ΣΤΕ/2181/2004
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Οικοδομικές και ηλεκτρομηχανολογικές εργασίες ανέγερσης νέου Μουσείου...Επειδή, εν όψει των εκτεθέντων στην προηγουμένη σκέψη, η προσβαλλομένη πράξη απορρίψεως της υποβληθείσης από την αιτούσα αιτιολογήσεως της προσφοράς της θα έπρεπε να ακυρωθεί, για το βασίμως προβαλλόμενο λόγο ότι το περιεχόμενο της ενσωματωθείσης σ’ αυτήν πράξεως, με την οποία η αιτούσα προσκλήθηκε να υποβάλει την μνημονευθείσα αιτιολόγηση, δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 30 παράγραφος 4 της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ. Εν τούτοις, ως προς το ζήτημα του περιεχομένου, το οποίο πρέπει, κατά την τελευταία αυτή διάταξη, να έχει η πρόσκληση που απευθύνει η αναθέτουσα αρχή σε διαγωνιζόμενο προς αιτιολόγηση προσφοράς, εμφανιζομένης ως ασυνήθιστα χαμηλής, διατυπώθηκαν, κατά τα εκτεθέντα ανωτέρω, στη δέκατη ένατη σκέψη της παρούσης, δύο διαφορετικές απόψεις, κάθε μια των οποίων συνεπάγεται διαφορετική αιτιολογία της αποδοχής του προβαλλομένου σχετικού λόγου και, περαιτέρω, διαφορετικές, κατά τη φύση και την έκταση, συνέπειες εν σχέσει προς τις υποχρεώσεις που θα βαρύνουν την αναθέτουσα αρχή κατά το στάδιο της συμμορφώσεώς της στην εκδοθησόμενη ακυρωτική απόφαση. Για το λόγο αυτόν, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να αναβάλει την οριστική κρίση της υποθέσεως, προκειμένου να διατυπώσει προς το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 234 παράγραφος 3 της Συνθήκης για την Ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητος, τα εξής δύο προδικαστικά ερωτήματα: α) « Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 30 παράγραφος 4 της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14.6.1993, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων (ΕΕ L 199), η αναθέτουσα αρχή, επί διενεργείας διαγωνισμού, με σύστημα δημοπρατήσεως, όπως αυτό που περιγράφεται στο αιτιολογικό της παρούσης (σύστημα υποβολής προσφορών, μη συνοδευομένων από έκθεση αιτιολογήσεως, με επί μέρους ποσοστά εκπτώσεως επί ομάδων τιμών και έλεγχο ομαλότητος των επί μέρους ποσοστών εκπτώσεων), έχει την υποχρέωση να προσδώσει ορισμένο περιεχόμενο στην πράξη της, με την οποία καλεί διαγωνιζόμενο να παράσχει εξηγήσεις επί της προσφοράς του, η οποία χαρακτηρίσθηκε ασυνήθιστα χαμηλή βάσει σχετικού κατωφλίου, προσδιορισθέντος κατ’ εφαρμογή μαθηματικής μεθόδου, με χαρακτηριστικά ανάλογα προς εκείνα της μαθηματικής μεθόδου που περιγράφεται στο αιτιολογικό της παρούσης ; » β) «Επί καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, αρκεί, κατά την έννοια της μνημονευθείσης διατάξεως της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ, να επισημαίνεται στην ανωτέρω πράξη, η επί μέρους έκπτωση, την οποία προσέφερε ο διαγωνιζόμενος σε μια ή περισσότερες ομάδες τιμών και την οποία η αναθέτουσα αρχή θεωρεί προβληματική ή η αναθέτουσα αρχή οφείλει, επί πλέον, να προσδιορίσει τους λόγους για τους οποίους θεωρεί την έκπτωση αυτή προβληματική, εκθέτοντας τεκμηριωμένα τις εκτιμήσεις της εν σχέσει προς το οριακό κόστος εκτελέσεως των αντίστοιχων εργασιών ;»
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΔΕΚ/Τ-4/2001
Περίληψη 1. Για τη θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας, δυνάμει του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, απαιτείται η συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων σχετικών με τον παράνομο χαρακτήρα της προσαπτόμενης στα κοινοτικά όργανα συμπεριφοράς, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προβαλλόμενης συμπεριφοράς και της ζημίας της οποίας γίνεται επίκληση. Όσον αφορά την πρώτη από τις προϋποθέσεις αυτές, η νομολογία απαιτεί να αποδεικνύεται κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου σκοπούντος στην προστασία των ιδιωτών. Οσάκις το όργανο διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως, το αποφασιστικό κριτήριο για την εκτίμηση του αν συγκεκριμένη παράβαση του κοινοτικού δικαίου είναι κατάφωρη αποτελεί η πρόδηλη και σοβαρή εκ μέρους του υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται στην εξουσία του εκτιμήσεως. ( βλ. σκέψεις 60, 63 ) 2. Το άρθρο 30, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, αφήνει στην αναθέτουσα αρχή την επιλογή των κριτηρίων αναθέσεως της συμβάσεως στην οποία προτίθεται να προβεί υπό τον όρο ότι τα επιλεγέντα κριτήρια σκοπούν στην εξατομίκευση της συμφερότερης οικονομικά προσφοράς. Πράγματι, η αναθέτουσα αρχή πρέπει να μπορεί να λάβει απόφαση κατά το δοκούν με βάση ποιοτικά και ποσοτικά κριτήρια μεταβαλλόμενα ανάλογα με τη σύμβαση, προκειμένου να καθορίσει την πλέον συμφέρουσα οικονομικά προσφορά. Εντούτοις, το άρθρο 30, παράγραφος 1, στοιχείο β_, της οδηγίας 93/37 δεν μπορεί να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι έκαστο των κριτηρίων αναθέσεως που επέλεξε η αναθέτουσα αρχή προκειμένου να ταυτοποιήσει την πλέον συμφέρουσα οικονομικά προσφορά πρέπει κατ' ανάγκη να είναι ποσοτικής φύσεως ή αποκλειστικά προσανατολισμένο προς τις τιμές ή τα τιμολόγια του συγκεντρωτικού καταλόγου. Πράγματι, διάφοροι παράγοντες, μη αμιγώς ποσοτικοί, μπορούν να επηρεάζουν την εκτέλεση των έργων και, κατά συνέπεια, την οικονομική αξία μιας προσφοράς. ( βλ. σκέψεις 66, 68 ) 3. Καίτοι η αναθέτουσα αρχή δεν είναι υποχρεωμένη, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 30, παράγραφος 4, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, να επαληθεύει κάθε παρατιθέμενη σε ατομική προσφορά τιμή, οφείλει, εντούτοις, να εξετάζει τη φερεγγυότητα και τη σοβαρότητα των προσφορών που την εμβάλλουν σε υποψίες εν γένει, πράγμα που συνεπάγεται κατ' ανάγκη ότι ζητεί, ενδεχομένως, διευκρινίσεις επί των ατομικών τιμών που θεωρεί ύποπτες, κατά μείζονα δε λόγο αν είναι πολυάριθμες. Το γεγονός ότι τυχόν προσφορά κρίθηκε σύννομη προς τη συγγραφή υποχρεώσεων δεν απαλλάσσει την αναθέτουσα αρχή από την υποχρέωσή της να επαληθεύσει τις τιμές συγκεκριμένης προσφοράς αν προκύπτουν αμφιβολίες ως προς τη φερεγγυότητά τους κατά τη διάρκεια της εξετάσεως των προσφορών και μετά την αρχική εκτίμηση του συννόμου αυτών. Έτσι, η αναθέτουσα αρχή τήρησε ορθά την προβλεπόμενη στο άρθρο 30, παράγραφος 4, της ανωτέρω οδηγίας 93/37 διαδικασία, προσφέροντας επανειλημμένα σε υποβαλούσα προσφορά επιχείρηση τη δυνατότητα να αποδείξει τη σοβαρότητα της προσφοράς της. ( βλ. σκέψεις 76-77 ) 4. Όπως προκύπτει από το άρθρο 8, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, το οποίο εφαρμόζεται, δυνάμει του άρθρου 56 του δημοσιονομικού κανονισμού, επί των συμβάσεων που συνάπτουν τα κοινοτικά όργανα οσάκις η αξία της συμβάσεως υπερβαίνει το προβλεπόμενο από την οδηγία κατώτατο όριο, ένα κοινοτικό όργανο πληροί την υποχρέωση αιτιολογήσεως έναντι των αποκλεισθέντων υποβαλόντων προσφορά εφόσον αρκείται, κατ' αρχάς, στην άμεση ενημέρωσή τους σχετικά με την απόρριψη της προσφοράς τους με απλή και μη αιτιολογημένη κοινοποίηση, ακολούθως δε παρέχει στους υποψηφίους που διατύπωσαν ρητώς σχετικό αίτημα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα και τα πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς καθώς και το όνομα του υπέρ ου η ανάθεση εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών από την παραλαβή γραπτού αιτήματος. Ο τρόπος αυτός ενεργείας συνάδει προς τον σκοπό της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως κατά το άρθρο 253 ΕΚ, ότι δηλαδή από την αιτιολογία πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και αναμφισβήτητο η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εξέδωσε την πράξη, κατά τρόπον ώστε, αφενός, να παρέχεται η δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που οδήγησαν στη λήψη του μέτρου προκειμένου να είναι σε θέση να υπερασπίσουν τα δικαιώματά τους, και, αφετέρου, στον δικαστή να ασκεί τον έλεγχό του. Ο επαρκής βαθμός αιτιολογήσεως δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση από το γεγονός ότι το θεσμικό όργανο δίδει στη συνέχεια λεπτομερέστερη εξήγηση. ( βλ. σκέψεις 92-93, 96 ) 5. Η κατά το άρθρο 253 ΕΚ υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τα πληροφοριακά στοιχεία που διαθέτει η ενάγουσα κατά τον χρόνο ασκήσεως αγωγής. Αν ο αποκλεισθείς υποβαλών προσφορά ζητεί, όπως εν προκειμένω, από το εναγόμενο όργανο συμπληρωματικές εξηγήσεις σε σχέση με απόφαση πριν από την άσκηση αγωγής αλλά μετά την προβλεπόμενη με το άρθρο 8, παράγραφος 1, της ανωτέρω οδηγίας ημερομηνία και το
T-358/2008
«Ταμείο συνοχής — Κανονισμός (ΕΚ) 1164/94 — Σχέδιο αποχετευτικών έργων στη Σαραγόσα — Μερική κατάργηση της χρηματοδοτικής συνδρομής — Δημόσιες συμβάσεις — Έννοια έργου — Άρθρο 14, παράγραφοι 10 και 13, της οδηγίας 93/38/ΕΟΚ — Κατάτμηση συμβάσεων — Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Προθεσμία λήψεως αποφάσεως — Καθορισμός των δημοσιονομικών διορθώσεων — Άρθρο H, παράγραφος 2, του παραρτήματος II του κανονισμού 1164/94 — Αναλογικότητα — Παραγραφή»
T-358/2008
«Ταμείο συνοχής – Κανονισμός (ΕΚ) 1164/94 – Σχέδιο αποχετευτικών έργων στη Σαραγόσα – Μερική κατάργηση της χρηματοδοτικής συνδρομής – Δημόσιες συμβάσεις – Έννοια έργου – Άρθρο 14, παράγραφοι 10 και 13, της οδηγίας 93/38/ΕΟΚ – Κατάτμηση συμβάσεων – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Προθεσμία λήψεως αποφάσεως – Καθορισμός των δημοσιονομικών διορθώσεων – Άρθρο H, παράγραφος 2, του παραρτήματος II του κανονισμού 1164/94 – Αναλογικότητα – Παραγραφή»
ΔΕΚ/C-27/1998
Το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52, έχει την έννοια ότι η αναθέτουσα αρχή δεν υποχρεούται να αναθέσει το έργο στον μοναδικό προσφέροντα που κρίθηκε ικανός να μετάσχει στο διαγωνισμό. Όχι μόνον δεν αμφισβητείται ότι η οδηγία δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη επιβάλλουσα ρητώς στην αναθέτουσα αρχή, η οποία προέβη στην προκήρυξη περί υποβολής προσφορών, να αναθέσει το έργο στον μοναδικό διαγωνιζόμενο που κρίθηκε ικανός να μετάσχει στον διαγωνισμό, αλλά επίσης η αναθέτουσα αρχή δεν υποχρεούται να ολοκληρώσει μια διαδικασία αναθέσεως της εκτελέσεως δημοσίου έργου.
ΔΕΚ/C-295/2005
«Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως — Παραδεκτό — Άρθρο 86, παράγραφος 1, ΕΚ — Έλλειψη αυτοτελούς σημασίας — Στοιχεία που παρέχουν τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να δώσει χρήσιμη απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα — Οδηγίες 92/50/ΕΟΚ, 93/36/ΕΟΚ και 93/37/ΕΟΚ — Εθνική κανονιστική ρύθμιση επιτρέπουσα σε δημόσια επιχείρηση να εκτελεί, κατόπιν απευθείας παραγγελίας των δημοσίων αρχών, εργασίες χωρίς εφαρμογή του γενικού καθεστώτος συνάψεως των δημοσίων συμβάσεων — Οργανωτική δομή εσωτερικής διαχείρισης — Προϋποθέσεις — Η δημόσια αρχή πρέπει να ασκεί σε ένα χωριστό φορέα έλεγχο ανάλογο με αυτόν που ασκεί στις υπηρεσίες της — Ο χωριστός φορέας πρέπει να πραγματοποιεί το κύριο τμήμα της δραστηριότητάς του με την ή τις δημόσιες αρχές στις οποίες ανήκει»
ΔΕΚ/C-247/2002
Περίληψη της αποφάσεως Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως συμβάσεων δημοσίων έργων – Οδηγία 93/37 – Ανάθεση των συμβάσεων – Κριτήρια αναθέσεως – Εθνική κανονιστική ρύθμιση επιβάλλουσα στις αναθέτουσες αρχές να εφαρμόζουν αποκλειστικά το κριτήριο της χαμηλότερης τιμής – Δεν επιτρέπεται (Οδηγία 93/37 του Συμβουλίου, άρθρο 30 § 1) Το άρθρο 30, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ του Συμβουλίου, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων κατασκευής δημοσίων έργων, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία, κατά τη σύναψη συμβάσεων κατασκευής δημοσίων έργων κατόπιν ανοικτής ή κλειστής διαδικασίας υποβολής προσφορών, υποχρεώνει κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο την αναθέτουσα αρχή να χρησιμοποιήσει αποκλειστικά το κριτήριο της χαμηλότερης τιμής. Πράγματι, μια τέτοια κανονιστική ρύθμιση δεν επιτρέπει στην αναθέτουσα αρχή να λάβει υπόψη της τη φύση και τις ιδιαιτερότητες των συμβάσεων αυτών, εξετάζοντας την κάθε μία ξεχωριστά και επιλέγοντας για κάθε μία από αυτές το πλέον κατάλληλο κριτήριο, ώστε να διασφαλιστεί ο ελεύθερος ανταγωνισμός και η επιλογή της καλύτερης προσφοράς. (βλ. σκέψεις 40, 42 και διατακτ.)
ΔΕΚ/C-421/2001
Οδηγία 93/37/ΕOΚ - Συμβάσεις δημοσίων έργων - Εννοια της εναλλακτικής προσφοράς - Προϋποθέσεις λήψεως υπόψη και αξιολογήσεως στο πλαίσιο της διαδικασίας αναθέσεως του δημοσίου έργου.(....)Το άρθρο 19 της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1991, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, έχει την έννοια ότι δεν ικανοποιείται η απαίτηση περί μνείας των ελαχίστων προϋποθέσεων που απαιτεί η αναθέτουσα αρχή προκειμένου να λάβει υπόψη τις εναλλακτικές προσφορές, όταν η συγγραφή υποχρεώσεων παραπέμπει απλώς σε διάταξη της εθνικής νομοθεσίας, κατά την οποία η εναλλακτική προσφορά πρέπει να διασφαλίζει παροχή ποιοτικώς ισοδύναμη σε σχέση με την αποτελούσα το αντικείμενο της προκηρύξεως.Το άρθρο 30 της οδηγίας 93/37 έχει εφαρμογή μόνον επί των εναλλακτικών εκείνων προσφορών τις οποίες εγκύρως έλαβε υπόψη της η αναθέτουσα αρχή σύμφωνα με το άρθρο 19 της οδηγίας.
ΣτΕ/1137/2006
Η αντίληψη της αναθετούσης αρχής περί του ότι η υποβολή μιας μόνον εγκύρου προσφοράς αρκεί για να αιτιολογήσει την ακύρωση της επίμαχης διαγωνιστικής διαδικασίας δεν μπορεί να βρει έρεισμα στα κριθέντα από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην απόφαση επί της υποθέσεως C-27/98, Metalmeccanica Fracasso, την οποία επικαλείται η αναθέτουσα αρχή. Και τούτο, διότι, ανεξαρτήτως αν το επίμαχο ζήτημα της ακυρώσεως διαδικασίας αναθέσεως συμβάσεως παραχωρήσεως δημοσίου έργου διέπεται από τους κανόνες της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ (βλ. σχετικώς τα οριζόμενα στο άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας), πάντως από τα κριθέντα με την απόφαση αυτή περί του ότι, κατά την οδηγία 93/37/ΕΟΚ, η αναθέτουσα αρχή ούτε υποχρεούται να αναθέσει το έργο στον μοναδικό διαγωνιζόμενο που κρίθηκε ικανός να μετάσχει στο διαγωνισμό ούτε υποχρεούται να επικαλεσθεί σοβαρούς ή εξαιρετικούς λόγους για τη μη ανάθεση του έργου στον εν λόγω μοναδικό διαγωνιζόμενο, δεν μπορεί να συναχθεί, άνευ ετέρου, όπως φαίνεται να υπολαμβάνει η Διοίκηση, ότι, στην περίπτωση που η Διακήρυξη του διαγωνισμού προβλέπει ευχέρεια της αναθετούσης αρχής προς ακύρωση του διαγωνισμού και έχει υποβληθεί εγκύρως μια μόνον προσφορά, τούτο αρκεί πάντοτε, ανεξαρτήτως των συνθηκών του συγκεκριμένου διαγωνισμού, για να παράσχει αιτιολογικό έρεισμα στην πράξη ακυρώσεως του διαγωνισμού και προκηρύξεως νέου με το αυτό αντικείμενο.
ΣΤΕ/2854/1997
Ανάδειξη αναδόχου εκτελέσεως έργου:..Επειδή εν όψει των ανωτέρω εκτεθέντων διά την συμμετοχήν της εις τον επίδικον διαγωνισμόν η παρεμβαίνουσα ιταλική εταιρεία ... ώφειλε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 24 παρ. 1 περ. γ, 2 περ. α, 3 π.δ. 23/93 και των διατάξεων της διακηρύξεως του επιδίκου διαγωνισμού, τελουσών εν αρμονία προς τας διατάξεις του άρθρου 24 της Οδηγίας 93/37/ΕΟΚ, να προσκομίση πιστοποιητικά ποινικού μητρώου των διοικούντων ταύτην, προερχόμενα από το κατά τόπον αρμόδιον διΆαυτούς ποινικόν δικαστήριον. Το πιστοποιητικόν τούτο δεν ηδύνατο να αναπληρωθή από υπεύθυνον δήλωσιν, διότι, όπως προκύπτει από το XV/D/002030/17.3.1997 έγγραφον της Γενικής Διευθύνσεως XV της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αι ιταλικαί αρχαί έχουν ανακοινώσει εις την Επιτροπήν ότι αρμοδία αρχή δια την έκδοσιν ποινικού μητρώου είναι το κατά τόπον αρμόδιον ποινικόν δικαστήριον. Συναφώς, ως προς το τελευταίο ζήτημα, η παρεμβαίνουσα αλλοδαπή εταιρεία ισχυρίζεται ότι η ιταλική νομοθεσία αρκείται εις την υποβολήν εκ μέρους του ενδιαφερομένου προσωρινής δηλώσεως, η οποία αντικαθιστά το πιστοποιητικόν ποινικού μητρώου που διαβιβάζεται μεταγενεστέρως απ’ ευθείας εις την αναθέτουσαν αρχήν. Οι ισχυρισμοί όμως αυτοί είναι αβάσιμοι, διότι η εσωτερική νομοθεσία της έδρας της εταιρείας δεν δύναται να κατασχύση των ειδικών διατάξεων της κοινοτικής οδηγίας και της ελληνικής νομοθεσίας, κατ’ εφαρμογήν των οποίων διεξήχθη ο επίδικος διαγωνισμός. Εξ άλλου, η υποβολή πιστοποιητικού ποινικού μητρώου δεν ηδύνατο να γίνη μεταγενεστέρως κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28 του π.δ/τος 23/1993 και του αντίστοιχου άρθρου της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ, το οποίον, όπως ελέχθη, δεν καλύπτει την περίπτωσιν της παντελούς ελλείψεως νομίμου δικαιολογητικού. Υπό τα δεδομένα αυτά μη νομίμως και δη κατά παράβασιν των ανωτέρω διατάξεων των άρθρων 24 και 28 του π.δ/τος 23/1993, έγινε δεκτή εις τον επίδικον διαγωνισμόν η παρεμβαίνουσα εταιρεία ... Διά τον λόγον δε αυτόν, βασίμως προβαλλόμενον διά της υπό κρίσιν αιτήσεως, η αίτησις αυτή πρέπει να γίνη δεκτή και να ακυρωθή η απόφασις του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Εργων.
ΔΕΚ/C-340/2004
«Οδηγία 93/36/EΟΚ — Συμβάσεις δημοσίων προμηθειών — Ανάθεση χωρίς διαγωνισμό — Ανάθεση του αντικειμένου της συμβάσεως σε επιχείρηση στην οποία έχει συμμετοχή η αναθέτουσα αρχή» Η οδηγία 93/36/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, απαγορεύει την απευθείας ανάθεση του αντικειμένου μιας συμβάσεως προμηθειών και παροχής υπηρεσιών, στην οποία υπερτερεί η αξία των προμηθειών, σε μια ανώνυμη εταιρία της οποίας το διοικητικό συμβούλιο διαθέτει ευρείες εξουσίες διαχειρίσεως που μπορεί να ασκήσει αυτονόμως και της οποίας το κεφάλαιο κατέχει εξ ολοκλήρου, στην παρούσα κατάσταση, άλλη ανώνυμη εταιρία της οποίας πλειοψηφών μέτοχος είναι η αναθέτουσα αρχή.