ΣΤΕ 1210/2010
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
ΔΑΝΕΙΑΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ:Αίτηση ακύρωσης της Ζ1-798/25.6.2008 (Β΄ 1353/11.7.2008) απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης.Ο λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι, όπως έχει προεκτεθεί, η Διοίκηση επιτρεπτώς κατέστησε περιεχόμενο της κανονιστικής ρύθμισης μόνο το ρυθμιστικό περιεχόμενο της πιο πάνω δικαστικής απόφασης, χωρίς να θεσπίσει η ίδια περαιτέρω ειδικότερους όρους και προϋποθέσεις συμμόρφωσης των προμηθευτών προς τη ρύθμιση αυτή. Κατά τη γνώμη όμως των Συμβούλων Φ. Αρναούτογλου, Ε. Νίκα και Ι. Γράβαρη η πιο πάνω κανονιστική ρύθμιση, στην οποία δεν προσδιορίζονται συγκεκριμένα κριτήρια εφαρμογής της, είναι αόριστη και, κατά συνέπεια, ο εξεταζόμενος λόγος θα έπρεπε να γίνει δεκτός.ΙΙΙ. Συμβάσεις λογαριασμού κατάθεσης. Όρος που προβλέπει ότι το πιστωτικό ίδρυμα επιβάλλει κατά την κρίση του οποτεδήποτε έξοδα κίνησης σε κάθε λογαριασμό κατάθεσης για την περίπτωση που δεν παρουσιάζει υπόλοιπο ανώτερο από το κατώτατο όριο που θα καθορίζει κάθε φορά το ίδιο για το αντίστοιχο είδος λογαριασμού (περ. 3 α). Η ανωτέρω διάταξη τέθηκε σύμφωνα με την 1219/2001 απόφαση του Αρείου Πάγου (και όχι με την 961/2007 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, όπως προβάλλουν οι αιτούσες), με την οποία κρίθηκε ως καταχρηστικός γενικός όρος συναλλαγών που ορίζει ότι η τράπεζα «μπορεί κατά την κρίση της να επιβάλλει οποτεδήποτε έξοδα κίνησης σε κάθε λογαριασμό για την περίπτωση που δεν παρουσιάζει υπόλοιπα ανώτερα από το κατώτατο όριο που θα καθορίζει κάθε φορά η τράπεζα για το αντίστοιχο είδος λογαριασμού». Ο Άρειος Πάγος έκρινε τον όρο καταχρηστικό ως αντικείμενο στις διατάξεις των περιπτώσεων ε΄ και ια΄ του άρθρου 2 παρ. 7 του ν. 2251/1994, λόγω της ανάγκης προστασίας των δικαιολογημένων προσδοκιών του πελάτη από τις απροσδόκητες ή αιφνιδιαστικές ρήτρες, δηλαδή τις ρήτρες που μεταβάλλουν την εικόνα που δικαιολογημένα έχει δημιουργηθεί στον πελάτη αναφορικά με το ύψος του τιμήματος ή την έκταση της κύριας παροχής, στοιχεία που είναι συνήθως τα μόνα που πράγματι εξετάζει ο πελάτης κατά τη σύναψη της σύμβασης, καθώς και λόγω της αδιαφάνειάς του. Ο Άρειος Πάγος έκρινε περαιτέρω ότι, όταν πρόκειται περί συλλογικής αγωγής, ο αφηρημένος κίνδυνος που ενσωματώνει ένας τέτοιος αδιαφανής όρος για τη δικαιοπρακτική αυτοδιάθεση του υποψήφιου καταναλωτή οδηγεί στην κήρυξη ως άκυρου του σχετικού όρου, ακόμη και αν ο ενδεχόμενα εύλογος τρόπος εφαρμογής του όρου στην πράξη από τον προμηθευτή θα αρκούσε για την εξάλειψη της επικινδυνότητάς του. Προβάλλεται ότι, εφόσον ο όρος χαρακτηρίστηκε καταχρηστικός μόνο για λόγους αδιαφάνειας, η απαγόρευση συλλήβδην της χρήσης του χωρίς να αναφέρεται η προϋπόθεση της διαφάνειας δεν αποτυπώνει ορθώς το δεδικασμένο και τίθεται καθ’ υπέρβαση της νομοθετικής εξουσιοδότησης. Σύμφωνα όμως με τα ανωτέρω, το περιεχόμενο του γενικού όρου συναλλαγών που απαγορεύεται με την κανονιστική ρύθμιση συμπίπτει με τον όρο που κρίθηκε καταχρηστικός με την 1219/2001 απόφαση του Αρείου Πάγου. Εξ άλλου, στην απόφαση αυτή δεν τίθενται όροι και προϋποθέσεις, κατά την έννοια της εξουσιοδοτικής διάταξης. Κατά συνέπεια, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Tελική διάταξη. Προβάλλεται ότι η τελική διάταξη της προσβαλλόμενης απόφασης, με την οποία ορίζεται ότι «Η απαγόρευση χρήσης των παραπάνω όρων περιλαμβάνει και τροποποιημένες διατυπώσεις ή συναφείς χαρακτηρισμούς που δεν αναιρούν ωστόσο το στίγμα της καταχρηστικότητας» έχει τεθεί καθ’ υπέρβαση της νομοθετικής εξουσιοδότησης και διευρύνει υπέρμετρα τον περιορισμό της ελευθερίας των συμβάσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων θέτοντας απαγορεύσεις και σε άλλες περιπτώσεις, τις οποίες δεν εξειδικεύει, κατά παράβαση της δικαιοκρατικής αρχής (άρθρο 25 παρ. 1 Συντάγματος) που επιβάλλει βεβαιότητα και ασφάλεια δικαίου στους επιτρεπόμενους περιορισμούς ατομικών δικαιωμάτων. Η ανωτέρω διάταξη αποβλέπει στην αποφυγή καταστρατήγησης των ρυθμίσεων της προσβαλλόμενης υπουργικής απόφασης και έχει την έννοια ότι απαγορεύεται η αναγραφή όρων στις ρυθμιζόμενες με την προσβαλλόμενη απόφαση συμβάσεις, οι οποίοι, παρά τη διαφορετική ονομασία ή διατύπωση τους, αποτελούν, κατ’ ουσίαν, όρους ταυτόσημους με τους απαγορευθέντες με την απόφαση αυτή ως καταχρηστικούς. Με τη διάταξη, συνεπώς, αυτή δεν διευρύνεται η κανονιστική ρύθμιση που θεσπίζει η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση. Δεν θα ήταν, εξ άλλου, εφικτό να προβλέπονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι διαφορετικοί όροι που είναι δυνατόν να χρησιμοποιήσει κάθε πιστωτικό ίδρυμα προκειμένου να δηλώσει τους όρους, την αναγραφή των οποίων αυτή απαγορεύει. Κατά τη συγκλίνουσα, εξ άλλου, γνώμη του Συμβούλου Δ. Γρατσία η πιο πάνω διάταξη της προσβαλλλόμενης υπουργικής απόφασης στηρίζεται επαρκώς στη μνημονευθείσα εξουσιοδοτική διάταξη και, κατά συνέπεια, περιέχει επιτρεπτώς πρωτότυπη κανονιστική ρύθμιση. Κατά συνέπεια, ο εξεταζόμενος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΕλΣυν/Ζ Κλ/170/2015
ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ.Δανειακές συμβάσεις:Κωλύεται η σύναψη των δανειακών συμβάσεων μεταξύ Δήμου και δύο χρηματοπιστωτικών οργανισμών, καθόσον αρκετοί όροι των σχεδίων των συμβάσεων αυτών είναι καταχρηστικοί. Συγκεκριμένα: α) ο όρος, σύμφωνα με τον οποίο στο επιτόκιο προστίθεται ποσοστό 0,60% ως εισφορά του ν.128/1975, παραβιάζει τη διάταξη του άρθρου 276 παρ.1 εδ. α'του ν. 3463/2006, σύμφωνα με την οποία οι Δήμοι απαλλάσσονται εν γένει από κάθε εισφορά υπέρ οποιουδήποτε ταμείου, β) ο όρος, σύμφωνα με τον οποίο σε περίπτωση κατάργηση του συμφωνηθέντος ανωτάτου επιτρεπόμενου επιτοκίου υπερημερίας (2,5% πλέον του συμβατικού), θα ισχύει το επιτόκιο υπερημερίας που θα καθορίζεται ελεύθερα από την Επενδυτική Τράπεζα και θα γνωστοποιείται με σχετική δημοσίευση στον Τύπο, είναι καταχρηστικός, αφού προβλέπεται ότι το επιτόκιο υπερημερίας θα ορίζεται μονομερώς από την Τράπεζα, διαταράσσοντας κατ'αυτόν τον τρόπο ουσιωδώς την ισορροπία μεταξύ δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών σε βάρος του Δήμου, γ) οι όροι, σχετικά με την υποχρέωση του φορέα του έργου (Δήμου) να καταβάλει το σύνολο των δαπανών σύστασης και εγγραφής των εξασφαλίσεων, όλα τα δικαστικά και εξώδικα έξοδα και εφάπαξ δαπάνες σχετικές με αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύδεται από την Τράπεζα ή σχετικές με άλλες ενέργειες στις οποίες προβαίνει για την είσπραξη του χρέους και την προάσπιση των συμφερόντων της, είναι καταχρηστικοί κατά το μέρος που δεν ορίζεται ένα ανώτατο όριο αυτών, δ) ο όρος που ο Δήμος θα υποχρεούται να αποζημιώνει κάθε φορά την τράπεζα σε πρώτη ζήτηση για το πρόσθετο κόστος, μη μείωση της απόδοσης ή τη ζημία, είναι καταχρηστικός, λόγω αοριστίας, αφού δεν θεσπίζεται ένα ανώτατο ποσό μέχρι του οποίου θα υποχρεούται να αποζημιώνει την Τράπεζα ο Δήμος και επειδή διαταράσσει ουσιωδώς και χωρίς εύλογη αιτία την ισορροπία μεταξύ δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών σε βάρος του Δήμου, αφού ο τελευταίος καλείται να καλύψει κάθε επιχειρηματικό κίνδυνο της Τράπεζας από τη συγκεκριμένη σύμβαση και μάλιστα ανεξαρτήτως υπαιτιότητας αυτού, ε) ο όρος, σύμφωνα με τον οποίο η Τράπεζα δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση και να κηρύττει το δάνειο ληξιπρόθεσμο και απαιτητό αν ο φορέας του έργου (Δήμος) παραβιάσει οποιοδήποτε από τους όρους της σύμβασης, οι οποίοι θεωρούνται όλοι ουσιώδεις, είναι καταχρηστικός, στ) ο όρος, σύμφωνα με τον οποίο υπάρχει δικαίωμα καταγγελίας από μέρους της Τράπεζας εάν ο Δήμος συμμετέχει σε διαδικασίες συγχωνεύσεων ή απορροφήσεων χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της Τράπεζας είναι επίσης, καταχρηστικός, ζ) ο αναφερόμενος όρος, σύμφωνα με τον οποίο ο Δήμος παραιτείται ρητά από κάθε δικαίωμα συμψηφισμού ή επίσχεσης απέναντι στη Τράπεζα είναι καταχρηστικός διότι διαταράσσει ουσιωδώς και χωρίς εύλογη αιτία την ισορροπία μεταξύ δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών σε βάρος του Δήμου, η) οι όροι περί εκχώρησης του Δήμου προς εξασφάλιση της Τράπεζας ποσοστού 5% του ΤΑΠ και 5% ΣΑΤΑ δεν είναι νόμιμοι, κατά το μέρος που το ποσοστό του ΤΑΠ εκχωρείται αδιακρίτως, χωρίς να αναφέρονται περιορισμοί από διατάξεις που ορίζουν τα ποσοστά υποχρεωτικής δέσμευσης, για την κάλυψη συγκεκριμένων δαπανών του οικείου ΟΤΑ (παρ.19 άρθρου24ν.2130/1993) και δεν διευκρινίζεται ότι σε περίπτωση που ο δανειολήπτης δήμος δεν είναι υπερήμερος, τότε η Τράπεζα υποχρεούται και όχι απλώς «δύναται» να του αποδίδει το σύνολο του εκχωρημένου σε αυτήν ποσού για το πέραν των συμφωνηθέντων επόμενων δύο δόσεων και θ) ο όρος, σύμφωνα με τον οποίο, ο Δήμος οφείλει να ασφαλίσει σε ασφαλιστική εταιρεία αποδοχής της Τράπεζας και με όρους που θα συμφωνήσει με την Τράπεζα, οπωσδήποτε όμως κατά κινδύνων πυρός και σεισμού τα ως άνω ακίνητα, για ποσό το οποίο κρίνεται επαρκές από την Τράπεζα και δεν δύναται να είναι κατώτερο της αγοραίας αξίας τους, είναι αόριστος, κατά το μέρος που δεν προσδιορίζονται τα ακίνητα, οι ειδικότεροι κίνδυνοι και το ακριβές ποσό της ασφάλισης αυτής
ΝΣΚ/267/2002
Εφαρμοστέο κανονιστικό καθεστώς αποζημιώσεως παραγωγών (κτηνοτρόφων) ζώων, που θανατώθηκαν ως λοιμόβλητα και λοιμύποπτα και μέτρο αποζημιώσεως.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
Η, ως άνω, αποζημίωση διέπεται από την κανονιστική απόφαση που ίσχυε κατά τον χρόνο θανατώσεως των ζώων, το δε ποσό της εν λόγω αποζημιώσεως προσδιορίζεται με βάση την εκτιμητική κρίση της αρμόδιας, κατά την ανωτέρω κανονιστική απόφαση, Επιτροπής.
ΕΑΔΗΣΥ/779/2024
Η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση της Διακήρυξης υπ’ αρ. πρωτ. .../06-03-2024 της Αναθέτουσας Αρχής, η οποία προκήρυξε ανοιχτό ηλεκτρονικό διαγωνισμό άνω των ορίων για την παροχή υπηρεσιών σίτισης (έτοιμων γευμάτων) σε νοσοκομειακές μονάδες. Ειδικότερα, προσβάλλει τον όρο της παρ. 2.2.6 περ. γ΄ που απαιτεί η μονάδα παραγωγής του αναδόχου να βρίσκεται σε απόσταση 1 ώρας από το νοσοκομείο, θεωρώντας ότι ο όρος αυτός είναι καταχρηστικός, περιορίζει τον ανταγωνισμό και καθιστά δυσχερή τη συμμετοχή της, δεδομένου ότι η δική της μονάδα απέχει 167 χλμ.
ΝΣΚ/336/2003
Παροχή από τον Νομάρχη εξουσιοδότησης υπογραφής.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
Ως μεταβίβαση άσκησης αρμοδιοτήτων κατά την διάταξη του άρθρου 62 παρ.1 εδ.η’ του ΠΔ 30/96, νοείται η εξουσιοδότηση της υπογραφής, με κανονιστική απόφαση του Νομάρχη, που πρέπει να δημοσιεύεται, στα πρόσωπα που ορίζονται ειδικώς στην διάταξη αυτή ότι μεταβιβάζεται η άσκηση των αρμοδιοτήτων του Νομάρχη δηλ. σε μέλη του Νομαρχιακού Συμβουλίου, και σε προϊσταμένους, ή άλλα στελέχη των υπηρεσιών της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, εξαιρουμένων των βοηθών Νομαρχών, οι οποίοι δεν περιλαμβάνονται στην ανωτέρω διάταξη. (ομοφ.)
ΣΤΕ/1667/2011
Εκπόνηση μελέτης.... Επειδή, όταν μία σύμβαση παραπέμπει ως προς ορισμένο θέμα σε κανονιστική ρύθμιση που περιέχεται σε τυπικό νόμο ή κανονιστική πράξη και η οποία ρυθμίζει περισσότερες περιπτώσεις με διαφορετικό τρόπο τάσσοντας συγκεκριμένες κατά περίπτωση προϋποθέσεις εφαρμογής, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την έννοια της συμβατικής αυτής ρήτρας παραπομπής, δηλαδή ως προς ποια είναι η εφαρμοστέα, κατά τη βούληση των συμβαλλόμενων μερών, ρύθμιση στις μεταξύ τους συμβατικές σχέσεις, αποτελεί ουσιαστική εκτίμηση συμβατικού όρου, η ορθότητα της οποίας, ως εκτίμηση πραγμάτων, δεν ελέγχεται αναιρετικώς, ει μη μόνον από πλευράς αιτιολογίας της δικαστικής κρίσεως. Περαιτέρω, εάν μεν, κατά την ουσιαστική εκ μέρους του δικαστηρίου της ουσίας εκτίμηση της ρήτρας παραπομπής, βούληση των συμβαλλομένων μερών είναι η εφαρμογή των διατάξεων του νόμου ως έχουν, δηλαδή σύμφωνα με τις περιεχόμενες στις διατάξεις διακρίσεις και με τη συνδρομή των προβλεπομένων προϋποθέσεων εφαρμογής κατά περίπτωση, τότε η ορθότητα της δοθείσης από το δικαστήριο της ουσίας ερμηνείας των κατά παραπομπή εφαρμοστέων διατάξεων του νόμου ελέγχεται πλήρως κατά την ορθότητά της από τον αναιρετικό δικαστή, με κριτήριο την αληθή έννοια του νόμου. Εάν, όμως, κατά την ως άνω ανέλεγκτη αναιρετικώς ουσιαστική εκτίμηση του δικαστηρίου, ο σχετικός συμβατικός όρος έχει την έννοια ότι η ρύθμιση στην οποία γίνεται παραπομπή εφαρμόζεται κατά την βούληση των μερών εν πάση περιπτώσει, ανεξαρτήτως δηλαδή της συνδρομής των τασσομένων στις οικείες διατάξεις ειδικότερων προϋποθέσεων εφαρμογής, τότε η εν λόγω ρύθμιση αποσπώμενη από τις διατάξεις του νόμου αποτελεί πλέον συμβατικό όρο και προσλαμβάνει ως εκ τούτου την έννοια που της αποδίδουν οι συμβαλλόμενοι, ανεξαρτήτως εάν συντρέχουν οι κατά το νόμο προϋποθέσεις εφαρμογής της. Η δε κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την έννοια αυτή του συμβατικού όρου, ως κρίση πραγμάτων, δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, ει μη μόνον από πλευράς αιτιολογίας. Επειδή, κατόπιν επιλύσεως των ανωτέρω παραπεμφθέντων ζητημάτων, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί προς περαιτέρω εξέταση των προβαλλομένων λόγων αναιρέσεως στο ΣΤ΄ Τμήμα αυτού.
ΕΣ/ΤΜ.6/2155/2011 (Β΄ ΔΙΑΚΟΠΩΝ)
ΔΑΝΕΙΑ:Αίτηση ανάκληση της 123/2011 πράξης του Ζ΄ Κλιμακίου(..)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη VΙ, το Τμήμα κρίνει ως εσφαλμένη την υπό στοιχείο δ κρίση του Κλιμακίου, ότι ο όρος 4 του σχεδίου της σύμβασης είναι καταχρηστικός, κι επομένως μη νόμιμος, κατά το μέρος που θεσπίζει δικαίωμα του Τ.Π.Δ. να ζητήσει από το Δήμο τόκους επί τόκων, χωρίς την πρόβλεψη οι τόκοι να προστίθενται στο ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο κάθε εξάμηνο, κατ’ ελάχιστο όριο, καθώς, όπως βασίμως με την αίτηση προβάλλεται, στο τέλος του επίμαχου όρου αναφέρεται ότι το σχετικό δικαίωμα του ΤΠΔ «στηρίζεται στο άρθρο 12 παρ.1 του ν. 2601/1998», διάταξη που είναι αναγκαστικού δικαίου και σύμφωνα με την οποία ναι μεν οι οφειλόμενοι στα πιστωτικά ιδρύματα (σε καθυστέρηση) τόκοι ανατοκίζονται από την πρώτη ημέρα της καθυστέρησης, εφόσον τούτο συμφωνηθεί, όμως η συμφωνία περί ανατοκισμού ισχύει υπό το χρονικό περιορισμό οι τόκοι να προστίθενται στο ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο κάθε εξάμηνο, κατ’ ελάχιστο όριο, οπότε ο επίμαχος όρος ούτε τη συγκεκριμένη αναγκαστικού δικαίου διάταξη παραβιάζει ούτε καταλείπει αμφιβολίες σε σχέση με το χρονικό διάστημα επέλευσης του ανατοκισμού. (..)Το Τμήμα κρίνει ως ορθή και την υπό στοιχείο γ κρίση του Κλιμακίου ότι ο όρος 4 του σχεδίου της σύμβασης είναι καταχρηστικός, κατά την έννοια των διατάξεων του ν. 2251/1994, κι επομένως μη νόμιμος, κατά το μέρος που προβλέπει ρήτρα έκπτωσης, ήτοι τη δυνατότητα του Τ.Π.Δ. να καταγγείλει τη σύμβαση και να επιδιώξει την είσπραξη του συνόλου της οφειλής σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής οποιασδήποτε ετήσιας δόσης, και μάλιστα με τόκους υπερημερίας μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή του, και απορρίπτει ως αβάσιμους τους προβαλλόμενους με την αίτηση ισχυρισμούς ότι η επίμαχη ρήτρα έκπτωσης αποτελεί συνήθη όρο και παγιωμένη πρακτική να επαναλαμβάνεται σε κάθε δανειακή σύμβαση και ότι δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί δυσβάστακτος και καταπλεονεκτικός ο όρος σε βάρος του Δήμου, ο οποίος αποτελεί φορέα του Δημοσίου καθώς και το Τ.Π.Δ. ταυτίζεται ουσιαστικά με το Ελληνικό Δημόσιο. Τούτο δε, διότι το δικαίωμα που επιφυλάσσει η επίμαχη ρήτρα στο Τ.Π.Δ. να καταγγείλει μονομερώς τη σύμβαση και να ζητεί το υπόλοιπο ανεξόφλητο ποσό του δανείου, και μάλιστα με τόκους υπερημερίας μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή του, σε περίπτωση καθυστέρησης μίας και μόνο ετήσιας δόσης του δανείου ή κάθε είδους τόκων και εξόδων, σαφώς επιβάλλει στο Δήμο σημαντική, χωρίς εύλογο λόγο και κατά τρόπο αντικείμενο στην καλή πίστη, υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση, λαμβανομένης υπόψη και της μακροχρόνιας διάρκειας του δανείου (15 έτη) αλλά και των συνθηκών της παρούσας εθνικής και παγκόσμιας οικονομικής συγκυρίας. (…)Τέλος, τo Τμήμα κρίνει επίσης ως ορθή, σύμφωνα και με όσα έγιναν δεκτά στις σκέψεις IV και V, την υπό στοιχείο ε κρίση του Κλιμακίου ότι ο όρος 7 του σχεδίου της σύμβασης είναι αόριστος, κι επομένως μη νόμιμος, και απορρίπτει ως αβάσιμο τον προβαλλόμενο με την αίτηση ισχυρισμό ότι ο επίμαχος όρος, που προβλέπει την υποχρέωση του Δήμου να καταβάλει «εξ ιδίων χρημάτων» στο Τ.Π.Δ. τις οφειλόμενες δόσεις του δανείου, στην περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγο, κατά τη διάρκεια αποπληρωμής του, τα εκχωρηθέντα με τον όρο 5 της σύμβασης έσοδά του δεν επαρκούν για την εξυπηρέτησή του, δεν αφορά τον συμβαλλόμενο Δήμο, αλλά πρωτίστως το ΤΠΔ, το οποίο θα έπρεπε να επιδιώκει τη συγκεκριμενοποίηση του όρου, καθώς η αοριστία και ασάφεια του κρίσιμου όρου δεν διασφαλίζει το Δήμο από το ενδεχόμενο να θεμελιωθεί σε βάρος του μελλοντική ενδοσυμβατική ευθύνη για απαιτήσεις του ΤΠΔ, χωρίς τους νομοθετικούς περιορισμούς ως προς τα δυνάμενα να εξυπηρετούν το δάνειο έσοδα του Δήμου. Απορρίπτει την αίτηση
ΔΕΚ/C-247/2002
Περίληψη της αποφάσεως Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως συμβάσεων δημοσίων έργων – Οδηγία 93/37 – Ανάθεση των συμβάσεων – Κριτήρια αναθέσεως – Εθνική κανονιστική ρύθμιση επιβάλλουσα στις αναθέτουσες αρχές να εφαρμόζουν αποκλειστικά το κριτήριο της χαμηλότερης τιμής – Δεν επιτρέπεται (Οδηγία 93/37 του Συμβουλίου, άρθρο 30 § 1) Το άρθρο 30, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ του Συμβουλίου, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων κατασκευής δημοσίων έργων, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία, κατά τη σύναψη συμβάσεων κατασκευής δημοσίων έργων κατόπιν ανοικτής ή κλειστής διαδικασίας υποβολής προσφορών, υποχρεώνει κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο την αναθέτουσα αρχή να χρησιμοποιήσει αποκλειστικά το κριτήριο της χαμηλότερης τιμής. Πράγματι, μια τέτοια κανονιστική ρύθμιση δεν επιτρέπει στην αναθέτουσα αρχή να λάβει υπόψη της τη φύση και τις ιδιαιτερότητες των συμβάσεων αυτών, εξετάζοντας την κάθε μία ξεχωριστά και επιλέγοντας για κάθε μία από αυτές το πλέον κατάλληλο κριτήριο, ώστε να διασφαλιστεί ο ελεύθερος ανταγωνισμός και η επιλογή της καλύτερης προσφοράς. (βλ. σκέψεις 40, 42 και διατακτ.)
ΑΕΠΠ/1461/2021
Ο προσφεύγων ζήτησε να ακυρωθεί ένας όρος της διακήρυξης του διαγωνισμού με αριθμό πρωτοκόλλου … που αφορά στη στήριξη σε ικανότητα τρίτων, επικαλούμενος ότι η διάταξη αυτή έρχεται σε σύγκρουση με το άρθρο 78 παρ. 1 του ν. 4412/2016 και τη σχετική νομολογία. Το αντικείμενο της σύμβασης ήταν η εναλλακτική διαχείριση αποβλήτων ΑΕΚΚ και Ογκωδών (σύμβαση συνεργασίας για μεταφορά, εναπόθεση και επεξεργασία τέτοιων αποβλήτων). Παράλληλα, ζήτησε αναστολή του διαγωνισμού μέχρι την οριστική απόφαση, υποστηρίζοντας ότι ο συγκεκριμένος όρος εμπόδιζε τη συμμετοχή του και υπονόμευε τις αρχές διαφάνειας και ισότητας.
ΕΣ/ΤΜ.6/736/2019
Δανειακή σύμβαση για την εκτέλεση έργου:..ζητείται η ανάκληση της 6/2019 Πράξης της Επιτρόπου στην Υπηρεσία Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου ..Τέλος, στο άρθρο 9.2 της ελεγχόμενης δανειακής σύμβασης ορίζεται ότι «9.2. Για την πρόσθετη ασφάλεια του δανείου σε κεφάλαιο, κάθε είδους τόκους, έξοδα κλπ, ο ΔΗΜΟΣ σε περίπτωση κήρυξης έκπτωτου του αναδόχου του Έργου, δια του παρόντος εκχωρεί στο Τ.Π.&Δανείων από τώρα και έως την ολοκλήρωση και το κλείσιμο του Έργου, όλες τις αξιώσεις του που απορρέουν ή θα απορρεύσουν από τη σύμβαση ανάθεσής του που έχει συνάψει με τον ανάδοχο και ειδικότερα την εγγυητική επιστολή που έχει λάβει από αυτόν για την καλή εκτέλεση του Έργου». Με την προσβαλλόμενη Πράξη κρίθηκε κατ’ αρχήν ότι ο ανωτέρω όρος είναι «καταχρηστικός», πλην όμως η πλημμέλεια αυτή προβάλλεται αορίστως, σε κάθε δε περίπτωση, ο όρος αυτός εμφανίζεται επαρκώς σαφής και δεν προκύπτει ότι έχει ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών σε βάρος του Δήμου. Εντούτοις, όπως βασίμως προβάλλεται με την προσβαλλόμενη Πράξη, ο όρος αυτός, καίτοι αναγράφεται στο σχέδιο της σύμβασης, εντούτοις δεν έχει συνομολογηθεί από τα συμβαλλόμενα μέρη, αφού δεν περιλαμβάνεται ούτε στη σχετική απόφαση του ... (βλ. την 3653/2018 Συν. Θέμα 10ο του Διοικητικού Συμβουλίου με την οποία καθορίστηκαν η διαδικασία και τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για τη συνομολόγηση των επενδυτικών δανείων, μέσω του προγράμματος ΦΙΛΟΔΗΜΟΣ I, καθώς και την 3666/2018 Συν. Θεμ. 13ο, που αφορά στην ήδη ελεγχόμενη σύμβαση) ούτε στην απόφαση 349/2018 του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου ... – ..., γεγονός που ήδη με την αίτησή του συνομολογεί και ο Δήμος, προτείνοντας την έκδοση στο μέλλον συμπληρωματικών αποφάσεων από τους συμβαλλομένους. Ενόψει των ανωτέρω, ο όρος αυτός πρέπει να διαγραφεί.Κατ’ ακολουθίαν, η κρινόμενη αίτηση ανάκλησης πρέπει να γίνει δεκτή και να ανακληθεί η προσβαλλόμενη Πράξη, υπό τον όρο διαγραφής του όρου της παρ. 9.2. του σχεδίου σύμβασης.
ΣΤΕ/2999/1988
Δημοσίευση κανονιστικής πράξεως..Κατά συνέπεια, εφόσον η τοιχοκόλληση των αποφάσεων ενισχύσεως της αλιείας δεν συνδυάζεται και με άλλους τρόπους γνωστοποιήσεως αυτών, δεν μπορεί καθ' εαυτή να χαρακτηρισθεί πρόσφορο μέσο δημοσιότητας και επομένως η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 ν. 1409/83, ως έχει, κρίνεται αντισυνταγματική, και ανίσχυρη. Δεδομένου δε ότι η προσβαλλόμενη κανονιστική, απόφαση, που προέρχεται από συλλογικό όργανο, δεν έχει δημοσιευθεί ούτε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, όπως προβλέπει ο γενικός κανόνας του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. γ' ν. 301/1976, πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος ακυρώσεως, που είναι και αυτεπαγγέλτως εξεταστέος. Αν και κατά τη γνώμη τεσσάρων μελών του Δικαστηρίου με αποφασιστική ψήφο, ο προβλεπόμενος από το νόμο τρόπος δημοσιότητας συνιστά πρόσφορο μέσο, διότι αφορά ειδικό κύκλο ενδιαφερομένων προσώπων που αναμένουν την περιοδική έκδοση της αποφάσεως.Επειδή, κατά τα παγίως κριθέντα, η κανονιστική διοικητική πράξη που δεν δημοσιεύθηκε είναι ανυπόστατη και η κατ' αυτής στρεφόμενη αίτηση ακυρώσεως απορρίπτεται ως απαράδεκτη, πλην της περιπτώσεως που έτυχε η προσβαλλομένη εφαρμογής, οπότε αυτή. ακυρώνεται για να διαπιστωθεί το ανυπόστατο έναντι πάντων, σύμφωνα με το άρθρο 50 παρ. 1 ν.δ. 170/1978. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπ' αριθ. 210409/13.4.1988 έγγραφο του Υπουργείου Γεωργίας, η προσβαλλόμενη απόφαση έχει τύχει εφαρμογής και συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη στο σύνολο της, ενώ αποβαίνει περιττή η έρευνα των λοιπών λόγων ακυρώσεως.