Συνδρομητική Υπηρεσία. Για να έχετε πλήρη πρόσβαση στο mydocman.gr πρέπει να συνδεθείτε: Είσοδος

Ε.2057/2023

Τύπος: ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ-ΕΓΚΥΚΛΙΟΙ-ΠΟΛ

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ: 4987/2022, 4646/2019

Παροχή διευκρινίσεων σχετικά με τις προθεσμίες παραγραφής του δικαιώματος της Φορολογικής Διοίκησης για την έκδοση και κοινοποίηση πράξεων προσδιορισμού φόρων και επιβολής προστίμων». ΑΔΑ: 9ΒΞΓ46ΜΠ3Ζ-ΦΗΝ

Ιστορικό Αναθεωρήσεων (Πιλοτική Εφαρμογή)

Σχετικά Έγγραφα

ΠΟΛ.1030/2018

«Παροχή διευκρινίσεων αναφορικά με την έκδοση καταλογιστικών πράξεων φόρων ή προστίμων σε βάρος πτωχών για παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας».(ΑΔΑ:66ΞΟ46ΜΠ3Ζ-ΛΜ0)


Ε.2047/2023

«Παροχή διευκρινίσεων σχετικά με την επιβολή προστίμων επί υποθέσεων ελέγχου για τις οποίες εφαρμόζονται μέθοδοι έμμεσου προσδιορισμού της φορολογητέας ύλης και λοιπά συναφή θέματα σχετικά με το Φ.Π.Α.». ΑΔΑ:ΨΣ8Ζ46ΜΠ3Ζ-ΡΤΕ


ΝΣΚ/42/2020

Εάν η κοινοποίηση ή και επανακοινοποίηση Πράξεων Επιβολής Εισφορών και συναφών Πράξεων συνιστούν λόγο διακοπής της παραγραφής των αξιώσεων του ΙΚΑ και ήδη ΕΦΚΑ, έναντι των οφειλετών του, λαμβανομένου υπόψη ότι η θέση αυτή έχει διατυπωθεί σε εγκυκλίους πρώην κεντρικών Υπηρεσιών του ΙΚΑ(...)Δεν είναι δυνατόν να προστίθεται λόγος διακοπής της παραγραφής των αξιώσεων του ΙΚΑ, με εγκυκλίους που το Ίδρυμα εκδίδει προς τις Υπηρεσίες του ή τους πολίτες προς παροχή οδηγιών ή διευκρινίσεων και κατά συνέπεια, η σε τέτοιου είδους έγγραφα διατυπωμένη θέση, ότι η κοινοποίηση των καταλογιστικών Πράξεων διακόπτει την παραγραφή των αξιώσεων, είναι μη νόμιμη και δεν παράγει αποτελέσματα για τους διοικούμενους (ομόφωνα).


ΠΟΛ 1125/2014

Καθορισμός λεπτομερειών εφαρμογής των διατάξεων της παραγράφου 6 του άρθρου 5 του Ν. 4174/2013 (Α΄ 170), για την ηλεκτρονική κοινοποίηση πράξεων της Φορολογικής Διοίκησης. 

Ε.2042/2023

Παροχή διευκρινίσεων και υποδειγμάτων για την εφαρμογή της Διεθνούς Διοικητικής Συνδρομής στο πεδίο της άμεσης φορολογίας, αναφορικά με την ανταλλαγή πληροφοριών κατόπιν αιτήματος, την αυθόρμητη ανταλλαγή πληροφοριών, τη διοικητική κοινοποίηση εγγράφων και την ανατροφοδότηση, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 29 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4987/2022, Α’ 206).  ΑΔΑ:Ω82846ΜΠ3Ζ-Φ5Κ


ΝΣΚ/268/2017

Παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου προς επιβολή φόρου κλπ σε περιπτώσεις φοροδιαφυγής.
(Κατάσταση : Αποδεκτή) Λαμβάνοντας υπόψη τις υπ’ αριθμ. 1738/2017, 2934/2017 και 2935/2017 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικράτειας (ΣτΕ) επί της ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων των παρ. 1 και 2 του άρθρου 78 του ισχύοντος Συντάγματος, η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 36 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας - ΚΦΔ - (ν. 4174/2013), σε συνδυασμό με τη διάταξη της παρ. 11, εδάφιο δεύτερο, του άρθρου 72 του ίδιου Κώδικα, με τις οποίες παρεκτείνεται ο χρόνος της παραγραφής σε εικοσαετή σε περιπτώσεις φοροδιαφυγής, που διαπράχθηκε πριν την έναρξη ισχύος του ΚΦΔ, και υπό την προϋπόθεση ότι το δικαίωμα του Δημοσίου δεν είχε παραγραφεί μέχρι τότε, είναι εφαρμοστέες από τη Φορολογική Διοίκηση. Επιπλέον υφίσταται δυνατότητα εκδόσεως πράξεων προσδιορισμού φόρου και προστίμων σε εκκρεμείς υποθέσεις ελέγχου που αφορούν στις χρήσεις των ετών 2012 και 2013 και όχι σε προγενέστερες του έτους 2012 (πλειοψ).


ΝΣΚ/11/2022

Έναρξη και προθεσμία παραγραφής της δίωξης παρατυπίας και ανάκτησης αχρεωστήτως καταβληθεισών ενισχύσεων στο πλαίσιο Μέτρων του Προγράμματος Αγροτικής Ανάπτυξης, τα οποία συνεπάγονται πολυετείς υποχρεώσεις.(..)α) Δεδομένου ότι η διαπιστωθείσα παρατυπία διεπράχθη με χρήση όχι μόνο του χρηματοδοτηθέντος μηχανολογικού εξοπλισμού, αλλά και των χρηματοδοτηθεισών κτιριακών εγκαταστάσεων, η προθεσμία παραγραφής της αναζήτησης των καταβληθέντων χρηματικών ποσών ενίσχυσης άρχεται από τη λήξη της δεκαετίας των πολυετών υποχρεώσεων που έπονται της ολοκλήρωσης της επένδυσης. β) Η προθεσμία παραγραφής της επιβολής του διοικητικού μέτρου της ανάκτησης των καταβληθέντων χρηματικών ποσών ενίσχυσης είναι πενταετής, αρχομένη από τη λήξη της δεκαετίας των πολυετών υποχρεώσεων και, σε περίπτωση έκδοσης πράξεων διερεύνησης ή δίωξης της παρατυπίας που φέρονται σε γνώση του ενδιαφερομένου φορέα, δεν διακόπτεται πέραν του απωτάτου ορίου, το οποίο δεν δύναται να υπερβεί την δεκαετία, αρχομένη από το ίδιο ως άνω χρονικό σημείο. Εντούτοις, βάσει της αρχής ότι οι εθνικές αρχές πρέπει να προβαίνουν στην ανάκτηση άμεσα και εγκαίρως, οι αρμόδιες υπηρεσίες πρέπει να ελέγξουν άμεσα εάν, καθ’ όλη την διάρκεια των πολυετών δεσμεύσεων, τηρούνταν οι αναληφθείσες από τον φορέα υποχρεώσεις και να προβούν σε όλες τις κατά νόμο ενέργειες για την έκδοση πράξης καταλογισμού σύμφωνα με την προβλεπόμενη διαδικασία και την κοινοποίηση της πράξης αυτής στον φορέα (ομόφωνα).


Δ.ΠΡΩΤ.ΑΘ/15755/2019

Φορολογία εισοδήματος..Επειδή, το δικαίωμα του Δημοσίου για την έκδοση και κοινοποίηση των επίδικων πράξεων, οικονομικών ετών 2002 έως 2006, έχει υποπέσει στην προβλεπόμενη από το άρθρο 84 του ΚΦΕ (γενική) πενταετή παραγραφή, η οποία άρχισε στις 31.12.2002, 31.12.2003, 31.12.2004, 31.12.2005 και 31.12.2006 και συμπληρώθηκε στις 31.12.2007, 31.12.2008, 31.12.2009, 31.12. 2010 κ α ι 31.12.2011 αντιστοίχως, δοθέντος ότι : α. εν προκειμένω, δεν τυγχάνει εφαρμογής η δεκαπενταετής παραγραφή που επικαλείται η φορολογική αρχή. Και τούτο, διότι προϋπόθεση εφαρμογής της εν λόγω παραγραφής αποτελεί η μη υποβολή, παρά την ύπαρξη σχετικής υποχρέωσης, φορολογικής δηλώσεως, ενώ στην προκειμένη περίπτωση, ακόμη και αν ήθελε υποτεθεί ότι μεταξύ των προσφευγόντων συστήθηκε πράγματι αφανής εταιρεία, η εταιρεία αυτή δεν είχε υποχρέωση, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικά ανωτέρω, για την υποβολή Φορολογικής δηλώσεως. Β οι διατάξεις των άρθρων 11 ν. 3513/2006, 29 ν. 3697/2008, 10 ν. 3790/2009, 82 ν. 3842/2010, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 92 παρ. 3 περ. β του ν. 3862/2010, 18 παρ. 2 τ ου ν. 4002/2011 και δεύτερου παρ. 1 ν. 4098/2012, 22 ν. 4203/2013, 87 ν. 4316/2014 και 22 ν. 4337/2015, με τις οποίες παρατάθηκε διαδοχικά ο χρόνος παραγραφής φορολογικών αξιώσεων του Δημοσίου αναγόμενων σε χρήσεις προγενέστερες του προηγούμενου της δημοσιεύσεως των εν λόγω νόμων ημερολογιακού έτους, όπως είναι οι ένδικες, πέραν του ότι δεν τυγχάνουν εφαρμογής επί επιβολής κυρώσεων, επιπροσθέτως είναι ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες, ως αντιβαίνουσες, σύμφωνα με τα ήδη εκτεθέντα στο άρθρο 78 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, γ. εν προκειμένω, δεν τυγχάνει εφαρμογής η δεκαετής παραγραφή. Κ α ι τούτο διότι τα στοιχεία στα οποία βασίσθηκε η φορολογική αρχή, και δη οι δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, στις οποίες, ανεξάρτητα από τον κωδικό στον οποίο δηλώθηκαν, συμπεριελήφθησαν, πάντως, τα τιμήματα από τις μεταβιβάσεις των ακινήτων που θεωρήθηκαν από τη φορολογική αρχή ως άσκηση εμπορικής δραστηριότητας, δεν αποτελούν συμπληρωματικά στοιχεία κατά την έννοια του άρθρου 68 παρ. 2 περ. α του ΚΦΕ ικανά να δικαιολογήσουν την επιμήκυνση της κατ άρθρο 84 παρ. 1 του ΚΦΕ πενταετούς προθεσμίας παραγραφής, διότι οι δηλώσεις αυτές, είχαν περιέλθει σε γνώση της φορολογικής αρχής, εντός της ως άνω πενταετούς προθεσμίας. (...)Επειδή, κατ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση προσφυγή και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη με την οποία απερρίφθη η κατά των καταλογιστικών πράξεων ασκηθείσα ενδικοφανής προσφυγή. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί η απόδοση του καταβληθέντος παραβόλου στους προσφεύγοντες (άρθρο 277 παρ. 9 Κ.Δ.Δ.), ενώ, κατ εκτίμηση των περιστάσεων, πρέπει να μην καταλογισθούν δικαστικά έξοδα σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 275 παρ. 1 Κ.Δ.Δ).


ΣΤΕ/841/2019

Φορολογία εισοδήματος. Παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου για επιβολή φόρων και κυρώσεων. Τα άρθρα 12 παρ. 7 του ν. 3888/2010, 18 παρ. 2 του ν. 4002/2011 και δεύτερο παρ. 1 του ν. 4098/2012 αντίκεινται στο άρθρο 78 του Συντάγματος διότι παρατείνουν την προθεσμία παραγραφής φορολογικών αξιώσεων αναγομένων σε ημερολογιακά έτη προγενέστερα του προηγουμένου της δημοσιεύσεως των σχετικών νόμων ετών. Εσφαλμένη αντίθετη κρίση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο σχετικός λόγος αναίρεσης προβάλλεται παραδεκτά κατά το άρθρο 12 παρ. 1 του ν.3900/2010 και είναι βάσιμος. Πότε προβάλλεται βασίμως ισχυρισμός περί αντίθεσης της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης προς προδικαστική απόφαση του ΣτΕ για την άρση του απαραδέκτου λόγου αναίρεσης. Υπολογισμός του ποσού της διαφοράς για το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης όταν αιτήσεις περί διοικητικής επίλυσης της διαφοράς από φύλλα ελέγχου φόρου εισοδήματος περισσότερων οικονομικών ετών απορρίπτονται με μία απόφαση της φορολογικής Διοίκησης καθώς και όταν με μία προσφυγή προσβάλλεται η σιωπηρή απόρριψη αιτήσεων διοικητικής επίλυσης της διαφοράς. Η πράξη ακυρώνεται για παράβαση του τύπου ή της διαδικασίας έκδοσης της πράξης, μόνον αν ο προσφεύγων επικαλείται και αποδεικνύει βλάβη, η οποία δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά. Ο αναιρεσείων δεν προέβαλε με την προσφυγή του, κατά τρόπο ορισμένο και αρκούντως τεκμηριωμένο, βλάβη από την μη δημοσίευση της υα ΔΕΛ 1059085/2011. Μερικά δεκτή η αναίρεση (αναιρεί εν μέρει την αριθμ. 519/2015 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας). 


ΠΟΛ 1099/2018

ΘΕΜΑ: Κοινοποίηση της αριθμ. 13/2018 γνωμοδότησης του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους σχετικά με τo εάν η ειδική εισφορά αλληλεγγύης εμπίπτει στην κατηγορία των «όμοιων με το φόρο εισοδήματος ή ουσιωδώς παρόμοιας φύσης φόρων», που περιλαμβάνονται στις ισχύουσες Συμβάσεις Αποφυγής Διπλής Φορολογίας.

ΒΛΕΠΕ ΝΣΚ/13/2018.Αν η ειδική εισφορά αλληλεγγύης του άρθρου 43Α ΚΦΕ υπάγεται στην έννοια των «όμοιων με το φόρο εισοδήματος ή ουσιωδώς παρόμοιας φύσης φόρων», που περιλαμβάνονται στις Συμβάσεις Αποφυγής Διπλής Φορολογίας (ΣΑΔΦ) που έχει συνάψει η Ελλάδα.  Η ειδική εισφορά αλληλεγγύης του άρθρου 43Α του ΚΦΕ (ν. 4172/2013), το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 9 του ν. 4387/2016, δεν εμπίπτει στην κατηγορία των «όμοιων με το φόρο εισοδήματος ή ουσιωδώς παρόμοιας φύσης φόρων», που περιλαμβάνονται στις ισχύουσες Συμβάσεις Αποφυγής Διπλής Φορολογίας, που έχει συνάψει η χώρα μας και, ως εκ τούτου, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής τους.

ΣΤΕ/2465/2018 Εισφορά αλληλεγγύης- αποφυγή διπλής φορολογίας..Επειδή, από τις παραπάνω διατάξεις του άρθρου 63 παρ. 1 εδαφ. β΄ και παρ. 5 εδαφ. α΄ του ΚΦΔ, ερμηνευόμενες ενόψει και της ανάγκης διαφύλαξης του ωφέλιμου αποτελέσματος της προβλεπόμενης στο άρθρο αυτό ενδικοφανούς διαδικασίας (η οποία σκοπεί στην επανεξέταση από τη φορολογική Διοίκηση των ζητημάτων που εγείρονται από τον φορολογούμενο σε σχέση με ορισμένη πράξη που έχει εκδοθεί σε βάρος του, ώστε είτε να επιλυθεί το πρόβλημα, ταχέως, από την ίδια τη Διοίκηση είτε, τουλάχιστον, να εκκαθαριστούν επαρκώς τα λυσιτελώς τιθέμενα νομικά ή/και πραγματικά ζητήματα, προκειμένου, αφενός, να μην επιβαρύνεται ασκόπως ο φόρτος των δικαστηρίων και, αφετέρου, να εξυπηρετείται η οικονομία και η αποτελεσματικότητα της οικείας ένδικης διαδικασίας επίλυσης της διαφοράς και του ασκούμενου στο πλαίσιό της ελέγχου του διοικητικού δικαστηρίου) προκύπτει ότι η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ) της ΑΑΔΕ υποχρεούται κατ’ αρχήν να αποφαίνεται ρητά και αιτιολογημένα επί (εκάστου) των λόγων της ενδικοφανούς προσφυγής. Ωστόσο, τούτο δεν σημαίνει ότι η ΔΕΔ υποχρεούται να εξετάσει το σύνολο των νομικών και πραγματικών ζητημάτων που μπορούν να εγερθούν στο πλαίσιο της εξέτασης της ενδικοφανούς προσφυγής, εάν, προκειμένου να αποφανθεί επί (εκάστου) των λόγων της προσφυγής, αρκεί να εκφέρει κρίση επί ορισμένων εκ των ζητημάτων αυτών, η οποία καθις τά, κατ’ αρχήν, αλυσιτελή την έρευνα των υπολοίπων. Πράγματι, η αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή, αφενός, δεν βρίσκει επαρκές έρεισμα στο γράμμα των ως άνω διατάξεων του άρθρου 63 του ΚΦΔ και στον προαναφερόμενο σκοπό της προβλεπόμενης σε αυτό ενδικοφανούς διαδικασίας και, αφετέρου, θα επέβαλε στην ΔΕΔ ένα υπέρμετρο βάρος, ασύμβατο προς την αρχή της εύρυθμης και ορθολογικής λειτουργίας της, με τις εντεύθεν επιπτώσεις στην ταχύτητα και στην αποτελεσματικότητα του έργου της και, συνακόλουθα, στην αποτελεσματικότητα της εν λόγω διαδικασίας. Συνεπώς, εάν ο φορολογούμενος υποστηρίζει με την ενδικοφανή προσφυγή του ότι η προσβαλλόμενη πράξη της ελληνικής φορολογικής Διοίκησης, περί επιβολής σε βάρος του φόρου επί του εισοδήματός του, αντιβαίνει σε διάταξη Σύμβασης Αποφυγής Διπλής Φορολογίας, δυνάμει της οποίας το βαρυνόμενο εισόδημά του δεν υπόκειται σε φόρο στην ημεδαπή, η ΔΕΔ δύναται να απορρίψει τον οικείο λόγο, με την αιτιολογία ότι ο επίμαχος φόρος δεν εμπίπτει καν στο πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης, χωρίς να απαιτείται να εξετάσει εάν συντρέχουν στη συγκεκριμένη υπόθεση οι (λοιπές) προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης της Σύμβασης που επικαλείται ο φορολογούμενος. Περαιτέρω, σε τέτοια περίπτωση, η παράγραφος 5 του άρθρου 79 του ΚΔΔ (όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 20 παρ. 1 του ν. 3900/2010, το οποίο αποβλέπει στην επιτάχυνση της επίλυσης από τα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια των διαφορών από πράξεις ή παραλείψεις της φορολογικής Διοίκησης), ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με τις προαναφερόμενες διατάξεις του ΚΦΔ, έχει την έννοια ότι το διοικητικό δικαστήριο, εάν δεχθεί ως βάσιμο τον προβαλλόμενο λόγο προσφυγής ότι δεν είναι νόμιμη η παραπάνω αιτιολογική βάση της απόρριψης της ενδικοφανούς προσφυγής, ούτε εξετάζει το ίδιο εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης της Σύμβασης που επικαλέσθηκε ο βαρυνόμενος φορολογούμενος ούτε χορηγεί την επιδιωκόμενη απαλλαγή από τον επίμαχο ημεδαπό φόρο (ούτε διατάσσει την επιστροφή του τυχόν καταβληθέντος ποσού φόρου), θεωρώντας ως δεδομένη την (μη αμφισβητηθείσα από τη Διοίκηση) συνδρομή των εν λόγω προϋποθέσεων (την οποία η ΔΕΔ δεν εξέτασε και δεν όφειλε να ερευνήσει), αλλά παραπέμπει την υπόθεση στη ΔΕΔ, προκειμένου αυτή να αποφανθεί το πρώτον επί της εφαρμογής της διάταξης της Σύμβασης, στην οποία στηρίζεται η επιδιωκόμενη από τον προσφεύγοντα ακύρωση του επίμαχου φόρου. (...)Επειδή, η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ απέρριψε την από 14.12.2017 ενδικοφανή προσφυγή της προσφεύγουσας, κατά το μέρος της που βασιζόταν στο άρθρο VII της ΣΑΔΦ, με την προεκτεθείσα μη νόμιμη αιτιολογία, χωρίς να εξετάσει εάν συντρέχουν, εν προκειμένω, οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου αυτού. Ενόψει τούτου και σύμφωνα με όσα έγιναν κατά πλειοψηφία ερμηνευτικώς δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της ΑΑΔΕ, προκειμένου αυτή να αποφανθεί αιτιολογημένα (το αργότερο εντός εξήντα ημερών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης στο Διοικητή της ΑΑΔΕ) επί του σκέλους της ανωτέρω ενδικοφανούς προσφυγής που στηρίζεται στο άρθρο VII της ΣΑΔΦ, με το δεδομένο ότι η ένδικη εισφορά εμπίπτει στο πεδίο του άρθρου I της ΣΑΔΦ.