ΝΣΚ/88/2011
Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.
Τρόπος φορολόγησης αποζημίωσης, επιδικασθείσας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, σε πρόσωπα για την υλική ζημία που υπέστησαν, λόγω απώλειας της βουλευτικής τους ιδιότητας.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
Τα ποσά που επιδικάσθηκαν, δυνάμει απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, σε πρόσωπα για την υλική ζημία που υπέστησαν, λόγω της απώλειας της βουλευτικής τους ιδιότητας, αντικρίζουν βουλευτική αποζημίωση και θεωρούνται εισόδημα εκ μισθωτών υπηρεσιών κατ' άρθρο 5 του Ζ΄ Ψηφίσματος του έτους 1975 και ως εκ τούτου υπόκεινται σε φορολόγηση σύμφωνα με τις διατάξεις του Ψηφίσματος αυτού και όχι κατά τις γενικές διατάξεις του Κ.Φ.Ε. (ομοφ.)
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΝΣΚ/285/2014
Αυτοδίκαιη αργία, στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων και οριστική παύση δικαστικού υπαλλήλου.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
α) Δικαστικός υπάλληλος που τέθηκε σε καθεστώς αυτοδίκαιης αργίας συνεπεία επιβολής, πρωτοδίκως, της παρεπομένης ποινής της οριστικής παύσης, για το προβλεπόμενο στην παράγραφο 2 του άρθρου 242 του Π.Κ. ποινικό αδίκημα της υπεξαγωγής εγγράφου από υπάλληλο που του είναι προσιτό λόγω της υπηρεσίας του (απόκρυψη), και, εν συνεχεία, κατόπιν εφέσεώς του, καταδικάστηκε τελεσίδικα για το ίδιο αδίκημα, σε φυλάκιση εννέα μηνών με τριετή αναστολή και στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων για ένα έτος, δεν παραμένει σε καθεστώς αυτοδίκαιης αργίας. β) Η αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων δικαστικού υπαλλήλου δεν αποτελεί λόγο απώλειας της υπαλληλικής του ιδιότητας. (ομοφ.)
ΝΣΚ/179/2007
Νομιμότητα ή μη συμβατικού όρου «ρήτρας» τεχνικών προδιαγραφών και συμβάσεως που θα συναφθεί μεταξύ Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως και επιχειρήσεως παροχής υπηρεσιών ταχυδρομείου.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
Η Διοίκηση δύναται νομίμως να περιλάβει στις τεχνικές προδιαγραφές και στη σύμβαση που θα συναφθεί μεταξύ του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως και της επιχειρήσεως παροχής υπηρεσιών ταχυδρομείου, που θα επιλεγεί για την αποστολή των δικαιολογητικών από τις υπηρεσίες παραλαβής στη Διεύθυνση Διαβατηρίων και του διαβατηρίου στον ενδιαφερόμενο, η παρακάτω ρήτρα «Σε περίπτωση απώλειας, καταστροφής ή μη έγκαιρης παράδοσης δικαιολογητικών και διαβατηρίων εκ μέρους της αναδόχου εταιρίας και εφόσον με δικαστική απόφαση καταδικαστεί το Δημόσιο να καταβάλει αποζημίωση στο ζημιωθέντα ιδιώτη (για υλική ζημία, διαφυγόντα κέρδη, κ.λπ.), η Αναθέτουσα Αρχή έχει δικαίωμα αναγωγής σε βάρος της αναδόχου εταιρίας κατά τις περί αστικής ευθύνης διατάξεις».
ΔΕΚ/C-50/2000
Κοινοτικό δίκαιο - Αρχές - Δικαίωμα αποτελεσματικής ένδικης προστασίας - Καθιέρωση από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών Ευρωπαϊκές Κοινότητες - Δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας των πράξεων των κοινοτικών οργάνων - πράξεις κανονιστικού χαρακτήρα - Ανάγκη τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα να ακολουθήσουν τη νομική οδό της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας ή της προδικαστικής παραπομπής περί εκτιμήσεως του κύρους - Υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να εφαρμόζουν τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες κατά τρόπο ώστε να παρέχεται η δυνατότητα αμφισβητήσεως της νομιμότητας των κοινοτικών πράξεων κανονιστικού χαρακτήρα - Άσκηση προσφυγής ακυρώσεως ενώπιον του κοινοτικού δικαστή σε περίπτωση που οι εθνικοί δικονομικοί κανόνες δημιουργούν ανυπέρβλητο εμπόδιο - Δεν επιτρέπεται
ΕλΣυν.Τμ.Μειζ-Επταμ.Συνθ/905/2017
Προμήθεια τροφίμων-διαγωνισμός:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη νομική σκέψη ΙΙΙ της παρούσας, το Τμήμα κρίνει, ομοφώνως, ότι δεν συντρέχει η διαπιστωθείσα ανωτέρω πλημμέλεια, καθόσον, κατά την αληθή έννοια της διακήρυξης, όλα τα νομικά πρόσωπα, ανεξαρτήτως της εταιρικής τους μορφής, όφειλαν να προσκομίσουν πρακτικό (ή πράξη) του αρμοδίου διοικούντος οργάνου τους περί έγκρισης συμμετοχής τους στον επίμαχο διαγωνισμό. Συνεπώς, από την υποχρέωση αυτή δεν εξαιρούνταν οι Ε.Π.Ε., στην περίπτωση των οποίων, δοθέντος ότι μόνο οι Α.Ε. έχουν Διοικητικό Συμβούλιο, απαιτείτο απόφαση του αντίστοιχου οργάνου διοίκησής τους. Επομένως, ενόψει του ότι από το περιεχόμενο του υποβληθέντος από την εταιρεία με την επωνυμία «…» πρακτικού της Γενικής Συνέλευσης των εταίρων της, δεν προέκυπτε η έγκριση για τη συμμετοχή της στον υπό έλεγχο διαγωνισμό, αλλά σε άλλο διαγωνισμό του Δήμου …, νομίμως απορρίφθηκε η προσφορά της εν λόγω εταιρείας με την προαναφερθείσα απόφαση του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το Κλιμάκιο, με την προσβαλλόμενη πράξη του, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή των προμνησθεισών διατάξεων της διακήρυξης.Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνουν δεκτές οι αιτήσεις αναθεώρησης και να αναθεωρηθεί η 487/2017 απόφαση του VI Τμήματος....Ανακαλεί την 9/2017 πράξη του ΣΤ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου και..Αποφαίνεται ότι δεν κωλύεται η υπογραφή των σχεδίων συμβάσεων..
ΠΕΚ/Τ-160/2003
Περίληψη της αποφάσεως 1. Εξωσυμβατική ευθύνη — Προϋποθέσεις — Παρανομία — Ζημία — Αιτιώδης συνάφεια (Άρθρο 288, εδ. 2, ΕΚ) 2. Δημόσιες συμβάσεις των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων — Σύναψη συμβάσεως κατόπιν προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών — Εξουσία των θεσμικών οργάνων στο πλαίσιο της διαδικασίας συνάψεως της συμβάσεως — Σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ ενός υποβαλόντος προσφορά και ενός μέλους της επιτροπής αξιολογήσεως των προσφορών — Περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής — Όρια — Παραβίαση των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της ίσης μεταχειρίσεως — Στοιχειοθέτηση της ευθύνης της Κοινότητας (Άρθρο 288 ΕΚ) 3.Δημόσιες συμβάσεις των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων — Διαδικασία προσκλήσεως προς υποβολή προσφορών — Δαπάνες που καταβάλλει ένας υποβαλών προσφορά — Δικαίωμα αποζημιώσεως — Δεν υφίσταται — Εξαίρεση — Παράβαση του κοινοτικού δικαίου 1.Το κοινοτικό δίκαιο αναγνωρίζει δικαίωμα αποζημιώσεως αν συντρέχουν τρεις προϋποθέσεις, ότι δηλαδή ο παραβιασθείς κανόνας δικαίου αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, ότι η παράβαση είναι κατάφωρη και ότι υφίσταται άμεσος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παραβάσεως της υποχρεώσεως που υπέχει το όργανο που εξέδωσε την πράξη και της ζημίας που υπέστησαν τα βλαβέντα πρόσωπα. (βλ. σκέψη 31) 2. Δυνάμει των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της ίσης μεταχειρίσεως, εναπόκειται στην Επιτροπή, στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, μετά την ανακάλυψη της υπάρξεως συγκρούσεως συμφερόντων μεταξύ ενός μέλους της επιτροπής αξιολογήσεως και ενός εκ των υποβαλόντων προσφορά, να καταρτίσει και να λάβει, με όλη την απαιτούμενη επιμέλεια και βάσει όλων των δυναμένων να ασκήσουν επιρροή στοιχείων, την απόφασή της σχετικά με τη συνέχεια της διαδικασίας συνάψεως της επίμαχης συμβάσεως. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή οφείλει να μεριμνά, σε κάθε στάδιο της διαδικασίας υποβολής προσφορών, για την τήρηση της ίσης μεταχειρίσεως και, κατά συνέπεια, τη διασφάλιση ίσων ευκαιριών για όλους τους υποψηφίους. Συναφώς, η Επιτροπή διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν ως προς τη διεξαγωγή της διαδικασίας. Ωστόσο, όταν η Επιτροπή δεν διεξάγει έρευνα σχετικά με τον ενδεχόμενο συντονισμό μεταξύ ενός εκ των υποβαλόντων προσφορά και ενός μέλους της επιτροπής αξιολογήσεως, υπερβαίνει το ως άνω περιθώριο εκτιμήσεως και παραβιάζει, κατά τρόπο πρόδηλο και σοβαρό, τα όρια που επιβάλλονται στην εν λόγω εξουσία εκτιμήσεως. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή διαπράττει παρανομία που είναι ικανή να στοιχειοθετήσει ευθύνη της Κοινότητας. (βλ. σκέψεις 75, 77, 79, 93) 3. Οι επιχειρηματίες οφείλουν να αναλαμβάνουν τους οικονομικούς κινδύνους που είναι συμφυείς με τις δραστηριότητές τους και οι οποίοι, στο πλαίσιο μιας διαδικασίας μειοδοτικού διαγωνισμού, περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τα έξοδα που συνδέονται με την προετοιμασία της προσφοράς. Επομένως, τα σχετικά έξοδα βαρύνουν την επιχείρηση που επέλεξε να συμμετάσχει στη διαδικασία, δεδομένου ότι η δυνατότητα συμμετοχής σε διαγωνισμό για την ανάθεση συμβάσεως δεν συνεπάγεται τη βεβαιότητα ότι η εν λόγω σύμβαση θα κατακυρωθεί στον συμμετέχοντα. Επομένως, κατ’ αρχήν, τα έξοδα και οι δαπάνες που καταβάλλει ένας υποβαλών προσφορά για τη συμμετοχή του σε διαδικασία υποβολής προσφορών δεν αποτελούν ζημία που μπορεί να αποκατασταθεί με την επιδίκαση αποζημιώσεως. Ωστόσο, το άρθρο 24 των γενικών κανόνων περί προσκλήσεων προς υποβολή προσφορών και περί αναθέσεως συμβάσεων που χρηματοδοτούνται από τα κεφάλαια των προγραμμάτων Phare και Tacis δεν μπορεί να έχει εφαρμογή, χωρίς να υπάρχει κίνδυνος προσβολής των αρχών της ασφαλείας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, σε περιπτώσεις που η παράβαση του κοινοτικού δικαίου κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας υποβολής προσφορών έθιξε τις πιθανότητες ενός υποβαλόντος προσφορά να του κατακυρωθεί η σύμβαση. Οσάκις θίγονται οι πιθανότητες του υποβαλόντος προσφορά, πρέπει να επιδικάζεται αποζημίωση στον τελευταίο για τη ζημία που αφορά τα έξοδα στα οποία αυτός υποβλήθηκε για τη συμμετοχή του στη διαδικασία. (βλ. σκέψεις 98, 102)
ΔΕφΑθ/1429/2025
Με την εν λόγω αγωγή, οι εκκαλούντες, τέως ιδιοκτήτες ενός ακινήτου επιφάνειας 8.860,00 τ.μ., ευρισκόμενο στην περιοχή του …, το οποίο απαλλοτριώθηκε υπέρ του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού (Ε.Ο.Τ.), αλλά δεν χρησιμοποιήθηκε εν τέλει για την εκπλήρωση του σκοπού της απαλλοτρίωσης ή άλλου σκοπού δημόσιας ωφέλειας, είχαν ζητήσει να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εφεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου να τους καταβάλει: α) το ποσό των 8.312.472,95 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, ως αποζημίωση για την από το έτος 1971 και εντεύθεν στέρηση της κάρπωσης του ακινήτου τους, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2882/2001 Κώδικα Αναγκαστικών Απαλλοτριώσεων Ακινήτων, καθώς και των άρθρων 4 και 17 του Συντάγματος και του άρθρου 1 παρ. 1 του 1ου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, και, επικουρικώς, το ποσό των 3.594.493,78 ευρώ, ως αποζημίωση για διαφυγόντα κέρδη από 14.8.1994, που εκδηλώθηκε η παράνομη άρνηση της Διοίκησης να ανακαλέσει την απαλλοτρίωση έως και την άσκηση της αγωγής, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, άλλως, το ποσό των 399.104,31 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, β) το ποσό των 18.918,38 ευρώ, άλλως το ποσό των 2.193,24 ευρώ, για κάθε μήνα καθυστέρησης από την άσκηση της αγωγής και μέχρι την επιστροφή του ακινήτου στην κυριότητά τους, νομιμοτόκως από κάθε μήνα καθυστέρησης μέχρι την εξόφληση και γ) το ποσό των 60.000,00 ευρώ, σε κάθε έναν από τους …, … και …, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν από την ως άνω παράνομη συμπεριφορά της Διοίκησης.(...)Εξάλλου, ανεξαρτήτως του αν το προσκομιζόμενο κατά την παρούσα δίκη αποδεικτικό στοιχείο, ήτοι η …/2021 έκθεση εκτίμησης μισθωμάτων, είναι ικανό να αποδείξει τον πραγματικό ισχυρισμό των εκκαλούντων περί της πρόθεσης αξιοποίησης του επίμαχου ακινήτου με τους πιο πάνω περιγραφόμενους τρόπους, τούτο ως μη οψιγενές - καθόσον συντάχθηκε μεν μετά την έκδοση της απόφασης του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αλλά για την εκτίμηση του ύψους των μισθωμάτων που δυνητικά θα εισπράττονταν από την εκμετάλλευση αυτού, το χρονικό διάστημα από 1ο/1971 έως 6ο/2010 - , απαραδέκτως προσκομίζεται, το πρώτον στις 2.4.2021, ήτοι πριν από τη συζήτηση της έφεσης, δοθέντος ότι η μη επίκληση και προσαγωγή του στην πρωτοβάθμια δίκη, ελλείψει ειδικών ισχυρισμών των εκκαλούντων που να δικαιολογούν την παράλειψη αυτή, δεν κρίνεται δικαιολογημένη. Συνεπώς, δεν αποδεικνύεται η ζημία που οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι υπέστησαν από την παράλειψη ανάκλησης της ένδικης απαλλοτρίωσης το χρονικό διάστημα από 14.8.1994 έως την άσκηση της αγωγής και ως εκ τούτου, το εφεσίβλητο Δημόσιο δεν υποχρεούται να τους καταβάλει τα αιτούμενα ποσά, όπως ορθά κρίθηκε και με την εκκαλούμενη απόφαση. Ορθά, τέλος, κρίθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση το ύψος της ηθικής βλάβης των εκκαλούντων, την οποία υπέστησαν από τον μακροχρόνιο δικαστικό αγώνα άρσης της ένδικης απαλλοτρίωσης η οποία ανήλθε στο εύλογο και προσήκον ποσό των 200,00 ευρώ, όπως ορθά κρίθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση, απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού λόγου έφεσης. ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ Απορρίπτει την έφεση.
ΔΕΚ/C-46/1993,C-48/1993
Περίληψη 1. Η αρχή ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αποκαθιστούν τις ζημίες που προκαλούνται στους ιδιώτες από τις παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου που τους καταλογίζονται δεν καθίσταται ανεφάρμοστη όταν η παράβαση αφορά απευθείας εφαρμοστέα διάταξη του κοινοτικού δικαίου. Πράγματι, η παρεχομένη στους διοικουμένους ευχέρεια να επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων απευθείας εφαρμοστέες διατάξεις της Συνθήκης συνιστά ελαχίστη απλώς κατοχύρωση και δεν αρκεί από μόνη της για να εξασφαλίσει την πλήρη και ολοκληρωτική εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου. Η ευχέρεια αυτή, αποσκοπούσα στο να διευκολύνει την κατίσχυση της εφαρμογής των διατάξεων του κοινοτικού δικαίου έναντι των εθνικών διατάξεων, δεν αρκεί για να κατοχυρώσει, σε όλες τις περιπτώσεις, υπέρ του ιδιώτη τα δικαιώματα που του απονέμει το κοινοτικό δίκαιο, ούτε να αποτρέψει τη ζημία που ενδέχεται να υποστεί αυτός λόγω παραβάσεως του εν λόγω δικαίου καταλογιζομένης σε κράτος μέλος. 2. Επειδή η Συνθήκη δεν περιέχει διατάξεις ρυθμίζουσες κατά τρόπο ρητό και ακριβή τις συνέπειες των παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου από τα κράτη μέλη, εναπόκειται στο Δικαστήριο * στο πλαίσιο της ασκήσεως της αποστολής που του αναθέτει το άρθρο 164 της Συνθήκης να εξασφαλίζει την τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή της Συνθήκης * να αποφανθεί επ' αυτού του ζητήματος σύμφωνα με τις γενικώς δεκτές ερμηνευτικές μεθόδους, καταφεύγοντας ιδίως στις θεμελιώδεις αρχές του κοινοτικού νομικού συστήματος, ενδεχομένως δε και σε γενικές αρχές που είναι κοινές στα νομικά συστήματα των κρατών μελών. 3. Η αρχή ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να αποκαθιστούν τη ζημία που προξενείται σε ιδιώτες από παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου καταλογιζόμενες σ' αυτά ισχύει και όταν οι παραβάσεις απορρέουν από τη δράση του εθνικού νομοθέτη. Η αρχή αυτή, που είναι σύμφυτη προς το σύστημα της Συνθήκης, ισχύει για κάθε περίπτωση παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου από κράτος μέλος, όποιο και αν είναι το όργανο του κράτους μέλους του οποίου η πράξη ή η παράλειψη την προκάλεσε. Εν όψει δε της θεμελιώδους για την κοινοτική έννομη τάξη επιταγής της ενιαίας εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, η επιβαλλόμενη από την αρχή αυτή υποχρέωση αποκαταστάσεως των ζημιών δεν μπορεί να εξαρτάται από εσωτερικούς κανόνες περί κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ των συνταγματικών πολιτειακών οργάνων. 4. Για να προσδιοριστούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες η εκ μέρους κράτους μέλους παράβαση του κοινοτικού δικαίου παρέχει στους πληττομένους ιδιώτες δικαίωμα αποζημιώσεως, πρέπει κατ' αρχάς να ληφθούν υπόψη οι αρχές του κοινοτικού δικαίου επί των οποίων θεμελιώνεται η ευθύνη του κράτους, ήτοι αφενός μεν η πλήρης αποτελεσματικότητα των κοινοτικών διατάξεων και η αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων που αυτές αναγνωρίζουν, αφετέρου δε η υποχρέωση συνεργασίας την οποία υπέχουν τα κράτη μέλη από το άρθρο 5 της Συνθήκης. Πρέπει να γίνει επίσης παραπομπή στην οργάνωση του καθεστώτος της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας, πρώτον, διότι το καθεστώς αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 215, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης, έχει οικοδομηθεί με βάση τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών και, δεύτερον, διότι δεν συντρέχει λόγος, χωρίς ιδιαίτερη δικαιολογία, να υπαχθούν σε διαφορετικές ρυθμίσεις η ευθύνη της Κοινότητας και η ευθύνη των κρατών μελών υπό ανάλογες συνθήκες και τούτο διότι η προστασία των δικαιωμάτων τα οποία αντλούν οι ιδιώτες από το κοινοτικό δίκαιο δεν μπορεί να ποικίλλει αναλόγως του αν η πρόξενος της ζημίας αρχή είναι εθνική ή κοινοτική. Γι' αυτό, όταν παράβαση του κοινοτικού δικαίου από κράτος μέλος καταλογίζεται στον εθνικό νομοθέτη ενεργούντα σε τομέα στον οποίο διαθέτει ευρέα περιθώρια εκτιμήσεως κατά την πραγματοποίηση νομοθετικών επιλογών, οι ζημιούμενοι ιδιώτες δικαιούνται αποζημιώσεως, εφόσον ο παραβιαζόμενος κανόνας κοινοτικού δικαίου τους απονέμει δικαιώματα, η παράβαση είναι κατάφωρη και υφίσταται άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ αυτής της παραβάσεως και της βλάβης που υπέστησαν οι ιδιώτες. Με την επιφύλαξη αυτή, το κράτος υποχρεούται, μέσα στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου περί ευθύνης, να αποκαθιστά τις συνέπειες της ζημίας που έχει προκληθεί από την καταλογιζόμενη σ' αυτό παράβαση του κοινοτικού δικαίου εξυπακούεται δε ότι οι οριζόμενες από την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία προϋποθέσεις δεν μπορεί να είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που αφορούν παρόμοιες απαιτήσεις στηριζόμενες στο εσωτερικό δίκαιο, ούτε μπορούν να είναι τέτοιες ώστε να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή εξαιρετικώς δυσχερή την επίτευξη αποζημιώσεως. Ειδικότερα, ο εθνικός δικαστής δεν δύναται, στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας την οποία εφαρμόζει, να εξαρτά την αποκατάσταση της ζημίας από την ύπαρξη πταίσματος, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, του πολιτειακού οργάνου στο οποίο καταλογίζεται η παράβαση, βαίνοντας πέραν της κατάφωρης παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου. Όσον αφορά το κατάφωρον της παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου, αποφασιστικό κριτήριο για να θεωρηθεί μια παράβαση του κοινοτικού δικαίου κατάφωρη είν
ΕλΣυν/Τμ 6/372/2010
Για την παραδεκτή συμμετοχή των εργοληπτικών επιχειρήσεων σε διαδικασίες ανάθεσης δημοσίων έργων απαιτείται η υποβολή στην Έπιτροπή Διαγωνισμού συγκεκριμένων δικαιολογητικών που ορίζονται από την οικεία διακήρυξη, προκειμένου να αποδειχθεί η συνδρομή των απαιτούμενων επαγγελματικών προσόντων των υποψηφίων και, τούτο, κατ' εφαρμογή της αρχής της τυπικότητας του διαγωνισμού, η τήρηση της οποίας αποσκοπεί στην ανάπτυξη υγιούς ανταγωνισμού υπό συνθήκες διαφάνειας και διασφαλίζει την ίση μεταχείριση των ενδιαφερομένων. Μεταξύ των προσόντων αυτών, περιλαμβάνεται στο πρότυπο τεύχος διακήρυξης τύπου Β' και η ασφαλιστική ενημερότητα των εργοληπτικών επιχειρήσεων, για την απόδειξη της οποίας απαιτείται η προσκόμιση πιστοποιητικών των οικείων ασφαλιστικών οργανισμών που βεβαιώνουν την καταβολή των οφειλόμενων από αυτές ασφαλιστικών εισφορών. Έιδικότερα, οι εργοληπτικές επιχειρήσεις που, αν και είναι γραμμένες στο Μ.Έ.ΈΠ., δεν διαθέτουν ενημερότητα πτυχίου, οφείλουν επιπλέον να προσκομίσουν ενώπιον της Έπιτροπής Διαγωνισμού υπεύθυνη δήλωση, στη οποία να αναφέρουν, μεταξύ άλλων, ονομαστικά τα πρόσωπα που στελεχώνουν το πτυχίο της επιχείρησης και έχουν υποχρέωση ασφάλισης στο Τ.Σ.Μ.Έ.Δ.Έ., καθώς και βεβαίωση του Τ.Σ.Μ.Έ.Δ.Έ. για την ασφαλιστική ενημερότητα καθενός από αυτά. Περαιτέρω, για την παραδεκτή συμμετοχή στο διαγωνισμό απαιτείται, τόσο από το νόμο όσο και από την εγκριτική των προτύπων τευχών διακήρυξης υπουργική απόφαση, η υπογραφή του εντύπου της οικονομικής προσφοράς της εργοληπτικής επιχείρησης από το νόμιμο εκπρόσωπο αυτής, τούτο δε, ανεξάρτητα από την ειδικότερη νομική μορφή της. Για την απόδειξη της ιδιότητας αυτής προβλέπεται η προσκόμιση υπεύθυνης δήλωσης του προσώπου που θέτει την υπο¬γραφή του στην προσφορά ότι αποτελεί νόμιμο εκπρόσωπο της επιχείρησης, για την οποία υπογράφει, και ότι έχει το εκ του καταστατικού δικαίωμα εκπροσώπησης αυτής στον διαγωνισμό. Τέλος, από το άρθρο 4.1 του πρότυπου τεύχους διακήρυξης που προπαρατέθηκε, όπως αυτό ισχύει σε κάθε ειδικότερη περίπτωση, παρέπεται ότι η διαδικασία του διαγωνισμού αποτελεί σύνθετη διοικητική ενέργεια διακρινόμενη σε επιμέρους στάδια διοικητικής δράσης, καθένα από τα οποία αποτελεί προϋπόθεση του επόμενου με κοινό σκοπό την ανάδειξη μειοδότη. Η μη συμμόρφωση προς τους ανωτέρω κανόνες με τη μορφή είτε της μη προσήκουσας τήρησης της διαδικασίας ή της παράλειψης τήρησης αυτής καθ'όλα τα επιμέρους στάδιά της, όπως λεπτομερώς περιγράφονται στο ως άνω άρθρο, πλήττει το κύρος του διαγωνισμού, εφόσον δε η παράβαση αφορά στην άσκηση αρμοδιότητας ή υλικής ενέργειας που τίθεται προς διασφάλιση των δικαιωμάτων των διαγωνιζομένων, συνιστά ουσιώδη πλημμέλεια που ελέγχεται από το Έλεγκτικό Συνέδριο στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του για την άσκηση προσυμβατικού ελέγχου νομιμότητας της διαδικασίας ανάθεσης δημοσίου έργου (άρ. 98 παρ. 1 εδ. β του Συντάγματος). Τέτοια πλημμέλεια αποτελεί και η παράλειψη της Έπιτροπής Διαγωνισμού να συντάξει με επιμέλεια του Προέδρου της πράξη, με την οποία να βεβαιώνεται η μέρα και η ώρα ανάρτησης σε ειδικό πίνακα της υπηρεσίας της ανακοίνωσης του αποτελέσματος της δημοπρασίας, αφού η υποχρέωση αυτή συνδέεται άμεσα με το δικαίωμα των ενδιαφερομένων να λάβουν γνώση του πρακτικού του διαγωνισμού και να ασκήσουν εμπροθέσμως ενστάσεις κατ' αυτού.
ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.1/85/2017
ΑΠΟΔΟΧΕΣ:Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις προηγούμενες νομικές σκέψεις, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η 2976/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατέστη τελεσίδικη, αφού το αρμόδιο όργανο του Δήμου Νοτίου ....., με την 171/22.5.2015 απόφασή του, που εκδόθηκε ύστερα από την από 18.5.2015 γνωμοδότηση του πληρεξουσίου δικηγόρου του Δήμου και ενώ διαρκούσε η προθεσμία για την άσκηση έφεσης κατά της ως άνω δικαστικής απόφασης, αποφάσισε να μην ασκήσει έφεση κατ’ αυτής. Εξάλλου, η προβαλλόμενη από την Προϊσταμένη Διοικητικών Υπηρεσιών του Δήμου, καθώς και από τη Γραμματέα Δικαστικών Υποθέσεων μη έγκαιρη γνώση της επίδοσης της προαναφερόμενης δικαστικής απόφασης δεν ασκεί, εν προκειμένω, επιρροή, καθόσον η μη άσκηση έφεσης δεν ήταν αποτέλεσμα απώλειας της προθεσμίας για την άσκησή της, αλλά απόφασης του αρμόδιου οργάνου, με την οποία παραιτήθηκε από την άσκηση έφεσης. Λόγω δε μη άσκησης οποιουδήποτε ένδικου μέσου κατ’ αυτής, η εν λόγω δικαστική απόφαση έχει καταστεί αμετάκλητη (σχετ. το 9434/3.9.2015 πιστοποιητικό της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Αθηνών). Περαιτέρω, το Κλιμάκιο κρίνει ότι από το παραγόμενο από την ως άνω αμετάκλητη δικαστική απόφαση δεδικασμένο ανέκυψε υποχρέωση του Δήμου Νοτίου ..... να συστήσει προσωποπαγή θέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, προκειμένου να καλυφθεί από τη φερόμενη ως δικαιούχο του ελεγχόμενου χρηματικού εντάλματος, υπέρ της οποίας εκδόθηκε η προαναφερόμενη δικαστική απόφαση και συνακόλουθα, υποχρέωση του αρμόδιου οργάνου να εκδώσει την οικεία πράξη κατάταξής της, αφού διαπιστώθηκε ότι διέθετε το απαιτούμενο από το νόμο τυπικό προσόν για τον Κλάδο ΔΕ (απολυτήριο τίτλο Λυκείου) καταβάλλοντάς της τις νόμιμες αποδοχές. Επομένως, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι λόγοι διαφωνίας (2ος, 3ος, 4ος) του αναπληρωτή Επιτρόπου. Εξάλλου, το γεγονός της προσκόμισης από την λόγω εργαζόμενη παραποιημένου ως προς τον βαθμό απόλυσης απολυτηρίου, δεν ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της εντελλόμενης με το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα δαπάνης, καθόσον η φερόμενη ως δικαιούχος διέθετε γνήσιο απολυτήριο τίτλο Λυκείου, που προβλέπεται από το νόμο (π.δ. 50/2001) ως τυπικό προσόν για την κατάταξη στον κλάδο ΔΕ, χωρίς να γίνεται οποιαδήποτε διάκριση ανάλογα με τον βαθμό απόλυσης (βλ. και άρθρο 52 του ν. 4456/2017, Α΄24/1.3.2017). Μειοψήφησε η Πάρεδρος Χρυσούλα Μιχαλάκη, σύμφωνα με τη γνώμη της οποίας η εντελλόμενη με το επίμαχο ένταλμα πληρωμής δαπάνη δεν είναι νόμιμη. Και τούτο, διότι νόμιμο έρεισμά της δεν συνιστά κατ’ ουσίαν η ανωτέρω απόφαση του ΜΠΑ, με την οποία, ανεξαρτήτως της ορθότητάς της, απλώς υποχρεώθηκε ο Δήμος να αποδέχεται τις υπηρεσίες της φερομένης ως δικαιούχου υπαλλήλου υπό καθεστώς εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου έναντι μισθού έως ότου προβεί στην καθ’ οιονδήποτε νόμιμο τρόπο λύση της εργασιακής σχέσης, αλλά η κατόπιν αυτής εκδοθείσα πράξη σύστασης οργανικής θέσεως εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου προσωποπαγούς χαρακτήρα, η οποία βαίνει πέραν των αναγκαίων ενεργειών της Διοίκησης για την υλική συμμόρφωσή της προς το περιεχόμενο της επίμαχης δικαστικής απόφασης, συνιστά δε νομική πράξη πρωτογενούς άσκησης του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη προσιδιάζουσα σε έγκυρη σύμβαση εργασίας, η οποία όμως εν προκειμένω δεν υφίσταται, αφού δεν έχει τηρηθεί η προβλεπόμενη εκ του εκτελεστικού του Συντάγματος ν. 2190/1994 διαδικασία. Επομένως, λαμβανομένου υπ’ όψη και του περιεχομένου της επίμαχης δικαστικής απόφασης, οι αξιώσεις της φερομένης ως δικαιούχου που παρέχει την εργασία της σε συμμόρφωση προς τον εκτελεστό αυτό τίτλο, δεν μπορούν να έχουν ως έρεισμά τους πράξεις αναγόμενες στη λειτουργία νομίμων συμβάσεων εργασίας που συνιστούν όρους οριστικής υποδοχής του εργαζομένου στην εκμετάλλευση του εργοδότη, όπως η τοποθέτησή του σε θέση, ο προσδιορισμός οργανικής ειδικότητας ή η μισθολογική του αντιμετώπιση αντιστοίχως προς το νομίμως προσληφθέν προσωπικό, με έκδοση πράξεων κατάταξης σε μισθολογικό κλιμάκιο και ευθεία εφαρμογή των διατάξεων του ν. 4354/2015. Αντιθέτως, οι αξιώσεις αυτές έχουν ως βάση τους τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού (904 ΑΚ) και, ως εκ τούτου, ο Δήμος υποχρεούται, χωρίς να εκδώσει νομικές πράξεις αντίστοιχες προς εκείνες που εκδίδει για τους μισθωτούς με έγκυρη σύμβαση εργασίας να αποδώσει στη φερόμενη ως δικαιούχο απλώς την ωφέλεια που αποκόμισε από την εργασία της. Η ωφέλεια δε αυτή συνίσταται στα ποσά που θα κατέβαλλε ως αμοιβή σε άλλα πρόσωπα, τα οποία, προς κάλυψη των αντίστοιχων αναγκών του θα προσελάμβανε με έγκυρες συμβάσεις και τα οποία θα είχαν τις ίδιες ικανότητες και τα ίδια προσόντα με αυτή (πρβ. Πρ. Ι Τμ. 141/2012, ΑΠ 885/2014, 126/2015). Τέλος, κατά την μειοψηφούσα αυτή άποψη, ενόψει των προεκτεθέντων παρίσταται αλυσιτελής ο προβαλλόμενος από τον Επίτροπο λόγος που αφορά τη γνησιότητα του απολυτηρίου της φερόμενης ως δικαιούχου. Περαιτέρω, απορριπτέος είναι και ο λόγος διαφωνίας, με τον οποίο προβάλλεται ότι μη νόμιμα με την 14484/2016 απόφαση του Δημάρχου κατατάχθηκε η εν λόγω εργαζόμενη σε μισθολογικά κλιμάκια από 1.1.2016, καθόσον, πέραν του ότι δεν προσκομίζεται η προαναφερόμενη απόφαση του Δημάρχου, δεν προβάλλεται συγκεκριμένος λόγος μη νομιμότητας της απόφασης αυτής, όπως δε προκύπτει από την οικεία μισθοδοτική κατάσταση η κατάταξη της εν λόγω δικαιούχου έγινε στο εισαγωγικό για τον κλάδο της μισθολογικό κλιμάκιο (Μ.Κ.1). Τέλος, το ζήτημα της νομιμότητας της 171/2015 απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Νοτίου ....., το οποίο τίθεται με τον πρώτο λόγο διαφωνίας, με τον οποίο ο αναπληρωτής Επίτροπος εκφράζει αμφιβολίες ως προς το ουσιαστικό μέρος της δαπάνης που εντέλλεται με το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα, προβάλλεται απαραδέκτως ενώπιον του παρόντος Κλιμακίου, καθόσον, όπως έγινε δεκτό στη σκέψη ΙΙ, ο αρμόδιος Επίτροπος, εάν δεν υφίσταται άλλος λόγος που να επιβάλλει τη μη θεώρηση του ελεγχόμενου χρηματικού εντάλματος, οφείλει να το θεωρήσει και να αναφέρει συγχρόνως την περίπτωση στο Ι Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το οποίο, μετά από αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης, εφόσον κρίνει ότι είναι βάσιμες οι αμφιβολίες του Επιτρόπου, θα προβεί σε ανακοίνωση του θέματος στον Υπουργό Οικονομικών και τον αρμόδιο Υπουργό.