×
register
Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΣΤΕ/384/2020

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3669/2008, 3900/2010

Δημόσια έργα...:Επειδή, εξ άλλου, προβάλλεται ότι, εφ’ όσον δέχεται η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση ότι οι χορηγηθείσες παρατάσεις με αναθεωρήσεις συμβατικών τιμών αποκλείουν το δικαίωμα αναζητήσεως οιασδήποτε άλλης αποζημιώσεως, πλημμελώς ερμήνευσε και εφήρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 36 παρ. 11 περί οχλήσεως, 48 παρ. 8 περί παρατάσεως και 54 παρ. 15 του ν. 3669/2008 περί αναθεωρήσεως τιμών. Δια την θεμελίωση του παραδεκτού του λόγου αναιρέσεως η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι κρίση του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου αντίκειται στην υπ’ αρ. 4434/2013 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας και την υπ’ αριθμ. 1284/2011 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, δοθέντος ότι το δικάσαν Διοικητικό Εφετείο δεν διέλαβε κρίση με αυτό το περιεχόμενο.


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΣΤΕ/2475/2019

Απονομή σύνταξης...Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη αίτηση κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόντος την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση Διοικητικού Εφετείου Αθηνών στις 26.10.2017 και, επομένως, κατά τα προεκτεθέντα, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρ. 1 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010. Περαιτέρω, η κρινόμενη διαφορά ανέκυψε από αμφισβήτηση σχετικά με τον χρόνο έναρξης καταβολής στην αναιρεσείουσα σύνταξης λόγω θανάτου του συζύγου της και, επομένως, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην 4η σκέψη, έχει προσδιορίσιμο χρηματικό αντικείμενο το οποίο συνίσταται στο ποσό των συντάξεων της αναιρεσείουσας, που αντιστοιχούν στο χρονικό διάστημα από 1.12.1994 έως 8.10.1995, και ανέρχεται σε 4.437,15 ευρώ (βλ. το .....2019 έγγραφο του ... προς το Δικαστήριο με αριθμ. πρωτ. ΣτΕ ΕΠ .....2019), είναι δηλαδή κατώτερο του κατά την ανωτέρω διάταξη ποσού των 40.000 ευρώ και, συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση ασκείται απαραδέκτως κατά την παρ. 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989. Είναι δε απορριπτέα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση. Υπό τα δεδομένα δε αυτά προβάλλονται αλυσιτελώς και είναι απορριπτέοι οι περαιτέρω ισχυρισμοί της αναιρεσείουσας περί παράβασης της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και περί αντίθεσης των κρίσεων της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προς νομολογία Ανωτάτων Δικαστηρίων, ήτοι του Συμβουλίου της Επικρατείας 


ΣτΕ/1311/2017

ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:ζητείται η αναίρεση της 2915/2014 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία: α) απορρίφθηκε η αγωγή της δεύτερης αναιρεσίβλητης («... ΑΕ»), αναδόχου εκτέλεσης του δημοσίου έργου Επειδή, τέλος, προβάλλεται ότι, από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 26 παρ. 1 και 2 του ν. 1882/1990, των διατάξεων του άρθρου 1 και 2 της, κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσας, 2048300/6844-11/0016/9.8.1990 υπουργικής απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, του ν.δ/τος 17.7.-13.8.1923 και του Αστικού Κώδικα περί εκχώρησης απαίτησης, προκύπτει ότι, σε περίπτωση εκχωρηθείσας απαίτησης κατά νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, κρίσιμος χρόνος, κατά τον οποίο θα πρέπει να υφίσταται η φορολογική ενημερότητα του εκχωρητή, αποδεικνυόμενη από το πιστοποιητικό φορολογικής ενημερότητας, είναι ο χρόνος κατάρτισης της σύμβασης της εκχώρησης ή έστω της γέννησης της εκχωρούμενης έννομης σχέσης ή έστω ο χρόνος που κατέστη ληξιπρόθεσμος η εκχωρηθείσα απαίτηση, αδυναμία δε προσκόμισης του αποδεικτικού ενημερότητας μετά τα ως άνω χρονικά διαστήματα δεν αντιτάσσεται στον εκδοχέα, η δε απαίτηση μετά την εκχώρηση περιέρχεται στον εκδοχέα, κατά του οποίου δεν είναι δυνατόν να αντιταχθούν απαγορεύσεις ή περιορισμοί που αφορούν τον εκχωρητή. Ως προς το παραδεκτό του λόγου αυτού, προβάλλεται ότι δεν υπάρχει επί του ζητήματος αυτού σχετική νομολογία του Δικαστηρίου. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι η ερμηνεία των διατάξεων που επικαλείται η αναιρεσείουσα δεν είναι κρίσιμη για την επίλυση της κρινόμενης διαφοράς, ως προς το ως άνω τιθέμενο νομικό ζήτημα. Ειδικότερα, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ερμηνεύτηκε και εφαρμόστηκε η παρ. 9 του άρθρου 26 του ν. 1882/1990, η οποία προστέθηκε με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 29 του ν. 3943/2011, στην οποία ορίζεται ρητά ότι, για την καταβολή των εκχωρημένων χρηματικών απαιτήσεων, κατά νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, το αποδεικτικό ενημερότητας προσκομίζεται τόσο από τον εκχωρητή, όσο και από τον εκδοχέα, και όχι οι διατάξεις που επικαλείται η αναιρεσείουσα, δηλαδή η διάταξη του άρθρου 26 του ν. 1882/1990, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. 2048300/6844-11/0016/1990 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, η οποία, άλλωστε, είχε ήδη καταργηθεί με την 1109793/ 6134-11/0016/24.11.1999 απόφαση του Υφυπουργού Οικονομικών. Κατά συνέπεια, ο προβαλλόμενος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.Απορρίπτει την αίτηση.


ΣτΕ/769/2011

Κατά συνέπειαν, εν όψει των προεκτεθέντων, τα ανωτέρω από 1.6.1992 και 25.6.1992 έγγραφα, τα οποία επικαλείται η αναιρεσείουσα εταιρεία, πληρούν τις προϋποθέσεις χαρακτηρισμού τους ως «οχλήσεως», κατά την έννοια του άρθρου 7 παρ. 2 του ν. 1418/1984, από την επίδοση της οποίας στον κύριο του έργου θεμελιώνεται δικαίωμα αποζημιώσεως μόνον για την θετική ζημία, η οποία προκαλείται μετά από αυτήν (την επίδοση), λόγω υπερημερίας του κυρίου του έργου περί την εκπλήρωση των συμβατικών ή νομίμων υποχρεώσεών του (βλ. ΣτΕ 1009/2009). Επομένως, τα ως άνω έγγραφα ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, άρα μη νομίμως δεν ελήφθησαν υπ’ όψιν και δεν εξετιμήθησαν από το δικάσαν Εφετείο, η απόφαση του οποίου παρίσταται, κατά τούτο, πλημμελώς ητιολογημένη, κατ’ αποδοχήν ως βασίμου του σχετικού μόνου λόγου αναιρέσεως (πρβλ. ΣτΕ 1375/2007). 

ΣΤΕ/280/2020

Ανάκληση πράξης διορισμού σε Δήμο:.. Επειδή, περαιτέρω, με την αίτηση ακυρώσεως προβλήθηκε ότι καθ’ υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης, η οποία ασκείται σύμφωνα με τις αρχές της αναλογικότητας, της χρηστής διοικήσεως και της προστατευομένης εμπιστοσύνης, η πράξη διορισμού της ανακλήθηκε μετά την πάροδο μακρού χρόνου, χωρίς να ληφθεί υπόψη ότι είναι διαζευγμένη και μητέρα τεσσάρων τέκνων, εκ των οποίων η μεγαλύτερη κόρη της παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα υγείας, ενώ τα λοιπά σπουδάζουν, προσπορίζει αυτή το εισόδημά της αποκλειστικά από την εργασία της, στην οποία έχει επιδείξει άριστη συμπεριφορά και όπου είναι απαραίτητη λόγω έλλειψης προσωπικού. Προς απόδειξη της οικογενειακής και οικονομικής κατάστασής της, καθώς και των προβλημάτων υγείας του τέκνου της, η εκκαλούσα προσκόμισε ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου τα εξής: α) το από 21.5.2015 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δήμου Ν. ..., σύμφωνα με το οποίο είναι διαζευγμένη και μητέρα τεσσάρων τέκνων γεννημένων κατά τα έτη 1987, 1990, 1995 και 1997, β) αντίγραφα των από 11.6.2014 και 10.9.2013 εκκαθαριστικών σημειωμάτων φόρου εισοδήματος, οικονομικών ετών 2014 και 2013, από τα οποία προκύπτει ότι τα εισοδήματά της ανήλθαν σε 10.946,97 και 11.584,53 ευρώ αντιστοίχως, προέρχονται δε αποκλειστικά από μισθούς, γ) αντίγραφο του από 11.1.2006 εγγράφου των Εξωτερικών Ιατρείων του Γενικού Νοσοκομείου … «…», στο οποίο αναφέρεται για τη θυγατέρα της «Κρίσεις «Ε» Rp. Tbs. Trileptal 300 mg Bt No I (ένα) S=1x2 ημέρα” και δ) βεβαιώσεις σπουδών έτους 2015, των λοιπών τριών τέκνων της. Με την εκκαλούμενη απόφαση ο ως άνω λόγος ακυρώσεως απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι οι ως άνω επικαλούμενες συνθήκες της προσωπικής ζωής της εκκαλούσας, υποστηριζόμενες με τα προσκομιζόμενα στοιχεία, σε συνδυασμό με τον διαδραμόντα χρόνο της υπηρεσίας της μόλις 7 ετών, δεν συνιστούν υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης και δεν δικαιολογούν την μη ανάκληση του διορισμού της. Με την κρινόμενη έφεση προβάλλεται ότι η εκκαλούμενη απόφαση εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος, την οποία εμμέσως παραβίασε, διότι, υπό τις ως άνω περιστάσεις που αποδείχθηκαν από την εκκαλούσα και δεν αμφισβητήθηκαν από τη Διοίκηση, καθίσταται προφανές ότι η ανάκληση του διορισμού της αποτελεί μέτρο υπέρμετρα και δυσανάλογα επαχθές που υπερακοντίζει τον σκοπό του νόμου. Ισχυρίζεται δε ότι ο λόγος αυτός προβάλλεται παραδεκτώς, διότι επί του ως άνω ζητήματος δεν υφίσταται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Επειδή, λόγω της σπουδαιότητας των ζητημάτων, τόσο ως προς το εκκλητό της διαφοράς (σκέψη 4), όσο και ως προς την υιοθετηθείσα ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 27 παρ. 2 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (σκέψη 6), που ανακύπτουν κατ´ αρχήν εν προκειμένω, ενόψει των προβαλλομένων, κατά τα ανωτέρω (σκέψεις 8-9), λόγων εφέσεως, το Τμήμα κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 5 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), να παραπεμφθεί προς εκδίκαση στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος και να ορισθούν εισηγητής ο Πάρεδρος Β. Γκέρτσος και δικάσιμος η 2/4/2020.


ΣτΕ/ΕΑ/1231/2007

Στα πλαίσια της ερμηνείας των διατάξεων του άρθρου 3 παρ. 6 του Ν. 2690/1999 και της ΔΙΑΔΠ/Α/17402/2006 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εσωτερικών, Δημοσίας Διοικήσεως και Αποκεντρώσεως - Δικαιοσύνης (ΦΕΚ τ. Β 1042/1-8-2006), περί αυτεπαγγέλτου αναζητήσεως πιστοποιητικών αρμοδιότητας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, κρίθηκε, ότι η συμμετοχή σε δημόσιο διαγωνισμό δεν συνιστά «διεκπεραίωση υπόθεσης πολίτη», ώστε να υποχρεώνεται η οικεία υπηρεσία να αναζητά αυτεπαγγέλτως τα σχετικά δικαιολογητικά, τα οποία δεν προσκομίζει ο διαγωνιζόμενος κατά την κατάθεση της προσφοράς του.


ΕΣ/ΤΜ.6/2704/2010

Υπηρεσίες συντήρησης και επισκευής εργοστασίου...ζητείται η ανάκληση της 207/2010 πράξης του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου...Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη ΙΙΙ, το Τμήμα κρίνει η επίμαχη σύμβαση, ο χαρακτηρισμός της οποίας διέπεται αποκλειστικά, δεδομένου του ύψους της προϋπολογιζόμενης δαπάνης της (59.940.900,00 ευρώ), από τις διατάξεις του π.δ. 60/2007 αποτελεί σύμβαση παροχής υπηρεσιών και όχι δημοσίου έργου, καθώς αντικείμενό της είναι η παροχή υπηρεσιών αποκομιδής και ανακύκλωσης απορριμμάτων αλλά και η παροχή υπηρεσιών συντήρησης και επισκευών, ακόμα δε κι αν θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει και την εκτέλεση εργασιών δημοσίου έργου, κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 3669/2008 (εξασφάλιση και διατήρηση της στεγανότητας των υαλοστασίων όλων των θαλάμων ελέγχου, εξασφάλιση της άρτιας λειτουργίας όλων των μέσων ελέγχου και περιορισμού των οσμών, του θορύβου και της σκόνης, συντήρηση της κτιριακής υποδομής του εργοστασίου και των δομικών κατασκευών του), αυτές αποτελούν μικρό μόνο μέρος του συνολικού της αντικειμένου, στο οποίο προέχουν οι υπόλοιπες προαναφερόμενες υπηρεσίες (βλ. ΕλΣ VI Tμ. απόφαση 3732/2009 και πράξη 10/2009). Επομένως, ορθώς κρίθηκε με την προσβαλλόμενη πράξη ότι τόσο ως προς την ανάθεση όσο και ως προς την εκτέλεσή της η επίμαχη σύμβαση αποτελεί δημόσια σύμβαση υπηρεσιών και όχι έργου, ο υπό στοιχείο δε α λόγος ανάκλησης πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος. Περαιτέρω όμως, το Τμήμα κρίνει ότι το Κλιμάκιο έκρινε ορθώς, ότι η πρόβλεψη, στην οικεία διακήρυξη, στα τεύχη δημοπράτησης και στην επίμαχη σύμβαση, των επίμαχων περί αναλογικής εφαρμογής διατάξεων της νομοθεσίας περί δημοσίων έργων όρων δεν είναι νόμιμη κατά το μέρος που αφορά τον όρο περί αναλογικής εφαρμογής των περί αναθεώρησης τιμών στα δημόσια έργα διατάξεων καθώς, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη ΙV, οι διατάξεις περί αναθεώρησης τιμών στα έργα των Ο.Τ.Α. Α΄ Βαθμού (άρθρο 54 του ν. 3669/2008), προσιδιάζουν μόνο σε συμβάσεις εκτέλεσης έργων και όχι σε συμβάσεις παροχής υπηρεσιών. Εσφαλμένα δε το Κλιμάκιο έκρινε κατά τα λοιπά, διότι ούτε στη διακήρυξη ούτε στο τιμολόγιο μελέτης ούτε στην προσφορά του αναδόχου της σύμβασης έχει υπολογιστεί επί των επιμέρους τιμών της σύμβασης προσαύξηση υπέρ του αναδόχου με τη μορφή σταθερού ποσοστού, ενώ στον όρο 2 μστ΄ του τιμολογίου μελέτης αναφέρεται ότι «οι δαπάνες, που δεν κατονομάζονται στην παρούσα ρητά … έχουν ενσωματωθεί στις μνημονευθείσες ως άνω δαπάνες και συνεπώς καταβάλλονται στον ανάδοχο μέσω της καταβολής του εργολαβικού ανταλλάγματος.», κι επομένως το Τμήμα κρίνει ότι δεν έχει προβλεφθεί η καταβολή στον ανάδοχο ποσού για γενικά έξοδα και εργολαβικό όφελος ποσοστού 18% ή 28% επί του τιμήματος της σύμβασης, σύμφωνα με τα άρθρα 3 παρ. 7 του π.δ/τος 28/1980 και 17 παρ. 7 του ν. 3669/2008, όπου δε στην οικεία διακήρυξη, στα τεύχη δημοπράττησης αλλά και στην επίμαχη σύμβαση αναφέρονται οι όροι «εργολαβικό» ή «οικονομικό» αντάλλαγμα ή όφελος νοείται η αμοιβή του αναδόχου (το τίμημα) για την εκτέλεση της σύμβασης. Και αυτή όμως η μη νόμιμη πρόβλεψη στην οικεία διακήρυξη, στα τεύχη δημοπράτησης και στην επίμαχη σύμβαση της αναλογικής εφαρμογής των περί αναθεώρησης τιμών στα δημόσια έργα διατάξεων καθώς και των διατάξεων που αναφέρονται στον καθορισμό νέων τιμών μονάδος και τις πληρωμές του αναδόχου οφείλεται, κατά την κρίση του Τμήματος σε συγγνωστή πλάνη των αρμοδίων οργάνων του ..., η οποία οφείλεται στο γεγονός ότι το Ζ΄ Κλιμάκιο έκρινε σιωπηρώς ως νόμιμο, με την 281/2009 πράξη του, ακριβώς ίδιο όρο που είχε περιληφθεί στη διακήρυξη και το σχέδιο σύμβασης του .... για τις «Επείγουσες Υπηρεσίες υποστήριξης, λειτουργίας, συντήρησης και επισκευής του ΕΜΑ» αλλά και στο γεγονός ότι τόσο η Μονάδα Παρακολούθησης Διαγωνισμών και Συμβάσεων του Κέντρου Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Οικονομικού Δικαίου όσο και το Συμβούλιο Δημοτικών και Κοινοτικών Έργων και Θεώρησης Μελετών γνωμοδότησαν θετικά υπέρ του επίμαχου όρου, κατά τον εκ μέρους τους έλεγχο της διακήρυξης και των τευχών δημοπράτησης της επίμαχης σύμβασης, καθώς καμία παρατήρηση ή επιφύλαξη επ’ αυτού δεν διατύπωσαν.Ανακαλεί τη 207/2010 πράξη του Ζ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.


ΣΤΕ/1314/2018

Eπιβολή τελών καθαριότητας και φωτισμού:..εν πάση περιπτώσει, όπως ρητώς δέχεται η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση [γεγονός, άλλωστε, που είχε δεχθεί και ο αναιρεσείων Δήμος με την έφεσή του .. αλλά και με την κρινόμενη αίτηση .., απαραδέκτως δε αμφισβητεί τούτο με το κατατεθέν μετά τη συζήτηση της υποθέσεως από 24.4.2017 υπόμνημα], οι χώροι για τους οποίους επιβλήθηκαν τα επίδικα ποσά του ενιαίου ανταποδοτικού τέλους καθαριότητας και φωτισμού περιλαμβάνονται στην χερσαία ζώνη του λιμένος .., η οποία όχι μόνον κείται εκτός σχεδίου πόλεως, αλλά αποτελεί, κατά τα εκτεθέντα στην σκέψη 4, κοινόχρηστο χώρο, με συνέπεια η αναιρεσίβλητη εταιρεία να μην οφείλει στον αναιρεσείοντα Δήμο τέλος καθαριότητος και φωτισμού για τους χώρους αυτούς και τις εντός αυτών εγκαταστάσεις, σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά, καθ` ερμηνεία των παγίων περί του εν λόγω τέλους διατάξεων, στην αυτή ως άνω σκέψη σε συνδυασμό με τα εκτεθέντα στην σκέψη 3. Ενόψει δε του ότι η αναιρεσίβλητη εταιρεία δεν οφείλει το επίδικο τέλος σύμφωνα με τις πάγιες περί αυτού διατάξεις, αλυσιτελώς ο αναιρεσείων Δήμος προβάλλει, με το ανωτέρω υπόμνημά του, ότι δεν συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της νεώτερης διατάξεως του άρθρου 13 του ν. 4337/2015 (Α΄ 129).Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, και ανεξαρτήτως της ειδικότερης αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η υπό κρίση αίτηση είναι απορριπτέα στο σύνολό της.

ΣΤΕ/1139/2019

Φορολογία κληρονομιών. Παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου να εκδώσει και κοινοποιήσει πράξη επιβολής κύριου και προσθέτου φόρου λόγω υποβολής ανακριβούς δηλώσεως. Με απόφαση της Ολομελείας κρίθηκε ότι τα άρθρα 10 του Ν. 3790/2009, 82 του Ν. 3842/2010, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 92 παρ. 3 περ. β` του Ν. 3862/2010, περί παράτασης του χρόνου της παραγραφής, αντίκεινται στο Σύνταγμα. Εσφαλμένη αντίθετη κρίση της προσβαλλόμενης απόφασης. Η αναίρεση ασκήθηκε παραδεκτά κατά το άρθρο 12 παρ. 1 του Ν. 3900/2010. Δεκτές η αναίρεση και η προσφυγή (αναιρεί την αριθ. 572/2015 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών)


ΝΣΚ/460/2013

Ζητήματα σχετιζόμενα με τη συμμόρφωση της Διοίκησης προς τελεσίδικη απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά και εφαρμογή ή μη της διατάξεως της παρ.1 του άρθρου 4 του ν. 3068/2002 περί αναγκαστικής εγγυοδοσίας εκ μέρους της προμηθεύτριας εταιρείας. Η γνωμοδότηση πραγματεύεται, υπό συγκεκριμένο πραγματικό, ζητήματα σχετιζόμενα με τον τρόπο συμμόρφωσης της Διοίκησης προς την ακυρωτικού χαρακτήρα υπ’ αριθμ. 160/2013 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, την καταβολή ή μη τόκων στην προμηθεύτρια εταιρεία και την εφαρμογή ή μη της διατάξεως της παρ.1 του άρθρου 4 του ν. 3068/2002 περί αναγκαστικής εγγυοδοσίας εκ μέρους αυτής, στα πλαίσια εκτέλεσης της ως άνω αποφάσεως. Το τρίτο ερώτημα, κατά την ομόφωνη γνώμη του Τμήματος, πρέπει να παραπεμφθεί, λόγω της μείζονος σπουδαιότητας, στην Ολομέλεια του ΝΣΚ, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 6 παρ.3 του Οργανισμού του ΝΣΚ (ν. 3086/2002, Α΄ 324). 

ΣΤΕ/1505/2015

ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, με την από 4.8.2005 σύμβαση, η οποία συνήφθη κατόπιν μειοδοτικού διαγωνισμού, η αναιρεσείουσα τεχνική εταιρεία ανέλαβε την εκτέλεση του έργου «Οδοσήμανση Οδικού Επαρχιακού Δικτύου», σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 1418/1984 και του π.δ/τος 609/1985. Στις 30.6.2006 υπεγράφη η 1η συμπληρωματική σύμβαση, λόγω υπερβάσεως του συμβατικού αντικειμένου του έργου. Στα πλαίσια των ανωτέρω συμβάσεων, στις 29.9.2006 υποβλήθηκε ο 4ος λογαριασμός του έργου, ποσού 204.049,91 ευρώ. Στις 6.10.2006 εγκρίθηκε από τη διευθύνουσα υπηρεσία το ένα μόνον αντίγραφο του εν λόγω λογαριασμού, προς διευκόλυνση της αναιρεσειούσης, ώστε να προβεί σε ενεχυρίαση – εκχώρηση της απαιτήσεώς της από τον ως άνω λογαριασμό προς την «Εγνατία Τράπεζα Α.Ε.». Για την εν λόγω εκχώρηση συνήφθη η από 19.10.2006 σύμβαση μεταξύ της αναιρεσειούσης και της ως άνω Τραπέζης προς εξασφάλιση πιστώσεως με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό. Κατά τον ίδιο τρόπο, στις 17.1.2007 υποβλήθηκε ο 5ος λογαριασμός του έργου, ποσού 142.704,92 ευρώ, εγκρίθηκε στις 19.1.2007 το ένα μόνον αντίγραφο αυτού από τη διευθύνουσα υπηρεσία και με την από 2.2.2007 σύμβαση εκχωρήσεως λόγω ενεχύρου, μεταξύ της αναιρεσειούσης και της ίδιας Τραπέζης, ενεχυριάσθηκε η ως άνω απαίτηση του 5ου λογαριασμού, προς εξασφάλιση πιστώσεως με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό προς την αναιρεσείουσα. Με την αγωγή της η αναιρεσείουσα ζήτησε την αναγνώριση της καταβολής των ως άνω ποσών, προσαυξημένων με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας από της επιδόσεως της αγωγής, υποστηρίζοντας ότι η απαίτησή της για την εξόφληση των δύο ανωτέρω λογαριασμών, συνολικού ποσού 346.754,83 ευρώ, είναι, μετά τη θεώρηση – έγκριση αυτών από τη διευθύνουσα υπηρεσία, βεβαία και εκκαθαρισμένη και, επομένως, έπρεπε οι εν λόγω λογαριασμοί να εξοφληθούν εντός διμήνου από την υποβολή τους ή εντός μηνός από την έγκριση και θεώρησή τους, ήτοι από τις 7.11.2006 και 20.2.2007, αντιστοίχως. Με τα ως άνω δεδομένα, το Διοικητικό Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα: «Επειδή σε περίπτωση ενεχυριάσεως απαιτήσεως (προς εξασφάλιση απαιτήσεως ανωνύμου εταιρίας με αιτία αλληλόχρεο λογαριασμό), μετά την αναγγελία της εκχωρήσεως της απαιτήσεως στον οφειλέτη αποκόπτεται κάθε δεσμός του τελευταίου με τον εκχωρητή, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην 5η σκέψη. Όταν όμως υφίστανται οφειλές του εκχωρητή προς το ΙΚΑ, εκχώρηση της απαιτήσεως που συναρτάται με τις οφειλές αυτές δεν ισχύει, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 7 του άρθρου 39 του ν. 2065/1992. Εν προκειμένω, προκύπτει ότι η ενάγουσα ανώνυμη εταιρία, εκχώρησε τις απαιτήσεις της από τον 4ο και 5ο λογαριασμό προς την «Εγνατία Τράπεζα Α.Ε.», χωρίς να καταβάλει τις οφειλές της προς το ΙΚΑ, ή τουλάχιστον χωρίς να αποδεικνύει ότι δεν έχει σχετικές οφειλές, αφού δεν προσκομίζει αποδεικτικό ασφαλιστικής ενημερότητας. Περαιτέρω, η καταβολή του ανωτέρω ποσού και πριν από την ενεχυρίαση της σχετικής απαιτήσεως και μετά, δεν μπορεί να γίνει χωρίς την προσκόμιση πιστοποιητικού ασφαλιστικής ενημερότητας. Επομένως, εφόσον δεν καθίσταται γνωστό στο δικαστήριο, εάν εχώρησε νόμιμη ή όχι εκχώρηση των ανωτέρω απαιτήσεων για καταβολή των ανωτέρω ποσών των δύο λογαριασμών (4ου και 5ου) και μόνο υπό την εκδοχή ότι η ενάγουσα νομιμοποιείται ενεργητικά για την άσκηση αγωγής, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να απορριφθεί και ως προς την κύρια απαίτησή της, για καταβολή των ποσών των δύο πιο πάνω λογαριασμών, αφού πληρωμή λογαριασμών δεν χωρεί, χωρίς την εξόφληση των αντιστοιχουσών εισφορών και επιβαρύνσεων προς το Ίδρυμα, η δε ενάγουσα δεν απέδειξε ότι δεν υφίστανται οι παραπάνω οφειλές αυτής προς το Ίδρυμα. Τέλος, εφόσον η τελευταία δεν προσκομίζει το σχετικό αποδεικτικό ασφαλιστικής ενημερότητας, δεν υφίσταται υπαιτιότητα του κυρίου του έργου –Νομαρχιακού Διαμερίσματος Ροδόπης– για τη μη πληρωμή του 4ου και 5ου λογαριασμού του παραπάνω έργου και κατά συνέπεια, δεν γεννάται υποχρέωση αυτού προς καταβολή τόκων υπερημερίας επί των καθυστερουμένων ποσών, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο διαρκεί η παράλειψη της ενάγουσας αναδόχου να υποβάλλει την κατά τα ανωτέρω απόδειξη για καταβολή των υπέρ του ΙΚΑ ασφαλιστικών εισφορών». Επειδή, η αναιρεσείουσα προβάλλει, ειδικότερα, ότι η προπαρατεθείσα κρίση του δικάσαντος Διοικητικού Εφετείου είναι αναιρετέα, διότι, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, η μη υποβολή εξαρχής από την ανάδοχο της ασφαλιστικής και φορολογικής της ενημερότητας δεν δύναται να θεμελιώσει υπαιτιότητά της για τη μη πληρωμή, αφού δεν προκύπτει από τις εν λόγω διατάξεις ότι η ανάδοχος είναι υποχρεωμένη να συνυποβάλει τις ως άνω ενημερότητες με τις σχετικές πιστοποιήσεις προς πληρωμή, αλλά τουναντίον η ανάδοχος έχει την ευχέρεια να τις υποβάλει μεταγενεστέρως και μάλιστα μετά την οριστικοποίηση των πληρωτέων ποσών, οπότε και θα γνωρίζει το ύψος των σχετικών ποσών που πρέπει να αποδοθούν στους τρίτους. Σύμφωνα, όμως, με τα γενόμενα δεκτά στην όγδοη σκέψη, εφόσον, κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, οι επίδικοι λογαριασμοί δεν συνοδεύονταν από τις, απαραίτητες κατά το νόμο για την πληρωμή τους, βεβαιώσεις ασφαλιστικής και φορολογικής ενημερότητας, δεν γεννήθηκε υποχρέωση της αναιρεσίβλητης προς πληρωμή τους. Πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί ο ως άνω λόγος ως αβάσιμος.