×
register
Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΣτΕ/549/2009/ΕΑ

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 3316/2005, 60/2007

Oι διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 3316/2005 αποτυπώνουν γενική αρχή τόσο του εθνικού όσον και του κοινοτικού δικαίου, η οποία διέπει όλους τους δημόσιους διαγωνισμούς (βλ. αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 ν. 3263/2004 Α΄ 179, σχετικά με τις συμβάσεις δημοσίων έργων), σύμφωνα με την οποία η αναθέτουσα αρχή έχει διακριτική ευχέρεια να ακυρώσει ή να ανακαλέσει τη διαγωνιστική διαδικασία και να προχωρήσει σε επαναπροκήρυξη του διαγωνισμού, εφόσον όμως αιτιολογήσει νομίμως και επαρκώς τη σχετική κρίση της (πρβλ. και άρθρο 41 παρ. 1 της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ). Ένας δε από τους λόγους, για τους οποίους μπορεί πάντοτε η αναθέτουσα αρχή να ανακαλέσει τη διακήρυξη του διαγωνισμού, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, είναι η ανάγκη επαναπροκηρύξεως του διαγωνισμού με τροποποίηση των αρχικών όρων, εφόσον αυτό διαπιστωθεί από την αρχή με νόμιμη και επαρκή αιτιολογία (βλ. Ε.Α. επί Α.Μ. 1082/2008). Μη προδήλως παράνομη η αιτιολογία ακύρωσης του διαγωνισμού για να ορισθεί εκ νέου η Προϊσταμένη Αρχή


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΣτΕ/1082/2008

Οι πάγιες διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 3316/2005 αποτυπώνουν γενική αρχή τόσον του εθνικού όσον και του κοινοτικού δικαίου, η οποία διέπει όλους τους δημόσιους διαγωνισμούς (βλ. αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 ν. 3263/2004 Α΄ 179, σχετικά με τις συμβάσεις δημοσίων έργων), σύμφωνα με την οποία η αναθέτουσα αρχή έχει διακριτική ευχέρεια να ακυρώσει ή να ανακαλέσει τη διαγωνιστική διαδικασία και να προχωρήσει σε επαναπροκήρυξη του διαγωνισμού, εφ` όσον όμως αιτιολογήσει νομίμως και επαρκώς τη σχετική κρίση της (πρβλ. και άρθρο 41 παρ. 1 της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ). Ένας δε εκ των λόγων για τους οποίους δύναται πάντοτε η αναθέτουσα αρχή να ανακαλέσει τη διακήρυξη του διαγωνισμού, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, είναι η ανάγκη επαναπροκηρύξεως του διαγωνισμού με τροποποίηση των αρχικών όρων, των προϋποθέσεων αυτών διαπιστουμένων με νόμιμη και επαρκή αιτιολόγηση της σχετικής κρίσεως της αναθέτουσας αρχής.


ΔΕΚ/C-340/2002

Το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 92/50 για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, το οποίο επιτρέπει στην αναθέτουσα αρχή που χρησιμοποιεί τη διαδικασία με διαπραγμάτευση να παρεκκλίνει της υποχρεώσεως της προηγουμένης δημοσιεύσεως όταν η σύμβαση αποτελεί συνέχεια ενός διαγωνισμού μελετών και πρέπει να ανατεθεί στον επιτυχόντα ή σε έναν από τους επιτυχόντες του διαγωνισμού, πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο αυστηρής ερμηνείας, το σε βάρος αποδείξεως περί του ότι συντρέχουν όντως οι έκτακτες περιστάσεις που δικαιολογούν την απόκλιση το φέρει εκείνος ο οποίος τις επικαλείται. Ειδικότερα, η έκφραση «αποτελεί συνέχεια κανονισμού», υπό την έννοια της εν λόγω διατάξεως, σημαίνει ότι πρέπει να υφίσταται άμεσος λειτουργικός σύνδεσμος μεταξύ του διαγωνισμού και της οικείας συμβάσεως. Τέτοιος σύνδεσμος δεν υφίσταται, στο πλαίσιο σχεδίου με πολλές φάσεις, μεταξύ διαγωνισμού που αφορά την πρώτη φάση και διοργανώθηκε για τους σκοπούς αναθέσεως της συναφούς με τη φάση αυτή συμβάσεως και της συμβάσεως επόμενης φάσης, ως προς την οποία η αναθέτουσα αρχή διατηρεί απλώς τη δυνατότητα να αναθέσει στον νικητή του εν λόγω διαγωνισμού. (βλ. σκέψεις 37-38, 40-41)


ΣτΕ/1137/2006

Η αντίληψη της αναθετούσης αρχής περί του ότι η υποβολή μιας μόνον εγκύρου προσφοράς αρκεί για να αιτιολογήσει την ακύρωση της επίμαχης διαγωνιστικής διαδικασίας δεν μπορεί να βρει έρεισμα στα κριθέντα από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην απόφαση επί της υποθέσεως C-27/98, Metalmeccanica Fracasso, την οποία επικαλείται η αναθέτουσα αρχή. Και τούτο, διότι, ανεξαρτήτως αν το επίμαχο ζήτημα της ακυρώσεως διαδικασίας αναθέσεως συμβάσεως παραχωρήσεως δημοσίου έργου διέπεται από τους κανόνες της οδηγίας 93/37/ΕΟΚ (βλ. σχετικώς τα οριζόμενα στο άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας), πάντως από τα κριθέντα με την απόφαση αυτή περί του ότι, κατά την οδηγία 93/37/ΕΟΚ, η αναθέτουσα αρχή ούτε υποχρεούται να αναθέσει το έργο στον μοναδικό διαγωνιζόμενο που κρίθηκε ικανός να μετάσχει στο διαγωνισμό ούτε υποχρεούται να επικαλεσθεί σοβαρούς ή εξαιρετικούς λόγους για τη μη ανάθεση του έργου στον εν λόγω μοναδικό διαγωνιζόμενο, δεν μπορεί να συναχθεί, άνευ ετέρου, όπως φαίνεται να υπολαμβάνει η Διοίκηση, ότι, στην περίπτωση που η Διακήρυξη του διαγωνισμού προβλέπει ευχέρεια της αναθετούσης αρχής προς ακύρωση του διαγωνισμού και έχει υποβληθεί εγκύρως μια μόνον προσφορά, τούτο αρκεί πάντοτε, ανεξαρτήτως των συνθηκών του συγκεκριμένου διαγωνισμού, για να παράσχει αιτιολογικό έρεισμα στην πράξη ακυρώσεως του διαγωνισμού και προκηρύξεως νέου με το αυτό αντικείμενο.


ΕΣ/Τ6/129/2007

Οι αναθέτοντες φορείς, κατά τη διενέργεια δημόσιων διαγωνισμών οφείλουν σε κάθε περίπτωση να τηρούν την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων, η οποία συνεπάγεται, ιδίως, υποχρέωση διαφάνειας. Η τελευταία επιβάλλεται, προκειμένου η αναθέτουσα αρχή να διασφαλίζει την τήρηση της ως άνω γενικής αρχής, συνίσταται δε, μεταξύ άλλων, στον έλεγχο του αμερόληπτου χαρακτήρα των οικείων διαδικασιών του διαγωνισμού (πρβλ. Δ.Ε.Κ. Αποφάσεις της 7.12.2000, C-324/98, σκέψεις 60-63, της 27.11.2001, C-285/99, σκέψη 38 κ.α.). Κατά συνέπεια και δοθέντος ότι στους διενεργούμενους δημόσιους διαγωνισμούς υπηρεσιών η θεσμοθέτηση σταδίων κατά τη διαδικασία ανάδειξης του αναδόχου αποβλέπει ακριβώς στην κατά αντικειμενικό και διαφανή τρόπο επιλογή του παρόχου υπηρεσιών, η μη τήρηση των εν λόγω σταδίων στοιχειοθετεί παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας. Τέτοια περίπτωση συντρέχει και όταν η αναθέτουσα αρχή, προκειμένου να συγκροτήσει την επιτροπή αξιολόγησης των προσφορών σε διαγωνισμό, επιλέγει, ως μέλος αυτής, πρόσωπο, το οποίο φέρει την ιδιότητα μέλους του έχοντος την αποφασιστική αρμοδιότητα για την κατακύρωση των αποτελεσμάτων αυτού συλλογικού οργάνου, καθόσον με τον τρόπο αυτό, και ανεξαρτήτως της ουσιαστικής συμμετοχής του ως άνω μέλους στη λήψη αποφάσεων του εν λόγω οργάνου, ουσιαστικά παρακάμπτεται το γνωμοδοτικό στάδιο του διαγωνισμού, ως ουσιώδης τύπος της διεξαγόμενης διαδικασίας (βλ. Πράξη VI Τμ. 10/2007, 29/2005, IV Τμ. 182/2004, 157/2003, 109/2001).Όπως προκύπτει από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, προκειμένου να διασφαλίζεται στην πράξη η τήρηση των παρατεθεισών κοινοτικών αρχών της ίσης μεταχείρισης και της διαφάνειας στο πλαίσιο της διαδικασίας ανάθεσης των δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, η αναθέτουσα αρχή υποχρεούται να προβλέπει με σαφήνεια στη διακήρυξη του διαγωνισμού τους όρους συμμετοχής και ανάδειξης διαγωνιζομένου ως αναδόχου των υπό ανάθεση υπηρεσιών, ώστε κάθε ενδιαφερόμενος αφενός να διαθέτει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, για να αποφασίσει περί της συμμετοχής του ή μη στον προκηρυχθέντα διαγωνισμό, αφετέρου δε, σε περίπτωση συμμετοχής του στο διαγωνισμό, να έχει τις αυτές ακριβώς με τους λοιπούς διαγωνιζομένους ευκαιρίες, τόσο κατά το χρόνο της προετοιμασίας προς υποβολή της προσφοράς του όσο και κατά το στάδιο της αποτίμησης αυτής (πρβλ. Δ.Ε.Κ. αποφάσεις της 12.12.2002, C-470/99, σκέψη 93, της 18.10.2001, C-19/00, σκέψεις 34, 41 και 43 και της 25.04.1996, C-87/94, σκέψη 54). Σε αυτά τα πλαίσια και σε περίπτωση σύναψης μιας δημόσιας σύμβασης βάσει της οικονομικά πλέον συμφέρουσας προσφοράς η αναθέτουσα αρχή δύναται να προσδώσει ειδικό βάρος στα προκαθορισθέντα στοιχεία ενός κριτηρίου ανάθεσης, προβαίνοντας σε επιμερισμό μεταξύ των στοιχείων αυτών των μονάδων που καθόρισε, δυνάμει του οικείου κριτηρίου, εφόσον η οικεία απόφαση α) δεν τροποποιεί τα οριζόμενα στη διακήρυξη κριτήρια ανάθεσης της σύμβασης β) δεν περιλαμβάνει στοιχεία, τα οποία, αν ήταν γνωστά κατά την προετοιμασία υποβολής των προσφορών θα είχαν, ενδεχομένως, επηρεάσει αυτήν την προετοιμασία και γ) δεν ελήφθησαν κατά την έκδοσή της στοιχεία δυνάμενα να επιφέρουν δυσμενή διάκριση σε βάρος ενός ή περισσότερων εκ των υποβαλλόντων προσφορά. Επομένως, σε περίπτωση που η αρμόδια Επιτροπή Διαγωνισμού προβεί σε κατ΄ ουσίαν τροποποίηση των προκαθορισμένων τεχνικών ή οικονομικών κριτηρίων ανάθεσης της υπό σύναψη σύμβασης, παραβιάζει ουσιώδη τύπο της διαδικασίας, πλήττοντας ούτως τις αρχές της ίσης μεταχείρισης και προστασίας του υγιούς ανταγωνισμού (βλ. και C-331/04, Συλλ. 2005, Ι-00000, σκέψη 32).


ΔΕΚ/C-19/2000

Περίληψη 1. Η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των προσφερόντων, που ανταποκρίνεται στην ουσία της οδηγίας 71/305, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 89/440, επιβάλλει όπως οι προσφέροντες τυγχάνουν ίσης μεταχειρίσεως τόσο κατά τον χρόνο που ετοιμάζουν τις προσφορές τους όσο και κατά τον χρόνο που αυτές αποτιμώνται από την αναθέτουσα αρχή. ( βλ. σκέψεις 33-34 ) 2. Το άρθρο 29, παράγραφος 1, δεύτερη περίπτωση, της οδηγίας 71/305, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 89/440, δεν απαριθμεί περιοριστικά τα κριτήρια τα οποία μπορούν να γίνουν δεκτά ως κριτήρια αναθέσεως μιας δημοσίας συμβάσεως. Ωστόσο, η επιλογή των κριτηρίων που δέχεται η αναθέτουσα αρχή δεν μπορεί να αναφέρεται παρά μόνο στα κριτήρια που αφορούν την εξακρίβωση της προσφοράς που είναι η πιο συμφέρουσα οικονομικά και δεν μπορεί να παρέχει στην αναθέτουσα αρχή απεριόριστη ελευθερία επιλογής ως προς την ανάθεση της συμβάσεως σε έναν προσφέροντα. ( βλ. σκέψεις 35-37 ) 3. Όσον αφορά τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 71/305 του Συμβουλίου, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 89/440, η χρησιμοποίηση ενός κριτηρίου αναθέσεως της συμβάσεως το οποίο θα είναι ακριβώς γνωστό σε χρόνο μεταγενέστερο της αναθέσεως της συμβάσεως συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις της ίσης μεταχειρίσεως των προσφερόντων υπό την προϋπόθεση ότι η διαφάνεια και η αντικειμενικότητα της διαδικασίας τηρούνται, πράγμα που προϋποθέτει ότι το κριτήριο μνημονεύεται στη συγγραφή υποχρεώσεων ή στην προκήρυξη του διαγωνισμού, διατυπώνεται κατά τρόπο που να επιτρέπει σε όλους τους προσφέροντες οι οποίοι είναι καλώς πληροφορημένοι και επιμελείς να το ερμηνεύουν κατά τον ίδιο τρόπο, η αναθέτουσα αρχή ακολουθεί την ίδια ερμηνεία καθόλη τη διάρκεια της διαδικασίας και εφαρμόζει το εν λόγω κριτήριο κατά τρόπο αντικειμενικό και ενιαίο για όλους τους προσφέροντες. Η αντικειμενικότητα μπορεί να διασφαλιστεί με το να ζητείται η γνώμη ενός εμπειρογνώμονα, υπό την προϋπόθεση ότι η έκθεσή του βασίζεται για όλα τα ουσιώδη σημεία σε αντικειμενικούς παράγοντες οι οποίοι θεωρούνται, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης, ως ασκούντες επιρροή και είναι πρόσφοροι για την πραγματοποιηθείσα αξιολόγηση. ( βλ. σκέψεις 38, 40, 42-45 και διατακτ. )


ΝΣΚ/163/2010

Γίνεται δεκτό από το ΔΕΚ ότι η διάταξη του άρθρου 6 της Οδηγίας 92/50, που αντιστοιχεί στη διάταξη του άρθρου 18 της Οδηγίας 2004/18, (ήδη άρθρο 15 του Π.Δ. 60/2007) αποτελεί έκφραση της ελευθερίας που διαθέτουν οι δημόσιες αρχές των κρατών-μελών της EE για την οργάνωση της δομής τους, ώστε να ανταποκρίνονται καλύτερα στις ανάγκες των πολιτών. Η σύσταση νομικού προσώπου για την καλύτερη οργάνωση της παροχής των υπηρεσιών αυτών και η σύναψη συμβάσεων με το νομικό αυτό πρόσωπο δεν συνιστά σύναψη δημόσιας σύμβασης, εφόσον ο αναθέτων ελέγχει πλήρως (σαν να πρόκειται για δικές του υπηρεσίες όπως χαρακτηριστικά λέγεται) το ανάδοχο νομικό πρόσωπο, το οποίο πρέπει να διαθέτει αποκλειστικό δικαίωμα να αναλαμβάνει αυτού του είδους τις υπηρεσίες. Το κοινοτικό δίκαιο απαλλάσσει από την υποχρέωση εφαρμογής της οδηγίας όχι μόνο τις περιπτώσεις διοικητικής οργάνωσης και άλλες παρόμοιες ή συγκρίσιμες, αλλά ακόμη και τις γνήσιες δημόσιες συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ δύο αναθετουσών αρχών, θεωρώντας τες ως εν ευρεία εννοία άσκηση του δικαιώματος της δημόσιας αρχής για οργάνωσή της (βλ. υπόθεση C-360/96).Περαιτέρω, σχετικά με τη ζήτημα της αποτελεσματικότητας του ελέγχου που πρέπει να ασκεί η μία αναθέτουσα αρχή (που αναθέτει τη σύμβαση) επί της άλλης, κρίθηκε (βλ. υπόθεση C-107/98 ( Teckal ) και C -84/03 (Επιτροπή κατά Ισπανίας) ότι ο έλεγχος πρέπει να είναι ανάλογος με εκείνον που ασκεί στις δικές της υπηρεσίες (συμβάσεις « in house », βλ. σκέψεις 49 και 50 υπόθεσης Teckal ), ενώ επιπλέον, η αρχή που αναλαμβάνει την εκτέλεση της σύμβασης πρέπει να πραγματοποιεί, αν όχι ολόκληρο, τουλάχιστον ουσιώδες μέρος της δραστηριότητάς της, με τον ή τους οργανισμούς που τον ελέγχουν (άρα η έννοια της αποκλειστικότητας επιδέχεται ερμηνεία διασταλτική) (βλ. Χρ. Μητκίδη ο.ά σελ....50). Η θέση αυτή αναλύθηκε περαιτέρω από το ΔΕΚ [υπόθεση C -26/2003 ( Stadt Halle ) και υπόθεση C-410/2004] με τις σκέψεις ότι η σχέση μεταξύ μιας δημόσιας αναθέτουσας αρχής και των υπηρεσιών της διέπεται από σκέψεις και επιταγές που προσιδιάζουν στην επιδίωξη σκοπών δημοσίου συμφέροντος.


ΔΕΚ/C-244/2002

Επομένως, στα υποβληθέντα ερωτήματα επιβάλλεται να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 93/36 έχει την έννοια ότι μια αναθέτουσα αρχή, η οποία έχει κινήσει διαδικασία διαγωνισμού με κριτήριο αναθέσεως τη χαμηλότερη τιμή, μπορεί να διακόψει τη διαδικασία χωρίς να προχωρήσει σε σύναψη της σχετικής συμβάσεως όταν ανακαλύπτει, μετά την εξέταση και τη σύγκριση των προσφορών, ότι, λόγω σφαλμάτων εκτιμήσεως στα οποία υπέπεσε η ίδια η αρχή κατά την εκ μέρους της προηγούμενη αποτίμηση του περιεχομένου της προσκλήσεως, δεν είναι σε θέση να συνάψει τη σύμβαση με τον υποβάλλοντα την οικονομικότερη όσον αφορά το συνολικό κόστος προσφορά, υπό την προϋπόθεση ότι τηρεί, όταν λαμβάνει μια τέτοια απόφαση, τους θεμελιώδεις κανόνες του κοινοτικού δικαίου στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, όπως είναι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.


ΔΕΚ/C-337/1998

Περίληψη  1. Στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, το κοινοτικό δίκαιο δεν επιβάλλει σε αναθέτουσα αρχή κράτους μέλους να παρεμβαίνει, κατόπιν αιτήσεως ιδιώτη, στις υφιστάμενες έννομες σχέσεις που συστήθηκαν για διάρκεια αορίστου χρόνου ή για πολλά έτη, εφόσον οι σχέσεις αυτές συστήθηκαν πριν από τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά της σχετικής οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο. Η γενική αυτή αρχή μπορεί να έχει εφαρμογή σε όλες τις φάσεις της διαδικασίας αναθέσεως μιας συμβάσεως οι οποίες είχαν συντελεσθεί πριν την ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, αλλά αποτελούν μέρος μιας διαδικασίας η οποία περατώθηκε μετά την ημερομηνία αυτή. Κατά συνέπεια, η οδηγία 93/38, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών, δεν έχει εφαρμογή στην απόφαση του αναθέτοντος φορέα να προσφύγει στη διαδικασία με διαπραγματεύσεις χωρίς προκήρυξη διαγωνισμού για την ανάθεση δημοσίας συμβάσεως που λήφθηκε πριν τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο και αποτελεί μέρος της διαδικασίας διαγωνισμού που περατώθηκε μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο. ( βλ. σκέψεις 38-39, 41-42 ) 2. Στην Επιτροπή απόκειται, στο πλαίσιο διαδικασίας λόγω παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης (νυν άρθρου 226 ΕΚ), να αποδείξει την ύπαρξη της προβαλλομένης παραβάσεως και να προσκομίσει στο Δικαστήριο τα στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου αυτό να διαπιστώσει την ύπαρξη της παραβάσεως αυτής. ( βλ. σκέψη 45 )  

ΔΕΚ/C-26/2003

1.Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες προσφυγής στον τομέα της συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων – Οδηγία 89/665 – Υποχρέωση των κρατών μελών να προβλέψουν διαδικασία προσφυγής – Αποφάσεις δεκτικές προσφυγής – Έννοια – Αποφάσεις που λαμβάνονται εκτός του πλαισίου μιας τυπικής διαδικασίας συνάψεως δημοσίας συμβάσεως και πριν από την επίσημη προκήρυξη διαγωνισμού – Εμπίπτουν – Πρόσβαση στις διαδικασίες προσφυγής – Προϋποθέσεις – Η διαδικασία πρέπει να έχει προχωρήσει τυπικώς σε συγκεκριμένο στάδιο – Δεν επιτρέπεται (Οδηγίες του Συμβουλίου 89/665, άρθρο 1 § 1, και 92/50) 2. Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων παροχής υπηρεσιών – Οδηγία 92/50 – Πεδίο εφαρμογής – Αναθέτουσα αρχή η οποία κατέχει, μαζί με μία ή περισσότερες ιδιωτικές επιχειρήσεις, συμμετοχή στο κεφάλαιο εταιρίας νομικώς διακεκριμένης από την ίδια – Σύμβαση που συνήψε η αναθέτουσα αρχή με την εν λόγω εταιρία – Εμπίπτει (Οδηγία 92/50 του Συμβουλίου) 1.Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/665, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, η οποία επίσης τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52, έχει την έννοια ότι η υποχρέωση των κρατών μελών να διασφαλίζουν τη δυνατότητα ασκήσεως αποτελεσματικών και ταχέων ενδίκων βοηθημάτων κατά των αποφάσεων που λαμβάνουν οι αναθέτουσες αρχές καλύπτει και τις αποφάσεις που λαμβάνονται εκτός του πλαισίου μιας τυπικής διαδικασίας συνάψεως δημοσίας συμβάσεως και πριν από την επίσημη προκήρυξη διαγωνισμού, ιδίως δε την απόφαση που αφορά το αν μια ορισμένη δημόσια σύμβαση εμπίπτει στο προσωπικό ή στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 92/50, όπως τροποποιήθηκε. Αυτή η δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής παρέχεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο έχει ή είχε συμφέρον να του ανατεθεί συγκεκριμένη σύμβαση και το οποίο υπέστη ή ενδέχεται να υποστεί ζημία από μια εικαζόμενη παράβαση, άπαξ εκδηλωθεί η βούληση της αναθέτουσας αρχής η οποία μπορεί να έχει έννομα αποτελέσματα. Επομένως, τα κράτη μέλη δεν δικαιούνται να εξαρτούν τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής από το αν η οικεία διαδικασία συνάψεως δημόσιας συμβάσεως έχει προχωρήσει τυπικώς σε συγκεκριμένο στάδιο. (βλ. σκέψη 41, διατακτ. 1) 2.Σε περίπτωση που η αναθέτουσα αρχή σκοπεύει να συνάψει σύμβαση εξ επαχθούς αιτίας αφορώσα την παροχή υπηρεσιών που εμπίπτουν στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/52, με μια εταιρία νομικώς διακεκριμένη από την ίδια, στο κεφάλαιο της οποίας η εν λόγω αρχή συμμετέχει μαζί με μία ή περισσότερες ιδιωτικές επιχειρήσεις, πρέπει πάντοτε να εφαρμόζονται οι διαδικασίες συνάψεως δημοσίων συμβάσεων που προβλέπει η οδηγία αυτή, ακόμη και αν η εν λόγω συμμετοχή είναι κατά πλειοψηφία. (βλ. σκέψη 52, διατακτ. 2)


ΕλΣυν/Τμ.VI/53/2007

Εξ άλλου, η διακήρυξη του διαγωνισμού, ως κανονιστική πράξη δεσμεύει με τους όρους της, τόσο τους τρίτους προς τους οποίους απευθύνεται, όσο και το ίδιο το νομικό πρόσωπο που προκηρύσσει το σχετικό διαγωνισμό, το οποίο υποχρεούται εφεξής και μέχρι τέλους της διαδικασίας του διαγωνισμού να εφαρμόζει τα όσα ορίζονται σε αυτή (βλ. Πράξεις VI Τμ. Ε.Σ. 181/2006, 31/2003, 105/2003). Η αρχή αυτή της δεσμευτικότητας της διακηρύξεως κατοχυρώνεται και στο κοινοτικό δίκαιο, αφού κάθε απόκλιση από τους όρους αυτής αποτελεί παραβίαση της αρχής της ισότητας των διαγωνιζομένων (βλ. Πράξη VI Τμ. Ε.Σ. 70/2006). Κατά συνέπεια, τυχόν παράβαση ουσιώδους όρου της διακήρυξης, είτε κατά τη διάρκεια του διαγωνισμού, είτε κατά τη συνομολόγηση της σύμβασης που καταρτίζεται μετά τη διενέργεια του διαγωνισμού, είτε κατά το στάδιο εκτέλεσης αυτής, καθιστά μη νόμιμη τη σχετική διαδικασία και επάγεται ακυρότητα (βλ. Πράξεις IV Τμ. Ε.Σ. 70/2003, 105/2002, 78, 4/2001, 85/2000).