ΔΕΚ/C-202/1990
Τύπος: Δικαστικές Αποφάσεις
Στην υπόθεση C-202/90(....)Όσον αφορά την πρώτη από τις δύο αυτές προϋποθέσεις, το Δικαστήριο διευκρίνισε ήδη στην προαναφερθείσα απόφαση της 26ης Μαρτίου 1987, σκέψη 21, ότι δραστηριότητα η οποία ασκείται από ιδιώτη δεν απαλλάσσεται από τον ΦΠΑ για μόνο τον λόγο ότι συνίσταται στην εκτέλεση πράξεων που συγκαταλέγονται μεταξύ των προνομιών της δημόσιας αρχής. Από αυτό προκύπτει ότι, εφόσον ένας δήμος αναθέτει τη δραστηριότητα της εισπράξεως φόρων σε ανεξάρτητο τρίτον, δεν έχει εφαρμογή η εξαίρεση που προβλέπεται στην ανωτέρω διάταξη.ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα), κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε το Tribunal Superior de Justicia de Andalucia, με Διάταξη της 11ης Ιουνίου 1990, αποφαίνεται:1) Το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 4, της έκτης οδηγίας, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η δραστηριότητα των εισπρακτόρων φόρων πρέπει να θεωρηθεί ότι ασκείται κατά τρόπο ανεξάρτητο. 2) Το άρθρο 4, παράγραφος 5, της έκτης οδηγίας πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αυτό δεν έχει εφαρμογή οσάκις δραστηριότητα δημόσιας αρχής δεν ασκείται άμεσα, αλλά ανατίθεται σε ανεξάρτητο τρίτον.
Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)
Σχετικά Έγγραφα
ΔΕΚ/C‑288/2007
Δραστηριότητες φορέα δημοσίου δικαίου: Στην υπόθεση C‑288/07, με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το High Court of Justice (England & Wales) (Chancery Division) (Ηνωμένο Βασίλειο) με απόφαση της 6ης Μαρτίου 2007, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 14 Ιουνίου 2007, στο πλαίσιο της δίκης(....)Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται: 1) Το άρθρο 4, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών – Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση, έχει την έννοια ότι οι σημαντικές στρεβλώσεις των όρων του ανταγωνισμού στους οποίους θα οδηγούσε η μη υπαγωγή των οργανισμών δημοσίου δικαίου που ενεργούν ως δημοσία εξουσία πρέπει να εκτιμώνται σε σχέση με τη συγκεκριμένη δραστηριότητα και όχι σε σχέση με συγκεκριμένη τοπική αγορά. 2) Ο όρος «θα οδηγούσε σε», κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, της έκτης οδηγίας 77/388, έχει την έννοια ότι λαμβάνει υπόψη όχι μόνον τον πραγματικό αλλά και τον ενδεχόμενο ανταγωνισμό, εφόσον η δυνατότητα του ιδιώτη επιχειρηματία να εισέλθει στη σχετική αγορά είναι πραγματική, και όχι καθαρά υποθετική. 3) Ο όρος «σημαντικές», κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, της έκτης οδηγίας 77/388, έχει την έννοια ότι οι στρεβλώσεις των όρων του ανταγωνισμού, πραγματικές ή δυνητικές, δεν πρέπει να είναι απλώς αμελητέες.
ΔΕΚ/C‑155,C‑156/2019
«Προδικαστική παραπομπή – Δημόσιες συμβάσεις – Διαδικασία σύναψης δημοσίων συμβάσεων – Οδηγία 2014/24/ΕΕ – Άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 4 – Αναθέτουσα αρχή – Οργανισμοί δημοσίου δικαίου – Έννοια – Εθνική αθλητική ομοσπονδία – Κάλυψη αναγκών γενικού συμφέροντος – Εποπτεία της διαχείρισης της ομοσπονδίας από οργανισμό δημοσίου δικαίου». Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑155/19 και C‑156/19(....)Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται: 1)Το άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις διαδικασίες σύναψης δημοσίων συμβάσεων και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι φορέας επιφορτισμένος με αποστολές δημόσιου χαρακτήρα που ορίζονται εξαντλητικώς από το εθνικό δίκαιο μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει συσταθεί για τον συγκεκριμένο σκοπό της κάλυψης αναγκών γενικού συμφέροντος που δεν έχουν βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, μολονότι έχει συσταθεί υπό μορφή όχι δημόσιου οργανισμού αλλά σωματείου ιδιωτικού δικαίου και ορισμένες από τις δραστηριότητές του, ως προς τις οποίες έχει ικανότητα αυτοχρηματοδότησης, δεν έχουν δημόσιο χαρακτήρα. 2)Η δεύτερη από τις εναλλακτικές περιπτώσεις του άρθρου 2, παράγραφος 1, σημείο 4, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2014/24 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, εφόσον μια εθνική αθλητική ομοσπονδία έχει, βάσει του εθνικού δικαίου, διαχειριστική αυτονομία, η διαχείριση της ομοσπονδίας αυτής μπορεί να θεωρηθεί ότι υπόκειται στον έλεγχο δημόσιας αρχής μόνον αν από τη σφαιρική ανάλυση των εξουσιών που διαθέτει η δημόσια αρχή έναντι της ομοσπονδίας προκύπτει η ύπαρξη ενεργητικού διαχειριστικού ελέγχου περιστέλλοντος στην πράξη την αυτονομία αυτή σε βαθμό που να παρέχεται στην εν λόγω αρχή δυνατότητα επηρεασμού των αποφάσεων της ομοσπονδίας σε θέματα δημοσίων συμβάσεων. Το γεγονός ότι οι διάφορες εθνικές αθλητικές ομοσπονδίες ασκούν επιρροή στη δραστηριότητα της δημόσιας αρχής λόγω της πλειοψηφικής συμμετοχής τους στα κύρια συλλογικά όργανα λήψεως αποφάσεων της αρχής αυτής έχει σημασία μόνον εφόσον μπορεί να αποδειχθεί ότι καθεμία από τις ομοσπονδίες αυτές, θεωρούμενη μεμονωμένα, είναι σε θέση να ασκήσει σημαντική επιρροή στον δημόσιο έλεγχο που ασκεί στην ίδια η εν λόγω αρχή με αποτέλεσμα ο ως άνω έλεγχος να εξουδετερώνεται και η εν λόγω εθνική αθλητική ομοσπονδία να ανακτά κατά τον τρόπο αυτό τον πλήρη έλεγχο της διαχείρισής της, ανεξάρτητα από την επιρροή των άλλων εθνικών αθλητικών ομοσπονδιών που τελούν σε παρόμοια κατάσταση.
ΔΕΚ/C‑151/2013
Στην υπόθεση C‑151/13, με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το cour administrative d’appel de Versailles (Γαλλία) με απόφαση της 7ης Μαρτίου 2013, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 25 Μαρτίου 2013, στο πλαίσιο της δίκης(....)Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφαίνεται: Το άρθρο 11, Α, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της έκτης οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1977, περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών — Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση, καθώς και το άρθρο 73 της οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, έχουν την έννοια ότι η καταβολή ενός κατ’ αποκοπήν ποσού όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη «κατ’ αποκοπήν επίδομα περιθάλψεως» αποτελεί την αντιπαροχή για τις υπηρεσίες περιθάλψεως που παρέχονται εξ επαχθούς αιτίας από έναν ξενώνα μη αυτοεξυπηρετούμενων ηλικιωμένων ατόμων [établissement d’hébergement pour personnes âgées dépendantes] προς όφελος των ενοίκων του και, επομένως, υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής του φόρου προστιθέμενης αξίας.
ΔΕΚ/C-408/1997
Στην υπόθεση C-408/97, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη αρχικώς από την Η. Michard και τον B. J. Drijber, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, ακολούθως από την Η. Michard και τον H. van Vliet, μέλη της ίδιας υπηρεσίας, με αντίκλητο στοΛουξεμβούργο τον C. Gómez de la Cruz, μέλος της ίδιας υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg(....)Στην προκειμένη περίπτωση, δεν αμφισβητείται ότι στις Κάτω Χώρες η δραστηριότητα που έγκειται στη διάθεση οδικής υποδομής στους χρήστες έναντι καταβολής διοδίων ασκείται, όπως προκύπτει ιδίως από τα έγγραφα της Ολλανδικής Κυβερνήσεως της 5ης Ιουλίου 1988 και της 27ης Φεβρουαρίου 1997, από οργανισμούς δημοσίου δικαίου. ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ αποφασίζει: 1)Απορρίπτει την προσφυγή. 2)Καταδικάζει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στα δικαστικά έξοδα.
ΔΕΚ/C-570/2008
Περίληψη της αποφάσεως Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διαδικασίες προσφυγής στον τομέα της συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων – Οδηγία 89/665 – Υποχρέωση των κρατών μελών να θεσπίζουν διαδικασία προσφυγής – Δικαίωμα κινήσεως της διαδικασίας προσφυγής (Οδηγία 89/665 του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 8) Το άρθρο 2, παράγραφος 8, της οδηγίας 89/665, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της συνάψεως συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων, όπως έχει τροποποιηθεί με την οδηγία 92/50, πρέπει να ερμηνευθεί κατά την έννοια ότι τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να παρέχουν και στις αναθέτουσες αρχές δυνατότητα ασκήσεως ένδικης προσφυγής κατά αποφάσεων των κατά βάση αρμοδίων, μη δικαστικών αρχών που είναι υπεύθυνες για τις διαδικασίες προσφυγής στον τομέα της συνάψεως δημοσίων συμβάσεων. Η διάταξη αυτή δεν απαγορεύει, πάντως, στα κράτη μέλη να παρέχουν τέτοια δυνατότητα, στο πλαίσιο της εθνικής έννομης τάξης, και στις αναθέτουσες αρχές. Καταρχάς, με την τέταρτη και την έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 89/665, αναγνωρίζεται ρητώς η νομιμοποίηση των «κοινοτικών επιχειρήσεων» να ασκούν προσφυγές στο πλαίσιο διαδικασιών συνάψεως δημοσίων συμβάσεων. Δεύτερον, το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 89/665, κατά το οποίο η διαδικασία προσφυγής μπορεί να κινηθεί «τουλάχιστον από οποιοδήποτε πρόσωπο που έχει ή είχε συμφέρον να του ανατεθεί συγκεκριμένη σύμβαση», καθορίζει σε ποια πρόσωπα πρέπει υποχρεωτικά να παρέχεται, σύμφωνα με την οδηγία αυτή, δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής. Τρίτον, όπως προκύπτει από την έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 89/665, ο νομοθέτης της Ένωσης είχε υπόψη του το ενδεχόμενο η επανόρθωση ορισμένων παρατυπιών να μην είναι δυνατή σε περίπτωση που οι επιχειρήσεις δεν ασκήσουν προσφυγή κατά παράνομων ή εσφαλμένων αποφάσεων, δεδομένου ότι τέτοιες αποφάσεις ενδέχεται να εκδοθούν και από υπεύθυνη για τις διαδικασίες προσφυγής αρχή, η οποία δεν είναι δικαστική. Πάντως, προς αντιμετώπιση του ενδεχομένου αυτού, το άρθρο 3 της οδηγίας 89/665 παρέχει στην Επιτροπή εξουσία παρεμβάσεως, σύμφωνα με τη διαδικασία της διατάξεως αυτής. Εξάλλου, λαμβανομένης υπόψη της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα κράτη μέλη δύνανται να συμπεριλάβουν τις αναθέτουσες αρχές στον κύκλο των προσώπων που έχουν δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής, στις περιπτώσεις που οι αποφάσεις των αναθετουσών αρχών ακυρώνονται από κατά βάση αρμόδιες αρχές, οι οποίες δεν είναι δικαστικές. (βλ. σκέψεις 24-26, 36, 38 και διατακτ.)
ΣΤΕ/304/2012
Προμήθεια μεταλλικών γραμματοκιβωτίων...Ο κύριος σκοπός και αποστολή των Ελληνικών Ταχυδρομείων συνίσταται στην παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών (όπως προκύπτει από το συνδυασμό των άρθρων 4 και 19 του ν. 2668/1998, Α΄ 282). Με τα δεδομένα αυτά, η ...., έστω και αν είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, αποτελεί αναθέτοντα φορέα στον τομέα των ταχυδρομικών υπηρεσιών κατά την έννοια της Οδηγίας 2004/17/ΕΚ, σύμφωνα και με το Παράρτημα VI της Οδηγίας, όπου τα Ελληνικά Ταχυδρομεία αναφέρονται και ρητώς ως αναθέτων φορέας στον εν λόγω τομέα. Επιπλέον, η επίδικη σύμβαση έχει ως αντικείμενο την προμήθεια μεταλλικών γραμματοθυρίδων αστικών, ημιαστικών και αγροτικών περιοχών, η προμήθεια δε αυτή είναι προδήλως άμεσα συνδεδεμένη με την παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών, στις οποίες δραστηριοποιείται η .. . Νομίμως επομένως από την άποψη αυτή, εισάγεται η υπόθεση στο Δικαστήριο , δεδομένου ότι το αντικείμενο της προμήθειας εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας. Επειδή, η πιο πάνω προϋπολογισθείσα δαπάνη του διαγωνισμού (150.000 ευρώ) υπολείπεται του ως άνω ορίου των 387.000 ευρώ, το οποίο τίθεται από τις ανωτέρω διατάξεις για τις συμβάσεις προμηθειών και υπηρεσιών για την εφαρμογή της οδηγίας 2004/17/ΕΚ. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση απαραδέκτως ασκείται κατ’ επίκληση των διατάξεων του ν. 3886/2010, ως αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, ενώ, εξάλλου, δεν είναι δυνατό να εξετασθεί ως αίτηση αναστολής του άρθρου 52 του π.δ.18/1989, (Α΄8), δεδομένου ότι δεν έχει προηγουμένως ασκηθεί σχετική αίτηση ακυρώσεως. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
ΝΣΚ/13/2005
Αρμοδιότητα του Επιθεωρητή Μεταλλείων να εισηγείται τη σφράγιση των ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων του καθ’ υποτροπήν ασκούντος παράνομη λατομική δραστηριότητα λατομείου.(..)Κατάσταση : Εκκρεμεί αποδοχή
Δεδομένου ότι με τη σφράγιση των ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων του λατομείου επιτυγχάνεται ο σκοπός των προπαρατειθέμενων διατάξεων του άρθρου 16 του Ν 1428/1984, ο Επιθεωρητής Μεταλλείων έχει αρμοδιότητα να εισηγείται τη σφράγιση των ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων του λατομείου όταν ασκείται παράνομη λατομική δραστηριότητα και συντρέχουν για τον παραβάτη οι προϋποθέσεις της νομικής κατάστασης της υποτροπής, ανεξάρτητα αν οι εγκαταστάσεις του αυτές, ως ευρισκόμενες εκτός λατομικού χώρου, έχουν αδειοδοτηθεί με τις διατάξεις του Ν 2516/1997 «Περί ίδρυσης και λειτουργίας βιοτεχνικών και βιομηχανικών εγκαταστάσεων».
ΣΤΕ/ΕΑ/456/2013
Ανάδειξη αναδόχου καθαρισμού χώρων...Επειδή, όπως έχει ήδη εκτεθεί, μεταξύ των δραστηριοτήτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2004/17 είναι και οι δραστηριότητες εκμετάλλευσης γεωγραφικής περιοχής, με σκοπό την «διάθεση» αερολιμένος σε αεροπορικούς μεταφορείς (άρθρο 7 περ. β΄). Εν προκειμένω όμως, η υπό ανάθεση σύμβαση με αντικείμενο, όπως προκύπτει από τα οριζόμενα στη διακήρυξη ( βλ. άρθρο 4 και 5 της Ειδικής Συγγραφής Υποχρεώσεων), συνήθεις εργασίες καθαρισμού χώρων κοινών κτιριακών εγκαταστάσεων (επιφανειών, υαλοπινάκων, χώρων υγιεινής, επίπλων γραφείων, αιθουσών επιβατών κ.λ.π.) του Αεροσταθμού Κρατικού Αερολιμένα ..., δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εξυπηρετεί αμέσως την ανωτέρω δραστηριότητα, κατά την ήδη εκτεθείσα έννοια της Οδηγίας 2004/17. Συνεπώς, εν όψει και της επιβαλλόμενης, σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, στενής ερμηνείας των διατάξεων της Οδηγίας 2004/17, ο επίδικος διαγωνισμός εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής της Οδηγίας αυτής και εμπίπτει, ως εκ του αντικειμένου του και του ύψους της προϋπολογισθείσης δαπάνης, στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2004/18 [(πρβλ. ΕΑ 82/2013, 499/2012, με τις οποίες κρίθηκε ότι, διαγωνισμοί για την ανάθεση υπηρεσιών καθαριότητας σε χώρους λιμένων, ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2004/17, διότι, λόγω του ειδικού αντικειμένου τους (εκτέλεση εργασιών καθαρισμού και ειδικών λιμενικών χώρων και εγκαταστάσεων), τελούσαν σε άμεση σχέση με την εκπλήρωση της δραστηριότητας «διάθεσης» λιμένος σε θαλασσίους μεταφορείς, πρβλ. επίσης ΕΑ 433/2011, 986/2010, 872/2007, 785/2007, 769/2007)]. Επομένως, αρμόδιο, κατά τις διατάξεις του ν. 3886/2010, για την εκδίκαση της υπό κρίση αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων είναι, ενόψει του ύψους του προϋπολογισμού της υπό ανάθεση σύμβασης, το Διοικητικό Εφετείο της έδρας της αναθέτουσας αρχής, ήτοι το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, στο οποίο πρέπει να παραπεμφθεί.
ΔΕΔ/Θεσ/250/2025
Η απόφαση 250/17-02-2025 της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών απορρίπτει την ενδικοφανή προσφυγή κατά οριστικών πράξεων διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος και προστίμων για τα φορολογικά έτη 2018, 2019 και 2020. Ο προσφεύγων, αγρότης με κύρια δραστηριότητα την καλλιέργεια σπαραγγιών, αμφισβήτησε τη μη έκπτωση δαπανών αγοράς βενζίνης, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν με χιλιάδες αποδείξεις λιανικής πώλησης (Α.Λ.Π.) χωρίς αναγραφή Α.Φ.Μ. ή αριθμού κυκλοφορίας οχήματος. Η Φορολογική Διοίκηση έκρινε ότι το πλήθος των Α.Λ.Π. ήταν υπέρογκο και ασυνήθιστο, και ότι οι δαπάνες αυτές δεν συσχετίζονταν με την παραγωγική δραστηριότητα της επιχείρησης, δεδομένου ότι ο εξοπλισμός απαιτούσε κυρίως πετρέλαιο κίνησης. Η Δ.Ε.Δ. επικύρωσε την απόφαση της Δ.Ο.Υ. Έδεσσας, αναγνωρίζοντας ως εκπεστέες μόνο τις αγορές καυσίμων που τεκμηριώθηκαν με τιμολόγια. Τα συνολικά καταλογιζόμενα ποσά φόρων και προστίμων ανέρχονται σε 41.876,70€.
ΣΤΕ/ΕΑ/358/2014
Επεξεργασία λυμάτων...Επειδή, η επίδικη σύμβαση, με αναθέτοντα φορέα το Δήμο Αρχανών-Αστερουσίων που ασκεί ο ίδιος δραστηριότητα στον τομέα ύδρευσης –αποχέτευσης, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ.1 της Οδηγίας 2004/17/ΕΚ (βλ. την 20415/18.9.2014 βεβαίωση του Δήμου προς το Δικαστήριο), εμπίπτει ως σύμβαση προμήθειας στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2004/17/ΕΚ τόσο εξ επόψεως αντικειμένου (επεξεργασία λυμάτων) όσο και ποσού. Επομένως, η κρινόμενη διαφορά διέπεται από το ν.3886/2010 και εισάγεται αρμοδίως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. άρθρο 3 παρ. 1 και 3 του ν. 3886/2010). Δεδομένου, όμως, ότι, κατά τα προεκτεθέντα, πρόκειται για σύμβαση προμήθειας, η υπό κρίση αίτηση δεν υπάγεται στην αρμοδιότητα του Δ΄ Τμήματος, αλλά του Β΄ Τμήματος του Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ.2 του π.δ.361/2001 (Α΄ 244), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ.1 του π.δ.334/2003 (Α΄ 285). Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να παραπεμφθεί προς εκδίκαση ενώπιον της αρμόδιας Επιτροπής Αναστολών του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας.