ΣτΕ/2436/2012
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΦΠΑ-ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙΔΟΣΗΣ-ΔΙΑΜΟΝΗ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ (...)Εξάλλου, το διοικητικό εφετείο απέρριψε το λόγο έφεσης ότι η έκθεση επίδοσης δεν περιείχε σαφή προσδιορισμό του επιδοθέντος εγγράφου, με το σκεπτικό ότι ανέφερε τον αριθμό του, την εκδούσα αρχή, το νομικό πρόσωπο στο οποίο αφορά, δεν ασκεί δε επιρροή το ότι δεν ανέφερε την ημερομηνία έκδοσής του, αφού από το όλο περιεχόμενο της έκθεσης προέκυπτε ποιο ήταν το επιδοθέν έγγραφο. Όπως προκύπτει από το παρατιθέμενο στην αναιρεσιβαλλόμενη περιεχόμενο του αποδεικτικού, αναγράφεται ο αριθμός της ένδικης πράξης, η αρχή που την εξέδωσε και το νομικό πρόσωπο στο οποίο αφορά. Με τα δεδομένα αυτά, δεν καταλείπεται αμφιβολία ως προς το έγγραφο που επιδόθηκε και, συνεπώς, η έκθεση επίδοσης περιέχει σαφή προσδιορισμό της, όπως ορίζει το άρθρο 67 παρ. 1 του Κ.Φ.Δ. και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα σχετικά με τη μη αναγραφή χρονολογίας έκδοσης και τη μη απάντηση του ισχυρισμού περί μη αναγραφής του είδους του επιδοθέντος εγγράφου ... Τέλος, το διοικητικό εφετείο απέρριψε το λόγο έφεσης ότι η έκθεση επίδοσης δεν ανέφερε και τα «επιστρεφόμενα δικαιολογητικά», με το σκεπτικό ότι η επιστροφή τους δεν ήταν στοιχείο του κύρους της επίδοσης (συμπλήρωσε δε ότι αυτά είχαν πράγματι επιστραφεί στην αναιρεσείουσα, η οποία είχε λάβει γνώση και της ένδικης πράξης από τις 29-4-1999, ημερομηνία σύνταξης του κατ’ αυτής εγγράφου της που παρελήφθη από το Υπ. Οικονομικών στις 21-5-1999). Για την εγκυρότητα της επίδοσης της ένδικης πράξης δεν απαιτούνταν και η κοινοποίηση των επιστρεφόμενων δικαιολογητικών. Συνεπώς, η κρίση του δικάσαντος εφετείου είναι νόμιμη, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Δια ταύτα Απορρίπτει την αίτηση.
ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΡΕΧΟΝΤΟΣ ΕΓΓΡΑΦΟΥ : 1Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΣτΕ/2437/2012
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΦΠΑ-ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙΔΟΣΗΣ-ΔΙΑΜΟΝΗ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ (...)Εξάλλου, το διοικητικό εφετείο απέρριψε το λόγο έφεσης ότι η έκθεση επίδοσης δεν περιείχε σαφή προσδιορισμό του επιδοθέντος εγγράφου, με το σκεπτικό ότι ανέφερε τον αριθμό του, την εκδούσα αρχή, το νομικό πρόσωπο στο οποίο αφορά, δεν ασκεί δε επιρροή το ότι δεν ανέφερε την ημερομηνία έκδοσής του, αφού από το όλο περιεχόμενο της έκθεσης προέκυπτε ποιο ήταν το επιδοθέν έγγραφο. Όπως προκύπτει από το παρατιθέμενο στην αναιρεσιβαλλόμενη περιεχόμενο του αποδεικτικού, αναγράφεται ο αριθμός της ένδικης πράξης, η αρχή που την εξέδωσε και το νομικό πρόσωπο στο οποίο αφορά. Με τα δεδομένα αυτά, δεν καταλείπεται αμφιβολία ως προς το έγγραφο που επιδόθηκε και, συνεπώς, η έκθεση επίδοσης περιέχει σαφή προσδιορισμό της, όπως ορίζει το άρθρο 67 παρ. 1 του Κ.Φ.Δ. και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα σχετικά με τη μη αναγραφή χρονολογίας έκδοσης και τη μη απάντηση του ισχυρισμού περί μη αναγραφής του είδους του επιδοθέντος εγγράφου .... Τέλος, το διοικητικό εφετείο απέρριψε το λόγο έφεσης ότι η έκθεση επίδοσης δεν ανέφερε και τα «επιστρεφόμενα δικαιολογητικά», με το σκεπτικό ότι η επιστροφή τους δεν ήταν στοιχείο του κύρους της επίδοσης (συμπλήρωσε δε ότι αυτά είχαν πράγματι επιστραφεί στην αναιρεσείουσα, η οποία είχε λάβει γνώση και της ένδικης πράξης από τις 29-4-1999, ημερομηνία σύνταξης του κατ’ αυτής εγγράφου της που παρελήφθη από το Υπ. Οικονομικών στις 21-5-1999). Για την εγκυρότητα της επίδοσης της ένδικης πράξης δεν απαιτούνταν και η κοινοποίηση των επιστρεφόμενων δικαιολογητικών. Συνεπώς, η κρίση του δικάσαντος εφετείου είναι νόμιμη, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Δια ταύτα Απορρίπτει την αίτηση.
ΕλΣυν/Τμ.4/201/2011
Από τις παραπάνω διατάξεις (άρθρο 53 του ν.δ/τος 496/1974) συνάγεται ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την εγκυρότητα της σχετικής κατάσχεσης χρηματικής απαίτησης είναι το κατασχετήριο έγγραφο, επί ποινή ακυρότητας της κατάσχεσης, να κοινοποιείται σωρευτικώς ως εξής: α) στο Διοικητικό Συμβούλιο του Ε.Ο.Τ., ως μόνο αρμόδιο για την αναγνώριση της δαπάνης όργανο του Ε.Ο.Τ., όντας κύριος διατάκτης και αποφασίζον όργανο για τη διάθεση των πιστώσεων του προϋπολογισμού του Ε.Ο.Τ. (βλ. άρθρο 6 ν. 3878/2010 «Ρυθμίσεις θεμάτων Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού», Φ.Ε.Κ. Α΄ 161 και άρθρο 12 ν.δ/τος 496/1974), β) στην Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών του Ε.Ο.Τ. αρμόδια υπηρεσία αυτού για την πληρωμή και για την εκκαθάριση και εντολή πληρωμής της δαπάνης (βλ. άρθρο 12 π.δ/τος 343/2001 «Οργανισμός Διάρθρωσης Υπηρεσιών του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού (ΕΟΤ)» - Φ.Ε.Κ. Α΄ 231) και γ) στη Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) που υπάγεται φορολογικά ο καθ’ ου η κατάσχεση (πρβλ. Πράξη IV Τμήματος 76/2008, Εφετείο Λαμίας 10, 56/2010, 212/2009, Εφετείο Αθηνών 5494/2008 και Α.Π. 480/2006). Β. Το π.δ. 503/85 «Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας και Εισαγωγικός του Νόμος» (Φ.Ε.Κ. Α΄ 182) ορίζει στο άρθρο 983 ότι: «1. Η κατάσχεση στα χέρια τρίτου γίνεται με επίδοση στον τρίτο και σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση εγγράφου που πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία του άρθρου 118, και α) ακριβή περιγραφή του εκτελεστού τίτλου και της απαίτησης βάσει των οποίων γίνεται η κατάσχεση, β) το ποσό για το οποίο επιβάλλεται η κατάσχεση, γ) επιταγή προς τον τρίτο να μην καταβάλει σε εκείνον κατά του οποίου γίνεται η εκτέλεση, δ) διορισμό αντικλήτου που κατοικεί στην περιφέρεια του ίδιου ειρηνοδικείου ή στην έδρα του πρωτοδικείου της κατοικίας του τρίτου, αν εκείνος υπέρ του οποίου γίνεται η εκτέλεση δεν κατοικεί στην περιφέρεια του ειρηνοδικείου της κατοικίας του τρίτου. (…)» και στο άρθρο 118 ότι: «Τα δικόγραφα που επιδίδονται από ένα διάδικο σε άλλον ή υποβάλλονται στο δικαστήριο πρέπει να αναφέρουν: 1) το δικαστήριο ή το δικαστή (…) και 5) τη χρονολογία (…)». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι το κατασχετήριο έγγραφο πρέπει να φέρει το προβλεπόμενο από τις διατάξεις των άρθρων 118 και 983 παρ. 1 του ΚΠολΔ αναγκαίο περιεχόμενο. Η χρονολόγηση, όμως, του κατασχετηρίου εγγράφου δεν είναι ουσιώδες στοιχείο. Τούτο δε διότι κρίσιμος δεν είναι ο χρόνος της σύνταξης του κατασχετηρίου εγγράφου, αλλά εκείνος της επίδοσής του. Ως εκ τούτου, η έλλειψη χρονολογίας σύνταξης του κατασχετηρίου εγγράφου μπορεί να αναπληρωθεί από την χρονολογία της έκθεσης επίδοσης του αχρονολόγητου κατασχετηρίου εγγράφου, χωρίς αυτό να συνεπάγεται ακυρότητα ούτε οποιοδήποτε άλλο ελάττωμα της επιβληθείσας κατάσχεσης (πρβλ. ΑΠ 198/1994).
ΣΤΕ/920/2011
Δημοσίευση κανονιστικών αποφάσεων και τυπικών νόμων:.Επειδή, περαιτέρω, προβάλλεται από το αναιρεσείον Ταμείο ότι παρανόμως το δικάσαν εφετείο δεν εξέτασε τους προβληθέντες με την έφεσή του λόγους : α) Περί απαραδέκτου της προσφυγής της αναιρεσίβλητης, η οποία ασκήθηκε εκπροθέσμως, άλλως γιατί ήταν δεύτερη προσφυγή κατά της ίδιας διοικητικής πράξης. β) Περί παραγραφής της αξιώσεως της αναιρεσίβλητης, σύμφωνα με τα άρθρα 48 και 49 του π.δ. 496/1976 περί λογιστικού των ν.π.δ.δ. γ) Περί αοριστίας της προσφυγής, διότι δεν αναφέρεται σε αυτήν ποιο ποσό εισφορών αφορούσε την ίδια, ως πλοιοκτήτρια, και ποιο το πλήρωμα του πλοίου, και δ) Περί μη συνδρομής εν προκειμένω των προϋποθέσεων των άρθρων 904 επ. του Α.Κ. περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Ο υπό στοιχ. α΄ ισχυρισμός περί απαραδέκτου της προσφυγής της αναιρεσίβλητης είχε προβληθεί με την έφεση του αναιρεσείοντος Ταμείου, ήταν όμως αόριστος, γιατί δεν ανέφερε κανένα συγκεκριμένο στοιχείο, από το οποίο προέκυπτε το εκπρόθεσμο της προσφυγής, ενόψει της κρίσεως του πρωτοδικείου ότι η προσφυγή κατά της απόφασης του ΔΣ του ... είχε ασκηθεί εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς, ούτε πότε είχε ασκηθεί η κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος πρώτη προσφυγή. Συνεπώς, ο υπό κρίση ισχυρισμός δεν ήταν ουσιώδης και δεν όφειλε να τον εξετάσει το εφετείο, όπως αβασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση. Οι υπό στοιχείο β΄ και γ΄ ισχυρισμοί δεν είχαν προβληθεί ενώπιον του Εφετείου και ο υπό στοιχ. δ΄ ισχυρισμός είχε προβληθεί απαραδέκτως με το υπόμνημα κατ’ έφεση και όχι με το δικόγραφο της έφεσης. Ορθώς λοιπόν το Εφετείο δεν εξέτασε και τους ισχυρισμούς αυτούς.
ΕΣ/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/274/2025
Η απόφαση 274/2025 του Ελεγκτικού Συνεδρίου αφορά αίτηση αναίρεσης ομόρρυθμης εταιρείας κατά του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία ζητούσε την αναίρεση προηγούμενης απόφασης δημοσιονομικής διόρθωσης. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης, η αναιρεσείουσα εταιρεία δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η εταιρεία δεν κλητεύθηκε νόμιμα, καθώς δεν υπήρχε έκθεση επίδοσης της κλήσης. Επιπλέον, η υποτιθέμενη επίδοση στον υπογράφοντα δικηγόρο κρίθηκε άνευ εννόμων συνεπειών, διότι ο δικηγόρος δεν είχε νομιμοποιηθεί σύμφωνα με τον ν. 4700/2020, καθότι δεν είχε προσκομιστεί έγγραφο πληρεξουσιότητας. Συνεπώς, το Δικαστήριο κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της αίτησης και όρισε νέα δικάσιμο την 1η Οκτωβρίου 2025, διατάσσοντας τη νόμιμη κλήτευση όλων των διαδίκων.
ΣτΕ/839/2012
Διαδοχικές συμβάσεις σίτισης φοιτητών Πανεπιστημίου-Ένδικο βοήθημα (...)Σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη, το ένδικο βοήθημα που ασκείται ενώπιον του κατά δικαιοδοσία αρμόδιου δικαστηρίου λογίζεται, ως προς όλες τις έννομες συνέπειες, μεταξύ των οποίων και ως προς το ζήτημα της έναρξης της τοκοφορίας της ένδικης αξίωσης, ότι έχει ασκηθεί κατά το χρόνο τυχόν άσκησης προηγουμένου που απορρίφθηκε τελεσιδίκως λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας, υπό την προϋπόθεση ότι το δεύτερο αυτό ένδικο βοήθημα ασκείται από τον ενδιαφερόμενο εντός ανατρεπτικής προθεσμίας δύο μηνών από την επίδοση σε αυτόν της τελεσίδικης απορριπτικής απόφασης. Για την ταυτότητα δε του νομικού λόγου, πρέπει να θεωρηθεί ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται όχι μόνο όταν η απορριπτική για έλλειψη δικαιοδοσίας δικαστική απόφαση έχει ήδη καταστεί τελεσίδικη, αλλά και όταν το ένδικο βοήθημα ενώπιον του έχοντος δικαιοδοσία δικαστηρίου ασκείται πριν από την τελεσιδικία της ως άνω απόφασης, αφού με τον τρόπο αυτό εκπληρώνεται ο σκοπός της παραπάνω διατάξεως που συνίσταται στην επίλυση των εκκρεμών υποθέσεων σε σύντομο διάστημα και στην προστασία των ενδιαφερομένων, οι οποίοι με την εσφαλμένη άσκηση ενδίκου βοηθήματος ενώπιον δικαστηρίου στερουμένου δικαιοδοσίας κινδυνεύουν να απολέσουν τόκους. Εξάλλου, στο από 23.1.2003 υπόμνημα – έκθεση απόψεών του ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου ... το αναιρεσείον αναφέρει ότι κατά της 4913/2001 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ... ο αναιρεσίβλητος άσκησε την από 13.9.2001 έφεσή, η οποία στις 23.1.2003 εκκρεμούσε ενώπιον του Εφετείου .... Επομένως και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 9 παρ. 4 του ν. 1649/1986 καθόρισε ως ημερομηνία έναρξης της τοκοφορίας την ημερομηνία επίδοσης της αγωγής ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου ..., τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Δια ταύτα Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση
ΔΕΔ/Θεσ/664/2025
Η Απόφαση 664/2025 της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών απορρίπτει την ενδικοφανή προσφυγή που υπέβαλε η κληρονόμος κατά πράξης διοικητικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος φορολογικού έτους 2021, συνολικού ποσού €32.892,78. Η προσφεύγουσα ζητούσε την ακύρωση της πράξης με την οποία η Δ.Ο.Υ. Δ΄ Θεσσαλονίκης δεν είχε αποδεχθεί ως ανείσπρακτα μισθώματα ύψους €32.400,00. Η Δ.Ε.Δ. έκρινε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 39 παρ. 4 του ΚΦΕ, καθώς η αγωγή που προσκομίστηκε δεν συνοδευόταν από έκθεση επίδοσης κατά την προθεσμία υποβολής της δήλωσης, ενώ επιπλέον η εν λόγω αγωγή είχε ματαιωθεί λόγω του θανάτου του πατέρα της (από 18/09/2021) και δεν υπήρξε νέα διεκδίκηση των μισθωμάτων.
ΔΕΔ/Αθ/746/2025
Η απόφαση 746/2025 της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ) αφορά την απόρριψη ενδικοφανούς προσφυγής εταιρείας κατά Πράξης Επιβολής Προστίμου ύψους 100,00€, βάσει του άρθρου 53 του ν.5104/2024. Το πρόστιμο επιβλήθηκε από το ΚΕ.ΦΟ.ΔΕ Αττικής λόγω εκπρόθεσμης υποβολής των καταστάσεων φορολογικών στοιχείων πελατών-προμηθευτών (ΜΥΦ) για τον Δεκέμβριο του 2018. Η υποβολή πραγματοποιήθηκε στις 26/05/2019, ενώ η καταληκτική ημερομηνία για τη διόρθωση αποκλίσεων (ΠΟΛ. 1195/2019) ήταν η 20/05/2019. Η προσφεύγουσα προέβαλε ότι η πράξη επιβολής προστίμου ήταν ασαφής ως προς την παράβαση και ότι η έκθεση διαπιστώσεων δεν ανέφερε τον αριθμό των εκπρόθεσμων καταστάσεων. Η ΔΕΔ απέρριψε τους ισχυρισμούς, κρίνοντας ότι η εκπρόθεσμη υποβολή ήταν τεκμηριωμένη και ότι η εταιρεία είχε πρόσβαση στα στοιχεία των δηλώσεων μέσω του ιστορικού υποβολών της (taxis). Ως εκ τούτου, επικυρώθηκε η οριστική φορολογική υποχρέωση των 100,00 ευρώ.
ΕΣ/ΤΜΗΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ/594/2025
Η απόφαση αφορά έφεση κατά των καταλογιστικών πράξεων της Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στην Π.Ε. Λασιθίου Κρήτης, με τις οποίες επιβλήθηκε καταλογισμός συνολικού ποσού 11.575,60 ευρώ σε βάρος του εκκαλούντος, Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της Δημοτικής Επιχείρησης Ύδρευσης Αποχέτευσης Αγίου Νικολάου (ΔΕΥΑΑΝ). Το ποσό αφορούσε έλλειμμα στη χρηματική διαχείριση του ν.π.ι.δ. Κατά τη συζήτηση, το ν.π.ι.δ. ΔΕΥΑΑΝ, το οποίο ήταν παθητικός διάδικος, δεν παραστάθηκε. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η κλήση προς τη ΔΕΥΑΑΝ επιδόθηκε μόλις 12 ημέρες πριν τη συζήτηση, παραβιάζοντας την ελάχιστη προθεσμία των τριάντα (30) πλήρων ημερών του ν. 4700/2020. Επιπλέον, στην έκθεση επίδοσης δεν αναφερόταν ρητά η ιδιότητα της παραλαμβάνουσας ως νόμιμης εκπροσώπου. Ως εκ τούτου, κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της έφεσης και διατάχθηκε ο ορισμός νέας δικασίμου για τη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση όλων των διαδίκων.
ΑΕΠΠ/620/2019
Η προσφεύγουσα εταιρία αίτησε την ακύρωση της Απόφασης της αναθέτουσας αρχής (ΑΔΑ: ...) που αφορούσε τον δημόσιο ανοικτό ηλεκτρονικό διαγωνισμό για την 'Παροχή Υπηρεσιών Μυοκτονίας και Απεντόμωσης στα [...] των Νησιών [...]' με προϋπολογισμό €152.024,73. Ανέφερε τρεις βασικούς λόγους: (1) έλλειψη ψηφιακής υπογραφής στις τεχνικές και οικονομικές προσφορές του προσωρινού αναδόχου, (2) εσφαλμένη συμπλήρωση του Ευρωπαϊκού Ενιαίου Εγγράφου Σύμβασης (ΕΕΕΣ), και (3) παράλειψη αναφοράς όλων των τμημάτων του διαγωνισμού στις προσφορές. Η αρχή επικύρωσε τις ενέργειες της επιτροπής, αλλά η ΑΕΠΠ έκρινε ότι οι παραβάσεις οδηγούν σε ακυρότητα.
ΕΑΔΗΣΥ/661/2025
Η προσφεύγουσα εταιρεία ζητεί την ακύρωση της απόφασης κατακύρωσης του διαγωνισμού (Α/Α ΕΣΗΔΗΣ: ...) για την ανάθεση υπηρεσιών (CPV ... και CPV ...). Επιπλέον, καταγγέλλει την παρανόμηση της απόφασης που απέρριψε την προσφορά της λόγω υποβολής ανακριβούς Ευρωπαϊκού Ενιαίου Εγγράφου Σύμβασης (ΕΕΕΣ), όπου δεν ανέφερε προηγούμενες ποινικές ρήτρες για πλημμελή εκτέλεση συμβάσεων. Αμφισβητεί τη νομιμότητα της επιβολής ρητρών Συμφωνιών Επιπέδου Υπηρεσιών (SLA) ως κριτηρίου αποκλεισμού και τη διαφοροποιημένη μεταχείριση των συμμετεχόντων. Το αντικείμενο της σύμβασης αφορά την παροχή συγκεκριμένων υπηρεσιών με εκτιμώμενη αξία 468.406 € (χωρίς ΦΠΑ) και δικαίωμα προαίρεσης 208.560 €.