Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

71360/15/2015

Τύπος: Εγκύκλιοι

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 106/2007, 4071/2012

Παροχή οδηγιών για την ορθή εφαρμογή των διατάξεων του π.δ. 106/2007, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 42 του ν.4071/2012, σχετικά με την «Ελεύθερη κυκλοφορία και διαμονή στην ελληνική επικράτεια των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους (AΔΑ:6Π68465ΦΘΕ-ΗΚΓ )

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΥΠΕΣ/4174/2008

Εφαρμογή των διατάξεων του Π.Δ. 106/2007 (ΦΕΚ 135/Α/21.6.2007) σχετικά με την «Ελεύθερη κυκλοφορία και διαμονή στην ελληνική επικράτεια των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους»


Π.Δ.106/2007

Ελεύθερη κυκλοφορία και διαμονή στην ελληνική επικράτεια των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους.


14119/2020

Παράταση ισχύος των αδειών διαμονής και των δελτίων διαμονής και μόνιμης διαμονής, που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή του ν. 4251/2014 (Α’ 80) και του π.δ. 106/2007 (Α’ 135), καθώς και των βεβαιώσεων κατάθεσης αίτησης των άρθρων 8 και 9 του ν. 4251/2014 και των ειδικών βεβαιώσεων νόμιμης διαμονής του άρθρου 25 του ν. 4251/2014. 

E.2144/2020:Κοινοποίηση των διατάξεων της υπ’ αριθμ. οικ.14119/2020-24/04/2020 (Β’ 1654) απόφασης του Υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου “Παράταση ισχύος των αδειών διαμονής και των δελτίων διαμονής και μόνιμης διαμονής, που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή του ν.4251/2014 (Α’ 80) και του π.δ. 106/2007 (Α’ 135), καθώς και των βεβαιώσεων κατάθεσης αίτησης των άρθρων 8 και 9 του ν.4251/2014 και των ειδικών βεβαιώσεων νόμιμης διαμονής του άρθρου 25 του ν.4251/2014.”AΔΑ:6ΧΚΜ46ΜΠ3Ζ-6ΩΤ


Ν.3386/2005

Για την είσοδο, διαμονή και κοινωνική ένταξη υπηκόων τρίτων χωρών στην Ελληνική Επικράτεια ΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ (Ν.3386/2005 (ΦΕΚ Α΄ 212), όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 3448/2006, (ΦΕΚ Α΄ 57), το Ν. 3536/2007 (ΦΕΚ Α΄ 42) το Ν. 3613/2007 (ΦΕΚ Α΄ 263)και το ν.3731/2008-ΦΕΚ 263/ΑΝ.3772/2009,ΦΕΚ Α 112/10.7.2009.και Ν.3801/2009,ΦΕΚ Α 163/4.9.2009 και 3838/2010-ΦΕΚ 49/Α,Ν. 3846/2010 (ΦΕΚ Α’66),Ν. 3870/2010 (ΦΕΚ Α’ 138),3875/2010,3907/2011,3938/2011,4018/2011-FEK/215/a/30.9.2011


ΔΕΚ/C-171/2002

Περίληψη της αποφάσεως 1. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Διατάξεις της Συνθήκης – Αντίστοιχα πεδία εφαρμογής – Κριτήρια – Παροχές για παρατεταμένο χρονικό διάστημα χωρίς εγκατάσταση στο κράτος μέλος προορισμού – Εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της αρχής της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (Άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ) 2. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Εργαζόμενοι – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Περιορισμοί – Υποχρέωση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων να έχουν την έδρα τους ή διαρκή εγκατάσταση εντός του οικείου κράτους μέλους, να έχουν περιβληθεί τη μορφή νομικού προσώπου, να διαθέτουν ορισμένο ελάχιστο εταιρικό κεφάλαιο, να λάβουν άδεια χορηγούμενη από τις εθνικές αρχές και να λάβουν, για τα μέλη του προσωπικού τους, επαγγελματικό δελτίο εκδιδόμενο από τις εν λόγω αρχές – Δεν επιτρέπεται (Άρθρα 39 ΕΚ, 43 ΕΚ και 49 ΕΚ) 1. Όσον αφορά την οριοθέτηση των αντιστοίχων πεδίων εφαρμογής των αρχών της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και της ελευθερίας εγκαταστάσεως, το καθοριστικό στοιχείο είναι το αν ο επιχειρηματίας είναι εγκατεστημένος στο κράτος μέλος εντός του οποίου παρέχει τις επίδικες υπηρεσίες. Όταν είναι εγκατεστημένος (έχει κύρια ή δευτερεύουσα εγκατάσταση) στο κράτος μέλος εντός του οποίου παρέχει τις υπηρεσίες του (κράτος μέλος προορισμού ή κράτος μέλος υποδοχής), εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της αρχής της ελεύθερης εγκαταστάσεως, όπως ορίζεται στο άρθρο 43 ΕΚ. Όταν απεναντίας ο επιχειρηματίας δεν είναι εγκατεστημένος εντός του κράτους μέλους προορισμού, παρέχει τις υπηρεσίες του σε διασυνοριακό επίπεδο και εμπίπτει στην αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών που προβλέπεται στο άρθρο 49 ΕΚ. Στο πλαίσιο αυτό, η έννοια της εγκαταστάσεως, κατά το άρθρο 43 ΕΚ, συνεπάγεται ότι ο επιχειρηματίας προσφέρει τις υπηρεσίες του, κατά τρόπο σταθερό και συνεχή, από επαγγελματική κατοικία εντός του κράτους μέλους προορισμού. Απεναντίας, πρόκειται για παροχή υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρου 49 ΕΚ όταν οι υπηρεσίες δεν προσφέρονται κατά τρόπο σταθερό και συνεχή, από επαγγελματική κατοικία εντός του κράτους μέλους προορισμού. Είναι επομένως δυνατό να αποτελούν υπηρεσίες κατά την έννοια του άρθρου 49 ΕΚ οι υπηρεσίες τις οποίες ένας επιχειρηματίας εγκατεστημένος σε κράτος μέλος παρέχει με μια ορισμένη συχνότητα ή σε τακτά χρονικά διαστήματα, ακόμη και για παρατεταμένη χρονική περίοδο, σε πρόσωπα εγκατεστημένα σε ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη. Επομένως, ακόμη και εθνικά μέτρα που εφαρμόζονται μόνο στους επιχειρηματίες που παρέχουν τις υπηρεσίες τους στο οικείο κράτος μέλος για χρονική περίοδο πέραν του έτους μπορούν, κατ’ αρχήν, να περιορίζουν την ελευθερία παροχής υπηρεσιών. (βλ. σκέψεις 24-28) 2. Παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 39 ΕΚ, 43 ΕΚ και 49 ΕΚ κράτος μέλος που επιβάλλει ως προϋπόθεση για να μπορούν οι αλλοδαποί επιχειρηματίες να ασκούν στο εθνικό έδαφος, στον τομέα των υπηρεσιών ιδιωτικής ασφάλειας, δραστηριότητες φυλάξεως προσώπων και αγαθών – να έχουν οι εν λόγω επιχειρηματίες την έδρα τους ή διαρκή εγκατάσταση στην επικράτεια του οικείου κράτους μέλους, – να περιβάλλονται τη μορφή νομικού προσώπου, – να διαθέτουν ορισμένο ελάχιστο εταιρικό κεφάλαιο, – να έχουν άδεια χορηγούμενη από τις εθνικές αρχές, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα δικαιολογητικά στοιχεία και οι εγγυήσεις που έχουν ήδη προσκομιστεί στο κράτος μέλος προελεύσεως, και – τα μέλη του προσωπικού τους να είναι κάτοχοι επαγγελματικού δελτίου εκδιδόμενου από τις εν λόγω αρχές, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι έλεγχοι και οι εξετάσεις που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί στο κράτος μέλος προελεύσεως. (βλ. σκέψη 74 και διατακτ.)


ΕΣ/ΤΜ.6/211/2017

Προμήθεια εξοπλισμού συμπίεσης και μεταφοράς απορριμμάτων (..) ζητείται η ανάκληση της 219/2016 Πράξης του ΣΤ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία κρίθηκε ότι κωλύεται η υπογραφή του σχεδίου σύμβασης μεταξύ του Δήμου ... και της εταιρείας «... .», με αντικείμενο την «προμήθεια εξοπλισμού συμπίεσης και μεταφοράς απορριμμάτων»,(..)Με την προσβαλλομένη Πράξη κρίθηκε ότι κωλύεται η υπογραφή του σχεδίου σύμβασης μεταξύ του αιτούντος Δήμου και της δεύτερης αιτούσας αναδόχου εταιρείας με την ακόλουθη αιτιολογία : 1) Μη νομίμως, η επίμαχη προμήθεια μηχανολογικού εξοπλισμού, που αφορά σε εργασίες μεταφόρτωσης απορριμμάτων, διενεργήθηκε από το Δήμο ..., ενώ αρμόδιος για τη διενέργεια της προμήθειας αυτής ήταν ο ήδη συσταθείς από το έτος 1985 Σύνδεσμος, με την επωνυμία «Σύνδεσμος Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων Νομού ...», .., και 2) Η απαίτηση της διακήρυξης, με βάση την οποία οι προσφέροντες όφειλαν να καταθέσουν πιστοποιητικό εξέτασης τύπου ΕΚ, κατά το Παράρτημα IX της οδηγίας 2006/42/ΕΚ, για το μηχάνημα «σύστημα συμπίεσης απορριμμάτων», το οποίο έπρεπε να φέρουν τα ζητούμενα απορριμματοφόρα συλλογής βιοαποβλήτων (ομάδα Β), είναι αντίθετη στις διατάξεις της ανωτέρω οδηγίας και του 57/2010 π.δ/τος, με το οποίο η Οδηγία αυτή μεταφέρθηκε στην ελληνική έννομη τάξη. Τούτο διότι, για το επίμαχο μηχάνημα, το οποίο μνημονεύεται στο παράρτημα IV της οδηγίας και του π.δ. 57/2010 (στοιχ. 13) και έπρεπε να έχει κατασκευαστεί σύμφωνα με το εναρμονισμένο πρότυπο ΕΝ-1501 (βλ. παρ. Α3, σημ. 3.6, σελ. 109 και παρ. Α4, σελ. 119 του παραρτήματος Ε της διακήρυξης), μπορούσε νομίμως να έχει τηρηθεί μια οποιαδήποτε από τις εναλλακτικά προβλεπόμενες στο άρθρο 10 του ανωτέρω π.δ/τος διαδικασίες εκτίμησης της συμμόρφωσης και όχι υποχρεωτικά η διαδικασία εξέτασης τύπου ΕΚ, που απαιτούσε η διακήρυξη. Η απαίτηση αυτή λειτούργησε αποτρεπτικά στους ενδιαφερόμενους να συμμετέχουν στη διαγωνιστική διαδικασία οικονομικούς φορείς και αντιβαίνει στις αρχές της ίσης μεταχείρισης και της ανάπτυξης ανταγωνισμού.(..)Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά σε προηγούμενες σκέψεις, το Τμήμα αποφαίνεται τα ακόλουθα: , ο ΦΟ.Δ.Σ.Α. ..., με το ... έγγραφό του προς το Δήμο, ζήτησε «κατόπιν αδυναμίας των υπηρεσιών του αλλά και του κινδύνου τόσο να απενταχθεί το παραπάνω έργο από το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων αλλά και του σοβαρού κινδύνου για την δημόσια υγεία, όσο και για το περιβάλλον του νησιού, δεδομένου ότι ήδη από τις 4.2.2014 ο ΧΥΤΑ ... έχει πάψει να λειτουργεί νομίμως» να αναλάβει ο Δήμος τη διαγωνιστική διαδικασία για την ως άνω προμήθεια όσον αφορά το Τμήμα της προμήθειας εξοπλισμού επεξεργασίας για την μεταβατική περίοδο, όσο και για το τμήμα εξοπλισμού συμπίεσης και μεταφοράς απορριμμάτων. Ακολούθως, με την 18551/7923/2.3.2015 απόφαση του Περιφερειάρχη Ιόνιων Νήσων εγκρίθηκε η διάθεση πίστωσης για την ως άνω προμήθεια, με την οποία ορίζονται ως «Τελικός Δικαιούχος του έργου ο Δήμος ..., Φορέας Υλοποίησης του έργου η Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου ..., Προϊστάμενη Αρχή του έργου το Δημοτικού Συμβούλιο ... και Χρήστης και τελικός δικαιούχος ο Σύνδεσμος Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων ...». Εν προκειμένω, όπως αποδείχθηκε ο ΦΟ.Δ.Σ.Α. ... αδυνατεί εν τοις πράγμασι να αναλάβει τη διενέργεια του διαγωνισμού για την επίμαχη προμήθεια εξοπλισμού λόγω της υποστελέχωσης αυτού..(..)ο Δήμος ... όφειλε κατ’ εφαρμογή της αρχής της επικουρικότητας να προχωρήσει στην διενέργεια της εν λόγω προμήθειας. (..)Οι προβλεπόμενες στο άρθρο 10 παρ. 3 του π.δ. 57/2010 τρεις (3)διαδικασίες πιστοποίησης του προμηθευόμενου μηχανήματος, δεν είναι ισοδύναμες καθόσον δεν παρέχουν τα ίδια εχέγγυα συμμόρφωσής του με τις διατάξεις του ως άνω π.δ/τος, Τούτων δοθέντων και λαμβανομένου υπόψη ότι, όπως προκύπτει από την 322/31.12.2015 απόφαση της Οικονομικής Επιτροπής, ο Δήμος ... έχει την ανάγκη να προμηθευτεί ένα αξιόπιστο απορριμματοφόρο, διάρκειας τουλάχιστον 15 ετών, ....., η επιλογή της αναθέτουσας αρχής, να απαιτήσει τη πιστοποίηση του μηχανήματος «σύστημα συμπίεσης απορριμμάτων», το οποίο έπρεπε να φέρουν τα ζητούμενα απορριμματοφόρα συλλογής βιοαποβλήτων (ομάδα Β’), μόνο με τη διαδικασία εξέτασης τύπου ΕΚ κατά το Παράρτημα ΙΧ, παρίσταται επαρκώς αιτιολογημένη, αφού, όπως αποδείχθηκε έτσι διασφαλίζεται η ορθότερη και αποτελεσματικότερη εκτέλεση της συγκεκριμένης σύμβασης. Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση, δεν αποδεικνύεται ότι, εν προκειμένω, η απαίτηση αυτή της διακήρυξης λειτούργησε πράγματι αποτρεπτικά στους ενδιαφερόμενους να συμμετέχουν στη διαγωνιστική διαδικασία οικονομικούς φορείς(..)Ανακαλεί την 219/2016 Πράξη του ΣΤ΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου.Κρίνει ότι δεν κωλύεται η υπογραφή του σχεδίου σύμβασης μεταξύ του Δήμου ... και της εταιρείας «....»,


ΔΕΚ/C-324/2007

Περίληψη της αποφάσεως 1. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Παραχώρηση δημόσιας υπηρεσίας (Άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ) 2. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Παραχώρηση δημόσιας υπηρεσίας (Άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ) 1. Τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ, οι αρχές της ίσης μεταχείρισης και της απαγορεύσεως διακρίσεων λόγω ιθαγένειας καθώς και της συνακόλουθης υποχρεώσεως διαφάνειας δεν απαγορεύουν την παραχώρηση από δημόσια αρχή, χωρίς προκήρυξη διαγωνισμού, δημόσιων υπηρεσιών σε διαδημοτικό συνεταιρισμό του οποίου όλα τα μέλη είναι δημόσιες αρχές, εφόσον οι δημόσιες αυτές αρχές ασκούν στον συνεταιρισμό αυτό έλεγχο ανάλογο με εκείνον που ασκούν στις δικές τους υπηρεσίες και ο εν λόγω συνεταιρισμός πραγματοποιεί το κύριο μέρος της δραστηριότητάς του με αυτές τις δημόσιες αρχές. Για να εκτιμηθεί αν η παραχωρούσα αρχή ασκεί έλεγχο ανάλογο εκείνου που ασκεί στις δικές της υπηρεσίες πρέπει να ληφθεί υπόψη το σύνολο των κρίσιμων νομοθετικών διατάξεων και πραγματικών περιστατικών. Από την εξέταση αυτή πρέπει να προκύψει ότι ο εν λόγω ανάδοχος υπόκειται σε έλεγχο που επιτρέπει στην παραχωρούσα αρχή να επηρεάζει τις αποφάσεις του εν λόγω αναδόχου. Η δυνατότητα καθοριστικής επιρροής πρέπει να καλύπτει τόσο τους στρατηγικούς στόχους όσο και τις σημαντικές αποφάσεις του αναδόχου αυτού. Συναφώς, όταν οι αποφάσεις σχετικά με τις δραστηριότητες διαδημοτικού συνεταιρισμού που ελέγχεται αποκλειστικά από δημόσιες αρχές λαμβάνονται από καταστατικά όργανα του συνεταιρισμού αυτού που απαρτίζονται από εκπροσώπους των δημοσίων αρχών που είναι μέλη, ο έλεγχος που ασκείται επί των αποφάσεων αυτών από τις εν λόγω δημόσιες αρχές μπορεί να θεωρηθεί ότι καθιστά δυνατή για τις αρχές αυτές την άσκηση επ’ αυτού ελέγχου αναλόγου με εκείνον που ασκούν στις δικές τους υπηρεσίες. (βλ. σκέψεις 28, 42, διατακτ. 1–2) 2. Στην περίπτωση που μία δημόσια αρχή προσχωρεί σε διαδημοτικό συνεταιρισμό του οποίου όλα τα μέλη είναι δημόσιες αρχές, προκειμένου να του μεταβιβάσει τη διαχείριση δημόσιας υπηρεσίας, ο έλεγχος που ασκούν επ’ αυτού οι αρχές που είναι μέλη του συνεταιρισμού, μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανάλογος με τον έλεγχο που ασκούν στις δικές τους υπηρεσίες, όταν ασκείται από τις αρχές αυτές από κοινού, με απόφαση λαμβανόμενη, ενδεχομένως, κατά πλειοψηφία. Συγκεκριμένα, ο έλεγχος αυτός πρέπει να είναι ανάλογος με εκείνον που ασκεί η αρχή αυτή στις δικές της υπηρεσίες, όχι όμως να ταυτίζεται με αυτόν ως προς όλα τα σημεία. Αυτό που έχει σημασία είναι ο έλεγχος που ασκείται στον ανάδοχο φορέα να είναι αποτελεσματικός, δεν απαιτείται όμως να είναι ατομικός. Στην περίπτωση που περισσότερες δημόσιες αρχές επιλέγουν να εκπληρώσουν τα δημόσια καθήκοντά τους προσφεύγοντας σε κοινό ανάδοχο φορέα, αποκλείεται κατά κανόνα μία από τις αρχές αυτές, εκτός αν μετέχει πλειοψηφικώς στον φορέα αυτό, να ασκεί μόνη της καθοριστικό έλεγχο στις αποφάσεις του φορέα αυτού. Η απαίτηση να είναι ατομικός ο έλεγχος που ασκείται από τη δημόσια αρχή στην περίπτωση αυτή θα είχε ως αποτέλεσμα να επιβάλει τον ανταγωνισμό στις περισσότερες περιπτώσεις στις οποίες η δημόσια αρχή θα ήθελε να προσχωρήσει σε ομάδα απαρτιζόμενη από άλλες αρχές, όπως ο διαδημοτικός συνεταιρισμός. Πάντως, το αποτέλεσμα αυτό δεν είναι σύμφωνο με το σύστημα των κοινοτικών κανόνων σε θέματα δημόσιων συμβάσεων και αναθέσεων. Συγκεκριμένα, μια δημόσια αρχή έχει τη δυνατότητα να εκπληρώνει τα καθήκοντα δημοσίου συμφέροντος τα οποία υπέχει με τα δικά της διοικητικά, τεχνικά και λοιπά μέσα, χωρίς να είναι υποχρεωμένη να απευθύνεται σε εξωτερικούς οργανισμούς που δεν ανήκουν στις υπηρεσίες της. Οι δημόσιες αρχές μπορούν να κάνουν χρήση της δυνατότητάς τους αυτής να εκπληρώνουν τα καθήκοντά τους δημοσίου συμφέροντος με δικά τους μέσα σε συνεργασία με άλλες δημόσιες αρχές. Επομένως, στις περιπτώσεις που περισσότερες δημόσιες αρχές ελέγχουν ανάδοχο φορέα στον οποίο αναθέτουν την εκπλήρωση ενός από τα καθήκοντά τους δημοσίου συμφέροντος, ο έλεγχος που οι δημόσιες αυτές αρχές ασκούν επί του εν λόγω φορέα μπορεί να ασκηθεί από κοινού. Όσον αφορά το συλλογικό όργανο, η διαδικασία που χρησιμοποιείται για τη λήψη αποφάσεως, συγκεκριμένα η δια πλειοψηφίας απόφαση, δεν ασκεί επιρροή. (βλ. σκέψεις 46–51, 54, διατακτ. 3)


ΔΕΚ/C-355/1998

Περίληψη 1 Στο πλαίσιο προσφυγής ασκουμένης βάσει του άρθρου 169 της Συνθήκης (νυν άρθρου 226 ΕΚ), η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την κατάσταση του κράτους μέλους όπως αυτή παρουσιάζεται κατά τη λήξη της προθεσμίας που τάχθηκε με την αιτιολογημένη γνώμη, οι δε μεταβολές που επέρχονται στη συνέχεια δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο. (βλ. σκέψη 22) 2 Ως παρέκκλιση από τον θεμελιώδη κανόνα της ελευθερίας εγκαταστάσεως, η προβλεπόμενη στο άρθρο 55, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης (νυν άρθρο 45, πρώτο εδάφιο, ΕΚ), εξαίρεση, σε συνδυασμό, ενδεχομένως, με το άρθρο 66 της Συνθήκης (νυν άρθρο 55 ΕΚ), πρέπει να περιορίζεται στις δραστηριότητες οι οποίες συνιστούν αυτές καθεαυτές, άμεση και συγκεκριμένη συμμετοχή στην άσκηση της δημόσιας εξουσίας. Τούτο δεν ισχύει στην περίπτωση της δραστηριότητας των επιχειρήσεων φυλάξεως ή ασφαλείας και των εσωτερικών υπηρεσιών φυλάξεως. (βλ. σκέψεις 24-26) 3 Υποχρεώνοντας μια επιχείρηση φυλάξεως να έχει την έδρα εκμεταλλεύσεως στο εθνικό έδαφος, καθιστώντας έτσι αδύνατη την παροχή στο έδαφος αυτό υπηρεσιών από επιχειρήσεις εγκατεστημένες εντός άλλων κρατών μελών, ένα κράτος μέλος παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 59 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 49 ΕΚ). Μια τέτοια απαίτηση δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από λόγους δημοσίας τάξεως και δημοσίας ασφαλείας. Συγκεκριμένα, η ευχέρεια των κρατών μελών να περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών για τους προαναφερθέντες λόγους δεν αποσκοπεί στον αποκλεισμό οικονομικών τομέων, όπως αυτός της ιδιωτικής ασφαλείας, από την εφαρμογή της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας, όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, αλλά αποβλέπει στην παροχή της δυνατότητας στα κράτη μέλη να απαγορεύουν την πρόσβαση ή τη διαμονή στο έδαφός τους σε πρόσωπα των οποίων η πρόσβαση ή η διαμονή στα εδάφη αυτά θα συνιστούσε, αυτή καθεαυτή, κίνδυνο για τη δημόσια τάξη, τη δημόσια ασφάλεια ή τη δημόσια υγεία. (βλ. σκέψεις 27-29, 41 και διατακτ.) 4 Συνιστά περιορισμό της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων ένας κανόνας εθνικού δικαίου βάσει του οποίου τα διευθυντικά στελέχη και το προσωπικό των επιχειρήσεων φυλάξεως και των εσωτερικών υπηρεσιών φυλάξεως, εξαιρουμένου του προσωπικού που ασκεί καθήκοντα διοικητικά και υλικοτεχνικής υποστήριξης, πρέπει να διαμένουν στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο οι επιχειρήσεις αυτές είναι εγκατεστημένες. Η ως άνω προϋπόθεση περί διαμονής δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την ανάγκη ελέγχου του παρελθόντος και της συμπεριφοράς των εν λόγω προσώπων. Συγκεκριμένα, η ανάγκη συλλογής των σχετικών στοιχείων μπορεί να ικανοποιηθεί με λιγότερο περιοριστικά της ελεύθερης κυκλοφορίας μέσα, ενδεχομένως με συνεργασία μεταξύ των αρχών των κρατών μελών. Επιπλέον, μπορούν να διενεργούνται έλεγχοι και να επιβάλλονται κυρώσεις κατά κάθε επιχειρήσεως εγκατεστημένης εντός κράτους μέλους, ανεξαρτήτως του τόπου διαμονής των διευθυντικών στελεχών της. (βλ. σκέψεις 31-34, 41 και διατακτ.) 5 Η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, ως θεμελιώδης αρχή της Συνθήκης, μπορεί να περιοριστεί μόνον από ρυθμίσεις δικαιολογούμενες από το γενικό συμφέρον και εφαρμοζόμενες σε κάθε πρόσωπο ή επιχείρηση που ασκεί δραστηριότητα επί του εδάφους του κράτους μέλους που είναι αποδέκτης της παροχής, στον βαθμό που το συμφέρον αυτό δεν διασφαλίζεται από τους κανόνες στους οποίους υπόκειται ο παρέχων τις υπηρεσίες εντός του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένος. (βλ. σκέψη 37) 6 Συνιστά περιορισμό της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών ένας εθνικός κανόνας δικαίου βάσει του οποίου κάθε υπάλληλος επιχειρήσεως φυλάξεως ή εσωτερικής υπηρεσίας φυλάξεως πρέπει να είναι κάτοχος δελτίου ταυτότητας εκδοθέντος σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία. Συγκεκριμένα, οι διατυπώσεις που συνεπάγεται η κατοχή ενός τέτοιου δελτίου ταυτότητας μπορούν να καταστήσουν επαχθέστερη την παροχή διασυνοριακών υπηρεσιών. Περαιτέρω, δεδομένου ότι ο παρέχων υπηρεσίες, ο οποίος μεταβαίνει σε άλλο κράτος μέλος, πρέπει να είναι κάτοχος δελτίου ταυτότητας ή διαβατηρίου, η απαίτηση προσθέτου εγγράφου ταυτότητας είναι δυσανάλογη σε σχέση με την ανάγκη διασφαλίσεως του προσδιορισμού της ταυτότητας των εν λόγω προσώπων. (βλ. σκέψεις 39-41 και διατακτ.)


ΑΕΠΠ/100/2020

Παροχή υπηρεσίας...Εν προκειμένω και σύμφωνα με τα όσα έγιναν δεκτά ανωτέρω, η προσφορά της προσφεύγουσας νομίμως απερρίφθη από τον αναθέτοντα φορέα ως παραβιάζουσα τον τρόπο σύνταξή της, ως αυτός οριοθετείται από τη διακήρυξη, ήτοι το άρθρο 6 αυτής και συνεπώς δε δύναται παραδεκτά να συμπληρωθεί / διευκρινισθεί η προσφορά της προσφεύγουσας όσον αφορά την ουσιαστική αυτή πλημμέλεια της, αφού υφίσταται έλλειψη απαιτούμενου εγγράφου, του «Πίνακα Περιεχομένων» του Φακέλου Α του άρθρου 6 της διακήρυξης. Τυχόν εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 310 του Ν. 4412/2016 και 8 της διακήρυξης, θα είχε ως αποτέλεσμα την παραβίαση της αρχής της διαφάνειας και της αρχής απαγόρευσης των διακρίσεων, που απορρέει από το άρθρο 49 της Σ.Λ.Ε.E. σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών στην Κοινότητα, καθώς και της συναφούς γενικής αρχής της ίσης μεταχείρισης των διαγωνιζομένων, που διέπει τους δημόσιους διαγωνισμούς (ΔΕΕ C-496/99, Επιτροπή κατά CAS Succhi di Frutta SpA, ΔΕΚ αποφάσεις της 20.9.1988, C-31/87, Boentjes, Συλλογή 1988, σ. 4635, σκέψη 22, της 25.4.1996, C-87/94, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 1996, σ. Ι-2043, σκέψη 54, της 18.10.2001, C-19/00, SIAC Construction, Συλλογή 2001, σ. Ι-7725, σκέψεις 41 και 42 και της 4.12.2003, Αριθμός απόφασης: 100 / 2020 11 C-448/01. EVN AG, Wienstrom GmbH, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 56 έως 58 πρβλ., επίσης Ε.Α. ΣτΕ 532/2004, 471-2/2000, 449/2000), αφού θα δινόταν η δυνατότητα να γίνει δεκτή προσφορά μη σύμφωνη με τη Διακήρυξη και να συγκριθεί με αυτές που νομίμως έγιναν αποδεκτές. Άλλωστε, σύμφωνα με πάγια νομολογία, ενόψει της αρχής της τυπικότητας που διέπει τη διαδικασία σύναψης δημοσίων συμβάσεων, η αναθέτουσα αρχή έχει τη δυνατότητα να καλεί τους προμηθευτές να συμπληρώσουν τα νομίμως, καταρχήν, υποβληθέντα δικαιολογητικά ή να παρέχουν σχετικές διευκρινίσεις και όχι να αναπληρώσουν μη υποβληθέντα ή μη νομίμως υποβληθέντα δικαιολογητικά (ΣτΕ 827/2019, 1172/2016, 2454/09, ΕΑ ΣτΕ 277/2019, 457, 364/09, 738/09, 180/09, 567/08, 3075/08, 307/07, ΔΕφΑθ 271/2011), ενώ παροχή διευκρινίσεων νοείται αποκλειστικά και μόνο όταν γεννάται αμφιβολία ως προς το περιεχόμενο της προσφοράς και όχι όταν αυτό είναι σαφές, δοθέντος ότι στην περίπτωση αυτή θα επρόκειτο για αθέμιτη τροποποίηση του περιεχομένου της προσφοράς των διαγωνιζομένων (ΣτΕ 90/2010). Τούτων δοθέντων, ο λόγος της Προσφυγής τυγχάνει απορριπτέος ως νόμω και ουσία αβάσιμος. 


ΕΣ/ΚΠΕ.ΤΜ.1/237/2019

Καταβολή μισθοδοσίας...Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στις σκέψεις που προηγήθηκαν, το Κλιμάκιο κρίνει ότι νομίμως προσλήφθηκε ο φερόμενος ως δικαιούχος ως επικουρικός ιατρός στο Νοσοκομείο ... με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, χωρίς να απαιτείται η αναγνώριση από τον ΔΟΑΤΑΠ της ισοτιμίας του πτυχίου του – που του απονεμήθηκε από πανεπιστήμιο της Βουλγαρίας πριν από την ένταξη της χώρας αυτής στην Ευρωπαϊκή Ένωση – απορριπτομένων ως αβασίμων των περί του αντιθέτου προβαλλόμενων από την Επίτροπο. Και τούτο διότι νομίμως με τη χορηγηθείσα, από την πρώην Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Φθιώτιδας στον φερόμενο ως δικαιούχο τον Δεκέμβριο του έτους 2007, άδεια άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος – η οποία εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή των σχετικών με την ελεύθερη κυκλοφορία των ιατρών και την αμοιβαία αναγνώριση των πτυχίων τους κοινοτικών οδηγιών – έχει αναγνωρισθεί από την αρμόδια αυτή αρχή το κτηθέν πτυχίο του ως ισότιμο με τα πτυχία που απονέμονται από τις ιατρικές σχολές των ελληνικών πανεπιστημίων και, περαιτέρω, το δικαίωμά του να ασκεί, βάσει αυτού, το επάγγελμα του ιατρού στην Ελλάδα. Είναι δε διάφορο το ζήτημα της ουσιαστικής ισοτιμίας της εκπαίδευσης στην οποία αναφέρεται το πτυχίο αυτό από το ζήτημα της αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων του κατόχου του πτυχίου αυτού, όπως αναφέρεται, μάλιστα, ρητά και στη σχετική οδηγία 93/16/ΕΟΚ, με την οποία, όπως προεκτέθηκε, θεσπίζεται ένα σύστημα αυτόματης και ανεπιφύλακτης αναγνώρισης από τα κράτη μέλη των πτυχίων ιατρικής που έχουν κτηθεί σε άλλα κράτη μέλη, όσον αφορά στην πρόσβαση στις δραστηριότητες του ιατρού και την άσκηση αυτών. Άλλωστε, η αρχή αυτή της αυτόματης και ανεπιφύλακτης αναγνώρισης των πτυχίων επαναλαμβάνεται ειδικά και ρητά μόνο για το επάγγελμα του ιατρού στην οδηγία 2005/36/ΕΚ που αφορά, όπως προεκτέθηκε, στην καθιέρωση ενός γενικού συστήματος αναγνώρισης των επαγγελματικών προσόντων διαφόρων επαγγελματιών στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εξάλλου, για την αναγνώριση της ισοτιμίας του εν λόγω πτυχίου ιατρικής, που πιστοποιεί εκπαίδευση που ολοκληρώθηκε πριν την ένταξη της Βουλγαρίας στην Ε.Ε., προσκομίστηκε το απαιτούμενο από την κοινοτική νομοθεσία πιστοποιητικό, εκδοθέν από την αρμόδια αρχή της Βουλγαρίας, που βεβαιώνει ότι αυτό έχει χορηγηθεί μετά από την περάτωση εκπαίδευσης και κατάρτισης σύμφωνης με το άρθρο 23 της οδηγίας 93/16/ΕΟΚ, και θεωρείται από το κράτος αυτό ισοδύναμο προς εκείνα που αναφέρονται στο σχετικό παράρτημα της οδηγίας αυτής. Περαιτέρω, βάσει του εν λόγω πτυχίου του ο φερόμενος ως δικαιούχος απέκτησε και τίτλο ιατρικής ειδικότητας, σύμφωνα με την προβλεπόμενη από την ελληνική νομοθεσία διαδικασία, στην οποία τίθεται ως προαπαιτούμενο η κατοχή βασικού πτυχίου ιατρικής, ήτοι και πτυχίου κτηθέντος σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αναγνωρίζεται, όπως εν προκειμένω, αυτομάτως, βάσει των προπαρατεθεισών κοινοτικών οδηγιών. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η εντελλόμενη με το ελεγχόμενο χρηματικό ένταλμα δαπάνη είναι νόμιμη, πλην όμως αυτό δεν πρέπει να θεωρηθεί λόγω λήξης του οικονομικού έτους 2018, τις πιστώσεις του οποίου βαρύνει.