Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΣΤΕ/3037/2000

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:

ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ-ΚΩΛΥΜΑΤΑ ΕΚΛΟΓΙΜΟΤΗΤΑΣ:προέκυψε κατά την ανέλεγκτη ουσιαστική εκτίμηση του δικαστηρίου ότι ο αναιρεσείων είχε αναλάβει την εκτέλεση μέσα σε προθεσμία δύο μηνών του έργου της διαμόρφωσης του γηπέδου καλαθοσφαίρισης της εν λόγω κοινότητας αντί εργολαβικού ανταλλάγματος 1.570.000 δραχμών και η οποία σύμβαση, ασχέτως αν αφορούσε την εκτέλεση νέων υπερσυμβατικών εργασιών, ήταν ακόμα εκκρεμής κατά την ημέρα ανακήρυξης των υποψηφίων για τις δημοτικές εκλογές της 11.10.1998, απορρίφθηκε δε ως αναπόδεικτος ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι και οι νέες αυτές εργασίες είχαν ήδη ολοκληρωθεί πριν από την κατάρτιση της επίμαχης σύμβασης. Με τα δεδομένα αυτά το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι υφίστατο πράγματι κώλυμα εκλογιμότητας του εκκαλούντος (ήδη αναιρεσείοντος) σύμφωνα με το προαναφερθέν άρθρο 47 παρ. 2 του ΔΚΚ και με τις σκέψεις αυτές απέρριψε ως αβάσιμο σχετικό λόγο εφέσεώς του κατά της πρωτόδικης αποφάσεως, η οποία είχε δεχθεί κατά το αντίστοιχο μέρος την ένσταση του ήδη αναιρεσιβλήτου και είχε ακυρώσει την εκλογή του αναιρεσείοντος ως δημάρχου …. Η κρίση αυτή της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στην οποία το δικαστήριο της ουσίας κατέληξε μετά από ανέλεγκτη κατ' αναίρεση εκτίμηση των στοιχείων του φακέλου, μεταξύ των οποίων, όπως ρητά βεβαιώνεται, και το υπ' αριθμ. 22193/5.11.1998 έγγραφο του Τμήματος ΤΥΔΚ της Διεύθυνσης Αυτοδιοίκησης και Αποκέντρωσης της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας ως προς τον υπερσυμβατικό χαρακτήρα του εκτελεσθέντος έργου, είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, τα περί του αντιθέτου δε προβαλλόμενα με την υπό κρίση αίτηση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα, καθ' ό μέρος δε πλήττεται δι 'αυτών η ανέλεγκτη ουσιαστική εκτίμηση του δικαστηρίου της ουσίας είναι απορριπτέα ως απαράδεκτα.(...)Απορρίπτει την υπό κρίση αίτηση.

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΣΤΕ/1667/2011

Εκπόνηση μελέτης.... Επειδή, όταν μία σύμβαση παραπέμπει ως προς ορισμένο θέμα σε κανονιστική ρύθμιση που περιέχεται σε τυπικό νόμο ή κανονιστική πράξη και η οποία ρυθμίζει περισσότερες περιπτώσεις με διαφορετικό τρόπο τάσσοντας συγκεκριμένες κατά περίπτωση προϋποθέσεις εφαρμογής, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την έννοια της συμβατικής αυτής ρήτρας παραπομπής, δηλαδή ως προς ποια είναι η εφαρμοστέα, κατά τη βούληση των συμβαλλόμενων μερών, ρύθμιση στις μεταξύ τους συμβατικές σχέσεις, αποτελεί ουσιαστική εκτίμηση συμβατικού όρου, η ορθότητα της οποίας, ως εκτίμηση πραγμάτων, δεν ελέγχεται αναιρετικώς, ει μη μόνον από πλευράς αιτιολογίας της δικαστικής κρίσεως. Περαιτέρω, εάν μεν, κατά την ουσιαστική εκ μέρους του δικαστηρίου της ουσίας εκτίμηση της ρήτρας παραπομπής, βούληση των συμβαλλομένων μερών είναι η εφαρμογή των διατάξεων του νόμου ως έχουν, δηλαδή σύμφωνα με τις περιεχόμενες στις διατάξεις διακρίσεις και με τη συνδρομή των προβλεπομένων προϋποθέσεων εφαρμογής κατά περίπτωση, τότε η ορθότητα της δοθείσης από το δικαστήριο της ουσίας ερμηνείας των κατά παραπομπή εφαρμοστέων διατάξεων του νόμου ελέγχεται πλήρως κατά την ορθότητά της από τον αναιρετικό δικαστή, με κριτήριο την αληθή έννοια του νόμου. Εάν, όμως, κατά την ως άνω ανέλεγκτη αναιρετικώς ουσιαστική εκτίμηση του δικαστηρίου, ο σχετικός συμβατικός όρος έχει την έννοια ότι η ρύθμιση στην οποία γίνεται παραπομπή εφαρμόζεται κατά την βούληση των μερών εν πάση περιπτώσει, ανεξαρτήτως δηλαδή της συνδρομής των τασσομένων στις οικείες διατάξεις ειδικότερων προϋποθέσεων εφαρμογής, τότε η εν λόγω ρύθμιση αποσπώμενη από τις διατάξεις του νόμου αποτελεί πλέον συμβατικό όρο και προσλαμβάνει ως εκ τούτου την έννοια που της αποδίδουν οι συμβαλλόμενοι, ανεξαρτήτως εάν συντρέχουν οι κατά το νόμο προϋποθέσεις εφαρμογής της. Η δε κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ως προς την έννοια αυτή του συμβατικού όρου, ως κρίση πραγμάτων, δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, ει μη μόνον από πλευράς αιτιολογίας. Επειδή, κατόπιν επιλύσεως των ανωτέρω παραπεμφθέντων ζητημάτων, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί προς περαιτέρω εξέταση των προβαλλομένων λόγων αναιρέσεως στο ΣΤ΄ Τμήμα αυτού.


ΣΤΕ/ΕΑ/379/2012

Εκτέλεση έργου....Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, εφ’ όσον, κατά τα εκτιθέμενα στην ως άνω απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής, η εταιρεία «.... Α.Ε.» είχε μελετήσει στην τεχνική προσφορά της την κατάλληλη διαμόρφωση του εδάφους, ώστε τα προσφερόμενα από αυτήν αντλιοστάσια να παραμένουν πλήρως υπόγεια, η τεχνική λύση που προσέφερε διέφερε από αυτήν της αιτούσης και συνεπώς, δεν πιθανολογείται σοβαρά ότι συνέτρεχε περίπτωση παραβάσεως της αρχής του ενιαίου μέτρου κρίσεως, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από την αιτούσα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα, ενώ καθ’ ο μέρος πλήττουν την ανέλεγκτη ουσιαστικώς κρίση της Διοικήσεως είναι απορριπτέα ως απαράδεκτα.Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, οι υπό κρίση συνεκδικαζόμενες αιτήσεις πρέπει να απορριφθούν και να γίνουν δεκτές οι παρεμβάσεις των εταιρειών «....» και της κοινοπραξίας «....» στην πρώτη των υπό κρίση αιτήσεων και των εταιρειών «....» και της κοινοπραξίας «.....» στην δεύτερη των υπό κρίση αιτήσεων. Συνεκτιμώντας δε τις περιστάσεις η Επιτροπή Αναστολών κρίνει ότι πρέπει να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των εταιρειών «...».


ΕΣ/ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ/431/2018

ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟΙ:αίτηση για αναίρεση της 1396/2014 απόφασης του  VΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου(...)Με την προσβαλλόμενη απόφαση κρίθηκε ότι η έφεση του ήδη αναιρεσείοντος, με την οποία ζήτησε την ακύρωση της 3442/21.9.2011 καταλογιστικής απόφασης του Οικονομικού Επιθεωρητή της Οικονομικής Επιθεώρησης Δυτικής Μακεδονίας, ασκήθηκε χωρίς την τήρηση της νόμιμης διαδικασίας(...)Προβάλλεται ακόμη ότι η απόρριψη της έφεσης ως απαράδεκτης συνιστά δυσανάλογη κύρωση σε βάρος του αναιρεσείοντος, ο οποίος επεδίωξε την επί της ουσίας εκδίκασή της, παριστάμενος δια πληρεξουσίου δικηγόρου κατά τη συζήτησή της, ενώ παραβιάζεται και το άρθρο 46 του π.δ. 1225/1981, αφού δεν προέκυψε δικονομική βλάβη του αντιδίκου. Και οι λόγοι αυτοί πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι αφενός γιατί ο θεσπισθείς ως αποκλειστικός δικονομικός τύπος άσκησης έφεσης, όπως κρίθηκε με την αναιρεσιβαλλομένη δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, αφετέρου ο κανόνας του άρθρου 52 του π.δ. 1225/1981 ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, ανεξαρτήτως της συνδρομής ή μη βλάβης στο πρόσωπο των διαδίκων και δεν συνιστά δικονομική ακυρότητα.(...)Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναίρεσης, η ένδικη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη


ΝΣΚ/283/2013

Δημόσιες συμβάσεις που χαρακτηρίζονται “απόρρητες” ή η εκτέλεση των οποίων πρέπει να συνοδεύεται από “ιδιαίτερα μέτρα ασφαλείας”.Εφ’ όσον κατά την ουσιαστική και ανέλεγκτη κρίση της διοίκησης συντρέχουν πράγματι, οι ανωτέρω στις οικείες θέσεις εκτιθέμενοι και επικαλούμενοι από τη διοίκηση λόγοι λήψεως ιδιαιτέρων μέτρων ασφαλείας και λόγοι απορρήτου, δικαιολογείται ο χαρακτηρισμός της υπό σύναψη δημόσιας σύμβασης ως απόρρητης και συνοδευόμενης κατά την εκτέλεσή της από ιδιαίτερα μέτρα ασφαλείας, κατά την προσδοθείσα στην παρούσα έννοια του απορρήτου και των ιδιαιτέρων μέτρων ασφαλείας και, επομένως, η υπό σύναψη σύμβαση είναι εξαιρετέα από το πεδίο εφαρμογής του π.δ. 60/2007, σύμφωνα με το άρθρο 11 αυτού.

ΣΤΕ 482/2016

Εξαρτημένη εργασία-ασφαλιστικές εισφορές:..το δικάσαν διοικητικό εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς τα χρησιμοποιηθέντα κριτήρια βάσει των οποίων δέχθηκε ότι οι επίμαχες συμβάσεις μισθώσεως έργου υπέκρυπταν σχέσεις με τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της εξαρτημένης εργασίας, καθόσον αν και στήριξε την κρίση του στην από 4.2.2000 έκθεση ελέγχου των αρμοδίων υπαλλήλων του Ι.Κ.Α., εντούτοις δεν αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση του τα στοιχεία που πιστοποιούσαν ότι πράγματι τα ανωτέρω πρόσωπα παρείχαν την εργασία τους υπό την εποπτεία και την καθοδήγηση των οργάνων του Δημοσίου, δηλαδή, ποια ήταν τα όργανα αυτά και ποιες συγκεκριμένες πράξεις τους καταδείκνυαν την εν λόγω εποπτεία, ούτε αναφέρεται ποια συγκεκριμένα από τα ανωτέρω πρόσωπα μονιμοποιήθηκαν. Η προπαρατεθείσα, όμως, κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη, διότι, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα στοιχεία του φακέλου (μεταξύ των οποίων μνημονεύονται ρητώς στην προσβαλλόμενη απόφαση οι οικείες συμβάσεις, η σχετική έκθεση ελέγχου κ.λ.π.), δεν απαιτείτο δε για την πληρότητα της αιτιολογίας η παράθεση των ονοματεπωνύμων των προσώπων που ασκούσαν εποπτεία και των συγκεκριμένων ενεργειών με τις οποίες εκδηλωνόταν η εποπτεία αυτή. Εξάλλου, ο περαιτέρω προβαλλόμενος λόγος του αναιρεσείοντος Δημοσίου ότι το δικάσαν δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε το βεβαιούμενο στην έκθεση ελέγχου γεγονός της μονιμοποίησης πολλών εκ των ανωτέρω απασχοληθέντων, παραλείποντας για το νόμιμο της κρίσης του να αναφέρει έστω και ενδεικτικώς τα ονοματεπώνυμα ορισμένων εξ αυτών είναι απορριπτέος ως ερειδόμενος επί αναληθούς προϋποθέσεως, καθόσον στην έκθεση ελέγχου, όπως το περιεχόμενο αυτής περιγράφεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, καμία σχετική αναφορά δεν γίνεται σε μονιμοποίηση ορισμένων εκ των προσώπων αυτών. Συνεπώς, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο ως άνω περί πλημμελούς αιτιολογίας λόγος αναιρέσεως. Εξάλλου, κατά το μέρος που με τον λόγο αυτόν πλήττεται η ανέλεγκτη κατ’ αναίρεση περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και η εκτίμηση από αυτό των αποδείξεων, ο λόγος είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.


ΣΤΕ/4270/2012

Επειδή, από την αμφισβήτηση της νομιμότητας της προσβαλλομένης πράξεως, με την οποία ακυρώθηκε, κατόπιν διοικητικής προσφυγής, η επαγγελματική άδεια πωλητή Λαϊκών Αγορών, που είχε χορηγηθεί στον αιτούντα, γεννάται ήδη, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 4 περ. η΄ του ν. 1406/1983 (51 παρ. 1 ν. 3659/2008), 1 παρ. 1 περ. ιβ΄ εδαφ. τελευταίο του ν. 702/1977 (47 παρ. 1 ν. 3900/2010) και 50 του ν. 3900/2010, διοικητική διαφορά ουσίας αρμοδιότητος του διοικητικού πρωτοδικείου. Πρέπει, συνεπώς, σύμφωνα και με το άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 1968/1991, το κρινόμενο ένδικο βοήθημα να αναπεμφθεί στο κατά τόπο αρμόδιο Διοικητικό Πρωτοδικείο … (άρθρο 7 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ν. 2717/1999, Α΄ 97, σε συνδυασμό με το άρθρο μόνο, Α΄ 11 του π.δ/τος 404/1978, Α΄ 83) για να εκδικασθεί ως προσφυγή ουσίας.


ΝΣΚ/222/2013

Δυνατότητα ή μη ανάκλησης της διαπιστωτικής πράξης αυτοδίκαιης λύσης της υπαλληλικής σχέσης συνεπεία παραιτήσεως υπαλλήλου, λόγω πλάνης του ως προς την ύπαρξη του συνταξιοδοτικού του δικαιώματος.Ενόψει της πλοκής του διδόμενου ιστορικού, εναπόκειται στην, κατόπιν αιτιολογημένης κρίσης, αποκλειστική ουσιαστική εκτίμηση της διοίκησης περί του συγγνωστού ή μη της επικαλούμενης πλάνης του αιτούντος, κατά τα παραπάνω, οπότε, σε καταφατική και μόνο περίπτωση, δύναται αυτή να προχωρήσει στην ανάκληση της διαπιστωτικής πράξης αυτοδίκαιης λύσης της υπαλληλικής του σχέσης λόγω παραιτήσεώς του.


ΣΤΕ/4179/2011

Εκτέλεση έργου.:Υπό τα δεδομένα αυτά και ενόψει όσων έχουν ήδη εκτεθεί ανωτέρω, το ζήτημα της υπάρξεως ή μη υποχρεώσεως της αναδόχου περί καταβολής της επιδίκου κρατήσεως ετέθη το πρώτον κατά τη σύνταξη του προμνησθέντος συγκριτικού πίνακος, στον οποίο δεν περιελήφθη ειδική πρόβλεψη περί αποδόσεως στην ανάδοχο της ήδη καταβληθείσης υπ’ αυτής κρατήσεως. Η τελευταία αυτή κράτηση, επιβληθείσα επί του εργολαβικού ανταλλάγματος, μετά τη σύναψη της οικείας συμβάσεως, επέφερε, κατ’ ανάγκην, εκ των υστέρων μεταβολή του ύψους του, μεταβολή, δηλαδή, η οποία, κατά τα ήδη εκτεθέντα, αποτελεί περιεχόμενο του συγκριτικού πίνακος. Με την παράλειψη δε αυτή, η οποία επιβεβαιώθηκε διά της εκδόσεως της απορριπτικής της ενστάσεως της αναδόχου αποφάσεως, με την οποία ενεκρίθη ο οικείος συγκριτικός πίνακας και το συνοδεύον αυτόν πρωτόκολλο, εξεδηλώθη για πρώτη φορά η βούληση της Διοικήσεως περί επιβολής της κρατήσεως του άρθρου 27 παρ. 34 του ν. 2166/1993. Αντιθέτως, με τους προγενεστέρους του συγκριτικού πίνακος λογαριασμούς, στους οποίους δεν περιελήφθη πρόβλεψη περί καταβολής της επιδίκου κρατήσεως, ουδόλως εξεδηλώθη ρητή βούληση της Διοικήσεως περί επιβαρύνσεως της αναδόχου με την ως άνω κράτηση και, ως εκ τούτου, η τελευταία δεν ηδύνατο να στραφεί κατά των εγκριτικών των λογαριασμών της πράξεων, οι οποίοι, κατά το μέρος αυτό, ουδεμία πλημμέλεια είχαν. Εξάλλου, η ανάδοχος ούτε επ’ ευκαιρία της εξοφλήσεως των λογαριασμών αυτών ηδύνατο να θέσει ζήτημα αποδόσεως των ποσών, τα οποία αντιστοιχούσαν στην εν λόγω κράτηση, δεδομένου ότι, κατά τη διαδικασία πιστοποιήσεώς τους, δεν εξεδόθη πράξη, της αρμοδίας υπηρεσίας περί επιβολής της επιδίκου κρατήσεως εις βάρος της, όλοι δε οι περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι εκ μέρους του αναιρεσείοντος Δημοσίου λόγοι είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι διότι πλήσσουν την αναιρετικώς ανέλεγκτο περί των πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, δεδομένου ότι ερείδονται επί πραγματικού, το οποίο δεν εδέχθη το δικάσαν δικαστήριο. Εκ μόνης δε της καταβολής της κρατήσεως αυτής εκ μέρους της αναιρεσιβλήτου δεν δύναται να συναχθεί ότι η τελευταία απεδέχθη ότι εβαρύνετο, τελικώς, με την εν λόγω κράτηση. Επομένως, ορθώς η αναιρεσίβλητος εστράφη κατά του συγκριτικού πίνακος, ο οποίος, κατά το μέρος, το οποίο δεν προέβλεψε την απόδοση σε αυτήν της ήδη καταβληθείσης κρατήσεως, απετέλεσε την μόνη βλαπτική των εννόμων συμφερόντων της αναδόχου πράξη, παραδεκτώς δε, εν συνεχεία, προσέφυγε η τελευταία ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, μετά την τήρηση της προβλεπομένης εκ του νόμου διοικητικής διαδικασίας επιλύσεως της συγκεκριμένης διαφοράς, η οποία, όπως έχει ήδη εκτεθεί, δεν ετελεσφόρησε.(..)η κρινομένη αίτηση είναι απορριπτέα εν τω συνόλω της.


ΣΤΕ/726/2022

ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:ζητείται ἐν ταὐτῷ η αναστολή εκτελέσεως και η ακύρωση της 1554/2021 αποφάσεως της Αρχής Εξετάσεως Προδικαστικών Προσφυγών (ΑΕΠΠ). Με την πράξη αυτήν της ΑΕΠΠ, κατ’ αποδοχήν προσφυγής εταιρείας («... Α.Ε.»), ανταγωνίστριας της ήδη αιτούσας, ακυρώθηκε πράξη της αναθέτουσας Αρχής, η οποία είχε κρίνει την προσφορά της αιτούσας ως αποδεκτή και την είχε ανακηρύξει μειοδότη και προσωρινό ανάδοχο σε διαδικασία αναθέσεως δημοσίας συμβάσεως έργου(...)Επειδή, περαιτέρω και βάσει όσων έχουν εκτεθεί σε προηγουμένη σκέψη ως προς την έννοια του νόμου, δεν μπορεί να πιθανολογηθεί σοβαρά παρανομία της κρίσεως που εξέφερε η ΑΕΠΠ. Η κρίση αυτή κατ’ ουσίαν συνίσταται στο ότι η αναθέτουσα Αρχή -υπό τα δεδομένα της συγκεκριμένης διαγωνιστικής διαδικασίας- υπερέβη τα άκρα όρια της διακριτικής της ευχέρειας με το να θεωρήσει σιωπηρά ότι η έκπτωση που προσέφερε η αιτούσα (31,61%), αποκλίνουσα από τις ως άνω εκπτώσεις των λοιπών τριών διαγωνιζομένων (10,54%, 7,2% και 6,99%), δεν περιείχε ένδειξη, ικανή να δημιουργήσει την υποψία ότι ενδέχεται να είναι ασυνήθιστα χαμηλή. Δεν μπορεί ωσαύτως να πιθανολογηθεί σοβαρά ότι, κρίνοντας έτσι η ΑΕΠΠ, υπερέβη τις κατά νόμον εξουσίες της ... ή ότι υπεκατέστησε ανεπιτρέπτως την ουσιαστική εκτίμηση της αναθέτουσας Αρχής.Δια ταύτα: Παραπέμπει στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου το ασκηθέν ένδικο βοήθημα «αίτηση αναστολής εκτέλεσης και ακύρωσης» σύμφωνα με το αιτιολογικό και ορίζει εισηγητή ενώπιον της Ολομελείας τον Σύμβουλο Η. Μάζο.Εξετάζει, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 7 του άρθρου 372 του ν. 4412/2016 το αίτημα αναστολής και το απορρίπτει, κατά το αιτιολογικό.Δέχεται, ως προς το αίτημα αναστολής, την παρέμβαση της εταιρείας “...”.


ΣΤΕ/3374/2011

ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΕΚΛΟΓΕΣ-ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΨΗΦΟΔΕΛΤΙΩΝ:Τέλος, με το από 19.2.2011 δικόγραφο προσθέτων λόγων, το οποίο ασκήθηκε παραδεκτώς, κατ’ άρθρο 25 παρ. 1 του π.δ. 18/1989, απορριπτομένων ως αβασίμων των όσων περί του αντιθέτου ισχυρίζεται ο πρώτος αναιρεσίβλητος με το από 14.6.2011 συμπληρωματικό του υπόμνημα, ο αναιρεσείων προβάλλει ότι το δικάσαν δικαστήριο της ουσίας δεν αντιλήφθηκε την αναμφισβήτητη συμμετοχή των παρανόμως μεταδημοτευσάντων εκλογέων στην ψηφοφορία της 14ης Νοεμβρίου, καθόσον προέβη σε εσφαλμένη σύγκριση και απόλυτη σύγχυση μεταξύ των πρωτοκόλλων ψηφοφορίας των εκλογών της 7ης Νοεμβρίου και αφετέρου της 14ης Νοεμβρίου 2011 και, ως εκ τούτου, σε παραμόρφωση του περιεχομένου του πρωτοκόλλου ψηφοφορίας της 14ης Νοεμβρίου 2011, επικαλείται δε προς απόδειξη του ισχυρισμού του αυτού δύο πίνακες, από τους οποίους στον μεν πρώτο (πίνακα) γίνεται αναφορά σε σαράντα (40) από τους πενήντα (50), κατά την ένσταση, παρανόμως μεταδημοτεύσαντες εκλογείς που ψήφισαν στον πρώην Δήμο ... στις εκλογές της 14ης Νοεμβρίου 2011 -με ρητή αναφορά των ονοματεπωνύμων και των πατρωνύμων τους, των ειδικών αριθμών του εκλογικού καταλόγου, των εκλογικών τμημάτων που άσκησαν το εκλογικό τους δικαίωμα, καθώς και των ειδικών αριθμών καταχώρησής τους στο οικείο πρωτόκολλο ψηφοφορίας, οι οποίοι, όμως, (τελευταίοι αυτοί αριθμοί) είναι διαφορετικοί σε σχέση με αυτούς που είχε επικαλεσθεί με την 29.11.2010 ένστασή του ενώπιον του δικάσαντος δικαστηρίου της ουσίας για τους ίδιους ως άνω εκλογείς-, στον δε δεύτερο (πίνακα) γίνεται αναφορά σε τέσσερεις (4) από τους δέκα (10), κατά την ένσταση, παρανόμως μεταδημοτεύσαντες εκλογείς που ψήφισαν στον πρώην Δήμο ... στις εκλογές της 14ης Νοεμβρίου 2011 –με ρητή και πάλι αναφορά στα ίδια ως άνω στοιχεία και με την ίδια ως άνω διαφοροποίηση ως προς τους ειδικούς αριθμούς καταχώρησής τους στο οικείο πρωτόκολλο ψηφοφορίας.(...)Επειδή, όπως προκύπτει από τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως, το αντικείμενο της από 29.11.2010 ενστάσεως του ήδη αναιρεσείοντος ως προς τις παράνομες μεταδημοτεύσεις εκλογέων στους πρώην Δήμους ... και ... αφορούσε τις εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 2010 και ως εκ τούτου ο προβληθείς σχετικώς (επικουρικός) λόγος ενστάσεως περί παράνομης συμμετοχής εξήντα (60) συνολικώς εκλογέων, λόγω παράνομης μεταδημότευσής τους στους πρώην Δήμους ... και ..., στις εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 2010 ήταν ορισμένος. Περαιτέρω, το δικάσαν δικαστήριο της ουσίας απάντησε στον ως άνω λόγο ενστάσεως με ρητή σκέψη. Εξάλλου, με τους προαναφερθέντες στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως λόγο αναιρέσεως και πρόσθετο λόγο αναιρέσεως ο αναιρεσείων δεν πλήττει την κύρια αυτή σκέψη της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως του δικάσαντος δικαστηρίου της ουσίας σε σχέση με το αντικείμενο της ενστάσεως ως προς τις παράνομες μεταδημοτεύσεις εκλογέων, που αφορούσε, κατά τα προεκτεθέντα, τις εκλογές της 7ης Νοεμβρίου 2010, και στην οποία στηρίζεται, κατ’ αρχήν, αυτοτελώς το διατακτικό της, αλλά το επικουρικό αιτιολογικό σκέλος της κρίσης της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως ως προς τις παράνομες μεταδημοτεύσεις εκλογέων, που αφορούσε, όμως, τις εκλογές της 14ης Νοεμβρίου 2010. Ως εκ τούτου, οι λόγοι αυτοί αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελείς(...) Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.