ΣΤΕ/3882/2014
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Παράταση προθεσμίας εκτέλεσης έργου.(….) Μπορεί να παραταθεί η προθεσμία και όταν η καθυστέρηση οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του αναδόχου, οπότε και εγκρίνεται χωρίς αναθεώρηση για το σύνολο ή μέρος των υπολειπομένων εργασιών. Η υπέρβαση της προβλεπομένης από την οικεία σύμβαση προθεσμίας, εκ μέρους της αιτούσης, αρκούσε για την επιβολή της ποινικής ρήτρας (πρβλ. ΣτΕ 2798/1998), χωρίς να απαιτείται η συνδρομή άλλων προϋποθέσεων, όπως η σύνταξη πίνακα διαχωρισμού εργασιών, η οποία, πάντως, αναφέρεται σε άλλο στάδιο εκτελέσεως της συμβάσεως και δη στην διαδικασία χορηγήσεως παρατάσεως της προθεσμίας εκτελέσεως αυτής χωρίς αναθεώρηση (βλ. και ΣτΕ 3114/2011). (…) το ποσό της αναθεώρησης ύψους 14.077.043 δρχ., που συνυπολογίστηκε προκειμένου να εξευρεθεί η μέση ημερήσια αξία του έργου και, εν συνεχεία, το ύψος της ποινικής ρήτρας, αντιστοιχεί στην κατ’ άρθρ. 10 παρ. 1 του ν. 1418/1984 προβλεπόμενη τριμηνιαία αναθεώρηση, η οποία αποτελεί μέρος του εργολαβικού ανταλλάγματος, και όχι σε αυτήν που τυχόν χώρησε συνεπεία χορηγήσεως παρατάσεως της προθεσμίας εκτελέσεως της συμβάσεως και η οποία ρητώς εξαιρείται από τον συνυπολογισμό των σχετικών ποσών, βάσει του άρθρ. 36 παρ. 9 εδ. β΄, προκειμένου να υπολογιστεί το ύψος της ποινικής ρήτρας. Εξάλλου, καθό μέρος με τον λόγο αυτό, προβάλλεται ότι ομοίως δεν έπρεπε να συνυπολογιστεί ο Φ.Π.Α., πρέπει να γίνει δεκτός, δεδομένου ότι ο φόρος αυτός επιρρίπτεται στον αντισυμβαλλόμενο, δηλαδή, εν προκειμένω, τον Δήμο και, συνεπώς, δεν επιβαρύνει το κόστος του έργου (βλ. ΣτΕ 205/2008 7μελής).
Μερικά δεκτή η αναίρεση (αναιρεί εν μέρει την αριθμ. 73/2008 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Χανίων).
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΝΣΚ/101/2000
Δημόσια έργα. Εκτέλεση προσθέτων επειγουσών εργασιών. Υποχρεώσεις αναδόχου και δυνατότητα Υπηρεσίας για χορήγηση παρατάσεως χωρίς αναθεώρηση λόγω υπαιτιότητας του αναδόχου και επιβολή ποινικής ρήτρας.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
Προεδρεύων: Ρ.Αντωνακόπουλος, Αντιπρόεδρος, Εισηγήτρια: Α.Καπετανάκη, Πάρεδρος. Η μη έγκριση ανακεφαλαιωτικού πίνακα εντός ευλόγου χρόνου παρέχει τη δυνατότητα στον ανάδοχο να αρνηθεί την εκτέλεση των, κατόπιν έγγραφης εντολής της Διευθύνουσας Υπηρεσίας, νέων εργασιών ή αυξημένων συμβατικών, τούτο όμως δεν ισχύει όταν πρόκειται για τις επείγουσες υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 44 παρ.1 του π.δ.609/1985 πρόσθετες εργασίες, τις οποίες είναι υποχρεωμένος ο ανάδοχος να εκτελέσει, και οι οποίες θα συμπεριληφθούν σε πιστοποιήσεις και πριν την έγκριση του πίνακα. Στην περίπτωση αυτή η μη έγκριση του ανακεφαλαιωτικού πίνακα δεν επενεργεί στη δυνατότητα της Διευθύνουσας Υπηρεσίας αφενός να χορηγεί παράταση χωρίς αναθεώρηση λόγω υπαιτιότητας του αναδόχου και αφετέρου να επιβάλει ποινική ρήτρα, εφόσον τούτο ορίζεται με τη σύμβαση σε περίπτωση υπαίτιας εκ μέρους του αναδόχου υπερβάσεως της συνολικής προθεσμίας κατασκευής του έργου.
ΕΣ/Τ7/19/2006
Μη νόμιμες οι εργασίες της συμπληρωματικής σύμβασης,καθόσον εκτελέστηκαν κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρ.8 παρ.1 του ν.1418/84(ΦΕΚ 23Α) όπως αντικαταστάθηκε με την παρ.1 του άρθρ.τέταρτου τουν.2372/96(ΦΕΚ 29 Α΄),δηλαδή μετά την εκπνοή της συμβατικής προθεσμίας εκτελέσεως του έργου ή των νόμιμων χορηγηθεισών παρατάσεων αυτής.
ΕλΣυν.Τμ.7(ΚΠΕ)402/2015
ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΕΡΓΑ-ΠΟΙΝΙΚΗ ΡΗΤΡΑ:Μη νόμιμη η επιστροφή ποσού από Δήμο σε ιδιωτική εταιρεία, το οποίο είχε επιβληθεί σε αυτήν ως ποινική ρήτρα λόγω υπέρβασης της προθεσμίας εκτέλεσης του έργου «Ανάπλαση εισόδου πόλης …» και είχε παρακρατηθεί με την εξόφληση του 2ου λογαριασμού του έργου, καθόσον η απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου που έκανε δεκτή την ένσταση της εταιρείας είναι πλημμελώς αιτιολογημένη διότι: α) διαλαμβάνει κρίση ως προς την έλλειψη υπαιτιότητας της αναδόχου μόνο για τις εργασίες φύτευσης, παρότι η απόφαση επιβολής ποινικής ρήτρας αναφέρεται στην υπέρβαση της προθεσμίας εκτέλεσης του έργου για το σύνολο αυτού και όχι μόνο για τις εργασίες φύτευσης, ενώ και η εισήγηση της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών αναφέρεται και σε άλλες εργασίες, πλην της φύτευσης, τις οποίες η ανάδοχος δεν έχει ολοκληρώσει και β) δεν διαλαμβάνει κρίση ως προς το ότι έχει παρέλθει η συνολική προθεσμία εκτέλεσης του έργου, χωρίς η ανάδοχος να έχει ζητήσει νέα παράταση αυτής (άρθρο 49 του ν. 3669/2008, ΦΕΚ Α΄ 116/2008).
ΕλΣυν/Τμ.4/206/2009
Δεν επιτρέπεται όμως σε καμμία περίπτωση ο επιμερισμός (κατάτμηση) εργασιών, που επί τη βάσει λειτουργικών κριτηρίων, όπως η οικονομική και η τεχνική λειτουργία του αποτελέσματος στο οποίο αυτές αποβλέπουν, σύμφωνα με στοιχεία, όπως η ταυτόχρονη έναρξη των διαδικασιών αναθέσεώς τους και η ενότητα του γεωγραφικού πλαισίου, εντός του οποίου πρόκειται αυτές να εκτελεστούν, αποτελούν τμήματα ενός ενιαίου έργου και για το οικονομοτεχνικώς άρτιο αυτού επιβάλλεται να ανατεθούν με έναν ενιαίο διαγωνισμό (βλ. ΕλΣ IV Τμ. πράξεις 88, 72, 13, 5/2008, 89, 21, 18/2007, 43, 44, 45/2006, 137/2004). Επίσης δεν επιτρέπεται ο επιμερισμός εργασιών που αποτελούν εργασίες συμπληρωματικές αυτών ενός ήδη ανατεθέντος και εκτελούμενου έργου του οικείου φορέα. Τέτοιες είναι εργασίες συναφείς με το οικείο έργο, οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στην αρχική του σύμβαση, δεν μπορούν, τεχνικά ή οικονομικά, να διαχωρισθούν από αυτές της αρχικής συμβάσεως χωρίς να δημιουργήσουν μείζονα προβλήματα για την αναθέτουσα αρχή, είτε, παρά τη δυνατότητα διαχωρισμού τους, είναι απόλυτα αναγκαίες για την τελειοποίηση του έργου, κατέστησαν δε αναγκαίες κατά την εκτέλεσή του λόγω απρόβλεπτων περιστάσεων, πραγματικών δηλαδή γεγονότων τα οποία δεν ανάγονται στο χρόνο καταρτίσεως της αρχικής συμβάσεως και τα οποία, παρότι η μελέτη (οριστική ή προμελέτη), με βάση την οποία προσδιορίσθηκε το τεχνικό αντικείμενο του έργου, υπήρξε κατά το δυνατόν πλήρης και ακριβής, αντικειμενικά δεν μπορούσαν να προβλεφθούν σύμφωνα με τους κανόνες επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου του οικείου κλάδου. Οι εργασίες αυτές (συμπληρωματικές) ανατίθενται στον ανάδοχο του οικείου αρχικού έργου με ειδικώς αιτιολογημένη απόφαση του αρμοδίου οργάνου, ώστε να καθίσταται εφικτός ο έλεγχος της συνδρομής ή των προϋποθέσεων χαρακτηρισμού των ανατιθέμενων εργασιών ως συμπληρωματικών. Δεν αποτελούν πάντως συμπληρωματικές εργασίες οι εργασίες που αφορούν στη διαφοροποίηση, στην επέκταση του τεχνικού αντικειμένου ή στη βελτίωση της ποιότητας του έργου (βλ. ΕλΣ ΙV Τμ. πράξεις 199, 120/2008, 122, 143, 63/2007, 91, 88, 56/2006).(...)Από το συνδυασμό των προεκτιθέμενων διατάξεων, συνάγεται ότι η σύναψη συμβάσεως εκτελέσεως συμπληρωματικών εργασιών δημόσιου έργου είναι νόμιμη μόνο όταν η απόφαση για την ανάθεση των οικείων εργασιών και η υπογραφή της συμβάσεως λαμβάνουν χώρα πριν από τη λήξη της συμβατικής συνολικής προθεσμίας εκτελέσεως του οικείου έργου ή της νόμιμης παρατάσεώς της, ήτοι παρατάσεως που εγκρίνεται με σχετική απόφαση της προϊσταμένης αρχής του έργου, η οποία όμως έχει εκδοθεί πριν από τη λήξη της αρχικής ή της νόμιμα παραταθείσας συνολικής προθεσμίας εκτελέσεώς του. Η έκδοση δε αποφάσεως για παράταση του χρόνου εκτελέσεως του έργου μετά την εκπνοή της αρχικής ή νομίμως παραταθείσας συμβατικής συνολικής προθεσμίας εκτελέσεώς του, δε συνεπάγεται την παράταση αλλά αποτελεί μη προβλεπόμενη από τις ως άνω διατάξεις χορήγηση νέας προθεσμίας εκτέλεσης του έργου (βλ. ΕλΣ VII Τμ. πράξη 92/2009).
ΝΣΚ/464/2005
Αίτηση υποκαταστάσεως αναδόχου εταιρείας δημοσίου έργου, που έχει κηρυχθεί έκπτωτη, και έχει υπαχθεί υπό επίτροπο κατά το άρθρο 45 του Ν 1892/90, από άλλη εταιρεία. Παράταση προθεσμίας εκτελέσεως του έργου. Πληρωμή εκχωρηθεισών απαιτήσεων της αναδόχου.(..)Κατάσταση : Αποδεκτή
1) Υπάρχει δυνατότητα εξετάσεως της κατά τα άρθρα 5 παρ.6 του Ν 1418/1984 και 51 του ΠΔ 609/1985 αιτήσεως του αναδόχου δημοσίου έργου περί υποκαταστάσεώς του, ακόμη και αν αυτός έχει κηρυχθεί έκπτωτος από το έργο, η έκπτωση, όμως, αυτή δεν έχει οριστικοποιηθεί. 2) Η υπογραφή της αιτήσεως υποκαταστάσεως μόνο από τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρείας, ενώ αυτή έχει υπαχθεί υπό επίτροπο κατά το άρθρο 45 του Ν 1892/1990, δεν καθιστά την υποβολή της αιτήσεως μη νόμιμη, αφού η συναίνεση του επιτρόπου μπορεί να δοθεί μέχρι την έκδοση της αποφάσεως περί εγκρίσεως της αιτήσεως υποκαταστάσεως. 3) Παράταση της προθεσμίας εκτελέσεως του έργου χορηγείται με αναθεώρηση, όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του αναδόχου (άρθρο 36 παρ.6 ΠΔ 609/1985). 4) Η χορηγούμενη από την προϊσταμένη αρχή χωρίς αίτηση του αναδόχου παράταση προθεσμίας δεν μπορεί να υπερβαίνει την οριακή προθεσμία. Πέραν αυτής είναι δυνατή η χορήγηση παρατάσεως, εφόσον υποβληθεί αίτημα του αναδόχου, το οποίο θα εκτιμηθεί από την υπηρεσία. 5) Πληρωμές απαιτήσεων τις οποίες η ανάδοχος έχει εκχωρήσει σε τρίτο, κατά τους ορισμούς του άρθρου 95 του Ν 2362/1995, δεν μπορούν να γίνουν παρά μόνο σ’ αυτόν (τρίτο). 6) Σε περίπτωση εγκρίσεως της υποκαταστάσεως, η εξέταση της ενστάσεως κατά της αποφάσεως περί εκπτώσεως καθίσταται άνευ αντικειμένου.
ΕλΣυν/Τμ.6/2835/2010
Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι για την πραγματοποίηση νέων έργων που έχουν επιπτώσεις στο περιβάλλον και έχουν καταταγεί σε μία από τις κατηγορίες που προβλέπονται στο Νόμο, απαιτείται προηγούμενη, δηλαδή προ της ενάρξεως πραγματοποιήσεως του έργου, έγκριση περιβαλλοντικών όρων. Ως έναρξη πραγματοποιήσεως του έργου θεωρείται όχι μόνον η υλική ενέργεια αυτού, αλλά και η έκδοση οποιασδήποτε διοικητικής πράξεως, η οποία αποτελεί προϋπόθεση της ενάρξεως κατασκευής του, ως η προκήρυξη (πρβλ. ΣτΕ 149/2000) ή η οικεία κατακυρωτική απόφαση. Κατά συνέπεια η παράλειψη εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων προ της εγκρίσεως του αποτελέσματος της δημοπρασίας συνιστά ουσιώδη νομική πλημμέλεια, καθισταμένης ούτως μη νόμιμης της αποφάσεως αναθέσεως εκτελέσεως του έργου (Πράξη VI Τμήματος 33/2007, Απόφαση VI Τμήματος 2515/2009 και Ολ. ΣτΕ 526/2003, ΣτΕ 2472/2009, ΣτΕ 149/2000). Τούτο δε καθόσον τα αρμόδια διοικητικά όργανα εκτιμώντας τις συνέπειες που μπορεί να έχει ένα νέο έργο στο περιβάλλον δεν πρέπει να επηρεάζονται από τα τεχνικά δεδομένα του υπό εκτέλεση έργου, αλλ’ αντιθέτως οι όροι του διαγωνισμού οφείλουν να προσαρμόζονται σε προϋφιστάμενους (και ήδη εγκριθέντες) περιβαλλοντικούς όρους. Περαιτέρω η απόφαση εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων δύναται να έχει ορισμένη χρονική διάρκεια, μετά το πέρας της οποίας δύναται να αναθεωρηθεί χωρίς ουσιώδεις τροποποιήσεις, εκτεινομένης ούτω της διάρκειας των αρχικών όρων σε μεταγενέστερο χρονικό διάστημα του αρχικώς προσδιορισθέντος. Απλή αναθεώρηση της εγκρίσεως των περιβαλλοντικών όρων είναι επιτρεπτή πριν από τη λήξη ισχύος αυτών ή εντός ευλόγου χρόνου από τη λήξη τους. Αν παρέλθει ικανό χρονικό διάστημα (πέραν του ευλόγου) από τη λήξη ισχύος της αρχικής αδειοδοτήσεως απαιτείται να τηρηθεί εξαρχής η διαδικασία εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων (Απόφαση VI Τμήματος 2013/2010, ΣτΕ 297/2009, 3428/2004). Εκ τούτων παρέπεται ότι εάν κατά την έναρξη της διαγωνιστικής διαδικασίας υπάρχουν εγκεκριμένοι περιβαλλοντικοί όροι, η ισχύς των οποίων παύει κατά το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα και πριν από την έκδοση της κατακυρωτικής αποφάσεως, η απλή αναθεώρηση αυτών, μετά την κατακύρωση του αποτελέσματος, αίρει (θεραπεύει) την πλημμέλεια της μη υπάρξεως αυτών κατά το χρόνο της κατακυρώσεως υπό την προϋπόθεση ότι η απόφαση αναθεωρήσεως εξεδόθη εντός ευλόγου χρόνου από της λήξεως των αρχικώς εγκριθέντων περιβαλλοντικών όρων και δεν επέρχονται ουσιώδεις μεταβολές στους αρχικών εγκριθέντες όρους σε σχέση με τις επιπτώσεις του έργου στο περιβάλλον. Τούτο δε καθόσον η ανάγκη της προϋπάρξεως (πριν την έναρξη της διαδικασίας του διαγωνισμού) περιβαλλοντικών όρων, προκειμένου τα αρμόδια διοικητικά όργανα να εκτιμούν τις επιπτώσεις κάθε έργου στο περιβάλλον, χωρίς να έχει δημιουργηθεί οποιαδήποτε νομική ή πραγματική κατάσταση (Ολ. ΣτΕ 526/2003, ΣτΕ 2472/2009), δεν θίγεται διότι οι περιβαλλοντικοί όροι έχουν εγκριθεί πριν από τη δημοπράτηση του έργου και η εντός ευλόγου χρόνου ανανέωση αυτών, ισοδυναμεί με απλή παράταση της ισχύος τους, η οποία, ως εκ της φύσεώς της, αναδράμει στο χρόνο λήξεως των αρχικών όρων και καλύπτει το χρονικό διάστημα από την εκπνοή τους έως το χρονικό σημείο που προβλέπεται στην ανανέωση. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα είχε ως αποτέλεσμα την υποχρέωση της Διοίκησης να ανακαλέσει την κατακυρωτική απόφαση και να εκδώσει (εφόσον δεν υφίστανται πλημμέλειες στη διαδικασία του διαγωνισμού) νέα, ομοίου περιεχομένου, η οποία απλώς θα έπεται του χρόνου αναθεωρήσεως της εγκρίσεως περιβαλλοντικών όρων, με μόνη κατ’ ουσίαν συνέπεια την καθυστέρηση της διαδικασίας ολοκληρώσεως του διαγωνισμού (πρβλ. ΣτΕ 149/2000). Τέλος, το εύλογο του μεσολαβούντος, μεταξύ της παύσης ισχύος των αρχικώς εγκριθέντων περιβαλλοντικών όρων και της αναθεωρήσεως αυτών, χρονικού διαστήματος, κρίνεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση με βάση τα πραγματικά δεδομένα κάθε διαγωνισμού.
ΝΣΚ/448/2000
Δημόσιοι υπάλληλοι. Παράταση προθεσμίας για ορκωμοσία και ανάληψη υπηρεσίας υπαλλήλου.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
Κατ αρχήν η κατ άρθρο 17 παρ.2 εδ.δ του Ν.2683/1999 αίτηση παρατάσεως της 30νθήμερης προθεσμίας προς ορκωμοσία υπαλλήλου είναι απορριπτέα ως υποβληθείσα μετά τη λήξη της αρχικής προθεσμίας, επικαλούμενος λόγος παρατάσεως και συγκεκριμένα η συμβατική δέσμευση του διορισθέντος υπαλλήλου με άλλον εργοδότη, δεν εκτιμάται ως εξαιρετικός. (πλειοψ.)
ΕλΣυν/Κλ.Τμ.7/31/2012
Παράταση της προθεσμίας χορηγηθείσα μετά τη λήξη της αρχικής δεν αποτελεί όντως παράταση αυτής (εφ’ όσον λαμβάνει χώρα μετά την εκπνοή της και πέραν της καταληκτικής ημερομηνίας της), αλλά χορήγηση νέας προθεσμίας, η οποία, όμως, δεν προβλέπεται από τις προαναφερθείσες διατάξεις. Κατά συνέπεια, δαπάνες που αφορούν σε εργασίες δημόσιου-δημοτικού έργου, οι οποίες έχουν εκτελεσθεί κατά παράβαση των ανωτέρω διατάξεων, δηλαδή μετά την εκπνοή της συμβατικής προθεσμίας εκτέλεσης του έργου ή των νόμιμα χορηγηθεισών παρατάσεων αυτής, δεν είναι νόμιμες. Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα οδηγούσε σε αποδοχή της δυνατότητας καταστρατήγησης των σχετικών περί προθεσμιών διατάξεων, η τήρηση των οποίων, υπαγορεύεται από λόγους δημόσιας τάξης, εφόσον συνδέονται άμεσα με το δημόσιο συμφέρον ολοκλήρωσης και παράδοσης ενός δημόσιου έργου. Εξάλλου, με την εγκριτική της παράτασης απόφαση προσδιορίζεται πάντοτε και ο υπαίτιος της καθυστέρησης των εργασιών – κύριος του έργου ή ανάδοχος, διότι, εφόσον υπαίτιος για την υπέρβαση είναι ο ανάδοχος, αφενός η εγκρινόμενη παράταση της προθεσμίας είναι ειδική «χωρίς αναθεώρηση», που σημαίνει ότι η αναθεώρηση των συμβατικών τιμών παγιώνεται στο ύψος της αναθεωρητικής περιόδου, η οποία συμπίπτει με τη λήξη της αρχικής συμβατικής προθεσμίας, αφετέρου επιβάλλονται οι σχετικές ποινικές ρήτρες, ανεξάρτητα από την έγκριση της παράτασης αυτής. Επιπλέον δε, ο προϊστάμενος της διευθύνουσας υπηρεσίας, προ της εγκρίσεως της παράτασης και σε αντιπαράσταση με τον ανάδοχο, καταρτίζει πίνακα διαχωρισμού των εργασιών, σε εκείνες που μπορούσαν και έπρεπε να εκτελεσθούν σε προηγούμενη αναθεωρητική περίοδο και στις λοιπές εργασίες. Αντιθέτως, υπάρχει υποχρέωση της διευθύνουσας υπηρεσίας να εγκρίνει την προτεινόμενη αναμόρφωση του εγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος του έργου και την παράταση του χρόνου εκτέλεσής του «με αναθεώρηση», χωρίς να απαιτείται επιπλέον η σύνταξη του ανωτέρω πίνακα διαχωρισμού των αναγκαίων εργασιών, όταν σημειώνεται καθυστέρηση εκτέλεσης αυτών, μη οφειλόμενη σε υπαιτιότητα του αναδόχου ή η καθυστέρηση προήλθε από την εκτέλεση νέων εργασιών (πρβλ. Απόφ. Τμ. Μείζονος-Επταμελούς Σύνθεσης 3208, 3053/2011, VI Τμ. 2753/2011, Πρ. VII Τμ. 46, 2/2012, 280, 244/2010, 103, 92/2009, IV Τμ. 60/2011). Περαιτέρω, σε περίπτωση που στην εγκριτική απόφαση της προϊσταμένης αρχής για την παράταση της συμβάσεως δεν αναφέρεται αν γίνεται με αναθεώρηση ή χωρίς αναθεώρηση, θα πρέπει στην απόφαση αυτή να αναφέρεται ότι ο ανάδοχος δεν είναι υπαίτιος για την επιμήκυνση του χρόνου ολοκληρώσεως του έργου ή τουλάχιστον αυτό να προκύπτει από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου, οπότε τεκμαίρεται ότι η προϊσταμένη αρχή σιωπηρά αποδέχθηκε ότι δεν υπάρχει υπαιτιότητα του αναδόχου (βλ. Πρ. IV Τμ. 111/2002, πρβλ. Πρ. VII Τμ. 46/2012).
2/83812/0026/2000
«Παράταση συμβατικής προθεσμίας περάτωσης δημοσίου έργου και αναθεώρηση τιμών συμβατικών εργασιών ».
ΕΣ/Τ4/32/2000
Στην εγκριτική πράξη παρατάσεως της προθεσμίας δεν αναφέρεται ότι δεν υπάρχει υπαιτιότης του αναδόχου για την επιμήκυνση του χρόνου ολοκληρώσεως του έργου, αλλά ούτε και από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα πραγματικά εκείνα περιστατικά, τα οποία ελήφθησαν υπόψη για την διαμόρφωση της κρίσης της προϊσταμένης αρχής περί ελλείψεως υπαιτιότητας του αναδόχου για την καθυστέρηση του έργου.