×
register
Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΝΣΚ/97/2005

Τύπος: Γνωμοδότησεις Ν.Σ.Κ.

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

Παραίτηση εθελοντή πενταετούς υποχρεώσεως (ΕΠΥ) προκειμένου να προσληφθεί στο Δήμο Μεταξάδων.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή 
Είναι δυνατή, σύμφωνα με την παρ.2 του άρθρου 19 του Ν 1513/1985, όπως ισχύει, η παραίτηση εθελοντή πενταετούς υποχρεώσεως και η εντεύθεν απόλυσή του από τις τάξεις του στρατού, προκειμένου να προσληφθεί στο Δήμο Μεταξάδων.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΝΣΚ/2/2001

Ένοπλες Δυνάμεις. Εθελοντές πενταετούς υποχρέωσης. Παραίτηση.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή 
(Τριμελούς Επιτροπής) Προεδρεύων: Α. Σοφός, Αντιπρόεδρος, Εισηγήτρια: Ν. Μαριόλη, Πάρεδρος. Είναι δυνατή η αποδοχή παραιτήσεως εθελοντή πενταετούς υποχρέωσης πριν την παρέλευση της πενταετούς υποχρεωτικής στρατιωτικής υπηρεσίας, λόγω επιτυχίας του σε διαγωνισμό του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα, κατά διασταλτική ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 19 παρ.2 Ν 1513/85.


ΝΣΚ/261/2008

Αναγνώριση του χρόνου στρατιωτικής υπηρεσίας των οπλιτών πενταετούς υποχρεώσεως (Ο.Π.Υ.) ως χρόνου μετοχικής σχέσεως στο ΜΤΝ/ΕΛ-ΤΑΝ για την απόληψη εφάπαξ βοηθήματος.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
Ο χρόνος στρατιωτικής υπηρεσίας των οπλιτών πενταετούς υποχρεώσεως (Ο.Π.Υ.) του Ν 1513/1985 αναγνωρίζεται, με βάση τις ισχύουσες διατάξεις του άρθρου 10 του ΝΔ 398/1974, ως χρόνος μετοχικής σχέσεως στο ΜΤΝ/ΕΛ-ΤΑΝ για την απόληψη εφάπαξ βοηθήματος, όπως αναγνωρίζεται και ο χρόνος υπηρεσίας ο διανυθείς υπό την ιδιότητα του Κληρωτού και Εφέδρου οπλίτου, υπό την κατά το άρθρο 16 παρ.4 του Ν 1513/1985 προϋπόθεση ότι εξήντλησαν την πενταετή υποχρέωσή τους και δεν απολύθηκαν πριν από τη λήξη της πενταετίας, με εξαίρεση την απόλυσή τους για λόγους υγείας και χωρίς υπολογισμό του χρόνου κατά τον οποίο ενδεχομένως τελούσαν σε ειδικές καταστάσεις, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 6 της υπ’ αριθμ. Φ.446/2/217412/Σ.601/1994 αποφάσεως του Υπουργού Εθνικής Άμυνας (ΦΕΚ Β΄ 255 και διόρθ. σφαλμ. ΦΕΚ Β΄ 751).


ΝΣΚ/71/2001

Ένοπλες Δυνάμεις. Ανάκληση απόφασης απόλυσης ΕΠΥ.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
(Τριμελούς Επιτροπής) Προεδρεύων: Α. Σοφός, Αντιπρόεδρος, Εισηγήτρια: Ν. Μαριόλη, Πάρεδρος. Είναι δυνατή κατόπιν αιτήσεως η ανάκληση απόλυσης και η επαναφορά στην ενεργό υπηρεσία αναδρομικά Εθελοντή Πενταετούς Υπηρεσίας (ΕΠΥ) ο οποίος είχε υποβάλει αίτηση, για την ένταξή του στους Εθελοντές Μακράς Θητείας (ΕΜΘ), λόγω του ότι όταν υπέβαλε την αίτησή του έπασχε από αγχώδη αντιδραστική κατάθλιψη.


ΝΣΚ/240/2004

Ανάκληση διαταγής απόλυσης εθελοντή πενταετούς υποχρεώσεως για λόγους υγείας, λόγω νεώτερης γνωματεύσεως ΑΑΥΕ με βάση το νέο ευμενέστερο νομικό καθεστώς.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή 
Είναι δυνατή η ανάκληση σχετικής διαταγής του Α/ΓΕΑ, που αφορά σε απόλυση (κριθείσα δικαστικώς ως νόμιμη), Υπαξιωματικού, εθελοντή πενταετούς υποχρεώσεως (Ε.Π.Υ.) κατόπιν γνωματεύσεως της Ανωτάτης Αεροπορίας Υγειονομικής Επιτροπής (ΑΑΥΕ), με την οποία είχε κριθεί σύμφωνα με το τότε ισχύον νομικό καθεστώς (ΠΔ 426/1984), ως Ικανός τετάρτης κατηγορίας (Ι4), λόγω της, μετά παρέλευση ικανού χρόνου –κατά τον οποίο παρέμεινε στην υπηρεσία με αναστολή εκτελέσεως της περί απολύσεως διαταγής και της σχετικής αποφάσεως του Δ.Ε.Α. – κρίσεώς του από την ίδια ως άνω ΑΑΥΕ ως Ικανού δεύτερης κατηγορίας (Ι2) κατά τον επανακαθορισμό της σωματικής του ικανότητας, με βάση το νέο ευμενέστερο νομικό καθεστώς (ΠΔ 133/2002). (ομοφ.)


ΕΣ/Ζ.Κλιμ/287/2012

Χρηματοδότηση, στο πλαίσιο του άρθρου 96 του ν. 3852/2010, της Π.Ε.Δ. ..από το Δήμο .. για την πραγματοποίηση δράσεων οι οποίες περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα περιβαλλοντικής προστασίας.(…) μολονότι το υποβληθέν προς έλεγχο σχέδιο συμβάσεως αναφέρεται σε χρηματοδότηση μόνο της Π.Ε.Δ. …από το Δήμο.., χωρίς καμία αναφορά σε χρηματοδότηση της ..είτε από την Π.Ε.Δ. …είτε απευθείας από το Δήμο ..για την κάλυψη της εν λόγω δαπάνης. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, στην πραγματικότητα, ο.., μέσω της Π.Ε.Δ. ..και πάντως με αδιαφανείς διαδικασίες, χρηματοδοτεί εμμέσως την αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία..., προκειμένου αυτή να υλοποιήσει τις υπηρεσίες που αποτελούν αντικείμενο της συναφθησομένης συμβάσεως με την πρόσληψη του αναγκαίου προς τούτο προσωπικού. Η χρηματοδότηση όμως που υποκρύπτεται εν προκειμένω, αφενός είναι μη νόμιμη,  καθόσον, σύμφωνα με τα αναλυτικώς εκτιθέμενα ανωτέρω, δεν προβλέπεται από καμία διάταξη νόμου, και αφετέρου αντίκειται στις αρχές της διαφάνειας και της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης που διέπουν την εν γένει δράση της δημόσιας διοίκησης (πρβλ. Ελ.Συν. Ζ΄ Κλιμ. 191, 187, 185, 177, 146, 125, 110, 102, 93, 31/2012 κ.α.), δεδομένου ότι δεν καθορίζεται με τρόπο σαφή, ειδικό και αναλυτικό ο τρόπος με τον οποίο, η δαπάνη που αφορά στη μισθοδοσία του προσωπικού που θα προσληφθεί από την..., θα καλυφθεί από τη χρηματοδότηση του Δήμου...


ΕΣ/Τμ.1(ΚΠΕ)222/2014

Νόμιμη η ανάθεση από Δήμο σε δικηγόρο για την παροχή συμβουλευτικών νομικών υπηρεσιών, προκειμένου να προσδιορισθεί η έκταση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του Δήμου από τις κληρονομίες ή τα κληροδοτήματα που καταλείφθηκαν σε παλαιούς Δήμους, των οποίων αποτελεί καθολικό διάδοχο (άρθρα 96, 97, 101, 102 και 104 του α.ν. 2039/1939, ΦΕΚ Α΄ 455/19393), καθόσον οι εν λόγω υπηρεσίες είναι προπαρασκευαστικές πράξεις και νομίμως ανατέθηκαν από το Δήμο, ανεξαρτήτως του ότι διαπιστώθηκε από την έρευνα, ότι για ορισμένα εξ αυτών είτε δεν έχει αρμοδιότητα ο Δήμος είτε δεν υπάρχει πλέον αντικείμενο και νομίμως τον προϋπολογισμό του Δήμου, αφού εξυπηρετούν καταρχήν τον ίδιο το Δήμο και όχι τα κληροδοτήματα. Περαιτέρω, οι ως άνω υπηρεσίες αφορούν σε νομικές υπηρεσίες, και επομένως, δεν εμπίπτουν στα συνήθη καθήκοντα της Διεύθυνσης Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών του Δήμου και δεν εμπίπτουν στα καθήκοντα των ειδικών συνεργατών του Δημάρχου, έστω και αν συμπτωματικά στη θέση αυτή έχει προσληφθεί νομικός επιστήμων, διότι η πρόσληψη ειδικού συνεργάτη αντίστοιχης ειδικότητας δεν τίθεται κατά το άρθρο 72 παρ. 1 περ. ιε΄ του ν. 3852/2010 ως αρνητική προϋπόθεση για την ανάθεση νομικών υπηρεσιών σε εξωτερικό δικηγόρο, δεδομένου ότι οι συμβουλευτικές αρμοδιότητες που ανατίθενται στον ειδικό συνεργάτη (άρθρο 163 παρ.6 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων, ν. 3584/2007, ΦΕΚ Α΄ 143) δεν υποκαθιστούν  τις νομικές υπηρεσίες ενός δικηγόρου.


ΔΕΚ/C-324/2007

«Δημόσιες συμβάσεις – Διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων – Συμβάσεις παραχωρήσεως δημοσίων υπηρεσιών – Παραχώρηση σχετική με την εκμετάλλευση δημοτικού δικτύου καλωδιακής τηλεόρασης – Ανάθεση από δήμο σε διαδημοτικό συνεταιρισμό – Υποχρέωση διαφάνειας – Προϋποθέσεις – Άσκηση, από την παραχωρούσα αρχή, ελέγχου ανάλογου με εκείνον που ασκεί στις δικές της υπηρεσίες»(....) 1) Τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ, οι αρχές της ίσης μεταχείρισης και της απαγορεύσεως διακρίσεων λόγω ιθαγένειας καθώς και της συνακόλουθης υποχρεώσεως διαφάνειας δεν απαγορεύουν την παραχώρηση από δημόσια αρχή, χωρίς προκήρυξη διαγωνισμού, δημόσιων υπηρεσιών σε διαδημοτικό συνεταιρισμό του οποίου όλα τα μέλη είναι δημόσιες αρχές, εφόσον οι δημόσιες αυτές αρχές ασκούν στον συνεταιρισμό αυτό έλεγχο ανάλογο με εκείνον που ασκούν στις δικές τους υπηρεσίες και ο εν λόγω συνεταιρισμός πραγματοποιεί το κύριο μέρος της δραστηριότητάς του με αυτές τις δημόσιες αρχές. 2) Υπό την επιφύλαξη της επαληθεύσεως από το αιτούν δικαστήριο των πραγματικών περιστατικών που αφορούν το περιθώριο αυτονομίας που διαθέτει ο εν λόγω συνεταιρισμός, υπό περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης, υπό τις οποίες οι αποφάσεις σχετικά με τις δραστηριότητες διαδημοτικού συνεταιρισμού που ελέγχεται αποκλειστικά από δημόσιες αρχές λαμβάνονται από καταστατικά όργανα του συνεταιρισμού αυτού που απαρτίζονται από εκπροσώπους των δημοσίων αρχών που είναι μέλη, ο έλεγχος που ασκείται επί των αποφάσεων αυτών από τις εν λόγω δημόσιες αρχές μπορεί να θεωρηθεί ότι καθιστά δυνατή για τις αρχές αυτές την άσκηση επ’ αυτού ελέγχου ανάλογου με εκείνον που ασκούν στις δικές τους υπηρεσίες. 3) Στην περίπτωση που μία δημόσια αρχή προσχωρεί σε διαδημοτικό συνεταιρισμό του οποίου όλα τα μέλη είναι δημόσιες αρχές, προκειμένου να του μεταβιβάσει τη διαχείριση δημόσιας υπηρεσίας, ο έλεγχος που ασκούν επ’ αυτού οι αρχές που είναι μέλη του συνεταιρισμού, μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανάλογος με τον έλεγχο που ασκούν στις δικές τους υπηρεσίες, όταν ασκείται από τις αρχές αυτές από κοινού, με απόφαση λαμβανόμενη, ενδεχομένως, κατά πλειοψηφία.


ΔΕΚ/C-91/2008

1) Όταν τροποποιήσεις διατάξεων συμβάσεως για την παραχώρηση υπηρεσιών φέρουν ουσιωδώς διαφορετικά χαρακτηριστικά από εκείνα που δικαιολόγησαν την αρχική ανάθεση της συμβάσεως παραχωρήσεως και υποδηλώνουν, κατά συνέπεια, τη βούληση των συμβαλλομένων να αναδιαπραγματευθούν τους ουσιώδεις όρους της συμβάσεως αυτής, θα πρέπει να λαμβάνεται, σύμφωνα με την εσωτερική έννομη τάξη του οικείου κράτους μέλους, κάθε αναγκαίο μέτρο προκειμένου να αποκατασταθεί η διαφάνεια στη διαδικασία, συμπεριλαμβανομένης μιας νέας διαδικασίας αναθέσεως. Η νέα διαδικασία αναθέσεως θα πρέπει, ενδεχομένως, να οργανωθεί κατά τρόπο προσαρμοσμένο στις ιδιαιτερότητες της κρίσιμης παραχωρήσεως υπηρεσιών και να επιτρέπει σε επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη να έχουν πρόσβαση σε κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με τη συγκεκριμένη παραχώρηση, πριν αυτή ανατεθεί. 2) Όταν παραχωρησιούχος επιχείρηση συνάπτει σύμβαση σχετικά με υπηρεσίες εμπίπτουσες στο πεδίο παραχωρήσεως που της ανατέθηκε από οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης, δεν εφαρμόζονται η απορρέουσα από τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ υποχρέωση διαφάνειας καθώς και οι αρχές ίσης μεταχειρίσεως και απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, εφόσον η επιχείρηση αυτή: – ιδρύθηκε από τον οργανισμό αυτό τοπικής αυτοδιοίκησης με σκοπό τη διάθεση αποβλήτων και τον καθαρισμό των οδών, δραστηριοποιείται όμως επίσης στην ελεύθερη αγορά, – ανήκει κατά ποσοστό 51 % στον εν λόγω οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης, οι σχετικές όμως με τη διαχείριση αποφάσεις μπορούν να λαμβάνονται μόνον με πλειοψηφία τριών τετάρτων της γενικής συνελεύσεως της επιχειρήσεως αυτής, – έχει μόνον το ένα τέταρτο των μελών του εποπτικού συμβουλίου, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου αυτού, που διορίζονται από τον ίδιο ως άνω οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης, και – πραγματοποιεί πλέον του ημίσεος του κύκλου εργασιών της από αμφοτεροβαρείς συμβάσεις με αντικείμενο τη διάθεση αποβλήτων και τον καθαρισμό των οδών εντός των διοικητικών ορίων του εν λόγω οργανισμού τοπικής αυτοδιοικήσεως, οι δε εργασίες χρηματοδοτούνται από τον οργανισμό αυτό με πόρους προερχόμενους από τα δημοτικά τέλη που καταβάλλουν οι πολίτες του. 3) Οι κατοχυρωμένες στα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, καθώς και η εξ αυτών απορρέουσα υποχρέωση διαφάνειας δεν επιβάλλουν στις δημόσιες αρχές να καταγγέλλουν σύμβαση, ούτε στα εθνικά δικαστήρια να λαμβάνουν μέτρα σε κάθε περίπτωση προβαλλόμενης αθετήσεως της υποχρεώσεως αυτής κατά τη διαδικασία παραχωρήσεως υπηρεσιών. Εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη να ρυθμίσει τα μέσα έννομης προστασίας προς προάσπιση των δικαιωμάτων που συνεπάγεται για τους πολίτες η εν λόγω υποχρέωση, κατά τέτοιο τρόπο ώστε τα μέσα αυτά να μην είναι λιγότερο ευνοϊκά από παρόμοιες διαδικασίες εσωτερικής έννομης τάξεως, ούτε να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών. Η υποχρέωση διαφάνειας απορρέει άμεσα από τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ, τα οποία παράγουν άμεσα αποτελέσματα στις εσωτερικές έννομες τάξεις των κρατών μελών και υπερέχουν κάθε αντίθετης διατάξεως του εθνικού δικαίου.


ΕλΣυν.Τμ.1/148/2017

ΑΠΟΔΟΧΕΣ:Με τα δεδομένα αυτά, το Κλιμάκιο κρίνει ότι η εντελλόμενη δαπάνη είναι μη νόμιμη, διότι, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, η διάταξη του άρθρου 16 του ν. 4429/2016, κατ’ επίκληση της οποίας παρατάθηκε η ισχύς των συμβάσεων των φερομένων ως δικαιούχων, αντιβαίνει στις διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 7 εδ. α΄ και 8 εδ. α΄ και β΄ του Συντάγματος, καθώς και σε εκείνες της κοινοτικής νομοθεσίας (Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28.6.1999, όπως ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο με το π.δ.164/2004) και, ως εκ τούτου, είναι ανίσχυρη και μη εφαρμοστέα. Τούτο δε, ανεξαρτήτως του εάν οι φερόμενοι ως δικαιούχοι των ελεγχόμενων χρηματικών ενταλμάτων, οι οποίοι με την αρχική απόφαση είχαν προσληφθεί, προκειμένου να καλυφθούν αυξημένες ανάγκες στην υπηρεσία Ύδρευσης – Αποχέτευσης, περιλαμβάνονται στο προσωπικό του Δήμου ..., που συνεισφέρει εν τοις πράγμασι στην κάλυψη των αναγκών του τομέα καθαριότητας του Δήμου αυτού. Περαιτέρω, δεν είναι δυνατή η νομιμοποίηση της εντελλόμενης δαπάνης, κατ’ επίκληση της διάταξης του άρθρου 25 του ν. 4456/2017, δοθέντος ότι, με βάση τα προεκτεθέντα, το μεν, με τη διάταξη αυτή, παραβιάζεται ο συνταγματικά κατοχυρωμένος, στο άρθρο 98 παρ. 1 εδ. α’ του Συντάγματος, προληπτικός έλεγχος των δαπανών, το δε η εν λόγω διάταξη έρχεται ευθέως σε αντίθεση προς εκείνες του άρθρου 7 του π.δ/τος 164/2004. Πλην όμως, το Κλιμάκιο, κατά την πλειοψηφήσασα άποψη της Προέδρου του, Συμβούλου Μαρίας Αθανασοπούλου και της Εισηγητού Ελευθερίας Πρασιανάκη, λαμβάνοντας υπόψη α) την ασάφεια και τη σύγχυση, που προκλήθηκε στο πεδίο των δημόσιων υπηρεσιών καθαριότητας -οι οποίες άπτονται ενός ιδιαίτερα ευαίσθητου και νευραλγικού τομέα δράσης και υποχρεώσεων των αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης- από τις προμνησθείσες αλλεπάλληλες και αποσπασματικές νομοθετικές ρυθμίσεις που τέθηκαν σε ισχύ κατά το πρόσφατο χρονικό διάστημα, και τις ερμηνευτικές αυτών εγκυκλίους, ιδίως δε την ΔΙΠΑΑΔ/Φ.2.9/51/οικ.27778/27.10.2016 εγκύκλιο του ΥΠΕΣΔΑ, όπως συμπληρώθηκε με την 4364/10.3.2017 όμοια, με την οποία απειλήθηκε η κίνηση της διαδικασίας των άρθρων 233 επ. του ν. 3852/2010 περί πειθαρχικής ευθύνης των μη συμμορφούμενων με τις ως άνω ρυθμίσεις αιρετών οργάνων των Ο.Τ.Α. Α΄ Βαθμού και β) ότι η εντελλόμενη δαπάνη ήταν κατ’ αρχήν νομιμοποιημένη, βάσει της, μη προδήλως αντίθετης στις προεκτεθείσες συνταγματικές και υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις, ρύθμισης του άρθρου 25 του ν. 4456/2017 (βλ. και μειοψηφία στα ανωτέρω Πρακτικά Ε.Σ. Ολομ. της 9ης/10.5.2017 Γεν. Συν/σης και πράξη 25/2017 Κλιμ. Προλ. Ελ. Δαπ. στο IV Tμ.), κρίνει ότι τα αρμόδια όργανα του ανωτέρω Δήμου δεν ενήργησαν, στην προκείμενη περίπτωση, με πρόθεση καταστρατήγησης των ως άνω συνταγματικών και υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεων, αλλά υπολαμβάνοντας, λόγω συγγνωστής πλάνης, ότι ήταν υποχρεωμένα να προβούν στην επίμαχη παράταση των σχετικών συμβάσεων, δυνάμει των ανωτέρω νομοθετικών διατάξεων (άρθρα 16 του ν. 4429/2016 και 25 του ν. 4456/2017). Κατά συνέπεια, τα ελεγχόμενα χρηματικά εντάλματα πληρωμής, καθώς και όσα όμοια τυχόν εκδοθούν μέχρι και την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας πράξης στον ανωτέρω Δήμο, θα μπορούσαν να θεωρηθούν, λόγω συγγνωστής πλάνης.


ΕΣ/ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΟΛΟΜ/172/2019

Έλλειμμα στη διαχείριση Δήμου από δικηγορική αμοιβή:..επιδιώκεται η αναίρεση της 3940/2014 απόφασης του VIΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.Με δεδομένα τα ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι : Α) Ο λόγος αναιρέσεως περί εσφαλμένης ερμηνείας και πλημμελούς εφαρμογής των διατάξεων του ν.δ/τος  3026/1954 και του π.δ/τος 410/1995, υπό την ειδικότερη αιτίαση ότι  το δικάσαν  Τμήμα, μη νομίμως  δέχθηκε  ότι η δικηγορική  αμοιβή της αιτούσας μειώθηκε συννόμως με την …/2000 απόφαση του Εφετείου …, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο διότι, το Τμήμα, κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των οικείων διατάξεων, έκρινε ότι η αμοιβή της αναιρεσείουσας έπρεπε να καθοριστεί στο ύψος που ορίστηκε δεσμευτικά από το αρμόδιο δικαστήριο (Εφετείο …) κατά την εκδίκαση της ενώπιόν του υποβληθείσας διαφοράς. Περαιτέρω, σύμφωνα και όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη 5 της παρούσας, αν και η αιτούσα εξαντλείται μόνο σε απλή επίκληση των διατάξεων του άρθρου 6   παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. και του, κυρωθέντος μαζί με την ανωτέρω σύμβαση, άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου αυτής, χωρίς καμία σαφή έκθεση των πραγματικών περιστατικών που αντιστοιχούν προς τις προϋποθέσεις θεμελίωσης της επικαλούμενης παραβίασης των εκ των διατάξεων αυτών προστατευόμενων δικαιωμάτων της, ορθώς κρίθηκε με την προσβαλλομένη, ότι η καταβολή μίας μόνο αμοιβής και ειδικότερα αυτής που προσδιορίστηκε με την εφετειακή απόφαση, τόσο για τη διαδικασία του προσωρινού όσο και για τη διαδικασία του οριστικού καθορισμού της αποζημίωσης, καθόσον οι δύο αυτές διαδικασίες αφορούν τη διερεύνηση μίας και της αυτής διαφοράς, δεν αντίκειται στις ως άνω διατάξεις, διότι, σε κάθε περίπτωση, με βάση το ισχύον δίκαιο, δεν παραβιάζεται το δικαίωμά της σε έγκαιρη, ουσιαστική, αδιάβλητη και υπό διαδικαστικές εγγυήσεις δίκη, ενώ πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο, για τον καθορισμό προσωρινής τιμής μονάδος αποζημίωσης, δεν υπήρχε νόμιμη προσδοκία να ικανοποιηθεί δικαστικά το επικαλούμενο δικαίωμά της  για καταβολή σ’ αυτήν, για τις ίδιες παρεχόμενες υπηρεσίες διπλής αμοιβής, απορριπτομένων, ως αβασίμων, των σχετικών ισχυρισμών της. Εξάλλου, όπως έγινε δεκτό και στη σκέψη 5 της παρούσας, η αμοιβή που καθόρισε το Εφετείο … με την …/2000 απόφασή του ήταν και η μόνη δεσμευτική για τον εντολέα Δήμο, ελλείψει ειδικότερης προηγούμενης συμφωνίας των μερών.  Β) Σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις σκέψεις 6 και 7 της παρούσας, ορθώς το Τμήμα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 3274/2004  και 29 παρ. 8 του ν. 3448/2006 καθώς και του άρθρου 105 του ν. 4129/2013 Κ.Ν.Ελ.Συν., δοθέντος ότι, αφενός μεν η πληρωμή από δήμο αμοιβής δικηγόρου καθ’ υπέρβαση είτε των νομίμων ορίων του Κώδικα περί Δικηγόρων είτε της καθορισθείσας, από το αρμόδιο δικαστήριο, αμοιβής, ελλείψει μάλιστα προηγούμενης  ειδικής συμφωνίας, δεν προβλέπεται, ως είδος δαπάνης, που δύναται να νομιμοποιηθεί σύμφωνα τις διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 3274/2004  και 29 παρ. 8 του ν. 3448/2006, αφετέρου δε οι   διατάξεις  του άρθρου 105 του ν. 4129/2013 Κ.Ν.Ελ.Συν. είναι, λόγω του ειδικού χαρακτήρα τους, στενώς ερμηνευτέες. Εξάλλου, η περιοριστική ως προς το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της τελευταία  ρύθμιση, χωρίς τη συμπερίληψη και των αχρεωστήτως λαβόντων, δεν έρχεται σε αντίθεση, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η αιτούσα, με την αρχή της ισότητας. Τούτο διότι, η καθιερούμενη με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας αποτελεί νομικό κανόνα, ο οποίος δεσμεύει τον κοινό νομοθέτη και επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση προσώπων που τελούν κάτω από τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες, αποκλείοντας τόσο την έκδηλη άνιση μεταχείριση είτε με τη μορφή χαριστικού μέτρου ή προνομίου, που δεν συνδέεται με αξιολογικά κριτήρια, είτε με την μορφή επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση καταστάσεων, που τελούν κάτω από διαφορετικές συνθήκες ή, αντίθετα, την διαφορετική μεταχείριση των ίδιων ή παρόμοιων καταστάσεων (βλ. Ε.Σ. ΟΛ. 2654, 1984/2013 κ.ά.). Εν προκειμένω, με τις διατάξεις  του άρθρου 105 του ν. 4129/2013 Κ.Ν.Ελ.Συν.  ρυθμίζονται ζητήματα της δημοσιονομικής ευθύνης των προσώπων (αιρετών οργάνων ή υπαλλήλων της οικονομικής διαχείρισής τους) που διενεργούν τη χρηματική διαχείριση των δήμων και αποκτούν έτσι την ιδιότητα του υπολόγου αυτής και την εντεύθεν ανωτέρω ειδική ευθύνη προς αναπλήρωση του διαπιστωθέντος στη διαχείρισή τους ελλείμματος, τα πρόσωπα δε αυτά δεν βρίσκονται σε ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες αλλά αποτελούν διαφορετική κατηγορία από τα πρόσωπα, όπως η αναιρεσείουσα, στα οποία διενεργήθηκε από τους υπολόγους αχρεώστητη πληρωμή και αποκτούν έτσι την ιδιότητα του αχρεωστήτως λαβόντος και την εντεύθεν ευθύνη επιστροφής των χρημάτων που έλαβαν αχρεωστήτως. Επομένως, δεν προκύπτει παραβίαση της αρχής της ισότητας, με τη μορφή της δυσμενούς διάκρισης, διότι η εφαρμογή της αρχής της ισότητας προϋποθέτει, όπως προεκτέθηκε, όμοιες συνθήκες, η προϋπόθεση που δεν συντρέχει εν προκειμένω και, συνεπώς, αβασίμως προβάλλεται ο σχετικός ισχυρισμός. Γ) Ο ισχυρισμός της αιτούσας ότι αδυνατεί να επιστρέψει το καταλογισθέν σε βάρος της ποσό πρέπει να απορριφθεί, πρωτίστως, ως απαράδεκτος, καθόσον προτείνεται με το υπόμνημα, το πρώτον, κατ’ αναίρεση,   είναι δε σε κάθε περίπτωση αλυσιτελής καθόσον, αν ήθελε θεωρηθεί ότι η αιτούσα ισχυρίζεται ότι ο επίδικος καταλογισμός αντίκειται στην αρχή της χρηστής και εύρυθμης  διοίκησης, ως εκ της ιδιότητάς της, ως δικηγόρου, δεν μπορεί να θεωρηθεί καλόπιστη κατά την είσπραξη του ένδικου ποσού, προϋπόθεση που πρέπει να συντρέχει σωρευτικά με την οικονομική αδυναμία, προκειμένου το Δικαστήριο να οδηγηθεί σε παραδοχή του σχετικού λόγου (βλ. Ε.Σ. ΟΛ. 746, 747/2017 κ.ά.).  Κατ’ ακολουθίαν αυτών, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν υπέπεσε στις πλημμέλειες που προβάλλονται με την ένδικη αίτηση, ορθώς δε ερμήνευσε και εφάρμοσε τις  διέπουσες την έννομη σχέση διατάξεις. Συνεπώς, η εν λόγω αίτηση πρέπει να απορριφθεί και να καταπέσει το κατατεθέν παράβολο υπέρ του Δημοσίου