2 του αν.ν. 1665/1951 αρμοδιότητας της καταργηθείσης Νομισματικής Επιτροπής σε όργανα της Τράπεζας .. απαρτούμενα κατά πλειοψηφία από απλούς υπαλλήλους της που δεν έχουν το ειδικό καθεστώς του Διοικητή ή των Υποδιοικητών.


ΣΤΕ 1574/2006

Διοικητής νοσοκομείου ΕΣΥ:Με τα δεδομένα αυτά και λαμβανομένου υπόψη ότι, πάντως, οι διοικητές των νοσοκομείων της παρ. 10 του άρθρου 13 του Ν. 2889/2001, μεταξύ των οποίων και το αιτούν (το οποίο, κατά τα προαναφερθέντα, έχει υπαχθεί στις διατάξεις του Ν.Δ. 2592/1953 και έχει, κατόπιν αυτού, ενταχθεί στο Ε.Σ.Υ.), δεν είναι πλέον, σύμφωνα με την πιο πάνω διάταξη της παρ. 23 του άρθρου 2 του Ν. 3204/2003, πρόεδροι ούτε μέλη του διοικητικού συμβουλίου των εν λόγω νοσοκομείων και εισηγούνται, απλώς, προς τα όργανα αυτά επί των προβλεπόμενων στις διατάξεις της παρ. 7 Α του άρθρου 5 του Ν. 2889/2001 θεμάτων της αρμοδιότητάς τους, η επίμαχη νομοθετική ρύθμιση συνιστά θεμιτή κατά το Σύνταγμα επέμβαση στη διοικητική δομή και λειτουργία του αιτούντος νοσοκομείου. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι αντίκειται στο άρθρο 109 του Συντάγματος η πρόβλεψη με το Ν. 2889/2001 οργανικής θέσης διοικητή και ο διορισμός του με την προσβαλλόμενη πράξη στο αιτούν νοσοκομείο χωρίς απόφαση του διοικητικού του συμβουλίου. Αβάσιμοι είναι, περαιτέρω, και οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί ότι ο καθορισμός των ωραρίων απασχόλησης των απογευματινών ιατρείων του νοσοκομείου, του αριθμού των περιστατικών που εξετάζονται ανά ημέρα και του αριθμού των διαγνωστικών και θεραπευτικών πράξεων που διενεργούνται ανά ημέρα με απόφαση του Διοικητή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 9 του Ν. 2889/2001 που παρατίθεται στην προηγούμενη σκέψη, καθώς και η συμμετοχή του Διοικητή στην τριμελή επιτροπή διοίκησης και διαχείρισης του ειδικού λογαριασμού της παρ. 3 του άρθρου αυτού (Ε.Λ.Λ.ΑΠ.Ι.- άρθρο 1 της ανωτέρω υπ’ αριθμ. ΔΥ5α/οικ. 40927/10-12-2001 Κ.Υ.Α.) αντίκεινται στη συνταγματική διάταξη του άρθρου 109. Τούτο δε διότι, οι μεν προαναφερόμενες αρμοδιότητες του Διοικητή σχετικά με τη λειτουργία των απογευματινών ιατρείων, οι οποίες αφορούν τη διοίκηση του νοσοκομείου, νοούνται και αυτές ως εισηγητικές προς το Διοικητικό Συμβούλιο του νοσοκομείου και τον Πρόεδρο αυτού, οι οποίοι λαμβάνουν την τελική απόφαση επί των σχετικών θεμάτων, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 23 του Ν. 3204/2003η δε συμμετοχή του Διοικητή στην τριμελή επιτροπή διοίκησης και διαχείρισης του ως άνω λογαριασμού αφορά άσκηση δευτερεύουσας συλλογικής αρμοδιότητας, φορείς της οποίας, εκτός από τον Διοικητή, είναι και άλλα όργανα του νοσοκομείου. Τέλος, ούτε η συμμετοχή του Διοικητή ως Προέδρου στα προβλεπόμενα από το άρθρο 11 παρ. 8 και 11 του Ν. 2889/2001 ...Συμβούλια Επιλογής Ιατρών (Επιμελητών και Διευθυντών) του νοσοκομείου, αντί του μέχρι τότε κατέχοντος την αντίστοιχη θέση Προέδρου των Διοικητικού Συμβουλίου του νοσοκομείου στα πρώην ΣΚΕΙΟΠΝΙ (άρθρο 16 παρ. 2 υποπαρ. στ΄ του Ν. 2519/1997), μέτρο το οποίο επίσης προβλέπεται ως γενικό και αφορά όλα τα νοσοκομεία του Ε.Σ.Υ., παραβιάζει το ανωτέρω άρθρο 109, εφόσον τα Συμβούλια Επιλογής Ιατρών δεν αποτελούν όργανα διοικήσεως του νοσοκομείου, ο δε προβαλλόμενος αντίθετος λόγος της υπό κρίση αιτήσεως είναι επίσης απορριπτέος ως αβάσιμος.


ΕΣ/ΤΜ.1/54/2014

Χορήγηση επιδόματος:ζητείται παραδεκτώς η ανάκληση της 237/2014 Πράξης του Κλιμακίου Προληπτικού Ελέγχου Δαπανών στο I Τμήμα (...)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη ΙΙ Β της παρούσας, με νόμιμη αιτιολογία το Κλιμάκιο, με την προσβαλλόμενη Πράξη του, έκρινε ότι δεν είναι νόμιμη η καταβολή της επίμαχης διαφοράς χρονοεπιδόματος στον ανωτέρω καθηγητή, καθόσον πράγματι η αξίωσή του παραγράφηκε εντός του έτους 2010, όλες δε οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αιτούντος πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες. Ειδικότερα, ο ισχυρισμός του αιτούντος νομικού προσώπου ότι, για την καταβολή της διαφοράς του επίμαχου επιδόματος χρόνου υπηρεσίας ήταν αναγκαία η έκδοση σχετικής διοικητική πράξης και ότι, συνεπώς, εν προκειμένω, πρόκειται για αξίωση της παρ. 1 του άρθρου 48 του ν.δ/τος 496/1974, που υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, η οποία διεκόπη με την έκδοση των 9323 και 9327/22.4.2013 πράξεων του Πρύτανη, με τις οποίες ανακλήθηκαν παλαιότερες πράξεις του ίδιου και ότι έκτοτε τρέχει νέα πενταετής παραγραφή, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο, διότι όπως ορθά έκρινε το Κλιμάκιο, η επίμαχη αξίωση του φερόμενου ως δικαιούχου υπόκειται, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, στη διετή παραγραφή του άρθρου 48 παρ. 3 του ν.δ/τος 496/1974, αφού για τη θεμελίωση της αξίωσης αυτής, η οποία ήταν απόρροια των κριθέντων με την απόφαση Ε.Σ. 1079/2006, δεν απαιτείτο η έκδοση διοικητικής πράξης από τα αρμόδια όργανα του αιτούντος και ο ίδιος είχε ευθεία αγωγή για την καταβολή της διαφοράς επιδόματος χρόνου υπηρεσίας, για το χρονικό διάστημα από 28.12.1995 έως 5.10.2007, θεμελιούμενη ευθέως στις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 4 του ν. 1517/1985 και 13 παρ. 2 του ν. 2530/1997. Εξάλλου, η ανωτέρω διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 48 του ν.δ/τος 496/1974 δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας, δεδομένου δε ότι στο συγκεκριμένο αυτό ζήτημα το Σύνταγμα δεν έχει στενότερη έννοια από την Ε.Σ.Δ.Α. (ΣτΕ 292, 2403/2013, 461, 1819/2012), είναι απορριπτέος ο προβαλλόμενος ισχυρισμός κατά το μέρος που αναφέρεται σε παράβαση της εν λόγω Σύμβασης. Περαιτέρω, το αιτούν ισχυρίζεται ότι ο φερόμενος ως δικαιούχος παρεμποδίστηκε και αποθαρρύνθηκε να προβεί στη δικαστική επιδίωξη των απαιτήσεών του από λόγους ανωτέρας βίας. Ειδικότερα, το αιτούν ισχυρίζεται ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες του Ιδρύματος, τελούσαν σε συγγνωστή νομική πλάνη ως προς το ποιες διατάξεις ήταν εφαρμοστέες και ποιες ήταν οι δέουσες ενέργειες, στις οποίες έπρεπε να προβούν, για τον καθορισμό του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας, με προσμέτρηση της επίμαχης προϋπηρεσίας του φερόμενου ως δικαιούχου καθηγητή, αλλά και σε πλάνη περί τα πράγματα ως προς τον ορθό υπολογισμό των δικαιούμενων ποσών, με συνέπεια ο ανωτέρω να μην είναι σε θέση να προσφύγει δικαστικώς για την ικανοποίηση της επίμαχης αξίωσής του, ύψους 15.010,95 ευρώ. Τα ανωτέρω, όμως, επικαλούμενα γεγονότα δεν συνιστούν, και αληθή υποτιθέμενα, λόγους ανωτέρας βίας, κατά την έννοια του άρθρου 50 του ν.δ/τος 496/1974, δηλαδή γεγονότα απρόβλεπτα και αδύνατο να αποτραπούν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας, συνεπώς δεν επέφεραν την αναστολή της παραγραφής, αφού ο φερόμενος ως δικαιούχος μπορούσε, επιμελώς φερόμενος, να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστήριο ζητώντας εμπροθέσμως την ικανοποίηση της αξίωσής του.Απορρίπτει την αίτηση.