C-182/2011
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
«Δημόσιες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών — Οδηγία 2004/18/ΕΚ — Αναθέτουσα αρχή η οποία ασκεί επί αναδόχου φορέα νομικώς διακριτού από αυτήν έλεγχο ανάλογο προς εκείνον που ασκεί επί των δικών της υπηρεσιών — Μη υποχρέωση διεξαγωγής διαγωνισμού κατά τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης (ανάθεση καλούμενη “in house”) — Ανάδοχος φορέας τον οποίο ελέγχουν από κοινού πλείονες οργανισμοί τοπικής αυτοδιοικήσεως — Προϋποθέσεις αναθέσεως “in house”»
Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-182/2011 και C-183/2011
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
C-182/11 και C-183/11,
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 29ης Νοεμβρίου 2012 «Δημόσιες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών — Οδηγία 2004/18/ΕΚ — Αναθέτουσα αρχή η οποία ασκεί επί αναδόχου φορέα νομικώς διακριτού από αυτήν έλεγχο ανάλογο προς εκείνον που ασκεί επί των δικών της υπηρεσιών — Μη υποχρέωση διεξαγωγής διαγωνισμού κατά τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης (ανάθεση καλούμενη “in house”) — Ανάδοχος φορέας τον οποίο ελέγχουν από κοινού πλείονες οργανισμοί τοπικής αυτοδιοικήσεως — Προϋποθέσεις αναθέσεως “in house”»(....) Όταν πλείονες δημόσιες αρχές, με την ιδιότητά τους ως αναθέτουσες αρχές, ιδρύουν από κοινού φορέα επιφορτισμένο με την εκπλήρωση καθήκοντός τους δημόσιας υπηρεσίας ή όταν δημόσια αρχή συμμετέχει σε τέτοιο φορέα, η βάσει της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προϋπόθεση κατά την οποία, προκειμένου να απαλλαγούν από την υποχρέωση διεξαγωγής διαγωνισμού για τη σύναψη δημόσιας συμβάσεως κατά το δίκαιο της Ένωσης, πρέπει να ασκούν από κοινού έλεγχο επί του φορέα αυτού ανάλογο προς εκείνο που ασκούν επί των δικών τους υπηρεσιών πληρούται εφόσον κάθε μία από τις αρχές αυτές συμμετέχει τόσο στο κεφάλαιο όσο και στα όργανα διοικήσεως του εν λόγω φορέα.
ΝΣΚ/163/2010
Γίνεται δεκτό από το ΔΕΚ ότι η διάταξη του άρθρου 6 της Οδηγίας 92/50, που αντιστοιχεί στη διάταξη του άρθρου 18 της Οδηγίας 2004/18, (ήδη άρθρο 15 του Π.Δ. 60/2007) αποτελεί έκφραση της ελευθερίας που διαθέτουν οι δημόσιες αρχές των κρατών-μελών της EE για την οργάνωση της δομής τους, ώστε να ανταποκρίνονται καλύτερα στις ανάγκες των πολιτών. Η σύσταση νομικού προσώπου για την καλύτερη οργάνωση της παροχής των υπηρεσιών αυτών και η σύναψη συμβάσεων με το νομικό αυτό πρόσωπο δεν συνιστά σύναψη δημόσιας σύμβασης, εφόσον ο αναθέτων ελέγχει πλήρως (σαν να πρόκειται για δικές του υπηρεσίες όπως χαρακτηριστικά λέγεται) το ανάδοχο νομικό πρόσωπο, το οποίο πρέπει να διαθέτει αποκλειστικό δικαίωμα να αναλαμβάνει αυτού του είδους τις υπηρεσίες. Το κοινοτικό δίκαιο απαλλάσσει από την υποχρέωση εφαρμογής της οδηγίας όχι μόνο τις περιπτώσεις διοικητικής οργάνωσης και άλλες παρόμοιες ή συγκρίσιμες, αλλά ακόμη και τις γνήσιες δημόσιες συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ δύο αναθετουσών αρχών, θεωρώντας τες ως εν ευρεία εννοία άσκηση του δικαιώματος της δημόσιας αρχής για οργάνωσή της (βλ. υπόθεση C-360/96).Περαιτέρω, σχετικά με τη ζήτημα της αποτελεσματικότητας του ελέγχου που πρέπει να ασκεί η μία αναθέτουσα αρχή (που αναθέτει τη σύμβαση) επί της άλλης, κρίθηκε (βλ. υπόθεση C-107/98 ( Teckal ) και C -84/03 (Επιτροπή κατά Ισπανίας) ότι ο έλεγχος πρέπει να είναι ανάλογος με εκείνον που ασκεί στις δικές της υπηρεσίες (συμβάσεις « in house », βλ. σκέψεις 49 και 50 υπόθεσης Teckal ), ενώ επιπλέον, η αρχή που αναλαμβάνει την εκτέλεση της σύμβασης πρέπει να πραγματοποιεί, αν όχι ολόκληρο, τουλάχιστον ουσιώδες μέρος της δραστηριότητάς της, με τον ή τους οργανισμούς που τον ελέγχουν (άρα η έννοια της αποκλειστικότητας επιδέχεται ερμηνεία διασταλτική) (βλ. Χρ. Μητκίδη ο.ά σελ....50). Η θέση αυτή αναλύθηκε περαιτέρω από το ΔΕΚ [υπόθεση C -26/2003 ( Stadt Halle ) και υπόθεση C-410/2004] με τις σκέψεις ότι η σχέση μεταξύ μιας δημόσιας αναθέτουσας αρχής και των υπηρεσιών της διέπεται από σκέψεις και επιταγές που προσιδιάζουν στην επιδίωξη σκοπών δημοσίου συμφέροντος.
Υπόθεση C-285/2018
Υπόθεση C-285/18: Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 3ης Οκτωβρίου 2019 [αίτηση του Lietuvos Aukščiausiasis Teismas (Λιθουανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] – στο πλαίσιο της δίκης Kauno miesto savivaldybė, Kauno miesto savivaldybės administracija (Προδικαστική παραπομπή – Δημόσιες συμβάσεις – Οδηγία 2014/24/ΕΕ – Άρθρο 12, παράγραφος 1 – Διαχρονική εφαρμογή – Ελευθερία των κρατών μελών ως προς την επιλογή του τρόπου παροχής υπηρεσιών – Όρια – Δημόσιες συμβάσεις που αποτελούν αντικείμενο «in house» ανάθεσης – Εσωτερική ανάθεση – Αλληλεπικάλυψη μεταξύ δημόσιας σύμβασης και εσωτερικής ανάθεσης)
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-89/2019 έως C-91/2019
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-89/19 έως C-91/19: Διάταξη του Δικαστηρίου (ένατο τμήμα) της 6ης Φεβρουαρίου 2020 [αιτήσεις του Consiglio di Stato (Ιταλία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως] — Rieco SpA κατά Comune di Lanciano, Ecolan SpA (C-89/19), Comune di Ortona, Ecolan SpA (C-90/19), Comune di San Vito Chietino, Ecolan SpA (C-91/19) (Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 99 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου – Δημόσιες συμβάσεις – Οδηγία 2014/24/ΕΕ – Άρθρο 12, παράγραφος 3 – Εθνική νομοθεσία που ευνοεί τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων σε βάρος των in-house συμβάσεων – Ελευθερία των κρατών μελών ως προς την επιλογή του τρόπου παροχής υπηρεσιών – Όρια – Εθνική νομοθεσία που δεν επιτρέπει σε αναθέτουσα αρχή να αποκτά ποσοστό συμμετοχής στο κεφάλαιο φορέα που ανήκει σε αναθέτουσες αρχές, όταν το ποσοστό αυτό συμμετοχής δεν εξασφαλίζει δυνατότητα ελέγχου του εν λόγω φορέα ή δικαίωμα αρνησικυρίας)
ΥΠΟΘΕΣΗ C-15/2013
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 8ης Μαΐου 2014: Δημόσιες συμβάσεις προμηθειών — Οδηγία 2004/18/ΕΚ — Ανάθεση χωρίς διεξαγωγή διαδικασίας διαγωνισμού — Ανάθεση “in house” (οιονεί αυτεπιστασία) — Ανάδοχος που από νομικής απόψεως είναι διακριτός από την αναθέτουσα αρχή — Προϋπόθεση του “ανάλογου ελέγχου” — Αναθέτουσα αρχή και ανάδοχος μεταξύ των οποίων δεν υφίσταται σχέση ελέγχου — Τρίτη δημόσια αρχή που ασκεί επί της αναθέτουσας αρχής μερικό έλεγχο και επί του αναδόχου έλεγχο που μπορεί να χαρακτηριστεί ως “ανάλογος” — “Οριζόντια εσωτερική σχέση
ΕΣ/ΚΛΙΜΑΚΙΟ Ε/123/2025
Η Πράξη 123/2025 του Ε΄ Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου αφορά τον έλεγχο νομιμότητας του σχεδίου προγραμματικής σύμβασης μεταξύ του Δήμου Άνδρου και του Δ.Ε.Π.ΑΝ. για το έργο «Κατασκευή Κλειστού Αθλητικού Κέντρου στο Γαύριο» (με συνολικό προϋπολογισμό 3.348.000,00 ευρώ). Η σύμβαση συνάπτεται λόγω της αιτιολογημένης αδυναμίας των τεχνικών υπηρεσιών του Δήμου να υλοποιήσουν το έργο με ίδια μέσα. Το Δ.Ε.Π.ΑΝ. αναλαμβάνει τις αρμοδιότητες Αναθέτουσας Αρχής και Διευθύνουσας Υπηρεσίας έναντι αμοιβής 30.000,00 ευρώ. Το Κλιμάκιο έκρινε τη σύμβαση νόμιμη, καθώς πληρούνται οι προϋποθέσεις για ανάθεση «ενδοϋπηρεσιακής» (in-house) σύμβασης, εξαιρώντας την από τις ανταγωνιστικές διαδικασίες (άρθρο 12 παρ. 3 και 6 του ν.4412/2016), εφόσον ο Δήμος ασκεί έλεγχο από κοινού και το Δίκτυο ασκεί δραστηριότητες προς τρίτους κάτω του 20%. Συνεπώς, δεν κωλύεται η υπογραφή της, με τις επισημάνσεις που αναφέρονται στη σκέψη 17.
ΔΕΚ-C-107/1998
H oδηγία 93/36, περί συντονισμού των διαδικασιών για τη σύναψη συμβάσεων δημοσίων προμηθειών, έχει εφαρμογή όταν η αναθέτουσα αρχή, όπως ένας οργανισμός τοπικής αυτοδιοικήσεως, σχεδιάζει να συνάψει εγγράφως, με τυπικώς διακεκριμένο από αυτήν οργανισμό και αυτόνομο σε σχέση με αυτήν όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων - πράγμα που δεν συμβαίνει στην περίπτωση κατά την οποία ο οργανισμός τοπικής αυτοδιοικήσεως ασκεί επί του εν λόγω προσώπου, νομικώς διακεκριμένου, έλεγχο ανάλογο προς εκείνο που ασκεί επί των δικών του υπηρεσιών και το πρόσωπο αυτό πραγματοποιεί το ουσιώδες της δραστηριότητάς του με τον ή τους οργανισμούς που το ελέγχουν -, σύμβαση εξ επαχθούς αιτίας που έχει ως αντικείμενο την προμήθεια προιόντων, ανεξαρτήτως του αν ο οργανισμός αυτός είναι ή όχι αναθέτουσα αρχή. Πράγματι, οι μόνες επιτρεπόμενες παρεκκλίσεις στην εφαρμογή της οδηγίας 93/36 είναι εκείνες οι οποίες μνημονεύονται ρητά και περιοριστικά στην οδηγία. Όμως, η οδηγία αυτή δεν περιέχει διάταξη ανάλογη προς το άρθρο 6 της οδηγίας 92/50, για τον συντονισμό των διαδικασιών συνάψεις δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών, αποκλείουσα από το πεδίο εφαρμογής της τις δημόσιες συμβάσεις που ανατίθενται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, στις αναθέτουσες αρχές.
ΕλΣυν.Τμ.7/41/2015
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ. Ζητείται η ανάκληση της 207/2015 πράξης του Κλιμακίου Προληπτικού Ελέγχου Δαπανών του Τμήματος VII, με την οποία κρίθηκε ότι δεν πρέπει να θεωρηθεί το 4, οικονομικού έτους 2015, χρηματικό ένταλμα πληρωμής της Δημοτικής Επιχείρησης ……., με το οποίο εντέλλεται η καταβολή στην ανώνυμη αναπτυξιακή εταιρεία με την επωνυμία «Αναπτυξιακή …… Α.Ε. - Αναπτυξιακή Ανώνυμη Εταιρεία Ο.Τ.Α.» ποσού 9.010,91 ευρώ, που αντιστοιχεί σε τμήμα της συμφωνηθείσας αμοιβής της για την εκτέλεση της από 11.11.2014 προγραμματικής σύμβασης, με αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών τεχνικού συμβούλου για το έργο «Επέκταση εγκαταστάσεων ευρύτερης περιοχής …..» (..) Ενόψει των ανωτέρω και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη σκέψη IV, η επίμαχη σύμβαση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του π.δ. 59/2007, διότι αφορά μεν σε υπηρεσίες που εξυπηρετούν την κατασκευή δικτύου διανομής θερμότητας (τηλεθέρμανσης) και ανατίθεται από τη ......., που αποτελεί ως δημόσια επιχείρηση αναθέτοντα φορέα, πλην όμως η αξία της σύμβασης υπολείπεται του κατώτερου ορίου που προβλέπεται στο άρθρο 16 περ. α΄ του εν λόγω π.δ.. (..) Περαιτέρω, η επίμαχη σύμβαση δεν συνιστά σύμβαση οιονεί αυτεπιστασίας «in house» - το οποίο άλλωστε δεν προβάλλεται από τις αιτούσες - όπως ορθώς έγινε δεκτό με την υπό ανάκληση πράξη, δοθέντος ότι η ....... δεν ασκεί επί της ...... Α.Ε. έλεγχο ανάλογο προς εκείνον που ασκεί επί των δικών της υπηρεσιών, ενώ η έστω και μειοψηφική συμμετοχή ιδιωτικών φορέων στη μετοχική σύνθεση της ...... Α.Ε., όπως οι Ενιαίοι Αγροτικοί Συνεταιρισμοί ….. - …… και ….., που αποτελούν ν.π.ι.δ. με εμπορική ιδιότητα (βλ. άρθρο 1 παρ. 3 του ν. 2810/2000, Α΄ 61 - Διορθ.Σφαλμ. στο Α΄ 108, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 16 παρ. 2 του ν. 4015/2011, Α΄ 210) και ο Αναγκαστικός Συνεταιρισμός ……., που επίσης αποτελεί ν.π.ι.δ. (βλ. άρθρο 1 παρ. 1 του ν.δ. υπ’ αριθ. 818 της 15/19 Ιαν. 1971, A΄ 9), αποκλείει την ύπαρξη σχετικού ελέγχου. Περαιτέρω, η επίμαχη σύμβαση δεν εμπίπτει στην έννοια της μη θεσμοθετημένης οριζόντιας συνεργασίας μεταξύ δημοσίων φορέων για την εκπλήρωση από κοινού μιας δημόσιας αποστολής, τούτο διότι, σύμφωνα με όσα έγιναν ήδη δεκτά ανωτέρω στη σκέψη IV, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η συμφωνία ν’ αφορά μόνο δημόσιους φορείς, χωρίς τη συμμετοχή -έστω και μειοψηφική - ιδιωτικού κεφαλαίου και ότι καμία ιδιωτική επιχείρηση με τη σύναψη της σύμβασης δεν περιέρχεται σε προνομιακή θέση, τα οποία όμως δεν συντρέχουν εν προκειμένω, αφού οι προαναφερθέντες Συνεταιρισμοί είναι ιδιώτες μέτοχοι της ...... Α.Ε., σύμφωνα δε με τις καταστατικές της διατάξεις, η τελευταία προάγει τα συμφέροντα όλων των μετόχων της.(Απορρίπτεται το αίτημα για ανάκληση της 207/2015 πράξης του Κλιμακίου Προληπτικού Ελέγχου Δαπανών του Τμήματος VII)
ΔΕΚ/C-324/2007
Περίληψη της αποφάσεως 1. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Παραχώρηση δημόσιας υπηρεσίας (Άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ) 2. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων – Ελευθερία εγκαταστάσεως – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Παραχώρηση δημόσιας υπηρεσίας (Άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ) 1. Τα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ, οι αρχές της ίσης μεταχείρισης και της απαγορεύσεως διακρίσεων λόγω ιθαγένειας καθώς και της συνακόλουθης υποχρεώσεως διαφάνειας δεν απαγορεύουν την παραχώρηση από δημόσια αρχή, χωρίς προκήρυξη διαγωνισμού, δημόσιων υπηρεσιών σε διαδημοτικό συνεταιρισμό του οποίου όλα τα μέλη είναι δημόσιες αρχές, εφόσον οι δημόσιες αυτές αρχές ασκούν στον συνεταιρισμό αυτό έλεγχο ανάλογο με εκείνον που ασκούν στις δικές τους υπηρεσίες και ο εν λόγω συνεταιρισμός πραγματοποιεί το κύριο μέρος της δραστηριότητάς του με αυτές τις δημόσιες αρχές. Για να εκτιμηθεί αν η παραχωρούσα αρχή ασκεί έλεγχο ανάλογο εκείνου που ασκεί στις δικές της υπηρεσίες πρέπει να ληφθεί υπόψη το σύνολο των κρίσιμων νομοθετικών διατάξεων και πραγματικών περιστατικών. Από την εξέταση αυτή πρέπει να προκύψει ότι ο εν λόγω ανάδοχος υπόκειται σε έλεγχο που επιτρέπει στην παραχωρούσα αρχή να επηρεάζει τις αποφάσεις του εν λόγω αναδόχου. Η δυνατότητα καθοριστικής επιρροής πρέπει να καλύπτει τόσο τους στρατηγικούς στόχους όσο και τις σημαντικές αποφάσεις του αναδόχου αυτού. Συναφώς, όταν οι αποφάσεις σχετικά με τις δραστηριότητες διαδημοτικού συνεταιρισμού που ελέγχεται αποκλειστικά από δημόσιες αρχές λαμβάνονται από καταστατικά όργανα του συνεταιρισμού αυτού που απαρτίζονται από εκπροσώπους των δημοσίων αρχών που είναι μέλη, ο έλεγχος που ασκείται επί των αποφάσεων αυτών από τις εν λόγω δημόσιες αρχές μπορεί να θεωρηθεί ότι καθιστά δυνατή για τις αρχές αυτές την άσκηση επ’ αυτού ελέγχου αναλόγου με εκείνον που ασκούν στις δικές τους υπηρεσίες. (βλ. σκέψεις 28, 42, διατακτ. 1–2) 2. Στην περίπτωση που μία δημόσια αρχή προσχωρεί σε διαδημοτικό συνεταιρισμό του οποίου όλα τα μέλη είναι δημόσιες αρχές, προκειμένου να του μεταβιβάσει τη διαχείριση δημόσιας υπηρεσίας, ο έλεγχος που ασκούν επ’ αυτού οι αρχές που είναι μέλη του συνεταιρισμού, μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανάλογος με τον έλεγχο που ασκούν στις δικές τους υπηρεσίες, όταν ασκείται από τις αρχές αυτές από κοινού, με απόφαση λαμβανόμενη, ενδεχομένως, κατά πλειοψηφία. Συγκεκριμένα, ο έλεγχος αυτός πρέπει να είναι ανάλογος με εκείνον που ασκεί η αρχή αυτή στις δικές της υπηρεσίες, όχι όμως να ταυτίζεται με αυτόν ως προς όλα τα σημεία. Αυτό που έχει σημασία είναι ο έλεγχος που ασκείται στον ανάδοχο φορέα να είναι αποτελεσματικός, δεν απαιτείται όμως να είναι ατομικός. Στην περίπτωση που περισσότερες δημόσιες αρχές επιλέγουν να εκπληρώσουν τα δημόσια καθήκοντά τους προσφεύγοντας σε κοινό ανάδοχο φορέα, αποκλείεται κατά κανόνα μία από τις αρχές αυτές, εκτός αν μετέχει πλειοψηφικώς στον φορέα αυτό, να ασκεί μόνη της καθοριστικό έλεγχο στις αποφάσεις του φορέα αυτού. Η απαίτηση να είναι ατομικός ο έλεγχος που ασκείται από τη δημόσια αρχή στην περίπτωση αυτή θα είχε ως αποτέλεσμα να επιβάλει τον ανταγωνισμό στις περισσότερες περιπτώσεις στις οποίες η δημόσια αρχή θα ήθελε να προσχωρήσει σε ομάδα απαρτιζόμενη από άλλες αρχές, όπως ο διαδημοτικός συνεταιρισμός. Πάντως, το αποτέλεσμα αυτό δεν είναι σύμφωνο με το σύστημα των κοινοτικών κανόνων σε θέματα δημόσιων συμβάσεων και αναθέσεων. Συγκεκριμένα, μια δημόσια αρχή έχει τη δυνατότητα να εκπληρώνει τα καθήκοντα δημοσίου συμφέροντος τα οποία υπέχει με τα δικά της διοικητικά, τεχνικά και λοιπά μέσα, χωρίς να είναι υποχρεωμένη να απευθύνεται σε εξωτερικούς οργανισμούς που δεν ανήκουν στις υπηρεσίες της. Οι δημόσιες αρχές μπορούν να κάνουν χρήση της δυνατότητάς τους αυτής να εκπληρώνουν τα καθήκοντά τους δημοσίου συμφέροντος με δικά τους μέσα σε συνεργασία με άλλες δημόσιες αρχές. Επομένως, στις περιπτώσεις που περισσότερες δημόσιες αρχές ελέγχουν ανάδοχο φορέα στον οποίο αναθέτουν την εκπλήρωση ενός από τα καθήκοντά τους δημοσίου συμφέροντος, ο έλεγχος που οι δημόσιες αυτές αρχές ασκούν επί του εν λόγω φορέα μπορεί να ασκηθεί από κοινού. Όσον αφορά το συλλογικό όργανο, η διαδικασία που χρησιμοποιείται για τη λήψη αποφάσεως, συγκεκριμένα η δια πλειοψηφίας απόφαση, δεν ασκεί επιρροή. (βλ. σκέψεις 46–51, 54, διατακτ. 3)
ΕΣ/ΤΜ.6/1452/2019
Προγραμματική σύμβαση...Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας, το Τμήμα κρίνει ότι:Α) Η διαδημοτική επιχείρηση «.....», ως ανώνυμη εταιρεία χωρίς αναπτυξιακό χαρακτήρα, έχει αμιγώς εμπορική δραστηριότητα και ως εκ τούτου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο κατέχων το πλειοψηφικό πακέτο των μετοχών της, Δήμος …, ασκεί επ’ αυτής έλεγχο ανάλογο με αυτόν που ασκεί στις υπηρεσίες του, καθόσον ο καθορισμός των στρατηγικών στόχων της εταιρείας περιορίζεται εκ των καταστατικών σκοπών της και του εμπορικού χαρακτήρα της, ενώ ο έλεγχος και η εποπτεία επ’ αυτής ασκείται βάσει των διατάξεων του κ.ν. 2190/1920. Περαιτέρω, καίτοι ο αιτών Δήμος επικαλείται ότι η επιχείρηση αποτελεί ελεγχόμενο νομικό πρόσωπο, υπό την έννοια ότι μεγάλο μέρος της δραστηριότητάς της διεξάγεται για την εκτέλεση υπηρεσιών προς τους Δήμους που μετέχουν στο κεφάλαιό της, ο ίδιος δεν επικαλείται και δεν αποδεικνύει ούτε από κανένα στοιχείο του φακέλου προκύπτει ότι αυτή παρέχει, σε ποσοστό μεγαλύτερο του 80% της συναλλακτικής της δραστηριότητας (του συνολικού κύκλου εργασιών της), υπηρεσίες προς τους Δήμους που συμμετέχουν στο εταιρικό της κεφάλαιο. Κατά συνέπεια, η ίδια δεν φέρει τον χαρακτήρα ελεγχόμενου νομικού προσώπου και η κρινόμενη σύμβαση με τον Δήμο …., η οποία, ούτως ή άλλως, χαρακτηρίζεται από τα μέρη ως «Προγραμματική», δεν αποτελεί ενδοϋπηρεσιακή τοιαύτη (ή in house σύμβαση). (...). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση ανάκλησης πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, διότι, σύμφωνα με τα ορθώς κριθέντα κατά τον προσυμβατικό έλεγχο νομιμότητας, η ελεγχόμενη σύμβαση δεν συνιστά γνήσια προγραμματική σύμβαση, αλλά υποκρυπτόμενη, μη νόμιμη απευθείας ανάθεση των υπηρεσιών, που αποτελούν αντικείμενό της, από τον αιτούντα Δήμο στην ανάδοχο διαδημοτική εταιρεία «.....».
Δεν ανακλήθηκε με την ΕΣ/ΤΜ.ΜΕΙΖ-ΕΠΤΑΜ.ΣΥΝΘ/116/2020