Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

ΣΤΕ/841/2019

Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 4174/2013, 4223/2013, 4254/2014, 2523/1997, 3696/2008, 3862/2010, 3790/2009, 3842/2010

Φορολογία εισοδήματος. Παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου για επιβολή φόρων και κυρώσεων. Τα άρθρα 12 παρ. 7 του ν. 3888/2010, 18 παρ. 2 του ν. 4002/2011 και δεύτερο παρ. 1 του ν. 4098/2012 αντίκεινται στο άρθρο 78 του Συντάγματος διότι παρατείνουν την προθεσμία παραγραφής φορολογικών αξιώσεων αναγομένων σε ημερολογιακά έτη προγενέστερα του προηγουμένου της δημοσιεύσεως των σχετικών νόμων ετών. Εσφαλμένη αντίθετη κρίση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο σχετικός λόγος αναίρεσης προβάλλεται παραδεκτά κατά το άρθρο 12 παρ. 1 του ν.3900/2010 και είναι βάσιμος. Πότε προβάλλεται βασίμως ισχυρισμός περί αντίθεσης της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προς προδικαστική απόφαση του ΣτΕ για την άρση του απαραδέκτου λόγου αναίρεσης. Υπολογισμός του ποσού της διαφοράς για το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης όταν αιτήσεις περί διοικητικής επίλυσης της διαφοράς από φύλλα ελέγχου φόρου εισοδήματος περισσότερων οικονομικών ετών απορρίπτονται με μία απόφαση της φορολογικής Διοίκησης καθώς και όταν με μία προσφυγή προσβάλλεται η σιωπηρή απόρριψη αιτήσεων διοικητικής επίλυσης της διαφοράς. Η πράξη ακυρώνεται για παράβαση του τύπου ή της διαδικασίας έκδοσης της πράξης, μόνον αν ο προσφεύγων επικαλείται και αποδεικνύει βλάβη, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά. Ο αναιρεσείων δεν προέβαλε με την προσφυγή του, κατά τρόπο ορισμένο και αρκούντως τεκμηριωμένο, βλάβη από την μη δημοσίευση της υα ΔΕΛ 1059085/2011. Μερικά δεκτή η αναίρεση (αναιρεί εν μέρει την αριθμ. 519/2015 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας). 

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

Δ.ΠΡΩΤ.ΑΘ/15755/2019

Φορολογία εισοδήματος..Επειδή, το δικαίωμα του Δημοσίου για την έκδοση και κοινοποίηση των επίδικων πράξεων, οικονομικών ετών 2002 έως 2006, έχει υποπέσει στην προβλεπόμενη από το άρθρο 84 του ΚΦΕ (γενική) πενταετή παραγραφή, η οποία άρχισε στις 31.12.2002, 31.12.2003, 31.12.2004, 31.12.2005 και 31.12.2006 και συμπληρώθηκε στις 31.12.2007, 31.12.2008, 31.12.2009, 31.12. 2010 κ α ι 31.12.2011 αντιστοίχως, δοθέντος ότι : α. εν προκειμένω, δεν τυγχάνει εφαρμογής η δεκαπενταετής παραγραφή που επικαλείται η φορολογική αρχή. Και τούτο, διότι προϋπόθεση εφαρμογής της εν λόγω παραγραφής αποτελεί η μη υποβολή, παρά την ύπαρξη σχετικής υποχρέωσης, φορολογικής δηλώσεως, ενώ στην προκειμένη περίπτωση, ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι μεταξύ των προσφευγόντων συστήθηκε πράγματι αφανής εταιρεία, η εταιρεία αυτή δεν είχε υποχρέωση, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικά ανωτέρω, για την υποβολή Φορολογικής δηλώσεως. Β οι διατάξεις των άρθρων 11 ν. 3513/2006, 29 ν. 3697/2008, 10 ν. 3790/2009, 82 ν. 3842/2010, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 92 παρ. 3 περ. β του ν. 3862/2010, 18 παρ. 2 τ ου ν. 4002/2011 και δεύτερου παρ. 1 ν. 4098/2012, 22 ν. 4203/2013, 87 ν. 4316/2014 και 22 ν. 4337/2015, με τις οποίες παρατάθηκε διαδοχικά ο χρόνος παραγραφής φορολογικών αξιώσεων του Δημοσίου αναγόμενων σε χρήσεις προγενέστερες του προηγούμενου της δημοσιεύσεως των εν λόγω νόμων ημερολογιακού έτους, όπως είναι οι ένδικες, πέραν του ότι δεν τυγχάνουν εφαρμογής επί επιβολής κυρώσεων, επιπροσθέτως είναι ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες, ως αντιβαίνουσες, σύμφωνα με τα ήδη εκτεθέντα στο άρθρο 78 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, γ. εν προκειμένω, δεν τυγχάνει εφαρμογής η δεκαετής παραγραφή. Κ α ι τούτο διότι τα στοιχεία στα οποία βασίσθηκε η φορολογική αρχή, και δη οι δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, στις οποίες, ανεξάρτητα από τον κωδικό στον οποίο δηλώθηκαν, συμπεριελήφθησαν, πάντως, τα τιμήματα από τις μεταβιβάσεις των ακινήτων που θεωρήθηκαν από τη φορολογική αρχή ως άσκηση εμπορικής δραστηριότητας, δεν αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία κατά την έννοια του άρθρου 68 παρ. 2 περ. α του ΚΦΕ ικανά να δικαιολογήσουν την επιμήκυνση της κατ άρθρο 84 παρ. 1 του ΚΦΕ πενταετούς προθεσμίας παραγραφής, διότι οι δηλώσεις αυτές, είχαν περιέλθει σε γνώση της φορολογικής αρχής, εντός της ως άνω πενταετούς προθεσμίας. (...)Επειδή, κατ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση προσφυγή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη με την οποία απερρίφθη η κατά των καταλογιστικών πράξεων ασκηθείσα ενδικοφανής προσφυγή. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του καταβληθέντος παραβόλου στους προσφεύγοντες (άρθρο 277 παρ. 9 Κ.Δ.Δ.), ενώ, κατ εκτίμηση των περιστάσεων, πρέπει να μην καταλογισθούν δικαστικά έξοδα σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 275 παρ. 1 Κ.Δ.Δ).


ΠΟΛ 1153/2011

Σε περίπτωση ανατροπής της διοικητικής επίλυσης της διαφοράς βεβαιώνεται φόρος σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 74 του ΚΦΕ (ΕΠΙΣΥΝΑΠΤΕΤΑΙ Η ΑΡΙΘΜ.155/2011 ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ Ν.Σ.Κ)

ΣΤΕ/1389/2019

Φορολογία ακινήτων. Ειδικός φόρος ακινήτων του άρθρου 15 του Ν. 3019/2002. Εξαίρεση από το φόρο των ακινήτων Εταιρείας εδρεύουσας σε άλλο κράτος της ΕΕ. Η φορολογική αρχή νομίμως στηρίζεται στα στοιχεία περί των μετόχων της εταιρείας που προκύπτουν από το μητρώο εταιρειών του εν λόγω κράτους, τα οποία τεκμαίρονται ως αληθή και ακριβή. Το τεκμήριο μπορεί να ανατραπεί μόνο μέσω πράξης αρμόδιου οργάνου του κράτους της έδρας της εταιρείας, που πρέπει να επικαλεσθεί και να προσκομίσει ο αιτούμενος την εξαίρεση από το φόρο. Το ζήτημα των προϋποθέσεων εξαίρεσης από το φόρο ρυθμίζεται αποκλειστικά από τον Ν. 3091/2002. Για την εφαρμογή του άρθρου 3 περ. ε` εδ. β` του Ν. 3091/2002 απαιτείται το σύνολο των μετοχών της α.ε. με έδρα χώρα της ΕΕ να ανήκει σε μία εταιρεία. Ο νόμος δεν διακρίνει τυπική και ουσιαστική κυριότητα των μετοχών. Εφόσον απαγορεύεται η καταχώριση ανακοίνωσης εμπιστεύματος στο μητρώο εταιρειών, κάτοχος των μετοχών είναι η εταιρεία. Το άρθρο 15 του Ν. 3091/2002, με την οποία επιβάλλεται φόρος σε ποσοστό 15%, δεν προσκρούει στην αρχή της αναλογικότητας και στα άρθρα 4 παρ. 5, 5 και 17 παρ. 1 του Συντάγματος και 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ. Ο επίδικος φόρος αποτελεί φόρο επί της περιουσίας και δεν έχει το χαρακτήρα διοικητικής κύρωσης. Το ύψος του επίδικου φόρου υπολογίζεται επί της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου, χωρίς να τίθενται μειωτικοί συντελεστές σχετικοί με τη μετοχική σύνθεση της υπόχρεης εταιρείας. Επιβολή προσθέτου φόρου κατά τα άρθρα 1 και 2 του Ν. 2523/1997, λόγω παράλειψης υποβολής δήλωσης. Η ενωσιακή αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης διοικητικής κύρωσης αφορά και σε διοικητικές κυρώσεις για παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας εφόσον έχουν επαρκή σύνδεσμο με το δίκαιο της ΕΕ. Αν η αρχή δεν δύναται να εφαρμοσθεί, το διοικητικό δικαστήριο εξετάζει το σχετικό λόγο της προσφυγής και με βάση το άρθρο 7 της ΕΣΔΑ. Ο πρόσθετος φόρος συνιστά περιορισμό της ενωσιακής ελευθερίας της κυκλοφορίας κεφαλαίων. Η εφαρμογή του άρθρου 58 παρ. 2 του ΚΦΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ. 7 του Ν. 10 4337/2015, άγει σε ηπιότερη για τον παραβάτη διοικητική κύρωση έναντι της οριζόμενης από το Ν. 2523/1997 και ο πρόσθετος φόρος πρέπει να μειωθεί στο 50% του κυρίου φόρου. Εσφαλμένη αντίθετη κρίση της προσβαλλόμενης απόφασης. Η αναίρεση ασκήθηκε παραδεκτά κατά το άρθρο 12 παρ. 1 του Ν. 3900/2010 ως προς ορισμένους λόγους. Μερικά δεκτές η αναίρεση και η προσφυγή (αναιρεί εν μέρει την αριθμ. 254/2018 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πατρών).


ΣΤΕ/351/2019

Φορολογία εισοδήματος. Ο «πρόσθετος φόρος» του άρθρου 1 του ν. 2523/1997 έχει το χαρακτήρα διοικητικής κύρωσης. Δεν έχει εφαρμογή η ενωσιακή αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης διοικητικής κύρωσης διότι η κύρωση δεν παρουσιάζει επαρκή σύνδεσμο με το δίκαιο της Ένωσης. Η αρχή της αναδρομικής εφαρμογής της ελαφρύτερης διοικητικής κύρωσης για παράβαση της φορολογικής νομοθεσίας αποτελεί γενική αρχή του ημεδαπού φορολογικού δικαίου. Πότε η αρχή αυτή δεν έχει πεδίο εφαρμογής. Η παρ. 1 του άρθρου 26 του ν. 3943/2011 είναι ευμενέστερη για τους φορολογούμενους σε σχέση με τις προϊσχύσασες διατάξεις, διότι μειώθηκε σε 120% το ανώτατο όριο του ποσοστού του πρόσθετου φόρου για ανακριβή δήλωση. Εφαρμογή της διάταξης αυτής και για φύλλα ελέγχου που είχαν ήδη εκδοθεί και αφορούν σε ανακριβείς δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος των χρήσεων 2003 και 2004. Αν λόγος προσφυγής ερείδεται σε γενική αρχή του ενωσιακού δικαίου, μη δυνάμενη να εφαρμοσθεί, το διοικητικό δικαστήριο εξετάζει το λόγο και με βάση τον αντίστοιχο κανόνα του ημεδαπού δικαίου ή/και της ΕΣΔΑ. Η αναίρεση ασκήθηκε παραδεκτά κατά το άρθρο 12 παρ. 1 του ν.3900/2010. Απορρίπτεται η αναίρεση (επικυρώνει την αριθμ. 2230/2015 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης). 


ΣΤΕ/1995/2019

Φορολογία εισοδήματος. Η παράλειψη δήλωσης φορολογητέου εισοδήματος και η ύπαρξη αντίστοιχης φορολογητέας ύλης μπορεί να προκύπτει, κατά την αιτιολογημένη κρίση της φορολογικής αρχής, και από έμμεσες αποδείξεις. Τέτοιες αποτελούν τα μεγάλα ποσά που περιέχονται σε τραπεζικό λογαριασμό του φορολογούμενου, μέσω του οποίου πραγματοποιείται έμβασμα στο εξωτερικό, που δεν καλύπτονται από τα νομίμως φορολογηθέντα ή απαλλαχθέντα του φόρου εισοδήματα. Το εμμέσως αποδεικνυόμενο εισόδημα λογίζεται και φορολογείται ως εισόδημα από ελευθέριο επάγγελμα, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 48 παρ. 3 του ΚΦΕ, που εφαρμόζεται και όταν η κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό προκύπτει σε χρόνο προγενέστερο της 30.9.2010, χωρίς αυτό να αντίκειται στην παρ. 2 του άρθρου 78 του Συντάγματος. Κρίσιμος ο χρόνος της κατάθεσης του επίμαχου ποσού στον τραπεζικό λογαριασμό του δικαιούχου ή τυχόν προγενέστερος κατά τον οποίο επήλθε η αντίστοιχη προσαύξηση της περιουσίας του φορολογούμενου. Εξουσίες του δικαστηρίου αν κρίνει ότι η περιουσιακή προσαύξηση δεν επήλθε κατά τη διαχειριστική περίοδο εντός της οποίας πραγματοποιήθηκε το οικείο έμβασμα. Πότε ο φορολογούμενος δύναται να επικαλεσθεί ότι το ποσό που βρέθηκε σε τραπεζικό λογαριασμό του προέρχεται από δάνειο που του χορήγησε άλλο πρόσωπο. Αν το διοικητικό δικαστήριο αδυνατεί να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση περί του χρόνου της επέλευσης της περιουσιακής προσαύξησης άγνωστης πηγής ή αιτίας, επιρρίπτει το βάρος απόδειξης στη φορολογική διοίκηση και όχι στον φορολογούμενο. Εφόσον οι αναιρεσείοντες είχαν αμφισβητήσει ότι οι επίμαχες προσαυξήσεις της περιουσίας τους έλαβαν χώρα το 2010, το 2011 και το 2012, το βάρος απόδειξης του χρόνου επέλευσης αυτών έφερε η φορολογική αρχή. Η ανωτέρω κρίση του ΔΕΑ, σχετικά με τον κρίσιμο χρόνο επέλευσης των επίδικων προσαυξήσεων περιουσίας και, περαιτέρω, το οικονομικό έτος φορολόγησης των αντίστοιχων ποσών εμβασμάτων, ενέχει εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή του άρθρου 48 παρ. 3 του ΚΦΕ. Ο σχετικός λόγος αναίρεσης προβάλλεται παραδεκτά κατά το άρθρο 12 παρ. 1 του ν.3900/2010. Μερικά δεκτή η αναίρεση (αναιρεί εν μέρει την αριθμ. 805/2018 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών).


ΔιοικΠρωτΑθ/5185/2022

Φορολογία Εισοδήματος:Ζητείται, καθ’ ερμηνεία του δικογράφου, η ακύρωση, άλλως η τροποποίηση, της 1480/16-2-2017 απόφασης του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ) της ΑΑΔΕ, με την οποία απορρίφθηκε η .../19-10-2016 ενδικοφανής προσφυγή (του άρθρου 63 του ν. 4174/2013), που άσκησε ο προσφεύγων κατά των κάτωθι πράξεων του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ....: 1) της .../14-9-2016 οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος(....)Ως εκ τούτων, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι ..., ..., .... και .../14-9-2016 οριστικές πράξεις διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος της Δ.Ο.Υ. ..., οικονομικών ετών 2006, 2009, 2003 και 2004 αντίστοιχα, οι οποίες εκδόθηκαν στις 14-9-2016 και κοινοποιήθηκαν στον προσφεύγοντα στις 22-9-2016, ήτοι μετά τη συμπλήρωση της προθεσμίας παραγραφής του άρθρου 84 παρ. 1 του ΚΦΕ, η οποία έληξε στις 31.12.2011, 31.12.2014, 31.12.2008 και 31.12.2009 αντίστοιχα, είναι, για τον λόγο αυτό, ακυρωτέες, όπως βάσιμα προβάλλεται με την προσφυγή. Επομένως, μη νομίμως απορρίφθηκε η ενδικοφανής προσφυγή του προσφεύγοντος με την 1480/16-2-2017 προσβαλλόμενη απόφαση του Προϊσταμένου της ΔΕΔ της ΑΑΔΕ, η οποία πρέπει να ακυρωθεί, ενώ παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών λόγων της προσφυγής. Δέχεται την προσφυγή.Ακυρώνει την 1480/16-2-2017 απόφαση του Προϊσταμένου της ΔΕΔ της ΑΑΔΕ, με την οποία απορρίφθηκε η ..../19-10-2016 ενδικοφανής προσφυγή, που άσκησε ο προσφεύγων κατά των ..., ..., .... και .../14-9-2016 οριστικών πράξεων διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ..., οικονομικών ετών 2006, 2009, 2003 και 2004 αντίστοιχα.


ΣΤΕ/2465/2018

Εισφορά αλληλεγγύης- αποφυγή διπλής φορολογίας..Επειδή, από τις παραπάνω διατάξεις του άρθρου 63 παρ. 1 εδαφ. β΄ και παρ. 5 εδαφ. α΄ του ΚΦΔ, ερμηνευόμενες ενόψει και της ανάγκης διαφύλαξης του ωφέλιμου αποτελέσματος της προβλεπόμενης στο άρθρο αυτό ενδικοφανούς διαδικασίας (η οποία σκοπεί στην επανεξέταση από τη φορολογική Διοίκηση των ζητημάτων που εγείρονται από τον φορολογούμενο σε σχέση με ορισμένη πράξη που έχει εκδοθεί σε βάρος του, ώστε είτε να επιλυθεί το πρόβλημα, ταχέως, από την ίδια τη Διοίκηση είτε, τουλάχιστον, να εκκαθαριστούν επαρκώς τα λυσιτελώς τιθέμενα νομικά ή/και πραγματικά ζητήματα, προκειμένου, αφενός, να μην επιβαρύνεται ασκόπως ο φόρτος των δικαστηρίων και, αφετέρου, να εξυπηρετείται η οικονομία και η αποτελεσματικότητα της οικείας ένδικης διαδικασίας επίλυσης της διαφοράς και του ασκούμενου στο πλαίσιό της ελέγχου του διοικητικού δικαστηρίου) προκύπτει ότι η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ) της ΑΑΔΕ υποχρεούται κατ’ αρχήν να αποφαίνεται ρητά και αιτιολογημένα επί (εκάστου) των λόγων της ενδικοφανούς προσφυγής. Ωστόσο, τούτο δεν σημαίνει ότι η ΔΕΔ υποχρεούται να εξετάσει το σύνολο των νομικών και πραγματικών ζητημάτων που μπορούν να εγερθούν στο πλαίσιο της εξέτασης της ενδικοφανούς προσφυγής, εάν, προκειμένου να αποφανθεί επί (εκάστου) των λόγων της προσφυγής, αρκεί να εκφέρει κρίση επί ορισμένων εκ των ζητημάτων αυτών, η οποία καθις τά, κατ’ αρχήν, αλυσιτελή την έρευνα των υπολοίπων. Πράγματι, η αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, αφενός, δεν βρίσκει επαρκές έρεισμα στο γράμμα των ως άνω διατάξεων του άρθρου 63 του ΚΦΔ και στον προαναφερόμενο σκοπό της προβλεπόμενης σε αυτό ενδικοφανούς διαδικασίας και, αφετέρου, θα επέβαλε στην ΔΕΔ ένα υπέρμετρο βάρος, ασύμβατο προς την αρχή της εύρυθμης και ορθολογικής λειτουργίας της, με τις εντεύθεν επιπτώσεις στην ταχύτητα και στην αποτελεσματικότητα του έργου της και, συνακόλουθα, στην αποτελεσματικότητα της εν λόγω διαδικασίας. Συνεπώς, εάν ο φορολογούμενος υποστηρίζει με την ενδικοφανή προσφυγή του ότι η προσβαλλόμενη πράξη της ελληνικής φορολογικής Διοίκησης, περί επιβολής σε βάρος του φόρου επί του εισοδήματός του, αντιβαίνει σε διάταξη Σύμβασης Αποφυγής Διπλής Φορολογίας, δυνάμει της οποίας το βαρυνόμενο εισόδημά του δεν υπόκειται σε φόρο στην ημεδαπή, η ΔΕΔ δύναται να απορρίψει τον οικείο λόγο, με την αιτιολογία ότι ο επίμαχος φόρος δεν εμπίπτει καν στο πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης, χωρίς να απαιτείται να εξετάσει εάν συντρέχουν στη συγκεκριμένη υπόθεση οι (λοιπές) προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης της Σύμβασης που επικαλείται ο φορολογούμενος. Περαιτέρω, σε τέτοια περίπτωση, η παράγραφος 5 του άρθρου 79 του ΚΔΔ (όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 20 παρ. 1 του ν. 3900/2010, το οποίο αποβλέπει στην επιτάχυνση της επίλυσης από τα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια των διαφορών από πράξεις ή παραλείψεις της φορολογικής Διοίκησης), ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με τις προαναφερόμενες διατάξεις του ΚΦΔ, έχει την έννοια ότι το διοικητικό δικαστήριο, εάν δεχθεί ως βάσιμο τον προβαλλόμενο λόγο προσφυγής ότι δεν είναι νόμιμη η παραπάνω αιτιολογική βάση της απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής, ούτε εξετάζει το ίδιο εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης της Σύμβασης που επικαλέσθηκε ο βαρυνόμενος φορολογούμενος ούτε χορηγεί την επιδιωκόμενη απαλλαγή από τον επίμαχο ημεδαπό φόρο (ούτε διατάσσει την επιστροφή του τυχόν καταβληθέντος ποσού φόρου), θεωρώντας ως δεδομένη την (μη αμφισβητηθείσα από τη Διοίκηση) συνδρομή των εν λόγω προϋποθέσεων (την οποία η ΔΕΔ δεν εξέτασε και δεν όφειλε να ερευνήσει), αλλά παραπέμπει την υπόθεση στη ΔΕΔ, προκειμένου αυτή να αποφανθεί το πρώτον επί της εφαρμογής της διάταξης της Σύμβασης, στην οποία στηρίζεται η επιδιωκόμενη από τον προσφεύγοντα ακύρωση του επίμαχου φόρου. (...)Επειδή, η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ απέρριψε την από 14.12.2017 ενδικοφανή προσφυγή της προσφεύγουσας, κατά το μέρος της που βασιζόταν στο άρθρο VII της ΣΑΔΦ, με την προεκτεθείσα μη νόμιμη αιτιολογία, χωρίς να εξετάσει εάν συντρέχουν, εν προκειμένω, οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου αυτού. Ενόψει τούτου και σύμφωνα με όσα έγιναν κατά πλειοψηφία ερμηνευτικώς δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ, προκειμένου αυτή να αποφανθεί αιτιολογημένα (το αργότερο εντός εξήντα ημερών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης στο Διοικητή της ΑΑΔΕ) επί του σκέλους της ανωτέρω ενδικοφανούς προσφυγής που στηρίζεται στο άρθρο VII της ΣΑΔΦ, με το δεδομένο ότι η ένδικη εισφορά εμπίπτει στο πεδίο του άρθρου I της ΣΑΔΦ. 


ΣΤΕ/260/2019

Λαθρεμπορία. Προϋποθέσεις για την κήρυξη του κυρίου ή του παραλήπτη του λαθρεμπορεύματος «αλληλεγγύως συνυπεύθυνου αστικώς» με τον υπαίτιο καθώς και για την απαλλαγή του από την ευθύνη. Η κήρυξη νομικού προσώπου ως αστικώς συνυπεύθυνου πρέπει να συνάδει προς τις αρχές της αναλογικότητας και της ασφάλειας δικαίου. Νόμιμη η κήρυξη εταιρείας πετρελαιοειδών ως συνυπεύθυνης για την καταβολή των δασμοφορολικών επιβαρύνσεων και των πολλαπλών τελών, εφόσον καταλογίζεται στο νόμιμο εκπρόσωπο δόλια συμμετοχή στη λαθρεμπορία. Οι εταιρείες πετρελαιοειδών έχουν δικαίωμα συμψηφιστικής αποκατάστασης μόνο για τις ποσότητες ελεύθερων αποθεμάτων που διέθεσαν οι ίδιες σε κάθε πρατηριούχο και οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν πράγματι για ατελή εφοδιασμό πλοίων. Εικονικός εφοδιασμός πλοίων με ατελή καύσιμα. Η εταιρεία γίνεται κυρία και παραλήπτης λαθρεμπορικού εμπορεύματος και κηρύσσεται αστικώς συνυπεύθυνη. Απαλλαγή της από την ευθύνη αν αποδείξει ότι έλαβε τα απαραίτητα μέτρα για την αποτροπή της λαθρεμπορίας. Η επίρριψη σε αυτήν του βάρους απόδειξης δεν παραβιάζει το άρθρο 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ. Για το παραδεκτό της αναίρεσης, όταν καταλογίζονται δασμοί ή/και φόροι, καθώς και πολλαπλά τέλη, συναθροίζονται τα δύο ποσά για την εξεύρεση του ποσού της διαφοράς. Απορρίπτεται η αναίρεση ως απαράδεκτη κατά το άρθρο 12 παρ. 1 του ν.3900/2010 (επικυρώνει την 386/2015 απόφαση του ΔΕφΛαρ).


ΕΣ/ΤΜ.4/276/2016

Καταλογισμός ποσού.:Περαιτέρω, με την αίτησή του, ο αιτών ισχυρίζεται ότι η άμεση εκ μέρους του καταβολή του ποσού των 54.410,49 ευρώ θα επιφέρει ανεπανόρθωτη βλάβη στον ίδιο και την οικογένειά του. Προς απόδειξη του ισχυρισμού του αυτού επικαλείται και προσκομίζει, μεταξύ άλλων: α) το εκκαθαριστικό σημείωμα φόρου εισοδήματος οικ. έτους 2014 της Δ.Ο.Υ. Ψυχικού, σύμφωνα με το οποίο το ετήσιο φορολογητέο εισόδημά του ανέρχονταν στο ποσό των 18.655,90 ευρώ και της συζύγου του στο ποσό των 6.741,34 ευρώ, β) βεβαίωση μισθοδοσίας του Τμήματος Οικονομικού του Ε.Κ.Ε.Φ.Ε «….», μηνός Οκτωβρίου 2015, σύμφωνα με την οποία ο μηνιαίος μισθός του ανέρχεται στο καθαρό ποσό των 963,18 ευρώ, γ) την από 22.6.2015 βεβαίωση δηλωθείσης περιουσιακής κατάστασης (Ε9), από την οποία προκύπτει ότι η ακίνητη περιουσία του αποτελείται από ένα διαμέρισμα 1ου ορόφου στην Αργυρούπολη, επιφανείας 47,90 τ.μ., στο οποίο, κατά δήλωσή του, κατοικεί και μία εξοχική κατοικία στο Ξυλόκαστρο Κορινθίας, επιφανείας 120 τ.μ.. Τέλος, όπως ο ίδιος αναφέρει στο ανωτέρω υπόμνημά του, πλην της συζύγου του, συντηρεί και την 25χρονη άνεργη κόρη του, καθώς και την 84χρονη μητέρα του. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη σκέψη ΙΙ, εν όψει και του συνολικού ύψους του καταλογισθέντος εις βάρος του αιτούντος ποσού, το Δικαστήριο πιθανολογεί ότι από την άμεση εκτέλεση της 87/2014 καταλογιστικής πράξης του Β΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου υπάρχει κίνδυνος να υποστεί αυτός ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη βλάβη στα μέσα διαβίωσης του ίδιου και της οικογένειάς του και, συνεπώς, συντρέχει νόμιμος λόγος χορήγησης της αιτούμενης αναστολής.Συνακόλουθα, πρέπει η ένδικη αίτηση να γίνει δεκτή, να ανασταλεί η εκτέλεση της 87/2014 καταλογιστικής πράξης του Β΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά το μέρος που αφορά τον αιτούντα, μέχρις ότου περατωθεί ή καταργηθεί η επί της έφεσης του αιτούντος δίκη και να επιστραφεί σε αυτόν το παράβολο της αίτησης (βλ. άρθρο 51 παρ. 2 του π.δ/τος 1225/1981, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 83 παρ. 2 του ν. 4055/2012).


ΕΣ/ΤΜ.6/636/2020

Έλλειμμα στη διαχείριση νομικού προσώπου...Με την υπό κρίση αίτηση η αιτούσα προβάλλει ότι πιθανολογείται η ευδοκίμηση της ασκηθείσας κατά της 12/2017 καταλογιστικής Πράξης του Β΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου έφεσής της, ενώ η βλάβη της από την εκτέλεση της Πράξης αυτής είναι και ηθική. Αμφότεροι οι ως άνω λόγοι  είναι απορριπτέοι ως νόμω αβάσιμοι, διότι αφενός η ευδοκίμηση του κύριου ενδίκου βοηθήματος δεν αποτελεί ειδικό λόγο που  δικαιολογεί τη χορήγηση της αιτούμενης αναστολής, η οποία ως μέτρο προσωρινής προστασίας με επείγοντα χαρακτήρα δεν συνάδει με την έρευνα της βασιμότητας των λόγων έφεσης, αφετέρου,  η προβαλλόμενη ηθική βλάβη της αιτούσας παρίσταται ευχερώς επανορθώσιμη σε περίπτωση αποδοχής της έφεσης της (βλ. Ε.Σ. VII Tμ. 1312/2019). Περαιτέρω, η αιτούσα προβάλλει, ως λόγο αναστολής, ότι η άμεση καταβολή από αυτήν ως μοναδικής εκ διαθήκης κληρονόμου του προαποβιώσαντος συζύγου της του καταλογισθέντος εις βάρος αυτού, με την ως άνω 12/2017 Πράξη του Β΄ Κλιμακίου ποσού, το οποίο ανέρχεται σε 255.433,36 ευρώ, θα της επιφέρει ανεπανόρθωτη οικονομική βλάβη, αφού με τα εισοδήματά της, που είναι ιδιαιτέρως χαμηλά, με δυσκολία αντιμετωπίζει τις δαπάνες διαβίωσης της καθώς και τις δαπάνες για την ιατροφαρμακευτική της περίθαλψη, λόγω των προβλημάτων υγείας της. Προς απόδειξη δε των ισχυρισμών της προσκομίζει τα ακόλουθα  έγγραφα: α) αντίγραφα εκκαθαριστικών σημειωμάτων φορολογίας εισοδήματος φορολογικών ετών 2016, 2017 και 2018, από τα οποία προκύπτει ότι το φορολογητέο εισόδημά της ανήλθε σε 10.380,40, 12.446,96 και 16.501,53 ευρώ, αντίστοιχα, και β) τα από 10.10.2016, 9.6.2016, 9.6.2016, 2.10.2018 και 11.4.2018 ιατρικά σημειώματα από τα οποία προκύπτουν τα  προβλήματα της υγείας της. Κατόπιν αυτών, μετά από συνεκτίμηση του συνόλου  των προσκομιζόμενων από την αιτούσα εγγράφων, καθώς και του ύψους του καταλογισθέντος σε βάρος του δικαιοπαρόχου της ποσού (255.433,36 ευρώ), το Δικαστήριο πιθανολογεί ότι, η άμεση καταβολή του θα προκαλέσει  σ’αυτήν ανεπανόρθωτη οικονομική βλάβη. Ακολούθως, συντρέχει, εν προκειμένω, ειδικός λόγος που δικαιολογεί τη χορήγηση της αιτούμενης αναστολής εκτέλεσης.Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, το Τμήμα κρίνει ότι πρέπει η υπό κρίση αίτηση να γίνει δεκτή και να ανασταλεί, ως προς την αιτούσα, η εκτέλεση της 12/2017 Πράξης του Β΄ Κλιμακίου, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση για την έφεση που έχει ασκήσει κατά της Πράξης αυτής ή μέχρι την κατάργηση της επί της έφεσης αυτής δίκης. Μετά την παραδοχή της αίτησης, πρέπει να επιστραφεί στην αιτούσα το παράβολο που κατέθεσε για την άσκησή της (βλ. άρθρο 51 παρ. 2 του π.δ. 1225/1981, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 83 παρ. 2 του ν. 4055/2012, Α΄ 51, καθώς και άρθρο 73 παρ. 4 του ως άνω Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο). Περαιτέρω, απορριπτέο τυγχάνει το αίτημα για επιδίκαση της δικαστικής δαπάνης της αιτούσας σε βάρος του καθ’ου η αίτηση, δεδομένου ότι η παροχή έννομης προστασίας στο πλαίσιο της παρούσας δίκης έχει προσωρινό χαρακτήρα και γίνεται αποκλειστικά και μόνο προς το συμφέρον της αιτούσας, χωρίς να δικαιολογείται για το λόγο αυτό η καταδίκη του αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη (Βλ. Ε.Σ Ελάσσ.Ολ.708/2019,2261/2014,Ολ.2480/2012,3061,2064/2009).