×
register
Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΣΤΕ/841/2019

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 4174/2013, 4223/2013, 4254/2014, 2523/1997, 3696/2008, 3862/2010, 3790/2009, 3842/2010

Φορολογία εισοδήματος. Παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου για επιβολή φόρων και κυρώσεων. Τα άρθρα 12 παρ. 7 του ν. 3888/2010, 18 παρ. 2 του ν. 4002/2011 και δεύτερο παρ. 1 του ν. 4098/2012 αντίκεινται στο άρθρο 78 του Συντάγματος διότι παρατείνουν την προθεσμία παραγραφής φορολογικών αξιώσεων αναγομένων σε ημερολογιακά έτη προγενέστερα του προηγουμένου της δημοσιεύσεως των σχετικών νόμων ετών. Εσφαλμένη αντίθετη κρίση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο σχετικός λόγος αναίρεσης προβάλλεται παραδεκτά κατά το άρθρο 12 παρ. 1 του ν.3900/2010 και είναι βάσιμος. Πότε προβάλλεται βασίμως ισχυρισμός περί αντίθεσης της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προς προδικαστική απόφαση του ΣτΕ για την άρση του απαραδέκτου λόγου αναίρεσης. Υπολογισμός του ποσού της διαφοράς για το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης όταν αιτήσεις περί διοικητικής επίλυσης της διαφοράς από φύλλα ελέγχου φόρου εισοδήματος περισσότερων οικονομικών ετών απορρίπτονται με μία απόφαση της φορολογικής Διοίκησης καθώς και όταν με μία προσφυγή προσβάλλεται η σιωπηρή απόρριψη αιτήσεων διοικητικής επίλυσης της διαφοράς. Η πράξη ακυρώνεται για παράβαση του τύπου ή της διαδικασίας έκδοσης της πράξης, μόνον αν ο προσφεύγων επικαλείται και αποδεικνύει βλάβη, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά. Ο αναιρεσείων δεν προέβαλε με την προσφυγή του, κατά τρόπο ορισμένο και αρκούντως τεκμηριωμένο, βλάβη από την μη δημοσίευση της υα ΔΕΛ 1059085/2011. Μερικά δεκτή η αναίρεση (αναιρεί εν μέρει την αριθμ. 519/2015 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας). 


Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

Δ.ΠΡΩΤ.ΑΘ/15755/2019

Φορολογία εισοδήματος..Επειδή, το δικαίωμα του Δημοσίου για την έκδοση και κοινοποίηση των επίδικων πράξεων, οικονομικών ετών 2002 έως 2006, έχει υποπέσει στην προβλεπόμενη από το άρθρο 84 του ΚΦΕ (γενική) πενταετή παραγραφή, η οποία άρχισε στις 31.12.2002, 31.12.2003, 31.12.2004, 31.12.2005 και 31.12.2006 και συμπληρώθηκε στις 31.12.2007, 31.12.2008, 31.12.2009, 31.12. 2010 κ α ι 31.12.2011 αντιστοίχως, δοθέντος ότι : α. εν προκειμένω, δεν τυγχάνει εφαρμογής η δεκαπενταετής παραγραφή που επικαλείται η φορολογική αρχή. Και τούτο, διότι προϋπόθεση εφαρμογής της εν λόγω παραγραφής αποτελεί η μη υποβολή, παρά την ύπαρξη σχετικής υποχρέωσης, φορολογικής δηλώσεως, ενώ στην προκειμένη περίπτωση, ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι μεταξύ των προσφευγόντων συστήθηκε πράγματι αφανής εταιρεία, η εταιρεία αυτή δεν είχε υποχρέωση, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικά ανωτέρω, για την υποβολή Φορολογικής δηλώσεως. Β οι διατάξεις των άρθρων 11 ν. 3513/2006, 29 ν. 3697/2008, 10 ν. 3790/2009, 82 ν. 3842/2010, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 92 παρ. 3 περ. β του ν. 3862/2010, 18 παρ. 2 τ ου ν. 4002/2011 και δεύτερου παρ. 1 ν. 4098/2012, 22 ν. 4203/2013, 87 ν. 4316/2014 και 22 ν. 4337/2015, με τις οποίες παρατάθηκε διαδοχικά ο χρόνος παραγραφής φορολογικών αξιώσεων του Δημοσίου αναγόμενων σε χρήσεις προγενέστερες του προηγούμενου της δημοσιεύσεως των εν λόγω νόμων ημερολογιακού έτους, όπως είναι οι ένδικες, πέραν του ότι δεν τυγχάνουν εφαρμογής επί επιβολής κυρώσεων, επιπροσθέτως είναι ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες, ως αντιβαίνουσες, σύμφωνα με τα ήδη εκτεθέντα στο άρθρο 78 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, γ. εν προκειμένω, δεν τυγχάνει εφαρμογής η δεκαετής παραγραφή. Κ α ι τούτο διότι τα στοιχεία στα οποία βασίσθηκε η φορολογική αρχή, και δη οι δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, στις οποίες, ανεξάρτητα από τον κωδικό στον οποίο δηλώθηκαν, συμπεριελήφθησαν, πάντως, τα τιμήματα από τις μεταβιβάσεις των ακινήτων που θεωρήθηκαν από τη φορολογική αρχή ως άσκηση εμπορικής δραστηριότητας, δεν αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία κατά την έννοια του άρθρου 68 παρ. 2 περ. α του ΚΦΕ ικανά να δικαιολογήσουν την επιμήκυνση της κατ άρθρο 84 παρ. 1 του ΚΦΕ πενταετούς προθεσμίας παραγραφής, διότι οι δηλώσεις αυτές, είχαν περιέλθει σε γνώση της φορολογικής αρχής, εντός της ως άνω πενταετούς προθεσμίας. (...)Επειδή, κατ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση προσφυγή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη με την οποία απερρίφθη η κατά των καταλογιστικών πράξεων ασκηθείσα ενδικοφανής προσφυγή. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του καταβληθέντος παραβόλου στους προσφεύγοντες (άρθρο 277 παρ. 9 Κ.Δ.Δ.), ενώ, κατ εκτίμηση των περιστάσεων, πρέπει να μην καταλογισθούν δικαστικά έξοδα σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 275 παρ. 1 Κ.Δ.Δ).


ΣΤΕ/1389/2019

Φορολογία ακινήτων. Ειδικός φόρος ακινήτων του άρθρου 15 του Ν. 3019/2002. Εξαίρεση από το φόρο των ακινήτων Εταιρείας εδρεύουσας σε άλλο κράτος της ΕΕ. Η φορολογική αρχή νομίμως στηρίζεται στα στοιχεία περί των μετόχων της εταιρείας που προκύπτουν από το μητρώο εταιρειών του εν λόγω κράτους, τα οποία τεκμαίρονται ως αληθή και ακριβή. Το τεκμήριο μπορεί να ανατραπεί μόνο μέσω πράξης αρμόδιου οργάνου του κράτους της έδρας της εταιρείας, που πρέπει να επικαλεσθεί και να προσκομίσει ο αιτούμενος την εξαίρεση από το φόρο. Το ζήτημα των προϋποθέσεων εξαίρεσης από το φόρο ρυθμίζεται αποκλειστικά από τον Ν. 3091/2002. Για την εφαρμογή του άρθρου 3 περ. ε` εδ. β` του Ν. 3091/2002 απαιτείται το σύνολο των μετοχών της α.ε. με έδρα χώρα της ΕΕ να ανήκει σε μία εταιρεία. Ο νόμος δεν διακρίνει τυπική και ουσιαστική κυριότητα των μετοχών. Εφόσον απαγορεύεται η καταχώριση ανακοίνωσης εμπιστεύματος στο μητρώο εταιρειών, κάτοχος των μετοχών είναι η εταιρεία. Το άρθρο 15 του Ν. 3091/2002, με την οποία επιβάλλεται φόρος σε ποσοστό 15%, δεν προσκρούει στην αρχή της αναλογικότητας και στα άρθρα 4 παρ. 5, 5 και 17 παρ. 1 του Συντάγματος και 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ. Ο επίδικος φόρος αποτελεί φόρο επί της περιουσίας και δεν έχει το χαρακτήρα διοικητικής κύρωσης. Το ύψος του επίδικου φόρου υπολογίζεται επί της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου, χωρίς να τίθενται μειωτικοί συντελεστές σχετικοί με τη μετοχική σύνθεση της υπόχρεης εταιρείας. Επιβολή προσθέτου φόρου κατά τα άρθρα 1 και 2 του Ν. 2523/1997, λόγω παράλειψης υποβολής δήλωσης. Η ενωσιακή αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης διοικητικής κύρωσης αφορά και σε διοικητικές κυρώσεις για παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας εφόσον έχουν επαρκή σύνδεσμο με το δίκαιο της ΕΕ. Αν η αρχή δεν δύναται να εφαρμοσθεί, το διοικητικό δικαστήριο εξετάζει το σχετικό λόγο της προσφυγής και με βάση το άρθρο 7 της ΕΣΔΑ. Ο πρόσθετος φόρος συνιστά περιορισμό της ενωσιακής ελευθερίας της κυκλοφορίας κεφαλαίων. Η εφαρμογή του άρθρου 58 παρ. 2 του ΚΦΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ. 7 του Ν. 10 4337/2015, άγει σε ηπιότερη για τον παραβάτη διοικητική κύρωση έναντι της οριζόμενης από το Ν. 2523/1997 και ο πρόσθετος φόρος πρέπει να μειωθεί στο 50% του κυρίου φόρου. Εσφαλμένη αντίθετη κρίση της προσβαλλόμενης απόφασης. Η αναίρεση ασκήθηκε παραδεκτά κατά το άρθρο 12 παρ. 1 του Ν. 3900/2010 ως προς ορισμένους λόγους. Μερικά δεκτές η αναίρεση και η προσφυγή (αναιρεί εν μέρει την αριθμ. 254/2018 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πατρών).


ΣΤΕ/1995/2019

Φορολογία εισοδήματος. Η παράλειψη δήλωσης φορολογητέου εισοδήματος και η ύπαρξη αντίστοιχης φορολογητέας ύλης μπορεί να προκύπτει, κατά την αιτιολογημένη κρίση της φορολογικής αρχής, και από έμμεσες αποδείξεις. Τέτοιες αποτελούν τα μεγάλα ποσά που περιέχονται σε τραπεζικό λογαριασμό του φορολογούμενου, μέσω του οποίου πραγματοποιείται έμβασμα στο εξωτερικό, που δεν καλύπτονται από τα νομίμως φορολογηθέντα ή απαλλαχθέντα του φόρου εισοδήματα. Το εμμέσως αποδεικνυόμενο εισόδημα λογίζεται και φορολογείται ως εισόδημα από ελευθέριο επάγγελμα, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 48 παρ. 3 του ΚΦΕ, που εφαρμόζεται και όταν η κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό προκύπτει σε χρόνο προγενέστερο της 30.9.2010, χωρίς αυτό να αντίκειται στην παρ. 2 του άρθρου 78 του Συντάγματος. Κρίσιμος ο χρόνος της κατάθεσης του επίμαχου ποσού στον τραπεζικό λογαριασμό του δικαιούχου ή τυχόν προγενέστερος κατά τον οποίο επήλθε η αντίστοιχη προσαύξηση της περιουσίας του φορολογούμενου. Εξουσίες του δικαστηρίου αν κρίνει ότι η περιουσιακή προσαύξηση δεν επήλθε κατά τη διαχειριστική περίοδο εντός της οποίας πραγματοποιήθηκε το οικείο έμβασμα. Πότε ο φορολογούμενος δύναται να επικαλεσθεί ότι το ποσό που βρέθηκε σε τραπεζικό λογαριασμό του προέρχεται από δάνειο που του χορήγησε άλλο πρόσωπο. Αν το διοικητικό δικαστήριο αδυνατεί να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση περί του χρόνου της επέλευσης της περιουσιακής προσαύξησης άγνωστης πηγής ή αιτίας, επιρρίπτει το βάρος απόδειξης στη φορολογική διοίκηση και όχι στον φορολογούμενο. Εφόσον οι αναιρεσείοντες είχαν αμφισβητήσει ότι οι επίμαχες προσαυξήσεις της περιουσίας τους έλαβαν χώρα το 2010, το 2011 και το 2012, το βάρος απόδειξης του χρόνου επέλευσης αυτών έφερε η φορολογική αρχή. Η ανωτέρω κρίση του ΔΕΑ, σχετικά με τον κρίσιμο χρόνο επέλευσης των επίδικων προσαυξήσεων περιουσίας και, περαιτέρω, το οικονομικό έτος φορολόγησης των αντίστοιχων ποσών εμβασμάτων, ενέχει εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή του άρθρου 48 παρ. 3 του ΚΦΕ. Ο σχετικός λόγος αναίρεσης προβάλλεται παραδεκτά κατά το άρθρο 12 παρ. 1 του ν.3900/2010. Μερικά δεκτή η αναίρεση (αναιρεί εν μέρει την αριθμ. 805/2018 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών).


ΝΣΚ/420/2009

ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Επανεξέταση αίτησης πρώην συζύγου θανόντος συνταξιούχου ως προς τη μεταβίβαση της σύνταξής του.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή 
α) Το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ δύναται να επανεξετάσει, λόγω μη ορθής εφαρμογής του νόμου, υπόθεση μεταβίβασης σύνταξης θανόντος συνταξιούχου στην πρώην σύζυγό του ύστερα από αίτηση της τελευταίας και μετά την παρέλευση μακρού χρόνου (πέντε ετών και τεσσάρων μηνών) από την έκδοση απόφασης του Διευθυντή του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, η οποία έχει καταστεί οριστική. β) Ο έλεγχος του αμετάκλητου ή μη της απόφασης διαζυγίου πρώτου βαθμού όταν προβάλλεται μη επίδοση αυτής, εκτός από την έκδοση των σχετικών πιστοποιητικών του Πρωτοδικείου περί μη άσκησης ενδίκων μέσων ή παραίτησης από αυτά, δύναται να συμπληρώνεται και από την ενεργοποίηση του άρθρου 140 παρ. 2 ΚΠολΔ. γ) Η καταβολή συνταξιοδοτικής παροχής κατ’ επανεξέταση της υπόθεσης δεν δύναται να εκτείνεται πριν από το χρόνο υποβολής της αίτησης επανεξέτασης και για διάστημα όχι μεγαλύτερο των πέντε (5) ετών από την υποβολή της.


ΣΤΕ/260/2019

Λαθρεμπορία. Προϋποθέσεις για την κήρυξη του κυρίου ή του παραλήπτη του λαθρεμπορεύματος «αλληλεγγύως συνυπεύθυνου αστικώς» με τον υπαίτιο καθώς και για την απαλλαγή του από την ευθύνη. Η κήρυξη νομικού προσώπου ως αστικώς συνυπεύθυνου πρέπει να συνάδει προς τις αρχές της αναλογικότητας και της ασφάλειας δικαίου. Νόμιμη η κήρυξη εταιρείας πετρελαιοειδών ως συνυπεύθυνης για την καταβολή των δασμοφορολικών επιβαρύνσεων και των πολλαπλών τελών, εφόσον καταλογίζεται στο νόμιμο εκπρόσωπο δόλια συμμετοχή στη λαθρεμπορία. Οι εταιρείες πετρελαιοειδών έχουν δικαίωμα συμψηφιστικής αποκατάστασης μόνο για τις ποσότητες ελεύθερων αποθεμάτων που διέθεσαν οι ίδιες σε κάθε πρατηριούχο και οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν πράγματι για ατελή εφοδιασμό πλοίων. Εικονικός εφοδιασμός πλοίων με ατελή καύσιμα. Η εταιρεία γίνεται κυρία και παραλήπτης λαθρεμπορικού εμπορεύματος και κηρύσσεται αστικώς συνυπεύθυνη. Απαλλαγή της από την ευθύνη αν αποδείξει ότι έλαβε τα απαραίτητα μέτρα για την αποτροπή της λαθρεμπορίας. Η επίρριψη σε αυτήν του βάρους απόδειξης δεν παραβιάζει το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ. Για το παραδεκτό της αναίρεσης, όταν καταλογίζονται δασμοί ή/και φόροι, καθώς και πολλαπλά τέλη, συναθροίζονται τα δύο ποσά για την εξεύρεση του ποσού της διαφοράς. Απορρίπτεται η αναίρεση ως απαράδεκτη κατά το άρθρο 12 παρ. 1 του ν.3900/2010 (επικυρώνει την 386/2015 απόφαση του ΔΕφΛαρ).


ΣτΕ/1311/2017

ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΡΓΑ:ζητείται η αναίρεση της 2915/2014 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία: α) απορρίφθηκε η αγωγή της δεύτερης αναιρεσίβλητης («... ΑΕ»), αναδόχου εκτέλεσης του δημοσίου έργου Επειδή, τέλος, προβάλλεται ότι, από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 26 παρ. 1 και 2 του ν. 1882/1990, των διατάξεων του άρθρου 1 και 2 της, κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσας, 2048300/6844-11/0016/9.8.1990 υπουργικής απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, του ν.δ/τος 17.7.-13.8.1923 και του Αστικού Κώδικα περί εκχώρησης απαίτησης, προκύπτει ότι, σε περίπτωση εκχωρηθείσας απαίτησης κατά νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, κρίσιμος χρόνος, κατά τον οποίο θα πρέπει να υφίσταται η φορολογική ενημερότητα του εκχωρητή, αποδεικνυόμενη από το πιστοποιητικό φορολογικής ενημερότητας, είναι ο χρόνος κατάρτισης της σύμβασης της εκχώρησης ή έστω της γέννησης της εκχωρούμενης έννομης σχέσης ή έστω ο χρόνος που κατέστη ληξιπρόθεσμος η εκχωρηθείσα απαίτηση, αδυναμία δε προσκόμισης του αποδεικτικού ενημερότητας μετά τα ως άνω χρονικά διαστήματα δεν αντιτάσσεται στον εκδοχέα, η δε απαίτηση μετά την εκχώρηση περιέρχεται στον εκδοχέα, κατά του οποίου δεν είναι δυνατόν να αντιταχθούν απαγορεύσεις ή περιορισμοί που αφορούν τον εκχωρητή. Ως προς το παραδεκτό του λόγου αυτού, προβάλλεται ότι δεν υπάρχει επί του ζητήματος αυτού σχετική νομολογία του Δικαστηρίου. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι η ερμηνεία των διατάξεων που επικαλείται η αναιρεσείουσα δεν είναι κρίσιμη για την επίλυση της κρινόμενης διαφοράς, ως προς το ως άνω τιθέμενο νομικό ζήτημα. Ειδικότερα, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ερμηνεύτηκε και εφαρμόστηκε η παρ. 9 του άρθρου 26 του ν. 1882/1990, η οποία προστέθηκε με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 29 του ν. 3943/2011, στην οποία ορίζεται ρητά ότι, για την καταβολή των εκχωρημένων χρηματικών απαιτήσεων, κατά νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, το αποδεικτικό ενημερότητας προσκομίζεται τόσο από τον εκχωρητή, όσο και από τον εκδοχέα, και όχι οι διατάξεις που επικαλείται η αναιρεσείουσα, δηλαδή η διάταξη του άρθρου 26 του ν. 1882/1990, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. 2048300/6844-11/0016/1990 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, η οποία, άλλωστε, είχε ήδη καταργηθεί με την 1109793/ 6134-11/0016/24.11.1999 απόφαση του Υφυπουργού Οικονομικών. Κατά συνέπεια, ο προβαλλόμενος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.Απορρίπτει την αίτηση.


ΕΣ/ΚΠΕ/ΤΜ.1/242/2013

ΑΝΤΙΜΙΣΘΙΑ:(...)Δεδομένου δε, ότι ο φερόμενος ως δικαιούχος κατά το διάστημα απουσίας του από την υπηρεσία εκ των πραγμάτων δεν συμμετείχε στο πρόγραμμα νυχτερινής υπηρεσίας και εργασίας πέραν του πενθημέρου του Αστυνομικού Τμήματος στο οποίο υπηρετεί, δεν είναι δυνατός ο συνυπολογισμός στις πάσης φύσεως αποδοχές των ως άνω παροχών που προϋποθέτουν πραγματική παροχή υπηρεσίας. Άλλωστε,  δεν παρίσταται συμβατή  με το σύστημα των διατάξεων των άρθρων 92 παρ. 5, 93 παρ. 3 και 4 του ν. 3852/2010 και της ΚΥΑ 19165/15.4.2011, η εκτίμηση του ύψους των παροχών αυτών, με βάση τον μέσο όρο των ωρών νυχτερινής και πρόσθετης εργασίας που πραγματοποιήθηκε κατά το προ της λήψεως της αδείας διάστημα, ως έγινε εν προκειμένω, αφού, κατά τα ανωτέρω, το χρονικό πεδίο συγκρίσεως της αντιμισθίας και των πάσης φύσεως αποδοχών της κυρίας θέσεως εκτείνεται κατά την διάρκεια της θητείας του αιρετού, διάστημα κατά το οποίο πρέπει να εκτιμώνται τα υπηρεσιακά και μισθολογικά δεδομένα αυτού και οι τυχόν μεταβολές τους και όχι κατά το προηγούμενο αυτής διάστημα. Περαιτέρω, αβασίμως προβάλλεται με το συνημμένο στο έγγραφο επανυποβολής του οικείου τίτλου πληρωμής, 17995/21.10.2012 υπόμνημα του φερομένου ως δικαιούχου και κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου του, ότι οι επίμαχες παροχές φέρουν πάγιο και τακτικό χαρακτήρα για τους αστυνομικούς και ότι, ως εκ τούτου, πρέπει να συνυπολογισθούν στις «πάσης φύσεως αποδοχές» της κυρίας θέσεώς του και να προσαυξηθεί κατά το μέτρο αυτών η αντιμισθία τους. Και τούτο, διότι, κατά τα ανωτέρω, η συμπερίληψη των παροχών αυτών στις τακτικώς καταβαλλόμενες αποδοχές των αστυνομικών προϋποθέτει είτε την ενεργό άσκηση νυχτερινής ή πλέον του πενθημέρου εργασίας, είτε την εκ της Υπηρεσίας παράνομη παρεμπόδισή της, όροι που δεν συντρέχουν όταν ο μισθωτός απουσιάζει από την εργασία του, τελών στο καθεστώς της κατ’ άρθρο 93 παρ.1 του ν. 3852/2010 αδείας. Επίσης, αβασίμως προβάλλεται από τον φερόμενο ως δικαιούχο ότι με την μη καταβολή της επίμαχης προσωπικής διαφοράς συντελείται απώλεια του εισοδήματός του, κατά παρέκκλιση των οριζομένων στο άρθρο 92 παρ. 5 του ν. 3852/2010 και αντίθετη προς την εύλογη προσδοκία του ιδίου κατά την ανάληψη των σχετικών αιρετών καθηκόντων (βλ. σχετικώς και τα διαλαμβανόμενα στην 10707/22.6.2012 αίτησή του για την απόληψη της προσαυξήσεως). Τούτο δε, διότι, ως εξετέθη σε προηγούμενη νομική σκέψη, με την ως άνω διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 92 του ν. 3852/2010 εσκοπήθη η διατήρηση του βασικού μισθολογικού και ασφαλιστικού πυρήνα των μισθωτών που ανεδείχθησαν σε τοπικά αιρετά αξιώματα, μέσω της ανταποκρινόμενης στο είδος και την έκταση των σχετικών καθηκόντων αντιμισθίας η οποία, στον βαθμό που υπολείπεται των πάσης φύσεως αποδοχών  της κυρίας θέσεως δύναται να προσαυξάνεται κατά το ποσό της διαφοράς, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εξακολουθούν  να καταβάλλονται ειδικές παροχές που προϋποθέτουν πραγματική συμμετοχή του μισθωτού στον τρέχοντα προγραμματισμό της υπηρεσίας και εκτέλεση καθηκόντων ιδιάζουσας ποιοτικής ή χρονικής φύσεως, που εξαρτάται από τις εκάστοτε υπηρεσιακές ανάγκες. Δεδομένου δε, ότι υφίσταται ευρεία ευχέρεια του νομοθέτη να διαμορφώνει το επίπεδο των αποδοχών κατά τρόπο ανάλογο των καθηκόντων, ότι δεν κατοχυρώνεται δικαίωμα σε αποδοχές ορισμένου ύψους και δη όταν μεταβάλλεται η φύση των καθηκόντων, ότι δεν υφίστανται περαιτέρω δυσμενείς συνέπειες συνταξιοδοτικού χαρακτήρα καθώς  και ότι οι σχετικές διατάξεις ίσχυαν ήδη προ των εκλογών, με την μη καταβολή της επίμαχης προσαυξήσεως δεν προσβάλλονται τα περιουσιακά δικαιώματα και οι νόμιμες προσδοκίες ή η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του φερομένου ως δικαιούχου. Σε κάθε δε περίπτωση, λόγω πρόδηλης ετερότητος των εργασιακών συνθηκών, δεν υφίσταται αδικαιολόγητη διάκριση σε σχέση με αιρετούς ανήκοντες σε άλλες επαγγελματικές κατηγορίες ή σε σχέση με τους εκτελούντες ενεργό υπηρεσία αστυνομικούς.


ΕλΣυν/Τμ.6/895/2012

Εννοια δημοσίου έργου.Δημόσιο έργο είναι το έργο που εκτελείται για την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος καθόσον καλύπτει βασικές ανάγκες της κοινωνίας, συμβάλλει στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνατοτήτων και γενικά αποσκοπεί στη βελτίωση της ζωής των πολιτών. Από τεχνικής απόψεως δημόσιο έργο αποτελεί ένα σύνολο πράξεων και εργασιών που διενεργούνται από δημόσιους φορείς, στους οποίους περιλαμβάνονται οι Περιφέρειες, το οποίο κατατείνει στην κατασκευή, επισκευή, επέκταση, ανακαίνιση ή συντήρηση έργου, και απαιτεί, λόγω της πολυπολοκότητάς του, εξειδικευμένη τεχνική γνώση και επέμβαση, δηλαδή χρήση ειδικών τεχνικών γνώσεων και αντιστοίχων μέσων και προορίζεται να επιτελεί καθ’ εαυτό μία οικονομική και τεχνική λειτουργία επιφέροντας ένα άρτιο λειτουργικό αποτέλεσμα (Απόφαση VI Τμήματος 3371/2011, Πράξη ΙV Τμήματος 31/2010, Εφ.Λάρισας 45/2004). Το δημόσιο έργο πρέπει να συνδέεται άμεσα με το έδαφος ή το υπέδαφος κατά τρόπο διαρκή και σταθερό, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί συστατικό αυτού κατά την έννοια του άρθρου 953 Α.Κ. και να μην μπορεί να αποχωρισθεί από αυτό χωρίς βλάβη ή αλλοίωση της ουσίας ή του προορισμού του (Πράξεις VII Τμήματος 24/2009, 3/2009, ΙV Τμήματος 31/2010, 196/2008, ΣτΕ 329/2007, 808/1997, 1426/1997). Αντιθέτως, όταν για την επίτευξη ενός αποτελέσματος απαιτούνται απλές εργασίες, χωρίς ιδιαίτερες τεχνικές γνώσεις και μεθόδους, χωρίς τη χρησιμοποίηση εξειδικευμένου επιστημονικού ή τεχνικού προσωπικού ή ιδιαίτερων τεχνικών μέσων και εγκαταστάσεων, καθώς και όταν το αποτέλεσμα των ενεργειών δεν καθίσταται συστατικό του εδάφους, τότε πρόκειται για εκτέλεση εργασιών ή παροχή υπηρεσιών (Απόφαση VI Τμήματος 3371/2011, Πράξεις VII Τμήματος 203/2011, 202/2011, 94/2011, 403/2010, 308/2009, 3/2009, 285/2008). Ακολούθως, όταν πρόκειται για δημόσιο έργο, κατά την ως άνω έννοια, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 57 παρ.3 και 17 παρ.7 του Κώδικα δημοσίων έργων, οι οποίες προβλέπουν την επιβάρυνση της απαιτούμενης δαπάνης με γενικά έξοδα και εργολαβικό όφελος καθώς και με το κονδύλιο των απροβλέπτων δαπανών, υπολογιζόμενα σε ποσοστό επί της αξίας των εκτελεσθησομένων εργασιών κατασκευής του έργου. Τέλος, όταν μία σύμβαση έχει μεικτό χαρακτήρα διότι σε αυτήν περιλαμβάνονται τόσο η εκτέλεση έργου όσο και η παροχή υπηρεσιών, η σύμβαση χαρακτηρίζεται από το κύριο αντικείμενο αυτής, υπολογιζόμενο από την αξία αυτού καθώς και τον παρεπόμενο χαρακτήρα των λοιπών αντικειμένων σε σχέση με το πρωτεύον τοιούτο (πρβλ. απόφαση ΔΕΚ της 19.4.1994 στη C-331/92, Cestiόn Hotelera Internacional, σκ. 20-29, απόφαση ΔΕΚ της 18.11.1999 στη C-107/98, Teckal, σκ. 38).(...)V. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας αποφάσεως το Τμήμα άγεται στην κρίση ότι το αντικείμενο του κρινόμενου διαγωνισμού αφορά στην εκτέλεση έργου και όχι στην παροχή υπηρεσιών καθόσον πρόκειται για συντήρηση του υφιστάμενου δικτύου άρδευσης και στράγγισης της πεδιάδας της Άρτας. Ειδικότερα, για την πραγματοποίηση του καθαρισμού των τάφρων και των διωρύγων απαιτείται όχι μόνον η αποψίλωση της βλάστησης από τα πρανή και την κοίτη και η αποκομιδή των φερτών υλικών, αλλά, κατά κύριο λόγο, η αποκατάσταση της διατομής των τάφρων και των διωρύγων ώστε να επαναφερθούν τα τεχνικά χαρακτηριστικά τους (πλάτος, βάθος και κατά μήκος κλίση) στις πρότερες διαστάσεις καθώς και η διαμόρφωση, με εκσκαφές ακριβείας, ο πυθμένας και τα πρανή για να είναι επιτρεπτή η απρόσκοπτη διέλευση του νερού. Προς τούτο απαιτείται η χρήση ιδιαίτερων τεχνικών μέσων (ειδικοί εκσκαφείς συγκεκριμένης ισχύος κ.λπ.), που περιγράφονται στην τεχνική έκθεση και κυρίως, η πραγματοποίηση των εργασιών υπό την επίβλεψη, την καθοδήγηση και τις οδηγίες των ειδικών μηχανικών ή μηχανολόγων μηχανικών του αναδόχου και της Υπηρεσίας, ενώ περαιτέρω η άμεση σύνδεση των εργασιών κατά τρόπο σταθερό και διαρκή με το έδαφος είναι αυτονόητη.


ΣΤΕ/280/2020

Ανάκληση πράξης διορισμού σε Δήμο:.. Επειδή, περαιτέρω, με την αίτηση ακυρώσεως προβλήθηκε ότι καθ’ υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης, η οποία ασκείται σύμφωνα με τις αρχές της αναλογικότητας, της χρηστής διοικήσεως και της προστατευομένης εμπιστοσύνης, η πράξη διορισμού της ανακλήθηκε μετά την πάροδο μακρού χρόνου, χωρίς να ληφθεί υπόψη ότι είναι διαζευγμένη και μητέρα τεσσάρων τέκνων, εκ των οποίων η μεγαλύτερη κόρη της παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα υγείας, ενώ τα λοιπά σπουδάζουν, προσπορίζει αυτή το εισόδημά της αποκλειστικά από την εργασία της, στην οποία έχει επιδείξει άριστη συμπεριφορά και όπου είναι απαραίτητη λόγω έλλειψης προσωπικού. Προς απόδειξη της οικογενειακής και οικονομικής κατάστασής της, καθώς και των προβλημάτων υγείας του τέκνου της, η εκκαλούσα προσκόμισε ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου τα εξής: α) το από 21.5.2015 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δήμου Ν. ..., σύμφωνα με το οποίο είναι διαζευγμένη και μητέρα τεσσάρων τέκνων γεννημένων κατά τα έτη 1987, 1990, 1995 και 1997, β) αντίγραφα των από 11.6.2014 και 10.9.2013 εκκαθαριστικών σημειωμάτων φόρου εισοδήματος, οικονομικών ετών 2014 και 2013, από τα οποία προκύπτει ότι τα εισοδήματά της ανήλθαν σε 10.946,97 και 11.584,53 ευρώ αντιστοίχως, προέρχονται δε αποκλειστικά από μισθούς, γ) αντίγραφο του από 11.1.2006 εγγράφου των Εξωτερικών Ιατρείων του Γενικού Νοσοκομείου … «…», στο οποίο αναφέρεται για τη θυγατέρα της «Κρίσεις «Ε» Rp. Tbs. Trileptal 300 mg Bt No I (ένα) S=1x2 ημέρα” και δ) βεβαιώσεις σπουδών έτους 2015, των λοιπών τριών τέκνων της. Με την εκκαλούμενη απόφαση ο ως άνω λόγος ακυρώσεως απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι οι ως άνω επικαλούμενες συνθήκες της προσωπικής ζωής της εκκαλούσας, υποστηριζόμενες με τα προσκομιζόμενα στοιχεία, σε συνδυασμό με τον διαδραμόντα χρόνο της υπηρεσίας της μόλις 7 ετών, δεν συνιστούν υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης και δεν δικαιολογούν την μη ανάκληση του διορισμού της. Με την κρινόμενη έφεση προβάλλεται ότι η εκκαλούμενη απόφαση εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος, την οποία εμμέσως παραβίασε, διότι, υπό τις ως άνω περιστάσεις που αποδείχθηκαν από την εκκαλούσα και δεν αμφισβητήθηκαν από τη Διοίκηση, καθίσταται προφανές ότι η ανάκληση του διορισμού της αποτελεί μέτρο υπέρμετρα και δυσανάλογα επαχθές που υπερακοντίζει τον σκοπό του νόμου. Ισχυρίζεται δε ότι ο λόγος αυτός προβάλλεται παραδεκτώς, διότι επί του ως άνω ζητήματος δεν υφίσταται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Επειδή, λόγω της σπουδαιότητας των ζητημάτων, τόσο ως προς το εκκλητό της διαφοράς (σκέψη 4), όσο και ως προς την υιοθετηθείσα ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 27 παρ. 2 του Κώδικα Κατάστασης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (σκέψη 6), που ανακύπτουν κατ´ αρχήν εν προκειμένω, ενόψει των προβαλλομένων, κατά τα ανωτέρω (σκέψεις 8-9), λόγων εφέσεως, το Τμήμα κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 5 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), να παραπεμφθεί προς εκδίκαση στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος και να ορισθούν εισηγητής ο Πάρεδρος Β. Γκέρτσος και δικάσιμος η 2/4/2020.


ΝΣΚ/181/2020

Ειδικότερα ερωτήματα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 3 του Καν. (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/1995, σχετικά με το χρόνο παραγραφής της “παρατυπίας”.(...)α) Με βάση τον κανόνα ότι τα ευρωπαϊκά γεωργικά ταμεία χρηματοδοτούν μόνον τις πραγματοποιούμενες σύμφωνα με τις διατάξεις της Ένωσης δαπάνες και, με βάση την υποχρέωση επιμέλειας και ανάκτησης που έχουν τα κράτη μέλη και το σύστημα οικονομικής ευθύνης που αυτή συνεπάγεται, η τετραετής προθεσμία παραγραφής του άρθρου 3 παρ. 1 του κανονισμού 2988/1995, δεν έχει την έννοια ότι δεν διεξάγεται έρευνα, κατόπιν καταγγελιών, για πληρωμές/παρατυπίες παλαιότερες των τεσσάρων ετών από το τρέχον έτος (στις περιπτώσεις που δεν πρόκειται για επαναλαμβανόμενες παρατυπίες). Η παραγραφή δεν συνιστά διοικητική ενέργεια, ούτε εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, αλλά προβάλλεται κατ’ ένσταση από τον καθ’ού η ανάκτηση και, εφόσον προβληθεί, εξετάζεται ατομικά κατά περίπτωση. Ο ενδιαφερόμενος έχει τη δυνατότητα να την προβάλει στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 28 του ν. 2520/1997. Με βάση την κρίση της περί της βασιμότητας ή μη της ένστασης, η υπηρεσία θα την αποδεχθεί ή θα την απορρίψει και θα αποφασίσει κατά πόσον θα προβεί ή όχι στην εισηγητική έκθεση για έκδοση απόφασης ανάκτησης ή μη των επίμαχων ποσών. Υπό τις προεκτεθείσες προϋποθέσεις οι ανωτέρω ενέργειες του ΟΠΕΚΕΠΕ δεν αντίκεινται στην αρχή της ασφάλειας του δικαίου (ομόφωνα). β) Μία παρατυπία είναι «διαρκής» ή «επαναλαμβανόμενη», όταν τελείται από οικονομικό φορέα ο οποίος αντλεί οικονομικά οφέλη από ένα σύνολο όμοιων πράξεων που συνιστούν παράβαση της ίδιας διάταξης του δικαίου της Ένωσης, ακόμα και αν δεν πρόκειται ακριβώς για τα ίδια πραγματικά περιστατικά ή όταν συνίσταται σε παράλειψη που εξακολουθεί. Το χρονικό διάστημα που μπορεί, στην περίπτωση αυτή, να μεσολαβεί μεταξύ αυτών - ξεκινώντας από το χρόνο της καταγγελίας προς το παρελθόν μέχρι τη διάπραξη ή και αντίστροφα, μέχρι την παύση της παρατυπίας - δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερο της τετραετίας (ομόφωνα). γ) Η παραγραφή του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 2988/1995 έχει εφαρμογή, τόσο στις παρατυπίες του άρθρου 5 αυτού, όσο και στις λοιπές παρατυπίες του άρθρου 4 του εν λόγω κανονισμού. Το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του κανονισμού 2988/1995 θεσπίζει απόλυτο όριο εφαρμοζόμενο και για τη λήψη διοικητικών μέτρων. Σε περίπτωση θέσπισης από τα κράτη μέλη μεγαλύτερης προθεσμίας παραγραφής, η παραγραφή επέρχεται, σε κάθε περίπτωση, το αργότερο κατά τη λήξη χρονικού διαστήματος ίσου με το διπλάσιο της μεγαλύτερης αυτής προθεσμίας (ομόφωνα). δ) Το άρθρο 122 του ν. 4270/2014 περί Δημοσίου Λογιστικού βρίσκεται σε διάσταση με το άρθρο 3 παρ. 1 του κανονισμού 2988/1995, ως προς το χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής. Συνεπώς, υφίσταται αυτοτελής υποχρέωση των υπηρεσιών να εφαρμόζουν το άρθρο 3 παρ. 1 του καν. 2988/95, όπως έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία του Δ.Ε.Ε., δηλαδή, τόσο ως προς την έναρξη, όσο και ως προς τη διάρκεια της παραγραφής. Περαιτέρω όμως, απαιτείται νομοθετική ρύθμιση, ορίζουσα ως εναρκτήριο σημείο της παραγραφής της δίωξης της παρατυπίας τη διάπραξή της. Υπό την προϋπόθεση δε της νομοθετικής πρόβλεψης της αφετηρίας αυτής, η πενταετία θεωρείται, κατά τα νομολογιακά δεδομένα εύλογο χρονικό διάστημα της παραγραφής αυτής (κατά πλειοψηφία). Παραπέμφθηκε στη Β΄ Τακτική Ολομέλεια του ΝΣΚ, κατόπιν της υπ’ αριθ. 154/2020 γνωμοδότησης του ΣΤ΄ Τμήματος.