Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

C-201/2010

Τύπος: Αποφάσεις

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ:
ΦΕΚ: L 84/2010

«Κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 – Προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως – Άρθρο 3 – Ανάκτηση επιστροφής κατά την εξαγωγή – Τριακονταετής προθεσμία παραγραφής – Κανόνας περί παραγραφής κατά το γενικό αστικό δίκαιο κράτους μέλους – “Κατ’ αναλογία” εφαρμογή – Αρχή της ασφαλείας δικαίου – Αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Αρχή της αναλογικότητας» Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-201/10 και C-202/10, με αντικείμενο αιτήσεις εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, τις οποίες υπέβαλε το Finanzgericht Hamburg (Γερμανία) με αποφάσεις της 12ης Φεβρουαρίου 2010, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 26 Απριλίου 2010, στο πλαίσιο των δικών 

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΝΣΚ/154/2020

Ειδικότερα ερωτήματα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 3 του Καν. (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/1995, σχετικά με το χρόνο παραγραφής της “παρατυπίας”.(...)Τα κυριότερα ερωτήματα που τίθενται είναι: -Εάν το άρθρο 3 του καν. 2988/1995 έχει την έννοια ότι δεν διεξάγεται έρευνα για παρατυπίες παλαιότερες των τεσσάρων ετών της προβλεπόμενης προθεσμίας παραγραφής, -Ποιά είναι η έννοια της επαναλαμβανόμενης παρατυπίας και πως υπολογίζεται ο χρόνος παραγραφής της δίωξής της και -Εάν, σε περίπτωση που ο οφειλέτης επικαλεστεί εξωδίκως την παραγραφή της αναζήτησης αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, υποχρεούται ο ΟΠΕΚΕΠΕ να συνεχίσει τη διαδικασία ανάκτησης ή οφείλει να την παύσει αποδεχόμενος την παραγραφή. Λόγω του ανακύψαντος σοβαρού ζητήματος γενικού ενδιαφέροντος που αφορά το συμβατό της διάταξης του άρθρου 122 του ν. 4270/2014 περί δημοσίου λογιστικού, με το άρθρο 3 παρ. 1 του κανονισμού 2988/1995 ως προς την έναρξη του χρόνου της παραγραφής και, επειδή τα ερωτήματα συνέχονται μεταξύ τους και για να απαντηθούν απαιτείται να εξετασθούν όλοι οι προβληματισμοί της υπηρεσίας, το Τμήμα αποφάσισε ομόφωνα να παραπεμφθεί το σύνολο των ερωτημάτων στην Ολομέλεια του Ν.Σ.Κ., λόγω σπουδαιότητας.


ΝΣΚ/181/2020

Ειδικότερα ερωτήματα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 3 του Καν. (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/1995, σχετικά με το χρόνο παραγραφής της “παρατυπίας”.(...)α) Με βάση τον κανόνα ότι τα ευρωπαϊκά γεωργικά ταμεία χρηματοδοτούν μόνον τις πραγματοποιούμενες σύμφωνα με τις διατάξεις της Ένωσης δαπάνες και, με βάση την υποχρέωση επιμέλειας και ανάκτησης που έχουν τα κράτη μέλη και το σύστημα οικονομικής ευθύνης που αυτή συνεπάγεται, η τετραετής προθεσμία παραγραφής του άρθρου 3 παρ. 1 του κανονισμού 2988/1995, δεν έχει την έννοια ότι δεν διεξάγεται έρευνα, κατόπιν καταγγελιών, για πληρωμές/παρατυπίες παλαιότερες των τεσσάρων ετών από το τρέχον έτος (στις περιπτώσεις που δεν πρόκειται για επαναλαμβανόμενες παρατυπίες). Η παραγραφή δεν συνιστά διοικητική ενέργεια, ούτε εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, αλλά προβάλλεται κατ’ ένσταση από τον καθ’ού η ανάκτηση και, εφόσον προβληθεί, εξετάζεται ατομικά κατά περίπτωση. Ο ενδιαφερόμενος έχει τη δυνατότητα να την προβάλει στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 28 του ν. 2520/1997. Με βάση την κρίση της περί της βασιμότητας ή μη της ένστασης, η υπηρεσία θα την αποδεχθεί ή θα την απορρίψει και θα αποφασίσει κατά πόσον θα προβεί ή όχι στην εισηγητική έκθεση για έκδοση απόφασης ανάκτησης ή μη των επίμαχων ποσών. Υπό τις προεκτεθείσες προϋποθέσεις οι ανωτέρω ενέργειες του ΟΠΕΚΕΠΕ δεν αντίκεινται στην αρχή της ασφάλειας του δικαίου (ομόφωνα). β) Μία παρατυπία είναι «διαρκής» ή «επαναλαμβανόμενη», όταν τελείται από οικονομικό φορέα ο οποίος αντλεί οικονομικά οφέλη από ένα σύνολο όμοιων πράξεων που συνιστούν παράβαση της ίδιας διάταξης του δικαίου της Ένωσης, ακόμα και αν δεν πρόκειται ακριβώς για τα ίδια πραγματικά περιστατικά ή όταν συνίσταται σε παράλειψη που εξακολουθεί. Το χρονικό διάστημα που μπορεί, στην περίπτωση αυτή, να μεσολαβεί μεταξύ αυτών - ξεκινώντας από το χρόνο της καταγγελίας προς το παρελθόν μέχρι τη διάπραξη ή και αντίστροφα, μέχρι την παύση της παρατυπίας - δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερο της τετραετίας (ομόφωνα). γ) Η παραγραφή του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 2988/1995 έχει εφαρμογή, τόσο στις παρατυπίες του άρθρου 5 αυτού, όσο και στις λοιπές παρατυπίες του άρθρου 4 του εν λόγω κανονισμού. Το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του κανονισμού 2988/1995 θεσπίζει απόλυτο όριο εφαρμοζόμενο και για τη λήψη διοικητικών μέτρων. Σε περίπτωση θέσπισης από τα κράτη μέλη μεγαλύτερης προθεσμίας παραγραφής, η παραγραφή επέρχεται, σε κάθε περίπτωση, το αργότερο κατά τη λήξη χρονικού διαστήματος ίσου με το διπλάσιο της μεγαλύτερης αυτής προθεσμίας (ομόφωνα). δ) Το άρθρο 122 του ν. 4270/2014 περί Δημοσίου Λογιστικού βρίσκεται σε διάσταση με το άρθρο 3 παρ. 1 του κανονισμού 2988/1995, ως προς το χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής. Συνεπώς, υφίσταται αυτοτελής υποχρέωση των υπηρεσιών να εφαρμόζουν το άρθρο 3 παρ. 1 του καν. 2988/95, όπως έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία του Δ.Ε.Ε., δηλαδή, τόσο ως προς την έναρξη, όσο και ως προς τη διάρκεια της παραγραφής. Περαιτέρω όμως, απαιτείται νομοθετική ρύθμιση, ορίζουσα ως εναρκτήριο σημείο της παραγραφής της δίωξης της παρατυπίας τη διάπραξή της. Υπό την προϋπόθεση δε της νομοθετικής πρόβλεψης της αφετηρίας αυτής, η πενταετία θεωρείται, κατά τα νομολογιακά δεδομένα εύλογο χρονικό διάστημα της παραγραφής αυτής (κατά πλειοψηφία). Παραπέμφθηκε στη Β΄ Τακτική Ολομέλεια του ΝΣΚ, κατόπιν της υπ’ αριθ. 154/2020 γνωμοδότησης του ΣΤ΄ Τμήματος.


Υπόθεση C-465/2017

Υπόθεση C-465/17: Απόφαση του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 21ης Μαρτίου 2019 [αίτηση του Oberlandesgericht Düsseldorf (Γερμανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Falck Rettungsdienste GmbH, Falck A/S κατά Stadt Solingen (Προδικαστική παραπομπή — Σύναψη δημοσίων συμβάσεων — Οδηγία 2014/24/ΕΕ — Άρθρο 10, στοιχείο η' — Ειδικές εξαιρέσεις για συμβάσεις υπηρεσιών — Υπηρεσίες πολιτικής άμυνας, πολιτικής προστασίας και πρόληψης κινδύνων — Μη κερδοσκοπικές οργανώσεις ή ενώσεις — Υπηρεσίες ασθενοφόρων για τη διακομιδή ασθενών — Ειδική διακομιδή με ασθενοφόρο).


Υπόθεση C-586/2010

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 26ης Ιανουαρίου 2012 «Κοινωνική πολιτική — Οδηγία 1999/70/ΕΚ — Ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο α΄, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου — Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου — Αντικειμενικοί λόγοι που μπορούν να δικαιολογήσουν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων — Εθνική κανονιστική ρύθμιση βάσει της οποίας δικαιολογείται η χρησιμοποίηση συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε περίπτωση προσωρινής αναπληρώσεως — Μόνιμη ή επαναλαμβανόμενη ανάγκη για αναπληρωματικό προσωπικό — Συνεκτίμηση όλων των περιστάσεων που αφορούν την ανανέωση διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου» Στην υπόθεση C‑586/10, με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Bundesarbeitsgericht (Γερμανία) με απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2010, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 15 Δεκεμβρίου 2010, στο πλαίσιο της δίκης


ΝΣΚ/41/2023

Ερωτάται εάν: α) οι διατάξεις του άρθρου 36 του ν. 4778/2021 (Α΄26) κατισχύουν των διατάξεων του άρθρου 20 παρ. 10 του ν. 4829/2021 (Α΄166) και β) οι διατάξεις του άρθρου 36 του ν. 4778/2021 καταλαμβάνουν ή όχι την περίπτωση του M.K. υπαλλήλου του e-Ε.Φ.Κ.Α., ο οποίος ήταν ήδη αποσπασμένος στην Εθνική Αρχή Διαφάνειας (Ε.Α.Δ.) κατά το χρόνο θέσης σε ισχύ της διάταξης αυτής.(...)α) Οι διατάξεις του άρθρου 20 παρ. 10 περ. γ΄ του ν. 4829/2021, είναι απολύτως ειδικές και ταυτοχρόνως μεταγενέστερες χρονικά από εκείνες του άρθρου 36 του ν. 4778/2021 και ως τέτοιες κατισχύουν των τελευταίων, με βάση τις θεμελιώδεις αρχές της μεθοδολογίας του δικαίου, σύμφωνα με τις οποίες ο νεότερος και ειδικότερος κανόνας δικαίου υπερισχύει του προγενέστερου και γενικότερου κανόνα δικαίου (κατά πλειοψηφία). β) Οι διατάξεις του άρθρου 36 του ν. 4778/2021, δεν καταλαμβάνουν την υπό εξέταση ανανέωση απόσπασης του εν λόγω υπαλλήλου, ο οποίος ήταν ήδη αποσπασμένος στην Εθνική Αρχή Διαφάνειας από τις 25.4.2019, αλλά αυτή καταλαμβάνεται από τις διατάξεις του άρθρου 20 παρ. 10 περ. γ΄ του ν. 4829/2021, καθότι κατά το χρόνο λήξης της απόσπασής του (25.4.2022) είχε ήδη τεθεί σε ισχύ ο ως άνω κατισχύων νόμος (κατά πλειοψηφία)


ΝΣΚ/41/2019

ΣΤΑΓΑΣΤΙΚΟ ΕΠΙΔΟΜΑ:Εάν σύμφωνα με την κυα 2/19525/0026/21-02-2013, οι αιτήσεις για καταβολή του στεγαστικού επιδόματος φοιτητών το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 10 του ν. 3220/2004 οι οποίες αφορούσαν το ακαδημαϊκό έτος 2014- 2015 ή 2015-2016, έπρεπε να υποβληθούν εντός αποκλειστικής προθεσμίας και, σε καταφατική περίπτωση, εντός ποιας προθεσμίας.(...)Αιτήσεις για καταβολή του στεγαστικού επιδόματος φοιτητών το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 10 του ν. 3220/2004 οι οποίες αφορούσαν τα ακαδημαϊκά έτη 2014-2015 ή 2015-2016, έπρεπε να υποβληθούν εντός της ανατρεπτικής προθεσμίας των τριών πρώτων μηνών των ημερολογιακών ετών 2015 και 2016, αντιστοίχως.(...)Ενδεχόμενες απαιτήσεις για καταβολή του εν λόγω επιδόματος οι οποίες έχουν ως βάση αιτήσεις οι οποίες αφορούν στα ακαδημαϊκά έτη 2014-2015 ή 2015-2016 και οι οποίες κατατέθηκαν εντός των πρώτων τριών μηνών του έτους 2015 και του έτους 2016, αντιστοίχως, υπόκεινται, υπό την επιφύλαξη της συνδρομής όλων των νομίμων προϋποθέσεων, στην προβλεπόμενη στο άρθρο 140 παρ. 1 του ν. 4270/2014 πενταετή προθεσμία παραγραφής, επί της οποίας έχουν εφαρμογή και τα άρθρα 141 και 143 του ιδίου νόμου.


ΕλΣυν/Τμ.7(ΚΠΕ)117/2012

(...)ο χρόνος παραγραφής των απαιτήσεων κατά των Ο.Τ.Α., οι οποίες μπορεί να συνίστανται σε κάθε είδους χρηματική αξίωση, πλην εκείνων για αποδοχές ή κάθε άλλης φύσεως απολαβές που καταβάλλονται ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης από το μισθωτό εργασίας ή για αποζημιώσεις που οφείλονται από παράνομες πράξεις των οργάνων των Ο.Τ.Α ή από τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, εάν από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής, η οποία αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους κατά το οποίο γεννήθηκε η αξίωση και ήταν δυνατή η δικαστική της επιδίωξη (βλ. πβλ. πρ. VII Τμ. 87/2012, 1/2006). Διακοπή δε της παραγραφής επέρχεται, μεταξύ άλλων, με την υποβολή αίτησης για πληρωμή στην αρμόδια δημόσια αρχή καθώς και με την έκδοση τίτλου πληρωμής. Στις περιπτώσεις αυτές από την απάντηση της αρχής, ή από την παρέλευση εξαμήνου από την υποβολή αίτησης (σε περίπτωση μη απάντησης της αρχής) καθώς και από την έκδοση τίτλου πληρωμής, αρχίζει νέα παραγραφή, ομοειδής, η νέα δε παραγραφή δύναται να διακοπεί με τους ίδιους τρόπους όπως με την έκδοση της αρχικής και συνεπώς με την εκ νέου έκδοση τίτλου πληρωμής (πρ. IV Τμημ 19/2001).


Yπόθεση C-689/2013

Υπόθεση C-689/13: Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 5ης Απριλίου 2016 [αίτηση του Consiglio di Giustizia amministrativa per la Regione siciliana (Ιταλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Puligienica Facility Esco SpA (PFE) κατά Airgest SpA (Προδικαστική παραπομπή — Δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών — Οδηγία 89/665/ΕΟΚ — Άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 3 — Διαδικασίες προσφυγής — Προσφυγή ακυρώσεως κατά αποφάσεως περί αναθέσεως δημόσιας συμβάσεως την οποία ασκεί προσφέρων του οποίου η προσφορά δεν επελέγη — Αντίθετη προσφυγή του αναδόχου — Εθνικός νομολογιακός κανόνας κατά τον οποίο επιβάλλεται η προηγούμενη εξέταση της αντίθετης προσφυγής και, εφόσον αυτή κριθεί βάσιμη, η απόρριψη ως απαράδεκτης της κύριας προσφυγής χωρίς εξέταση της ουσίας — Συμβατό με το δίκαιο της Ένωσης — Άρθρο 267 ΣΛΕΕ — Αρχή της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης — Νομική αρχή που έχει διατυπωθεί με απόφαση της ολομέλειας του ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου κράτους μέλους — Εθνική ρύθμιση που προβλέπει τον δεσμευτικό χαρακτήρα της αποφάσεως αυτής για τα τμήματα του εν λόγω δικαστηρίου — Υποχρέωση του τμήματος που επιλαμβάνεται ζητήματος σχετικού με το δίκαιο της Ένωσης, σε περίπτωση διαφωνίας με την απόφαση της ολομέλειας, να παραπέμπει το ζήτημα σε αυτή — Ευχέρεια ή υποχρέωση του τμήματος να υποβάλει αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο)


Δ.ΠΡΩΤ.ΑΘ/15755/2019

Φορολογία εισοδήματος..Επειδή, το δικαίωμα του Δημοσίου για την έκδοση και κοινοποίηση των επίδικων πράξεων, οικονομικών ετών 2002 έως 2006, έχει υποπέσει στην προβλεπόμενη από το άρθρο 84 του ΚΦΕ (γενική) πενταετή παραγραφή, η οποία άρχισε στις 31.12.2002, 31.12.2003, 31.12.2004, 31.12.2005 και 31.12.2006 και συμπληρώθηκε στις 31.12.2007, 31.12.2008, 31.12.2009, 31.12. 2010 κ α ι 31.12.2011 αντιστοίχως, δοθέντος ότι : α. εν προκειμένω, δεν τυγχάνει εφαρμογής η δεκαπενταετής παραγραφή που επικαλείται η φορολογική αρχή. Και τούτο, διότι προϋπόθεση εφαρμογής της εν λόγω παραγραφής αποτελεί η μη υποβολή, παρά την ύπαρξη σχετικής υποχρέωσης, φορολογικής δηλώσεως, ενώ στην προκειμένη περίπτωση, ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι μεταξύ των προσφευγόντων συστήθηκε πράγματι αφανής εταιρεία, η εταιρεία αυτή δεν είχε υποχρέωση, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικά ανωτέρω, για την υποβολή Φορολογικής δηλώσεως. Β οι διατάξεις των άρθρων 11 ν. 3513/2006, 29 ν. 3697/2008, 10 ν. 3790/2009, 82 ν. 3842/2010, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 92 παρ. 3 περ. β του ν. 3862/2010, 18 παρ. 2 τ ου ν. 4002/2011 και δεύτερου παρ. 1 ν. 4098/2012, 22 ν. 4203/2013, 87 ν. 4316/2014 και 22 ν. 4337/2015, με τις οποίες παρατάθηκε διαδοχικά ο χρόνος παραγραφής φορολογικών αξιώσεων του Δημοσίου αναγόμενων σε χρήσεις προγενέστερες του προηγούμενου της δημοσιεύσεως των εν λόγω νόμων ημερολογιακού έτους, όπως είναι οι ένδικες, πέραν του ότι δεν τυγχάνουν εφαρμογής επί επιβολής κυρώσεων, επιπροσθέτως είναι ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες, ως αντιβαίνουσες, σύμφωνα με τα ήδη εκτεθέντα στο άρθρο 78 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, γ. εν προκειμένω, δεν τυγχάνει εφαρμογής η δεκαετής παραγραφή. Κ α ι τούτο διότι τα στοιχεία στα οποία βασίσθηκε η φορολογική αρχή, και δη οι δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, στις οποίες, ανεξάρτητα από τον κωδικό στον οποίο δηλώθηκαν, συμπεριελήφθησαν, πάντως, τα τιμήματα από τις μεταβιβάσεις των ακινήτων που θεωρήθηκαν από τη φορολογική αρχή ως άσκηση εμπορικής δραστηριότητας, δεν αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία κατά την έννοια του άρθρου 68 παρ. 2 περ. α του ΚΦΕ ικανά να δικαιολογήσουν την επιμήκυνση της κατ άρθρο 84 παρ. 1 του ΚΦΕ πενταετούς προθεσμίας παραγραφής, διότι οι δηλώσεις αυτές, είχαν περιέλθει σε γνώση της φορολογικής αρχής, εντός της ως άνω πενταετούς προθεσμίας. (...)Επειδή, κατ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση προσφυγή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη με την οποία απερρίφθη η κατά των καταλογιστικών πράξεων ασκηθείσα ενδικοφανής προσφυγή. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του καταβληθέντος παραβόλου στους προσφεύγοντες (άρθρο 277 παρ. 9 Κ.Δ.Δ.), ενώ, κατ εκτίμηση των περιστάσεων, πρέπει να μην καταλογισθούν δικαστικά έξοδα σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 275 παρ. 1 Κ.Δ.Δ).


ΕΣ/Τ6/129/2007

Οι αναθέτοντες φορείς, κατά τη διενέργεια δημόσιων διαγωνισμών οφείλουν σε κάθε περίπτωση να τηρούν την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων, η οποία συνεπάγεται, ιδίως, υποχρέωση διαφάνειας. Η τελευταία επιβάλλεται, προκειμένου η αναθέτουσα αρχή να διασφαλίζει την τήρηση της ως άνω γενικής αρχής, συνίσταται δε, μεταξύ άλλων, στον έλεγχο του αμερόληπτου χαρακτήρα των οικείων διαδικασιών του διαγωνισμού (πρβλ. Δ.Ε.Κ. Αποφάσεις της 7.12.2000, C-324/98, σκέψεις 60-63, της 27.11.2001, C-285/99, σκέψη 38 κ.α.). Κατά συνέπεια και δοθέντος ότι στους διενεργούμενους δημόσιους διαγωνισμούς υπηρεσιών η θεσμοθέτηση σταδίων κατά τη διαδικασία ανάδειξης του αναδόχου αποβλέπει ακριβώς στην κατά αντικειμενικό και διαφανή τρόπο επιλογή του παρόχου υπηρεσιών, η μη τήρηση των εν λόγω σταδίων στοιχειοθετεί παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας. Τέτοια περίπτωση συντρέχει και όταν η αναθέτουσα αρχή, προκειμένου να συγκροτήσει την επιτροπή αξιολόγησης των προσφορών σε διαγωνισμό, επιλέγει, ως μέλος αυτής, πρόσωπο, το οποίο φέρει την ιδιότητα μέλους του έχοντος την αποφασιστική αρμοδιότητα για την κατακύρωση των αποτελεσμάτων αυτού συλλογικού οργάνου, καθόσον με τον τρόπο αυτό, και ανεξαρτήτως της ουσιαστικής συμμετοχής του ως άνω μέλους στη λήψη αποφάσεων του εν λόγω οργάνου, ουσιαστικά παρακάμπτεται το γνωμοδοτικό στάδιο του διαγωνισμού, ως ουσιώδης τύπος της διεξαγόμενης διαδικασίας (βλ. Πράξη VI Τμ. 10/2007, 29/2005, IV Τμ. 182/2004, 157/2003, 109/2001).Όπως προκύπτει από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, προκειμένου να διασφαλίζεται στην πράξη η τήρηση των παρατεθεισών κοινοτικών αρχών της ίσης μεταχείρισης και της διαφάνειας στο πλαίσιο της διαδικασίας ανάθεσης των δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών, η αναθέτουσα αρχή υποχρεούται να προβλέπει με σαφήνεια στη διακήρυξη του διαγωνισμού τους όρους συμμετοχής και ανάδειξης διαγωνιζομένου ως αναδόχου των υπό ανάθεση υπηρεσιών, ώστε κάθε ενδιαφερόμενος αφενός να διαθέτει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, για να αποφασίσει περί της συμμετοχής του ή μη στον προκηρυχθέντα διαγωνισμό, αφετέρου δε, σε περίπτωση συμμετοχής του στο διαγωνισμό, να έχει τις αυτές ακριβώς με τους λοιπούς διαγωνιζομένους ευκαιρίες, τόσο κατά το χρόνο της προετοιμασίας προς υποβολή της προσφοράς του όσο και κατά το στάδιο της αποτίμησης αυτής (πρβλ. Δ.Ε.Κ. αποφάσεις της 12.12.2002, C-470/99, σκέψη 93, της 18.10.2001, C-19/00, σκέψεις 34, 41 και 43 και της 25.04.1996, C-87/94, σκέψη 54). Σε αυτά τα πλαίσια και σε περίπτωση σύναψης μιας δημόσιας σύμβασης βάσει της οικονομικά πλέον συμφέρουσας προσφοράς η αναθέτουσα αρχή δύναται να προσδώσει ειδικό βάρος στα προκαθορισθέντα στοιχεία ενός κριτηρίου ανάθεσης, προβαίνοντας σε επιμερισμό μεταξύ των στοιχείων αυτών των μονάδων που καθόρισε, δυνάμει του οικείου κριτηρίου, εφόσον η οικεία απόφαση α) δεν τροποποιεί τα οριζόμενα στη διακήρυξη κριτήρια ανάθεσης της σύμβασης β) δεν περιλαμβάνει στοιχεία, τα οποία, αν ήταν γνωστά κατά την προετοιμασία υποβολής των προσφορών θα είχαν, ενδεχομένως, επηρεάσει αυτήν την προετοιμασία και γ) δεν ελήφθησαν κατά την έκδοσή της στοιχεία δυνάμενα να επιφέρουν δυσμενή διάκριση σε βάρος ενός ή περισσότερων εκ των υποβαλλόντων προσφορά. Επομένως, σε περίπτωση που η αρμόδια Επιτροπή Διαγωνισμού προβεί σε κατ΄ ουσίαν τροποποίηση των προκαθορισμένων τεχνικών ή οικονομικών κριτηρίων ανάθεσης της υπό σύναψη σύμβασης, παραβιάζει ουσιώδη τύπο της διαδικασίας, πλήττοντας ούτως τις αρχές της ίσης μεταχείρισης και προστασίας του υγιούς ανταγωνισμού (βλ. και C-331/04, Συλλ. 2005, Ι-00000, σκέψη 32).